You are on page 1of 78

Ελληνικό Ανοικτό Παν/µιο -Σπουδές στον Ευρωπαϊκό Πολιτισµό

Ευρωπαϊκή φιλοσοφία (ΕΠΟ 22)


Ακ. έτος 2005-2006 Τµήµα Α2
Καθηγητής-σύµβουλος: Βασίλειος Κρουστάλλης

Ο∆ΗΓΟΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ

Επιµέλεια: Βασίλειος Κρουστάλλης

ΚΕΡΚΥΡΑ, ΜΑΪΟΣ 2006


Πρόλογος

Το παρόν βοήθηµα αποτελεί συλλογική προσπάθεια του καθηγητή-συµβούλου Β.


Κρουστάλλη και των φοιτητριών-φοιτητών του τµήµατος Α2 στην ενότητα ΕΠΟ 22
(Φιλοσοφία στην Ευρώπη) το ακαδ. έτος 2005-2006. ∆εν αποτελεί υποκατάστατο ενός
λεξικού φιλοσοφίας, και δεν διεκδικεί αξιώσεις ερευνητικής απόπειρας. Αντικατοπτρίζει,
ωστόσο, την προσπάθεια ενσωµάτωσης και διασάφησης ενός αρκετά εκτεταµένου
διδακτικού υλικού στην περιοχή της Ευρωπαϊκής φιλοσοφίας, και δηµιουργήθηκε µε στόχο
την καλύτερη προσέγγιση των φοιτητριών και φοιτητών στο φιλοσοφικό περιβάλλον από τον
5ο αι. π.Χ έως και τον 20αι.
Η συνεργασία οργανώθηκε µέσω α) υλικού υπό τη µορφή σηµειώσεων εκ µέρους του
καθηγητή-συµβούλου β) επιλογή ληµµάτων που καλύπτουν την ιστορία της φιλοσοφίας µε
εθελοντική συµµετοχή από τις φοιτήτριες και τους φοιτητές του τµήµατος σε 4 φάσεις, και
αντίστοιχη επεξεργασία τους και επιµέλεια από τον καθηγητή-σύµβουλο. Πηγές για την
συγγραφή αποτέλεσαν κυρίως τα εγχειρίδια του ΕΑΠ στην συγκεκριµένη ενότητα, αλλά και
άλλες γενικότερες πηγές (βλ. βιβλιογραφία στο τέλος).
H διάρθρωση των ληµµάτων αντικατοπτρίζει κατά κύριο λόγο την πορεία των
γραπτών εργασιών και της εξεταστικής ύλης της ενότητας για το συγκεκριµένο έτος. Κατά
συνέπεια, γνωσιοθεωρητικά θέµατα έχουν αναπτυχθεί περισσότερο από ζητήµατα ηθικής και
πολιτικής φιλοσοφίας. Ωστόσο, η πρωτοβουλία αυτή είναι ανοιχτή σε κριτική, διορθώσεις ή
προσθήκες που θα βελτιώσουν την ποιότητα των γραφοµένων.
Ευχαριστώ θερµά τις φοιτήτριες και τους φοιτητές που αναφέρονται παρακάτω και
συνέβαλαν στην συγγραφή του παρόντος οδηγού. Το ευρετήριο των φιλοσόφων αποτελεί
εργασία της φοιτήτριας κ. Αικατερίνης Ζαρταµοπούλου, την οποία ευχαριστώ επίσης.
Ελπίδα είναι το πόνηµα αυτό να αποτελέσει τουλάχιστον εν µέρει συµπλήρωµα στη
µελέτη για την ενότητα της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας (ΕΠΟ 22), και να διευκολύνει την
προσπέλαση σε φιλοσοφικούς όρους και θεωρίες.

Βασίλειος Κρουστάλλης, Κέρκυρα, 2006


Συµµετέχουσες-συµµετέχοντες
Ηρακλεία Γιαννακοπούλου (Η. Γ.)
Ιωάννης Γιαννάκος (Ι. Γ.)
Αναστασία ∆ηµοπούλου (Α. ∆.)
Καλλιόπη ∆ήµου (Κ. ∆.)
Ευθυµία ∆ιαούρτα (Ε. ∆.)
Βασιλική ∆ιονυσίου (Β. ∆.)
Γεωργία ∆ούκουρη (Γ. ∆.)
Παναγιώτης ∆ρακόπουλος (Π. ∆.)
Αναστάσιος Ευθυµίου (Α. Ε.)
Μαρία Εξαρχοπούλου (Μ. Ε.)
∆ήµητρα Ζακυνθινού (∆. Ζ.)
Ελένη Ζαµαρία (Ε. Ζ.)
Αικατερίνη Ζαρταµοπούλου (Α. Z.)
Αθανασία Ηλιοπούλου (Α. Η.)
Ελπίδα Ηλία (Ε. Η.)
Μαρία Καββαδία (Μ. Κ.)
Κωνσταντίνα Καλαµπόκη (Κ. Κ.)
Αθανασία Κάλφα (Α. Κ.)
Βασίλειος Κρουστάλλης (Β. Κ.)
∆ήµητρα-Τζιν-Μαρία Καραλή (∆. Κ.)

Copyright © 2006 Βασίλειος Κρουστάλλης


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Σελ.
1. Επιλεκτικό συνοπτικό χρονολόγιο φιλοσόφων 5
2. Οδηγός φιλοσοφικών θεµάτων
Α. Κλάδοι φιλοσοφίας 7
Β. Όροι και φιλοσοφικές θέσεις (Πλάτων - Sartre) 11
Γ. Βιβλιογραφία 72
3. Ευρετήριο θεµάτων κατά φιλόσοφο 73
Επιλεκτικό συνοπτικό χρονολόγιο φιλοσόφων

4ος αι. π.Χ Πλάτων


Αριστοτέλης

4ος αι. µ.Χ. Αυγουστίνος

13ος αι. Thomas Aquinas (Θωµάς Ακινάτης)

14ος αι. William of Occam (Όκκαµ)

17ος αι. René Descartes (Ντεκάρτ/Καρτέσιος)


Thomas Hobbes (Χοµπς)
John Locke (Λοκ)
Baruch Spinoza (Σπινόζα)

18ος αι. George Berkeley (Μπάρκλεϋ)


David Hume (Χιουµ)
Gottfried Wilhelm Leibniz (Λάιµπνιτς)
Jean-Jacques Rousseau (Ρουσώ)
Immanuel Kant (Καντ)

19ος αι. Georg Wilhelm Friedrich Hegel (Χέγκελ)


Karl Marx (Μαρξ)
Arthur Schopenhauer (Σοπενάουερ)
John Stuart Mill (Μιλ)
Søren Kierkegaard (Κίρκεγκωρ)
Friedrich Nietzsche (Νίτσε)
Edmund Husserl (Χούσερλ)

20ος αι. Bertrand Russell (Ράσελ)


Ludwig Wittgenstein (Βίτγκενστάιν)
Martin Heidegger (Χάιντεγκερ)
William James (Τζέιµς)
Jean-Paul Sartre (Σαρτρ)
Οδηγός φιλοσοφικών θεµάτων:

Α. Κλάδοι φιλοσοφίας

αισθητική: Περιγράφει την απόπειρα θεωρίας της τέχνης και του ωραίου και έχει µακραίωνη
ιστορία, ήδη από τον Πλάτωνα. Η έµφαση στην τέχνη ως έκφραση των επιδιώξεων, της
προσωπικότητας του δηµιουργού του έργου τέχνης και η συνακόλουθη πρόσληψη αυτών των
επιδιώξεων από τον θεατή/ακροατή είναι σχετικά νέα αντίληψη, και έχει την πηγή της µάλλον
στην ιδεαλιστική θεωρία της ενόρασης του Benedetto Croce στις αρχές του 20ου αιώνα. Στην
αρχαιότητα, η θεωρητική πραγµάτευση αφορούσε το αντικείµενο της τέχνης καθαυτό, και όχι το
υποκείµενό της, και στο περιβάλλον αυτό αναπτύχθηκαν οι θεωρίες της τέχνης ως µίµησης της
πραγµατικότητας. Έχουν υπάρξει κατά καιρούς προσπάθειες διασύνδεσης της τέχνης µε την
ηθική, και υποχρεωτικής προβολής ηθικών αξιών συµπεριφοράς στο έργο τέχνης
(χαρακτηριστικός εκπρόσωπος ο Tolstoy), ωστόσο παρότι η άποψη αυτή είναι κοινά
διαδεδοµένη, ελάχιστοι φιλόσοφοι θα την υποστήριζαν -χωρίς αυτό να σηµαίνει ότι το έργο
τέχνης δεν εκφράζει εκ των πραγµάτων αξίες και απόψεις για τον κόσµο και τη συµπεριφορά
του ανθρώπου σ' αυτόν. Οι έννοιες του σηµείου και του κειµένου στην τέχνη, η
επανεµφανιζόµενη έννοια των γνωστικών αναπαραστάσεων σε µια πλέον µη αναπαραστατική
τέχνη, αλλά και η καλλιτεχνική δηµιουργία µε βάση νέες υπολογιστικές τεχνολογίες δηµιουργούν
νέα δεδοµένα για την αισθητική θεώρηση.
Β. Κ.

γνωσιοθεωρία: Ο εναλλακτικός τρόπος αντιµετώπισης των γενικών σχέσεων του ανθρώπου µε


τον κόσµο εντοπίζεται όχι στην ανεύρεση γενικών αρχών, αλλά στην ανεύρεση γενικών
νοητικών παραδοχών που καθιστούν δυνατή ή µη µια τέτοια έρευνα. Αυτό αποτελεί το έργο της
γνωσιοθεωρίας, της αναζήτησης των πηγών της γνώσης, τον τρόπο γνωστικής σύνδεσης του
υποκειµένου µε τον κόσµο, και το βαθµό βεβαιότητας της γνώσης για τον κόσµο, τον
προσωπικό εαυτό και τους άλλους ανθρώπους. Η αντιπαράθεση µεταξύ εµπειρίας και νόησης
ως προς την πρωτοκαθεδρία στο γνωστικό φαινόµενο εντάσσεται σ' αυτήν την προβληµατική.
Το πρόβληµα της αλήθειας (ο ορισµός της αλήθειας και όχι ποιες αλήθειες υπάρχουν στον
κόσµο) αποτελεί ζήτηµα ήδη από τον Αριστοτέλη. Κατ' αντιπαράθεση, ο σκεπτικισµός για τη
γνώση του φυσικού, έξω του υποκειµένου κόσµου, παρότι υπήρχε σπερµατικά στην αρχαία
περίοδο, αποκτά δραµατική σηµασία µε τους Στοχασµούς του René Descartes. Γενικότερα, η

7
περίοδος της νεότερης φιλοσοφίας ασχολείται συστηµατικά µε τα γνωστικά µέσα της
πρόσβασης του υποκειµένου στον κόσµο, θέτοντας ερωτήµατα σχετικά µε την επαγωγική κρίση
(το γενικό συµπέρασµα µε βάση µεµονωµένες παρατηρήσεις), τη λεγόµενη ενορατική (άµεση
αλλά µη διαισθητική) γνώση, καθώς και τη διαδικασία αντίληψης µέσω των πέντε αισθήσεων,
κυρίως της όρασης.
Β. Κ.

ηθική: Χωρίς αµφιβολία, η ηθική στην καθηµερινή της χρήση περιλαµβάνει ένα σύνολο
κανόνων, ωστόσο στη φιλοσοφική της διάσταση αναφέρεται στην εφαρµογή τους στην πρακτική
ζωή του υποκειµένου. Αυτό δεν υπονοεί ότι η καθηµερινή ζωή των υποκειµένων (ή των
υποκειµένων σε µια χρονικά/γεωγραφικά προσδιορισµένη κοινωνία) λαµβάνεται απαραίτητα ως
πρότυπο συµπεριφοράς. Θεωρίες όπως ο ωφελιµισµός (µε προεξάρχοντα τον John Stuart Mill),
ο ηδονισµός αλλά και η δεοντολογική ηθική (στην περίπτωση του Kant) προσπαθούν να λύσουν
το πρόβληµα δικαιολόγησης µιας ζωής στο σύνολο των υποκειµένων βασισµένης σε
συγκεκριµένες επιταγές, που µεταβάλλονται ανάλογα µε τη συγκεκριµένη θεωρία (ωφέλεια,
ευχαρίστηση, καθήκον κτλ.). Στον 20ο αιώνα, ωστόσο, πέρα από τον ηθικό σχετικισµό και την
προτροπή του ενός ή του άλλου παράγοντα ως δηλωτικού του αγαθού, κρίνεται πλέον το ίδιο το
νόηµα των ηθικών όρων. Στις αρχές του 21ου αιώνα αυτές οι επιταγές διαπλέκονται τόσο µε την
επιστήµη (η περίπτωση της βιοηθικής), όσο και µε τη συµπεριφορά ως προς τα µη ανθρώπινα
υποκείµενα (ζώα) και τη φύση.
Β. Κ.

λογική: Η αναζήτηση της αποδεικτικής εγκυρότητας ενός επιχειρήµατος µέσω των προκειµένων
προτάσεων και του επακόλουθου συµπεράσµατος (και όχι απαραίτητα η αναζήτηση της
αλήθειας των επιµέρους προτάσεων ή του συµπεράσµατος). Παρότι πατέρας της λογικής
θεωρείται ο Αριστοτέλης µε τη θεωρία του συλλογισµού της οµάδας προτάσεων, η λογική έχει
προχωρήσει ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα στην ανάλυση µεµονωµένων προτάσεων στα
λογικά (που δεν αντιστοιχούν πάντα µε τα γραµµατικά) συστατικά τους. Τα έργα των Gottlob
Frege και Bertrand Russell επέδρασαν αρκετά σ' αυτό. Η περαιτέρω επέκταση σε πεδία µη
προσπελάσιµα ως τότε (τροπική λογική µε βάση την αναγκαιότητα και την πιθανότητα, χρονική
λογική), παρότι υπήρξε θέµα κατηγορίας για φορµαλισµό, έδωσε τη δυνατότητα για µια
διαφορετική αντιµετώπιση µεταφυσικών θεµάτων, και µια σφοδρή ώθηση στη µελέτη της
φιλοσοφίας της γλώσσας.
Β. Κ.

8
µεταφυσική: η µεταφυσική, ως κλάδος της φιλοσοφίας, χρωστά το όνοµά της σ' έναν εκδότη
του Αριστοτέλη και τη λανθασµένη φήµη ως µελέτη του υπερφυσικού και του παραψυχολογικού
ίσως σε µια απογοήτευση για τη γνώση του κόσµου µέσω των λογικών διεργασιών. Σε κάθε
περίπτωση, η µεταφυσική στην ιστορική της πορεία έχει µελετήσει τον άνθρωπο και τον κόσµο
στις πιο γενικές τους γραµµές. Αποδείξεις για την ύπαρξη του Θεού, η πρωταρχικότητα ή µη της
ύλης σε σχέση µε το πνεύµα, η σχέση σώµατος και ψυχής, η ελευθερία της βούλησης, αλλά και
η εξέταση του όντος σε αντιδιαστολή µε την εξέταση συγκεκριµένων ιδιοτήτων του (άνθρωπος,
ικανοποιηµένος, πράσινο κτλ.) -το ζήτηµα της οντολογίας, επανέρχονται µε διαφορετική κάθε
φορά έµφαση σε συγκεκριµένα φιλοσοφικά συστήµατα. Από τον Αριστοτέλη στον Sartre, η
µεταφυσική προσπαθεί να ανιχνεύσει τη θεµελιώδη φύση των συνηθισµένων πραγµάτων, η
οποία είναι επιµελώς καλυµµένη κάτω από την καθηµερινή πρακτική. ∆ιόλου απίθανο ότι έχουν
υπάρξει αµφισβητήσεις στο πέρασµα των αιώνων κατά πόσο υπάρχει µια τέτοια φύση, κατά
πόσον η ανθρώπινη νόηση έχει τη δυνατότητα να τη γνωρίζει ή τέλος, µήπως αυτή η
προσπάθεια είναι αποτέλεσµα ενός γλωσσικού εκµαυλισµού, που δηµιουργεί γενικούς όρους
χωρίς περιεχόµενο. Το γεγονός είναι ότι και για τη µεταφυσική ο στόχος της κρίνεται εκ του
αποτελέσµατος.
Β. Κ.

φιλοσοφία: ο ορισµός της φιλοσοφίας δεν είναι εύκολη υπόθεση, καθώς µία από τις
ενασχολήσεις της ίδιας της φιλοσοφίας είναι ο ορισµός των γενικών εννοιών, κι εποµένως ένας
τέτοιος όρος δεν αποτελεί θέµα απλής µεθοδολογικής συµφωνίας.Το αντικείµενο επίσης των
κατά περιόδους φιλοσοφικών πραγµατεύσεων δε δίνει από µόνο του επίλυση στο πρόβληµα,
καθώς τα επίµονα θέµατα του Θεού ή της αλήθειας δε συνδέονται πάντα π.χ. µε την έννοια της
αρετής ή της οµορφιάς, αντικείµενα που έχουν επίσης δοκιµάσει τους φιλοσόφους στο πέρασµα
του χρόνου.
Ωστόσο, είναι γεγονός ότι στην ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας (σε σύγκριση µε την
ανατολική, βουδδιστική, ινδουιστική σκέψη) η πίστη στη δύναµη του λόγου και της λογικής στην
ευρεία της έννοια αντιδιέστελλε πάντα τη φιλοσοφική πραγµάτευση από το δόγµα, είτε στη
µορφή της ιδεολογίας είτε της θρησκείας. Οι φιλόσοφοι αναζητούν µια εξήγηση των φαινοµένων
που να µη βασίζεται στην αυθεντία. Σε αντίθεση, ωστόσο, µε τους (υπόλοιπους) επιστήµονες -
που κι εκείνοι αντιδρούν στην αυθεντία- οι φιλόσοφοι ερευνούν τις γενικότερες και
θεµελιωδέστερες παραδοχές της κοινής σκέψης, αλλά και των επιµέρους επιστηµών. Η έννοια
του αριθµού είναι πρωταρχική στα µαθηµατικά για την τέλεση των αντίστοιχων αριθµητικών
πράξεων, αλλά η φιλοσοφία των µαθηµατικών ερευνά το είδος των οντοτήτων (υποκειµενικά
κατασκευάσµατα, αφηρηµένα θεωρητικά όντα) που αποτελούν οι αριθµοί. Οι περισσότεροι

9
άνθρωποι θα συµφωνούσαν (τουλάχιστον λεκτικά) για την αναγκαιότητα της προσωπικής
αρετής, ωστόσο λιγότεροι θα εξέταζαν και θα µπορούσαν να υπερασπίσουν (πέρα από την
επίκληση κάποιων κανόνων) το περιεχόµενό της.
Τα παραπάνω δεν υπονοούν ότι οι φιλόσοφοι έχουν έτοιµες απαντήσεις για τα θέµατα
που τους απασχολούν.Οι σχετικές ενασχολήσεις, όµως, στη διάρκεια των περίπου 2500 ετών
της φιλοσοφίας έχουν οµαδοποιήσει θεµατικές περιοχές, που µερικές παραµένουν σταθερές
ήδη από τον 5ο αι. π.Χ, όπως η µεταφυσική, η ηθική, η γνωσιοθεωρία, και η αισθητική.
Β. Κ.

10
Β. Όροι και φιλοσοφικές θέσεις (Πλάτων - Sartre)

αισθητηριακά δεδοµένα και λογικός ατοµισµός, Russell: Αποτελεί µια συνδυασµένη


προσπάθεια (αν και όχι πάντα σταθερή) δικαιολόγησης της γνώσης µέσω της αισθητηριακής
εµπειρίας, και συνεισφοράς της λογικής στην γλωσσική έκφραση. Ο Russell θεωρεί ότι
υπάρχουν δύο τρόποι γνώσης, η γνώση µέσω άµεσης γνωριµίας και η γνώση µέσω
περιγραφών. Θεωρεί ότι η πρώτη µπορεί να προσδώσει τα θεµέλια για την δεύτερη, και είναι
εκείνη που υπάρχει στην αισθητηριακή αντίληψη. Ωστόσο, η αισθητηριακή αντίληψη δεν
εκλαµβάνεται ως αντίληψη αντικειµένων, αλλά δεδοµένων. ∆εν αντιλαµβανόµαστε άµεσα το
στρείδι, αλλά ένα πράγµα µε σχήµα υπό µία συγκεκριµένη γωνία µε το χρώµα µε τον
συγκεκριµένο φωτισµό κτλ. Αυτά τα δεδοµένα επιπλέον δεν είναι νοητικά κατασκευάσµατα, αλλά
αντικειµενικά δεδοµένα που εµπίπτουν στα αισθητήρια όργανα του καθενός υποκειµένου. Με
βάση το παραπάνω, ο Russell θεωρεί ότι µπορούν να δοµηθούν προτάσεις που να εκφράζουν
'ατοµικά' γεγονότα ('Αυτό το πράγµα είναι πράσινο'). Οι προτάσεις για τα φυσικά αντικείµενα θα
ακολουθήσουν µετά το συνδυασµό όλων των προτάσεων για τα αισθητηριακά δεδοµένα, και θα
αποτελούν γνώση µέσω οριστικών περιγραφών, όπου ο όρος 'το στρείδι' στην ουσία θα
εκφράζει µια συσσωρευµένη εµπειρία αισθητηριακών δεδοµένων. Αυτήν ακριβώς την
προσπάθεια επιχείρησε να διεµβολίσει ο Wittgenstein µε το επιχείρηµα ενάντια στην ιδιωτική
γλώσσα (βλ. ιδιωτική γλώσσα, Wittgenstein).
B. K.

αίτια πραγµάτων (4), Αριστοτέλης: Πρόκειται για τις συνθήκες µέσω των οποίων συνίσταται η
µεταβολή σε ένα ον το οποίο από δυνάµει εισέρχεται στην κατάσταση του ενεργεία όντος (βλ.
δυνάµει-ενεργεία, Αριστοτέλης). Οι συνθήκες αυτές δεν είναι µόνο φυσικές αιτίες, αλλά
αποτελούν τους επαρκείς εξηγητικούς παράγοντες της µεταβολής. Για κάθε µεταβολή η
ερώτηση 'γιατί', όλες οι ενδεχόµενες απαντήσεις µπορούν να ταξινοµηθούν σε 4 κατηγορίες
(ειδικό, υλικό, ποιητικό, τελικό αίτιο). Π.χ. για την παρασκευή ενός αγάλµατος, ο Αριστοτέλης
διακρίνει τα τέσσερα αίτια µεταβολής ως εξής:
• το ειδικό που αφορά τη µορφή (το είδος) την οποία προσλαµβάνει το αντικείµενο (το
σχήµα που παίρνει το µάρµαρο),
• το υλικό που αφορά την ύλη η οποία υπόκειται αυτής της µορφής που διατηρείται κατά
τη διάρκεια της µεταβολής (το µάρµαρο),

11
• το ποιητικό που αφορά την ενέργεια ή τη δραστηριότητα που χρειάζεται για την
πραγµατοποίηση της µεταβολής (ο γλύπτης) και
• το τελικό που αφορά τον σκοπό τον οποίο εξυπηρετεί η µεταβολή (ο σκοπός για τον
οποίο παρήχθη το άγαλµα).
Το πρώτο και το δεύτερο αίτιο συνδέονται άµεσα µε τον υλοµορφισµό του Αριστοτέλη (βλ.
υλοµορφισµός, Αριστοτέλης), ενώ το τελικό αίτιο παραπέµπει όχι µόνο σε ανθρώπινες σκόπιµες
ενέργειες, αλλά και σε µια φυσική τελεολογία: κάθε γεγονός υπαγορεύεται από ένα τέλος
(σκοπό).
∆. Κ.

αιτιότητα & επαγωγή, Hume: Η διατύπωση των επιστηµονικών ανακαλύψεων µέσω


αναγκαίων φυσικών νόµων, οι οποίοι στηρίζονται στην ιδέα της αιτιότητας, η οποία είναι
γνωσιοθεωρητικά a priori θεµελιωµένης (βλ. a priori/a posteriori, Leibniz), είναι το σύνολο στο
οποίο ο Σκώτος φιλόσοφος στρέφει τα βέλη του. O Hume εκκινεί από το γεγονός ότι οι
προτάσεις είτε αποδεικνύονται λογικά a priori (όπως οι µαθηµατικές προτάσεις) είτε µέσω της
εµπειρίας. Η εµπειρία, ωστόσο, (αισθήσεις ή µνήµη) αναφέρεται σε χρόνο παρόντα ή
παρελθόντα, και µόνο η αιτιότητα (και η έννοια του καθολικού φυσικού νόµου) επιτρέπει να
συνάγουµε συµπεράσµατα για µελλοντικά γεγονότα. Ωστόσο, η δικαιολόγηση της αιτιότητας δεν
µπορεί να γίνει a priori. Τϊποτα δεν µπορεί να εµποδίσει την ίδια µηλιά να έχει τον ένα χρόνο
κανονικά και την άλλη τριγωνικά µήλα, καθώς δεν µπορούµε να συναγάγουµε κάτι από την ίδια
τη µηλιά που να προβλέψει το σχήµα των µήλων. Το µόνο που γνωρίζουµε είναι ότι σε όλα τα
προηγούµενα χρόνια η συγκεκριµένη µηλιά έχει δώσει µήλα στο συνηθισµένα τους σχήµα, και
µε βάση αυτήν την γνώση, προβλέπουµε ότι κι εφέτος τα µήλα θα έχουν το συγκεκριµένο
σχήµα. Επιπλέον, συµπεραίνουµε µε βάση την επαγωγή (πολλές συγκεκριµένες παρελθοντικές
περιπτώσεις) ότι συνολικά οι µηλιές δίνουν µήλα µε ένα συγκεκριµένο σχήµα. Ωστόσο,
σύµφωνα µε τον Hume, η επαγωγή δεν µπορεί να πληροφορήσει µε βεβαιότητα για το µέλλον.
Ίσως εξαιτίας των φυτοφαρµάκων, ευρύτερης περιβαλλοντικής κατάστασης κτλ., το µήλα θα
έχουν πλέον τριγωνικό σχήµα. Σ' αυτήν την περίπτωση, το επαγωγικό συµπέρασµα και ο
φυσικός νόµος της αιτιότητας (η φυσική σύσταση της µηλιάς δηµιουργεί το συγκεκριµένο σχήµα)
είναι αναπόδεικτα. Αυτή η προσέγγιση δηµιουργεί σκεπτικισµό για τα γεγονότα της εµπειρίας,
ωστόσο ο Hume δίνει το πρακτικό αντίδοτο. Παρότι είναι αδύνατη η γνώση των εµπειρικών
γεγονότων µέσω της αιτιότητας, οι άνθρωποι στις πρακτικές τους υποθέσεις υιοθετούν την αρχή
του έθους, που µπορεί να θεωρηθεί ως η νοητική εκείνη αρχή (όχι της λογικής αλλά της
φαντασίας) που οδηγεί στη συνήθεια.

12
Β. Κ.

αιώνια επιστροφή, Nietzsche: Η έννοια της 'αιώνιας επιστροφής' των γεγονότων στον
Nietzsche, και συνεπώς της επανάληψης του παρελθόντος στο µέλλον, τίθεται ως διαπίστωση
και ως πρόκληση για τον υπεράνθρωπο. Παρότι ο Nietzsche δίνει ελάχιστα στοιχεία για το
πρώτο (η διαπίστωση εισέρχεται στον Ζαρατούστρα στο έργο Τάδε έφη Ζαρατούστρα µέσω
οράµατος), το δεύτερο δοκιµάζει την ελεύθερη βούληση και την ισχύ του υποκειµένου να
οικοδοµήσει γνωρίζοντας εκ των προτέρων την κατάληξη των ενεργειών του.
Ε. ∆.

ακρασία, Αριστοτέλης:Ο Αριστοτέλης στο έργο του Ηθικά Νικοµάχεια, αντιµετωπίζει και ορίζει
την ακράτεια (ακρασία) µε έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο απ' ό,τι ο Σωκράτης και ο Πλάτων.
Ο Σωκράτης θεωρεί ότι η ακρασία είναι έλλειψη αληθινής γνώσης που οδηγεί στην επιλογή
πρακτικής, η οποία δεν συνάδει µε το γενικό καλό (βλ. αρετή, Σωκράτης). Ο Πλάτων,
παραδεχόµενος πως είναι εφικτό ο άνθρωπος να βρεθεί σε δίληµµα, υποστηρίζει πως αυτό
συντελείται λόγω του ότι η ψυχή αποτελείται από τρία µέρη (βλ. ψυχή, Πλάτων).
Αντίθετα, και παρότι σύµφωνα µε την θεωρία του Αριστοτέλη (βλ. αρετή, Αριστοτέλης) η αρετή
συνίσταται στη µεσότητα που εφαρµόζεται δια του πρακτικώς ορθού, αυτό αποτελεί ιδανική
κατάσταση, η οποία πρακτικά είναι δύσκολο να ισχύει καθολικά. Γι' αυτό, η τέλεση πράξης
εξαρτάται όχι µόνο από την λογική εκτίµηση των καταστάσεων, αλλά και από την βούληση ή την
πρόθεση του υποκειµένου. Εποµένως, η ακρασία µπορεί να οριστεί ως η πράξη εκείνη που σε
συγκεκριµένη στιγµή (και όχι γενικότερα) δεν ακολουθεί το ορθόν και λογικό, αλλά επιλέγει την
επιθυµία, το 'πάθος'. Το πάθος δεν έχει πάντα την έννοια της ακατανίκητης, κραταιής δύναµης
που υπερβαίνει τη λογική εκτίµηση των καταστάσεων, αλλά της επιθυµίας για ευχαρίστηση που
ταυτόχρονα µπορεί να συνυπάρχει µε την αντίθετη έκβαση του πρακτικού συλλογισµού. Όταν
γίνεται η επιλογή της πράξης, ο άνθρωπος που έχει υποκύψει στις επιθυµίες του (και που έχει
πολλές πιθανότητες να το επαναλάβει) δεν αντιλαµβάνεται το δίληµµα, κι εποµένως ο
Αριστοτέλης αφήνει µία δίοδο για ενός είδους 'γνωστική ανεπάρκεια'.
Γ. ∆.

αλήθεια, Kierkegaard: Αποτελεί την αλήθεια του υποκειµένου µέσα από την προσωπική του
ύπαρξη και τα βιώµατα της ατοµικής δράσης. Αντιτίθεται στην αντικειµενική αλήθεια ως όλο του
Hegel (βλ. απόλυτος ιδεαλισµός, Hegel), εφόσον ο Kierkegaard αντιτίθεται σε κάθε έννοια
προκαθορισµένου συστήµατος, λειτουργώντας ως πρόδροµος του υπαρξισµού (βλ.
υπαρξισµός, Sartre). Το υποκείµενο, αντίθετα µε τον Hegel, δεν αποτελεί φορέα ενός πλάνου

13
πραγµάτωσης της ιστορίας, αλλά έχει ατοµική ύπαρξη και αλήθεια, που εκπορεύεται από την
ατοµική δράση. Tο παραπάνω φαίνεται να υποδεικνύει µια τελείως υποκειµενική (µε τη
σηµερινή έννοια, χωρίς κοινά παραδεκτά και έγκυρα κριτήρια) άποψη για την αλήθεια, ωστόσο ο
Kierkegaard περισσότερο αποσυνδέει την αλήθεια από την συνολικότητα, και την προσκολλά σε
µια προσωπική (αλλά δυνατή να υπάρξει σε όλες και όλους) στάση ζωής.
Β. Κ.

άλλος, Sartre: To ρητό 'κόλαση είναι οι άλλοι' στον Sartre δεν εννοείται εγωιστικά ή
εγωκεντρικά, αλλά οι άλλοι συµβολίζουν ακριβώς την ανελευθερία, την υπέρβαση της οποίας
καλείται να πραγµατοποιήσει το υπαρξιακό υποκείµενο. Η µοναχική πορεία του υποκειµένου
ανακόπτεται από συµβάσεις και καταστάσεις που εκφράζουν τα άλλα υποκείµενα, δέσµια της εκ
των προτέρων θεωρίας, και αντίθετα στην αλήθεια της ύπαρξης. Από τη στιγµή που το
υποκείµενο αντιλαµβάνεται ότι τα σχέδιά του και οι δράσεις του δεν µπορούν να είναι οι δράσεις
και των άλλων, αναγκαστικά τα τελευταία είναι αντιθετικά προς αυτόν, εφόσον εκφράζουν την
πίστη στην κάθε τύπου ουσία (θεωρίας ή δόγµατος) έναντι της ύπαρξης. Για τον Sartre
(τουλάχιστον σε µια πρώτη φάση της φιλοσοφικής του παραγωγής) δεν φαίνεται να υπάρχει
κοινωνία ελεύθερων, υπαρξιακά δρώντων υποκειµένων.
B. K.

αλλοτρίωση, Feuerbach: H διαδικασία µετάθεσης της πραγµατικής ανθρώπινης φύσης σε ένα


θεϊκό ον (πάνσοφο, παντοδύναµο κτλ.), όταν αυτές οι ιδιότητες αποτελούν αρχικές καταβολές
του ανθρώπου που αργότερα τον εγκατέλειψαν. Ωστόσο, στην τωρινή εποχή (19ο αιώνα) η
πρόοδος των επιστηµών, των τεχνών και της ζωής επιτρέπει την ανάκτηση αυτών των
ιδιοτήτων. Ο Feuerbach αντιτίθεται στην θεολογία (µ' αυτόν τον τρόπο το σύστηµά του δεν είναι
τόσο συνολικό όσο εκείνο του Hegel, βλ. απόλυτος ιδεαλισµός, Hegel), και στρέφεται στην
ανθρωπολογία για να στηρίξει τον υλισµό, και την εµπιστοσύνη στην κατάσταση του µέλλοντος.
Β. Κ.

αλλοτρίωση, Marx: Η αλλοτρίωση για τον Marx δηλώνει την απώλεια της δηµιουργικότητας του
ανθρώπου, καθώς και τον µετασχηµατισµό τους σε 'αλλότρια' αγαθά και όχι προϊόντα του
µόχθου του. Αυτό συµβαίνει µέσω της απαξίωσης της ανθρώπινης εργασίας από την κυρίαρχη
τάξη της εξουσίας και του κεφαλαίου, και την µετατροπή του δηµιουργικού ατόµου σε νεκρό
αντικείµενο µέσα από τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής. Ο Marx προτείνει την επιστροφή
του ανθρώπου στην ίδια τη φύση, στο "συλλογικό είναι" του, ως δηµιουργικού όντος, µέσω του
κοµµουνισµού (βλ. κοµµουνισµός, Marx). Αυτή η θεώρηση της αλλοτρίωσης διαφέρει από την

14
αντίστοιχη του Hegel (βλ. απόλυτος ιδεαλισµός, Hegel) στην αυστηρή τοποθέτησή της σε
κοινωνικά και οικονοµικά δεδοµένα.
Β. ∆.

αναλυτικός συµπεριφορισµός, Ryle: Η απάντηση του φιλοσόφου από την Οξφόρδη στο
πρόβληµα νου και σώµατος του Descartes (βλ. νους & σώµα, Descartes). O Ryle αρνείται ότι
υπάρχει µια άυλη υπόσταση, η ψυχή, που κατοικεί ένα σώµα-µηχανή, και περιγράφει επικριτικά
αυτήν την σύλληψη ως 'το φάντασµα στην µηχανή'. Στην θέση αυτής της εικόνας αναφέρει ότι οι
νοητικές έννοιες (σκέψη, αντίληψη, επιθυµία) δεν είναι τίποτε άλλο από κατάλληλες
προδιαθέσεις για δράση. Κι αυτό µπορεί να κριθεί µόνο µε βάση το νόηµα των εννοιών. Με άλλα
λόγια, ο συµπεριφορισµός του Ryle, η θεωρία ότι τα νοητικά γεγονότα αποτελούν προδιάθεση
για συµπεριφορά και όχι αυτοτελείς οντότητες δεν βασίζεται σε ψυχολογικά πειράµατα, αλλά στο
ίδιο το νόηµα της έννοιας. Για παράδειγµα, το νόηµα της πρότασης 'πιστεύω ότι υπάρχει ένα
πιάνο στο χώρο' µετασχηµατίζεται στο 'υπό συγκεκριµένες συνθήκες, πρόκειται να παίξω πιάνο
(1) ή να ακουµπήσω τα πλήκτρα (2) ή να κατευθυνθώ σ' αυτόν τον χώρο' (3).
Β. Κ.

ανάµνηση, Πλάτων: Η θεωρία της ανάµνησης στον Πλάτωνα αποτελεί το γνωσιοθεωρητικό


συµπλήρωµα της θεωρίας των ιδεών (βλ. ιδέες, θεωρία των [Πλάτων]). Εφόσον οι άνθρωποι
έχουν ένα τρόπο να έχουν µια (ελλιπή) γνώση των ιδεών, οφείλει να αναζητηθεί η πηγή αυτής
της γνώσης. Όµως η καθηµερινή εµπειρία είναι έµφορτη µεµονωµένων και ατελών πραγµάτων,
και εποµένως δεν µπορεί να είναι αυτή η λύση του προβλήµατος. Η πρόταση του Πλάτωνα
οδηγεί στην τολµηρή εισαγωγή της µετενσάρκωσης και της αθάνατης ψυχής. Η ψυχή θυµάται
γεγονότα από τις προηγούµενες ζωές της, όταν άγγιζε περισσότερο τον κόσµο των ιδεών, και
σύµφωνα µ' αυτήν την ανάµνηση κατέχει τις έννοιες του καλού, της δικαιοσύνης, του ωραίου, και
όλων των καθολικών εννοιών που ο φιλόσοφος εισάγει στην οντολογία του (βλ. επίσης ψυχή,
Πλάτων).
Β. Κ.

αντικείµενα, Meinong: Με βάση την προθετικότητα του Brentano (βλ. προθετικότητα,


Brentano), για τον αυστριακό ψυχολόγο και φιλόσοφο τα αντικείµενα της συνείδησης αποτελούν
οντότητες, είτε αυτά υπάρχουν (το µουσείο του Λούβρου) είτε όχι (το κυκλικό τετράγωνο, το
φτερωτό άλογο Πήγασος). Η δεύτερη κατηγορία είναι η πιο αµφισβητήσιµη, καθώς αυτά τα
αντικείµενα ούτε υπάρχουν στον χώρο και τον χρόνο (όπως τα υλικά αντικείµενα) ούτε έχουν µια
υπόσταση (όπως π.χ. η έννοια της δικαιοσύνης ή οι αριθµοί). Ωστόσο, έχουν έναν χαρακτήρα

15
(το περιεχόµενο της νοητικής πράξης), ο οποίος δεν συνεπάγεται αναγκαία την οντότητά τους. Η
θεωρία των αντικειµένων του Meinong επεκτείνεται και στη διάκριση αυτής της κατηγορίας ως
'ατελών αντικειµένων' (χωρίς συγκεκριµένο βάρος, ύψος, χρώµα, ιδιότητες), και συνεπώς
φαίνεται προτάσεις που τα περιλαµβάνουν να βρίσκονται πέρα από την αλήθεια και το ψεύδος.
Σφοδρή κριτική στην θεωρία του Meinong άσκησε ο Russell (βλ. οριστικές περιγραφές, Russell)
θεωρώντας ότι η λογική δοµή της γλώσσας αναδεικνύει τις διαφορές που επικαλύπτονται από
την όµοια γραµµατική δοµή, κι εποµένως τα αντικείµενα της γραµµατικής δεν είναι παρόµοια µε
τα αντικείµενα ως οντότητες.
Γ. ∆.

απεικονιστική θεωρία νοήµατος, Wittgenstein: Η θέση που εκφράζεται στο Tractatus Logico
Philosophicus (και σε αντίθεση µε την ύστερη θεωρία του νοήµατος του ίδιου συγγραφέα, βλ.
γλωσσικά παίγνια, Wittgenstein) ότι το νόηµα µιας πρότασης απεικονίζει την δοµή του κόσµου.
Παρότι φαίνεται αρχικά ως µια ακόµη απόπειρα αναπαράστασης του κόσµου στην γλώσσα,
υπάρχουν δύο διαφορές: πρώτον, ο Wittgenstein θεωρεί ότι η λογική δοµή της γλώσσας (όπως
αυτή εκφράζεται µέσω της συµβολικής λογικής, βλ. συµβολική λογική) αντικατοπτρίζεται σε µια
λογική δοµή του κόσµου. ∆εύτερον, µέσω του λογικού ατοµισµού θεωρεί ότι οι προτάσεις
αναλύονται σε συστατικά στοιχεία, τα έσχατα των οποίων αποτελούν τα απλά αντικείµενα.
Ωστόσο, η απεικόνιση γίνεται µέσω των προτάσεων, όχι των αντικειµένων, παρότι δεν είναι
πάντα σαφές τι είδους προτάσεις (π.χ. προτάσεις για την ηθική) περιλαµβάνονται σ' αυτήν την
απεικόνιση.
B.K.

απόλυτος ιδεαλισµός, Hegel: Η υπέρβαση τόσο του αντικειµενικού όσο και του υποκειµενικού
µέσα σ' ένα πλαίσιο όπου το κύριο πράγµα που υπάρχει είναι το πνεύµα στις διάφορες
εκδηλώσεις του. Χωρίς ο Hegel να αρνείται την ύλη - σε αντίθεση µε τον ιδεαλισµό του Berkeley
(βλ. ιδεαλισµός, Berkeley), θεωρεί ότι αποτελεί την κατώτερη εκδήλωση στην ιστορική πορεία σε
όλες τις τέχνες, συνήθειες και επιστήµες. Βαθύτερη κρίση των πραγµάτων αποκαλύπτει ότι η
'έξω του νου' πραγµατικότητα δεν είναι τίποτε άλλο από µια µόνο φάση στην ιστορία του
πνεύµατος στην πορεία προς την ολοκλήρωσή του. Από την άλλη πλευρά, το πνεύµα δεν
ταυτίζεται µε τον ανθρώπινο νου, καθώς και εκείνος αποτελεί µε τη σειρά του µια µεµονωµένη
φάση στην ίδια ιστορία. Φύση και ανθρώπινος νους αποτελούν διαφορετικές εκδηλώσεις του
πνεύµατος, χωρίς αυτό να ταυτίζεται µε τον µονισµό του Spinoza (βλ. µονισµός, Spinoza),
εφόσον ο Hegel αναπτύσσει ως επιπλέον διάσταση την πορεία του πνεύµατος µέσα στον
χρόνο. Παρότι το πνεύµα του Hegel φαίνεται να έχει τα χαρακτηριστικά του Θεού, ο Γερµανός

16
φιλόσοφος αναφέρει ότι δεν ταυτίζεται, εφόσον ο Θεός δεν µπορεί να έχει τα χαρακτηριστικά της
ατέλειας που σταδιακά φθάνει στην τελειότητα.
Β. Κ.

a priori / a posteriori, Leibniz: Σύµφωνα µε τον Leibniz, υπάρχουν δύο είδη γνώσης και
αληθειών, οι σαφείς στο νου και άχρονες αλήθειες, και δεύτερον τα γεγονότα της εµπειρίας. Οι
πρώτες µπορούν να καταστούν γνωστές είτε µέσω ενόρασης είτε µέσω λογικής παραγωγής
(βλ. ενόραση-απαγωγή, Descartes), δηλαδή a priori (ανεξάρτητα από την εµπειρία). Οι δεύτερες
γίνονται γνωστές µέσω της εµπειρίας, a posteriori.
Λεπτοµερέστερα οι a priori αληθείς προτάσεις είναι διακριτές, σαφείς και αναγκαίες, και
υποκείµενες στην αρχή της αντίφασης (η άρνηση της πρότασης δηµιουργεί αντίφαση), π.χ.το
άθροισµα των γωνιών ενός τριγώνου δεν είναι δυνατόν να µην ισούται µε 180 µοίρες -συνάγεται
ήδη από τον ορισµό του τριγώνου. Οι αληθείς a posteriori προτάσεις είναι διακριτές, όχι σαφείς,
και µη αναγκαίες. Το αντίθετό τους είναι κατανοητό και λογικά δυνατόν να συµβεί, όπως στην
πρόταση 'το ουράνιο τόξο εµφανίζεται µετά την βροχή'. Παρότι για τη διάνοια του Θεού ανήκουν
στην φύση των πραγµάτων (in natura rerum) και εποµένως αναγκαίες, ωστόσο η
πραγµατικότητα τις εγγυάται µόνο βασιζόµενες στην αρχή του αποχρώντος λόγου. Η αρχή
δηλώνει ότι για κάθε υπάρχον ή αληθές γεγονός υπάρχει επαρκής λόγος ή αιτία για να ισχύει
αυτό το γεγονός, παρότι η αιτία αυτή ενδέχεται να είναι άγνωστη (στην περίπτωση του ουράνιου
τόξου ευθύνεται ο σκεδασµός του ηλιακού φωτός µετά την διάθλαση στις σταγόνες της βροχής).
Παρόµοια διάκριση a priori/a posteriori εξέφρασε και ο Hume, ενώ ο Kant συµπληρώνει τις
συνθετικές a priori προτάσεις (βλ. a priori συνθετική πρόταση, Kant).
A. Ε.

a priori συνθετική πρόταση, Kant: O Kant δέχεται ότι οι a priori προτάσεις (γνωστές
ανεξάρτητα από την εµπειρία), διακρίνονται σε αναλυτικές και σε συνθετικές. A priori αναλυτική
είναι µια πρόταση στην οποία το κατηγόρηµα, δηλαδή ό,τι αναφέρεται στο υποκείµενο της
πρότασης ως χαρακτηριστικό του εµπεριέχεται στην έννοια του υποκειµένου, κάτι που γίνεται
γνωστό από την ανάλυσή του στα στοιχεία που το απαρτίζουν. H αναλυτική a priori πρόταση
καταλήγει ως ταυτολογία (π.χ. 5=5).
Στην a priori συνθετική πρόταση το κατηγόρηµα δεν εµπεριέχεται στην έννοια του υποκειµένου
αλλά προσθέτει στο υποκείµενο κάποιο επιπλέον χαρακτηριστικό. ∆εν διέπεται από την αρχή
της αντίφασης όπως η αναλυτική, της οποίας η άρνηση συγκροτεί αντίφαση: π.χ. η πρόταση
2+3=5 είναι συνθετική και όχι αναλυτική, διότι οσοδήποτε και να αναλυθεί η έννοια 2+3, αυτή δεν
εµπεριέχει το 5, ενώ η άρνησή της δεν είναι αντίφαση αλλά αποτελεί σφάλµα που µπορεί να

17
διορθωθεί. Το παράδοξο της a priori πρότασης που είναι ανεξάρτητη από την εµπειρία, ωστόσο
έχει ένα εµπειρικό περιεχόµενο, είναι νεοτερισµός του Kant, σε αντίθεση µε τις αντίστοιχες
θέσεις των Hume και Leibniz (βλ. a priori/a posteriori, Leibniz). Αποτελεί επιπλέον τα θεµέλια της
υπερβατολογικής φιλοσοφίας του φιλοσόφου, καθώς στις a priori συνθετικές προτάσεις
εντάσσονται οι µαθηµατικές προτάσεις, η εποπτεία µέσω των αισθήσεων του χώρου και του
χρόνου, καθώς και οι δώδεκα κατηγορίες του νου που οργανώνουν τις έννοιες και τα εµπειρικά
δεδοµένα (βλ. κατηγορίες & υπερβατολογική παραγωγή, Kant). Οι επόµενες φιλοσοφικές
θεωρήσεις του 19ου και 20ου αιώνα απέρριψαν τη θέση για τις συνθετικές a priori προτάσεις.
Α. Ε.

αρετή, Σωκράτης: Το πρόβληµα της αρετής στην αρχαιότητα δεν συνδέεται αποκλειστικά µε
την έννοια της ηθικότητας, αλλά κυρίως µε εκείνη της αριστείας, γι' αυτό το λόγο ένα υποκείµενο
µπορεί να κατέχει την αρετή του υποδηµατοποιού, αλλά και την αρετή της σωφροσύνης. Αυτήν
την εννοιολογική ταύτιση την αξιοποιεί στον έπακρο βαθµό ο φιλόσοφος στον επακόλουθο
έλεγχό του, φέρνοντας παραδείγµατα από την καθηµερινή ζωή όπου, σε αντιδιαστολή µε το
θέµα υπό εξέταση, υπάρχει γνώση. Η πολυπλοκότητα των διαφόρων περιπτώσεων και η
έλλειψη καθολικής συµφωνίας για το περιεχόµενο των γενικών όρων βοηθούν το έργο του
Σωκράτη. Επιπλέον, η θέση του για την αδυναµία της γνώσης καθίσταται θετική πρόταση στο
θέµα της αρετής και το πρόβληµα της ακρασίας. Το περίφηµο "ουδείς εκών κακός" εκφράζει το
δίπολο της επιλογής των χειρότερων πράξεων σε αντίθεση µε την κρίση του υποκειµένου ως
έλλειµµα γνώσης του καλού. Εφόσον υπήρχε τέτοια γνώση (και ο όρος εννοείται ως γνώση του
νοήµατος των όρων), θα επιλεγόταν και η ανάλογη πράξη. Και, κυρίως στον Πρωταγόρα, το
ηθικώς καλό ανάγεται στο περισσότερο και µακροχρόνια ευχάριστο. Οι καθηµερινές ηδονές
δίνουν τη θέση τους στα ωφέλιµα αγαθά που θα αποτελέσουν επένδυση για µελλοντική
ευχαρίστηση (βλ. ωφελιµισµός, Mill). Αυτό, βέβαια, προϋποθέτει, ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν την
αρχή να δρουν ανάλογα µε αυτό που επιτάσσει η καλύτερη λογική τους κρίση, κάτι που µένει να
αποδειχθεί.
Β. Κ.

αρετή, Αριστοτέλης: Η αριστοτελική αρετή, σε αντίθεση µε ό,τι ίσως θεωρείται ότι περιλαµβάνει
ο όρος, δεν στοχεύει στη δηµιουργία κανόνων, ούτε προτύπων ανθρώπινης συµπεριφοράς. Η
ηθική στον Αριστοτέλη περιλαµβάνει όχι άκαµπτες οδηγίες, αλλά προσεγγίσεις που
αναγνωρίζουν την πολυπλοκότητα και τις ισορροπίες ατόµου - κοινωνίας σχετικά µε τα ζητήµατα
αξιών. Βάση της ηθικής φιλοσοφίας του Αριστοτέλη είναι η ευδαιµονία, η οποία ορίζεται ως το
ύψιστο αγαθό, αυτό το οποίο δεν µπορεί ποτέ να αποτελέσει µέσο για κάτι άλλο καλύτερο (ο

18
τελικός σκοπός). Η ευδαιµονία ωστόσο βρίσκεται σε στενή συνάρτηση µε την αρετή ως έξη και
επαναλαµβανόµενη (αν και όχι αυτόµατη) συνήθεια.
Οι ηθικές αρετές (θάρρος, τιµιότητα, γενναιοδωρία, σωφροσύνη κλπ) εφαρµόζονται µε βάση τη
µεσότητα, δηλαδή την ικανότητα αποφυγής των ηθικών άκρων, των υπερβολών ή της έλλειψης
(π.χ. θάρρος είναι η µεσότητα ανάµεσα στη δειλία και τη θρασύτητα). Ωστόσο, η µεσότητα δεν
είναι µία κοινή για όλους κατάσταση, αλλά ο κάθε άνθρωπος οφείλει να κατακτήσει την δική του
µεσότητα, µε πρότυπο το µέτρο της λογικής του φρόνιµου ανθρώπου (βλ. φρόνηση,
Αριστοτέλης). Για την εκτίµηση κάθε πράξης, προϋπόθεση αποτελεί αυτή να έχει γίνει υπό το
καθεστώς της ελεύθερης βούλησης Η συστηµατική τήρηση της µεσότητας κατακτάται µε την
επανάληψη, έτσι ώστε να γίνει «έξις» - συνήθεια, και να αποτελέσει ηθική αρετή.
Ως διανοητικές αρετές, ο Αριστοτέλης ορίζει τον νου (ενορατική γνώση), την επιστήµη
(αποδεικτική γνώση), την τέχνη (πρακτική δηµιουργικότητα), την φρόνηση και τη σοφία, ένα
συνδυασµό νου και επιστήµης, κορυφή της ιεραρχίας των διανοητικών αρετών. Στο τελευταίο
βιβλίο των Ηθικών Νικοµαχείων η ηθική συµπεριφορά φαίνεται να µην αποτελεί την ύψιστη
ενασχόληση για την ευδαιµονία, και ο Αριστοτέλης προσδίδει µεγαλύτερη έµφαση στον
'θεωρητικό βίο', στην αναζήτηση της σοφίας µέσω της φιλοσοφίας.
Ε.Ζ.

αρχή της εξατοµίκευσης (Ακινάτης -Occam): Η αιτία βάσει της οποίας ένα έµψυχο ή άψυχο
ον, που ανήκει σε µία γενική και καθολική έννοια, διακρίνεται από τα υπόλοιπα όντα της αυτής
κατηγορίας, αποκτώντας έτσι ατοµική παρουσία.
Ο Ακινάτης, δεχόµενος τον αριστοτελικό υλοµορφισµό (όντα ως συνδυασµός ύλης και µορφής,
βλ. υλοµορφισµός, Αριστοτέλης) ως προς τα βιολογικά όντα, θεωρεί ότι ούτε η ύλη ούτε η µορφή
µπορούν να υπάρξουν µεµονωµένα (βλ. υλοµορφισµός, Ακινάτης). Εκφράζει την άποψη ότι
παρότι η µορφή πρωταρχικά τοποθετεί το ον σε ένα πλαίσιο αναφοράς, η άµορφη ύλη είναι
σχεδιασµένη για τον ποσοτικό προσδιορισµό, τον οποίο λαµβάνει µέσω της ένωσής της µε µία
συγκεκριµένη µορφή. Έτσι η αρχή της εξατοµίκευσης των όντων είναι η ύλη, αν και σαφή ρόλο
έχει και η µορφή, η οποία θέτει και τον κόσµο σε τελεολογικά πλαίσια.
Ο Occam, αν και διατηρεί στοιχεία της θεωρίας του Ακινάτη, προχωρά σε µία ονοµατοκρατική
προσέγγιση της αρχής της εξατοµίκευσης (βλ. ονοµατοκρατία, Occam). Θεωρεί ότι οι γενικές
έννοιες δεν είναι δυνατόν να έχουν αυθύπαρκτη ύπαρξη, αφού είναι έννοιες συµβατικές, που
εξαρτώνται από το πολιτισµικό πλαίσιο που τις δηµιούργησε, και απλά σηµασιοδοτούν τα
συγκεκριµένα όντα που είναι αισθητά. Επίσης δεν δέχεται ότι οι οµοιότητες των πραγµάτων
ανάγονται στον Θεό, µην πιστεύοντας ότι υπάρχουν τέτοιες ιδέες βάσει των οποίων
δηµιουργήθηκαν τα πράγµατα. Τέλος, δεν ξεχωρίζει σε τρεις τις οντολογικές κατηγορίες (το

19
αντικείµενο, την εξατοµίκευσή του και την κατηγοριοποίησή του), αλλά υιοθετεί την αρχή της
οικονοµίας (βλ. αρχή οικονοµίας, Occam), λέγοντας ότι αυτές πρέπει να είναι ελάχιστες, και
καταλήγει σε µόνο µία, την κατηγορία των υπαρκτών και άµεσα αντιληπτών όντων.
Ι. Γ.

αρχή οικονοµίας (ξυράφι Occam): Επιστηµονικός κανόνας που, όπως και ο τίτλος προϊδεάζει,
ουσιαστικά υποστηρίζει ότι η λύση εκείνη που οδηγεί τον ερευνητή στην υπόθεση µόνο των
αναγκαίων οντολογικών δεσµεύσεων στην εξήγηση φαινοµένων και στην απάντηση καίριων
επιστηµονικών ερωτηµάτων (χωρίς απαραίτητα να υποδηλώνεται η απλούστερη λύση), είναι και
η προτιµότερη. Η αργοπορία µιας φοιτήτριας σε µια συνάντηση του Ανοικτού Παν/µίου είναι
δυνατόν να οφείλεται είτε σε κυκλοφοριακό πρόβληµα είτε σε µια µαγική επίδραση των
πλανητών στην ψυχοσύνθεσή της, ωστόσο η δεύτερη εξήγηση υποχρεώνει τον επιστήµονα να
δεχθεί επιπλέον την αλήθεια των αστρολογικών προτάσεων, κάτι που δεν είναι αναγκαίο από τα
πράγµατα. Στην εποχή του, ο Occam απενοχοποίησε τους µεταγενέστερους επιστήµονες από
τη µη απόλυτη παραδοχή των θρησκευτικών και των αριστοτελικών δογµάτων και τους άνοιξε
το δρόµο προς την εµπειρική πραγµατικότητα, επιδιώκοντας την καλύτερη δυνατή περιγραφή
της. Βλ. επίσης ονοµατοκρατία, Occam.
K.K.

αυτοσυνειδησία, Fichte: Η µέθοδος του Γερµανού φιλοσόφου (1762-1794) για να διακηρύξει


ότι η αρχή της υπερβατολογικής φιλοσοφίας (βλ. υπερβατολογική φιλοσοφία, Kant) αρχίζει από
την συνείδηση και καταλήγει σ' αυτήν. Χωρίς να αρνείται ότι είναι δυνατόν να υπάρχει µια οδός
προς την πραγµατικότητα των αντικειµένων, ο Fichte θεωρεί ότι η φιλοσοφία είναι η
προσπάθεια που ακολουθεί την διαδροµή του υποκειµένου στον κόσµο, και την συνείδησή του
ότι τα πάντα αποτελούν προϊόν του υποκειµένου. Η πρώτη του αναγκαία αρχή είναι στην αρχή
της ταυτότητας υπάρχει µια δεδοµένη στιγµή όπου το αντικείµενο της σκέψης είναι το ίδιο µε το
υποκείµενό της. Η αρχή του 'εγώ=εγώ' βρίσκει σε συνεχή πορεία την αυτοκατάφαση, και
σύµφωνα µε εκείνον προσδίδει και την ηθική διάσταση του ανθρώπου, αφού εκείνος ερµηνεύει
(µε δική του ελεύθερη βούληση) συνεχώς τα 'γεγονότα' ως έργα συνείδησης και εποµένως ως
ηθικές επιταγές (βλ. επίσης κατηγορική προσταγή, Kant), αλλά και διερµηνεύει τον άλλον ως
αντίθεση προς τον εαυτό του. Το περιεκτικό σύµπαν της συνείδησης που προτρέπει ο Fichte
θεωρείται ως το εναρκτήριο θέµα της σχολής του γερµανικού ιδεαλισµού τον 19ο αιώνα.
Β. Κ.

20
αφηρηµένες ιδέες, Berkeley: O Berkeley ως προς τις γενικές έννοιες φαίνεται να ακολουθεί
τον νοµιναλισµό (βλ. ονοµατοκρατία, Occam), σε αντίθεση τόσο µε µια ρεαλιστική προσέγγιση
των ιδεών (ότι δηλαδή οι ιδέες αντιπροσωπεύουν γενικές οντότητες, βλ. ιδέες, θεωρία των
[Πλάτων]), όσο και µε την νοοκρατική προσέγγιση του Locke. Υποστηρίζει ότι α) δεν υπάρχουν
γενικά πράγµατα πέρα από τα συγκεκριµένα (και τα συγκεκριµένα είναι αποτελέσµατα της
εµπειρίας) β) ούτε καν γενικές ιδέες στο νου, αλλά οι γενικοί όροι στη γλώσσα εκφράζουν
αντιπροσωπευτικά µία από τις συγκεκριµένες ιδέες (π.χ. ο όρος 'άνθρωπος' συνδέεται σε µια
συγκεκριµένη περίπτωση µε την ιδέα του Σωκράτη, άλλοτε µε την ιδέα του Πλάτωνα κ.ο.κ.)
Β. Κ.

βούληση για ζωή, Schopenhauer: ∆εν αποτελεί την συνειδητή επιθυµία για επιβίωση, αλλά
µια ανεξάρτητη της λογικής ορµή, η οποία παράλληλα καθορίζει και την ίδια την ανθρώπινη
υπόσταση. Ο Schopenhauer εδράζει στο παράδειγµα του σώµατος που γίνεται γνωστό τόσο
µέσω αντίληψης (υπακούει στους νόµους της βαρύτητας, βρίσκεται στο χώρο όπως άλλα
φυσικά αντικείµενα), αλλά παράλληλα το βιώνουµε µέσω του πόνου, της ευχαρίστησης, και
γενικότερα της διεργασίας της ζωής. Αυτού του είδους η αντίληψη είναι άµεση, ενορατική, και
διαφέρει από την αναπαραστατική αντίληψη (παράδειγµα της οποίας η αισθητηριακή αντίληψη).
Η βούληση για ζωή δεν αποτελεί µόνο στοιχείο του ανθρώπινου σώµατος, αλλά όλα τα
αντικείµενα περιλαµβάνουν στην αληθινή τους φύση αυτήν την βούληση, η οποία διακρίνεται
από την αναπαραστατική τους όψη (τα 'φαινόµενα'). Παρότι αυτή η θέση της διπλής όψης των
πραγµάτων φαίνεται να προέρχεται από τον Spinoza (βλ. µονισµός, Spinoza), ο Schopenhauer
επιπλέον επενδύει το σύµπαν µε µια 'έµψυχη' ιδιότητα, επηρεασµένος από την διδασκαλία του
Βουδισµού.
Β. Κ.

βούληση και πίστη, James: Στα πλαίσια της δικής του ερµηνείας του πραγµατισµού (βλ.
πραγµατισµός και αλήθεια, James), ο James ανάγει τη βούληση σε παράγοντα που καθορίζει
την αλήθεια για τον κόσµο του υποκειµένου. Στο ζήτηµα της θρησκευτικής πίστης, παρότι
γνωρίζει ότι θα βρίσκεται σε αντίθεση µε τις επιστηµονικές έρευνες, δίνει προτεραιότητα στην
βούληση για την θρησκευτική πίστη (η οποία δεν είναι απαραίτητο να είναι καθολική, καθώς
υπάρχει και βούληση για την αθεΐα). Ωστόσο, η βούληση αυτή είναι η προσωπική αλήθεια του
ανθρώπου, ο οποίος οραµατίζεται έναν κόσµο που διέπεται από πνευµατικές και ηθικές αξίες. Η
πίστη στην συγκεκριµένη περίπτωση έχει έναν χαρακτήρα βιωµατικής επιλογής, που δεν
προσδοκά µετά θάνατον δικαίωση αλλά προσωπική και συναισθηµατική κάλυψη. Η

21
υποκειµενική πρόσληψη του κόσµου καθορίζει και δικαιολογεί την ποικιλία των µορφών της
θρησκευτικότητας.
Η. Γ.

γενική βούληση, Rousseau: Ένα είδος βούλησης, που εκφράζεται µεµονωµένα από τον
καθένα και την καθεµία για τη σύσταση µιας κοινωνίας, η οποία όµως δεν συµπίπτει µια
ατοµικιστική έκφραση εγωιστικών τάσεων και προδιαθέσεων. Επίσης, η γενική βούληση δεν
αποτελεί ούτε ένα συµβατικό άθροισµα µεµονωµένων ατοµικών βουλήσεων, αλλά η οντότητα
εκείνη µε βάση την οποία οι άνθρωποι συµφωνούν να εγκαθιδρύσουν µια κοινωνία (βλ.
κοινωνικό συµβόλαιο, Rousseau), και γίνονται πολίτες. Εφόσον αυτή είναι µια εγγενής ιδιότητα
των ανθρώπων ως πολιτών και είναι µοναδική -σε αντίθεση µε τις υπόλοιπες, η υπακοή σ'
αυτήν (ακόµα και σε αντίθεση µε τις ατοµικές βουλήσεις) είναι αδιαπραγµάτευτη.
Β. Κ.

γλωσσικά παίγνια, Wittgenstein: H επισήµανση ότι οι εκφάνσεις της ίδιας έκφρασης ή


πρότασης σε διαφορετικά συµφραζόµενα (κατάφαση, ερώτηση, θαυµασµός, απαγγελία κτλ.) δεν
αποτελούν ένα επιπρόσθετο στοιχείο του νοήµατος της έκφρασης, αλλά το ίδιο το νόηµα της
έκφρασης, διατυπωµένο µέσω από τις διαφορετικές γλωσσικές καταστάσεις ή παίγνια. Ο
συγκεκριµένος όρος έχει και την επιπλέον λειτουργία: κανένα παιχνίδι, σύµφωνα µε τον
Wittgenstein, δεν έχει συγκεκριµένα στοιχεία που να καθορίζουν την ουσία του (υπάρχουν
παιχνίδια µε έναν ή δύο παίχτες, µπορούν να γίνονται για χρήµατα ή όχι, τύχης ή στρατηγικής,
µε τέλος ή ατέρµονα). Με τον ίδιο τρόπο, καµία γλωσσική έκφραση δεν έχει ένα και µοναδικό
νόηµα σε όλες τις καταστάσεις. Υπάρχουν µόνο οικογενειακές οµοιότητες, έτσι ώστε µια
κατάφαση να µοιάζει περισσότερο µε µια απαγγελία παρά µε µια ερώτηση, δηλαδή
συγκεκριµένες καταστάσεις, και όχι αναγκαίες και επαρκείς συνθήκες. Μ' αυτόν τον τρόπο, η
λέξη 'ταύρος' σηµαίνει αυτό που κάθε φορά δηλώνεται από το συγκεκριµένο γλωσσικό παίγνιο
στο οποίο εντάσσεται, και όχι αποκλειστικά το συγκεκριµένο ζώο ούτε έναν ορµητικό άνθρωπο.
Η χρήση της γλώσσας ορίζει και το νόηµά της.
B. K.

γνώση και γνώµη, Πλάτων: Ο Πλάτων θεωρεί ότι η γνωσιολογική κατάσταση του ατόµου έχει
τρεις φάσεις. Πρώτον υπάρχει η κατώτερη, η απλή γνώµη (δόξα).Το άτοµο που έχει απλή
γνώµη, πιστεύει ότι η γνώµη του είναι ορθή αλλά δε µπορεί να είναι βέβαιος (µικρή
γνωσιολογική αξία). Ακολουθεί η ορθή γνώµη (αληθής δόξα). Η ορθή γνώµη διαφέρει από την
απλή γνώµη επειδή δείχνει κάποια ψυχολογική ένδειξη στον κάτοχό της ότι είναι αληθής (µε

22
βάση τη θεωρία της ανάµνησης, βλ. ανάµνηση, Πλάτων). Η ορθή γνώµη για να αποτελέσει
γνώση (επιστήµη), ωστόσο, θα πρέπει να χρησιµοποιήσει µια µέθοδο απόδειξης, έτσι ώστε το
υποκείµενο σε κάθε στιγµή θα µπορεί να εξηγήσει την αλήθεια της πρότασης που υποστηρίζει.
Μ.Ε.

cogito & στάδια αµφιβολίας, Descartes: Η θετική κατάληξη της αµφιβολίας για τη γνώση και
την ύπαρξη ύστερα από µια ανοδική σε δυσκολία σειρά αµφιβολιών. Πιο συγκεκριµένα, ο
Descartes αναπτύσσει πρώτα το γνωστό από την αρχαιότητα επιχείρηµα ότι πιθανόν οι
αισθήσεις να µας εξαπατούν (π.χ. το φαινόµενο του αντικατοπτρισµού, το αίσθηµα της
θερµότητας που µπορεί να διαφέρει ανάλογα µε τη διαφορετική κατάσταση του σώµατος στον
ίδιο άνθρωπο κτλ.). Οι αισθήσεις τίθενται υπό αµφισβήτηση, χωρίς αυτό να σηµαίνει ότι θεωρεί
πως πάντοτε οι αισθήσεις µας εξαπατούν. Αυτό συµβαίνει στο δεύτερο στάδιο της αµφιβολίας,
όπου η εξωτερική πραγµατικότητα µπορεί να περιγραφεί µε τον ίδιο ακριβώς τρόπο και στα
όνειρα, χωρίς κριτήριο διαχωρισµού του ενός από το άλλο. Ακόµη κι εκεί, ωστόσο, οι
µαθηµατικές αλήθειες (2+3=5) διατηρούν την ισχύ τους, ανεξάρτητα από την κατάσταση στην
οποία βρίσκεται το υποκείµενο.
Τότε ακριβώς ο Descartes εισάγει το τρίτο στάδιο της αµφιβολίας. ∆εν µπορεί να αποκλειστεί η
περίπτωση ενός κακού δαίµονα, που µηχανορραφεί εναντίον του ανθρώπινου γένους και έχει
δοµήσει ολόκληρη την πραγµατικότητα του υποκειµένου και τον κόσµο του, τέτοιο ώστε να
βρίσκεται συστηµατικά σε πλάνη, ακόµη και για τις βέβαιες, λογικές αλήθειες. Ο Descartes
αναλαµβάνει να αντιµετωπίσει την ασυνήθιστη αλλά όχι αδύνατη υπόθεση µε το υπέρµετρα
γνωστό cogito, ergo sum. Όσο κι αν προσπαθεί να εξαπατήσει ο κακός δαίµων, ένα είναι
βέβαιο: από το γεγονός ότι αµφιβάλλω για τα πάντα, σηµαίνει ότι σκέπτοµαι, και από το γεγονός
ότι σκέπτοµαι προκύπτει ότι υπάρχει ένα ον, ο εαυτός µου.
Παρότι η πρόταση έχει τη µορφή συλλογισµού, ο φιλόσοφος διευκρινίζει ότι δεν υπάρχει
µια αποδεικτική διαδικασία, αλλά µια ενορατική σύλληψη, η οποία εντυπώνεται στο νου ως
καθαρή και σαφής αλήθεια (βλ. ενόραση - απαγωγή, Descartes). Επιπλέον, η προσωπική
ύπαρξη δεν είναι ο ανθρώπινος οργανισµός στο σύνολό του, αλλά ένα σκεπτόµενο ον, που
υπάρχει µόνο όσο σκέπτεται, χωρίς να γνωρίζει αν έχει σώµα ή όχι. Η απόδειξη της ύπαρξης
σώµατος αλλά και του εξωτερικού κόσµου (χωρίς ωστόσο την πλήρη αποκατάσταση όλων των
ιδιοτήτων των πραγµάτων αυτού του κόσµου) προέρχεται από την απόδειξη της ύπαρξης ενός
καλοκάγαθου Θεού, ο οποίος δεν εξαπατά συστηµατικά το υποκείµενο (βλ. Θεός, Descartes).
Β. Κ.

23
διαλεκτική, Hegel: Παρότι το κοινό σηµείο µε τον Σωκράτη είναι η αναζήτηση της αλήθειας (βλ.
έλεγχος, Σωκράτης), ο Hegel θεωρεί ότι η διαλεκτική µέθοδος εµπεριέχει όχι τον διάλογο αλλά
την αντιπαράθεση των εννοιών µέσω της αντίφασης. Παρότι η λογική σκέψη είναι αυτή που δεν
επιδέχεται αντιφάσεις, ο Hegel επιµένει ότι µια αφηρηµένη θέση ακριβώς επειδή είναι
αφηρηµένη δεν µπορεί να προσδιορίσει ένα συγκεκριµένο πράγµα σε αντίθεση µε ένα άλλο.
Αυτή η 'αντίφαση' παράγει µια αντίθετη θέση, πλήρως προσδιορισµένη και εξατοµικευµένη - η
οποία ωστόσο είναι από την άλλη πλευρά µη γενικευµένη. Μια δεύτερη αντίφαση δηµιουργείται
και µια νέα θέση (η αντίθεση της αντίθεσης ή σύνθεση), η οποία δίνει την καθολική αλήθεια, και
µια απόλυτη, λογική σύνθεση που περιλαµβάνει τόσο το γενικό όσο και το συγκεκριµένο. Οι
αφηρηµένοι ηθικοί κανόνες των Στωικών στην ιστορία της φιλοσοφίας αντιφάσκουν µε την
ατοµική ηθική του Rousseau, που προκρίνει την έννοια της ηθικής συνείδησης. Και τα δύο,
ωστόσο, οφείλουν να δώσουν τη θέση τους στην έννοια του ορθού µέσα σε µια κοινωνία που
περιλαµβάνει τα άτοµα, αλλά όχι σε αποµόνωση το ένα από το άλλο, και από την άλλη δεν έχει
αφηρηµένα ηθικά παραγγέλµατα.
Β. Κ.

δίκαιο, Hegel: Tο δίκαιο για τον Hegel έχει άµεση συνάφεια µε την ιστορικότητα των ανθρώπων
και των κοινωνιών, χωρίς αυτό να µετατρέπεται σε έναν απλό ιστορισµό (βλ. ιστορία και
ιστορισµός, Hegel). Σύµφωνα µε τη διαλεκτική µέθοδό του ο Hegel (βλ. διαλεκτική, Hegel)
αναφέρεται στο αφηρηµένο δίκαιο (θέση), µέσω του οποίου τα άτοµα -προσωπικότητες
παραχωρούν το ένα στο άλλο τον απαιτούµενο από την ελευθερία χώρο για δράση, γεγονός το
οποίο ωστόσο έρχεται σε σύγκρουση µε τα δεσµά της υποχρέωσης που µας χωρίζουν σε
κοινότητες και οµάδες (αντικειµενικό δίκαιο - αντίθεση). Αυτή η σύγκρουση µπορεί να λυθεί µόνο
στην ανώτερη σφαίρα της πόλεως (σύνθεση). Σ' αυτήν την περίπτωση, τα υποκείµενα
αναγνωρίζουν τις ηθικές επιταγές όχι ως εξωτερικές (και εποµένως καταναγκαστικές), αλλά ως
µια σχέση ταύτισης µε τις δικές τους επιλογές.
Αυτή η τελευταία σφαίρα του "ηθικού βίου" έχει επίσης την δική της εσωτερική διαλεκτική δοµή.
Η κοινωνία ξεκινά µε σχέσεις συγγένειας όπου οι υποχρεώσεις απορρέουν από την υπακοή και
το σεβασµό. Όµως το πνεύµα, πασχίζοντας να πραγµατώσει τις δυνατότητές του ως ατοµική
βούληση, σπάει τα οικογενειακά δεσµά ακολουθώντας το δρόµο του στην πολιτική κοινωνία, και
την συµφωνία των ατόµων βάσει του κοινωνικού συµβολαίου (βλ. κοινωνικό συµβόλαιο, Locke).
Ωστόσο, η δεύτερη αποτελεί περισσότερο µια ευκαιριακή συνένωση εξατοµικευµένων
βουλήσεων και τα προβλήµατα που δηµιουργούνται ξεπερνώνται µόνο µέσα από τη σύνθεση
του ατοµικού (οικογένεια) στο καθολικό (κοινωνία) στην υπέρβαση του κράτους, η ατοµική

24
βούληση του οποίου είναι καθολικός νόµος. Οι θεσµοί του κράτους συνιστούν την τελική
πραγµάτωση της απόλυτης ιδέας (βλ. απόλυτος ιδεαλισµός, Hegel) µέσα στην ηθική σφαίρα.
Π. ∆.

διονυσιακό-απολλώνειο στοιχείο, Nietzsche: Η διάκριση που για πρώτη φορά φαίνεται να


επισηµαίνεται από τον Nietzsche στην κριτική του ανάλυση της τραγωδίας (στο έργο η Γέννηση
της τραγωδίας), χωρίς ωστόσο να περιορίζεται σ' εκείνην. Σύµφωνα µε αυτήν την διάκριση, στην
αρχαία ελληνική τραγωδία υπάρχουν τόσο το ορθολογικό στοιχείο (που εκφράζεται µε το
διαλογικό µέρος, και ονοµάζεται απολλώνειο), όσο και το οργιαστικό-µη ορθολογικό µέρος (στα
χορικά, το διονυσιακό). Αυτά τα στοιχεία εκφράζουν βασικές ανθρώπινες στάσεις ζωής,
σύµφωνα µε τον φιλόσοφο. Η µετέπειτα πορεία του Nietzsche επιδιώκει να αποκαλύψει την
κατά την γνώµη του 'υποκρισία' του πολιτισµού που έχει τονίσει τόσο το πρώτο στοιχείο εις
βάρος του δεύτερου.
Β. Κ.

διπλή αλήθεια, Αβερρόης: Η θέση του Αβερρόη (Ibn Rushd, 1126-1198) ότι η φιλοσοφία και η
θεολογία αποτελούν δύο ανεξάρτητους τρόπους γνώσης της αλήθειας και του κόσµου. Η
θεολογία απευθύνεται µε αλληγορίες σ' εκείνους που δεν έχουν διαθέσιµη τη λογική
µεθοδολογία της φιλοσοφίας. Παρότι αυτή η διδαχή είναι δυνατόν να ερµηνευτεί ως η θέση ότι
ένα πράγµα είναι αληθές βάσει δύο διαφορετικών γνωστικών οδών, η κυρίαρχη απόδοση θέτει
δύο διαφορετικά είδη αλήθειας, και εποµένως ένα πράγµα (π.χ. η ύπαρξη της τριαδικής
θεότητας) µπορεί να είναι αληθές σύµφωνα µε την θεολογική διδαχή, αλλά ψευδές σύµφωνα µε
την φιλοσοφική µεθοδολογία. Η τελευταία ερµηνεία υιοθετήθηκε από αρκετούς µεσαιωνικούς
θεολόγους και φιλοσόφους τον 13ο αιώνα, και οδήγησε σε σφοδρές αντιδράσεις και επίσηµη
καταδίκη (το 1277) αυτής της θεωρίας (βλ. επίσης φιλοσοφία και θεολογία, Ακινάτης).
Β.Κ.

δυνάµει/ενεργεία, Αριστοτέλης: Ο θεωρητικός ισχυρισµός ότι ο κόσµος είναι ένα καλά


οργανωµένο σύστηµα όπου κάθε πράγµα εξελίσσεται προς το τέλος (σκοπό) που του καθορίζει
η φύση του. Ο σκοπός καθορίζει τη µελλοντική κατάσταση (ενέργεια), η οποία προσδιορίζει τη
διαδοχική εξέλιξη της παρούσας (δυνάµει) κατάστασης. Με αυτόν τον τρόπο, ο Αριστοτέλης
ερµηνεύει το φαινόµενο της µεταβολής των πραγµάτων όχι ως καταστροφή του Α και εµφάνιση
του Β, αλλά ως εσωτερική πορεία του Α προς το Β. ∆υνάµει είναι η λανθάνουσα δυνατότητα
που έχει το ίδιο το φυσικό σώµα για την ολοκλήρωση του σκοπού της ύπαρξής του (π.χ. ένας
σπόρος είναι δυνάµει και όχι ενεργεία δέντρο). Ενεργεία είναι η κατάσταση στην οποία το

25
φυσικό σώµα έχει πραγµατώσει το σκοπό του (π.χ. ο σπόρος έγινε δέντρο). Όλα τα όντα εκτός
από τον Θεό (που είναι µόνο ενεργεία) περιλαµβάνουν το παραπάνω δίπολο.
∆. Κ.

είδη, Husserl: Τα καθολικά χαρακτηριστικά των πραγµάτων που η αποκάλυψή τους συγκροτεί
το περιεχόµενο της πρώτης αναγωγής (ειδητική αναγωγή). Αυτά τα χαρακτηριστικά δεν
συµβαδίζουν µε τα αισθητηριακά δεδοµένα, αλλά είναι ανεξάρτητα και αναγκαία. Ένα
αντικείµενο που βρίσκουµε στο δάσος έχει πολλές όψεις ανάλογα µε την οπτική γωνία, τον
φωτισµό κτλ, το είδος 'δέντρο' ωστόσο έχει καθολικά χαρακτηριστικά, τα οποία φανερώνονται σε
κάθε παρατηρητή. Η ανακάλυψη αυτή δεν γίνεται µέσω προσεκτικότερης παρατήρησης, αλλά
µέσω ενόρασης, άµεσης γνώσης (βλ. ενόραση - απαγωγή, Descartes).
Β. Κ.

ειρωνεία, Kierkegaard: Tο µέσο µε το οποίο ο ∆ανός φιλόσοφος αποπειράται να διαρρήξει τα


διάφορα παραδεδοµένα συστήµατα (και κυρίως το σύστηµα του Hegel), και να δηλώσει την
αλήθεια του υποκειµένου. Παροµοιάζει την προσπάθειά του µε την σωκρατική ειρωνεία και
έλεγχο (βλ. έλεγχος, Σωκρατικός), και τα διάφορα ψευδώνυµα που χρησιµοποιεί στα έργα του
επιτείνουν αυτήν την εντύπωση. Αυτός ο εξατοµικευµένος τρόπος επικοινωνίας είναι ταιριαστός
µε την υπόλοιπη διδασκαλία του, πρόδροµη της υπαρξιστικής προσέγγισης.
Β. Κ.

élan vital και ενόραση, Bergson: Ο πρώτος όρος µεταφράζεται ως ζωτική ορµή και δηλώνει
εκείνη την τάση για δηµιουργία (που ωστόσο η κατώτερη µορφή της είναι ήδη το ένστικτο και
υπάρχει στα ζώα), η οποία προσπαθεί να απελευθερωθεί από την κυριαρχία της ύλης. Ο
Bergson εφαρµόζει αυτήν την θέση στο µεταίχµιο µεταξύ µιας 'τυφλής' θεωρίας δαρβινικής
εξέλιξης και µιας θρησκευτικής κοσµοθεωρίας µε προκαθορισµένο τέλος, αναφερόµενος σε
'δηµιουργό εξέλιξη' χωρίς έναν τελικό σκοπό και χωρίς απουσία λόγου. Η ενόραση αφορά την
συνειδητοποίηση αυτής της ορµής, και διαφέρει από την ενόραση του 17-18ου αιώνα (βλ.
ενόραση-απαγωγή, Descartes) στο ότι προσιδιάζει περισσότερο σε µια διαισθητική αλλά
ταυτόχρονα αληθή και ανώτερη κατανόηση του κόσµου. Ασφαλές παράδειγµα αυτής της
ενόρασης (και της έκφρασης της élan vital) αποτελούν οι άγιοι και οι µυστικιστές.
Β. Κ.

έλεγχος, Σωκρατικός: Η µέθοδος εκείνη µε την οποία ο Σωκράτης αποδεικνύει στην πράξη ότι
η υποτιθέµενη γνώση των συνοµιλητών του είναι µόνο κατ' όνοµα γνώση. Οι διαρκείς ερωτήσεις
26
για την φύση των πραγµάτων στους πλατωνικούς διαλόγους οδηγούν σε προοδευτική αµηχανία
τους συχνά πεπαιδευµένους συνοµιλητές του. Και παρότι αυτό φαίνεται ως υποκριτική
προσπάθεια ανάδειξης της δικής του άποψης, ο συνδυασµός µε την επίµονη θέση ότι δεν
γνωρίζει τίποτε του ίδιου, οδηγεί στην απορία, στην µη εύρεση αληθειών, που να ικανοποιούν τα
ερωτήµατα που κάθε φορά τίθενται. Ωστόσο, ο Σωκράτης απαντούσε στους σοφιστές της
εποχής του, οι οποίοι από τη µία πλευρά υπόσχονταν ότι µπορούν να διδάξουν την κάθε λογής
αρετή, και από την άλλη ελαχιστοποιούσαν την αξία της θεωρητικής γνώσης σχετικοποιώντας
την, εφόσον η πρακτική διδαχή επιχειρηµάτων για το δικαστήριο ή την αγορά δεν απέκλειε τη
διδαχή αντίθετων επιχειρηµάτων. Σε αντίθετη θέση ο Σωκράτης, παρότι συµφωνεί σχετικά µε
την αδυναµία γνώσης, πιστεύει ότι αυτή παρεισφρύει ακόµη και σε µια πρακτική αντιµετώπιση
ζητηµάτων όπως π.χ σε ποια περίπτωση µπορεί κανείς να θεωρηθεί ευσεβής (στον διάλογο
Ευθύφρων), ανδρείος (στον διάλογος Λάχης) ή γενικά ενάρετος (Μένων).
Β. Κ.

ελευθερία και αυτονοµία, Kant: Η αυτονοµία είναι η δυνατότητα του υποκειµένου να καθορίσει
τους δικούς του νόµους, και να αυτοδεσµευτεί σε µια ηθική στάση, χωρίς την µεσολάβηση
κοινωνικών ή θρησκευτικών συµβάσεων. Σύµφωνα µε τον Kant, αυτό συµβαίνει όταν τα
υποκείµενα συνειδητοποιήσουν ότι αποτελούν οντότητες µε συγκεκριµένο τέλος, και όχι µέσα
ενός άλλου αιτιακού σκοπού. Η αυτονοµία αιτιολογεί και την επίκληση της κατηγορικής
προσταγής (βλ. κατηγορική προσταγή, Kant), ωστόσο φαίνεται να υπάρχει µια δυσαρµονία
ανάµεσα στην ελευθερία που προϋποθέτει η αυτονοµία (απουσία κάθε αιτιακού καθορισµού) και
στον αγνωστικισµό σχετικά µε την έννοια της ελεύθερης βούλησης που εκφράζεται στην Κριτική
του Καθαρού Λόγου. Ο Kant θεωρεί ότι ακόµη κι αν αποτυγχάνει ως θεωρητική απόδειξη,
ωστόσο είναι πρακτικό αίτηµα η απόδοση της ελευθερίας της βούλησης στα άτοµα, για να
διασφαλιστεί το έλλογο του ανθρώπινου υποκειµένου.
Β. Κ.

ελευθερία βούλησης, Ακινάτης (liberum arbitrium). Εφόσον σύµφωνα µε τον Ακινάτη, αποτελεί
φυσική (και εποµένως αδιατάρακτη) τάση του ανθρώπου η επίτευξη της ευδαιµονίας, η
ελευθερία της βούλησης έγκειται στην ελευθερία επιλογής όχι του σκοπού (ο οποίος είναι
δεδοµένος), αλλά των µέσων που απαιτούνται για την επίτευξή. Ο άνθρωπος σε αντίθεση µε τα
ζώα που καθοδηγούνται από το ένστικτό τους, έχει την κριτική ικανότητα να επιλέξει ελεύθερα τα
µέσα που θεωρεί πιο σωστά για την επιτυχή έκβαση του σκοπού. Το παραπάνω προϋποθέτει
τη γνώση του καλού ως τελικού σκοπού από το ίδιο το υποκείµενο, και καθιστά την πράξη
αντίθετη µε τη βούληση ως γνωστική ανεπάρκεια (βλ. αρετή, Σωκράτης). Ο σκοπός της

27
ανθρώπινης πορείας, το καλό, είναι εκείνο που θα πρέπει να το αναζητά ο άνθρωπος κοντά στο
Θεό, ενώ τα µέσα γι' αυτό επαφίενται στο ίδιο το υποκείµενο.
Α. Η.

ελευθερία βούλησης, Occam: Σε αντιστοιχία µε τον Ακινάτη (βλ. ελευθερία βούλησης,


Ακινάτης), και ο Occam θεωρεί ότι υπάρχει ένας φυσικός, τελικός σκοπός για νοήµονα όντα,
όπως ο άνθρωπος. Τα υποκείµενα δεν επιλέγουν το σκοπό, επιλέγουν τα µέσα. Ωστόσο,
σύµφωνα µε τον Occam, οι άνθρωποι έχουν επιπλέον τη δυνατότητα να επιθυµήσουν ή όχι να
ακολουθήσουν τον προδιαγεγραµµένο σκοπό, και να πράξουν (ή να µην πράξουν) ανάλογα. Τα
υποκείµενα είναι ηθικώς υπόλογα, ακριβώς επειδή έχουν αυτήν την δυνατότητα, ακόµη και να
επιλέξουν το κακό ως κακό καθεαυτό σε αντίθεση µε τον κύριο σκοπό τους (και όχι µόνο ως
µέσο για κάτι καλό).
Β.Κ.

ελευθερία βούλησης, Leibniz: Αν ο Θεός έχει προεγκαταστήσει ένα σύστηµα αρµονίας, τότε
εγείρεται το ερώτηµα της ελεύθερης βούλησης για όλες τις νοητικές οντότητες. Ο Leibniz
αποπειράται να το επιλύσει µε την εισαγωγή της έννοιας της συν-δυνατότητας στη λογική και τη
µεταφυσική: ένα πράγµα Α είναι δυνατό να υπάρξει µαζί µε ένα πράγµα Β (συνδυνατό µε το Β),
αλλά επίσης είναι συνδυνατό και µε ένα άλλο Γ. Εποµένως, ως προς τον Θεό ως νοητικό ον, ο
Θεός επιλέγει από αυτές τις συνδυνατότητες την καλύτερη (κι άρα έχει ελεύθερη βούληση),
αφού επιλέγει ανάµεσα σε συνδυνατότητες. ∆εύτερον, οι άνθρωποι επιλέγουν ελεύθερα τις
πράξεις τους, αφού ενώ αυτό που θα επιλέξουν είναι βέβαιο, δεν είναι λογική αλήθεια, αλλά το
επιλέγουν για έναν αποχρώντα λόγο, κι εποµένως δεν είναι αναγκαίο (βλ a priori/a posteriori,
Leibniz). Με παρόµοιο τρόπο ο Leibniz προσπαθεί να επιλύσει το πρόβληµα του κακού σε έναν
κόσµο αρµονίας. Η ύπαρξη του κακού συνδυάζεται ως δυνατότητα µε την ύπαρξη της ελεύθερης
βούλησης, η οποία είναι αρκετά καλύτερη από το συνδυασµό έλλειψης βούλησης και πλήρους
καλού, ή από συνδυασµό ελεύθερης βούλησης και πλήρους κακού.
Β. Κ.

εµπειρισµός, 17ος-18ος αιώνας: Η θέση ότι η προέλευση, η έκταση και η δικαιολόγηση της
γνώσης οφείλεται κατά κύριο λόγο στην εµπειρία. Χωρίς να παραγνωρίζεται η συµβολή του
λόγου (είτε µε την έννοια της αποδεικτικής διαδικασίας είτε µε την υφή της συσχέτισης των
µεµονωµένων ιδεών του νου), η εµπειρία υπερισχύει των τυχόν έµφυτων ιδεών, της γνώσης
πέρα από τα όριά της (παρότι δεν φαίνεται να υπερισχύει αλλά περισσότερο να περιλαµβάνει
και την αποδεικτική διαδικασία). Με τον όρο 'εµπειρία' δεν νοείται µόνο η αισθητηριακή

28
αντίληψη (οι 5 αισθήσεις), αλλά και η 'εσωτερική εµπειρία', ο αναλογισµός ή αναστοχασµός
(reflection) πάνω σ' αυτά τα αισθητηριακά δεδοµένα, πράγµα που περιλαµβάνει και λειτουργίες
της νόησης (σκέψη, κρίση κτλ.). Πρωτεργάτης του εµπειρισµού θεωρείται ο John Locke (1632-
1704), και στον κανόνα περιλαµβάνονται ο George Berkeley (1685-1753), και ο David Hume
(1711-1776).
Β. Κ.

έµφυτες Ιδέες, Leibniz: Ο Leibniz επιβεβαιώνει τη θεωρία των έµφυτων ιδεών, επιδιώκοντας
όµως ένα λογικό συµβιβασµό ανάµεσα στον ακραίο εµπειρισµό και στον ακραίο απριορισµό.
Εισάγει τη θεωρία του για το δυνάµει έµφυτο των ιδεών, σύµφωνα µε την οποία οι έµφυτες ιδέες
είναι αναγκαία αληθείς και εµπεριέχονται στην ψυχή, ωστόσο η αισθητηριακή διέγερση είναι
απαραίτητη για την αποκάλυψη και την επιβεβαίωσή τους (βλ. δυνάµει-ενεργεία, Αριστοτέλης).
Αυτό προϋποθέτει α) την θέση ότι οι έµφυτες ιδέες λειτουργούν ως µη συνειδητές έξεις ή
διαθέσεις β) η συνειδητοποίηση µέσω των αισθήσεων δεν είναι γνώση µέσω των αισθήσεων
αλλά µε µια διαφορετική διεργασία της συναντίληψης ή αυτοσυνειδησίας (Apperzeption).
Η. Γ.

έµφυτες ιδέες, Locke: H κύρια απάντηση στον 17ο αιώνα στην θεωρία των έµφυτων ιδεών
προέρχεται από το έργο του John Locke, ∆οκίµιο για την Ανθρώπινη Νόηση (1690), και
αναφέρεται στο ερώτηµα για την προέλευση της ανθρώπινης γνώσης, δηλώνοντας ότι δεν
υπάρχει καµία προέλευση πέραν της εµπειρίας. Η θέση για τη γνώση είναι γνωστή ως tabula
rasa (αν και η ακριβής φράση του Locke είναι 'άσπρο χαρτί'). Η επαναστατική για την εποχή
άποψη ότι δεν υπάρχουν έµφυτες ιδέες και αλήθειες που να αποτελούνται από τέτοιες ιδέες
(όπως π.χ. η ιδέα του Θεού, οι προτάσεις της λογικής, οι ηθικές αλήθειες), αλλά ότι η νόηση
µέσω των ποικίλων τρόπων εµπειρίας αποκτά σταδιακά αυτές τις ιδέες, διατυπώθηκε µέσα σ'
ένα θρησκευτικό περιβάλλον που υποδήλωνε ότι η ύπαρξη έµφυτων ιδεών ήταν σηµάδι της
παρουσίας του Θεού στον άνθρωπο. Ο Locke, ωστόσο, επιχειρηµατολογεί εναντίον του κυρίου
επιχειρήµατος, της καθολικής συναίνεσης, που οι οπαδοί των έµφυτων ιδεών προβάλλουν (ότι
εφόσον όλοι συµφωνούν για παράδειγµα µε την αρχή της µη αντίφασης, εποµένως αυτή η αρχή
είναι και έµφυτη) και παρουσιάζει τις αδυναµίες αυτού του ισχυρισµού.
Β. Κ.

ενόραση, Spinoza: Η ανώτερη πηγή γνώσης, σύµφωνα µε τον φιλόσοφο, κατά την οποία
γίνονται γνωστές οι αιτίες των πραγµάτων και οι ιδιότητες/κατηγορήµατα του Θεού.
Αντιδιαστέλλεται (και ιεραρχείται υψηλότερα) τόσο από την γνώµη (opinio), την εµπειρική αλλά

29
συγκεχυµένη γνώση, όσο και από τον λόγο (ratio), όπου κυριαρχεί η αποδεικτική διαδικασία.
Βλ. ενόραση και απαγωγή, Descartes.
Β. Κ.

ενόραση - απαγωγή, Descartes: Η ενόραση (intuitio) και η απαγωγή (deductio) είναι δύο
πηγές βέβαιης γνώσης σύµφωνα µε τον Descartes. Το πρώτο αφορά την άµεση (χωρίς
συλλογιστική διαδικασία) κατανόηση του αντικειµένου, ενώ το δεύτερο την αποδεικτική (χωρίς
πάντα τυπικά συλλογιστική) διαδικασία. Η ενόραση συνδέεται µε σαφείς και διακριτές
παραστάσεις (ο πρώτος όρος δηλώνει την κατανόηση του περιεχοµένου της έννοιας, ο δεύτερος
τη διάκρισή του από διαφορετικές έννοιες). Οι δύο αυτές πηγές γνώσης είναι βέβαιες, ωστόσο το
πρόβληµα είναι ποιες πεποιθήσεις µπορούν να δικαιολογηθούν µε βάση την ενόραση και την
απόδειξη. Κι ενώ το δεύτερο αναφέρεται κυρίως στις µαθηµατικές αλήθειες, ο Descartes
χρησιµοποιεί την ενόραση για να δείξει την προφάνεια της ύπαρξης του σκεπτόµενου
υποκειµένου µέσω της αµφιβολίας (βλ. cogito και στάδια αµφιβολίας, Descartes). Η απόδειξη
χρησιµοποιείται για την γνώση της ύπαρξης του Θεού (βλ. Θεός, Descartes).
B. ∆.

εντυπώσεις - ιδέες, Hume: Ο Hume ονοµάζει το περιεχόµενο της εµπειρίας, όπως


καταγράφεται στο νου 'αντιλήψεις' (αισθήσεις, πεποιθήσεις, κρίσεις, αναµνήσεις κλπ.), οι οποίες
διακρίνονται σε εντυπώσεις και σε ιδέες. Εντυπώσεις είναι οι παραστάσεις οι οποίες
σχηµατίζονται στο νου απευθείας από τις αισθήσεις -χρώµατα, ήχοι κτλ., αλλά και τα πάθη ή τα
συναισθήµατα που προκαλούν οι αισθήσεις. Ιδέες είναι το περιεχόµενο της εµπειρίας που
οφείλεται στον αναστοχασµό (ή αναλογισµό, 'reflection') των εντυπώσεων, και περιλαµβάνουν
τον συλλογισµό, τη µνήµη ή τη φαντασία. Οι ιδέες είναι οι αµυδρές ή λιγότερο ζωηρές εικόνες
που αφήνουν στο νου οι εντυπώσεις, καθώς η ουσιαστική διαφορά των δύο έγκειται στον βαθµό
ζωντάνιας ή ζωηρότητας.
Εφόσον η ιδέα είναι προϊόν ή αντίγραφο της εντύπωσης, όλες οι αντιλήψεις είναι διττές. Για κάθε
εντύπωση υπάρχει πάντα µία παρόµοια ιδέα, ενώ το αντίστροφο αποτελεί µέτρο του νοήµατος
για τον Hume. Αν µια ιδέα δεν έχει αντίστοιχη εντύπωση, τότε αυτή η ιδέα δεν έχει και νόηµα. Με
αυτόν τον τρόπο, ο Hume προσπαθεί να εξοβελίσει τις ακατάληπτες εκφράσεις από τη γλώσσα.
Ένας φιλοσοφικός όρος π.χ. ή µία ιδέα γενικότερα, για να ελεγχθεί αν έχει νόηµα, πρέπει να
ερευνηθεί από ποια εντύπωση προήλθε. Εποµένως, ακόµα και το νόηµα των λέξεων της
γλώσσας εξαρτάται από τη σχέση που έχουν µε τις εντυπώσεις και τις ιδέες.
Ωστόσο, µπορούµε να φανταστούµε µία πόλη (π.χ. Τύνιδα) που ποτέ δεν έχουµε επισκεφθεί, κι
ο Hume απαντά µε τον διαχωρισµό των απλών και σύνθετων εντυπώσεων και ιδεών. Για να

30
ελεγχθεί εάν µία σύνθετη ιδέα είναι ορθή, ο Hume προτείνει την ανάλυσή της και την αναγωγή
της σε απλές ιδέες, οι οποίες οφείλουν να έχουν ανταπόκριση σε εµπειρικές εντυπώσεις. Έτσι
και η ιδέα της προηγούµενης πόλης εδράζεται σε γνωστά από την εµπειρία κτήρια, περιοχές,
ανθρώπους που όλα µαζί συνθέτουν την ιδέα της πόλης Τύνιδας.
E. Ζ.

εποχή, Husserl: ∆άνειο από τους αρχαίους σκεπτικούς, ο όρος 'εποχή' στην φιλοσοφία του
Husserl αναφέρεται στην αναστολή των κρίσεων σχετικά µε την ύπαρξη και την ουσία του
εξωτερικού κόσµου εκ µέρους του υποκειµένου. Θεωρώντας ως πρώτιστο µέληµα της
φιλοσοφίας την αναζήτηση του 'πράγµατος καθ' εαυτό' στα φαινόµενα (βλ. φαινοµενολογία,
Husserl), ο Γερµανός φιλόσοφος θεωρεί ότι ο µόνος τρόπος µε τον οποίο αυτό µπορεί να
προχωρήσει είναι να σταµατήσει η όποια θεωρία και θέση υπάρχει για τον φυσικό κόσµο. Η
εποχή αναπτύσσεται σε δύο στάδια, τα οποία συµβαδίζουν µε τα δύο είδη αναγωγής που
προκρίνει (τουλάχιστον στο άρθρο για την Εγκυκλοπαίδεια Britannica) στο δρόµο για την
φαινοµενολογία ως φιλοσοφία.
Β. Κ.

εργαλειακή ερµηνεία & λογική, Dewey: O John Dewey, στα πλαίσια του ρεύµατος του
πραγµατισµού (βλ. πραγµατισµός, Peirce), αποδέχεται ότι κάθε λογική µορφή (νόηση, θεωρία,
συνείδηση) είναι εργαλείο που συµβάλλει έτσι ώστε η κοινωνία, προς όφελός της, να επιλύει δι’
αυτού τα εκάστοτε πρακτικά προβλήµατα που ανακύπτουν στις σχέσεις της µε το φυσικό και
κοινωνικό περιβάλλον. Αυτού του είδους η προσέγγιση ανθίσταται τόσο στον εµπειρισµό όσο
και στον ορθολογισµό, που προκρίνουν την διαφοροποίηση του ανθρώπου από το φυσικό
περιβάλλον (βλ. εµπειρισµός, ορθολογισµός). Κατά τον φιλόσοφο, το ανθρώπινο υποκείµενο
έχει αδιάρρηκτο δεσµό µε την φύση όχι τόσο µέσω των αισθήσεων αλλά συνολικά µέσω των
πράξεων του υποκειµένου στον φυσικό κόσµο. Η λογική σ' αυτό το σχήµα νοείται ως µια
δραστηριότητα «καθαρής έρευνας» που δεν είναι ούτε a priori ούτε ωστόσο και απλή
επανάληψη αισθητηριακών δεδοµένων, αλλά προκύπτει ως παράγωγη της δράσης της
συνείδησης στην εµπλοκή της µε το περιβάλλον. ∆ηλαδή, είναι υπεύθυνη για τον
µετασχηµατισµό των ακαθόριστων καταστάσεων, στις οποίες κυριαρχεί η αταξία των στοιχείων,
σε καθορισµένες καταστάσεις, που δίνουν εύκολα µετρήσιµους και ελέγξιµους στόχους (αυτό
ισχύει τόσο για τις επιστήµες όσο και για την καθηµερινή ζωή). Τα σχήµατα οργάνωσης που
προτείνει η λογική για τον µετασχηµατισµό δοκιµάζονται στην πράξη, διορθώνονται εάν
χρειασθεί, και έτσι σε προοδευτική πορεία δηµιουργείται εκείνη η λειτουργική αποδοτική
ισορροπία µεταξύ της δράσης του ανθρώπου και της φύσης.

31
A. E.

ερµηνεία και φιλοσοφία της ζωής, Dilthey: Ο πρώτος όρος δηλώνει την ανυποχώρητη
στάση του φιλοσόφου στην διάσταση ανάµεσα στο υποκειµενικό στοιχείο του βιώµατος, που
αναλύεται µέσω της ερµηνείας (και των συνακόλουθων 'επιστηµών του πνεύµατος') από το
αντικειµενικό στοιχείο των αιτίων και των φυσικών επιστηµών. Ο Dilthey θεωρεί ότι η διάκριση
της ερµηνείας από την απόδειξη ενδυναµώνει την πρώτη, παρότι ο ίδιος θεωρεί ότι δεν υπάρχει
µια µοναδική ερµηνεία (των ιστορικών γεγονότων, της θρησκείας, της τέχνης κτλ.). Η ερµηνεία
από την άλλη πλευρά οδηγεί στην ανα-βίωση του αντικειµένου υπό εξέταση: όταν αυτό αφορά
ολόκληρους πολιτισµούς και κοσµοθεωρήσεις, η ίδια η µεταβαλλόµενη ζωή τίθεται στο
προσκήνιο. Η έννοια της ερµηνείας δηµιούργησε χωριστή φιλοσοφική σχολή τον 20ο αιώνα.
Β. Κ.

έρωτας, πλατωνικός: Το βέβαιο είναι ότι η ουσία του δεν συνίσταται σε µια άρνηση της
ερωτικής σωµατικής επαφής, και ότι δεν περιορίζεται στο πλαίσιο δύο υποκειµένων. Εφόσον ο
έρωτας είναι δαίµων (ούτε θεός ούτε άνθρωπος, σύµφωνα µε το Συµπόσιο), οδηγεί τον
άνθρωπο και τον καθιστά να έχει µια ορθή γνώµη, όχι όµως τη γνώση. Μερικές φορές ο Πλάτων
φαίνεται να θεωρεί την ερωτική σχέση µεταξύ δύο ανθρώπων πρόκριµα για την σχέση
επιθυµίας µε την οµορφιά των ανθρώπων, την οµορφιά της νόησης, των επιστηµών, της
φιλοσοφίας, και τέλος, του ίδιου του ωραίου. Άλλοτε (στον Φαίδρο), η ερωτική σχέση αντανακλά
µε αδυναµία το πραγµατικά ωραίο, σαν µόνο ένα αµυδρό απείκασµα του ωραίου. Και στις δύο
περιπτώσεις, ο Πλάτων προσπαθεί να συνδέσει το ωραίο µε τη γενικότερη θεωρία των ιδεών
(βλ. ιδέες, θεωρία των [Πλάτων]). Ο έρωτας αποτελεί ένα µέσο της ψυχής (βλ. ψυχή, Πλάτων)
για να προσεγγίσει τον κόσµο των ιδεών, και το ωραίο ένα άλλο όνοµα για το αγαθό. Τα άσχηµα
πράγµατα του έρωτα αποδίδονται όχι στις ιδέες, αλλά στο δέσιµο της ψυχής µε τις σωµατικές
επιθυµίες (η αλληγορία των δύο αλόγων και του ηνιόχου στον Φαίδρο είναι χαρακτηριστική). Η
πορεία προς το ωραίο παραλληλίζεται µε την πορεία προς τη γνώση, και ο φιλόσοφος αποτελεί
κάποτε ένα άλλο όνοµα για τον εραστή.
Β. Κ.

ευδαιµονία, Αριστοτέλης: Εκφράζει όχι µία κατάσταση, αλλά µια δραστηριότητα και την
επιδίωξη ενός τέλους από την πλευρά του υποκειµένου, όχι ως µέσο για άλλο σκοπό αλλά µόνο
για το ίδιο, και κρίνεται σύµφωνα µε την συνεχή πράξη (και όχι µόνο τις προθέσεις). Αυτό το
αύταρκες τέλος, ωστόσο, στην ουσία ισούται µε την πράξη σύµφωνη µε έναν ηθικό χαρακτήρα.
Η ευδαιµονία κρίνεται µε βάση την ολότητα του βίου υπό την έννοια ότι πρέπει να αντιµετωπίζει

32
την ηθική ποιότητα του υποκειµένου στην προοπτική της διάρκειας. Σύµφωνα µε τον
Αριστοτέλη, αυτό διευθύνεται από το ανώτερο µέρος της ανθρώπινης ψυχής, τον λόγο (βλ.
ψυχή, Αριστοτέλης).
Ι. Γ.

ευδαιµονία, Σωκράτης: Ο στόχος κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας, τόσο για τον Σωκράτη
όσο και για τους περισσότερους αρχαίους έλληνες φιλοσόφους. Επίσης κοινό σηµείο είναι η
παρουσία της ηθικής ως πρωταρχικό στοιχείο των σκέψεων και πράξεων του υποκειµένου.
Σηµειώνεται ότι η ηθική στην αρχαιότητα αποτελούσε µια έννοια πιο ευρεία σε σχέση µε τη
σηµερινή της σηµασία, περιλαµβάνοντας ένα σύνολο αρετών που έπρεπε να διέπουν την
δηµόσια και ιδιωτική ζωή, ώστε η τελευταία να στοχεύει στην ευδαιµονία. Η καινοτοµία του
Σωκράτη έγκειται στην απαίτησή του για τον αναγκαίο ρόλο της γνώσης σε µια τέτοια ηθική
συµπεριφορά, και ότι η αδυναµία άσκησης της αρετής (και κατά συνέπεια την κατάκτηση της
ευδαιµονίας) οφείλεται στην άγνοια και όχι σε µία αδυναµία επιβολής του ορθού (βλ. αρετή,
Σωκράτης).
Α. Κ.

ηθική θεωρία, Spinoza: H ηθική θεωρία του Spinoza συνδέεται τόσο µε την ψυχολογία όσο και
µε τη γνωσιοθεωρία του. Ως προς το δεύτερο, οι ηθικές αξίες επιτυγχάνονται µέσω της
ενορατικής γνώσης (βλ. ενόραση, Spinoza). Τα πάθη και οι επιθυµίες δεσµεύουν την ανθρώπινη
φύση, καθώς την οδηγούν να επικεντρωθεί σε εξωτερικούς παράγοντες, ενώ η αληθινή ευτυχία
και ευηµερία προέρχεται από την εσωτερικότητα και γνώση µέσω της ενόρασης της ίδιας µας
της φύσης. Ως προς το δεύτερο, ο Spinoza παρατηρεί ότι το ανθρώπινο υποκείµενο έχει µια
δύναµη αυτοσυντήρησης (λατινικά conatus), στην οποία υπερτίθενται πράξεις που οδηγούν
προς αυτόν τον σκοπό, και παθήµατα που αποτρέπουν από αυτόν. Τα τελευταία (που
δηλώνουν τα συναισθήµατα και το εξωτερικό αίτιο µεταβολής) οφείλουν να περιοριστούν χωρίς
να εκµηδενιστούν. Παρότι η φύση λειτουργεί σύµφωνα µε την αναγκαιότητα, η ελευθερία της
βούλησης είναι ο αυτοκαθορισµός των αναγκαίων για το καλό του υποκειµένου, και ο Spinoza
βασίζεται στην γνώση και την ενόραση για την επίτευξη αυτού του στόχου.
Γ. ∆.

ηθική και θρησκεία, Kant: Η ύπαρξη του Θεού και η αθανασία της ψυχής για τον Kant δεν
αποδεικνύονται θεωρητικά, ωστόσο αποτελούν 'αιτήµατα' του πρακτικού λόγου. Πρόκειται για
προϋποθέσεις στις οποίες στηρίζεται ολόκληρο το ηθικό οικοδόµηµα, και παρότι η ηθική δεν
θεµελιώνεται µε βάση αυτές, ωστόσο είναι αδιανόητο έλλογα υποκείµενα να δεχθούν µια

33
διαφορετική ηθική χωρίς Θεό (βλ. ωστόσο ηθική και θρησκεία, Nietzsche). O Kant είναι σαφής
ότι η θρησκευτική πίστη δεν αποτελεί θέµα εµπειρίας, αλλά βρίσκεται στα όρια του καθαρού
λόγου, και ως υπερβατολογική προκείµενη θα πρέπει να αντιµετωπίζεται (σε αντίθεση µε τη
θεωρία των υπαρχουσών θρησκειών).
Β. Κ.

ηθική και θρησκεία, Nietzsche: ∆ύο όροι ασύµβατοι για τον Γερµανό φιλόσοφο, που επιδιώκει
την αναµόρφωση της ηθικής (πέρα από το 'καλό' και το 'κακό'), σε αντίθεση κυρίως µε τον
χριστιανισµό, αλλά και άλλες θρησκείες της 'παραίτησης' (π.χ. βουδισµός). Η ένσταση του
Nietzsche δεν διαγράφεται τόσο στις συνήθεις πρακτικές των θρησκειών, όσο στο ίδιο το
περιεχόµενό τους, δηλαδή την παραίτηση από τις φυσικές ικανότητες και διαθέσεις -ακριβώς η
αντίθετη θεώρηση από εκείνη του ίδιου. Η έννοια της βούλησης για δύναµη που αναπτύσσει ο
Nietzsche δεν έχει (και δεν οφείλει να έχει) χώρο για αλληλεγγύη, βοήθεια, εφόσον το πρώτο
ηθικό καθήκον του ανθρώπου είναι απέναντι στον ίδιο τον εαυτό του και την ικανότητά του να
επικρατήσει (χωρίς αυτό να δηλώνει επιστροφή στο νόµο των σπηλαίων). Σ' αυτό συµβάλλει και
η σιβυλλική δήλωση περί του 'θανάτου του Θεού', αλλά και η προσπάθειά του για την
αντικατάστασή του µε τον 'Υπεράνθρωπο', ένας όρος που ερµηνεύτηκε ποικιλοτρόπως στο
πλαίσιο των εθνικοσοσιαλιστικών καθεστώτων.
Β. Κ.

θάνατος, Heidegger: Η συνειδητοποίηση του θανάτου ως 'δικού µου' θανάτου και όχι ως
γεγονότος παύσης της ζωής αποτελεί ένα κεντρικό σηµείο της σκέψης του Heidegger.
∆ιαφορετικά, η συνειδητοποίηση ότι το υπαρκτικό υποκείµενο περιβάλλεται από το µηδέν δίνει
από την µία πλευρά µια ορµή για ζωή και αυθεντικότητα στο υποκείµενο, και από την άλλη τον
τρόµο και την αγωνία που γεννά αυτή η κατάσταση (βλ. φόβος και τρόµος, Kierkegaard). Tο
υποκείµενο αρκετές φορές επιδιώκει να αποκρύψει αυτήν την αλήθεια, ωστόσο είναι η µοναδική
στιγµή που αναγνωρίζει το ίδιο την αυθεντικότητα και την µοναδικότητά του (βλ. υπαρξισµός,
Sartre).
Β. Κ.

Θεός, Descartes: Η έννοια του Θεού στο σύστηµα του Descartes λειτουργεί τόσο ως στήριγµα
για την απόδειξη της υπόλοιπης συλλογιστικής του σκέψης για την ύπαρξη του εξωτερικού προς
εκείνον κόσµου, όσο και ως αυτόνοµο ερώτηµα προς απόδειξη. Το ερώτηµα είναι πώς
προκύπτει αυτή η ιδέα, εφόσον οι εντυπώσεις των αισθήσεων συνεχώς δίνουν µια ατελή,
κατακερµατισµένη ιδέα ενός κόσµου που είναι βέβαιο ότι δεν είναι τέλειος. Υπάρχουν 3

34
αποδείξεις στους Στοχασµούς. Η πρώτη αναφέρεται στην πηγή της ιδέας του Θεού που ως
τέλεια, δεν µπορεί να προέρχεται από ένα ατελές ανθρώπινο ον. ∆εύτερον, η ίδια η ύπαρξη του
σκεπτόµενου και ατελούς ανθρώπινου όντος δεν µπορεί να αναχθεί σε αυτοδηµιουργία,
εποµένως υπάρχει ένας δηµιουργός Θεός. Τρίτον, στον Πέµπτο Στοχασµό ο Descartes
αναπτύσσει το οντολογικό επιχείρηµα (βλ. οντολογικό επιχείρηµα, Άνσελµος): και µόνο η ιδέα
ενός τέλειου όντος εµπεριέχει την ύπαρξη ως µία από τις τέλειες ιδιότητες του Θεού, και ο Θεός
υπάρχει. Παρότι αυτή η απόδειξη υπόκειται σε ενστάσεις (η ύπαρξη της ιδέας οδηγεί στην ιδέα
της ύπαρξης και όχι στην ίδια την ύπαρξη), ο Descartes την υπερασπίζεται θεωρώντας ότι η
ιδέα του Θεού ως τέλειου όντος είναι µια σαφής και διακριτή ιδέα, και όλες οι σαφείς και
διακριτές ιδέες υπάρχουν (βλ. ενόραση & απαγωγή, Descartes).
Β. Κ.

Θεός, Spinoza: Η απόδειξη του Θεού στον Spinoza ακολουθεί τις οδούς της λογικής-
µαθηµατικής µεθόδου στην Ηθική (1677), ωστόσο, ο Θεός του Spinoza δεν είναι ο Θεός ούτε
της ιουδαϊκής (ήταν Εβραίος) ούτε της χριστιανικής πίστης. Ο Θεός είναι η µόνη υπόσταση που
(όπως θεωρεί ότι αποδεικνύεται από τις προκείµενες) δεν µπορεί να δηµιουργηθεί από τίποτε
άλλο, και δεν γίνεται κατανοητός από τίποτε άλλο, αλλά ωστόσο περιλαµβάνει τα πάντα στον
κόσµο. Μέσα στην φύση (κι εδώ νοείται όχι µόνο το φυσικό περιβάλλον, αλλά και τα όντα που
δρουν σ' αυτό) βρίσκεται αυτή η υπόσταση, η οποία συνεπώς -αφού δεν έχουν όλα τα φυσικά
αντικείµενα ψυχή- έχει και το κατηγόρηµα του σώµατος (κάτι που δε φαίνεται να ισχύει για τον
θεό των µονοθεϊστικών θρησκειών). Ο Spinoza έχει θεωρηθεί ο πρώτος πανθεϊστής, αφού τα
πάντα εκφράζουν µε έναν τρόπο τη θεϊκή παρουσία.
Β. Κ.

ιδεαλισµός, Berkeley: Η θεωρία ότι τα αντικείµενα του εξωτερικού στο υποκείµενο κόσµου δεν
αποτελούν τίποτε άλλο από ιδέες στο νου, και ότι δεν υπάρχει υλική πραγµατικότητα. Παρότι
φαίνεται παράδοξο, ο Berkeley εκκινεί από την προκείµενη του Locke ότι οι δευτερεύουσες
ποιότητες των πραγµάτων είναι ιδέες του νου (χρώµατα, οσµές κτλ.) [βλ. πρωτεύουσες-
δευτερεύουσες ποιότητες, Locke], προεκτείνει την άποψη αυτή και στις πρωτεύουσες ποιότητες,
και ασκεί κριτική για το ακατανόητο της ιδέας της υπόστασης (βλ. υπόσταση, Locke). Πέρα από
τις ιδέες, το µόνο που υπάρχει είναι νοητικά υποκείµενα.
Ωστόσο, οι ιδέες των µαθηµατικών π.χ. ή της ηθικής είναι γενικές έννοιες, δεν ανήκουν στην
εµπειρία. Επίσης, αν τα πάντα αποτελούνται από ιδέες στο νου, φαίνεται να εκµηδενίζεται η
διαφορά της πραγµατικότητας από την φαντασία και την χίµαιρα (όποια ιδέα έχει κάποιος, αυτή
είναι και αληθινή). Τέλος, σύµφωνα µε την θεωρία, όταν ένα νοήµον ον δεν έχει καµία ιδέα, τότε

35
παύει να υπάρχει και ο κόσµος γύρω της (π.χ. όταν κλείνει τα µάτια, παύει να υπάρχει η
αναµνηστική φωτογραφία στα 10 µέτρα). Στο πρώτο ερώτηµα, ο Berkeley απαντά µε τη θεωρία
του για τις αφηρηµένες ιδέες (βλ. αφηρηµένες ιδέες, Berkeley). Στο δεύτερο ισχυρίζεται ότι οι
ιδέες της πραγµατικότητας είναι πιο ισχυρές και συνεκτικές από εκείνες της φαντασίας. Ως προς
το τρίτο ερώτηµα, θεωρεί ότι η αναµνηστική φωτογραφία θα έπαυε να υπάρχει αν δεν υπήρχε
κανένα νοήµον ον που να την αντιλαµβάνεται. Ωστόσο, ο Θεός είναι επίσης νόηµον ον που
παρατηρεί όλα τα αντικείµενα του κόσµου. Ο Berkeley πάντοτε επέµενε ότι ο ιδεαλισµός του
είναι θέµα κοινού νου, αν µόνο τα υποκείµενα αναλογίζονταν για λίγο τα σχετικά στοιχεία.
Β. Κ.

ιδέες, θεωρία των (Πλάτων): Μια φιλοσοφική θεωρία που τα ερωτήµατά της εκκινούν από τον
Σωκράτη, ωστόσο ο Πλάτων, µαθητής και φίλος του Σωκράτη, τα απαντά και ταυτόχρονα τα
µετατοπίζει σ' ένα διαφορετικό επίπεδο. Η προσπάθεια απόρριψης από τον Πλάτωνα ενός
επαπειλούµενου γνωστικού και ηθικού σχετικισµού/σκεπτικισµού τον οδηγεί στην διαµόρφωση
της θεωρίας των ιδεών (ή ειδών, και οι δύο όροι χρησιµοποιούνται στα πλατωνικά κείµενα). Οι
ιδέες είναι τα οντολογικά (και όχι νοητικά) αντίστοιχα των γενικών γλωσσικών όρων (βλ.
ονοµατοκρατία, Occam), τέτοιες ώστε να µην ανήκουν στην αισθητή πραγµατικότητα (εφόσον
τότε δεν θα µπορούσαν να ξεφύγουν από τη µεταβλητότητα των αισθητών), αλλά και να µην
είναι τελείως αποµακρυσµένες από αυτήν (διότι τότε θα ήταν τελείως άγνωστα). Τα αισθητά
πράγµατα µετέχουν των ιδεών, και κάποτε αυτή η µετοχή στις ιδέες έχει την έννοια της κοινής
ιδιότητας που όλα τα µεµονωµένα πράγµατα κατέχουν (όλα τα συγκεκριµένα ποτάµια έχουν την
ιδέα του ποταµιού, αλλά και όλα τα σώφρονα πράγµατα την ιδέα της σωφροσύνης). Σε άλλες
στιγµές, ο Πλάτων αντιπαραθέτει τις ιδέες ως πρότυπα ή µοντέλα, των οποίων τα αισθητά
αντικείµενα µετέχουν µόνο ως ατελείς αποµιµήσεις (όπως τα διαφορετικά κρεβάτια και η ιδέα
του κρεβατιού), και η έννοια της µέθεξης διαµορφώνεται ως εκείνη της αντιγραφής. Ως προς την
γνώση αυτών των ιδεών, και αρχίζοντας από τον Μένωνα, ο Πλάτων θεωρεί ότι η εµπειρία από
µόνη της είναι ατελής για την γνώση του τέλειου αντικειµένου της γνώσης, των ιδεών.
Εποµένως, υπάρχει γνώση των ιδεών πρότερη της εµπειρίας, η οποία οδηγεί στην αθανασία
της ψυχής (βλ. ανάµνηση, Πλάτων).
Β. Κ.

ιδιωτική γλώσσα, Wittgenstein: Αποτελεί την αντίθεση σε προηγούµενες προσπάθειες


'εσωτερίκευσης' των νοηµάτων της γλώσσας σε έννοιες και σκέψεις του υποκειµένου. Ο
Wittgenstein θεωρεί ότι απόπειρες θεµελίωσης του νοήµατος της γλώσσας (και εποµένως και
της γνώσης του κόσµου µέσω της γλώσσας) π.χ. σε αισθητηριακά δεδοµένα (βλ. αισθητηριακά

36
δεδοµένα και λογικός ατοµισµός, Russell) είναι µια εσφαλµένη 'ιδιωτική γλώσσα', καθώς δεν
υπάρχει κανένα κριτήριο σ' αυτήν την περίπτωση για να ελεγχθεί το νόηµα αυτών των
δεδοµένων: όπως φαίνεται στο υποκείµενο ότι έτσι είναι τα πράγµατα, έτσι ακριβώς και είναι
(δεν υπάρχει εξωτερικός παρατηρητής για να διακριβώσει την αλήθεια και το ψεύδος). Μ' αυτόν
τον τρόπο, η πλάνη ότι υπάρχει ένα και µόνο νόηµα στο νου του υποκειµένου διαλύεται, και δεν
υπάρχει ούτε ένα και µόνο νόηµα ούτε επιπλέον στο νου του υποκειµένου, αλλά στην γλωσσική
χρήση (βλ. γλωσσικά παίγνια, Wittgenstein).
B. K.

ιστορία και ιστορισµός, Hegel: Ο ιστορισµός του Χέγκελ χαρακτηρίζεται από την κεντρική του
θέση ότι η ανθρώπινη κοινωνία και όλες οι ανθρώπινες δραστηριότητες, όπως η επιστήµη, η
φιλοσοφία ή η τέχνη, καθορίζονται από την ιστορία τους, έτσι ώστε η ουσία τους µπορεί να
αναζητηθεί µόνο µέσα από την κατανόηση της ιστορικής τους διαδροµής. Αυτό έρχεται σε
αντίθεση µε µια στενή ιστορικιστική θέση (που εκφράστηκε στην εποχή του κυρίως για το δίκαιο)
ότι η διαφορετική ιστορία διαφορετικών κοινωνιών και πολιτισµών εµποδίζει την αναζήτηση της
αλήθειας. Ο Hegel απαντά στο παραπάνω εφαρµόζοντας την διαλεκτική του (βλ. διαλεκτική,
Hegel), µέσω της θέσης-αντίθεσης-σύνθεσης. Για να κατανοήσουµε το άτοµο πρέπει να το
τοποθετήσουµε και να το µελετήσουµε µέσα σε µια κοινωνία, και για να κατανοήσουµε µια
κοινωνία πρέπει να κατανοήσουµε την ιστορία της και τις δυνάµεις που τη διαµόρφωσαν. Αυτό
δεν συµβαίνει µόνο στην ηθική και την πολιτική σκέψη, αλλά και σε όλη την πορεία του
πνεύµατος (βλ. απόλυτος ιδεαλισµός, Hegel), έως και την φιλοσοφία. Ο περίφηµος αφορισµός
του Φιλοσοφία είναι η ιστορία της Φιλοσοφίας περιγράφει τα παραπάνω µε σαφήνεια, όταν
ισχυρίζεται ότι η µεταφυσική είναι δυνατή µόνο εάν οι κεντρικές της έννοιες ερµηνεύονται µε
ιστορικούς όρους.
Κ. ∆.

κακή πίστη, Sartre: Η ψευδαίσθηση ότι η ατοµική πράξη είναι προκαθορισµένη είτε από τη
φύση είτε από το κοινωνικό περιβάλλον είτε από την λογική αδυναµία του υποκειµένου. Ο Sartre
προκρίνει την ελευθερία του υποκειµένου, θεωρώντας τέτοιου είδους δικαιολογίες για την τέλεση
ή µη µιας συγκεκριµένης πράξης ως απατηλές. Η επίκληση π.χ. των παθών απηχεί ακριβώς τον
φόβο του υποκειµένου να προχωρήσει στην επιλογή που οφείλει να κάνει, εφόσον 'είµαστε
καταδικασµένοι να είµαστε ελεύθεροι'. Η ελευθερία εδώ εκλαµβάνεται περισσότερο ως
απαλλαγή από οποιαδήποτε εξωτερική στον άνθρωπο επιβολή και συνάµα ευθύνη δράσης (η
οποία ωστόσο ούτε προέρχεται ούτε καταλήγει στον ορθολογισµό).
B. K.

37
κατανόηση, Weber: H κατανόηση (Verstehen) στον Weber υποδηλώνει εκείνη την κατάσταση,
βάση της οποίας επιχειρεί ο µελετητής να µεταφερθεί µέσα στο πλαίσιο και κάτω από τις
συνθήκες που δηµιούργησαν την συγκεκριµένη κατάσταση, σε αντίθεση µε την απλή αναζήτηση
αντικειµενικών αιτιακών νόµων (βλ. επίσης ερµηνεία και φιλοσοφία της ζωής, Dilthey). Εφόσον
τα κοινωνικά φαινόµενα δηµιουργούν ή περικλείουν πράξεις προσώπων, η µέθοδος
προσέγγισης των κοινωνικών επιστηµών οφείλει να λάβει υπόψιν το νόηµα που το κάθε
υποκείµενο ή η καθεµία οµάδα επενδύει. Το παραπάνω για να είναι έγκυρο οφείλει να δείξει ότι
το βίωµα και οι αξίες, των οποίων η κατανόηση αναζητάται, είναι καθολικά και προσβάσιµα στον
παρατηρητή.
Μ. Κ.

κατηγορίες & υπερβατολογική παραγωγή, Kant: ένα σύνολο πρωταρχικών εννοιών, που
δοµούν την εµπειρία (αισθήσεις - νόηση), χωρίς να προέρχονται από αυτήν. Η πηγή της
διάκρισης είναι η συνήθης της εποχής κατηγοριοποίηση των λογικών συλλογισµών σε
διαφορετικές κρίσεις, και ο Kant αναπτύσσει 12 κατηγορίες, ανάµεσα στις οποίες
περιλαµβάνονται η ουσία, η ενότητα, η ολότητα, η άρνηση, η αιτιότητα, η αναγκαιότητα κτλ. O
όρος αντανακλά συνειδητή επίκληση των αριστοτελικών κατηγοριών, ωστόσο η διαφορά από
τον Αριστοτέλη (βλ. ουσία & συµβεβηκός, Αριστοτέλης), πέρα από τον αριθµό των κατηγοριών,
είναι ότι ο Kant θεωρεί αυτές τις κατηγορίες όχι ουσιώδεις των πραγµάτων αυτών καθ' εαυτών,
αλλά των αναπαραστάσεων και της γνώσης µας γι' αυτά τα πράγµατα. Με αυτόν τον σοβαρό
περιορισµό, ο φιλόσοφος προχωρεί στην 'υπερβατολογική παραγωγή' (Transzendental
Deduktion) των κατηγοριών, δηλαδή το ακρότατο σηµείο στο οποίο µπορεί να στηριχθεί η
ύπαρξη αυτών των σταθερών της γνώσης. Είναι µνηµειώδεις οι δυσκολίες της ανάλυσης,
ωστόσο αυτό που φαίνεται ότι τονίζεται είναι το εξής: η οδός για την ένωση εποπτείας και
εννοιών σε µη εµπειρικό επίπεδο περνά µέσα από το ίδιο το υποκείµενο. Η αρχική σύνθεση των
ιδιοτήτων σε ένα αντικείµενο καθίσταται αναγνωρίσιµη σε διαφορετικές χρονικές στιγµές, και
αποκτά ταυτότητα ως έννοια µόνο µέσω της νοητικής πράξης 'εγώ νοώ' του υποκειµένου. Tο
συγκεκριµένο υποκείµενο δεν αποτελεί υπόσταση, αλλά υπερβατολογικό και νοούν υποκείµενο,
και ο Kant προσεγγίζει από διαφορετικό µονοπάτι τη σκέψη του Descartes (βλ. cogito και στάδια
αµφιβολίας, Descartes).
Β. Κ.

κατηγορική προσταγή, Kant: 'Να ενεργείς µε έναν τέτοιο τρόπο έτσι ώστε η βούλησή σου να
γίνει καθολικός νόµος'. H a priori αρχή µε τη µορφή προστακτικής σύµφωνα µε τον Kant

38
θεµελιώνει την ηθική συµπεριφορά, και αποτελεί περισσότερο έναν τύπο κανόνα, παρά µια
συγκεκριµένη προτροπή. Αντιδιαστέλλεται µε τη µορφή του υποθετικού λόγου: αν επιθυµείς την
ευτυχία, πρέπει να βοηθήσεις τον χ συνάνθρωπό σου ή αν η φιλανθρωπία αυξήσει το
κοινωνικό σου γόητρο, τότε πρέπει να εκτελείς παρόµοιες πράξεις. Οι παραπάνω υποθετικοί
λόγοι δεν είναι ούτε αναγκαίοι ούτε βέβαιοι, κι εποµένως δεν είναι δυνατόν να δικαιολογήσουν
την ορθή ηθικά πράξη. Στα Θεµέλια της µεταφυσικής των ηθών τίθενται παραδείγµατα όπου
αυτή η κατηγορική προσταγή γίνεται αποδεκτή, ακόµη κι όταν φαίνεται να παραβιάζεται. Κανείς
δε θα αθετούσε την υπόσχεσή του αν γνώριζε ότι αυτό θα γινόταν καθολικός νόµος, διότι τότε
κανείς πλέον δε θα δεσµευόταν για τίποτε και εποµένως δε θα υπήρχε η έννοια της υπόσχεσης
(αντίφαση). Αυτό που οι περισσότεροι ζητούν, τονίζει ο Kant, είναι όχι µια διαφορετική
προσταγή, αλλά µια εξαίρεση για τους ίδιους από την κατηγορική προσταγή που ενδόµυχα οι
ίδιοι αναγνωρίζουν. Η έννοια της κατηγορικής προσταγής ως a priori αρχής θεµελίωσης της
ηθικής συνδέεται τόσο µε την δεοντοκρατία του Kant, όσο και (αρχικά παραδόξως) µε την
ελεύθερη βούληση του υποκειµένου (βλ. ελευθερία και αυτονοµία, Kant).
Β. Κ.

κοινός νους, Moore: Η πίστη ότι προτάσεις που υποστηρίζονται σχεδόν καθολικά από τους
ανθρώπους όπως 'Γνωρίζω ότι υπάρχουν άλλοι άνθρωποι εκτός από εµένα' ή 'Αυτό εδώ είναι
ένα χέρι' (όταν αυτό είναι προτεταµένο) είναι αληθείς. Ο Moore παρότι φαίνεται να αντιτίθεται
στον σκεπτικισµό και την δυνατότητα ύπαρξης γνώσης, ωστόσο τα πυρά του στρέφονται κυρίως
ενάντια στον απόλυτο ιδεαλισµό (βλ. απόλυτος ιδεαλισµός, Hegel) και την θέση ότι µόνο το
σύνολο της πραγµατικότητας είναι αληθές και όχι επιµέρους προτάσεις. Ο G. E. Moore από την
άλλη προσπαθεί να δικαιολογήσει την σκεπτικιστική αµφισβήτηση αυτών των προτάσεων,
θεωρώντας ότι π.χ. στις προτάσεις της κατ' αίσθησιν αντίληψης αυτό που πραγµατικά γίνεται
αντιληπτό δεν είναι τα φυσικά αντικείµενα -κι εποµένως, η πλάνη των αισθήσεων δεν αφορά τις
συγκεκριµένες προτάσεις- αλλά αισθητηριακά δεδοµένα ('αντικείµενα' που αποτελούνται από
δεδοµένα των αισθήσεων) [βλ. επίσης αισθητηριακά δεδοµένα και λογικός ατοµισµός, Russell].
B. K.

κοινωνικό συµβόλαιο, Locke: Ο Άγγλος φιλόσοφος είναι οπαδός του φυσικού δικαίου, της
άποψης ότι υπάρχουν αναπαλλοτρίωτα ανθρώπινα δικαιώµατα στην φυσική κατάσταση του
ανθρώπου, τα οποία δεν προέρχονται από πολιτικές αποφάσεις (βλ. φυσικό δίκαιο, Ακινάτης,
φυσικό δίκαιο, Occam). Χωρίς ο Locke να δικαιολογεί το φυσικό δίκαιο από την θεϊκή του
προέλευση (και χωρίς από την άλλη πλευρά να το αποκλείει), διατείνεται για το φυσικό δικαίωµα
στην ζωή, την ελευθερία, αλλά και την ιδιοκτησία, και περιγράφει µια προ-πολιτική κατάσταση,

39
όπου οι άνθρωποι ζουν σύµφωνα µε τις επιταγές της λογικής. Ωστόσο, η εισαγωγή των
χρηµατικών συναλλαγών, αλλά και άλλες αιτίες (ανθρώπινες βιαιοπραγίες) αναγκάζουν την
σύσταση κοινωνιών και πολιτικής διοίκησης. Αυτό συµβαίνει είτε µε την ρητή είτε µε την άρρητη
αλλά υπονοούµενη συναίνεση όλων των µελών που θα συγκροτήσουν ένα πολιτικό σώµα, στο
οποίο θα εκχωρήσουν την διαχείριση των δικαιωµάτων τους που πριν είχαν οι ίδιοι. Αυτού του
είδους το κοινωνικό συµβόλαιο δεν είναι απαραίτητα µια ιστορική συµφωνία (αν και ο Locke
περιλαµβάνει µερικά παραδείγµατα), και δεν δηλώνει την απόλυτη υποταγή σε έναν κυρίαρχο
(βλ. πολιτική θεωρία, Hobbes). Απόδειξη για το παραπάνω είναι η επισήµανση του φιλοσόφου
για το δικαίωµα στην επανάσταση, όταν η πολιτική εξουσία καταπατεί υπέρ αυτής ακριβώς αυτά
τα δικαιώµατα που µε συναίνεση παραχώρησαν οι πολίτες για την διαχείριση και όχι την
εκµηδένισή τους.
Β. Κ.

κοινωνικό συµβόλαιο, Rousseau: Η πραγµάτευση της έννοιας του κοινωνικού συµβολαίου


από τον Rousseau περιλαµβάνει τις εξής προκείµενες:
1) Η ερµηνεία της κοινωνικής ζωής δεν µπορεί να αναζητηθεί στη φυσική κατάσταση του
ανθρώπου, εφόσον αυτή περιλαµβάνει την πλήρη ελευθερία, κάτι που δεν υπάρχει στην υπακοή
στο κράτος. Εποµένως, το κοινωνικό συµβόλαιο αποτελεί την εξήγηση αυτής της κοινωνικής
ζωής. Ο πολίτης µιας ενωµένης κοινότητας ανταλλάσσει τη φυσική ελευθερία του µε κάτι
καλύτερο, την ηθική ελευθερία.
2) Αυτή η ανταλλαγή ωστόσο δεν προϋποθέτει παραίτηση σε εξωτερική δύναµη ή αίτιο, αλλά οι
άνθρωποι υπακούουν µε βάση την γενική βούληση που υπάρχει στον καθένα ξεχωριστά για την
δηµιουργία κοινωνίας, χωριστή από την ατοµική βούληση και επίσης χωριστή από το αριθµητικό
σύνολο των ατοµικών βουλήσεων.
3) Για να έχει ένα κράτος λειτουργική γενική βούληση πρέπει να είναι αρκετά µικρό, ώστε να
έχουν όλοι τη δυνατότητα να συµµετέχουν ενεργά στη νοµοθετική διαδικασία δια των
συνελεύσεων. Ο Rousseau φαίνεται να υποστηρίζει ότι ακριβώς επειδή η γενική βούληση για τη
συγκρότηση της κοινωνίας είναι καθολική, η αντιπροσωπευτική δηµοκρατία ως εκφραστής
αυτής της βούλησης αποτελεί µια πλάνη.
Η έννοια του κοινωνικού συµβολαίου αποτέλεσε φιλοσοφικό υπόβαθρο για την Γαλλική
Επανάσταση, αλλά και κατηγορήθηκε επίσης ως φορέας ολοκληρωτισµού.
E. H.

κοµµουνισµός, Marx: Περισσότερο γνωστό ως κοινωνικοοικονοµικό σύστηµα που εκπονήθηκε


και διαµορφώθηκε από τους Marx και Engels, και επιδιώκει την κοινωνική ιδιοκτησία των

40
βασικών µέσων παραγωγής, την κατάργηση της ατοµικής ιδιοκτησίας και των κοινωνικών
τάξεων. Ωστόσο, φιλοσοφική αφετηρία είναι ενός είδους επιστροφή στην 'φυσική κατάσταση του
ανθρώπου' πριν την αλλοτρίωσή του και την αποξένωσή του από τα µέσα παραγωγής (βλ.
αλλοτρίωση, Marx). Η επιστροφή του ανθρώπου στην φύση, δηλαδή στον εαυτό του θυµίζει την
πορεία του πνεύµατος του Hegel (βλ. απόλυτος ιδεαλισµός, Hegel). Συνάφεια επίσης υπάρχει
στη µέθοδο µε την οποία ο Marx (και ο Engels) θεωρούν ότι η επικράτηση του κοµµουνισµού
είναι αναπότρεπτη, βάσει του διαλεκτικού και ιστορικού υλισµού, των νόµων της ιστορίας και της
οικονοµίας που οδηγούν µέσω των αντιφάσεων (βλ. διαλεκτική µέθοδος, Hegel).
Στον σοσιαλισµό τείνουν να εκλείψουν οι ανταγωνιστικές τάξεις, οι κοινωνικές και εργασιακές
διαφορές, αλλά και ο καταµερισµός της εργασίας. Αν ισχύσει το ρητό «Ο καθένας σύµφωνα µε
τις ικανότητές του, στον καθένα σύµφωνα µε τις ανάγκες του», τότε µε την επικράτηση του
κοµµουνισµού θα θεµελιωθεί για πρώτη φορά και ο ανθρωπισµός.
Ι. Γ.

κοπερνίκεια στροφή, Kant: Η προσπάθεια του φιλοσόφου να διασώσει την µεταφυσική


πραγµάτευση από το δίληµµα είτε του άκριτου δογµατισµού φιλοσοφικών θεωριών είτε του
σκεπτικισµού, που προκύπτει από την αδυναµία γνώσης αληθειών για τον κόσµο
αποκαθαρµένων από την εξατοµικευµένη εµπειρία. Ο Kant προτείνει την αναστροφή της
έρευνας, κατά την πρακτική του Κοπέρνικου, που µε τη θεωρία του για το ηλιοκεντρικό σύστηµα
(µε πλήρη αντιστροφή των παραδεδοµένων απόψεων) έθεσε τις ορθές βάσεις για τη µελέτη της
αστρονοµίας και των φυσικών επιστηµών. Ενός τέτοιου είδους αναστροφή επιδιώκει και ο ίδιος:
αντί να αναζητάται χωρίς επίκληση στην εµπειρία (όπως συµβαίνει στην µεταφυσική) ο γενικός
τρόπος µε τον οποίο οι νοητικές µας εντυπώσεις αντιστοιχούν στα αντικείµενα, είναι
προτιµότερο να αναζητηθεί πώς τα αντικείµενα αντιστοιχούν στις ήδη διαµορφωµένες
εντυπώσεις µας, µε άλλα λόγια τι είδους γνώση ανεξάρτητη της εµπειρίας µπορούµε να έχουµε
των αντικειµένων που παρουσιάζονται στη νόησή µας. Μια τέτοια προσέγγιση οδηγεί πρώτον
στην υπερβατολογική φιλοσοφία (βλ. υπερβατολογκή φιλοσοφία, Kant) και δεύτερον στην
διαφοροποίηση των φαινοµένων από τα νοούµενα ή τα πράγµατα καθαυτά (βλ. φαινόµενα και
νοούµενα, Kant).
Β. Κ.

κριτική δύναµη & τέχνη, Kant: Η κριτική δύναµη αντιπροσωπεύει για τον Kant την ικανότητα
να κατηγοριοποιείται από ήδη γνωστές κατηγορίες το συγκεκριµένο, αλλά και την αντίστροφη
ικανότητα µέσα από ένα συγκεκριµένο να τίθεται το καθολικό, χωρίς την επίκληση
προδιαγεγραµµένων κατηγοριών. Η δεύτερη ικανότητα, η οποία ονοµάζεται στοχαστική, είναι

41
εκείνη που επικρατεί στην τέχνη. Εκεί ο Kant ισχυρίζεται ότι παρότι δεν παρεµβαίνουν οι
κατηγορίες της νόησης, το αποτέλεσµα των κρίσεων για το ωραίο δεν είναι υποκειµενικό µε την
έννοια της προσωπικής προτίµησης, η οποία διαφέρει από άτοµο σε άτοµο. Η σύζευξη της
προσωπικής εµπειρίας µε την αντικειµενική κρίση έρχεται µέσω της σύνθεσης των ατοµικών
προτιµήσεων από την φαντασία (σε αντικατάσταση των νοητικών κατηγοριών), η οποία
επενδύει στην αρµονία των µερών µε την νόηση. Το ηλιοβασίλεµα είναι ωραίο όχι επειδή
αισθάνεται το υποκείµενο κάτι ξεχωριστό ως προς αυτό (π.χ. ανάµνηση διαφόρων γεγονότων)
αλλά επειδή τίθεται από την φαντασία και την στοχαστική κρίση ως κάτι ουδέτερο και αρµονικό,
χωρίς αυτό να αναλύεται νοητικά. Το ελεύθερο παιγνίδι της φαντασίας που δηµιουργεί ωστόσο
αντικειµενικές κρίσεις προσδίδει και την αξία του ωραίου και της τέχνης.
Β. Κ.

κριτική θεωρία (σχολή Φρανκφούρτης): Ένα φιλοσοφικό και ιδεολογικό κίνηµα που άνθισε
στην προπολεµική Γερµανία, στο Παν/µιο της Φρανκφούρτης, µε στόχο την κριτική αποτίµηση
κάθε θεωρίας (και της µαρξιστικής), και κυρίως της επιστήµης και της τεχνολογίας. Σύµφωνα µε
την εκτίµηση των κυριότερων εκπροσώπων του (Adorno, Horkheimer, Marcuse), o λόγος έχει
καταστεί εργαλειακός και όχι ουσιαστικός στην αναζήτηση της αλήθειας, και επιπλέον η
τεχνολογική επανάσταση επιβεβαιώνει στην πράξη τις αξίες της κυρίαρχης κοινωνίας. Το
επίκεντρο της κριτικής δεν βρίσκεται τόσο στην πολιτική θεωρία, όσο στην αισθητική και
πολιτισµική αποτίµηση της κοινωνίας. Ο όρος 'µαζική κουλτούρα' του Adorno και ο αντίστοιχος
'µονοδιάστατη κοινωνία' του Marcuse υποδηλώνουν µια υποταγή του ανθρώπου στην
καθεστηκυία τάξη, η οποία µέσω της ανοχής του διαφορετικού στην λεπτοµέρεια, στην
πραγµατικότητα αφήνει τις θεµελιώδεις πολιτισµικές δοµές αναλλοίωτες -και εποµένως και την
µόρφωση του υποκειµένου µονοµερή και οµοιογενή ως προς τον ελάχιστο κοινό παρονοµαστή.
Β. Κ.

κύριος & δούλος, Hegel: Αποτελεί ένα παράδειγµα εφαρµογής της διαλεκτικής µεθόδου (βλ.
διαλεκτική µέθοδος, Hegel), και µία περίπτωση πολιτικής φιλοσοφίας που χρησιµοποιήθηκε και
διαµορφώθηκε ανάλογα από τον Marx. Τόσο ο κύριος, όσο και ο δούλος έχουν µόνο µέρος της
ελευθερίας. Ο κύριος έχει τη δύναµη και την ελευθερία να διατάξει, αλλά δεν έχει
αυτοσυνειδησία, ζει σε µια 'ψευδή συνείδηση' του εαυτού του ως αποµονωµένου και κυρίαρχου
του κόσµου, χωρίς να συνειδητοποιεί ότι στην ουσία βρίσκεται (όπως και όλοι οι άνθρωποι) σε
αντίθεση µε τον φυσικό κόσµο, κάτι που πρέπει να αντιµετωπίσει. Το τελευταίο ενυπάρχει στο
δούλο, που µε την εργασία του αντιµετωπίζει τα φυσικά εµπόδια, όµως ο δούλος δεν έχει την
ελευθερία ο ίδιος να διακριβώσει τη βούλησή του, αλλά κατευθύνεται από τον κύριο. Όταν

42
κύριος και δούλος κατά τον Hegel συνειδητοποιήσουν αυτό που τους λείπει, τότε η σχέση
κυρίου και δούλου θα παύσει να υφίσταται, µέσα σε µια διαφορετικού τύπου κοινωνία.
Β. Κ.

λογική, Hegel: Χωρίς να έχει σχέση µε την τυπική ή αριστοτελική λογική, η λογική για τον Hegel
ερευνά την ουσία της σκέψης, και αφού η σκέψη στην ανώτερη βαθµίδα της, το πνεύµα, είναι
ισοδύναµη µε την πραγµατικότητα, µε το είναι, την ουσία του είναι. Η Επιστήµη της Λογικής, και
το πρώτο µέρος της Εγκυκλοπαίδειας ερευνά έννοιες οντολογικές πάντα µε βάση την διαλεκτική
µέθοδο (βλ. διαλεκτική, Hegel), και χωρίζεται σε 3 µέρη, το είναι, την ουσία, και την έννοια.
Παρότι µοιράζεται µε τον Kant την υπερβατολογική προσέγγιση της λογικής και των a priori
προϋποθέσεων της σκέψης, ο ιδεαλισµός του Hegel (βλ. απόλυτος ιδεαλισµός, Hegel) επεκτείνει
την έκταση της λογικής πραγµάτευσης πέρα από τα σκεπτόµενα υποκείµενα.
Β. Κ.

µοναδολογία, Leibniz: Στην µεταφυσική του ο Leibniz, χωρίς να δίνει πρωτεύοντα ρόλο ούτε
στην ύλη ούτε στο νου, αναφέρεται στο σύµπαν ως ένα σύνολο αδιαίρετων µονάδων, που
καθεµία εκφράζει µε τη σειρά της όλο το σύµπαν. Οι µονάδες αυτές δεν έχουν µεγάλη σχέση µε
τα άτοµα του ∆ηµόκριτου, καθώς ο Leibniz δεν πιστεύει ότι υπάρχουν άτµητα µέρη στην ύλη.
Παρότι οι µονάδες είναι πρωταρχικά στοιχεία, δεν είναι όλες φαινοµενικά ίδιες, αλλά µερικές
είναι περισσότερο διαφοροποιηµένες και πολύπλοκες από τις άλλες. Η αµοιβάδα θα µπορούσε
να αποτελέσει µια µονάδα, ένας κόκκος άµµου, αλλά κι ένα ανθρώπινο ον. Αυτό που φαίνεται να
έχει σηµασία για τον Leibniz είναι ότι αυτά τα ανεξάρτητα συστήµατα εξελίσσονται εσωτερικά και
όχι βάσει µιας αιτιακής σχέσης που οφείλεται στο περιβάλλον. Η ίδια πεποίθηση ορίζει και τις
σχέσεις νου-σώµατος (βλ. νους & σώµα, Leibniz).
Β. Κ.

µονισµός, Spinoza: Η θεωρία του Ολλανδού φιλοσόφου ότι υπάρχει πραγµατικά µόνο ένα
πράγµα στον κόσµο, του οποίου η ύλη και ο νους στις οποιεσδήποτε µορφές τους είναι µόνο
σχηµατισµοί, κατηγορήµατα του ενός πράγµατος, το οποίο χαρακτηρίζει 'φύση ή Θεό' (βλ. Θεός,
Spinoza). Η πρόταση αυτή βάλλει ευθέως εναντίον του δυϊσµού σώµατος-ψυχής που ο
Descartes προκρίνει (βλ. νους & σώµα, Descartes) ως προς την ανυπαρξία δύο υποστάσεων,
αλλά δεν καταργεί την διπλή όψη (έκταση & σκέψη) του ενός πράγµατος.
Β. Κ.

43
νόηµα και αναφορά, Frege: Η διάκριση 2 χωριστών συνιστωσών στο ερώτηµα 'Ποιο αποτελεί
το αντικείµενο µιας γλωσσικής έκφρασης'. Αν το αντικείµενο της γλωσσικής έκφρασης είναι το
φυσικό αντικείµενο, εκφράσεις όπως 'Ο William Shakespeare έζησε τον 16ο αιώνα' και 'Ο
συγγραφέας του Ερρίκου ∆' έζησε τον 16ο αιώνα' θα έπρεπε να έχουν το ίδιο νόηµα, καθώς
αναφέρονται στον ίδιο συγγραφέα. Ωστόσο, η δεύτερη πρόταση έχει διαφορετικές πληροφορίες
από την πρώτη, και το υποκείµενο µπορεί να συναινέσει στην πρώτη, χωρίς απαραίτητα να
συναινέσει στην δεύτερη (αν δεν γνωρίζει ότι ο συγγραφέας του Ερρίκου ∆' είναι ο
Shakespeare), αλλά και το αντίστροφο. Γι' αυτόν τον λόγο, ο Frege θεωρεί ότι το νόηµα (Sinn,
sense) µιας έκφρασης και πρότασης είναι διαφορετικό από την αναφορά της (Bedeutung,
reference), το αντικείµενο στο οποίο αναφέρεται ή την αληθοτιµή της- αλήθεια ή ψεύδος, αν
πρόκειται για πρόταση. Παρότι ο όρος 'νόηµα' µπορεί να θεωρηθεί ως ιδέα ή πεποίθηση του
υποκειµένου που εκφέρει και την γλωσσική έκφραση, ο Frege θεωρεί ότι το νόηµα της
έκφρασης είναι ανεξάρτητο από οποιεσδήποτε υποκειµενικές σκέψεις ή πεποιθήσεις.
B.K.

νόηµα και κύκλος της Βιέννης: Στις αρχές του 20ού αιώνα, και κυρίως στις γερµανόφωνες
χώρες (µε πνευµατικό κέντρο την Βιέννη), αναπτύσσεται η φιλοσοφία του "λογικού θετικισµού" ή
"λογικού εµπειρισµού" (Carnap, Neurath, Schlick, Weismann). Ο λογικός θετικισµός, µε
αφετηρία του, την παραδοχή ότι "η εκ των προτέρων συνθετική γνώση είναι αδύνατη" (βλ. a
priori συνθετική πρόταση, Kant) επανέρχεται είτε στις αναλυτικές προτάσεις (λογική,
µαθηµατικά) είτε στα δεδοµένα της εµπειρίας. Σύµφωνα αυτήν την θεωρία, µια πρόταση/θεωρία
έχει νόηµα µόνο όταν µας υποδεικνύει τον τρόπο µε τον οποίο µπορεί να επαληθευθεί ή
διαψευσθεί εµπειρικά (αρχή της επαληθευσιµότητας). ∆ηλαδή, η δυνατότητα επαλήθευσης δεν
ελέγχει την αλήθεια αλλά πολύ περισσότερο την ύπαρξη νοήµατος της πρότασης. Συγκεκριµένα,
οι θεωρίες στην φυσική επιστήµη µπορούν να δοκιµαστούν µε βάση την εµπειρία, και να
επαληθευτούν. Οι µεταφυσικές θεωρίες, ωστόσο, που είναι πέραν της εµπειρίας, είναι και πέραν
νοήµατος (α-νόητες). Το ίδιο ισχύει και µε τις καθολικές προτάσεις της ηθικής, της αισθητικής και
της θεολογίας. Η ισχύς αυτής της αρχής εξαρτάται και από το γεγονός κατά πόσον υπάρχουν
εµπειρικά αδιαµφισβήτητα γεγονότα.
∆. Κ.

νους & σώµα, Descartes: Ο Descartes έχει µείνει διάσηµος για την υποστήριξη του δυϊσµού
ανάµεσα σε ένα σώµα µε κύριο χαρακτηριστικό την έκταση και σε µια άυλη ψυχή (ή νου, οι όροι
εδώ είναι εναλλάξιµοι) µε κύριο χαρακτηριστικό την σκέψη. Από την άλλη πλευρά, αν αυτά τα
δύο πράγµατα είναι τελείως διακριτά, τότε δεν εξηγείται η σε πρώτη εµφάνιση υπαρκτή

44
αλληλεπίδραση ανάµεσα στα δύο. Στενοχωριέµαι για µια αποτυχία (νους) και κλαίω (οργανική
αντίδραση) ή αντίστροφα, οργανικές διαταραχές προκαλούν πόνο (νοητική-ψυχική αντίδραση).
Η λύση του προβλήµατος για τον Γάλλο φιλόσοφο έγκειται σε µια βιολογική δοµή του
εγκεφάλου, την επίφυση (ή κωνάριο), όπου κατά τη γνώµη του είναι το µοναδικό σηµείο όπου
µπορούν να αλληλεπιδρούν οι δύο υποστάσεις. Επιστηµονική έρευνα έχει αµφισβητήσει τη
δοµή και το ρόλο της επίφυσης, ωστόσο το πρόβληµα συζητείται και επαναοριοθετείται και στον
21ο αιώνα (βλ. επίσης, νους & σώµα, Leibniz).
Β. Κ.

νους & σώµα, Leibniz: Στο σύµπαν του Leibniz δεν υπάρχει αιτιότητα, και η βροχή δεν είναι το
αποτέλεσµα του χαµηλού βαροµετρικού, αλλά αποτελούν δύο ανεξάρτητα συστήµατα που
προκατασκευάστηκαν τόσο αρµονικά έτσι ώστε το χαµηλό βαροµετρικό να συνυπάρχει µε τη
βροχή. Για τον ίδιο λόγο, η απόφαση να περπατήσω και το συνακόλουθο βάδισµά µου δεν
αποτελούν µια σχέση αιτίου και αποτελέσµατος, αλλά ο νους και το σώµα δρουν σε µια
θαυµαστή ψυχοφυσική παραλληλία: η νοητική απόφαση συµβαδίζει παράλληλα µε τις
πραγµατικές κινήσεις. Υπεύθυνος γι' αυτήν την εδραιωµένη αρµονία είναι ο Θεός, σύµφωνα µε
τον Leibniz, ο οποίος επιλέγει ανάµεσα στις άπειρες δυνατότητες που µπορούν να υπάρξουν όχι
τον καλύτερο, αλλά τον καλύτερο δυνατό κόσµο.
Β. Κ.

νους/ψυχή & σώµα, Ακινάτης: Η ένωση σώµατος και ψυχής στον άνθρωπο έχει ένα ιδιαίτερο
χαρακτηριστικό. ∆εν αποτελεί ένα συνδυασµό όπως εκείνος της ύλης και της µορφής (που
υπάρχει στον άνθρωπο, βλ. υλοµορφισµός, Αριστοτέλης), αλλά µια επιπρόσθετη σύσταση δύο
διαφορετικών υποστάσεων (σώµατος=ύλης+µορφής, και ψυχής). Η ψυχή είναι αθάνατη ως
υπόσταση και άυλη (διότι διαφορετικά η ύλη δεν µπορεί να οδηγήσει σε νόηση και γνώση), και
µετά το θάνατό του ο άνθρωπος δεν αποτελεί την ίδια υπόσταση (εφόσον δεν υπάρχει πλέον
συνδυασµός µορφής και ύλης σε σώµα), αλλά αποτελεί το ίδιο πρόσωπο, ακριβώς εξαιτίας της
αθανασίας της ψυχής (βλ. προσωπική ταυτότητα, Locke). Με διαφορετικό τρόπο, ισχύει και εδώ
η διάκριση ουσίας και ύπαρξης (βλ. ουσία και ύπαρξη, Ακινάτης): η ουσία του ανθρώπου
µεταβάλλεται από τη ζωή στο θάνατο (χάνει τη συγκεκριµένη ύλη και µορφή), ωστόσο η ύπαρξή
του παραµένει αναλλοίωτη, ακριβώς επειδή παραµένει η ψυχή που συνιστά το ίδιο πρόσωπο.
Β. Κ.

ντετερµινισµός, Descartes: Ο όρος ντετερµινισµός χρησιµοποιείται για να εκφράσει εκείνη την


θεωρία, η οποία υποστηρίζει ότι το καθετί στον κόσµο έχει κάποια αιτία, και επιπλέον υπάρχει

45
γνώση των αιτίων, έτσι ώστε τα µελλοντικά πράγµατα να καθίστανται δεδοµένα και γνωστά εκ
των προτέρων. Όταν αυτό εφαρµόζεται στην ανθρώπινη συµπεριφορά, τότε θεωρείται ότι
καταργεί την ελευθερία της βούλησης.
Ο Descartes έχει συνδεθεί µε µια αιτιοκρατική αντίληψη του κόσµου, όπου το σύµπαν διέπεται
από φυσικούς νόµους. Εποµένως, για να κατανοήσουµε τα φαινόµενα, θα πρέπει να
ανακαλύψουµε τους νόµους που τα διέπουν. Ωστόσο, στο πεδίο της ανθρώπινης
συµπεριφοράς, ο δυισµός του (βλ. νους και σώµα, Descartes) του επιτρέπει να εκφράσει
ακριβώς την αντίθετη άποψη, ότι η ψυχή εκ φύσεως δεν δέχεται καµία εξωτερική αιτιακή
επιρροή. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο υπάρχει και η πιθανότητα της επιλογής του χειρότερου
µέσω της βούλησης παρότι η νόηση ορθά κρίνει το ποιόν µιας ενδεχόµενης πράξης του (βλ.
επίσης αρετή, Σωκράτης).
M. Κ.

ντετερµινισµός, Hobbes: Συνεπής µε τον υλισµό του (βλ. υλισµός, Hobbes), o Άγγλος
φιλόσοφος υιοθετεί µια καθολική αιτιοκρατία τόσο για το µηχανιστικό σύµπαν, όσο και για την
ανθρώπινη συµπεριφορά (µέσω του ενστίκτου της αυτοσυντήρησης). Η βούληση είναι αιτιακά
καθορισµένη και όχι ελεύθερη, καθώς είναι το αποτέλεσµα των εσωτερικών διεργασιών. Η
απάντηση του Hobbes στο φαινόµενο της ελευθερίας της βούλησης είναι ότι η ελευθερία δεν
πρέπει να συγχέεται µε τη βούληση, εφόσον η πρώτη δηλώνει την απουσία εξωτερικού
καταναγκασµού (κάτι που υποστηρίζει ο Hobbes), ενώ η δεύτερη είναι δεσµευµένη στις
εσωτερικές επιταγές δράσης.
Γ. ∆.

ντετερµινισµός, Spinoza: Ο Θεός παραδοσιακά έχει θεωρηθεί ότι δρα αναγκαία, και έχει
δηµιουργήσει τον κόσµο έτσι ώστε να εκφράζει την αναγκαία βούλησή του. Στο σύστηµα του
Spinoza, όµως, όπου τα πάντα είναι έµφορτα θεϊκής υπόστασης (κι εποµένως και τα ανθρώπινα
όντα) [βλ. Θεός, Spinoza], η ελεύθερη ανθρώπινη βούληση φαίνεται να εκµηδενίζεται. Ο
Spinoza δεν καταβάλλει προσπάθεια να συµβιβάσει τα δύο, και αντίθετα περιγράφει την
αίσθηση της ελευθερίας της βούλησης ως απατηλή. Οι άνθρωποι έχουν την αίσθηση της
ελευθερίας των επιλογών, επειδή δεν γνωρίζουν τις αιτίες που τους ωθούν να δρουν µ' ένα
συγκεκριµένο τρόπο. Η µόνη ελευθερία είναι η δράση µέσω της απλής αναγκαιότητας που
απορρέει από την ίδια τη φύση του όντος, κι αυτήν την έχει µόνο ο Θεός. Συνέπεια αυτής της
άποψης είναι να αρνείται ο Spinoza ένα τµήµα νόησης και κατανόησης των αιτιών στον
άνθρωπο, αποδίδοντάς του µόνο ένα τµήµα βούλησης (όχι ωστόσο επιθυµίας), µε την οποία
καταφάσκει ή αποφαίνεται αρνητικά για τα πράγµατα του κόσµου και του εαυτού του. Η

46
κατάφαση και η άρνηση απορρέουν από τη βούλησή του, ωστόσο η βούλησή του είναι αναγκαία
προσδεδεµένη στην θεϊκή υπόσταση.
Β. Κ.

ονοµατοκρατία (νοµιναλισµός), Occam: Φιλοσοφικό ρεύµα που αρχικά αναπτύχθηκε το


Μεσαίωνα µε εκπροσώπους τους John Duns Scotus και William of Occam (βλ. επίσης
αφηρηµένες ιδέες, Berkeley), και αναφέρεται στο φιλοσοφικό πρόβληµα της αντιστοίχισης των
γενικών / καθολικών εννοιών (universalia) σε φυσικά αντικείµενα του εξωτερικού κόσµου. Ο
όρος John Lennon αντιστοιχεί σ' ένα ή περισσότερα, αλλά καθορισµένα υποκείµενα. Ο γενικός
όρος, όµως, 'γρασίδι' πώς αντιστοιχεί επακριβώς στο γρασίδι που υπάρχει στη φύση; Υπάρχει
ένα άλλο πράγµα που αποτελεί το σύνολο των επιµέρους πράσινων εκτάσεων σε όλο τον
κόσµο, και αν ναι, πώς αυτό δικαιολογείται;
Κατά τον νοµιναλισµό, τα εξατοµικευµένα πράγµατα προϋπάρχουν των εννοιών. Οι καθολικές
έννοιες είναι απλά ονόµατα (nomina), όχι οντότητες και δεν µπορούν να υπάρξουν ανεξάρτητα
από τα αντικείµενα. Αυτό υποστηρίζεται σε αντίθεση µε το ρεαλισµό, σύµφωνα µε τον οποίο οι
γενικές έννοιες αντιστοιχούν σε αντικειµενικές πραγµατικότητες, ανεξάρτητες από τα αντικείµενα
(βλ. ιδέες, θεωρία των [Πλάτων]).
Η ονοµατοκρατία του Ockham είτε πηγάζει είτε όχι από το γνωστό µεθοδολογικό αξίωµα,
"Pluralitas non est ponenda sine neccesitate", δηλαδή «οι πολλαπλές οντότητες δεν έχουν θέση
εκεί που δεν υπάρχει αναγκαιότητα» (βλ. αρχή οικονοµίας, Occam), είναι παρόλα αυτά είναι
ενδεικτική της σφοδρότητας µε την οποία αντιµετωπίζει το ζήτηµα. Οι καθολικές έννοιες
απορρίπτονται ως αντιφατικές και ο µόνος ρόλος των εννοιών αυτών είναι να σηµατοδοτούν τα
επιµέρους αντικείµενα, µε τη συµβατικότητα που προσπορίζεται από τη γλώσσα και τις
πολιτισµικές συνθήκες κάθε τόπου και εποχής.
∆. Ζ.

οντολογικό επιχείρηµα (ύπαρξη Θεού), Άνσελµος: Ο Άνσελµος (1033-1109) στο έργο του
Proslogion αναπτύσσει το επιχείρηµα εκ της ύπαρξης ή οντολογικό επιχείρηµα µε την ακόλουθη
λογική σειρά: αν ο Θεός υπήρχε µόνον ως ιδέα ή έννοια στο νου, τότε θα ήταν δυνατό ο νους να
συλλάβει ένα ον που θα ήταν τελειότερο· θα ήταν σαν Αυτόν αλλά θα είχε και κάτι παραπάνω,
π.χ. πραγµατική ύπαρξη. Αλλά ο ανθρώπινος νους δεν µπορεί να συλλάβει τελειότερο ον
(τελειότερο, σοφότερο κτλ.) από τον Θεό. Συνεπώς ο Θεός δεν είναι µόνο ιδέα, αλλά υπάρχει και
στην πραγµατικότητα.
Το οντολογικό επιχείρηµα του Άνσελµου απορρίφθηκε από τον σύγχρονό του µοναχό
φιλόσοφο Γκαουνίλο (11ος αιώνας), µε τη θέση ότι ένα αντικείµενο το οποίο συλλαµβάνεται από

47
το νου µε αναγκαίο λογικό τρόπο (π.χ. το τελειότερο κλειδί εξώπορτας) είναι δυνατόν να µην
υπάρχει πραγµατικά ως τέτοιο. Με άλλα λόγια, δεν είναι παραδεκτή φιλοσοφικά η συναγωγή της
πραγµατικότητας µόνο από την λογική αναγκαιότητα. ∆ιαφορετικές γραµµές απόρριψης
ακολουθούν ο Ακινάτης και ο Kant (βλ. τελεολογικό επιχείρηµα, Ακινάτης, οντολογικό επιχείρηµα
Kant), ενώ ο Descartes το ενστερνίζεται (βλ. Θεός, Descartes). Ως γενική ένσταση προβάλλεται
ότι το οντολογικό επιχείρηµα δεν µπορεί να έχει καθολική ισχύ, αν απαιτηθεί ότι προαπαιτείται
για την αποδοχή του η ύπαρξη θρησκευτικής πίστης.
A.E.

oντολογικό επιχείρηµα (ύπαρξη Θεού), Kant: Η κριτική του Kant στο οντολογικό επιχείρηµα
για την ύπαρξη του Θεού (βλ. οντολογικό επιχείρηµα, Άνσελµος) είναι ότι ο Θεός δεν αποτελεί
αντικείµενο αυταπόδεικτης ύπαρξης, για τον λόγο ότι η ύπαρξη δεν αποτελεί ιδιότητα και
κατηγόρηµα αντικειµένων, αλλά ιδιότητα της σκέψης µας για τα πράγµατα. Η πρόταση 'Ο Θεός
είναι ένας' προσθέτει στην έννοια του Θεού εκείνη της αριθµητικής µονάδας, αλλά η πρόταση 'Ο
Θεός υπάρχει' δεν προσθέτει µια νέα ιδιότητα, απλώς υποστηρίζει ότι οι προδιαγεγραµµένες
ιδιότητες έχουν µια πραγµατική βάση. Εποµένως, η δοµή του οντολογικού επιχειρήµατος, που
αφού πρώτα επιχειρεί να δώσει όλες τις ιδιότητες-τελειότητες στον Θεό, και µετά επιλέγει την
ύπαρξη ως µία από αυτές τις ιδιότητες για να δείξει την ύπαρξη του Θεού, είναι λανθασµένη.
Ωστόσο, η κριτική στο συγκεκριµένο επιχείρηµα δεν υποδηλώνει ότι ο Kant δεν αποδέχεται την
ύπαρξη του Θεού (βλ. ηθική και θρησκεία, Kant).
B. K. - A.Κ.

ορθολογισµός (νοησιαρχία): Μετάφραση του όρου 'rationalism', το πρώτο δηλώνει την


κυριαρχία του λόγου στην ευρεία του έννοια. Βρίσκεται σε αντίθεση µε την θεϊκή-εκκλησιαστική
αυθεντία και την πίστη, και έχει συνδεθεί µε την περίοδο του ∆ιαφωτισµού, όπου ο
ορθολογισµός θεωρείται ως εµπιστοσύνη στις λογικές δυνάµεις του ανθρώπου. Η νοησιαρχία
επίσης επικαλείται τον λόγο, τόσο ως πηγή όσο και ως κύρια µέθοδο γνώσης, και τον
αντιδιαστέλλει όχι µε την πίστη αλλά µε την άλλη έλλογη δυνατότητα γνώσης, την εµπειρία.
Παρότι σπέρµατα νοησιαρχίας απαντούν ήδη στον Πλάτωνα, στην ιστορία της φιλοσοφίας η
νοησιαρχία συνδέεται µε τον 17ο-18ο αιώνα και τους Descartes, Leibniz και Spinoza. Σ' αυτήν
την παράδοση, τα πορίσµατα των αισθήσεων αµφισβητούνται, ενώ η λογική τόσο µε την µορφή
της αποδεικτικής διαδικασίας (όπως π.χ. εκφράζεται στα µαθηµατικά) όσο και µε την έννοια της
ενόρασης θεωρείται αδιαµφισβήτητη γνώση. Τα παραπάνω δεν σηµαίνει ότι αµφισβητείται η
συµβολή της εµπειρίας, ωστόσο περιορίζεται η ισχύς της, και κάποτε εισάγονται και έµφυτες
ιδέες και αρχές για να συµπληρωθεί το γνωστικό οικοδόµηµα.

48
Α. Κ.

οριστικές περιγραφές, Russell: Ένα παράδειγµα διασάφησης του νοήµατος µέσω της λογικής
δοµής µιας έκφρασης, όταν η γραµµατική και η σύνταξη δεν βοηθούν ως προς αυτό. Οριστικές
περιγραφές ονοµάζονται οι εκφράσεις που δηµιουργούνται µε το οριστικό άρθρο (ο, η, το) και
µια ονοµατική έκφραση (ο µεγαλύτερος κήπος της Ελλάδος), και έχουν το χαρακτηριστικό ότι
αναφέρονται σε µόνο ένα αντικείµενο. Ωστόσο α) ένα υποκείµενο µπορεί να κατανοεί αυτό που
δηλώνει η συγκεκριµένη έκφραση (γνωρίζει τι σηµαίνει 'µεγαλύτερος κήπος της Ελλάδος') χωρίς
να γνωρίζει ποιο είναι το αντικείµενο που αναφέρεται (ποιος είναι αυτός ο κήπος, π.χ. ο Εθνικός
Κήπος), κι αυτό δηλώνει ότι οι δύο εκφράσεις δεν είναι ισοδύναµες. ∆εύτερον, οριστικές
περιγραφές µπορούν να περιλαµβάνουν ανύπαρκτα αντικείµενα (βλ. αντικείµενα, Meinong) και
να τίθενται σε προτάσεις, π.χ. 'Το ισλαµικό τέµενος στην Πανεπιστηµίου απαιτεί συντήρηση',
όπου το ψεύδος ή η απροσδιοριστία της πρότασης αφήνει ασαφή την ανυπαρξία ισλαµικού
τεµένους. Γι' αυτούς τους λόγους, ο Russell θεωρεί ότι οι οριστικές περιγραφές είναι στην ουσία
καλυµµένες προτάσεις, όπου δηλώνεται η ύπαρξη ενός αντικειµένου (π.χ. υπάρχει ένα ισλαµικό
τέµενος στην Πανεπιστηµίου), και αυτό τίθεται σε σχέσεις µε άλλα πράγµατα (χρειάζεται
συντήρηση). Με αυτόν τον τρόπο, η αρχική πρόταση ισοδυναµεί µε 2 προτάσεις, µία εκ των δύο
είναι ψευδής (δεν υπάρχει τέτοιο τέµενος), κι εποµένως η σύζευξη των προτάσεων ('Το ισλ.
τέµενος στην Πανεπιστηµίου απαιτεί συντήρηση') είναι ψευδής.
B.K.

ουσία και συµβεβηκός, Αριστοτέλης: Η ουσία (ίδια λέξη και στα αρχαία ελληνικά, µετάφραση
ως substantia, substance) αποτελεί µία από τις δέκα κατηγορίες του Αριστοτέλη στο οµώνυµο
έργο του, ενώ οι υπόλοιπες (ποσότητα, ποιότητα, αναφορά, τόπος, χρόνος, στάση, κατοχή,
ενέργεια, πάθηµα) αποτελούν κατηγορήµατα που αποδίδονται συντακτικά στο υποκείµενο, αλλά
δεν ανήκουν στο ίδιο το είναι τους. Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος είναι κάτοχος του Χρυσού
Φοίνικα, αλλά δεν ορίζει το τελευταίο την ουσία του, αποτελεί ένα συµπτωµατικό γεγονός, όπως
και το ότι η Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ είναι πρύτανις του Ευρωπαϊκού Πανεπιστηµίου. Στην
ουσία τίθενται όλα τα υπόλοιπα όντα ως συντακτικά κατηγορήµατα, αλλά η ουσία δεν µπορεί να
τεθεί η ίδια ως κατηγόρηµα, µόνο ως υποκείµενο, και το υποκείµενο αυτό είναι συγκεκριµένο σε
αντίθεση µε τον Πλάτωνα και τις ιδέες (βλ. ιδέες, θεωρία των [Πλάτων]). Ο Αριστοτέλης προνοεί
στα Μεταφυσικά για µια κάθετη σχέση ανάµεσα σε είδη και γένη όντων (και εποµένως και
ουσιών), έτσι ώστε η Μάγια Τσόκλη να ανήκει στο είδος του ανθρώπου και στο γένος του ζώου,
µε τον ίδιο τρόπο που το κίτρινο του ήλιου ανήκει στο κίτρινο χρώµα, και αυτό στο γένος των
χρωµάτων. Ωστόσο, αν η ουσία αποτελούσε µόνο µια στατική κατάσταση, δεν θα µπορούσε να

49
δικαιολογηθεί η µεταβολή που υπάρχει στα όντα. Ο Αριστοτέλης προσπαθεί να επιλύσει το
συγκεκριµένο πρόβληµα της ουσίας µέσα στη µεταβολή µε βάση τον υλοµορφισµό του (βλ.
υλοµορφισµός, Αριστοτέλης).
Β. Κ.

ουσία και ύπαρξη, Ακινάτης: Η καταγωγή του πρώτου βρίσκεται στην αριστοτελική ουσία (βλ.
ουσία και συµβεβηκός, Αριστοτέλης), ωστόσο ο Ακινάτης διαφοροποιεί τόσο το πρώτο, αλλά και
εισάγει το δεύτερο ως κάτι διακριτό. Η ουσία (essentia) για τον Ακινάτη δεν αφορά ένα
µεµονωµένο πράγµα (π.χ. τον Μίλτο Σαχτούρη), αλλά τα χαρακτηριστικά που καθιστούν τον
Μίλτο Σαχτούρη αυτό που είναι. Κι αυτά τα χαρακτηριστικά προκύπτουν ύστερα από µια
αφαιρετική διαδικασία και γενίκευση, χωρίς αυτό να υπονοεί ότι αφηρηµένο και γενικό = µη υλικό
(στην ουσία του ανθρώπου περιλαµβάνονται η σάρκα και τα οστά του). Σε συµφωνία µε τον
Αριστοτέλη, ο Ακινάτης αναζητά τα αµετάβλητα χαρακτηριστικά κάθε όντος που ορίζουν την
ουσία του, κι αυτό ισχύει και για τα άυλα όντα (αγγέλους), και για τον Θεό. Ωστόσο, µόνη η
ουσία (µόνα αυτά τα χαρακτηριστικά) δεν επαρκούν για να οδηγήσουν στη δηµιουργία µιας
οντότητας, όσο σύνθετα κι αν είναι, όπως ο συνδυασµός ύλης και µορφής (βλ. υλοµορφισµός,
Αριστοτέλης). Καµία ουσία δεν µπορεί να είναι η αιτία για την ύπαρξη ενός όντος, µόνο ο Θεός
ως πρώτη αιτία δίνει αυτό. Συνεπώς, η ύπαρξη ενός όντος και η ουσία είναι δύο διακριτές
έννοιες τόσο στις υποστάσεις όπως οι άνθρωποι (αλλά και οι άγγελοι), όσο και στις
αποκλειστικά υλικές υποστάσεις (π.χ. µηλιά). Μόνο στον Θεό η ουσία του προξενεί και την
ύπαρξή του, γι' αυτό και εκεί οι δύο όροι ταυτίζονται.
Με διαφορετικούς όρους, και χρησιµοποιώντας το δίπολο δυνάµει-ενεργεία (βλ. δυνάµει-
ενεργεία, Αριστοτέλης), η ουσία είναι η δυνατότητα της ύπαρξης, ενώ η ύπαρξη η
πραγµατωµένη (ενεργεία) αυτή δυνατότητα.
Β. Κ.

παγκόσµια ειρήνη, Kant: H αποφυγή της βίας στον Kant συνδέεται άρρηκτα µε την ηθική του
θεωρία (βλ. ελευθερία και αυτονοµία, Kant). Ο στόχος του Γερµανού φιλοσόφου είναι µια ιδεατή
κοινωνία µε έλλογα όντα που αναγνωρίζουν την ελευθερία του άλλου ως δική τους ελευθερία.
Μια κοινωνία τέλειας δικαιοσύνης και τέλειας ισοτιµίας, µε πολίτες που θα είναι συγχρόνως
νοµοθέτες και εκτελεστές των κανόνων της κοινής ζωής. Η βία θα είναι απαραίτητη µόνο σε
περίπτωση ελλιπής ηθικής αυτοσυνειδησίας του έλλογου όντος. Γι' αυτόν τον λόγο, η ειρήνη δεν
είναι ούτε πολιτικό ούτε νοµοθετικό ζήτηµα, που µπορεί κάποτε να υπερκεραστεί. Το αίτηµα
αφορά την αιώνια ειρήνη, και βασίζεται στον κοσµοπολιτισµό, χωρίς συµβατικούς φυλετικούς και
θρησκευτικούς διαχωρισµούς.

50
M.E.

παγκόσµια βούληση και πεσιµισµός, Schopenhauer: ∆ύο παραδοξότητες φαίνεται να


συνυπάρχουν σ' αυτήν την σκέψη, πρώτον η έννοια µιας παγκόσµιας βούλησης χωρίς
συνείδηση, και δεύτερον η θέση ότι είναι αναγκαίο αυτή η βούληση να οδηγεί στην ατοµική
καταστροφή. Η ατοµική βούληση για ζωή που διαθέτει κάθε άτοµο (βλ. βούληση για ζωή,
Schopenhauer) αποτελεί το τµήµα µιας παγκόσµιας βούλησης που επιδιώκει την διατήρηση της
ζωής στην αιωνιότητα. Η παγκόσµια βούληση αντλεί την ύπαρξή της από τον ίδιο της τον εαυτό
της και συντηρεί την ενεργητικότητά της µε την εξάλειψη κάθε επιµέρους ατοµικότητας που την
απαρτίζει. Η κατάλυση ολόκληρων "υποσυστηµάτων ζωής" αποτελεί για τον ανθρώπινο νου
παραλογισµό και αυθαιρεσία, ωστόσο µε αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται η διατήρηση της
ισορροπίας της φυσικής ζωής. H οδύνη και ο θάνατος αποτελούν για τον Schopenhauer µια
αναγκαιότητα που κανείς δεν µπορεί να αρνηθεί ή να αποφύγει. Ο πεσιµισµός, εποµένως, του
Schopenhauer δεν είναι απλή απαισιοδοξία, αλλά αναγκαία θεµελιωµένη θέση µε βάση την ίδια
την έννοια της παγκόσµιας βούλησης. Μέσο διαφυγής από την αναγνώριση αυτής της
αναγκαιότητας είναι η τέχνη (βλ. τέχνη, Schopenhauer).
Α. ∆.

πηγές γνώσης, Kant: Η φηµισµένη σύνθεση της αισθητηριακής εµπειρίας και του λόγου
υπογραµµίζεται στον Kant µε τις αντίστοιχες έννοιες της εποπτείας και της νόησης, ενώ
πραγµατική γνώση προκύπτει από την συµµετοχή και των δύο. Εποπτεία χωρίς έννοιες που να
δίνουν σχήµα και µορφή στα δεδοµένα είναι 'τυφλή', ενώ έννοιες χωρίς τα αποτελέσµατα της
εποπτείας 'κενές'. Ωστόσο, ο Kant εφαρµόζει το παραπάνω πλαίσιο στην υπερβατολογική
φιλοσοφία του προϋποθέτοντας περαιτέρω a priori αρχές τόσο για την εποπτεία όσο και για την
νόηση (βλ. κατηγορίες και υπερβατολογική παραγωγή, Kant, χώρος και χρόνος, Kant).
Β. ∆.

πολιτική φιλοσοφία, Hobbes: Ως λογική συνέπεια της φυσικής του φιλοσοφίας σχετικά µε τον
υλισµό και τον αυτοµατισµό (βλ. υλισµός, Hobbes), η πολιτική φιλοσοφία του Hobbes
πραγµατεύεται την γνώση αποτελεσµάτων ή φαινοµένων, την οποία αποκτούµε µέσω αληθών
συλλογισµών βασισµένων στην αρχική γνώση των αιτίων τους (ποιητικό – υλικό αίτιο). Κατά τον
Hobbes, οι άνθρωποι δρουν βάσει µιας συγκεκριµένης φυσικής παρόρµησης παρόµοιας µε την
πτωτική κίνηση µιας πέτρας, και εποµένως, τα αίτια των διαθέσεων των ανθρώπων βρίσκονται
στις κινήσεις, οι οποίες γνωστοποιούνται µέσω της εµπειρικής παρατήρησης. Στην φυσική
κατάσταση του ανθρώπου, το δικαίωµα στην ζωή (βλ. φυσικό δίκαιο, Hobbes) είναι άρρηκτα

51
συνδεδεµένο µε την εγωκεντρική ανθρώπινη φύση (αποφυγή πόνου – παραγωγή ηδονής),
όπως και µε το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Ωστόσο, η εξατοµικευµένη αυτή κατάσταση
δηµιουργεί προβλήµατα στην οµαδική συµβίωση. Το αποτέλεσµα είναι η συναίνεση ή το
συµβόλαιο (βλ. επίσης κοινωνικό συµβόλαιο, Locke) για την εγκαθίδρυση ενός σταθερού
κράτους. Ο κυρίαρχος είναι εκείνος που θα διασφαλίσει την ειρήνη, και ως µέσο καθιερώνονται
οι νόµοι και η τυφλή υπακοή των πολιτών. Ο κυρίαρχος αποτελεί τον εγγυητή του συµβολαίου
και όχι το συµβαλλόµενο µέρος, ωστόσο το τελευταίο δεν του αποτρέπει την πλήρη εξουσία
όταν θίγονται κατά την κρίση του οι προϋποθέσεις της πολιτικής ειρήνης. Βάσει της
συγκεκριµένης πολιτικής του θέσης, ο Hobbes θεωρήθηκε υπέρµαχος της απόλυτης µοναρχίας.
Ε. ∆.

πολιτική θεωρία, Hume: Η πολιτική θεωρία του Hume είναι συνεπής µε τη γνωσιολογία και την
ηθική του. Απορρίπτει κάθε αφηρηµένο ρασιοναλιστικό πλάνο κοινωνικής οργάνωσης, και
αντιτίθεται στη θεωρία του κοινωνικού συµβολαίου (βλ. κοινωνικό συµβόλαιο, Locke, κοινωνικό
συµβόλαιο, Rousseau). ∆εν θεωρεί ότι το καθήκον για υπακοή στους άρχοντες µπορεί να
αναχθεί στο καθήκον των πολιτών για τήρηση προσυµφωνηµένων υποσχέσεων, αλλά µάλλον
το αντίστροφο. Αντιπαραθέτει µια σιωπηρή πρακτική συναίνεση των µελών της κοινωνίας, που
απαιτεί το συντονισµό δράσης τους, µε απώτερο στόχο τη γενική ωφέλεια. Η αναζήτηση της
ωφέλειας, κατά τον Hume, είναι αποτέλεσµα κάποιας φυσικής κλίσης του νου και δε συνδέεται
µε το ατοµικό συµφέρον, αλλά µε µη συµφεροντολογικά και µη εγωιστικά χαρακτηριστικά της
ανθρώπινης φύσης (βλ. ωφελιµισµός, Mill).
Ο Hume θεωρεί απαραίτητη την ύπαρξη συµβατικών κανόνων για τη λειτουργία της κοινωνίας,
γιατί αυτοί συγκροτούν µια κοινωνικά επωφελή πρακτική, ενώ αντίθετα η απουσία τους θα
οδηγούσε σε µια «άξεστη και κτηνώδη µοναχική ζωή». Ωστόσο, τα συναισθήµατα (µε κυρίαρχο
αυτό της συµπάθειας), και όχι η έλλογη σκέψη αποτελούν τις αιτίες όλων των εκδηλώσεων της
ηθικής ζωής. Τα συναισθήµατα ριζώνουν στην κοινωνική συµβίωση και δηµιουργούν (χωρίς
ωστόσο να δικαιολογούν) τους ηθικούς κανόνες που καθορίζουν αυτή τη συµβίωση. Ο ρόλος
της κυβέρνησης είναι να παρεµβαίνει και να µετατρέπει τη φυσική προδιάθεση των ανθρώπων
για το άµεσα προσδόκιµο όφελος σε πιο µακροπρόθεσµους στόχους.
Σε αντίθεση µε το συντηρητισµό που προκύπτει από το πρόκριµα υφισταµένων πολιτικών
διεργασιών (αντί ενός αφηρηµένου κανονιστικού κοινωνικού µοντέλου), ο Hume υιοθετεί ένα
κοσµοπολιτικό ιδεώδες, σύµφωνα µε το οποίο η άνθηση του εµπορίου και της οικονοµίας της
αγοράς είναι παράγοντες ανάπτυξης ενός πολιτισµού που φέρνει πιο κοντά τους ανθρώπους και
παραγκωνίζει την εσωστρέφεια και το φανατισµό του εθνικισµού.
H. Γ.

52
πολιτική φιλοσοφία, Αριστοτέλης: Η πολιτική φιλοσοφία του Αριστοτέλη ορίζει την πολιτική
κοινωνία ως σύνολο ατόµων που σκέπτονται και ενεργούν ως «πολιτικά όντα», δηλαδή
αντιλαµβάνονται τις έννοιες του δικαίου, του αγαθού, του ωφέλιµου και τις εκφράζουν µε τη
λογική. O άνθρωπος είναι πρωτίστως ζώο πολιτικό, που για να ζήσει σύµφωνα µε τη φύση του
χρειάζεται τους νόµους, και χωρίς αυτούς γίνεται 'θηρίο'. Η πολιτεία πρέπει να είναι αυτάρκης,
µε θεσµούς ανεξάρτητους, όπου οι πολίτες µετέχουν στην αξιολόγηση και τη διαχείριση της
πολιτικής εξουσίας.
Πυρήνας της πολιτείας είναι η οικογένεια, δηλαδή οι γονείς, τα παιδιά, οι δούλοι και τα
περιουσιακά στοιχεία. ∆ικαιολογώντας το θεσµό της δουλείας, ο Αριστοτέλης στρέφεται και πάλι
στη φύση. Η διάκριση των ελεύθερων πολιτών, που είναι ικανοί να ενεργούν πολιτικά, και των
δούλων, που µπορούν να εκτελούν τις «βάναυσες» εργασίες, αποτελεί είδος φυσικού νόµου.
Αυτός αποβλέπει στην εξυπηρέτηση του συµφέροντος και των δύο πλευρών (αν και όχι
ισόποσα ως προς την πλευρά του δούλου, ωστόσο αυτό δικαιολογείται και από την ΄φυσική
κατασκευή' του ιδίου).
Η πολιτική φιλοσοφία του Σταγειρίτη φιλοσόφου σχετίζεται άµεσα µε την ηθική του φιλοσοφία.
Πιστεύει ότι η πόλη έχει σκοπό την δηµιουργία ενάρετων πολιτών και την εξασφάλιση του «ευ
ζην». Αυτός ο στόχος επιτυγχάνεται µε την κατά βάση ηθική παιδεία, που διαµορφώνει αγαθούς
πολίτες. Ως προς τη µορφή των πολιτευµάτων, και σε αντίθεση µε την περιγραφή µίας ιδανικής
πολιτείας από τον Πλάτωνα (βλ. πολιτική φιλοσοφία, Πλάτων), ο Αριστοτέλης προσπαθεί να
προσδιορίσει το «άριστο πολίτευµα», που αρµόζει στις επιδιώξεις του ανθρώπου ως «πολιτικό
ον», µέσα από την καταγραφή των ιστορικά υπαρκτών και τον ορισµό των θεωρητικά δυνατών
πολιτευµάτων. Συνακόλουθα διακρίνει τρία είδη πολιτευµάτων, ανάλογα µε τον αριθµό των
προσώπων που ασκούν την εξουσία, τη βασιλεία, την αριστοκρατία και τη δηµοκρατία (η
θνησιγενής µορφή αυτών των πολιτευµάτων οδηγεί στην µοναρχία, την ολιγαρχία και την
οχλοκρατία αντίστοιχα). Η εξυπηρέτηση του κοινού συµφέροντος είναι η βάση του άριστου
πολιτεύµατος.
Η. Γ.

πολιτική φιλοσοφία, Πλάτων: Η πολιτική (διδασκαλία για το κράτος) είναι αναπόσπαστα


συνδεδεµένη µε την ηθική στη φιλοσοφία του Πλάτωνα: η ατοµική αρετή και η δικαιοσύνη στο
πλαίσιο της οργανωµένης πολιτείας αποτελούν δυο πόλους της σκέψης του. Από την αντίληψη
ότι είναι αδύνατο να συµβιβαστεί η αληθινή αρετή του ατόµου µε τη δικαιοσύνη στην πολιτική
ζωή (και εκφραζόµενη κυρίως από το πρόσωπο του Θρασύµαχου στην Πολιτεία ότι δικαιοσύνη
είναι η ωφέλεια του ισχυρότερου), ο Πλάτων οδηγήθηκε στην εξέταση της φύσης της αρετής σε

53
σχέση µε τη διδασκαλία για το κράτος. Στην Πολιτεία ο Πλάτων νοµίζει ότι είναι δυνατό να
οικοδοµηθεί ένα δίκαιο αλλά ιδεατό κράτος (σε άµεση συνάρτηση µε τη θεωρία των ιδεών), του
οποίου το µοντέλο διάρθρωσης είναι η πιστή µεταφορά του χωρισµού της ψυχής σε τρία µέρη
το λογιστικό, το θυµοειδές και το επιθυµητικό (βλ. ψυχή, Πλάτων). Τα αντίστοιχα κοινωνικά
στρώµατα είναι οι φιλόσοφοι, οι φύλακες και οι γεωργοί – χειροτέχνες. Πρωτοτυπία για την
αρχαία ελληνική σκέψη αποτελεί η δυνατότητα συµµετοχής γυναικών και δούλων στις τάξεις των
κυβερνητών-φιλοσόφων, µετά από επιλογή µε βάση την προηγούµενη παιδεία τους και όχι την
καταγωγή τους. Από την άλλη πλευρά, και σύµφωνα µε τις επικρατέστερες ερµηνείες, ούτε οι
φιλόσοφοι-κυβερνήτες ούτε οι φύλακες διατηρούν προσωπική περιουσία, και ο θεσµός της
οικογένειας ως ιδιωτικής-ατοµικής υπόθεσης αµβλύνεται δραµατικά.
Ως προς τους υπάρχοντες τύπους κρατικής διάρθρωσης, ο Πλάτων φαίνεται να θεωρεί σαν
σωστούς δύο, τη µοναρχία και την αριστοκρατία, ενώ τους άλλους τέσσερις (την τιµοκρατία, την
ολιγαρχία, τη δηµοκρατία και την τυραννία) τους θεωρεί διαδοχικές παραποιήσεις της
αριστοκρατικής διακυβέρνησης. Οι µεταγενέστεροι Νόµοι ορίζουν αυστηρούς κανόνες για την
ατοµική και την κοινωνική ζωή, αν και µε λιγότερο αισιόδοξες προκείµενες για την εκπαίδευση
και την κατασκευή µιας ιδανικής (µε την έννοια της Πολιτείας) κοινωνίας, έτσι ώστε τουλάχιστον
να παρεµποδιστεί η παραπέρα αντίθεση ανάµεσα στην ατοµική βούληση και την συµπεριφορά
σε συνάρτηση µε τους νόµους της πολιτείας.
Α.Ζ.

πραγµατισµός, Peirce: H θέση ότι το νόηµα µιας θεωρίας και η τελική κρίση ανάµεσα σε δύο
αντιµαχόµενες θέσεις αποκαλύπτεται µόνο όταν τεθούν υπόψιν όλες οι πρακτικές συνέπειες που
έχει η καθεµία ξεχωριστά. Για να διαπιστώσω αν ο παπαγάλος πραγµατικά µιλά και δεν
αποτελεί ηχογραφηµένη οµιλία για να ξεγελαστώ ως αγοραστής, αρκεί να τον παρατηρήσω σε
ώρες που θα είναι ξυπνός και δεν θα υπάρχει κανένας υποψήφιος αγοραστής για εκείνον. Αυτή
η µέθοδος της επιβεβαίωσης φαίνεται να µοιάζει µε την αντίστοιχη του κύκλου της Βιέννης (βλ.
νόηµα και κύκλος της Βιέννης), ωστόσο ο Peirce προνοοεί επιπλέον για µια επιστηµονική
πρόοδο και αντίστοιχη αλλαγή της πραγµατιστικής µεθόδου µε βάση το παραπάνω. Παρότι και
ο William James ακολουθεί αντίστοιχη µέθοδο (βλ. πραγµατισµός και αλήθεια, James), ο Peirce
είναι σαφής ότι η πραγµατιστική θέση δεν υποκαθιστά την αλήθεια της πρότασης, στην οποία θα
συγκλίνουν όλοι οι ερευνητές στο τέλος της έρευνας (βλ. πραγµατισµός, Rorty, για µια
διαφορετική ερµηνεία αυτής της σύγκλισης).
Β. Κ.

54
πραγµατισµός και αλήθεια, James: Για τον αµερικανό φιλόσοφο William James, η αξία της
γνώσεως και της αλήθειας είναι ιδωµένη µέσα από ψυχολογικό πρίσµα, αντιτιθέµενη σε µια
θεωρητική πραγµάτευση που προβάλλεται ως 'αντικειµενική' αλήθεια. Ωστόσο, η ψυχολογική
στάση δεν εκλαµβάνεται ως εκδίπλωση υποκειµενικών ιδεών, αλλά ως τέλεση ατοµικών
πράξεων. Κατά συνέπεια, το νόηµα της αληθούς πρότασης αποτελείται από τα πρακτικά
αποτελέσµατα αυτής της πρότασης για τη ζωή του ανθρώπου. Αληθινό είναι το ωφέλιµο είτε µε
όρους χρησιµότητας στην πρόβλεψη µελλοντικών εµπειριών είτε µε όρους συναισθηµατικής
κάλυψης στην ζωή του υποκειµένου. Παράδειγµα για το πρώτο αποτελεί η θέση ότι η αλήθεια
για την ύπαρξη των κροκόδειλων στον Αµαζόνιο είναι διασφαλισµένη εφόσον το υποκείµενο
προτίθεται να πράξει έτσι ώστε να έχει εµπειρία των ζώων αυτών. Παράδειγµα για το δεύτερο
αποτελεί η θέση για την ύπαρξη του Θεού (βλ. βούληση για πίστη, James). Αυτή η προσέγγιση
έρχεται σε αντίθεση τόσο µε ορθολογιστικές όσο και µε εµπειριστικές θεωρίες της γνώσης, που
και οι δύο διαχωρίζουν µε τον τρόπο τους το υποκείµενο από τον κόσµο, και θέτουν την αλήθεια
ως ενός είδους αντιστοιχία ιδεών µε µια πραγµατικότητα (βλ. εµπειρισµός, ορθολογισµός). Σ'
αυτό το σηµείο ο James φαίνεται να διαφωνεί µε τον Peirce (βλ. πραγµατισµός, Peirce).
∆. Ζ.

πραγµατισµός, Rorty: Ο Rorty υποστηρίζει ότι στόχος της φιλοσοφίας δεν είναι η ανακάλυψη
κάποιων θεµελιακών αληθειών µε σκοπό την αµοιβαία κατανόηση και συναίνεση. Σε αντίθεση
επιπλέον µε τον κλασικό πραγµατισµό (βλ. πραγµατισµός, Peirce), ο Rorty δεν υποστηρίζει το
ένα νόηµα και την µία αλήθεια, αλλά µε βάση τα διδάγµατα του µετανεοτερισµού δηλώνει ότι ο
φιλόσοφος ως επιδέξιος συζητητής και ερευνητής της λογικής είναι σε θέση να γνωρίζει ότι κάθε
ανθρώπινη θεωρία είναι µια όχι αναγκαία ερµηνεία του κόσµου. Ο πραγµατισµός του Rorty
εκφράζεται στην θεώρηση ότι η φιλοσοφία οδηγεί στην πρακτική διευκόλυνση του θεωρητικού
διαλόγου για τα βασικά προβλήµατα µιας συγκροτηµένης κοινωνίας.
M. E.

προθετικότητα, Ακινάτης: Ο όρος προθετικότητα (ή αναφορικότητα ή αποβλεπτικότητα),


επινοήθηκε από τους εκπροσώπους της σχολαστικής φιλοσοφίας του Μεσαίωνα (και τον
Ακινάτη) και δηλώνει την αναφορά µίας εκδήλωσης ή λειτουργίας της ψυχής, όπως η πίστη, η
παρατήρηση ή η ελπίδα, σε κάτι άλλο, όπως σε ένα αντικείµενο, πρόσωπο ή γεγονός πέρα από
την ψυχή. Όταν πιστεύω ότι το τραίνο θα έρθει στις οκτώ, η πεποίθησή µου κατευθύνεται προς
κάτι έξω από την ίδια την πεποίθηση. Η σηµασία της προθετικότητας έγκειται στην ίδια την
κατεύθυνση προς ένα πράγµα, και όχι στο ίδιο το πράγµα, που µπορεί και να µην είναι
υπαρκτό. Κατ' αναλογία, ο Ακινάτης στο υπόµνηµά του στο έργο του Αριστοτέλη "Περί ψυχής"

55
διαχωρίζει τα φυσικά αντικείµενα, τα οποία έχουν 'φυσική ύπαρξη', από τα αντικείµενα του νου
(τα αισθήµατα και τις έννοιες), που έχουν 'προθετική' ύπαρξη (βλ. επίσης προθετικότητα,
Brentano).
Ι. Γ.

προθετικότητα, Brentano: Όρος των σχολαστικών (βλ. προθετικότητα, Ακινάτης) που


επανήλθε από τον Γερµανό φιλόσοφο Franz Brentano τον 19ο αιώνα, και έχει επηρεάσει την
παράδοση της αναλυτικής φιλοσοφίας στον 20ο αιώνα. Χαρακτηριστικό των νοητικών
φαινοµένων, σύµφωνα µε τον Brentano, δεν είναι το άυλο (βλ. νους & σώµα, Descartes), αλλά
το γεγονός ότι τίθενται, κατευθύνονται προς και αναφέρονται σ' ένα αντικείµενο, το οποίο µπορεί
να είναι και φυσικό αντικείµενο. Η σκέψη µου περιλαµβάνει ένα συγκεκριµένο αντικείµενο
σκέψης, η επιθυµία µου τη βούλησή µου για κάτι, και το ίδιο και τα υπόλοιπα φαινόµενα. Το
αντίστροφο, τα φυσικά αντικείµενα να αναφέρονται σε ένα νοητικό φαινόµενο, δεν ισχύει, γι'
αυτό και τα νοητικά φαινόµενα διαφοροποιούνται από τα φυσικά. Επεξηγηµατικά, ο όρος
'προθετικότητα' δεν καλύπτει µόνο την πρόθεση για δράση, αλλά όλες τις νοητικές καταστάσεις.
Το πρόβληµα βρίσκεται στο ότι τα αντικείµενα των νοητικών καταστάσεων δεν αντιστοιχούν
πάντοτε σε φυσικά αντικείµενα (η σκέψη µου για την ηγουµένη του Αγ. Όρους), και σχετικές
λύσεις έχουν προταθεί (βλ. αντικείµενα, Meinong).
Β. Κ.

πρόοδος, Dewey: Η πίστη στην διαρκή βελτίωση της ανθρώπινης κατάστασης έρχεται αρχικά
σε αναντιστοιχία µε την άρνηση µιας αλήθειας και µιας κυρίαρχης λογικής (βλ. εργαλειακή
ερµηνεία, Dewey). Ωστόσο, ο Αµερικανός φιλόσοφος θεωρεί την πρόοδο ως την διαρκή
εξάσκηση της λογικής της έρευνας (µέσα από δοκιµές και σφάλµατα), µέσα στα πλαίσια µιας
δηµοκρατικής κοινωνίας. Καταλυτικός γι' αυτό είναι ο ρόλος της εκπαίδευσης, σ' ένα σχολείο
ανοιχτό, πέρα από προδιαγεγραµµένες θεωρίες, που ωθεί την ανεξαρτησία και την κατεύθυνση
στην έρευνα.
Β. Κ.

προσωπική ταυτότητα, Locke: Η θεωρία ότι εκείνο που καθιστά το βιολογικό άνθρωπο
έλλογο ον ('πρόσωπο') στη διάρκεια και σε όλες τις χρονικές µεταβολές είναι η ενότητα της
συνείδησης στο χρόνο, ένας όρος που στην πρώτη ερµηνεία οδηγεί στη µνήµη των σκέψεων και
των πράξεων. O Locke στο ∆οκίµιο για την ανθρώπινη νόηση για άλλους λόγους δεν δέχεται ότι
η ενότητα του σώµατος οδηγεί στην ενότητα της προσωπικότητας στο χρόνο, εφόσον µ' αυτόν
τον συλλογισµό το νήπιο Αριστοτέλης και ο φιλόσοφος Αριστοτέλης θα ήταν διαφορετικά

56
πρόσωπα. Επιπλέον, παρότι ο Locke πίστευε στην ύπαρξη µιας υπόστασης που ονοµάζεται
ψυχή, δεν τοποθέτησε την ενότητα της προσωπικής ταυτότητας στην ενότητα της ψυχής. Ακόµα
κι αν υπήρχε µετεµψύχωση, και τα ανθρώπινα σώµατα άλλαζαν ψυχικές υποστάσεις, το ον που
υπήρχε στο σώµα ενός αθώου δεν θα µπορούσε να κατηγορηθεί για τις πράξεις µιας ψυχής που
ανήκε σ' έναν δολοφόνο, και έτυχε να ενοικεί στο σώµα του. Αυτό θα µπορούσε να γίνει µόνο αν
η τελευταία ψυχή επιπλέον θυµόταν τις παραπάνω ποινικά κολάσιµες πράξεις. Μια τέτοια
θεωρία οδηγεί στην προοπτική ότι η αµνησία στο ίδιο βιολογικό ον καθιστά δύο διαφορετικές
προσωπικότητες, και ο Locke φαίνεται πρόθυµος να δεχθεί έναν τέτοιο διαχωρισµό. Ωστόσο, η
παραδοξότητα ενός τέτοιου ισχυρισµού οδήγησε σε κριτική από τον Reid, ο οποίος
υπερασπίστηκε µια 'κοινής λογικής' συνείδηση της διαδοχής στο χρόνο, και αντίθετα
εξαπλώθηκε από τον Hume, µε τον ισχυρισµό ότι ποτέ δεν υπάρχει ενιαίος εαυτός (και
εποµένως ταυτότητα του εαυτού στον χρόνο).
Β. Κ.

πρωτεύουσες-δευτερεύουσες ποιότητες, Descartes: Απότοκο του συµβιβασµού ανάµεσα


στον σκεπτικισµό και τον ρεαλισµό για την γνώση του εξωτερικού κόσµου (βλ. cogito και στάδια
αµφιβολίας, Descartes) είναι η διάκριση του Descartes στον Τρίτο Στοχασµό των ιδιοτήτων των
φυσικών σωµάτων σε πρωτεύουσες ή πρωταρχικές και δευτερεύουσες ιδιότητες ('ποιότητες').
Πρωτεύουσες ιδιότητες ονόµασε τις ουσιώδεις ιδιότητες των σωµάτων: µέγεθος, σχήµα, χωρικό
διάστηµα µεταξύ των σωµάτων, υπόσταση, διάρκεια και τον αριθµό. Οι παραπάνω είναι
αντιληπτές µέσω της εµπειρίας, ωστόσο φανερώνονται ως ουσιώδεις µέσα από µια πράξη του
νου που διεισδύει στη µη εµπειρική διάσταση της πραγµατικότητας ως σαφείς και διακριτές (βλ.
ενόραση - απόδειξη, Descartes). Αντίθετα, δευτερεύουσες ποιότητες δεν αφορούν την
πραγµατική υπόσταση του υπό εξέτασιν φυσικού σώµατος αλλά τις ιδιότητες που επιδρούν στα
αισθητήρια όργανά µας (π.χ. το χρώµα, η γεύση, η οσµή, ο ήχος, η σκληρότητα κ.α.) Αυτές οι
ιδιότητες µπορούν κάλλιστα να µεταβληθούν όλες, χωρίς το φυσικό σώµα να απωλέσει την
αντικειµενική του ουσία. Αυτή η διάκριση υιοθετήθηκε (µε παραλλαγές) από τον Locke (βλ.
πρωτεύουσες-δευτερεύουσες ποιότητες, Locke).
M. Ε.

πρωτεύουσες-δευτερεύουσες ποιότητες, Locke: Μια αντιστοίχιση των ιδεών του νου,


σύµφωνα µε τον Locke (που ωστόσο ενυπάρχει και στον Descartes, βλ. πρωτεύουσες-
δευτερεύουσες ποιότητες, Descartes), η οποία διαφοροποιεί τις ιδέες σε άµεσα και έµµεσα
εξαρτώµενες από τις ιδιότητες ('ποιότητες') του αντικειµένου. Οι ιδέες της υφής, του µεγέθους,
της έκτασης, του αριθµού και της κίνησης/ηρεµίας προέρχονται άµεσα από τις αντίστοιχες

57
ιδιότητες ή ποιότητες των αντικειµένων, ενώ οι ιδέες των χρωµάτων, των οσµών, των γεύσεων,
των ήχων και οι απτικές ιδέες (και του θερµού/ψυχρού) παράγονται ως αποτέλεσµα δυνάµεων
που υπάρχουν στις πρωτεύουσες ποιότητες, και δηµιουργούν τις δευτερεύουσες ποιότητες.
Πρόβληµα παραµένει η σχέση ιδιοτήτων/ποιοτήτων αντικειµένων και ιδεών του νου. Ο Locke
αναφέρεται σε µια σχέση αναπαράστασης για τις πρωτεύουσες ποιότητες (οι ιδέες
αναπαριστούν τις ποιότητες), ενώ για τις δευτερεύουσες µια αιτιακή σχέση (οι ιδέες των
χρωµάτων π.χ. παράγονται αιτιακά από τα αντικείµενα µέσω των συγκεκριµένων δυνάµεων που
αυτά διαθέτουν).
Β. Κ.

σηµεία & σύµβολα, Peirce: Η θεωρία του νοήµατος του Peirce βασίζεται στην σηµειωτική του,
και τα πράγµατα έχουν νόηµα µόνο αν υπάρχουν σηµεία που να δηλώνουν ή να
αντιπροσωπεύουν τα παραπάνω. Τα σηµεία αποτελούν στοιχεία, εµφανίσεις, ενδείξεις για τα
πράγµατα (όπως τα σύννεφα αποτελούν ένδειξη για την βροχή, αλλά και οι σηµαίες αποτελούν
ένδειξη για το συγκεκριµένο έθνος), ενώ τα σύµβολα -άσχετα µε το αν συγκαταλέγονται στα
σηµεία ή όχι- αποτελούν επεξεργασµένες ερµηνείες των πραγµάτων (κύριο παράδειγµα τα
γλωσσικά, όπως και τα επιστηµονικά σύµβολα). Κύριος παράγοντας σ' αυτήν την επεξεργασία
είναι ο ερµηνευτής, ο οποίος αποτελεί έναν τρίτο πόλο της διαδικασίας, και καθιστά σαφή την
κατανόηση και ερµηνεία των σηµείων. Με άλλα λόγια, το νόηµα των πραγµάτων εξαρτάται
ουσιωδώς από την ερµηνευτική ικανότητα, και η γνωσιοθεωρία µεταστρέφεται σε διαδικασία
συναγωγής της κατάλληλης αποκωδικοποίησης.
Β. Κ.

συµβολική λογική: Κάποτε τίθεται και ως επέκταση της θεωρίας του αριστοτελικού
συλλογισµού (στη σύνδεση των προτάσεων), και αναπτύχθηκε κυρίως τον 20ο αιώνα από τους
Frege και Russell. Παρότι η µέθοδος της απόδειξης εξακολουθεί να στηρίζεται στην εξαγωγή
έγκυρου συµπεράσµατος από κατάλληλα δοµηµένες προκείµενες, χρησιµοποιούνται σύµβολα
για να δηλώσουν όχι µόνο µεµονωµένες προτάσεις, αλλά και στοιχεία αυτών των προτάσεων.
Παράδειγµα, η χρήση ποσοδεικτών (καθολικός και υπαρκτικός) για να περιγραφούν οι
αντίστοιχες εκφράσεις (όλοι, κάποιος), και η αποτύπωση µέσω συµβόλων των σχέσεων
υποκειµένων-ρήµατος-αντικειµένου. Το µέρος αυτό έχει ονοµαστεί 'κατηγορηµατική' λογική, και
µαζί µε τον προτασιακό λογισµό (την λογική που εστιάζει στις προτάσεις συνολικά) αποτελούν
την πρωτοβάθµια λογική. Σύγχρονες κατευθύνσεις περιλαµβάνουν την λογική της πιθανότητας
και αναγκαιότητας ('τροπική λογική'), την χρονική λογική κ.α.
B.K.

58
τελεολογία, Αριστοτέλης: Η θεωρία ότι η µεταβολή µιας οντότητας δεν είναι τυχαία, αλλά
υπόκειται σε µια εξέλιξη προς ένα τέλος, ένα σκοπό. Στην περίπτωση του Αριστοτέλη, αυτό
συνδέεται µε τις έννοιες του δυνάµει-ενεργεία. Τα ανθρώπινα όντα, αλλά και ολόκληρο το
σύµπαν έχουν το καθένα το δικό τους τέλος, τον δικό τους σκοπό να επιτελέσουν, για το οποίο
όµως έχουν ήδη τα κατάλληλα εφόδια. Ένας άνθρωπος οφείλει να αναπαραχθεί, αλλά έχει ήδη
τη βιολογική σχετική συγκρότηση, κι ένας φοιτητής που έχει διδαχθεί φιλοσοφία έχει τη
δυνατότητα να φιλοσοφήσει - κι αν το επιτύχει, θα εκπληρώσει τον σκοπό αυτό. Μόνο ο Θεός
είναι τέλειος από µόνος του, σύµφωνα µε τον Αριστοτέλη, και γι' αυτό δεν υπάρχει σε εκείνον
σχετική εξέλιξη.
Β. Κ.

τελεολογικό επιχείρηµα, Ακινάτης: Πρόκειται για ένα από τα 5 επιχειρήµατα µε σκοπό την
λογική απόδειξη για την ύπαρξη του Θεού από τον Ακινάτη, στο πλαίσιο της προσπάθειας
συγκερασµού της αριστοτελικής φιλοσοφίας (λογική) και της χριστιανικής διδασκαλίας (πίστη) [
βλ. φιλοσοφία & θεολογία, Ακινάτης]. Μία από τις αποδείξεις του για την ύπαρξη του Θεού, η
τελεολογική απόδειξη, στηρίχτηκε στην παρατήρηση του ότι όλα τα οργανικά όντα λειτουργούν
προς ένα σκοπό (βασική θέση της φιλοσοφίας του Αριστοτέλη). Σε αντίθεση, τα µη οργανικά
όντα δεν έχουν µια απαραίτητη προϋπόθεση για να λειτουργούν προς την επίτευξη κάποιου
σκοπού. Εφόσον δεν έχουν αυτήν την γνώση, κανονικά θα έπρεπε να κινούνται τυφλά και χωρίς
σκοπό, ωστόσο αυτό δεν συµβαίνει. Άρα τουλάχιστον για αυτά τα όντα, χρειάζεται ένα άλλο ον
µε νόηση και γνώση, ώστε να τα κατευθύνει. Αυτό το ον µπορεί να είναι µόνο ο Θεός. To
τελεολογικό επιχείρηµα δέχθηκε σφοδρή κριτική στον 18ο αιώνα από τον David Hume (βλ.
τελεολογικό επιχείρηµα, Hume).
Μ.Κ.

τελεολογικό επιχείρηµα (ύπαρξη Θεού), Hume: Το τελεολογικό επιχείρηµα προϋποθέτει την


συναγωγή συµπεράσµατος για την ύπαρξη του Θεού από την παρατήρηση των πραγµάτων της
φύσης και την αναλογία της µη ανθρώπινης φύσης µε τις προθέσεις και τους στόχους που
επιτελούν τα ανθρώπινα όντα. Με άλλα λόγια, αν η φύση επιτελεί έναν σκοπό, πρέπει κατ'
αναλογία µε την ανθρώπινη περίπτωση, να υπάρχει ένα υποκείµενο που προγραµµατίζει τους
σκοπούς της φύσης. O Hume στους ∆ιαλόγους για την φυσική θρησκεία ασκεί κριτική α) στο
κατά πόσον αυτή η αναλογία ανάµεσα σε µη ανθρώπινη και ανθρώπινη φύση είναι
δικαιολογηµένη β) αν είναι δικαιολογηµένη, τότε εφόσον δέχεται ότι παρόµοια (ευφυή)
αποτελέσµατα προκύπτουν από παρόµοιες (ευφυείς) αιτίες, αυτό οδηγεί και σε άλλες

59
συνέπειες. Π.χ. οι άνθρωποι δεν είναι µόνο ευφυείς, αλλά και κακοί ή ατελείς. Αν παρόµοια
αποτελέσµατα προκύπτουν από παρόµοιες αιτίες, τότε η ίδια η φύση του Θεού είναι κακή ή
ατελής. Είναι, λοιπόν, ανεπίτρεπτη η χρήση της αιτιότητας για τη σύνδεση του συνόλου των
εµπειριών µε µια εξωτερική αιτία, όπως είναι η πίστη στην ύπαρξη του Θεού (βλ. αιτιότητα και
επαγωγή, Hume).
Β.Κ. - Ε.∆.

τέχνη, Schopenhauer: Μία (προσωρινή) διέξοδος από το βασίλειο των φαινοµένων και
παραµονή στα 'πράγµατα καθ' εαυτά' (βλ. φαινόµενα και νοούµενα, Kant). O Schopenhauer
θεωρεί ότι η αισθητηριακή αντίληψη για µία και µοναδική περίπτωση στην τέχνη δεν
αναπαριστά, αλλά ενορατικά συνιστά την βούληση για ζωή, που αποτελεί ταυτόχρονα και το
υλικό κατασκευής του κόσµου. Η αισθητική εµπειρία αποκαλύπτει για τον Γερµανό φιλόσοφο τις
αρχές των πραγµάτων, τις ιδέες, και όχι τα µεµονωµένα πράγµατα, (µε σαφή αναφορά στην
θεωρία των ιδεών, βλ. ιδέες, θεωρία των [Πλάτων]).
Β. Κ.

τέχνη και γνωσιοθεωρία, Schelling: Ορµώµενος από την δική του έκφραση της
υπερβατολογικής φιλοσοφίας (βλ. υπερβατολογική φιλοσοφία, Kant), ο Γερµανός φιλόσοφος
επιχειρεί να υπερβεί τον Kant και τον διαχωρισµό σε φαινόµενα και νοούµενα, και να δείξει ότι η
φύση πέρα από τις κατηγορίες, αποτελεί ένα σύστηµα που καθρεφτίζεται στις δυναµικές
ιδιότητες του υποκειµένου. Κύριος εκπρόσωπος αυτής της δυναµικής είναι η κριτική δύναµη (βλ.
κριτική δύναµη & τέχνη, Kant), που µέσω της φαντασίας οδηγεί στην σύνθεση και την γνώση, κι
αυτό επιτυγχάνεται κυρίως µε τα έργα της τέχνης. Η φαντασία ωστόσο στον Schelling συνδέεται
περισσότερο µε την ενόραση ως διαίσθηση και το κίνηµα του ροµαντισµού ως πεδίο των µη
έλλογων δυνάµεων του υποκειµένου. Ως συνέπεια των παραπάνω θέσεων, η τέχνη είναι το
προνοµιακό πεδίο θέασης του κόσµου και της φύσης και η αισθητική ο ύψιστος βαθµός της
φιλοσοφικής ενασχόλησης.
Β. Κ.

υλισµός, Hobbes: Σε αντίθεση µε τον καρτεσιανό δυισµό ανάµεσα σε εκτατό σώµα και
σκεπτόµενο νου (βλ. νους και σώµα, Descartes), ο Hobbes στην φυσική του φιλοσοφία
επεξεργάστηκε τον υλισµό, επιµένοντας στην µοναδική πραγµατικότητα της ύλης. Πέρα από την
ιδιότητα της έκτασης (κοινή και στον Descartes), η ύλη έχει επίσης την ιδιότητα της κίνησης.
Συνέπεια αυτής της θέσης είναι (1) η εκτίµηση ότι οι νοητικές εκφάνσεις (από το αίσθηµα ως το
συναίσθηµα και την επιθυµία) αποτελούν ένα είδος κινήσεων του σώµατος, είτε ως επιθυµία -

60
κίνηση προς το «αντικείµενο» είτε ως απώθηση – αποµάκρυνση από αυτό (2) η ύπαρξη του
Θεού, στον οποίο φαίνεται να πιστεύει ο Hobbes, δεν µπορεί να αποτελεί θέµα πνευµατικής
υπόστασης. Παρά τα παραπάνω, ο Hobbes πιστεύει ότι ο υλισµός και ο συνακόλουθος
ντετερµινισµός είναι συµβατός µε την ελευθερία της βούλησης (βλ. ντετερµινισµός, Hobbes).
Ε. Ζ.

3 είδη βιωµατικής στάσης, Kierkegaard: Η ζωή σύµφωνα µε τις αισθητικές απολαύσεις και η
επιδίωξη της 'χαράς' είναι η πρώτη, ενώ η δεύτερη βασίζεται στην προσήλωση στους κανόνες
(ηθικούς, πολιτικούς, κοινωνικούς) και στα δόγµατα. Παρότι η κοινή λογική θα επεδίωκε την
τρίτη στάση ως µια µέση οδό ανάµεσα στα δύο, ο Kierkegaard επιµένει για µια υπέρβαση και
των δύο, και τον δρόµο της θρησκευτικής πίστης. Το επιχείρηµα είναι ότι και στους δύο
προηγούµενους στην πραγµατικότητα δεν υπάρχει επιλογή του υποκειµένου, καθώς εκείνο είναι
δέσµιο είτε των ενστίκτων του είτε της κοινωνικής προσαρµογής. Η µόνη επιλογή και η µόνη
ελευθερία έγκειται στον ανορθολογισµό της θρησκευτικής πίστης, η οποία δεν έχει σχέση µε την
θεολογική διδαχή και συγκεκριµένη θρησκεία αλλά µε το ίδιο το θρησκευτικό βίωµα (βλ. φόβος
και τρόµος, Kierkegaard).
Β. Κ.

3 είδη κοσµοθεωρίας, Dilthey: Στα Γερµανικά ο όρος είναι 'Weltanschauungen' και δηλώνει το
γεγονός ότι οι φιλοσοφικές θεωρήσεις αποτελούν ένα είδος ερµηνείας και κατανόησης
(Verstehen) για τον Dilthey (βλ. επίσης κατανόηση, Weber), χωρίς το ζήτηµα της αλήθειας να
τίθεται ως πρωταρχικό. Σε όλη την διάρκεια της φιλοσοφικής ιστορίας διακρίνει 3 τέτοιους
τύπους: την υλιστική θεωρία µέσω των φυσικών νόµων, τον 'αντικειµενικό ιδεαλισµό' (ο φυσικός
κόσµος υπακούει σε µια λογική τάξη π.χ. πλατωνική θεωρία) και τον 'υποκειµενικό ιδεαλισµό' (η
συνείδηση και οι λογικές κατηγορίες έχουν τον πρώτο ρόλο στην ερµηνεία, ανεξάρτητα από τα
πράγµατα, όπως στην καντιανή φιλοσοφία).
Β. Κ.

υλοµορφισµός, Ακινάτης: Η παρατήρηση ότι όλα τα πράγµατα υπόκεινται σε διαρκείς αλλαγές


που µεταβάλλουν την µορφή τους, οδηγεί τον Ακινάτη στην αποδοχή της αριστοτελικής θεωρίας
περί υλοµορφισµού (βλ. υλοµορφισµός, Αριστοτέλης), προκειµένου να εξηγήσει το φαινόµενο
των αλλαγών. Υποστηρίζει ότι όλα τα υλικά σώµατα συνδυάζουν ύλη και µορφή, όπου η ύλη
είναι το δυνάµει στοιχείο που µπορεί να ενωθεί µε µια οποιαδήποτε µορφή, ενώ η µορφή
εντάσσει το αντικείµενο σε µια συγκεκριµένη κατηγορία πραγµάτων και το διαφοροποιεί από τις
άλλες. Η ύλη και η µορφή συνυπάρχουν στα υλικά σώµατα, καθώς η παρουσία τους σ' αυτά

61
είναι ταυτόχρονη, και σε καµία περίπτωση δεν υφίστανται µεµονωµένα. Ωστόσο, η αρχή της
εξατοµίκευσης στον Ακινάτη (βλ. αρχή εξατοµίκευσης, Ακινάτης-Occam) εδράζεται στην
συγκεκριµένη ύλη και όχι στην µορφή. Ο Ακινάτης περιορίζει την εφαρµογή του υλοµορφισµού
στα πλαίσια του ορατού και του υλικού κόσµου, εφόσον ούτε η ψυχή (βλ. νους/ψυχή & σώµα,
Ακινάτης) ούτε οι άγγελοι και ο Θεός αποτελούν ένα τέτοιο σύµπλεγµα.
Α. ∆.

υλοµορφισµός, Αριστοτέλης: Η θεωρία ότι ακόµη και τα υλικά πράγµατα δεν είναι µόνο
αποτελέσµατα ύλης, αλλά και µιας συγκεκριµένης µορφής, η οποία προσδίδει σ' αυτά την ουσία
τους (βλ. ουσία και συµβεβηκός, Αριστοτέλης). Εφόσον ο Αριστοτέλης επιλέγει το συγκεκριµένο
υποκείµενο ως βάση της µεταφυσικής του, εκείνο που διαχωρίζει το δρύινο τραπέζι από το
δέντρο της βελανιδιάς δεν είναι το υλικό (το ίδιο υπάρχει και στα δύο), αλλά η συγκεκριµένη
µορφή τους. Η συγκεκριµένη µορφή είναι εκείνη που θα απαντήσει και στο ερώτηµα του
ορισµού για το τι καθιστά το τραπέζι τραπέζι (βλ. αντίθετα θεωρία ιδεών, Πλάτων), και µε τον
ίδιο τρόπο η ψυχή είναι η µορφή του ζωντανού όντος (βλ. ψυχή, Αριστοτέλης). Υπάρχουν
προβλήµατα σχετικά µε τον τρόπο συνδυασµού ύλης και µορφής, ωστόσο ένας άλλος τρόπος
περιγραφής είναι η καταφυγή στο δίπολο δυνάµει-ενεργεία (βλ. δυνάµει-ενεργεία, Αριστοτέλης),
όπου η µορφή αποτελεί την πραγµατωµένη δυνατότητα (ενεργεία) της προηγουµένως
αδιαφοροποίητης ύλης (δυνάµει).
Β. Κ.

υπαρξισµός, Heidegger: Εστιάζει κυρίως στο υπαρκτικό υποκείµενο (Dasein), το οποίο πρέπει
να ερευνηθεί σε µια 'θεµελιώδη οντολογία', και το οποίο έχει 'ριφθεί' στον κόσµο και αναζητά την
αυθεντικότητά του µέσα από τις συµβάσεις και την ταυτότητα του ιδιαίτερου περιβάλλοντος. Το
όπλο του υποκειµένου είναι η ίδια του η δραστηριότητα, που µπορεί και µετασχηµατίζει το
περιβάλλον από ανοίκεια αντικείµενα σε 'αντικείµενα προς χρήση' (Zuhanden) -γι' αυτό και τα
αντικείµενα ορίζονται πάντα σε σχέση µε το υπαρκτικό υποκείµενο και όχι ως θεωρητικές
οντότητες. Ένα δεύτερο όπλο είναι ο µετασχηµατισµός της γλώσσας (και κάποτε ο Heidegger
προκρίνει την ποιητική γλώσσα, αλλά και την αποσπασµατική έκφανση των προσωκρατικών
φιλοσόφων), έτσι ώστε να αποκαλυφθεί η αλήθεια για το υποκείµενο, που σε καµία περίπτωση
δεν αποτελεί µια αντιστοιχία µε την αντικειµενική πραγµατικότητα. Το υποκείµενο βρίσκεται στον
κόσµο, και η αλήθεια είναι η αναστροφή της λήθης σχετικά µε την αυθεντικότητα και το είναι του
υποκειµένου.
Β. Κ.

62
υπαρξισµός, Sartre: Η θέση σύµφωνα µε την οποία το νόηµα της ζωής και το νόηµα του
κόσµου δεν είναι δυνατόν να είναι προκαθορισµένο ούτε καθολικό, και ότι η ατοµική ύπαρξη και
πορεία του υποκειµένου στον κόσµου προηγείται της όποιας ουσίας (βλ. επίσης ουσία και
ύπαρξη, Ακινάτης). Από τη στιγµή που δεν υπάρχουν προκαθορισµένες σταθερές και ουσία του
υποκειµένου, εκείνο αρχίζει από το µηδέν και οι πράξεις του δηµιουργούν το είναι του. Αυτή η
αλήθεια δεν είναι πάντα αντιληπτή σ' εκείνον, και κάποτε υπάρχει η τάση διαστρέβλωσης της
αλήθειας µέσω της κακής πίστης (βλ. κακή πίστη, Sartre). Βασικό στοιχείο επίσης στην
υπαρξιστική θεωρία του Sartre είναι ότι η ελεύθερη επιλογή του υποκειµένου δεν είναι
ορθολογική επιλογή, καθώς τίποτε εκ των προτέρων δεν καθορίζει µια έννοια ορθολογικότητας.
Από εδώ πηγάζει και η υπαρξιακή αγωνία του υποκειµένου, όταν συνειδητοποιεί την ανάγκη
δράσης και την απουσία εκ των προτέρων καθορισµένων εφοδίων προς τον στόχο αυτής της
δράσης.
B. K.

υπαρξισµός και αξιοπρέπεια, Camus: O Γάλλος συγγραφέας και διανοητής αναδιατυπώνει το


ανορθολογικό στην θεωρία του υπαρξισµού όχι ως κατάσταση αλλά ως χάσµα ανάµεσα στην
συνειδητοποίηση της έλλειψης ορθολογικής γνώσης του κόσµου από τη µία πλευρά, και την
ανθρώπινη επιθυµία για γνώση από την άλλη. Η αναγνώριση αυτού του παράλογου από τον
άνθρωπο οδηγεί στο κενό και την απελπισία, δεν οφείλει όµως να οδηγήσει στην παραίτηση (και
τυχόν στην αυτοκτονία), αλλά στην πράξη. Ο Camus εισάγει µια έννοια υπερηφάνειας στην
παραδοχή των υποκειµένων, εφόσον τα ίδια οφείλουν να δηµιουργούν συνεχώς τον κόσµο
(όπως και ο Σίσυφος να ανεβοκατεβαίνει τη διαδροµή του), χωρίς να παραιτούνται αλλά να
αποδέχονται µε αξιοπρέπεια την αλήθεια αυτή. Αν αποφάσιζαν να εκλείψουν, προσπαθώντας
να αρνηθούν την ανορθολογικότητα της ζωής, το µόνο που θα επιτύγχαναν, θα ήταν να
διαψεύδουν τον εαυτό τους, αναζητώντας την ορθολογικότητα σε άλλο τόπο. Η παραδοχή της
υπαρξιστικής ελευθερίας επιφέρει και την αξιοπρέπεια αποδοχής των όρων της.
Β. Κ.

υπερβατολογική φιλοσοφία, Kant: ∆εν δηλώνει την φιλοσοφία που υπερβαίνει τα όρια των
γνωστικών µας δυνατοτήτων, κάτι αναληθές (αυτή είναι η υπερβατική φιλοσοφία). Σηµατοδοτεί
αντίθετα την µη εµπειρική έρευνα για τους όρους και τις αναγκαίες συνθήκες που δικαιολογούν
και προκαθορίζουν όλη την εµπειρία και τη γνώση, και τις αποτυχηµένες απόπειρες υπέρβασης
αυτής της γνώσης. Στο πρώτο µέρος της Κριτικής του Καθαρού Λόγου, την υπερβατολογική
αναλυτική, ο Kant διακρίνει τα δύο κύρια τµήµατα της γνώσης, την εµπειρία και την νόηση, και
αντίστοιχα προτείνει την πραγµάτευση της υπερβατολογικής αισθητικής (βλ. επίσης χώρος-

63
χρόνος, Kant), και της υπερβατολογικής λογικής. Στην υπερβατολογική αισθητική ερευνώνται οι
a priori πηγές του περιεχοµένου µέσω των αισθήσεων, το οποίο, συνολικά (εµπειρικό και µη
εµπειρικό) ονοµάζεται 'εποπτεία' (Anschauung), ενώ στην υπερβατολογική λογική πάλι οι a
priori πηγές των εννοιών της νόησης, που από τον Kant ονοµάζονται κατηγορίες (βλ. κατηγορίες
& υπερβατολογική παραγωγή, Kant). To δεύτερο µέρος της Κριτικής, η υπερβατολογική
διαλεκτική, αναφέρεται στις παρερµηνείες και εσφαλµένες µεταφυσικές τοποθετήσεις για µεγάλα
θεωρητικά ζητήµατα που αναφέρονται στα πράγµατα 'καθ' εαυτά'. Το παραπάνω εγχείρηµα
προϋποθέτει τη γνώση µέσω κρίσεων που δεν προέρχονται από την εµπειρία αλλά ωστόσο
εφαρµόζονται στην εµπειρία (βλ. a priori συνθετική πρόταση, φαινόµενα και νοούµενα, Kant).
Β. Κ.

υπόσταση, Locke: Σε συστοιχία αλλά και χωρίς πλήρη αντιστοιχία µε την αριστοτελική ουσία
(βλ. ουσία και συµβεβηκός, Αριστοτέλης), η οποία περιγράφει µια µεµονωµένη και
ολοκληρωµένη οντότητα (π.χ. ο Σωκράτης), ο Locke δηλώνει µε τον όρο (σύµφωνα µε µία από
τις κύριες ερµηνείες) το υλικό υπόστρωµα αυτής της οντότητας, στην οποία ενυπάρχουν οι
διάφορες ποιότητες που µεταβάλλονται. Το πρόβληµα ωστόσο έγκειται στο ότι οι
µεταβαλλόµενες ποιότητες του αντικειµένου είναι γνωστές µέσω της εµπειρίας, ενώ αυτή η
υπόσταση (η οποία δεν µπορεί να γίνει γνωστή µέσω της εµπειρίας, διαφορετικά θα ήταν και
εκείνη µεταβαλλόµενη) καθίσταται άγνωστη, και ο Locke φαίνεται να απευθύνεται στην επιστήµη
για να επιλύσει το παραπάνω πρόβληµα. Σ' αυτό ακριβώς το θέµα ασκείται η κριτική από τον
Berkeley (βλ. ιδεαλισµός, Berkeley).
Β. Κ.

φαινόµενα και νοούµενα, Kant: ∆εν αποτελεί τη γνωστή διάκριση ανάµεσα στις πλάνες της
εµπειρίας και την πραγµατικότητα, αλλά τον διαχωρισµό της πραγµατικότητας που είναι δυνατόν
να γνωρίζουµε τόσο µε βάση τις αισθήσεις όσο και µε τη λογική (έχοντας ως προϋπόθεση και
στα δύο a priori κατηγορίες) από εκείνη που µόνο συλλαµβάνουµε και νοούµε (αλλά αγνοούµε)
µέσω των νοητικών µας δυνάµεων. To πρώτο εξετάζεται στην υπερβατική αναλυτική, το πρώτο
µέρος της Κριτικής του Καθαρού Λόγου. Η αναλυτική διαλεκτική, το δεύτερο µέρος της Κριτικής,
εστιάζει στην αντιµετώπιση τριών ιδεών του καθαρού λόγου, για τις οποίες ο φιλόσοφος θεωρεί
ότι είναι αδύνατη η γνώση: η έννοια της ψυχής ως µόνιµης υπόστασης στο υποκείµενο, η έννοια
του κόσµου ως ενός συνόλου πραγµάτων σε σχέση αιτίου και αποτελέσµατος, και η αρχή ή όχι
στον χρόνο, και η έννοια του Θεού ως όντος. Αυτές οι οντολογικές θέσεις επιδιώκονται από τον
'λόγο' (Vernunft), ο οποίος ωστόσο αντιδιαστέλλεται από το νου/νόηση (Verstand) και τη γνώση.
Αποτέλεσµα πρώτον οι τέσσερις 'παραλογισµοί', που αφορούν ανάµεσα στα άλλα την αθανασία

64
της ψυχής, αλλά και την προσωπική ταυτότητα. Για το κοσµολογικό θέµα, ο Kant αναπτύσσει 4
αντινοµίες, θέσεις και αντιθέσεις, για να αποδείξει ότι δεν υπάρχει τέτοιου είδους γνώση, ενώ για
την ιδέα του Θεού, το 'ιδανικό του καθαρού λόγου', όπως το ονοµάζει, ασκεί σφοδρή κριτική στο
οντολογικό επιχείρηµα (βλ. οντολογικό επιχείρηµα, Kant). Ωστόσο, παρά τα παραπάνω ο Kant
δέχεται ότι υπάρχει µια πραγµατικότητα (το πράγµα καθεαυτό), και το αξιοποιεί στην ηθική του
θεωρία (βλ. ελευθερία και αυτονοµία, Kant).
Β. Κ.

φαινοµενολογία, Husserl: Η καθαρή (a priori) επιστήµη των φαινοµένων, και η µόνη


φιλοσοφική διέξοδος στο πρόβληµα της γνώσης, σύµφωνα µε τον Γερµανό θεωρητικό. Ο
Husserl δεν συνδέει τα φαινόµενα µε τις αισθητηριακές αντιλήψεις, αλλά αναζητά σ' αυτές
εκείνες τις σταθερές (µέσα στη διαρκή µεταβολή) που προσλαµβάνονται από την συνείδηση του
υποκειµένου. Οπλισµένος µε την έννοια της προθετικότητας του Brentano (βλ. προθετικότητα,
Brentano), θεωρεί ότι η συνείδηση κατευθύνεται προς αντικείµενα (εδώ εννοούνται τα
αντικείµενα της συνείδησης και όχι απαραίτητα φυσικά αντικείµενα) στην καθολική τους εκδοχή
ως είδη και όχι εξατοµικευµένα δεδοµένα (βλ. είδη, Husserl).
Κάποτε, στα γραπτά του Husserl αυτή η διαδικασία (ή ειδητική αναγωγή) φαίνεται να είναι το
πρώτο στάδιο στην προσπάθεια για την φαινοµενολογία, διότι ακόµη και εκεί ο εξωτερικός
κόσµος ως φυσικός κόσµος απλώς είναι ανενεργός (αποτελεί το επίπεδο της ψυχολογίας). Η
φιλοσοφία ως φαινοµενολογία απαιτεί την 'υπερβατολογική αναγωγή', την συνειδητοποίηση ότι
τα αντικείµενα και είδη της συνείδησης αποτελούν τα 'πράγµατα καθ' εαυτά', ενώ ο φυσικός
κόσµος αποτελεί τα φαινόµενα (βλ. φαινόµενα και νοούµενα, Kant). Η a priori επιστήµη της
φαινοµενολογίας απαιτεί αναγκαιότητα (όπως και τα µαθηµατικά), κι αυτό το προσφέρουν µόνο
τα είδη και οι νοητικές εκφάνσεις απέναντι σ' αυτά (σκέψεις, επιθυµίες, αντιλήψεις) που
αποτελούν το αναγκαίο εννόηµα (noema), και όχι τα αντικείµενα του φυσικού κόσµου που
συνεχώς µεταβάλλονται. Με τον ίδιο τρόπο, ο Husserl χρησιµοποιεί το καρτεσιανό υποκείµενο
(βλ. cogito και στάδια αµφιβολίας, Descartes) όχι ως αυτόνοµη υπόσταση, αλλά ως φορέα
νοητικών εκφάνσεων και τέλος ως υπερβατολογικό υποκείµενο (χωρίς ωστόσο να προϋποθέτει
κατηγορίες, όπως ο Kant). Συµφωνεί µε τον Descartes ότι τα περιεχόµενα της συνείδησης είναι
η εκκίνηση της φιλοσοφίας, ωστόσο για τον Husserl αυτό είναι και το τέλος της.
Β. Κ.

φαινοµενολογία και σώµα, Merleau-Ponty:Αυτό που ο Husserl επιχειρεί να κατορθώσει µε


τον νου και τα είδη (βλ. είδη, Husserl), ο Merleau-Ponty επιχειρεί να αναδείξει µε την έννοια του
σώµατος στην αισθητηριακή αντίληψη. Θεωρώντας ότι η φαινοµενολογία του Husserl είναι

65
νοοκρατική, ο Γάλλος φιλόσοφος εστιάζει στο σώµα ως µεσολαβητή του νου και του κόσµου, µε
την διαφορά ότι το σώµα είναι ήδη στον κόσµο. Σε µια οµοιότητα µε τον Schopenhauer (βλ.
βούληση για ζωή, Schopenhauer), ο Merleau-Ponty θεωρεί ότι το σώµα ανακαλύπτεται ως
αρµονική ενότητα µε τον κόσµο µέσω της προθεωρητικής ενόρασης (και όχι µέσω της
πειραµατικής ανάλυσης). Αντλεί τα επιχειρήµατά του από την (µη πειραµατική) ψυχολογική
σχολή της Gestalt για να δείξει τις διαφορετικές και αµφίσηµες µορφές εµπειρίας του κόσµου, και
επιθέτει την κοινωνική συµπεριφορά και την γλώσσα σ' αυτήν την πρωταρχική και πλούσια
σωµατική εµπειρία.
Β. Κ.

φαινοµενολογία, Scheler: H αντίστοιχη εποχή στον Scheler (βλ. εποχή, Husserl) φαίνεται να
συνιστά όχι µόνο την αναστολή της εξέτασης της αλήθειας/ψεύδους, αλλά και γενικότερα των
φυσικών-βιολογικών φαινοµένων, έτσι ώστε η καθολική ουσία που αναφύεται µέσα από τον
αναστοχασµό να συνίστασται από τις αξίες ως αντικειµενικές υποστάσεις. Στις αξίες
περιλαµβάνονται τόσο τα συναισθήµατα της ευχαρίστησης και του πόνου, όσο και η κρίση του
ωραίου-άσχηµου, και κατόπιν οι ηθικές και θρησκευτικές αξίες, µε σειρά ιεράρχησης. Σε
συµφωνία µε τον Husserl, ο Scheler επιµένει σε ενός είδους ενόραση της αντικειµενικότητας των
αξιών, ωστόσο επιµένει και στην αντίστοιχη εκπαίδευση των ατόµων. Σε µεταγενέστερα έργα
εντάσσει και το βιολογικό-ψυχολογικό υπόβαθρο σε µια ευρύτερη 'φιλοσοφική ανθρωπολογία',
φιλοσοφία της υπόστασης του ανθρώπινου όντος συνολικά.
Β. Κ.

φιλοσοφία, Hegel: Το τελικό στάδιο στην εκδίπλωση του πνεύµατος και στην επιστροφή στον
εαυτό του. Το απόλυτο πνεύµα (βλ. απόλυτος ιδεαλισµός, Hegel) µέσα από την ιστορία και τις
επιστήµες εκφράζεται µέσω τριών θεωρητικών ενασχολήσεων, της τέχνης, της θρησκείας και
της φιλοσοφίας. Η τέχνη είναι ένας τρόπος άµεσης κατανόησης της πραγµατικότητας, που όµως
δίνει τη θέση της στην θρησκευτική κατανόηση, µια αναπαράσταση της πραγµατικότητας µέσω
του θείου. Η εξύψωση του πνεύµατος συντελείται µόνο µέσω της φιλοσοφίας, αφηρηµένης αλλά
και ταυτόχρονα καθαρής και καθορισµένης µορφής ενατένισης του ενός και µοναδικού
πνεύµατος στην διαδροµή του τόσο στον χώρο όσο και στον χρόνο, από την αρχαιότητα έως και
την εποχή του Hegel.
Β. Κ.

φιλοσοφία και θεολογία, Ακινάτης: Ο Θωµάς Ακινάτης υποστηρίζει ότι ως προς τη µέθοδο η
φιλοσοφία (και οι φυσικές επιστήµες) βασίζεται µόνο στη δύναµη της ανθρώπινης λογικής. και

66
στους κανόνες που καταλήγουν σε συµπεράσµατα για τον Θεό, τον κόσµο και τον άνθρωπο.
Αντίθετα, ο θεολόγος, αν και χρησιµοποιεί κι αυτός τη λογική, βασίζεται στην αποκαλυπτική
διδασκαλία των Ευαγγελίων και στην αυθεντία του δόγµατος. Το αντικείµενο, επίσης, της
φιλοσοφίας είναι περισσότερο ο άνθρωπος και ο κόσµος, ενώ της θεολογίας ο Θεός (ως
δογµατική θεολογία). Κοινό σηµείο επαφής φιλοσοφίας και θεολογίας η 'φυσική θεολογία', η
πρακτική της έρευνας (και της απόδειξης της ύπαρξης) του Θεού µε λογικά µέσα.
Με βάση αυτόν τον διαχωρισµό, ο Ακινάτης υποστήριξε (σε αντίθεση µε διαδεδοµένες απόψεις
για 'ειδωλολατρικούς' συγγραφείς) ότι η ατέλεια και µη ολοκλήρωση της φιλοσοφικής σκέψης
δεν σηµαίνει απαραίτητα και δογµατική πλάνη. Από την άλλη πλευρά, όταν συγκρούεται η
φιλοσοφική έρευνα (και κυρίως για τη µεσαιωνική σκέψη το παραπάνω συνδέεται άρρηκτα µε
την αριστοτελική φιλοσοφία) µε τη θεολογική διδαχή, η πρώτη οφείλει να υποχωρεί. Με αυτήν
την συµβιβαστική θέση ο Ακινάτης επιχειρεί να αποµακρυνθεί από το δόγµα της διπλής
αλήθειας του Αβερρόη (βλ. διπλή αλήθεια, Αβερρόης), προσεγγίζοντας το χριστιανικό δόγµα ότι
η αλήθεια βρίσκεται µόνο στη θεολογία.
Π. ∆.

φόβος και τρόµος, Kierkegaard: Τίτλος οµώνυµου έργου του ∆ανού φιλοσόφου και συνέπεια
ανάληψης ευθύνης από το υποκείµενο χωρίς ορθολογική εκτίµηση των συνεπειών. Παρότι το
παραπάνω φαίνεται απλή αφέλεια, ο Kierkegaard δηλώνει ότι πρόκειται για κάτι παραπάνω από
αυτό. Το παράδειγµα του Αβραάµ που θυσιάζει τον γιο του είναι κατ' εξοχήν δείγµα µη
ορθολογισµού, εφόσον γνωρίζει τις συνέπειες, µπορεί να νιώσει την πατρική αγάπη, και
γνωρίζει ότι η πράξη του είναι αντίθετη µε τις ηθικές επιταγές της κοινωνίας. Ωστόσο, το 'άλµα
της πίστης', όπως το περιγράφει ο Kierkegaard, τον υψώνει πάνω από τα ορθολογιστικά όρια
(ηθική, συναισθήµατα, κοινή λογική), και ταυτόχρονα του δηµιουργεί τρόµο, ακριβώς διότι
πρόκειται να ξεπεράσει αυτά τα όρια. ∆εν πρόκειται για έναν άβουλο άνθρωπο παρατηµένο
στην θεϊκή βουλή, ούτε για έναν θαρραλέο αλλά χωρίς επίγνωση των συνεπειών των ατοµικών
πράξεων. Το υποκείµενο στην πιο αυθεντική εκδοχή του επιλέγει τον ανορθολογισµό, έχοντας
παράλληλα την αγωνία για αυτό το βήµα (βλ. υπαρξισµός, Sartre).
Β. Κ.

φρόνηση, Αριστοτέλης: Η αρετή-κλειδί για την ηθική συµπεριφορά του ανθρώπου, σύµφωνα
µε τον Αριστοτέλη, που σχετίζεται µε τον πρακτικό συλλογισµό για κάθε ερώτηµα
συµπεριφοράς. Η φρόνηση καθοδηγεί τον άνθρωπο στην επιλογή του ηθικού µέσου. Αξιολογεί
καταστάσεις, λαµβάνει υπόψιν της ιδιαιτερότητες περιστάσεων, προθέσεις και στόχους και
τελικά αποφασίζει. Ο χαρακτήρας της είναι επιτακτικός, προϋποθέτει τέλεση πράξης -

67
απόφασης και δεν αποτελεί µόνο πρόθεση (όπως η αρετή της σύνεσης) ή συναίσθηµα. Παρά το
ότι ένας πρακτικός συλλογισµός είναι δυνατόν να µην οδηγεί στην αρετή (σκέφτοµαι ότι η
καλύτερη και συµφορότερη µακροχρόνια επιλογή για εµένα είναι η φοροδιαφυγή), ο Αριστοτέλης
θεωρεί ότι η φρόνηση προϋποθέτει την ύπαρξη ηθικής αρετής, και ότι ο µη αγαθός δεν µπορεί
να είναι φρόνιµος.
Ε.Ζ.

φυσικό δίκαιο, Ακινάτης: Η θεωρία σύµφωνα µε την οποία α) η ανθρώπινη ηθική


συµπεριφορά µπορεί να καθοριστεί κανονιστικά µε βάση την ανθρώπινη φύση β) η ανθρώπινη
κοινωνική συµπεριφορά µπορεί να καθοριστεί µέσω των νόµων µε βάση την ηθική
συµπεριφορά. Ως προς το πρώτο, ο Ακινάτης θεωρεί ότι η ανθρώπινη φύση είναι η έλλογη
φύση, και η προσήλωση στις επιταγές του λόγου (και όχι απαραίτητα της θρησκευτικής διδαχής)
προσδίδει την ηθικότητα του ατόµου. Ως προς το δεύτερο, η κοσµική εξουσία είναι ένας φυσικός
κοινωνικός θεσµός όπως η οικογένεια, και µπορεί να συνυπάρξει µε την εκκλησία και το θεϊκό
νόµο, δηµιουργώντας µε τη σειρά της τους δικούς της, ανθρώπινους ('θετούς') νόµους. Ο
άνθρωπος σύµφωνα µε τη φύση του και ως πολιτικό και κοινωνικό ον, το οποίο είναι ικανό να
επικοινωνεί µε τη λογική και τη γλώσσα του, χρειάζεται το φυσικό νόµο για να βιώνει την
καθηµερινότητα του µέσα σε µια θρησκευτική κοινότητα. Ωστόσο, ο Ακινάτης υποστηρίζει ότι η
πολιτική εξουσία πρέπει να υπακούει στον θεϊκό νόµο και να δηµιουργεί τον κατάλληλο θετό
νόµο για την εύρυθµη λειτουργία της πολιτείας.
Β. ∆.

φυσικό δίκαιο, Occam: Σύµφωνα µε την πολιτική και ηθική θεωρία του Occam, η οποία
συµπυκνώνεται στην πραγµατεία «Opus nonagnita dierum» (1332), η τάση του ανθρώπου για
την απόκτηση και χρήση της περιουσίας του αιτιολογείται ως φυσικό του δικαίωµα, καθώς αυτή
εκπορεύεται από την ανάγκη του για επιβίωση, από τη βούληση και τις εντολές του Θεού, αλλά
και από τις υποδείξεις της λογικής. Aυτό το δικαίωµα δεν αποκτά εγγενή αξία κατά τον Occam
αφού, σύµφωνα µε τη χριστιανική διδασκαλία (όπως αυτή ερµηνεύεται από το τάγµα των
Φραγκισκανών µοναχών) δεν δικαιολογείται στα υποκείµενα η κατοχή των υλικών πραγµάτων.
Ωστόσο, ο άνθρωπος µπορεί να προβαίνει στε τέτοια χρήση, εφόσον αυτή του η πράξη συνάδει
µε τις εντολές του Θεού. Στο τελευταίο σηµείο, η άποψη του Occam για τη µη αυτούσια αξία του
φυσικού δικαιώµατος, έρχεται σε αντίθεση µε τις απόψεις του Ακινάτη (βλ. φυσικό δίκαιο,
Ακινάτης).
Ε.∆.

68
φυσικό δίκαιο, Hobbes: Oι φυσικοί νόµοι για τον Hobbes είναι όλες εκείνες οι πρακτικές (αλλά
και σε µερικές αναγνώσεις θεϊκής καταγωγής) επιταγές που όλοι οι άνθρωποι γνωρίζουν, και
όλοι οφείλουν να υπηρετούν, εφόσον επιθυµούν ακριβώς το δικό τους εγωιστικό καλό. Εφόσον
χωρίς αυτούς η 'φυσική κατάσταση' των ανθρώπων είναι εκείνη του πολέµου όλων εναντίων
όλων, της πλεονεξίας και της άγριας αρπαγής, η 'πρακτική' σύσταση ότι αυτή η κατάσταση δεν
οδηγεί µακροπρόθεσµα στη διασφάλιση του ατοµικού συµφέροντος αποτελεί µια τέτοια
προσταγή. Μια άλλη επιταγή είναι ότι η επιδίωξη της ειρήνης και η υποταγή όλων σε έναν
κυρίαρχο µε απόλυτη εξουσία είναι η µοναδική έλλογη λύση για την κοινωνική συµβίωση (βλ.
πολιτική φιλοσοφία, Hobbes).
Β. Κ.

φυσικό δίκαιο, Locke: Αναφέρεται στο σύνολο των αρχών, των κανόνων, των δικαιωµάτων,
των αξιών που υπαγορεύονται από την φύση και το λογικό του ανθρώπου, είναι αναλλοίωτες,
και µοιάζουν έτσι να είναι ανεξάρτητες από τις συγκεκριµένες κοινωνικές συνθήκες και το
κράτος. Πρόκειται για την κατάσταση στην οποία τοποθετεί ο Θεός τους ανθρώπους ως φορείς
υποχρεώσεων και δικαιωµάτων. Στον Locke αυτές περιλαµβάνουν το δικαίωµα της ζωής, της
ελευθερίας και της απολαβής των αγαθών µέσω της εργασίας, µέσα σε προ-πολιτικές κοινωνίες
φιλειρηνικές και ανταλλακτικές. Ο Locke συνδυάζει τη θεωρία του φυσικού δικαίου µε αυτή του
κοινωνικού συµβολαίου (βλ. κοινωνικό συµβόλαιο, Locke), σύµφωνα µε το οποίο πρεσβεύει ότι
στην κυβέρνηση µεταβιβάζεται ένα µέρος µόνο των «φυσικών δικαιωµάτων» (απόδοση
δικαιοσύνης, εξωτερικές σχέσεις κ.λ.π.) για να γίνει περισσότερο αποτελεσµατική από τις
συγκρούσεις η υπεράσπιση όλων των υπολοίπων: της ελευθερίας του λόγου, της πίστης και
κυρίως της ιδιοκτησίας.
A. Ζ. - Μ. Κ.

φυσιοκρατική πλάνη, Hume: O όρος αποδόθηκε από τον G. E. Moore για να περιγράψει την
αντίθεση στην δική του ηθική θεωρία, ωστόσο η καταγωγή του περιεχοµένου ανήκει στον
Hume, και αποδίδει την (λανθασµένη) πρακτική συναγωγής ενός δεοντικού συµπεράσµατος
από πραγµατικά γεγονότα ('φυσιοκρατία'). Από το γεγονός ότι είναι εθιµικός κανόνας η
παρασκευή χριστουγεννιάτικων εδεσµάτων δεν συνάγεται ότι είναι υποχρέωση των πολιτών η
αντίστοιχη παρασκευή. Βέβαια, οι υποστηρικτές αυτής της άποψης έχουν επίσης την
υποχρέωση να δείξουν γιατί, παρότι οι δύο όροι είναι διακριτοί (γεγονότα vs. ηθικές επιταγές),
είναι πάντα εκ των προτέρων ανεπίτρεπτο (και συνεπώς πλάνη) το ένα να οδηγεί στο άλλο.
Β.Κ.

69
χρόνος, Bergson: ∆εν αποτελεί µια προκαθορισµένη διάκριση σε παρελθόν, παρόν και µέλλον,
αλλά µια άµεση συνειδητοποίηση της διάρκειας και της συνέχειας. Η εµπειρία του χρόνου στο
υποκείµενο είναι συνεχής, και δεν χωρίζεται σε λεπτά, ώρες και άλλα µέτρα µέτρησης, παρά
µόνο ως αφαίρεση από εκείνα, µε τον ίδιο τρόπο που το άκουσµα της µελωδίας χωρίζεται σε
νότες. Η έννοια του χρόνου ως διάρκειας αντικατοπτρίζεται στην γενικότερη θέση του Bergson
για την ζωή και την ζωτική ορµή (βλ.élan vital & ενόραση, Bergson).
Β. Κ.

χώρος και χρόνος, Kant: Αποτελούν a priori µορφές της εποπτείας του υποκειµένου (βλ.
πηγές γνώσης, Kant), και δεν είναι ούτε 'υποκειµενικές' ούτε 'αντικειµενικές' σταθερές, αλλά
προϋποθέσεις της όποιας εµπειρίας µέσω των αισθήσεων. Ο χώρος και ο χρόνος εντάσσονται
στις συνθετικές a priori προτάσεις (βλ. a priori συνθετική πρόταση, Kant), και υπάρχουν
ανεξάρτητα από την εµπειρία, ωστόσο εφαρµόζονται επιπλέον σε κάθε εµπειρία. Ο Kant
διευκρινίζει ότι ο χώρος και ο χρόνος δεν είναι έννοιες ως γενίκευση αρκετών µεµονωµένων
τόπων και στιγµών (διότι π.χ. µπορούµε να αναπαραστήσουµε µόνο έναν χώρο, και οι πολλοί
τόποι είναι µόνο µέρη του ενός χώρου), ούτε είναι αποτέλεσµα της εµπειρίας, γιατί και µόνο η
αναπαράσταση ενός πράγµατος έξω του υποκειµένου προϋποθέτει π.χ. τον χώρο. Ο χώρος και
ο χρόνος εµπλέκονται στις συζητήσεις για την αρχή και το άπειρο του κόσµου, όπου ο Kant
υποστηρίζει ότι λανθασµένα εφαρµόζονται προϋποθέσεις (και γίνεται απόπειρα να εξαχθούν
συµπεράσµατα) που ισχύουν στον άνθρωπο ως στοιχεία του ίδιου του κόσµου.
Β. Κ.

ψυχή, Πλάτων: Ο Πλάτων εντάσσει την θεωρία του για την αθανασία της ψυχής (επηρεασµένος
από Πυθαγόρειες και µυστικιστικές αντιλήψεις και σε αντίθεση µε την καθεστηκυία παράδοση
της εποχής του) στην γενικότερη µεταφυσική πραγµάτευσή του της θεωρίας των ιδεών. Εφόσον
υπάρχουν φθαρτά και άφθαρτα πράγµατα (οι ιδέες), κι εφόσον γνωρίζουµε τις ιδέες µέσω της
νόησής µας κατά κύριο λόγο, είναι τελείως αδικαιολόγητο το µέρος µέσω του οποίου συµβαίνει
η γνώση των αιώνιων πραγµάτων, η ψυχή, να είναι φθαρτό. Κι εφόσον το σώµα είναι εµφανώς
φθαρτό, άρα µε τον θάνατο η ψυχή εγκαταλείπει το σώµα, χωρίς η ίδια να πεθαίνει (Φαίδων,
Φαίδρος). Αυτό έχει ως συνέπεια η τωρινή ζωή µας στην ουσία να µην είναι η πρώτη ψυχικά
ζωή, αλλά η ψυχή να έχει ανάµνηση των γενικών αληθειών (διάλογος Μένων). Αυτό οδηγεί και
στην ακόλουθη συνέπεια, ότι η ψυχή στις διάφορες εµφανίσεις της ενσαρκώνεται σε διαφορετικά
σώµατα, και ο Πλάτων φαίνεται κάποτε να υιοθετεί τη θεωρία της µετενσάρκωσης, και της
τιµωρίας για τις πράξεις της Α ανθρώπινης ζωής µε µετενσάρκωση σε µια κατώτερη Β ζωή π.χ.
ενός τετράποδου.

70
Στην Πολιτεία η ψυχή χωρίζεται σε 3 µέρη: λογιστικό, επιθυµητικό και θυµοειδές. Τα
πρώτα µέρη είναι υπεύθυνα για την φαινοµενική αντίφαση ανάµεση στην κρίση του καλού και
την επιλογή του χειρότερου, ωστόσο ο Πλάτων (σε αντίθεση µε τον Σωκράτη, βλ. αρετή,
Σωκράτης) προσθέτει το θυµικό, τη βούληση εκείνη που οδηγεί το υποκείµενο να υποστηρίζει τις
επιλογές του, πέρα από την προσωρινή επιθυµία του. Όταν η ψυχή βρίσκεται σε αρµονία, αυτά
τα τρία µέρη επιτελούν τον καθένα τον προδιαγεγραµµένο ρόλο του χωρίς αντιθέσεις. Με τον
ίδιο ακριβώς τρόπο προκρίνει τις τρεις τάξεις στην ιδανική πολιτεία (βλ. πολιτική φιλοσοφία,
Πλάτων).
Β. Κ.

ψυχή, Αριστοτέλης. Η ψυχή είναι η µορφή του σώµατος (ύλη) για τον Αριστοτέλη (βλ.
υλοµορφισµός, Αριστοτέλης). Ασκώντας κριτική στον Πλάτωνα (βλ. ψυχή, Πλάτων), ο
Αριστοτέλης σε καµία περίπτωση δεν αποδέχεται τη δυνατότητα χωρισµού της ψυχής από το
σώµα, και κατά συνέπεια της όποιας αθανασίας. Με τον ίδιο τρόπο που η όραση αποτελεί µια
λειτουργία που βασίζεται στα αισθητήρια κέντρα των µατιών, παρόµοια οι ψυχικές/νοητικές
λειτουργίες βασίζονται στο σώµα, εξαρτώνται από αυτό, και το διαµορφώνουν. Κριτική ασκείται
επίσης και στον χωρισµό της ψυχής, όπου ο Αριστοτέλης δεν αναφέρεται σε µέρη αλλά σε
δυνάµεις της ψυχής.
Β. Κ.

ωφελιµισµός, Mill: Η θεωρία ότι η ηθικότητα της πράξης κρίνεται από την ωφέλεια ή την ζηµία
που προκαλεί στο υποκείµενο ως προς την συνολική του ευτυχία. Για τον Mill, η ευτυχία δεν
είναι µόνο το τέλος (βλ. ευδαιµονία, Αριστοτέλης), αλλά και το κριτήριο αναγνώρισης της
ηθικότητας. Ο Βρετανός φιλόσοφος προσέχει έτσι ώστε η ευτυχία να µην εξισωθεί µε την
ευχαρίστηση, και η θεωρία καταστεί ένα είδος ηδονισµού. Θεωρεί ότι η επιθυµία της ευτυχίας
µπορεί να οδηγήσει και στην επιθυµία άλλων πραγµάτων (και των καθηκόντων) που δεν
φαίνονται άµεσα ευχάριστα. Ωστόσο, δεν υπάρχει λόγος να εκτιµάταιι εκ των προτέρων η
τέλεση των καθηκόντων ως ηθική πράξη (σε αναντιστοιχία µε την δεοντολογική ηθική του Kant,
βλ. κατηγορική προσταγή, Kant).
B. K.

71
Γ. Βιβλιογραφία

Αθανασόπουλος Κ., Η Φιλοσοφία στην Ευρώπη από τον 6ο ως τον 16ο αιώνα, Ε.Α.Π., Πάτρα,
2001.
Ασηµακόπουλος Μ., Τσιαντούλας Α., Οι Επιστήµες της Φύσης και του Ανθρώπου στην
Ευρώπη, Τόµος Α, Ε.Α.Π., Πάτρα, 2001.
Βαλλιάνος, Π., Νεότερα και σύγχρονα φιλοσοφικά ρεύµατα (19ος -20ος αιώνας), ΕΑΠ, Πάτρα
2000.
Βιρβιδάκης, Σ., Γιαννάκης, Η., ∆ήµας, Π., Ζωγραφίδης, Γ., Θανασάς, Π., Ιεροδιακόνου, Κ.,
Καλλιγάς, Π., Καλογεράκος, Ι, Κόντος, Π., Μπάλλα, Χ., Πολίτης, Β., Ράγκος, Σ., Τσούνα, Β. Η
Ελληνική Φιλοσοφία από την Αρχαιότητα έως τον 20ο αιώνα, Τόµος Α, ΕΑΠ Πάτρα 2002.
Blackburn, S., The Oxford Dictionary of Philosophy, Oxford, Oxford University Press, 1996.
Γκίκας, Σ. Φιλοσοφικό Λεξικό, εκδόσεις Φελέκη, Αθήνα 1987 .
∆ιαµαντίδης, Α. Λεξικό των –ισµών, από τον αβανγκαρντισµό στον ωφελιµισµό, εκδόσεις Γνώση,
Αθήνα 2003.
Honderich, T. (επιµ.), The Oxford Companion to Philosophy, Oxford, Oxford University Press,
1995.
Kenny, A. (επιµ.), Ιστορία της ∆υτικής Φιλοσοφίας, Νεφέλη, Αθήνα, 2005.
Κιτροµηλίδης, Π. , Πολιτικοί Στοχαστές των Νεοτέρων Χρόνων, Πορεία, Αθήνα 2004.
Knight, K. (επιµ.), Catholic Encyclopedia. URL: http://www.newadvent.org/cathen/11090c.htm
Lindberg D., Οι Απαρχές της ∆υτικής Επιστήµης, Η Φιλοσοφική, Θρησκευτική και θεσµική
θεώρηση της Ευρωπαϊκής Επιστηµονικής Παράδοσης, 600π.Χ. -1450 µ.Χ., Πανεπιστηµιακές
Εκδόσεις Ε.Μ.Π., Αθήνα, 1997.
Losee J., Φιλοσοφία της Επιστήµης, Εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 1993.
Maggee, Β., The story of philosophy, Dorling Kindersley, London 2001
Μολύβας, Γ., Φιλοσοφία στην Ευρώπη, τόµος Β', Η εποχή του ∆ιαφωτισµού, ΕΑΠ, Πάτρα 2000.
Παλαιοπούλου-Σταθοπούλου Ρ., Κουκοπούλου-Αρνέλου Γ., Τα Κοσµολογικά, Γνωριµία µε την
κοσµολογική σκέψη δυόµισι χιλιάδων χρόνων,Τυπωθήτω, Αθήνα, 1999.
Πελεγρίνης Θ. Λεξικό της Φιλοσοφίας, Ελληνικά Γράµµατα, Αθήνα, 2004.
Πελεγρίνης, Θ., Οι πέντε εποχές της Φιλοσοφίας, Ελληνικά Γράµµατα, Αθήνα, 1988.
Vegetti M., Ιστορία της Αρχαίας Φιλοσοφίας, Τραυλός, Αθήνα 2003.
Windelband. W - Heimsoeth. H., Εγχειρίδιο Ιστορίας της Φιλοσοφίας, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2003.
Woolhouse, R. S. Φιλοσοφία της Επιστήµης, Β’: Οι εµπειριστές, Πολύτροπον, Αθήνα, 2003.
Zalta, Edward (επιµ.), Stanford Encyclopedia of Philosophy, Metaphysics Research Lab. URL:
http://plato.stanford. edu

72
3. Ευρετήριο θεµάτων κατά φιλόσοφο

Αβερρόης
διπλή αλήθεια 25

Ακινάτης
αρχή της εξατοµίκευσης 19
ελευθερία βούλησης 27
νους/ψυχή και σώµα 45
ουσία και ύπαρξη 50
προθετικότητα 55
τελεολογικό επιχείρηµα 59
υλοµορφισµός 61
φιλοσοφία και θεολογία 66
φυσικό δίκαιο 68

Άνσελµος
οντολογικό επιχείρηµα (ύπαρξη Θεού) 47

Αριστοτέλης
αίτια πραγµάτων (4) 11
ακρασία 13
αρετή 18
δυνάµει/ενεργεία 25
ευδαιµονία 32
ουσία και συµβεβηκός 49
πολιτική φιλοσοφία 53
τελεολογία 59
υλοµορφισµός 62
φρόνηση 67
ψυχή 71

Bergson, Henri
élan vital και ενόραση 26
χρόνος 70

Berkeley, George
αφηρηµένες ιδέες 21
εµπειρισµός 28
ιδεαλισµός 35

Brentano, Franz
προθετικότητα 56

Camus, Albert
υπαρξισµός και αξιοπρέπεια 63

Descartes, René
cogito και στάδια αµφιβολίας 23
ενόραση – απαγωγή 30
Θεός 34
νους και σώµα 44
ντετερµινισµός 45
ορθολογισµός 48
πρωτεύουσες – δευτερεύουσες ποιότητες 57
73
Dewey, John
εργαλειακή ερµηνεία και λογική 31
πρόοδος 56

Dilthey, Wilhelm
ερµηνεία και φιλοσοφία της ζωής 32
3 είδη κοσµοθεωρίας 61

Feuerbach, Ludwig
αλλοτρίωση 14

Fichte, Johann Gottlieb


αυτοσυνειδησία 20

Frege, Gottlob
νόηµα και αναφορά 44
συµβολική λογική 58

Hegel, Georg Wilhelm Friedrich


απόλυτος ιδεαλισµός 16
διαλεκτική 24
δίκαιο 24
ιστορία και ιστορισµός 37
κύριος και δούλος 42
λογική 43
φιλοσοφία 66

Heidegger, Martin
θάνατος 34
υπαρξισµός 62

Hobbes, Thomas
ντετερµινισµός 46
πολιτική φιλοσοφία 51
υλισµός 60
φυσικό δίκαιο 69

Hume, David
αιτιότητα και επαγωγή 12
εµπειρισµός 28
εντυπώσεις-ιδέες 30
πολιτική θεωρία 52
τελεολογικό επιχείρηµα (ύπαρξη Θεού) 59
φυσιοκρατική πλάνη 69

Husserl, Edmund
είδη 26
εποχή 31
φαινοµενολογία 65

James, William
βούληση και πίστη 21
πραγµατισµός και αλήθεια 55

Kant, Immanuel
74
a priori συνθετική πρόταση 17
ελευθερία και αυτονοµία 27
ηθική και θρησκεία 33
κατηγορική προσταγή 38
κατηγορίες και υπερβατολογική παραγωγή 38
κοπερνίκεια στροφή 41
κριτική δύναµη και τέχνη 41
οντολογικό επιχείρηµα (ύπαρξη Θεού) 48
παγκόσµια ειρήνη 50
πηγές γνώσης 51
υπερβατολογική φιλοσοφία 63
φαινόµενα και νοούµενα 64
χώρος και χρόνος 70

Kierkegaard, Søren
αλήθεια 13
ειρωνεία 26
3 είδη βιωµατικής στάσης 61
φόβος και τρόµος 67

Κύκλος της Βιέννης


νόηµα 44

Leibniz, Gottfried
a priori/a posteriori 17
ελευθερία βούλησης 28
έµφυτες ιδέες 29
µοναδολογία 43
νους και σώµα 45
ορθολογισµός 48

Locke, John
εµπειρισµός 28
έµφυτες ιδέες 29
κοινωνικό συµβόλαιο 39
προσωπική ταυτότητα 56
πρωτεύουσες-δευτερεύουσες ποιότητες 57
υπόσταση 64
φυσικό δίκαιο 69

Marx, Karl
αλλοτρίωση 14
κοµµουνισµός 40

Meinong, Alexius
αντικείµενα 15

Merleau –Ponty, Maurice


φαινοµενολογία και σώµα 65

Mill, John Stuart


ωφελιµισµός 71

Moore, G. E.
κοινός νους 39

75
Nietzsche, Friedrich
αιώνια επιστροφή 13
διονυσιακό-απολλώνιο στοιχείο 25
ηθική και θρησκεία 34

Occam, William of
αρχή της εξατοµίκευσης 19
αρχή οικονοµίας (ξυράφι) 20
ονοµατοκρατία (νοµιναλισµός) 47
ελευθερία βούλησης 28
φυσικό δίκαιο 68

Πλάτων
ανάµνηση 15
γνώση και γνώµη 22
έρωτας, πλατωνικός 32
ιδέες, θεωρία των 36
πολιτική φιλοσοφία 53
ψυχή 70

Peirce, Charles Sanders


πραγµατισµός 54
σηµεία και σύµβολα 58

Rorty, William
πραγµατισµός 55

Rousseau, Jean-Jacques
γενική βούληση 22
κοινωνικό συµβόλαιο 40

Russell, Bertrand
αισθητηριακά δεδοµένα και λογικός ατοµισµός 11
οριστικές περιγραφές 49
συµβολική λογική 58

Ryle, Gilbert
αναλυτικός συµπεριφορισµός 15

Sartre, Jean Paul


άλλος 14
κακή πίστη 37
υπαρξισµός 63

Scheler, Max
φαινοµενολογία 66

Schelling, Friedrich
τέχνη και γνωσιοθεωρία 60

Schopenhauer, Arthur
βούληση για ζωή 21
παγκόσµια βούληση και πεσιµισµός 51
τέχνη 60

76
Spinoza, Baruch
ενόραση 29
ηθική θεωρία 33
Θεός 35
µονισµός 43
ντετερµινισµός 46
ορθολογισµός 48

Σχολή Φρανκφούρτης
κριτική θεωρία 42

Σωκράτης
αρετή 18
έλεγχος, σωκρατικός 26
ευδαιµονία 33

Weber, Max
κατανόηση 38

Wittgenstein, Ludwig
απεικονιστική θεωρία νοήµατος 16
γλωσσικά παίγνια 22
ιδιωτική γλώσσα 36

77

You might also like