You are on page 1of 12

«Συνδικαλιστικό κίνημα και εργασιακές σχέσεις μετά τη

Μεταπολίτευση του 1974: ριζοσπαστικός εκδημοκρατισμός,


εργατική πολιτική, θεσμοποίηση»

Στέφανος Βαμιεδάκης

Ανακοίνωση στο Διεθνές Συνέδριο Από τη Δικτατορία στη Δημοκρατία, Πορτογαλία,


Ισπανία, Ελλάδα, Πάντειος, 18-19 Ιουνίου 2010.

Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η περίοδος μετά την κατάρρευση της επτάχρονης Δικτατορίας των
Συνταγματαρχών εγκαινιάζει μια φάση κατά την οποία θεωρείται ότι διαμορφώνεται
και εμπεδώνεται η λειτουργία ενός νέου κοινωνικοπολιτικού καθεστώτος
αβασίλευτης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Στην ανακοίνωση θα επιχειρήσουμε να δούμε πώς εξειδικεύεται η διαδικασία
αυτή στο πεδίο του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος και των εργασιακών
σχέσεων. Θα δοθεί ιδιαίτερη έμφαση αφενός στα νέα ποιοτικά και ποσοτικά
χαρακτηριστικά των εργατικών αγώνων της περιόδου και αφετέρου στις εξελίξεις που
σημάδεψαν το ίδιο το επίσημο συνδικαλιστικό κίνημα.
Παράλληλα, θα επιχειρηθεί τα παραπάνω να συσχετιστούν με τις εξελίξεις και τις
τάσεις που διαμορφώνονται την ίδια περίοδο στο κοινωνικό εκείνο πεδίο πάνω στο
οποίο έχει ως σκοπό να επενεργήσει η συνδικαλιστική δράση, το σύστημα των
εργασιακών σχέσεων και της υλικής παραγωγής.
Πιο συγκεκριμένα θα δούμε ποιες ήταν οι μείζονες εργατικές διεκδικήσεις, με τι
όρους διεξήχθησαν οι εργατικοί αγώνες και τι συμβαίνει στο πεδίο των εργασιακών
σχέσεων και του συνδικαλισμού μετά την άνοδο ενός σοσιαλιστικού κόμματος στην
εξουσία, ως αποτέλεσμα αυτής της κοινωνικοπολιτικής και συνδικαλιστικής
δυναμικής.
Κατά συνέπεια, φιλοδοξία της ανακοίνωσης είναι να καλύψει όσο πιο
ολοκληρωμένα αλλά και συνοπτικά γίνεται την περίοδο της δεκαετίας 1974-1984.
Πρόκειται για την κατεξοχήν περίοδο της «μεταπολίτευσης», καθώς από τα μέσα της

1
δεκαετίας του 1980 και μετά, οι εξελίξεις και η πορεία που ακολουθεί η χώρα οδηγεί
όλο και πιο συχνά πολλούς μελετητές να μιλούν για το «τέλος της μεταπολίτευσης»,
ό,τι κι αν σημαίνει αυτό για τον καθένα.

Β. ΠΟΛΙΤΙΚΟ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός μέσα σε λιγότερο από μια δεκαετία γνώρισε
κοσμογονικού χαρακτήρα αλλαγές: η αντικομμουνιστική δικτατορία των
Συνταγματαρχών έδωσε τη θέση της σε ένα πολιτικό καθεστώς αβασίλευτης
προεδρευομένης Δημοκρατίας, στο πλαίσιο του οποίου αναδείχθηκε στην εξουσία με
συντριπτικά ποσοστά ένα «σοσιαλιστικό κίνημα», που είχε ιδρυθεί μόλις λίγα χρόνια
πιο πριν. Θα έλεγε κανείς ότι κατά την περίοδο 1974-1981 ο ιστορικός χρόνος
συμπυκνώθηκε κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μιλάμε πλέον για την «τομή» του 1981.
Στην ουσία η Μεταπολίτευση συνιστά την πλήρη απονομιμοποίηση και κατάρρευση
του συνόλου του μεταπολεμικού-μετεμφυλιακού πλέγματος εξουσίας
(αντικομμουνισμός, βασιλοφρονία, στρατοκρατία κλπ.). Υπήρξε δηλαδή μια
ευρύτατη και βαθειά κοινωνική διαδικασία, κι όχι μια απλή «στιγμή» πολιτικής
αλλαγής.
Μπορεί η διαχείριση της πολιτικής εξουσίας να βρισκόταν υπό τον έλεγχο της
δεξιάς παράταξης (Νέα δημοκρατία), ωστόσο η προϊούσα παγίωση των θεσμών της
κοινοβουλευτικής δημοκρατίας (ψήφιση νέου συντάγματος, κατάργηση της
Βασιλείας, ομαλή διενέργεια εθνικών εκλογών κλπ.), η νομιμοποίηση της λειτουργίας
του ΚΚΕ, η ίδρυση ενός νέου φορέα σοσιαλιστικών αναφορών (ΠΑΣΟΚ)
σηματοδοτούν μια δυναμική επάνοδο των κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων που μετά το
τέλος του εμφυλίου βρίσκονταν είτε εκτός νομιμότητας, είτε σε κατάσταση
ημιπαρανομίας υπό την κάλυψη κεντρώων αστικών δυνάμεων, σε κάθε περίπτωση σε
συνθήκες περιθωρίου.
Η πρωτοφανής αυτή κινητικότητα σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής περιέχει
έντονα ριζοσπαστικά στοιχεία και διαμορφώνει τους όρους της πλήρους
απονομιμοποίησης και καταβαράθρωσης του μέχρι τότε πολιτικού σκηνικού.
Πρόκειται χωρίς αμφιβολία για μια πολυδιάστατη διαδικασία «εκδημοκρατισμού», με
την έννοια μιας αδιάκοπης, συνεχούς παρουσίας μαζών (νεολαία, εργαζόμενοι,
φοιτητές, αγρότες, γυναίκες) στο δημόσιο χώρο.

2
Ωστόσο, τα παραπάνω συμβαίνουν σε μια περίοδο κρίσιμων οικονομικών
εξελίξεων και σε καμιά περίπτωση δε μπορούν να ειδωθούν ανεξάρτητα από αυτές.
Ας δούμε κάποια στοιχεία συνοπτικά, με την υπενθύμιση ότι η ελληνική οικονομία
θα πρέπει να εξετάζεται σε συσχέτιση με τις αντίστοιχες τάσεις των δυτικών
καπιταλιστικών οικονομιών κατά την ίδια περίοδο.
Η ελληνική οικονομία σε όλη την μεταπολεμική περίοδο είχε πετύχει
υψηλότατους ρυθμούς ανάπτυξης και μεγάλο μέρος της βιβλιογραφίας αναφερόμενο
στην περίοδο αυτή μιλά για «ελληνικό οικονομικό θαύμα»1. Η ένταξη της Ελλάδας
στο πολιτικοοικονομικό στρατόπεδο της «Δύσης» και «ελεύθερης οικονομίας»
επισημοποιείται και βαθαίνει μετά το 1979, με την ένταξη του ελληνικού κράτους
στην ΕΟΚ. Γενικά η οικονομική ανάπτυξη που βίωσε η Ελλάδα κατά τις δεκαετίες
1950 και 1960 υπήρξε μέρος της ευρύτερης αναπτυξιακής διαδικασίας που έλαβε
χώρα στις δυτικές, καπιταλιστικές οικονομίες, περίοδος που χαρακτηρίζεται από
πολλούς ως «χρυσή εποχή» του καπιταλισμού.
Η δεκαετία του 1970 υπήρξε όμως περίοδος έντονης αντιστροφής του κλίματος.
Οι δύο πετρελαϊκές κρίσεις (αρχές και τέλη της δεκαετίας), είχαν μεγάλες επιπτώσεις
στην παγκόσμια οικονομία, αλλά δε βιώθηκαν με τον ίδιο τρόπο και στον ίδιο βαθμό
σε κάθε επιμέρους εθνική οικονομία. Στην περίπτωση της Ελλάδας η κρίση είχε
ευρύτερες συνέπειες και οι επιπτώσεις διάρκεσαν περισσότερο. Στην
πραγματικότητα, η δεκαετία του 1970 σηματοδότησε την εξάντληση της δυναμικής
του μεταπολεμικού μοντέλου ανάπτυξης.
Πιο συγκεκριμένα, η περίοδος 1974-1981 χαρακτηρίζεται από επιβράδυνση της
οικονομικής ανάπτυξης. Έχουμε υψηλό πληθωρισμό και μείωση του ρυθμού ανόδου
του ΑΕΠ. Η συρρίκνωση του αγροτικού τομέα συνεχίζεται, ενώ ο τριτογενής
(υπηρεσίες) παρουσιάζει καλύτερες επιδόσεις. Ο δευτερογενής τομέας, που υπήρξε
και η ατμομηχανή της οικονομίας κατά την προηγούμενη περίοδο, παρουσιάζει το
μεγαλύτερο πρόβλημα.
Οι επενδύσεις διατηρούνται σε στασιμότητα, ο βιομηχανικός τομέας αρχίζει να
εμφανίζει σημάδια παρακμής (ιδιαίτερα από τα τέλη της δεκαετίας), ενώ είναι
χαρακτηριστικό ότι παρατηρείται μια στροφή του σε παραδοσιακούς κλάδους,
εντάσεως εργασίας (ένδυση-υπόδηση, τρόφιμα κλπ.).

1
Ο ΟΟΣΑ π.χ. μιλά για «κοινωνικοοικονομικό μετασχηματισμό» της Ελλάδας μετά το 1950, με
ετήσιο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ 6% την περίοδο 1954-1979, βλ. OECD, Economic Survey of Greece,
1993, Παρίσι, 1994, σελ. 12.

3
Ταυτόχρονα, η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας
αρχίζει να ακολουθεί μια επεκτατική λογική. Όμως η δεύτερη πετρελαϊκή κρίση δίνει
το τελειωτικό χτύπημα. Ο πληθωρισμός αγγίζει και πάλι ποσοστά άνω του 20%, οι
επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα καταρρέουν.
Η δεκαετία του 1970 φέρνει λοιπόν μια σημαντική ανατροπή των οικονομικών
ισορροπιών στην ελληνική οικονομία. Η κυριαρχία ενός κλίματος αβεβαιότητας και
ανησυχίας είχε αρνητικές επιπτώσεις στην επενδυτική δραστηριότητα, γεγονός που
σε συνδυασμό με την αυξανόμενη υπερχρέωση προκάλεσε ένα μεγάλο κύμα
κρατικοποιήσεων, δηλαδή μια επέκταση της (ελάχιστης μέχρι τότε) κρατικής
επιχειρηματικής δραστηριότητας (τράπεζες, βιομηχανίες), που με τη σειρά του
οδήγησε σε περαιτέρω απόσυρση του ιδιωτικού τομέα, συνοδευόμενη από έντονες
αντιδράσεις και κατηγορίες του τελευταίου κατά της πολιτικής της κυβέρνησης
(«σοσιαλμανία»). Η εξέλιξη αυτή σχετίζεται με μια ευρύτερη διεύρυνση του
δημόσιου τομέα, που ξεκινά από το 1974. Μεγάλο μέρος της διεύρυνσης αυτής πήρε
τη μορφή της αυξημένης κρατικής συμμετοχής (κυρίως μέσω των τραπεζών) σε
επιχειρήσεις, ιδιαίτερα στο μεταποιητικό τομέα.

Γ. ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ 1974-1981


Η πτώση της Δικτατορίας και η μετάβαση σε ένα δημοκρατικό καθεστώς
λειτουργεί απελευθερωτικά και στο εργατικό κίνημα. Ωστόσο, δεν πρόκειται σε
καμία περίπτωση για μία εξέλιξη που ακολουθεί μια γραμμική πορεία προς τον
«εκδημοκρατισμό». Η περίοδος 1974-1979 αποτελεί μια φάση έντονων εσωτερικών
συγκρούσεων και ανακατατάξεων στο συνδικαλιστικό κίνημα των εργαζομένων. Από
την άποψη αυτή, είναι κατά τη γνώμη μας σωστό να διαχωρίζεται το επίσημο
(«θεσμικό») συνδικαλιστικό κίνημα (ΓΣΕΕ, Ομοσπονδίες, Ε.Κ.) από ένα αξιόλογο
και ιδιαίτερα μαχητικό κομμάτι οργανωμένων ή μη εργατών που δεν εκφράζονταν
από τους επίσημα αναγνωρισμένους θεσμούς εκπροσώπησης.
Όσον αφορά το επίσημο συνδικαλιστικό κίνημα, η διαδικασία «εκκαθάρισής»
του από τα πρόσωπα και τις πρακτικές που είχαν ταυτιστεί με τη Δικτατορία έγινε με
πολύ προσεκτικές, αν όχι αμφιλεγόμενες, κινήσεις. Η κυβέρνηση προχώρησε σε
κάποιες αλλαγές με στόχο τον έλεγχο της κορυφής του συνδικαλιστικού
κινήματος: στην ηγεσία της ΓΣΕΕ τοποθετήθηκαν στελέχη που προέρχονταν από
τον κεντρώο-δημοκρατικό χώρο της προδικτατορικής περιόδου (Παπαγεωργίου,

4
Καρακίτσος), ενώ στη νέα προσωρινή διοίκηση της ΓΣΕΕ τα 31 από τα 35 συνολικά
μέλη ανήκαν στην παράταξη που είχε συγκροτήσει ο ίδιος ο Υπουργός Εργασίας Κ.
Λάσκαρης (πρώην συνδικαλιστής ο ίδιος).
Σε νομοθετικό επίπεδο, η κατοχύρωση θεμελιωδών εργασιακών,
συνδικαλιστικών και απεργιακών δικαιωμάτων που έγινε από το νέο Σύνταγμα του
19752 συμπληρώθηκε και εξειδικεύτηκε με μια σειρά νομοθετημάτων που στόχο
είχαν τη λεγόμενη «αποχουντοποίηση»: με το ν.δ. 42/1974, το ν. 6/1975 και το ν.
89/1975 επιχειρήθηκε η «δημοκρατική αποκατάσταση» όσον αφορά τις
συνδικαλιστικές ελευθερίες, τις αρχαιρεσίες και την επαναλειτουργία σωματείων που
είχαν διαλυθεί επί δικτατορίας, με το διορισμό νέων διοικήσεων κλπ. Στην
πραγματικότητα επρόκειτο για μια πρόχειρη και εκ του πονηρού «εκκαθάριση» ή
«αποκατάσταση», η οποία όμως σε καμία περίπτωση δεν κάλυψε το σύνολο των
οργανώσεων, δεν επέβαλλε την τροποποίηση των καταστατικών και δεν οδήγησε
στην επανεγγραφή πρωτοβάθμιων σωματείων στη δύναμη Εργατικών Κέντρων και
Ομοσπονδιών3.
Αυτές οι μεθοδεύσεις συνάντησαν την έντονη πολεμική παρατάξεων και
εργατικών σωματείων που τελούσαν υπό την επιρροή της αριστεράς και βρίσκονταν
εκτός των οργανώσεων του επίσημου συνδικαλιστικού κινήματος. Τα νομοθετήματα
αυτά υπέστησαν συντριπτική κριτική με την κατηγορία ότι εδραίωναν τον κρατικό
παρεμβατισμό και έλεγχο, συντηρούσαν τις προηγούμενες δομές οικονομικής
εξάρτησης και απορρίφθηκαν ως «αντιδημοκρατικά», «αντισυνδικαλιστικά» και
«αντισυνταγματικά».
Είναι φανερό ότι η προσπάθεια της από τα πάνω αναβάπτισης του συνδικαλισμού
είχε αποτύχει στη συνείδηση της μεγάλης μάζας των εργαζομένων. Στα τέλη της
δεκαετίας του 1970 η κατάσταση στο επίσημο σ.κ. δεν είχε αλλάξει και πολύ σε
σχέση με το παρελθόν: κρατικός έλεγχος της ΓΣΕΕ (αν και με μια πιο ήπια, λιγότερο
απροκάλυπτη μορφή), οικονομική εξάρτηση των συνδικαλιστικών οργανώσεων από
το υπουργείο (μέσω Εργατικής Εστίας-ΟΔΕΠΕΣ), έλλειψη μαζικότητας-
αντιπροσωπευτικότητας και πολυδιάσπαση των εργατικών σωματείων.

2
Βλ. άρθρα 12, 22, 23, Το Σύνταγμα του 1975, Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, 1983, σελ. 30-31, 37-38.
3
Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ ο ν.δ. 42/1974 επέβαλε την παύση των διοικήσεων των ανώτερων
συνδικαλιστικών οργανώσεων (Ε.Κ.-Ομοσπονδίες), δεν προέβλεπε το ίδιο και για τις διοικήσεις των
πρωτοβάθμιων σωματείων.

5
Για το τελευταίο, ενδεικτικά αναφέρουμε πως στα 1978 υπήρχαν 4.300
αναγνωρισμένα σωματεία (από τα οποία άλλα λειτουργούσαν, άλλα
υπολειτουργούσαν και άλλα ήταν αδρανή, τα λεγόμενα «σωματεία-σφραγίδες»), 50
πανελλαδικές Ομοσπονδίες, 78 Ε.Κ. ενταγμένα στη ΓΣΕΕ και άλλα 10 εκτός ΓΣΕΕ,
ενώ τυπικά υπήρχαν και άλλες 4 Συνομοσπονδίες. Συχνά λειτουργούσαν πάνω από 1
σωματεία ανά κλάδο-επιχείρηση-εργοστάσιο (ΟΤΕ, ΔΕΗ, Φωταέριο, μεταφορές),
ενώ δεν ήταν σπάνιο και το φαινόμενο της ύπαρξης 2, 3 ή και 4 Ομοσπονδιών σε
έναν κλάδο (π.χ. 2 ομοσπονδίες οι λογιστές, 3-4 ομοσπονδίες οι οικοδόμοι). Την
κατάσταση αυτή ερχόταν να συμπληρώσει και το φαινόμενο ύπαρξης ακόμα και 3 ή 4
Ε. Κ. στον ίδιο νομό (π.χ. στο νομό Ηλείας υπήρχαν 5 Ε.Κ.: Πύργου, Αμαλιάδας,
Ζαχάρως, Κρέσταινας, Κατάκωλου). Πρόκειται για φαινόμενα δομικά στην ιστορία
του ελληνικού σ.κ. και που κατά πάσα πιθανότητα δεν υπήρχαν πουθενά αλλού στην
Ευρώπη4.
Οι «εκτός των τειχών» συνδικαλιστικές δυνάμεις (ΕΣΑΚ, ΑΕΜ, ΠΑΣΚΕ)
λειτουργούσαν σε όλη αυτήν την περίοδο από κοινού και σε συντονισμό ως άτυπη
«δημοκρατική αντιπολίτευση», πιέζοντας σε συνδικαλιστικό και κεντρικό πολιτικό
επίπεδο (ΓΣΕΕ, υπουργείο Εργασίας, Κυβέρνηση) για αλλαγές όπως άνοιγμα των
συνδικαλιστικών οργανώσεων, εκκαθάριση μητρώων, δημοκρατικές αρχαιρεσίες
(εισαγωγή της απλής αναλογικής) κλπ., αιτήματα που κωδικοποιήθηκαν στο
λεξιλόγιο της εποχής ως «εκδημοκρατισμός-εξυγίανση» του συνδικαλιστικού
κινήματος.
Παράλληλα με αυτού του είδους τους αγώνες, την ίδια περίοδο έχουμε και την
εμφάνιση ενός νέου τύπου συνδικαλισμού, του εργοστασιακού ή επιχειρησιακού
συνδικαλισμού.
Ο εργοστασιακός συνδικαλισμός συγκροτείται ως κίνημα ήδη από την επαύριο
της πτώσης της Δικτατορίας (βλ. απεργία στη Νάσιοναλ Καν τέλη Σεπτέμβρη 1974)
και αναπτύσσεται σε όλη αυτή την περίοδο ανεξάρτητα και αντιπαραθετικά με το
επίσημο συνδικαλιστικό κίνημα. Παράλληλα, συνιστά το καθυστερημένο
αποτέλεσμα της βιομηχανικής ανάπτυξης και αστικοποίησης που είχε ξεκινήσει ήδη
από την προηγούμενη δεκαετία.

4
Χαρακτηριστικό είναι και το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι είχαν το δικαίωμα να ψηφίζουν δύο φορές
για την ανάδειξη αντιπροσώπων στα συνέδρια, μία φορά για εκπροσώπους της Ομοσπονδίας και άλλη
μια για τα Εργατικά Κέντρα. Το γεγονός αυτό οδηγούσε σε μια συστηματική νόθευση της
αντιπροσωπευτικότητας των συνεδρίων της ΓΣΕΕ.

6
Η διαδικασία αυτή αρχίζει να κορυφώνεται ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του
1960. Το 1964 είναι από την άποψη αυτή μια σημαντική χρονιά, καθώς για πρώτη
φορά η αξία της βιομηχανικής παραγωγής ξεπερνά αυτήν της γεωργίας [στοιχεία
ΟΟΣΑ]. Από τα μέσα της δεκαετίας αυτής άλλωστε αρχίζει και η δημιουργία
μεγάλων βιομηχανικών ζωνών στα κυριότερα αστικά κέντρα της Ελλάδας (Αθήνα,
Πειραιάς, Θεσ/νίκη, Πάτρα). Στα 1978 πια, ο τομέας της μεταποίησης απασχολεί
πάνω από μισό εκατομμύριο εργάτες, ενώ 220.000 περίπου από αυτούς εργάζονται σε
751 μονάδες άνω των 100 ατόμων.5
Πρόκειται για ένα «νέο» προλεταριάτο, όχι μόνο ηλικιακά, αλλά και με την
έννοια ότι περιλαμβάνει μάζες που για πρώτη φορά απασχολούνται στα κάθε είδους
εργοστάσια, είτε είναι πρώην αγρότες, είτε νεαρές γυναίκες, είτε φοιτητές κλπ. Με
άλλα λόγια, σε διάστημα μικρότερο ίσως της δεκαετίας, έχουμε τη δημιουργία μιας
βιομηχανικής εργατικής τάξης, σχεδόν «απ’ το μηδέν».
Βασικός φορέας του εργοστασιακού συνδικαλισμού υπήρξε το εργοστασιακό
σωματείο. Πρόκειται για ένα μοντέλο που διαμορφώνεται και διεκδικεί ρόλο για
πρώτη φορά αμέσως μετά τη Μεταπολίτευση. Το εργοστασιακό σωματείο σήμαινε
την ένωση των εργαζομένων στο χώρο δουλειάς, δίχως εσωτερικές διαφοροποιήσεις
(δηλ. ανεξαρτήτως πόστου, ειδικότητας κλπ.), ερχόμενο έτσι σε ρήξη με το
παλαιότερο μοντέλο της ομοιοεπαγγελματικής/κλαδικής οργάνωσης6.
Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που το νέο αυτό μοντέλο οργάνωσης, βρήκε κατάλληλο
έδαφος στην υψηλή συγκέντρωση εργαζομένων στις μεγάλες επιχειρήσεις όπου
παρουσιάζεται ξεκάθαρα ο καταμερισμός της εργασίας, η ιεραρχία και ο
συγκεντρωτισμός των εξουσιών, προβαλλόμενο από τους υποστηρικτές του ως ένα
πρότυπο άμεσης δημοκρατίας, ισότιμης συμμετοχής στη λήψη των αποφάσεων,
ενότητας και αλληλεγγύης («ανεξάρτητο, ακηδεμόνευτο, ταξικό σ.κ.»).
Η νέα μορφή οργάνωσης εξαπλώθηκε ταχύτατα με αποτέλεσμα τα εργοστασιακά
σωματεία/επιτροπές να πρωτοστατήσουν την περίοδο 1975-1978 στο φαινόμενο των
«άγριων απεργιών», ενώ στην περίοδο της ακμής του (1974-1979) το κίνημα αυτό

5
Χρήστος Ιωάννου, «Η Βιομηχανική Εργατική Τάξη στο Συνδικαλιστικό Κίνημα 1974-1984», στο
Κοινωνικές Τάξεις, Κοινωνική Αλλαγή και Οικονομική Ανάπτυξη στη Μεσόγειο, Διεθνές Συνέδριο του
Ιδρύματος Μεσογειακών Αλλαγών, Ίδρυμα Μεσογειακών Μελετών, Αθήνα, 1984, Τομ.Α, σ. 37.
6
για παράδειγμα στο εργοστάσιο Λιπασμάτων Πειραιά που λειτουργούσαν 14 σωματεία-ειδικότητας,
το εργοστασιακό σωματείο εξέφραζε το σύνολο των εργατών: ειδικευμένων και μη, πτυχιούχων και
μη, παλαιών και νέων.

7
υπολογίζεται ότι οδήγησε 97 εργοστάσια σε 132 απεργίες, πολλές από τις οποίες
ξεπερνούσαν τις 3 βδομάδες σε διάρκεια [στοιχεία Στέφανου].
Ταυτόχρονα βέβαια, με τη μαχητικότητά του προκάλεσε τη βίαιη αντίδραση
κράτους και εργοδοτών. Η ψήφιση ενός νέου νόμου το 1976 για τις συνδικαλιστικές
οργανώσεις, του ν. 330/76 («περί επαγγελματικών σωματείων και ενώσεων και
διασφαλίσεως της συνδικαλιστικής ελευθερίας»), στόχευε ξεκάθαρα στην
απονομιμοποίηση, αποδυνάμωση και καταστολή ιδιαίτερα του κινήματος αυτού.
Σύμφωνα με το ν. 330/76 η κήρυξη απεργίας επιτρεπόταν μόνο από τα νόμιμα
συστημένα σωματεία, απαγορεύτηκε η λεγόμενη «αδέσποτη» απεργία, απαγορεύτηκε
η «πολιτική απεργία» και η «απεργία αλληλεγγύης», προστατεύθηκε το
απεργοσπαστικό δικαίωμα και θεσπίστηκε για πρώτη φορά το δικαίωμα ανταπεργίας
των εργοδοτών (lock-out). Ταυτόχρονα τέθηκαν σοβαροί φραγμοί στη δυνατότητα
απεργίας των εργαζομένων στο Δημόσιο και τα ΝΠΔΔ, αντιμετωπίστηκε ως ποινικό
αδίκημα η κατάληψη των χώρων εργασίας κατά τη διάρκεια απεργίας κλπ.
Ο νόμος αυτός αντιμετώπισε από την πρώτη στιγμή την καθολική αντίδραση της
αντιπολίτευσης. Τις ημέρες συζήτησης στη Βουλή (24-27 Μαΐου) η Αθήνα
συγκλονίστηκε από απεργίες και ογκώδεις πορείες διαμαρτυρίας από τα συνδικάτα
της αντιπολίτευσης. Στις συγκρούσεις που ακολούθησαν με την αστυνομία
τραυματίστηκαν δεκάδες διαδηλωτές και αστυνομικοί, ενώ υπήρξε και θανάσιμος
τραυματισμός μιας ηλικιωμένης μικροπωλήτριας από αύρα της αστυνομίας.
Τα αποτελέσματά της εφαρμογής του όμως επέφεραν τελικά σημαντικό πλήγμα
στον συνδικαλισμό των εργοστασιακών σωματείων μετά από ένα κύμα απολύσεων:
οι απολύσεις απεργών και μελών εργοστασιακών σωματείων ή επιτροπών ξεπέρασαν
τις 10.000 μέχρι και το 19817.
Από την πλευρά τους, τα σωματεία επιχείρησαν χωρίς επιτυχία ή πολύ αργά να
αμυνθούν μέσω της συσπείρωσης και της οργανωτικής τους αναβάθμισης: οι
προσπάθειες για λειτουργία ενός συντονιστικού οργάνου την περίοδο 1974-1976 δεν
είχαν συνέχεια, και μόλις το 1979 6 εργοστασιακά σωματεία (ΠΙΤΣΟΣ, ΕΒΙΟΠ-
ΤΕΜΠΟ Αιγάλεω, ΕΒΙΟΠ-ΤΕΜΠΟ Χαλκίδας, Βαμβακουργίας Μαρτίνου, Οινοποιῒου
7
Βουλευτές του ΚΚΕ υπολόγιζαν τον αριθμό των απολύσεων σε 13-15 χιλιάδες περίπου για την
περίοδο 1975-1980, ενώ υπουργός του ΠΑΣΟΚ ανέφερε ένα σύνολο 12.500 απολύσεων στα 1974-
1981. Άλλοι ερευνητές (Χρ. Ιωάννου, «Η βιομηχανική εργατική τάξη στο συνδικαλιστικό κίνημα
1974-1984», στο Διεθνές Συνέδριο του Ιδρύματος Μεσογειακών Μελετών, Κοινωνικές τάξεις,
κοινωνικής αλλαγή και οικονομική ανάπτυξη στη Μεσόγειο, σελ. 46) υπολογίζουν σε 15.000 τους
απολυμένους εργάτες μεταξύ 1976-1981. Από την άλλη, κάποιοι από τους πρωταγωνιστές ανεβάζουν
τον αριθμό των απολυμένων σε πάνω από 30.000, συνυπολογίζοντας και το γεγονός πως κάποιοι από
τους συνδικαλιστές εργαζόμενους απολύονταν 2 και 3 φορές.

8
ΚΑΜΠΑΣ και ΒΙΣ) ιδρύουν την Ομοσπονδία Βιομηχανικών και
Εργατοϋπαλληλικών Σωματείων (Ο.Β.Ε.Σ.) με την υποστήριξη του
συνδικαλιστικού, κομματικού και ιδεολογικού μηχανισμού του ΠΑΣΟΚ.
Η λειτουργία της ΟΒΕΣ θα συσπειρώσει κι άλλα βιομηχανικά σωματεία και στα
μέσα της δεκαετίας, που αποτελεί και το απόγειο της επιρροής της, θα έχει εγγράψει
στη δύναμή της πάνω από 160 σωματεία.
Συνοψίζοντας, θα λέγαμε ότι ο εργοστασιακός συνδικαλισμός υπήρξε ένα κίνημα
ταυτόχρονα εργατικής διαμαρτυρίας, πειραματισμού, οργάνωσης, διεκδίκησης και εν
τέλει έκφρασης των νέων αυτών προλεταριακών στρωμάτων. Συντέλεσε
αποφασιστικά στην αναζωογόνηση του ελληνικού εργατικού και συνδικαλιστικού
κινήματος, προτείνοντας νέες μορφές οργάνωσης και πάλης, κατακτώντας νίκες που
συνέβαλαν στην αύξηση της αυτοπεποίθησης της εργατικής τάξης, προωθώντας το
αίτημα του εκδημοκρατισμού τόσο στο εσωτερικό των χώρων παραγωγής, όσο και
στις δομές του επίσημου συνδικαλιστικού κινήματος.

Δ. ΕΠΙΛΟΓΟΣ- Η ΤΟΜΗ ΤΟΥ 1981


Κλείνοντας, θα δούμε συνοπτικά τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίστηκε η
κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ το δίπολο συνδικαλιστικό κίνημα-εργασιακές σχέσεις μετά
το 1981.
Στις εθνικές εκλογές της 18ης Οκτωβρίου του 1981 η αριστερά συνολικά έλαβε
πάνω από 60%, με το ΠΑΣΟΚ να αναλαμβάνει τη διακυβέρνηση. Η νέα κυβέρνηση,
προβάλλοντας τον εαυτό της ως εκφραστή των νέων εργατικών, αγροτικών και
μικρομεσαίων στρωμάτων («μη προνομιούχοι») προχώρησε σε μια σειρά από μέτρα
που αποτύπωσαν με χαρακτηριστικό τρόπο την αλλαγή στο συσχετισμό δυνάμεων.
Η εργατική πολιτική που ασκήθηκε βασίστηκε αρχικά σε μια γενναιόδωρη
εισοδηματική πολιτική απέναντι σε χαμηλόμισθους και χαμηλοσυνταξιούχους και
στη συνέχεια σε μια προσπάθεια συνολικής και ριζικής τροποποίησης του
μετεμφυλιακού νομικού πλαισίου αναφορικά με τους εργασιακούς χώρους και τις
δομές του συνδικαλιστικού κινήματος.
Τα νομοθετήματα αυτά αποσκοπούσαν στη θεσμική αποτύπωση κάποιων
κεντρικών πολιτικών αιτημάτων στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων. Τα αιτήματα
που αποτέλεσαν την αιχμή αυτής της πολιτικής ήταν ο «εκδημοκρατισμός» και η

9
«εργατική συμμετοχή» (βλ. και σχετική συζήτηση περί «εργατικού ελέγχου»,
«αυτοδιαχείρισης», «κοινωνικοποίησης»).
Σημείο αναφοράς, αφετηρία και ναυαρχίδα της προσπάθειας αυτής στάθηκε ο
νόμος 1264/82 («για τον εκδημοκρατισμό του Συνδικαλιστικού Κινήματος και την
κατοχύρωση των συνδικαλιστικών ελευθεριών των εργαζομένων»), που έθεσε τις
βάσεις για την εισαγωγή και την εμπέδωση δημοκρατικών και συμμετοχικών
διαδικασιών τόσο στο συνδικαλιστικό κίνημα, όσο και στους εργασιακούς χώρους. Ο
ν. 1264/82 σήμανε και διευκόλυνε την αντεπίθεση της μεγάλης πλειοψηφίας των
οργανωμένων και μη συνδικαλιστικών δυνάμεων. Με το νόμο αυτό δόθηκε η
νομοθετική κάλυψη και άρα και η δυνατότητα για την απρόσκοπτη παρουσία,
παρέμβαση και δραστηριοποίηση των εργαζομένων και των εκπροσώπων τους στους
εργασιακούς χώρους, ενώ ταυτόχρονα υπήρξε ο καταλύτης για την εκθρόνιση των
προηγούμενων διοικήσεων στις συνδικαλιστικές οργανώσεις (έμεινε γνωστός και ως
«αντι-330).
Πράγματι, μετά την ψήφιση του νόμου πυροδοτήθηκε μια πρωτοφανής και σε
βάθος χρόνου διαδικασία κινητοποίησης που οδήγησε στον ολοκληρωτικό σχεδόν
έλεγχο των συνδικαλιστικών οργανώσεων από τις λεγόμενες «δημοκρατικές»
δυνάμεις. Η διαδικασία αυτή κορυφώθηκε στα 1982-1983, όταν η ΓΣΕΕ πέρασε στον
έλεγχο της φιλοκυβερνητικής συνδικαλιστικής παράταξης (ΠΑΣΚΕ).
Οι εξελίξεις αυτές αντικειμενικά ευνοούσαν την εργατική πλευρά, αφού έτσι
αναβαθμιζόταν ο ρόλος της, ενισχυόταν το οπλοστάσιό της και δυνάμωνε η
διαπραγματευτική της θέση. Ταυτόχρονα βεβαίως μετατρεπόταν σε έναν επίσημα
αναγνωρισμένο «συμπαίκτη», καναλιζάροντας σε νόμιμα και θεσμικά πλαίσια μια
πρακτική (το συνδικαλισμό) που μέχρι τότε μόνο ως πράξη ανταρσίας γινόταν
κατανοητή από την εργοδοσία.
Το αιτούμενο της «εργατικής συμμετοχής», ως συμπληρωματικό στοιχείο και
έκφραση του «εκδημοκρατισμού», επιχειρήθηκε να υλοποιηθεί ένα χρόνο μετά την
ψήφιση του ν. 1264, με μια δέσμη σχετικών νομοθετημάτων, το καλοκαίρι του 1983.
Με τους νόμους 1385 («για τα εποπτικά συμβούλια του κλάδου μεταλλείων-
ορυχείων»), 1387 («έλεγχος ομαδικών απολύσεων») και 1365 («κοινωνικοποίηση
των επιχειρήσεων δημοσίου χαρακτήρα ή κοινής ωφελείας»), η κυβέρνηση
επιχείρησε να επιδείξει μια σαφή πρόθεση για επέκταση και παγίωση μιας σειράς
θεσμών και διαδικασιών που θα ενίσχυαν την εκπροσώπηση των εργαζομένων στο
δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα και θα περιόριζαν την ελευθερία κινήσεων της

10
εργοδοσίας. Η λογική που ενυπήρχε στα νομοθετήματα αυτά ήταν η απόδοση στις
οργανωμένες εκφράσεις των εργαζομένων ενός αυξημένου ρόλου και αρμοδιοτήτων
σε ζητήματα που σχετίζονται με την εργασιακή τους καθημερινότητα και εμπειρία.
Στόχος ήταν να (επαν)οικειοποιηθούν την εργασιακή διαδικασία, μέσα από τη
συμμετοχή τους σε ένα σύστημα διαβουλεύσεων που θα τους καθιστούσε σε κάποιο
βαθμό συνυπεύθυνους για τις συνθήκες εργασίας, την οργάνωση της παραγωγής, το
προϊόν κλπ.
Φυσικά η κυβερνητική πλευρά ευελπιστούσε ότι με τον τρόπο αυτό θα
«απαλύνονταν» οι ταξικές συγκρούσεις σε συνθήκες κρίσης ή τουλάχιστον θα
διοχετεύονταν σε πιο ελεγχόμενα πεδία, την εποπτεία και τον έλεγχο των οποίων θα
διατηρούσαν μεικτά σχήματα με τη συμμετοχή κράτους, εργοδοτών, εκπροσώπων
των εργαζομένων και άλλων κοινωνικών φορέων (Τοπική Αυτοδιοίκηση κλπ.). Τα
μορφώματα αυτά («θεσμοί συμμετοχής») ενείχαν είτε αποκεντρωμένο, είτε κεντρικό
χαρακτήρα, άλλοτε ήταν ολιγομελή και άλλοτε συγκέντρωναν στους κόλπους τους
ένα πλήθος φορέων και προσώπων. Οι αρμοδιότητές τους συνήθως είχαν έναν
περιορισμένο-βοηθητικό χαρακτήρα, αλλά δεν έλειπαν και οι περιπτώσεις
αποφασιστικής αρμοδιότητας (δηλαδή εν δυνάμει εξουσίας).

Πίσω από τα νομοθετήματα αυτά, που συνιστούν το σκληρό πυρήνα της εργατικής
πολιτικής του ΠΑΣΟΚ στα 1981-1985, βρίσκεται χωρίς αμφιβολία μια πληθωρική
κοινωνικοπολιτική δυναμική. Οι κοινωνικοί αγώνες των πρώτων μεταπολιτευτικών
χρόνων (1974-1981) συγκρότησαν ένα ισχυρό ρεύμα ιδεών, προταγμάτων,
κατακτήσεων, αιτημάτων κλπ. που είχαν εγγραφεί στην ημερήσια διάταξη της
μεγάλης μάζας των εργαζομένων και του «δημοκρατικού» συνδικαλιστικού
κινήματος πριν την εμφάνισή τους στα νομοθετικά κείμενα. Η εργατική πολιτική των
πρώτων κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ εξέφρασε με κεκτημένη ταχύτητα τις μείζονες
από αυτές τις ασαφείς και ανεπεξέργαστες ιδέες («εργατική συμμετοχή»,
«εκδημοκρατισμός», «κοινωνικοποίηση» κλπ.). Η κοινωνική δυναμική που το είχε
ανεβάσει στην εξουσία ουσιαστικά επέβαλε αυτήν την ατζέντα. Η κυβέρνηση από
την πλευρά της κλήθηκε να διαχειριστεί αυτήν την απαίτηση και το έκανε με το δικό
της τρόπο. Κύριο μέλημά της μακροπρόθεσμα ήταν η πολιτική αυτή να έχει έναν
χαρακτήρα γενικότερα αστικοεκσυγχρονιστικό, όχι μονόπλευρα ταξικό, στόχευση
που περιείχε πλήθος αντιφάσεων και οδήγησε σε νέες διαμάχες. Αλλά αυτά που
επακολούθησαν είναι μια άλλη ιστορία.

11
12

You might also like