Professional Documents
Culture Documents
Μέσα από αυτό το πλήθος, για το οποίο η ζωή είναι αβάσταχτη, δυο
πρόσωπα μας ατενίζουν. Έχουν την κόμμωση, τα ρούχα, τα σύνεργα των
ζωγράφων του 15ου αιώνα. Η στάση τους, οι χειρονομίες τους μας
φανερώνουν ότι πρόκειται για τους δημιουργούς της τοιχογραφίας κι
ότι είναι περήφανοι που παρασταίνονται εκεί, ανάμεσα σε αυτούς που
δεν έχουν εξουσία, ανάμεσα σε αυτούς που ψάχνουν το απόλυτο, τους
ταπεινωμένους, τους κατατρεγμένους. Ο δάσκαλος κι ο μαθητής
αναπαρίστανται διαδοχικά. Ο δάσκαλος μας δείχνει τον νεαρό ζωγράφο
ως τον πραγματικό δημιουργό του έργου. Χωρίς τα ερεθίσματά του η
τοιχογραφία θα είχε λάβει ένα άλλο νόημα. Μας τον δείχνει με ένα
πνευματώδες πρόσωπο και δυο τεράστια φοβισμένα μάτια σαν από
γοτθικό άγαλμα.
Στον κόσμο της λέξης και της εξουσίας δεν άρεσε η υπερήφανη δήλωση
εκείνου του νέου. Το όνομά του εξαφανίστηκε από κάθε έγγραφο, η
τοιχογραφία του καλύφθηκε με καπνό και το χέρι του δε βρίσκεται σε
κανένα άλλο έργο. Δεν απέκτησε ποτέ παραγγελιοδότες, ποτέ πια δεν
του ξαναδόθηκε ευκαιρία. Τι τόσο τρομερό είχε πει εκείνος ο νέος με τα
λίγο γοτθικά μάτια; Είχε μόνο αισθανθεί την ανάγκη να επιβεβαιώσει
ότι οι εικόνες, οι νέοι τρόποι του οράν, γεννιούνται από τους
ανικανοποίητους, από εκείνους που δε θέλουν και δε ζητούν εξουσία.
Κι ότι οι εικόνες είναι με τους αδύναμους, τους φτωχούς, τους
ηττημένους.
Μπορεί να υπάρξει για τον καθένα μια εποχή που δε μπορεί να ζει με
ένα ψέμα. Αυτό τα παιδιά το είχαν βιώσει. Όμως, οι εξαιρετικά
μορφωμένοι φοιτητές της Μπολόνια, όλοι τους ειδικοί στα Γράμματα,
διαισθάνονταν πως αυτή η εποχή μπορεί να περάσει, πως πολλοί από
αυτούς θα λάμβαναν θέσεις στην κοσμική και εκκλησιαστική εξουσία.
Κι ότι δεν υπάρχει λέξη που δε μπορεί να διορθωθεί, να διασκευαστεί,
να εναρμονιστεί, ακόμα κι αν είναι γραμμένη σε μια πέτρα. Ένας τρόπος
να κοιτάς, όχι. Ένας τρόπος να σε κοιτάζουν, όχι. Ένας τρόπος να σε
κοιτάζουν δε μπορεί ποτέ να διορθωθεί.
Δεν υπήρξε καμιά συνθήκη ειρήνης. Μόνο μια πελώρια οδύνη. Δεν
έχουν μείνει εικόνες σκαλισμένες στην πέτρα. Από κάποια φωτογραφία
τα αγόρια και τα κορίτσια κοιτάνε με τα πελώρια γοτθικά μάτια που
έχουν πάντα όταν περικλείονται από τοίχους υποκρισίας και βίας.
Ίσως δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα ζήτημα χρόνου και φωτός, όπως
στη φωτογραφία, όπως στον κινηματογράφο, όπως στη μνήμη.
Αλλά υπάρχουν και αναμνήσεις πιο δυνατές κι από την ίδια τη μνήμη.
Γίνεται πιο λευκό, σκληρό σαν το φως εκείνων των παλιών λάμψεων της
σκόνης μαγνησίου. Και γίνεται χειροπιαστό. Στις εικόνες, μπορεί κανείς
να το αισθανθεί στο δέρμα του, γίνεται ένας αέρας που τραβάει πίσω
τα ρούχα, τα μαλλιά. Οι αναμνήσεις σταματούν, συνθλίβονται. Κι αυτό
το φως επεξεργάζεται κάθε κόκκο, κάθε σημείο, μετατρέποντάς το σε
κομματιασμένα μπουκάλια.
Κάθε εποχή, κάθε κίνημα έχει τα πρόσωπά του. Είναι φτιαγμένα από τις
προσδοκίες, τις ελπίδες, τις εντάσεις, τη συνειδητοποίηση. Έχουν κάτι
κοινό στα μάτια τους που οι εικόνες έχουν ανέκαθεν συλλάβει. Με
διαφορετικά σημάδια, με διαφορετικούς τρόπους, αυτό το βλέμμα
είναι η διαφορά μεταξύ της γραπτής και της προφορικής κουλτούρας,
μεταξύ της αξιοπρέπειας και της ποινικοποίησης, μεταξύ της
ανάμνησης και του απολογισμού, μεταξύ της λήθης και της μνήμης.
Από τους φωτογράφους της εποχής μου ο Άλντο Μπονάζια ήταν αυτός
που πλήρωσε ακριβότερα. Ο Άλντο περιγράφεται στα εγχειρίδια ως ο
επιδέξιος ιδρυτής ενός καινοτόμου φωτογραφικού πρακτορείου. Θα
ήθελα να προσθέσω ότι ήταν ο φωτογράφος ενός πολύ γοητευτικού,
από γραφιστικής άποψης, ακροαριστερού περιοδικού. Ήταν επίσης κι ο
πιο θαρραλέος απ’ όλους μας, κι ο καλύτερος τεχνίτης. Από παιδί,
πουλιέζος που μετανάστευσε στο Μιλάνο, είχε βρει δουλειά στο
κατάστημα ενός ηλικιωμένου φωτογράφου που εργαζόταν ακόμα με
πελώριες μηχανές φτιαγμένες από ξύλο κερασιάς. Είχε έναν μοναδικό
τρόπο να αντιμετωπίζει τον κίνδυνο: έτρεχε καταπάνω του. Όταν οι
χωροφύλακες στο Μιλάνο οδηγούσαν τις κλούβες κάνοντας ζιγκ ζαγκ
μέσα στο πλήθος που είχε ανέβει στα πεζοδρόμια, ο Άλντο έτρεξε να
τους ακολουθήσει. Ο Τζιαννίνο προσπαθεί να βοηθήσει έναν σύντροφο
που βρισκόταν σε δύσκολη θέση και καταλήγει κάτω από τις ρόδες. Ο
εγκέφαλός του ξεπετάγεται ακόμα στη φωτογραφία του Άλντο. Είναι
μια από εκείνες τις εικόνες στις οποίες ο φωτογράφος κατορθώνει να
δείξει ακόμα κι αυτό που δε φαίνεται. Να δείξει το πλαίσιο, τα γιατί, τα
κίνητρα, το πώς θα καταλήξει. Ακούγονται κραυγές που ζητούν
δικαιοσύνη. Η δικαιοσύνη και η αγάπη της μνήμης.
Για να αφηγηθεί κάτι ένας μίμος του αρκεί η γωνιά ενός δρόμου χωρίς
αστυνομία- για να το κάνει ένας φωτογράφος, μια μηχανή κάτω απ’ το
σακάκι του.
Είναι στις εικόνες που πρέπει να αναζητήσει κανείς την ιστορία των
ηττημένων κινημάτων, των ελπίδων που δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ.
Κάποιες ήταν έτοιμες να πραγματοποιηθούν, όλες έχουν σαρωθεί.
Πολλές, ακόμα κι απ’ τη μνήμη. Είναι στις εικόνες που τα θαμμένα
δράματα μας ζητούν ακόμα δικαιοσύνη. Όταν η ιστορία σκίζεται, όταν
υπάρχει σύγκρουση, ξεπετάγονται εικόνες νέες, νέοι τρόποι όρασης.
Όταν τίθεται υπό συζήτηση ένα καθεστώς, το πρώτο πράγμα που
αλλάζει είναι οι εικόνες. Έτσι ήταν πάντα. Όμως στα χρόνια που
βρεθήκαμε να ζούμε είναι ακόμα περισσότερο αλήθεια.
Μου έρχεται στο μυαλό μια τραγική φωτογραφία του 1933. Η αυλή
μιας βιομηχανικής αποθήκης, κάποιοι άνθρωποι με μια φαιόχρωμη
στολή περικυκλώνουν αγόρια και κορίτσια, τα ανεβάζουν σε ένα
φορτηγό του στρατού. Τη σκηνή την επιβλέπει έχοντας ανοιχτά τα
πόδια του, τα χέρια στη μέση, ένας αξιωματικός της πολιτοφυλακής του
Χίτλερ. Σε εκείνη την αποθήκη, στην περιφέρεια του Βερολίνου είχε
βρει καταφύγιο το Μπάουχάουζ, μετά την απομάκρυνσή του από τη
Βαϊμάρη και το Ντασάου. Αυτή η λυπημένη και ξεθωριασμένη
φωτογραφία είναι ότι απέμεινε από μια ιστορική ήττα της
ανθρωπότητας: εκείνα τα χρόνια δινότανε η τελευταία μάχη του
ανθρώπινου είδους για την ιδιοποίηση της ίδιας της έννοιας της
φαντασίας. Η ήττα ήταν τόσο πλήρης που δεν υπάρχει πια ούτε καν η
ανάμνηση αυτής της μάχης.
Ένα μυστικό έχουν και οι δυο νεαροί χωρικοί που εδώ και σχεδόν
πεντακόσια χρόνια φιλιούνται σε ένα μικρό φύλο χαρτί, σε ένα αυστηρό
ράφι λίγα μέτρα από την πορεία. Έπεσα πάνω τους πριν από πολλά
χρόνια. Είχα διαβάσει πως οι νεαροί μαθητές του Ντίρερ είχαν
καταδικαστεί σε θάνατο γιατί «με τα έργα τους πρέσβευαν την
κοινοκτημοσύνη των αγαθών». Ήταν οι μέρες της εξέγερσης και της
σφαγής των χωρικών. Ως νεαρός φωτογράφος έψαξα να βρω έργα τους
σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ήθελα να μάθω πώς το έκαναν. Δε βρήκα τα
έργα, τα είχαν καταστρέψει όλα. Βρήκα πρακτικά, αναφορές, επιστολές
καταδοτών, καταδικαστικές αποφάσεις. Ανέφεραν τίτλους, περιγραφές,
επιχειρήματα. Πρόκειται για φέιγ-βολάν με ξυλογραφίες στις οποίες οι
χωρικοί παρασταίνονταν με μια ανθρωπιά, μια αξιοπρέπεια, μια
ομορφιά που δεν θα έπρεπε να τους παραχωρηθεί. Ούτε οι τρόποι τους
θα έπρεπε να γίνουν αποδεκτοί: χόρευαν, διάβαζαν, αγαπιούνταν με
τρυφερότητα.
Και οι δυο νεαροί χωρικοί που φιλιούνται στο αυστηρό ράφι της
Αμβροσιανής Βιβλιοθήκης; Είναι πανέμορφοι, φιλιούνται με μια
τρυφερότητα που μυρίζει αντίο, φυγή. Είναι έργο του δασκάλου, του
αριστοκρατικού ζωγράφου, του φίλου και ομοτράπεζου του
αυτοκράτορα. Μια μοναδική κίνηση της πένας τους σχεδιάζει και τους
τοποθετεί στο βάθρο ενός μικρού χωραφιού, μια βορινή Άνοιξη. Μια
μονοκονδυλιά. Ένας μόνο δισταγμός στη θέση της υπογραφής που
λείπει.