You are on page 1of 20

ΑΡΧΑΙΑ  ΕΛΛΗΝΙΚΗ  ΘΕΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ  Ι

Α. ΚΕΙΜΕΝΟ

Οὐκ   ἄρξασθαί μοι   δοκεῖ ἄπορον   εἶναι,   ὦ ἄνδρες   δικασταί,   τῆς   κατηγορίας,  
ἀλλὰ παύσασθαι   λέγοντι·   τοιαῦτα   αὐτοῖς   τὸ μέγεθος   καὶ τοσαῦτα   τὸ πλῆθος  
εἴργασται,   ὥστε   μήτ’   ἂν   ψευδόμενον   δεινότερα   τῶν   ὑπαρχόντων   κατηγορῆσαι,  
μήτε  τἀληθῆ βουλόμενον  εἰπεῖν  ἅπαντα  δύνασθαι,  ἀλλ’  ἀνάγκη  ἢ τὸν  κατήγορον  
ἀπειπεῖν  ἢ τὸν  χρόνον  ἐπιλιπεῖν.
Δημοσθένους  Περὶ τοῦ στεφάνου  206-208

Β. ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟ

ΔIAΘΕΣΕΙΣ

Διάθεση   λέγεται   η   ιδιότητα   του   ρήματος   να   φανερώνει   σε   ποια   κατάσταση   βρί-


σκεται   το   υποκείμενό   του.   Οι   διαθέσεις   του   ρήματος   είναι   τέσσερις:   ενεργητική,  
μέση,   παθητική   και   ουδέτερη   και   ως   εκ   τούτου   τα   ρήματα   ανάλογα   με   τη   διάθεσή  
τους  διακρίνονται  σε:
 Ενεργητικά,  τα  οποία  δηλώνουν  ότι  το  υποκείμενο  του  ρήματος  ενεργεί
 Μέσα,   τα   οποία   φανερώνουν   ότι   το   υποκείμενο  ενεργεί   και   η   ενέργεια   αυτή  
επιστρέφει  στο  ίδιο  (παύομαι,  πείθομαι,   φαίνομαι ή  τα  νεοελληνικά  γυμνάζο-
μαι,  καθαρίζομαι,  λούζομαι κλπ.)    Ἐτράποντο  πρὸς  ληστείαν  (Θουκ.  Ἱστορία 1.5.1)
 Παθητικά   ρήματα,   που   φανερώνουν   ότι   το   υποκείμενο   παθαίνει   κάτι   από  
κάποιον  άλλο  Ὁ παῖς  φιλεῖται  ὑπὸ τοῦ πατρὸς
 Ουδέτερα,  όπου  υποδεικνύεται  ότι  το  υποκείμενο  ούτε  ενεργεί  ούτε  παθαίνει  
κάτι  αλλά  απλώς  βρίσκεται  σε  μια  κατάσταση   Ἡδέως  ἐκοιμήθησαν

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΑ  ΡΗΜΑΤΑ

ΤΟ  ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ

Όπως   ήδη   αναφέρθηκε,   τα   ενεργητικά   ρήματα   δηλώνουν   κάποια   ενέργεια   του  


υπο- κειμένου.   Αν   η   ενέργεια   αυτή   μεταβαίνει   σε   κάποιο   πρόσωπο   ή   πράγμα  
διαφορετικό   από   το   υποκείμενο   ή   αν   το   υποκείμενο   έρχεται   σε   επαφή   άμεσα ή  
έμμεσα   (κυρίως   με   τις   αισθήσεις)   με   κάτι   είτε   διαφορετικό   είτε   που   να   ανήκει   στο  
ίδιο  το  υποκείμενο,  τότε  το  ρήμα  λέγεται  μεταβατικό Θίβρον  ὑπόνομον  ὤρυττεν (Ξεν.  
Ἑλληνικὰ 2.4.8) Αἰσθάνομαι  τὰ σκέλη  βαρυνόμενα
Αν  η  έννοια  της  ενέργειας  δε  μεταβαίνει  πουθενά  (σε  άλλο  πρόσωπο  ή  πράγμα)  
αλλά  απλώς  παραμένει  στο  ίδιο  το  υποκείμενο, τότε  το  ρήμα  λέγεται  αμετάβατο Ὁ
ἵππος  τρέχει
Μερικά   μεταβατικά   ρήματα   έχουν   χρόνους   στους   οποίους   μπορεί   να   εκφράζουν  
μια   έννοια   αμετάβατη   ἔστηκα   =   στέκομαι   (αμετάβατο),   αλλά   ἵστημι   =   τοποθετώ  
(μεταβατικό).

57
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ  ΜΠΑΛΗ

Τα   μεταβατικά   ρήματα   δέχονται   ως   συμπλήρωμα   της   έννοιάς   τους   το   αντικεί-


μενο,  δηλαδή  προσδιορισμό  που  δηλώνει  το  πρόσωπο  ή  το  πράγμα  στο  οποίο  μετα-
βαίνει  η  ενέργεια  του  υποκειμένου.

Τι τίθεται  ως  αντικείμενο;

Ως  αντικείμενο  τίθεται  (σε  πλάγια  πτώση)  το  ουσιαστικό  αλλά  και  κάθε  μέρος  του  
λόγου  που  λαμβάνεται  ως  ουσιαστικό,  δηλ.  
 Επίθετο
 Αντωνυμία
 Αριθμητικό
 Απαρέμφατο  (έναρθρο  ή  άναρθρο)
 Μετοχή  (επιθετική)
 Ονοματική   πρόταση:   α)   ειδική,   β)   ενδοιαστική,   γ)   πλάγια   ερωτηματική,   δ)  
αναφορική,  ε)  άκλιτη  λέξη  ή  φράση  με  άρθρο

Σε  ποια  πτώση  τίθεται  το  αντικείμενο;;

Η  αιτιατική  είναι  η  κύρια  πτώση  που  καθορίζει  ή  προσδιορίζει  το  ρήμα.  Με  άλλα  
λόγια  είναι  η  πτώση  που  δέχεται  την  ενέργεια  του  ρήματος  σαν  τέρμα  όπου  σταματά  
η  «κίνηση»  της  ενέργειας  του  ρήματος  ή  τελειώνει  η  έκταση  μιας  πράξης  στον  χώρο  
ή  χρόνο.  Εκτός  από  την  αιτιατική,  όπως  αναφέρθηκε,  το  αντικείμενο  τίθεται  και  στις  
άλλες  δύο  πλάγιες  πτώσεις,  γενική  και  δοτική.

ΕIΔΙΚΕΣ  ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ

Όπως  το  υποκείμενο,  έτσι  και  το  αντικείμενο  πολλές  φορές  εκφέρεται  μέσω  της  
αιτιατική   και   των   προθέσεων   εἰς,   περί,   ὑπέρ,   όταν   πρόκειται   να   δηλωθεί   ποσό   κατά  
προσέγγιση,  με  την  πρόθεση  κατὰ για  να  δηλωθεί  χωρισμός,  με  την  πρόθεση  ἐπὶ όταν  
πρόκειται να  δηλωθεί  έκταση Διέφθειραν  εἰς  ὁκτακοσίους  (Θουκ.  Ἱστορία 1.100.1)  (ποσό  
κατά   προσέγγιση) Τοῦ οἰκοδομήματος   ἐπὶ μέγα   κατέσεισεν   (Θουκ.   Ἱστορία   2.76.4)   (έκταση)
Βούλομαι  καθ’  ἓν  ἕκαστον  αὐτῷ ἐξετάσαι  (Δημοσθ.  Περὶ τοῦ στεφάνου  17.3) (χωρισμός)
Μερικά  ρήματα  μπορούν  στην  ίδια  τους  μορφή  να  έχουν  άλλοτε  μεταβατική  και  
άλλοτε  αμετάβατη  σημασία,  ἐλαύνω = βαδίζω  (αμετάβατο),  αλλά  ἐλαύνω  τὸ ἅρμα =
οδηγώ  την  άμαξα  (μεταβατικό).
Η  χρήση  αυτή  των  ρημάτων  δημιουργήθηκε  κυρίως  εξαιτίας  της  παράλειψης του  
αντικειμένου  του  ρήματος,  είτε  γιατί  είναι  κάτι  γενικό  είτε  γιατί  είναι  κάτι  αυτονόητο.
Ἄγω  και  όχι ἄγω  τινὰ
Ἄγω  ἐπὶ τοὺς  πολεμίους
και  όχι ἄγω  τὸν  στρατὸν  ἐπὶ τοὺς  πολεμίους
Επίσης  ένα  ρήμα  μπορεί  από  μεταβατικό  να  γίνει  αμετάβατο  όταν  είναι  σύνθετο
ἔβαλλον καὶ τούτους  (Θουκ.  Ἱστορία 7.83.3) αλλά ἐμβάλλει  Ποσειδῶν  πόλε̣ι (Ευρ.  απ.  65)

58
ΑΡΧΑΙΑ  ΕΛΛΗΝΙΚΗ  ΘΕΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ  Ι

ὑπάρχοντα   πάντα   δίδωμι Μελάντῃ καὶ Παγκρέοντι   (Διογ.   Λαέρτ.   Βίοι   Φιλοσόφων 5.51.3)
αλλά ἐπιδίδωμι  εἰς  τὴν  ἁλιείαν.  Αλλά  και  αντιστρόφως.
Ρήματα  αρχικά  αμετάβατα  τρέπονται  σε  μεταβατικά  όταν  είναι  σύνθετα  με  πρόθε-
ση  και  δηλώνουν  κίνηση βαίνουσι λαιψηρῶι  ποδὶ (Ευρ.  Ἠλέκτρα  549) αλλά οὐκ  ἐπιτρέψει  
παραβαίνουσι τὸν  νόμον (Ισοκρ.  Παναθηναϊκὸς  12.170) τούτοις ἐκ  Βρεντεσίου διαπλέουσιν  
(Αππιαν.   Μιθριδατικά 206.2) αλλά ἄλλη   δὲ ὑπὲρ   Σουνίου   τὴν   Ἀττικὴν   ἐν   ἀριστερᾷ
παραπλέουσιν  (Παυσ.  Περιηγητικὸς 1.35.1).
Ορισμένα   μεταβατικά   ρήματα   λαμβάνονται   ως   αμετάβατα   μόνο   σε   ορισμένους  
χρόνους  τους  (κυρίως  στον  ενεργητικό  αόριστο  β΄  καθώς  και  τον  ενεργητικό  παρακεί-
μενο).
Δύω  τι  – δέδυκα  – ἔδυν
Φύω  τι  – ἔφυν
Ἵστημι  τι  – ἔστηκα  – ἔστην
Πείθω  τινα  – πέποιθα
Τέλος  κάποια  ρήματα  αρχικά  αμετάβατα  μπορούν  να  λάβουν  τη  σημασία  μεταβα-
τικών  επηρεασμένα  από  τη  σύνταξη  συγγενών  μεταβατικών  ρημάτων.
Μένω  (που) – μένω  τινὰ
Πλέω  – πλέω  τὴν  θάλασσαν

ΜΟΝΟΠΤΩΤΑ  ΚΑΙ  ΔΙΠΤΩΤΑ  ΡΗΜΑΤΑ

Η  σημασία  των  μεταβατικών  ρημάτων  άλλοτε  δέχεται  ως  συμπλήρωμα  ένα  μόνο  
αντικείμενο   οπότε   λέγονται   μονόπτωτα   ρήματα,   όπως   φιλῶ, ἀσπάζομαι,   ἀδικῶ κλπ,  
ενώ   άλλα   δέχονται   ως   συμπλήρωμα   δύο   αντικείμενα   οπότε   ονομάζονται   δίπτωτα  
ρήματα.

Προσοχή!

Ένα   μονόπτωτο   ρήμα   μπορεί   να   δέχεται   ένα   μόνο   αντικείμενο   σε   μια   πτώση,  
μπορεί  όμως  να  δέχεται  πολλά  στην  ίδια  πτώση
Ὁρῶ τὸν  ἄνδρα αλλά Ὁρῶ τὸν  ἄνδρα,  τὸν  ἵππον,  τὴν  οἰκίαν (αιτιατική) Σὺ παιδείας  ἐπιθυμεῖς  
αλλά Σὺ παιδείας,   σωφροσύνης   καὶ δόξης   ἐπιθυμεῖς (γενική) Πείθομαι   τῷ πατρὶ αλλά
πείθομαι  τῷ πατρί,  τῷ μητρί,  καὶ τοῖς  φίλοις  τοῖς  ἀγαθοῖς  (δοτική)
Ένα  δίπτωτο  ρήμα  μπορεί  να  δέχεται  δύο  αντικείμενα  σε  δύο  διαφορετικές  πτώ-
σεις,  μπορεί όμως  να  δέχεται  και  πολλά  στη  μία  ή  την  άλλη  ή  και  τις  δύο  πτώσεις
Οἱ στρατηγοὶ ἐδίδοσαν  τοῖς  στρατιώταις  μισθόν  αλλά Οἱ στρατηγοὶ ἐδίδοσαν  τοῖς  στρατιώταις  
καὶ τοῖς  δούλοις    μισθὸν  καὶ σῖτον.
Το  αντικείμενο  στο  οποίο  μεταβαίνει  άμεσα  η  ενέργεια  του  υποκειμένου λούω  τὸν  
παῖδα,  σκάπτω  τὴν  γῆν,  ονομάζεται  άμεσο  ενώ  το  άλλο  το  οποίο  καθορίζει  ή  συμπλη-
ρώνει  την  έννοια  του  ρήματος  λέγεται  έμμεσο  (ή  απώτερο)
γυναῖκες  πολλὰ μάλ’  ἀθανάτοισιν  ἐς  αἰθέρα  χεῖρας  ἄειρον (Απολλ.  Ρόδ.  Ἀργοναυτικὰ 1. 248)
ὁ πάππος  αὐτὸν  καὶ στολὴν  καλὴν  ἐνέδυσε  (Ξεν.  Κύρου  Παιδεία 1.3.3).

59
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ  ΜΠΑΛΗ

Παρατηρήσεις

Στην  περίπτωση  των  δύο  αντικειμένων  άμεσο  είναι  αυτό  που  βρίσκεται  σε  πτώση  
αιτιατική.   Για   παράδειγμα, όταν   το   ρήμα   συντάσσεται   με   αιτιατική   και   δοτική   Οἱ
στρατηγοὶ ἐδίδοσαν  μισθὸν  τοῖς  στρατιώταις
 η  αιτιατική  είναι  το  άμεσο  κα  η  δοτική  το  έμμεσο  αντικείμενο
 εάν   το   ρήμα   συντάσσεται   με   αιτιατική   και   γενική   Μὴ καταγνῷς   τοσαύτην  
δυστυχίαν  τῶν  ἀνθρώπων  (Ισοκρ.  Πρὸς  Νικοκλέα 2.12), η  αιτιατική  είναι  το  άμεσο  
και  η  γενική  το  έμμεσο  αντικείμενο
 εάν   το   ρήμα   συντάσσεται   με   δύο   αντικείμενα   σε   αιτιατική,   τότε   το   άμεσο  
αντικείμενο   είναι   αυτό   που   δηλώνει   το   πρόσωπο   (το   προσωπικώς   λαμβανό-
μενο  αντικείμενο)
 εάν  το  ρήμα  συντάσσεται  με  γενική  και  δοτική,  τότε  η  γενική  είναι  το  άμεσο  
και  η  δοτική  το  έμμεσο  αντικείμενο  Ὁ κατήγορος  βούλεται  θανάτου  σοι  τιμᾶσθαι

ΜΟΝΟΠΤΩΤΑ  ΡΗΜΑΤΑ

Η  αιτιατική  είναι  η  κύρια  πτώση  του  αντικειμένου,  όπως  είπαμε,  γιατί  δείχνει  το  
αιτιατό,  το  άμεσο  αποτέλεσμα  της  ενέργειας  του  ρήματος.
Ρήματα  που  δέχονται αντικείμενο  σε  αιτιατική:
1. Όσα   σημαίνουν   σωματική   ενέργεια   (λούω,   νίπτω,   σκάπτω,   γράφω,   ὁρῶ,
βλέπω,  ἐσθίω,  γυμνάζω  κ.ά.)
2. Τα   νοερής   ενέργειας   σημαντικά   (ἐνθυμοῦμαι,   νοῶ,   κρίνω,   γιγνώσκω,   οἶδα,  
ἐπίσταμαι,  συνίημι κ.ά.)
3. Τα   ηθικής   διάθεσης   και   ευποιίας   σημαντικά   και   τα   αντίθετά   τους   (τιμῶ,
εὐλογῶ, ἐγκωμιάζω,  θαυμάζω,  θεραπεύω,  φιλῶ, ἀγαπῶ,  στέργω,  προπηλακίζω,  
κακοποιῶ, ὑβρίζω,  μισῶ,  κακολογῶ,  σκώπτω κ.ά.)
4. Τα   ωφέλειας   και   βλάβης   σημαντικά   (ὀνίνημι,   ὠφελῶ,   βλάπτω,   κακῶς   ποιῶ,
ευποιῶ,   κοκουργῶ κ.ά.).   Εδώ   εξαιρούνται   τα:   συντελῶ τινι,   λυσιτελῶ τινι,
καθώς  και  τα: λυμαίνομαί  τινι και  το  ρήμα  λωβῶμαι
5. Όσα   σημάινουν   εκδίκηση   ή   άμυνα   (κολάζω,   ζημιῶ,   τιμωροῦμαι,   ἀμύνομαι,  
ἀμύνω, το  οποίο  όταν  συντάσσεται  με  δοτική  σημαίνει  «βοηθώ»)
6. Αυτά  που  σημαίνουν  παραγωγή  (κτίζω,  ποιῶ,  γεννῶ,  φύω,  αὖξω κ.ά.)
7. Όσα   σημαίνουν   κάθε   είδους   προσπάθεια   (ζήτηση,   προσοχή,   προφύλαξη,  
αποφυγή,   καρτερία,   μίμηση,   αποδοχή,   απόδραση,   καταδίωξη   ζητῶ,   θηρεύω,  
λοχῶ,  διώκω,  εὐλαβοῦμαι,  προφυλάσσομαι,  φυλάσσομαι,  φεύγω  κ.ά.)
8. Όσα   σημαίνουν   ψυχικό   πάθος   (αἰδοῦμαι,   αἰσχύνομαι,   φοβοῦμαι,   οἰκτείρω,  
ἐλεῶ,  βαρέως  φέρω,  θάρσω,  θαρσύνω,  ἐκπλήττομαι,  τρομοκρατοῦμαι κ.ά.)
9. Ρήματα   αμετάβατα   που   χρησιμοποιούνται   ως   μεταβατικά,   όπως:   δακρύω,  
κλαίω,  οἰμώζω,  θρηνῶ,  ποθῶ,  πενθῶ, ἀλγῶ κ.ά.)
10. Ρήματα   που   γίνονται   μεταβατικά   εφόσον   είναι   σύνθετα   με   πρόθεση   και  
συντάσσονται  με  αιτιατική βαίνω  – διαβαίνω  τὸν  ποταμὸν
Ἵσταμαι  – περιίσταμαι  τὸν  λόφον
60
ΑΡΧΑΙΑ  ΕΛΛΗΝΙΚΗ  ΘΕΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ  Ι

Ἔρχομαι  – εἰσέρχεται  τοὺς  πολλοὺς  ἐπιθυμία


11. Ρήματα   διαφόρων   σημασιών:   φθάνω,   λανθάνω,   μένω,   ἐπιλείπω,   ὄμνυμι,  
ὀμνύω,  ἐπιορκῶ,  κελεύω,  οἰκῶ,  σπεύδω,  σιγῶ,  σιωπῶ κ.ά.

ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ  ΚΑΙ  ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ  ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ

Το  αντικείμενο  των  ρημάτων  που  συντάσσονται  με  αιτιατική  είναι  δύο  ειδών:
 Εξωτερικό
 Εσωτερικό
Εξωτερικό   ονομάζεται   το   αντικείμενο   το   οποίο   φανερώνει   πρόσωπο   ή   πράγμα  
που  υπάρχει  εξ  αρχής,  δηλ.  πριν  από  την  ενέργεια  του  ρήματος.  Στο  αντικείμενο  αυτό  
φτάνει   η   ενέργεια   του   υποκειμένου,   επιδρά   και   μεταβάλλει   την   προηγούμενη   κατά-
στασή του Ὁ ἥλιος θερμαίνει τὴν γῆν Οὖτοι ἀνέῳξαν τὰς πύλας Βλάπτω τοὺς
συμμάχους Οὖτοι πάντες πολεμικὰ ὄπλα κατεσκεύαζον
Στα   παραπάνω   παραδείγματα   βλέπουμε   ότι   τα   αντικείμενα   τὴν   γῆν, πύλας   κ.ά.,
υπάρχουν  εξ  αρχής  και  σε  αυτά  φτάνει  η  ενέργεια  του  υποκειμένου,  επιδρά  και  μετα-
βάλλεται  η  προηγούμενη  κατάστασή  τους.
Μπορεί  όμως  η  ενέργεια  του  υποκειμένου  να  φτάνει  απλώς  πάνω  σε  αυτό  το  εξω-
τερικό  αντικείμενο  χωρίς  να  το  μεταβάλλει.  Όπως  φαίνεται  στα  ακόλουθα  παραδείγ-
ματα,  βλέπουμε  πως  στα  αντικείμενα  που  υπάρχουν  εξ  αρχής  μεταβαίνει  η  ενέργεια  
του  υποκειμένου  χωρίς  να  μεταβάλλεται  η  πρότερη κατάστασή  τους
Ὁρῶ τὸν  ἄνδρα ἔπεμψε δὲ καὶ ἐπιστολὴν  (Θουκ.  Ἱστορία  1.128.6)

ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ  ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ

Έτσι   ονομάζεται   το   αντικείμενο   το   οποίο   φανερώνει   το   αποτέλεσμα   μιας   ενέρ-


γειας  (εσωτερικό  αντικείμενο  του  ρήματος)  το  οποίο  προκύπτει  από  μια ενέργεια  του  
υποκειμένου,   δηλαδή   το   αντικείμενο   αυτό   δεν   υπάρχει   εξ   αρχής,   αλλά   προέρχεται  
από  την  ίδια  την  ενέργεια  του  ρήματος.  Γι’  αυτό  με  τέτοιο  αντικείμενο  συντάσσονται  
τα  ρήματα   που  δηλώνουν  δημιουργία  (κατασκευάζω,  ποιῶ,  γράφω,   ὀρύσσω,   ὑφαίνω  
κ.ά.) Οἱ στρατιῶται  ὤρυξαν  τάφρον Γράφω  ἐπιστολὴν Ποιῶ ναῦς Θίβρων  ὑπόνομον  
ὤρυττεν Κατασκευάζω  τεῖχος

Κυρίως  εσωτερικό, σύστοιχο ή  εσωτερικό  αντικείμενο  του  περιεχομένου είναι  το  


κατ’  αιτιατική  αντικείμενο  που  ετυμολογικά  προέρχεται  από  την  ίδια  ρίζα  του  ρήμα-
τος  ή  άλλου  συγγενούς  ρήματος.  Σύστοιχο  αντικείμενο  μπορεί  να  δεχθεί   κάθε  ρήμα  
οποιασδήποτε  διάθεσης    Τοῦτον  τὸν  ἀγῶνα  ἀγωνίζομαι  (Λουκ.  Πρὸς  Σαμίους  2. 34)

Μορφή  σύστοιχου  αντικειμένου

Η   αιτιατική   του   συστοίχου   αντικειμένου   συνοδεύεται   συνήθως   από   επιθετικό  


προsδιορισμό,   ο   οποίος   και   προσφέρει   κάποιο   ουσιώδες   συμπλήρωμα   στην   έννοια  
του  ρήματος.
61
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ  ΜΠΑΛΗ

Γι’   αυτόν   τον   λόγο   σε   αυτές   τις   περιπτώσεις   το   σύστοιχο   αντικείμενο   συνήθως  
παραλείπεται   και   παραμένει   ο   επιθετικός   προσδιορισμός   είτε   αμετάβλητος   (βάδιζε  
τὴν   ταχίστην   ὁδὸν   – βάδιζε   τὴν   ταχίστην)   είτε   μετατρέπεται   σε   ουδέτερο   γένος  
πληθυντικού  αριθμού  και  σπανιότερα  ενικού Νοσοῦσι  μεγάλας  νόσους  – Νοσοῦσι  μεγάλα
Ὑβρίζει  δεινὴν  ὕβριν  – Ὑβρίζει  δεινὰ
Ο   επιθετικός   προσδιορισμός   που   παραμένει   μετά   την   παράλειψη   του   συστοίχου  
αντικειμένου  είναι  πλέον  το  σύστοιχο  αντικείμενο.

Παρατηρήσεις

 Από   τη   σύνταξη   αυτή   προήλθαν   τα   νεοελληνικά   τροπικά   επιρρήματα   καλά,  


κακά,  ωραία,  άσχημα,  χαμηλά,  ψηλά κ.ά..
 Επίσης   προήλθαν   μερικές   ιδιόρρυθμες   εκφράσεις   πολύ   συνηθισμένες   στην  
αρχαία   ελληνική   γλώσσα,   όπως   ἀγωνίζεσθαι   στάδιον,   δρόμον κ.ά.,   καθώς  
επίσης  και  κατά  το  δικάζω  – δικάζομαι  δίκην,  διώκω,  φεύγω,  εισέρχομαι.

Ο  επιθετικός  προσδιορισμός  του  συστοίχου  αντικειμένου  παραλείπεται:


1. Όταν   το   σύστοιχο   αντικείμενο   είναι   ουσιαστικό   πληθυντικού   αριθμού   και  
επομένως   ως   επιθετικός   προσδιορισμός   υπονοοείται   η   ίδια   η   έννοια   του  
πλήθους      ἐτριηράρχησαν  τριηραρχίας  (πολλάς)
2. Όταν   το   σύστοιχο   αντικείμενο   έχει   ειδική   σημασία   (δημόσιο   αξίωμα   κλπ.)  
Βούλεται  ἀρχὴν  ἄρξαι
3. Όταν  το  σύστοιχο  αντικείμενο  είναι  έναρθρο πέμπουσι  τὰς  πομπὰς
Τοὺς  ἐπαίνους  ἐπαινοῦσι  καὶ τοὺς  ψόγους  ψέγουσι

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ  ΣΕ  ΠΤΩΣΗ  ΓΕΝΙΚΗ

Αντικείμενο  σε  πτώση  γενική  δέχονται  οι  εξής  κατηγορίες  ρημάτων:


 Μνήμης  ή  λήθης:  μιμνήσκομαι,  μνημονεύω, ἐπιλανθάνομαι,  λησμονῶ κ.ά.
Τούτων  οὐ δὲ ἀμνημονεῖν Δέδοικα  μὴ ἐπιλαθώμεθα  τῆς  οἴκαδε  ὁδοῦ
 Επιμέλειας,   αμέλειας   και   φειδούς   και   τα   αντίθετά   τους:   φροντίζω,   ἐπιμελοῦ-
μαι,   προνοῶ,   μέλει   μοί   τινος,   κήδομαι,   μεταμέλει   μοί   τινος,   μεταμέλομαι,  
ὁλιγωρῶ, ἀμελῶ,  φείδομαι,  ἀφειδῶ Σοῦ γὰρ  οὖν  προκήδομαι
 Επιθυμίας,   απόλαυσης,   μετοχής,   πλησμονής,   στέρησης:   ἐπιθυμῶ, ὀρέγομαι,  
γλίχομαι,  ἐφίεμαι,  ἐρῶ,  βρίθω,  πίμπλαμαι,  εὐπορῶ,  γέμω,  δέω,  δέομαι,  χρῄζω,  
ἀπορῶ,   στέρομαι,   σπανίζω κ.ά.   Παῦσαι   πρὶν   ὀργῆς   μεστῶσαι   λέγων
Μετεσχήκαμεν  δὲ ὑμῖν  ἱερῶν  τῶν  σεμνοτάτων Τῆς  δυνάμεως  τῆς  πολλῆς  ἐστερήθησαν
 Επιτυχίας,   αποτυχίας,   απόπειρας:   πειρῶ,   πειρῶμαι,   ἐπιτυγχάνω,   ἀξιοῦμαι,  
σφάλλομαι,  ἐξικνοῦμαι,  ἀποτυγχάνω,  ἁμαρτάνω,  ἐξαμαρτάνω,  ψεύδομαι κ.ά.
Οὐκ  ἔστ’  ἐπαίνου  τοῦτον  ἐξ ἐμοῦ τυχεῖν Οἱ Πελοποννήσιοι  καὶ τούτου  διήμαρτον
Ταύτης  τῆς  ἐλπίδος  ἐψεύσθημεν
 Αίσθησης,  αφής,  γεύσης,  όσφρησης,  ακοής,  οσμής:   ἅπτομαι,  ψαύω,  θιγγάνω,  
ἔχομαι,  ἀντέχομαι,  γεύομαι,  ὀσφραίνομαι,  ἀκούω,  ἀκροῶμαι,  ὄζω,  πνέω  κ.ά.
62
ΑΡΧΑΙΑ  ΕΛΛΗΝΙΚΗ  ΘΕΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ  Ι

Μετὰ τὴν  ἐν  Ἴσσῳ μάχην  οἱ περὶ Ἀλέξανδρον  διαίτης  βαρβαρικῆς  ἐγεύσαντο
Ἄκουε  πάντων,  ἐκλέγου  δ’  ἃ συμφέρει
Οἱ Ἀθηναῖοι  ἀκούσαντες  τῆς  ἐπιστολῆς  τὸν  Νικίαν  οὐ παρέλυσαν  τῆς  ἀρχῆς
 Έναρξης  και  λήξης:  ἄρχω,  ἄρχομαι,  λήγω,  παύομαι,  σταματῶ κ.ά.
Οἱ κακοὶ ἄρχονται  τῆς  φυγῆς Θρήνων  καὶ γόων  ἐπαύσαντο
 Αρχής   και   εξουσίας:   ἄρχω,   κρατῶ,   νικῶ,   βασιλεύω,   ἡγεμονεύω,   δεσπόζω,  
στρατηγῶ,  τυραννῶ, ἡγοῦμαι κ.ά. Καλῶς  ἐρήμης  γ’  ἂν  σὺ γῆς  ἄρχεις  μόνος Ναυσὶ
τῆς  τε  θαλάττης  ἐκράτει  καὶ τῶν  νήσων
 Χωρισμού, απομάκρυνσης,  απαλλαγής:   χωρίζομαι,   ἀπέχω, ἀφίεμαι,   ἀπαλλάτ-
τω,  διέχω,  ἄπειμι,  εἴκω,  παραχωρῶ, ἐλευθερῶ,  λύω κ.ά.
Γλώσσης  πανταχοῦ πειρῷ κρατεῖν
 Καταγωγής:  εἰμί,,  γίγνομαι,  φύομαι,  γεννῶμαι κ.ά.
Δαρείου  καὶ Παρυσάτιδος  γίγνονται  παῖδες  δύο
Τέτοια   ρήματα   μπορούν   επίσης   να   συντάσσονται   αντί   με   αντικείμενο   σε  
γενική,  με  εμπρόθετη  γενική.  Ορισμένα  συντακτικά  χαρακτηρίζουν  τη  γενική  
που  προσδιορίζει  τα  παραπάνω  ρήματα  ως  γενική  της  καταγωγής  (πρβλ.  στο  
κεφάλαιο  για  τη  χρήση  των  πλαγίων  πτώσεων).
 Ρήματα   σύγκρισης,   διαφοράς,   υπεροχής:   ὑπερέχω,   διαφέρω,   πλεονεκτῶ,
μειονεκτῶ,   περιγίγνομαι,   ὑπολείπομαι,   ἡττῶμαι,   ἀριστεύω,   ὑστερῶ,   προέχω,  
μειονεκτῶ,  περίειμι,  πρωτεύω,  κρατιστεύω κ.ά.
Απήλλαξέ  με  φλυαρίας Τοσοῦτον  ἡ ἡμετέρα  πόλις  τῶν  ἄλλων  διήνεγκεν
 Πολλά   σύνθετα   με   τις   προθέσεις   ἀπὸ (ἀφίσταμαι,   ἀποτρέπω,   ἀποκλείω,  
ἀπογιγνώσκω), ἐκ (ἐκβάλλω,   ἐξίσταμαι,   ἐκβαίνω), πρὸ (προστατῶ,   προαιροῦ-
μαι,   προτιμῶ,   προκινδυνεύω), ὑπὲρ (ὑπεραλγῶ, ὑπερέχω,   ὑπερτερῶ, ὑπέρ-
κειμαι), κατὰ (καταγελῶ,  καταφρονῶ)
Πυθέας  πολλάκις  κετεγέλα  Δημοσθένους Οἴμοι  ταλαίνης,  ὡς  υπερδέδοικά  σου
Προσοχή: Ρήματα   τα   οποία   κανονικά   συντάσσονται   με   αιτιατική,   όταν  
πρόκειται  να  δηλωθεί  ότι  η  ενέργεια  του  υποκειμένου  εκτείνεται  σε  ένα  μόνο  
μέρος  του  αντικειμένου,  τότε  μπορούν  να  συνταχθούν  με  γενική  διαιρετική
Κῦρος  λαβῶν  τῶν  κρεῶν,  διεδίδου
 Ρήματα   μετάληψης   και   συμμετοχής   συντάσσονται   με   γενική,   η   οποία  
ουσιαστικά  είναι  διαιρετική
Οὐ μετέλαβον  τὸ πέμπτον  (μέρος)  τῶν  ψήφων Οἱ ἀπολαύοντες  τῶν  σῶν  ἀγαθῶν
 Τα  ρήματα  ἀγαπῶ,  ποθῶ,  φιλῶ συντάσσονται  με  αιτιατική  
Όμως: το ἀγαπῶ όταν  συντάσσεται  με  δοτική  σημαίνει  «αρκούμαι»
Τισσαφέρνης  οὐκ  ἠγάπησεν  τοῖς  πεπραγμένοις
 Τα  ρήματα  ἀκούω και  αἰσθάνομαι συντάσσονται:  
α) με  γενική,  για  να  δηλωθεί  η  άμεση  αντίληψη  (αυτηκοΐα).
β)  με  αιτιατική,  για  να  δηλωθεί  η  έμμεση  αντίληψη  (ετεροκοΐα).
 Το  ρήμα  ὁρῶ συντάσσεται  με  αιτιατική
 Το  ρήμα  κρατῶ συντασσόμενο  με  γενική  έχει  τη  σημασία   «εξουσιάζω»,  ενώ  
όταν  συντάσσεται  με  αιτιατική  τη  σημασία  «νικώ» Ἐπεκράτησε  τῶν  πολεμίων.

63
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ  ΜΠΑΛΗ

 Η  γενική  των  ρημάτων  με  σημασία  υπεροχής,  σύγκρισης,  διαφοράς,  εκτός  από  
αντικείμενο   είναι   ταυτόχρονα   και   β΄   όρος   σύγκρισης   Ἀγαθὸς   ἄρχων   οὐδὲν  
διαφέρει  πατρὸς  ἀγαθοῦ.
 Τα  ρήματα  που  σημαίνουν  ποιεῖν  τι  ἔκ  τινος συντάσσονται  με  γενική  της  ύλης  
Φοίνικος  αἱ θύραι  πεποιημέναι.
 Το   ρήμα   ἡγοῦμαι όταν   συντάσσεται   με   δοτική   σημαίνει   «οδηγώ»   Κῦρος  
ἡγήσατο  τοῖς  στρατιώταις  εἰς  Καστώλου  πεδίον.

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ  ΣΕ  ΔΟΤΙΚΗ

Με   δοτική   συντάσσονται   τα   ρήματα   που   ανήκουν   στις   παρακάτω   κατηγορίες  


ρημάτων:
 Όσα  σημαίνουν  «πρέπει,  αρμόζει,  προσήκει» και  τα  συνώνυμά  τους
Ὁ κάλλιστος  ἔπαινος  τῷ νικᾶν  πρέπει
 Όσα  ρήματα  δηλώνουν  φιλική  ή  εχθρική  διάθεση  ή  ενέργεια  (εὐνοῶ, ἀρέσκω,  
ἐπιβουλεύω,   μάχομαι,   πολεμῶ κ.ά.) Ἀντέλεγον   Κορίνθιοι   καὶ Θηβαῖοι   μάλιστα,  
πολλοὶ δὲ καὶ ἄλλοι   τῶν   Ἑλλήνων,   μὴ σπένδεσθαι   Ἀθηναίοις,   ἀλλ’   ἐξαιρεῖν   (Ξεν.
Ἑλληνικὰ 2.2.19)
 Όσα   σημαίνουν   ακολουθία,   διαδοχή,   προσέγγιση   (ἀκολουθῶ, ἕπομαι,  
διαδέχομαι,  πελάζω,  πλησιάζω,  προσίημι,  τυγχάνω,  συντυγχάνω κ.ά.)
Λύσανδρος  τὰς  ταχίστας  τῶν  νέων  ἐκέλευσεν  ἕπεσθαι  τοῖς  Ἀθηναίοις
 Όσα   δηλώνουν   μείξη   ή επικοινωνία   (μείγνυμαι / μίγνυμαι,   ἐπιμείγνυμαι,  
κεράννυμι,  ὁμιλῶ, χρῶμαι  κ.ά.) Πανταχοὺ τὰ ἡδέα  τοῖς  λυπηροῖς  μείγνυται
 Όσα   δηλώνουν   ευπείθεια,   υποταγή,   άμιλλα,   έριδα   ή   συμφιλίωση   (πείθομαι,  
διαγωνίζομαι,   ἀμιλλῶμαι,   ἐρίζω,   διαφέρομαι,   σπένδομαι,   σπονδὰς   ποιοῦμαι  
κ.ά.) Ἐγὼ τοῖς  ἐν  τέλει  βεβῶσι  πείσομαι  (Σοφ. Ἀντιγόνη  67)
 Όσα   δηλώνουν   ισότητα,   ομοιότητα,   συμφωνία   (ὁμοιάζω,   ἰσοῦμαι,   συμφωνῶ,
ὁμολογῶ, ὁμονοῶ,  συνᾴδω,  συναρμόττω κ.ά.)
τὰ γὰρ  ἔργα  οὐ συμφωνεῖ ἡμῖν  τοῖς  λόγοις  (Πλάτ. Λάχης  193e)
 Όσα  σημαίνουν  χάρη  ή  επάρκεια  (χαρίζομαι,  ἀρκῶ κ.ά.)
 Πολλά   σύνθετα   με   τις   προθέσεις   ἐν (ἐμμένω), σὺν (σύνειμι), ἐπὶ (ἐπιτίθεμαι),
περὶ (περιπίπτω), παρὰ (παραγίγνομαι), ὑπὸ (ὑπόκειμαι), πρὸς (προσέχω), ὁμοῦ
(ὁμογνωμῶ).

ΠΡΟΣΟΧΗ

 Τα   ρήματα   διαχρῶμαι,   καταχρῶμαι όταν   σημαίνουν   «σκοτώνω»   συντάσσο-


νται  με  αιτιατική
 Τα  ρήματα  ὠφελῶ,  βλάπτω, λοιδορῶ και  τα  συνώνυμά  τους  συντάσσονται  με  
αιτιατική  εκτός  από  το  λυσιτελῶ
 Το   ρήμα   μέμφομαι συντάσσεται   και   με   δοτική   και   με   αιτιατική   όπως   και   το  
ρήμα  ἐνοχλῶ

64
ΑΡΧΑΙΑ  ΕΛΛΗΝΙΚΗ  ΘΕΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ  Ι

 Τα   ρήματα   πείθομαι και   ὑπηρετῶ συντάσσονται   με   δοτική   αλλά   στον  


Θουκυδίδη  συντάσσονται  και  με  γενική  και  έχουν  τη  σημασία  «είμαι  υπήκοος  
κάποιου»
 Τα   ρήματα   ὁμιλῶ,   διαλέγομαι,   κοινοῦμαι,   καταλλάττομαι συντάσσονται   με  
δοτική  ή  με  πρὸς  και  αιτιατική.

ΔΙΠΤΩΤΑ  ΡΗΜΑΤΑ

1. Με  δύο  αιτιατικές:  δύο  αντικείμενα  σε  πτώση  αιτιατική  (εκ  των  οποίων,  όπως  
είδαμε,  η αιτιατική  που  δηλώνει  το  πρόσωπο  είναι  το  άμεσο  αντικείμενο,  ενώ  
η   αιτιατική   που   δηλώνει   το   πράγμα,   το   έμμεσο)   δέχονται   οι   εξής   κατηγορίες  
ρημάτων:
 Όσα  έχουν  τη  σημασία   του   ἐρωτῶ, ἀποκρύπτω,  ἀποστερῶ,  εἰσπράττω,  
αἰτῶ Σωκράτης  οὐκ  ἐπράττετο  χρήματα  τοὺς μαθητὰς
Μὴ μὲ κρύψῃς  τοῦτο,  ὃ μέλλω  παθεῖν
 Όσα   έχουν   τη   σημασία   του   «διδάσκω», «υπενθυμίζω» (διδάσκω,  
ἀναμιμνήσκω) Ἀναμνήσω  ὑμᾶς  τοὺς  τῶν  προγόνων  κινδύνους.
 Τα   ένδυσης,   έκδυσης,   περιβολής   σημαντικά   ρήματα   (ἀμφιέννυμι,  
περιβάλλω,  ἐνδύω,  ἐκδύω  κ.ά.) Ἐξέδυσεν  ἐμὲ τὴν  ἐσθῆτα.
 Τα  προτρεπτικά,  αναγκαστικά,  πειστικά  (προτρέπω,  ἀναγκάζω,  ἐποτρύ-
νω,   ἐπαίρω,   ἱστορῶ κ.ά.) ὡς   οὐδὲν   ἐπαίρω τἀμὰ οὐδὲ βούλομαί   σου  
χωρίζεσθαι,  ταῦτα  καὶ λέγω  καὶ γράφω    (Αλκίφρ.  Ἐπιστολαὶ 4.18.2)
 Ρήματα   που   εκτός   από   εξωτερικό   αντικείμενο   έχουν   και   σύστοιχο:  
ἐργάζομαι,  λέγω,  ποιῶ, ἀγορεύω,  εὐεργετῶ κ.ά.
Οὗτοι  ἀμελοῦντες  τῶν  οἰκείων  πολλὰ ἀγαθὰ ἡμᾶς  ἐργάζονται
Ὥρκισαν  τοὺς  στρατιώτας  τοὺς  μεγίστους  ὅρκους
 Τα  δοξαστικά,  κλητικά,  εκλογής,  χειροτονίας,  μεταπλαστικά,  μεταποι-
ητικά   ενεργητικά   ρήματα   συντάσσονται   με   δύο   αιτιατικές,   από   τις  
οποίες   η   αιτιατική   του   έμμεσου   αντικειμένου   είναι   το   κατηγορούμενο  
του  άμεσου  αντικειμένου  (νομίζω,  ἡγοῦμαι,  καλῶ,  λέγω,  προσαγορεύω,  
κρίνω,   ἀποφαίνω,   ὑπολαμβάνω κ.ά.) Νομίζομέν   σε   φίλον   πιστὸν   καὶ
σύμμαχον.

2. Με  αιτιατική  και  γενική:  με  δύο  αντικείμενα,  εκ  των  οποίων  το  κατ’  αιτιατική  
είναι   το   άμεσο   και   το   κατά   γενική   είναι   το   έμμεσο,   συντάσσονται   οι   εξής  
κατηγορίες  ρημάτων:
 Τα   ρήματα   κενῶ,   πληρῶ, ἐστιῶ, ἐρημῶ,   πίμπλημι και   τα   συνώνυμά  
τους διφθέρας  ἃς  εἶχον  στεγάσματα  ἐπίμπλασαν  χόρτου  κούφου  (Ξεν.  Κύρου  
Ἀνάβασις 1.5.10)
 Τα   ρήματα   με   τη   σημασία   του   «ακούω,   πληροφορούμαι,   μαθαίνω»
(πυνθάνομαι,   ἀκούω,   μανθάνω κ.ά.) Ὑμεῖς   ἐμοῦ ἀκούσεσθε   πᾶσαν   τὴν  
ἀλήθειαν  (Πλάτ.  Ἀπολογία  Σωκράτους 17b)

65
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ  ΜΠΑΛΗ

 Όσα   σημαίνουν   «πιάνω,   οδηγώ,   φέρνω,   παίρνω,   απομακρύνω,   εμπο-


δίζω»  (ἄγω,  λαμβάνω,  ἕλκω κ.ά.) Θάνατος  χωρίζει  τὴν  ψυχὴν  τοῦ σώματος
Ρήματα   με   την   παραπάνω   σημασία   συντάσσονται   και   με   τελικό  
απαρέμφατο  και  με  δύο  αιτιατικές
 Όσα   ρήματα   σημαίνουν   «αγοραπωλησία   και   ανταλλαγή» (ὠνοῦμαι,  
πιπράσκω,  ἀνταλλάττω,  ἀλλάσσομαι,  ἀγοράζω,  τιμῶ, ἐκτιμῶ, ἀξιῶ κ.ά.)
Οἱ βάρβαροι  Θεμιστοκλέα  μεγίστων  τιμῶν  ἠξίωσαν
Η  γενική  με  τα  ρήματα  αυτά  δηλώνει  αξία  ή  τίμημα
 Ρήματα   ψυχικού   πάθους   (θαυμάζω,   εὐδαιμονίζω,   ὀργίζομαι,   οἰκτείρω
κ.ά)   και   τα   δικαστικά   και   ανταποδοτικά   (αἰτιῶμαι,   διώκω,   γράφομαι,  
δικάζω,  κρίνω,  τιμωροῦμαι,  καταψηφίζομαι κ.ά.)
Μέλητος  ἐγράψατο  Σωκράτη  ἀσεβείας  (Πλάτ. Εὐθύφρων  5c)
Η  γενική  με  τα  ρήματα  αυτά  δηλώνει  την  αιτία,  το  έγκλημα  ή  την  ποινή
 Σύνθετα   ρήματα   με   τις   προθέσεις   που   συντάσσονται   με   γενική   όπως  
ἀπό,   ἐκ,   πρὸ και   κυρίως   ρήματα   σύνθετα   με   την   πρόθεση   κατὰ που  
λαμβάνουν   δικαστική   έννοια   (κατηγορῶ,   καταγιγνώσκω,   καταψηφίζο-
μαι κ.ά.)  Ἀθηναῖοι  θάνατον  κατεψηφίσαντο  τῶν  ἐν  Ἀργινούσαις  στρατηγὸν

3. Με   αιτιατική   και   δοτική:   τα   δίπτωτα   ρήματα   που   συντάσσονται   με   αιτιατική  


και  δοτική  ανήκουν  στις  εξής  κατηγορίες:
 Όσα  δηλώνουν  δόση,  δείξη,  δήλωση,  αγγελία  (δίδωμι,  δείκνυμι,  φαίνω,  
κοινῶ, ἀγγέλλω,   προσάγω,   φέρω,   παραινῶ,   παραγγέλλω,   ὑπισχνοῦμαι
κ.ά.) ὁ δ’  (Κῦρος) ὑπέσχετο  ἀνδρὶ ἑκάστῳ δώσειν  πέντε  ἀργυρίου  μνᾶς (Ξεν.
Κύρου  Ἀνάβασις  1.4.13)
 Όσα   δηλώνουν   ομοίωση,   εξίσωση,   μείξη,   προσέγγιση,   συνδιαλλαγή  
(εἰκάζω,  ὁμοιῶ, ἐξισῶ, ἀνισῶ,  μείγνυμι,  πελάζω,  προσάγω κ.ά.)
Τίνι  οὖν  ὁμοιώσω  τοὺς  ἀνθρώπους  τῆς  γενεᾶς  ταύτης,  καὶ τίνι  εἰσὶν  ὅμοιοι;;  
(Κατὰ Λουκὰν  7.31)
 Όσα   δηλώνουν   εναντιότητα,   περιποίηση   (ἀντιτίθημι,   λαγχάνω,   ποιῶ
κ.ά.)
 Τα   σύνθετα   ρήματα   με   τις   προθέσεις   ἐν,   σύν,   ἐπί,   πρός,   ὑπό,   ὁμοῦ,
παρά,  περὶ Κῦρος  συνέπεμψε  τῇ Κηλίσσῃ τοὺς  Μένωνος  στρατιώτας

4. Με   γενική   και   δοτική:   δίπτωτα   ρήματα   που   συντάσσονται   με   γενική και  


δοτική,  εκ  των  οποίων  η  γενική  είναι  το  άμεσο  και  η  δοτική  το  έμμεσο  αντικεί-
μενο,  είναι:
 Όσα   σημαίνουν   «συμμετοχή   και   μετάδοση»   (μετέχω,   κοινωνῶ,
μεταδίδωμι,  μεταλαμβάνω,   ἀντιποιοῦμαι   κ.ά.) Τοῖς   φίλοις   μεταδίδοτε   τῶν  
ὑμετέρων  ἀγαθῶν
 Όσα  σημαίνουν  «παραχωρώ»  και  το  ρήμα  φθονῶ,  όταν  έχει  την  έννοια  
του  «αρνούμαι  σε  κάποιον  κάτι  λόγω  φθόνου» Ἐπειδὰν  ἡ στρατεία  λήξῃ,
οὔ τινι  φθονήσω  τοῦ πλούτου  καὶ τῆς  εὐδαιμονίας

66
ΑΡΧΑΙΑ  ΕΛΛΗΝΙΚΗ  ΘΕΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ  Ι

 Τα   δικαστικά   ρήματα   τιμῶ,   τιμῶμαι,   όπου   το   ρήμα   τιμῶ σημαίνει  


«ορίζω  ποινή  για  κάποιον»,  ενώ  στη  Μέση  Φωνή  σημαίνει   «προτείνω  
ποινή  για  κάποιον» Ὁ δικαστὴς  τιμᾷ τινί  τινος, ενώ  Ὁ κατήγορος  τιμᾶται  τινί  
τινος
Η  γενική  με  τα  ρήματα  αυτά  θεωρείται  και  γενική  της  ποινής.

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ  ΚΑΤΑ  ΠΡΟΛΗΨΗ

Αντικείμενο  κατά  πρόληψη  έχουμε  όταν  υποκείμενο  μιας  δευτερεύουσας  πρότα-


σης  προλαμβάνεται  και  γίνεται  αντικείμενο  ή  γενική  αντικειμενική  στην  πρόταση  από  
την  οποία  εξαρτάται  η  δευτερεύουσα.  Μετά  την  πρόληψη  η  δευτερεύουσα  τίθεται  ως  
επεξήγηση   πλέον   στο   υποκείμενό   της Καὶ ἐφοβοῦντο   τοὺς   ξυμμάχους   μὴ ἀποστῶσιν
Μέγα  σοι  ἐρῶ τεκμήριον  τοῦ νόμου,  ὅτι  οὔτως  ἔχει

Γ. ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ

α) ΤΟ  ΑΡΘΡΟ

Άρθρα   καλούνται   ορισμένα   λεξίδια,   τα   οποία   εξυπηρετούν   τη   διάρθρωση   του  


λόγου.   Είναι   κλιτές   μονοσύλλαβες   λέξεις,   οι   οποίες   προσκολλώνται   κατά   κανόνα  
μπροστά  από  τα  ονόματα,  όταν  μνημονεύονται  στον  λόγο  ως  γνωστά  και  καθορισμέ-
να  εντάσσοντάς  τα  στην  πρόταση.
Αρχικά  (μέχρι  και  τον  Όμηρο)  το  άρθρο  δεν  ήταν  παρά  δεικτική  αντωνυμία,  της  
οποίας  η  δεικτική  δύναμη  είχε  αμβλυνθεί (πρβλ. το  γαλλ. le,  το  ιταλικό  il <  λατ. ille,
το  ισπαν. el).

Το  άρθρο  κλίνεται  ως  εξής:

Ενικός  αριθμός Πληθυντικός  αριθμός


Πτώσεις αρσ.            θηλ.          ουδ. αρσ.        θηλ.              ουδ.
Ονομ ὁ                            ἡ                      τὸ οἱ                      αἱ                      τὰ
Γεν.   τοῦ     τῆς                τοῦ   τῶν              τῶν                τῶν
Δοτ. τῷ                      τῇ                    τῷ τοῖς              ταῖς                τοῖς
Αιτ. τὸν                    τὴν                  τὸ τοὺς              τὰς                  τὰ

Πτώσεις Δυϊκός    αριθμός


(και  για  τα  τρία  γένη)
Ονομ. τὼ
Γεν. τοῖν
Δοτ. τοῖν
Αιτ. τὼ

67
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ  ΜΠΑΛΗ

 Σπανίως   απαντούν   οι   θηλυκοί   τύποι   στον   δυικό   αριθμό   τὰ και   ταῖν,   της   ονομα-
στικής  και  αιτιατικής  και  της  γενικής  και  δοτικής  αντίστοιχα.
 Οι  δασυνόμενοι  τύποι  του  άρθρου  είναι  άτονοι  (προκλιτικά).  

β)  ΑΚΛΙΤΑ  ΜΕΡΗ  ΤΟΥ  ΛΟΓΟΥ

ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΑ

Η   λέξη   «επίρρημα» χρησιμοποιείται   από   τους   Γραμματικούς   προκειμένου   να  


αποδώσει  το  μέρος  εκείνο του  αρχαίου  ελληνικού  λόγου  που  ακολουθεί  το  ρήμα.  Με  
άλλα  λόγια είναι  οι  άκλιτες  εκείνες  λέξεις  που  προσδιορίζουν  κυρίως  ρήματα  και  που  
ανάλογα   με   τη   σημασία   τους   αλλά   και   με   τη   σχέση   που   έχουν   με   τον   προσδιορι-
ζόμενο  όρο  διακρίνονται  σε:

 τοπικά
 χρονικά
 ποσοτικά
 τροπικά  ή  ποιότητας  σημαντικά
 βεβαιωτικά
 αρνητικά
 διστακτικά

Τοπικά =  δηλώνουν  τον  τόπο


ποῦ,   πῇ,   ποῖ, ὅπου,   ἔνθα,   ἔνθάδε,   πόθεν,   ἐκεῖ, ἀντίκρυ, αὐτοῦ, ἐνταῦθα,   πού,   δεῦρο,  
ἄνω,  κάτω,  ἐγγύς,  ἔσω,  ἔξω,  κ.ά.
Χρονικά =  δηλώνουν  τον  χρόνο
ἀεὶ ή αἰεί,   πότε,   ὅτε,   τότε,   ὁπηνίκα,   πηνίκα,   ποτέ,   νῦν,   πρίν,   ἔπειτα,   πάλαι,   χθές,  
σήμερον,  αὔριον,  αὖ,  αὖθις κ.ά.
Τροπικά =  δηλώνουν  τον  τρόπο
ἄλλως,   ὦδε,   πῶς,   ὡς, πῆ, ὥσπερ,   οὕτω(ς),   εὖ, ὁμοῦ,   καλῶς,   κακῶς,   σωφρόνως,  
θαυμασίως,  ἀμηχάνως,  ὑπερφυῶς κ.ά.
Ποσοτικά =  δηλώνουν  το  ποσό
πόσον,   τόσον,   ὅσον,   ὁπόσον,   λίαν,   πολύ,   μάλα,   μάλιστα,   πάνυ,   πολλάκις,   τοσάκις,  
ποσάκις,  σφόδρα,  δίς,  τρίς,  τετράκις,  ὀλίγον κ.ά.
Βεβαιωτικά =  δηλώνουν  βεβαίωση
ναί,  μάλιστα,  δή,  δῆτα,  ἦ κ.ά.
Αρνητικά =  δηλώνουν  άρνηση
οὐ,  μὴ κ.ά.
Διστακτικά  =  δηλώνουν  δισταγμό  
ἴσως,  ἆρα,  τάχα,  μῶν κ.ά.

68
ΑΡΧΑΙΑ  ΕΛΛΗΝΙΚΗ  ΘΕΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ  Ι

Παρατηρήσεις

 Το  τοπικό  επίρρημα  ποῦ απαντά  και  απλό  συνήθως  όμως  σε  σύνθεση,  κυρίως  
με  μόρια  όπως  τα  δὴ και  οὕτω (δήπου)
 Το   τροπικό   επίρρημα   ἄλλως χρησιμοποιείται   μαζί   με   τα   μόρια   τε, γε,   για   να  
δηλωθεί  η  υπερβολή  και  μάλιστα  με  επίταση  (έμφαση).
 Το   τροπικό   επίρρημα   ὧδε χρησιμοποιείται   συνήθως   συνοδευόμενο   από   το  
επίσης   τροπικό   επίρρημα   πῶς,   όταν   επιδιώκει   ο   λέγων   τον   μετριασμό   της  
τροπικής   σημασίας   και   ισχύος   του   επιρρήματος   ὧδε εἶχε   δ’   ἂν   ὧδε   πῶς
(Πλατ.  Πολιτεία 393d)
 Το  τροπικό  επίρρημα  ὡς χρησιμοποιείται  επίσης  και  ως  αναφορικό  κυρίως  σε  
παραβολές  οπότε    εισάγει  αναφορική - παραβολική  πρόταση,  η οποία  δηλώνει  
τρόπο.  Επίσης  λειτουργεί ως  εισαγωγικός  σύνδεσμος  και  άλλων  δευτερευου-
σών   προτάσεων   όπως   πλάγιων   ερωτηματικών,   χρονικών,   ειδικών,   τελικών,  
συμπερασματικών
 Επίσης  χρησιμοποιείται  συναπτόμενο  με  απαρέμφατο  όταν  θέλει  να  μετριάσει  
ή  να  διορθώσει  τον  ισχυρισμό  του.  Από  τη  σύνταξη  αυτή  προήλθαν  οι  στερεό-
τυπες   απαρεμφατικές   φράσεις   όπως   ὡς   ἔπος   εἰπεῖν,   ὡς   συνελόντι   εἰπεῖν,   ὡς    
συντόμως  εἰπεῖν κ.ά.
 Χρησιμοποιείται   πριν   από   εμπρόθετο   προσδιορισμό   καθώς   και   πριν   από  
μετοχή  παρακειμένου  προκειμένου  να  δηλωθεί  ο  σκοπός.  Η  όλη  φράση  νοη-
ματικά   και   συντακτικά   ισοδυναμεί   με   εμπρόθετο   προσδιορισμό   του   σκοπού  
ἐπειδὴ δὲ παρεσκεύαστο   τοῖς   Κορινθίοις,   λαβόντες   τριῶν   ἡμερῶν   ἀνήγοντο   ὡς   ἐπὶ
ναυμαχίαν (Θουκ.  Ἱστορία 1.48)

ΣΥΣΧΕΤΙΚΑ  ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΑ

Από  τα  επιρρήματα  των  παραπάνω  κατηγοριών  άλλα  εισάγουν  ερώτηση  (ερωτη-
ματικά),  άλλα  έχουν  αόριστη  σημασία  (αόριστα),  άλλα  δηλώνουν  δείξη  (δεικτικά)  και  
τέλος,   άλλα   αναφέρονται   ή   προσδιορίζουν   όρο   άλλης   πρότασης   (αναφορικά).   Οι  
παραπάνω  κατηγορίες  επιρρημάτων  αποτελούν  τα  συσχετικά  επιρρήματα.

Τοπικά Ερωτηματικά Αόριστα Δεικτικά Αναφορικά


στάση  σε   ποῦ;; ποὺ ἐνθάδε,  ἐνταῦθα,  αὐτοῦ,   ὅπου,  ἔνθα,  ὅθι,  οὗ
τόπο ἐκεῖ
κίνηση   ποῖ;; ποὶ ἐνθάδε,  ἐνταῦθα,   ὅποι,    ἔνθα,    οἷ
από  τόπο αὐτόσε,  ἐκεῖσε
κίνηση   πόθεν;; ποθὲν ἐνθένδε,  ἐντεῦθεν,   ὅθεν,  ὁπόθεν,        
προς   ἐκεῖθεν ἔνθεν
τόπο
Χρονικά πότε;; ποτὲ τότε, τηνίκα,  τηνικάδε,   ὅτε,  ὁπότε,  ἡνίκα
πηνίκα;; τηνικαῦτα ὁπηνίκα
Τροπικά πῶς;; πὼς οὕτω(ς),  ὧδε ὡς,  ὥσπερ,  ὅπως

69
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ  ΜΠΑΛΗ

Τοπικά  ή   πῇ;; πῇ τῇδε,  ταύτῃ ᾖ,  ὅπῃ


Τροπικά
Ποσοτικά πόσον;; - τόσον,  τοσόνδε,   ὅπου,  ὁπόσον
τοσοῦτον

ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ

Σύνδεσμοι   ονομάζονται   οι   άκλιτες   λέξεις   οι   οποίες   συνδέουν   με   ορισμένους  


τρόπους  όμοιους  ή  μη  όρους  ή  προτάσεις  μεταξύ  τους.  Ανάλογα  με  τη  σημασία  τους  
οι  σύνδεσμοι  διακρίνονται  στις  εξής  κατηγορίες:  συμπλεκτικοί,  διαζευκτικοί,  αντιθε-
τικοί   ή   εναντιωματικοί,   παραχωρητικοί   ή   ενδοτικοί,   αιτιολογικοί,   χρονικοί,   τελικοί,  
συμπερασματικοί,  ειδικοί,  υποθετικοί,  ενδοιαστικοί  ή  διστακτικοί.

Συμπλεκτικοί: Χαρακτηρίζονται οι   σύνδεσμοι   που   συνενώνουν,   συμπλέκουν,


καταφατικά  ή  αποφατικά  όρους  ή  προτάσεις.
Διαζευκτικοί:  Λέγονται    οι  σύνδεσμοι  που  ενώνουν  διαζευκτικά  λέξεις  ή  προτάσεις.
Αντιθετικοί  ή  εναντιωματικοί:  Ονομάζονται  έτσι  οι  σύνδεσμοι  που  συνδέουν  όρους  
ή  προτάσεις  αντίθετες  μεταξύ  τους.
Παραχωρητικοί  ή  ενδοτικοί: Πρόκειται  για  τους  συνδέσμους  που  συνενώνουν  δύο  
νοήματα  αντιφατικά  μεταξύ  τους,  εκ  των  οποίων  το  ένα  δηλώνει  παραχώρηση  προς  
το  άλλο.  
Αιτιολογικοί:  Ονομάζονται  οι  σύνδεσμοι  οι  οποίοι  εισάγουν  μία  πρόταση,  το  νόημα  
της  οποίας  αποτελεί  αιτία  ή  δικαιολογία άλλου.
Χρονικοί:  Χαρακτηρίζονται  με  τον  όρο  αυτό  οι  σύνδεσμοι  με  τους  οποίους  εισάγεται  
μία  πρόταση  που    δηλώνει  και  καθορίζει  τον  χρόνο  μίας  ενέργειας.
Τελικοί:  Λέγονται  έτσι  οι  σύνδεσμοι    λέγονται  οι  σύνδεσμοι  που  εισάγουν  προτάσεις  
οι  οποίες  φανερώνουν  τον  σκοπό,  το  τέλος,  της  ενέργειας  του  ρήματος.  
Συμπερασματικοί:  Ονομάζονται  οι  σύνδεσμοι  με  τους  οποίους  εισάγονται  προτάσεις  
που  εκφέρουν  το  συμπέρασμα  άλλης  προηγούμενης  πρότασης  και  νοήματος.
Ειδικοί:  Ονομάζονται  οι  σύνδεσμοι  με  τους  οποίους  εισάγεται  πρόταση  που  συμπλη-
ρώνει  την  έννοια  άλλης  πρότασης  ως  αντικείμενο  ή  ως  υποκείμενο  ή  επεξηγεί  κάποια  
λέξη  άλλης  πρότασης.
Υποθετικοί:  Ονομάζονται  οι  σύνδεσμοι  που  εισάγουν  μία  υπόθεση.
Ενδοιαστικοί  ή  διστακτικοί:  Έτσι  καλούνται  οι  σύνδεσμοι  με  τους  οποίους  εισάγε-
ται  πρόταση που  εκφράζει  έναν  ενδοιασμό  για  κάτι  ανεπιθύμητο.

ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΤΙΚΟΣ  ΠΙΝΑΚΑΣ  ΣΥΝΔΕΣΜΩΝ

Συμπλεκτικοί καταφατικοί:  τε,  καὶ


αποφατικοί:  οὔτε,  μήτε,  οὐδέ, μηδὲ
Διαζευκτικοί ἤ,  ἤτοι,  εἴτε,  ἐάντε,  ἄντε,  ἤντε
Αντιθετικοί μέν,   δέ,   μέντοι,   ὅμως,   ἀλλά,   ἀτάρ,   μήν,   ἀλλὰ  
μήν,  καὶ  μήν,  οὐ  μὴν  ἀλλά,  καίτοι
70
ΑΡΧΑΙΑ  ΕΛΛΗΝΙΚΗ  ΘΕΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ  Ι

Παραχωρητικοί εἰ  καί,  ἂν  καί,  καὶ  ἄν,  κἂν,  οὐδ’  εἰ,  οὐδ’  ἐάν,  
μηδ’  ἐάν,  καίπερ
Αιτιολογικοί γάρ,  ὅτι,  διότι,  ἐπεί,  ἐπειδὴ
Χρονικοί ὡς,  ὅτε,  ὁπότε,    ὁσάκις,  ὁποσάκις,  ἐπεί,   ἐπειδή,  
ἕως,  ἔστε,  ἄχρι,  μέχρι,  ἡνίκα,  ὁπηνίκα,  πρὶν
Τελικοί ἵνα,  ὅπως,  ὡς
Συμπερασματικοί ὥστε,   ὡς,   ἄρα,   δή,   δῆτα,   οὖν,   οὔκουν,   οὐκοῦν,  
τοίνυν,  τοιγάρτοι,  τοιγαροῦν
Ειδικοί ὅτι,  ὡς
Υποθετικοί εἰ,  ἐάν,  ἄν,  ἤν
Ενδοιαστικοί μή,  μὴ  οὐ

ΕΠΙΦΩΝΗΜΑΤΑ

Επιφωνήματα   καλούνται   οι   άκλιτες   λέξεις   της   αρχαίας   ελληνικής   που  


φανερώνουν   ψυχικό   πάθημα   (θαυμασμό,   αγανάκτηση,   φόβο,   χαρά,   ενθουσιασμό,  
λύπη,   αποστροφή   κ.   ά.).   Έτσι   βάσει   της   σημασίας   τους   διακρίνονται   στις   εξής  
κατηγορίες:
 θαυμαστικά
 γελαστικά
 σχετλιαστικά
 θειαστικά
 κλητικά

Θαυμαστικά ὤ!  ἆ!  βαβαί!  παπαῖ!  


Γελαστικά ἃ  - ἃ  - ἅ!
Σχετλιαστικά οἴμοι!  φεῦ!  ἰώ!  ἰού!  οὐαί!  παπαῖ!
Θειαστικά εὐοί!  εὐάν!  
Κλητικά ὦ

Παρατηρήσεις

 Το   θαυμαστικό   επιφώνημα   ὢ όταν   εκφράζει   την   έκπληξη   του   ομιλητή   για  


κάτι   που  είδε   ή  άκουσε,  συνοδεύεται  από  ονομαστική   αντωνυμίας  ή   προσώ-
που    Ὦ τάλας  ἐγώ,  τάλας  /  πάρα  στενάζειν  /   ὢ περισπερχὲς  πάθος  (Σοφ.  Αἴας
980-982).  Όταν  όμως  χρησιμοποιείται  ως  δηλωτικό  επίκλησης  ή  επιφώνησης,  
συντάσσεται  και  πάλι  με  ονομαστική  αλλά  και  με  γενική   Μὴ τοίνυν  μήδ’  ἔμ’,  ὦ
ἄνδρες  Ἀθηναῖοι, προῆσθε  τούτῳ (Δημοσθ.  Κατὰ Μειδίου 221)
 Το   σχετλιαστικό   επιφώνημα   οἴμοι συχνά χρησιμοποιείται   από   τον   ομιλητή  
συνοδευόμενο   από   δευτερεύουσα   αιτιολογική   πρόταση   η   οποία   φανερώνει  
την   αιτία     που   προκαλεί   το   δυσάρεστο   συναίσθημα Οἴμ’   ὡς   ἥδομαι   /   ὅτι  
πεντετάλαντος  διαγέγραπταί  μοι  δίκη  (Αριστοφ. Νεφέλαι  773-774)
71
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ  ΜΠΑΛΗ

ΜΟΡΙΑ

Μόρια  ονομάζονται  οι  άκλιτες  λέξεις  που  δεν  ανήκουν  σε  ένα  ορισμένο  μέρος  του  
λόγου  και  χρησιμοποιούνται  στον  λόγο  βοηθητικά  μόνο.  Τα  περισσότερα  είναι  μονο-
σύλλαβα  με  επιρρηματική  σημασία.  Διακρίνουμε  τις  ακόλουθες  κατηγορίες:
 εγκλιτικά
 βεβαιωτικά
 ευχετικό  εἴθε
 δυνητικό  ἂν
 αοριστολογικό  ἂν
 αιτιολογικά
 αχώριστα  δεικτικά  μόρια  
 αχώριστα  προστακτικά  μόρια

ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΤΙΚΟΣ  ΠΙΝΑΚΑΣ  ΜΟΡΙΩΝ

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΜΟΡΙΑ
εγκλιτικά τοί,  γέ,  πέρ,  πώ,  νὺν  
αιτιολογικά ἅτε,  οἷον  - οἷον  δή,  οἷα  - οἷα  
δὴ
αχώριστα  δεικτικά    μόρια -δε  ,-ι
αχώριστα  προτακτικά ἀ-,   νη-,   δυσ-,     ἀρι-,   ζα- ,
μόρια κα

Παρατηρήσεις

 Τα   αιτιολογικά   μόρια   συνάπτονται   με   αιτιολογική   μετοχή   και   δηλώνουν   την  


πραγματική   αιτία:   ἅτε   ὤν,   οἷον   ὤν,   οἷον   δὴ ὤν,   οἷα   ὤν,   οἷα ὢν (=   γιατί  
πράγματι…)
 Εξειδικευμένος  και  δύσχρηστος  τύπος  του  αιτιολογικού  μορίου  δὴ αποτελεί  ο  
τύπος   δαὶ (=   λοιπόν).   Χρησιμοποιείται   μόνο   μετά   από   ερωτήσεις   προς  
έκφραση  θαυμασμού,  απορίας  ή  περιέργειας   Τὶ δαὶ σὺ πίνων  τὴν  πόλιν  πεπόηκας  
(Αριστοφ. Ἱππεῖς  351-352)
 Το  μόριο  δὴ (=  αλήθεια,  βέβαια,  τώρα)  είναι  από  τα  πιο  εύχρηστα  και  τα  πιο  
προσδιοριστικά   πολλών   σχέσεων   μόρια   στα   αρχαιοελληνικά   κείμενα.   Εκτός  
από   την   αιτιολογική   του   χρήση,   χρησιμοποιείται   επίσης προς   ενίσχυση   και  
έμφασης  της  προηγούμενης  λέξης  ή  της  ακρίβειας  εκείνης  της  λέξης   Ἐννοεῖτε  
γὰρ  δή,  ἔφη  (Ξεν. Κύρου  Παιδεία  4.3.5)
 Το  μόριο  δήθεν (= πράγματι,  αληθινά,  δηλαδή,  τάχα)  δεν  είναι  τόσο  σύνηθες  
ως προς   τη   χρήση   και   παρουσία   του   στα   αρχαία   ελληνικά   κείμενα   με  
σημασίες  όχι  μόνο  αρκετές  αλλά  και  αντίθετες  μεταξύ  τους.  Αρχικά  έχει  την  
έννοια  της  βεβαιότητας  ενώ  στη  συνέχεια  φανερώνει  και  χρησιμοποιείται  για  
να   εκφράσει   ο   ομιλητής   την   αμφιβολία   του   για   κάτι   ή   ότι   κάτι   δεν   είναι  
72
ΑΡΧΑΙΑ  ΕΛΛΗΝΙΚΗ  ΘΕΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ  Ι

αληθινό.  Στην  περίπτωση  αυτή  το  ύφος  του  ομιλητή  είναι  ειρωνικό   Οὐδὲ γὰρ  
ἐπὶ κωλύμῃ, ἀλλὰ γνώμης  παραινέσει  δῆθεν  τῷ κοινῷ ἐπρεσβεύσαντο  (Θουκ.  Ἱστορία  
1.92.1)
 Το  μόριο  δήπου (= ίσως,  πιθανόν,  μπορεί  να,  βέβαια,  αναμφίβολα),  το  οποίο  
κατ’  ουσίαν  είναι  αόριστο,  έχει  δύο  αντίθετες  σημασίες,  της  πιθανότητας  και  
της  αμφιβολίας  και  αβεβαιότητας  Καὶ ὅταν  τὴν  ἐπιστήμην  ἐς  τὸ ἵσον  καταστήσωμεν  
τῇ γε   εὐψυχίᾳ δήπου   περιεσόμεθα   (Θουκ.   Ἱστορία   1.121.4). Συνώνυμο,   σχεδόν  
ταυτόσημο   ως   προς   τη   χρήση   και   την   έννοια   του   δήπου είναι   το   αόριστο  
δήπουθεν,  το  οποίο  κατά  τι  επιτείνει  την  αβεβαιότητα  και  την  αμφιβολία.
 Το   μόριο   δῆτα (= φανερά,   αναμφίβολα,   φυσικά,   εννοείται)   κατά   βάση  
λειτουργεί  στα  κείμενα  όπως  και  το  μόριο   δή.  Πρόκειται  για  τον  εκτεταμένο  
και   εμφαντικότερο   τύπο   του   μορίου   αυτού   και   χρησιμοποιείται   από   τον  
ομιλητή  σε  ερωτήσεις  όταν  θέλει  να  δηλώσει  συμπέρασμα  ή  ακολουθία.  Στην  
περίπτωση  αυτή  μεταφράζεται  «λοιπόν, επομένως».
 Το   μόριο   μὴν   (= στ’   αλήθεια,   πράγματι,   λοιπόν)   τίθεται   προκειμένου   ο  
ομιλητής  να  ισχυροποιήσει  διαβεβαιώσεις,  διαμαρτυρίες  και  αντιρρήσεις.  
 Το   μόριο   περ (=   πολύ,   πάρα   πολύ,   τουλάχιστον,   πάντως)   πρόκειται   για  
εγκλιτικό   μόριο,   το   οποίο   καθιστά   ισχυρότερη   τη   λέξη   με   την   οποία   συνά-
πτεται.   Η   χρήση   του   είναι   αρκετά   συνήθης   αλλά   κυρίως   προστιθέμενο   σε    
αναφορικές  αντωνυμίες  και  μόρια    Χώρει  σύ˙  μὴ πρόσλευσσε,  γενναῖός  περ  ὤν,  
ἡμῶν   ὅπως   μὴ τὴν   τύχην   διαφθερεῖς (Σοφ.   Φιλοκτήτης   1068-69).   Από   τη  
συνεκφορά   του   μορίου   με   συνδέσμους   και   αναφορικές   αντωνυμίες   και  
επιρρήματα  σχηματίστηκαν  οι  ακόλουθες  σύνθετες  λέξεις  εισαγωγικές  δευτε-
ρευουσών  προτάσεων:   ὅσπερ,   ὅσοσπερ,  οἷος  περ,   ὅπου  περ,   ὅθι  περ,   ἵνα   περ,  
ἔνθα  περ,  ὅθεν  περ.
 Το  μόριο  τοι (=  στ’ αλήθεια,  αναμφίβολα,  επομένως,  λοιπόν)  χρησιμοποιείται  
από  τον  ομιλητή  για  να  δηλώσει  την κατά  τη  γνώμη  του  βεβαιότητα  για  κάτι  
(υποκειμενική  βεβαιότητα)  απλό  είτε  σε  συνεκφορά  με  άλλα  μόρια  προκειμέ-
νου   να   δοθεί   έμφαση   στους   ισχυρισμούς   του.   Από   τη   συνεκφορά   αυτή  
σχηματίστηκαν   είτε   αναλυτικά   είτε   συνθετικά   οι   εξής   όροι:   γέ   τοι,   μέν   τοι,  
μέντοι,  μή  τοι,  οὔτοι,  τοὶ γάρ,  τοιγάρτοι,  τοιγαροῦν,  τοὶ ἄν,  τἄν,  μεντάν,  καίτοι
 Το  μόριο  εἶεν  (=  καλά,  πολύ  καλά,  έχει  καλώς,  ας  είναι,  έστω)  είναι  παρακε-
λευσματικό,  το  οποίο  εκφράζει  τη  συναίνεση  και  συγκατάθεση  αυτού  που  το  
χρησιμοποιεί.  Απαντά  σε  κείμενα  διαλογικά  όταν  ο  ομιλητής  μεταβαίνει  από  
το  ένα  ζήτημα  στο  άλλο   Καὶ γὰρ  ὑμεῖς  ἐκείνων  πρότερον  ἠκούσατε  κατηγορούντων,  
καὶ πολὺ μᾶλλον  ἤ τῶνδε  τῶν  ὕστερον.  Εἶεν  ̇   ἀπολογητέον  δή,  ὦ ἄνδρες  Ἀθηναῖοι,  καὶ
ἐπιχειρητέον (Πλάτ.  Ἀπολογία  Σωκράτους 18e)
 To μόριο  νὴ (=  μα,  ναι),  ισχυρό  βεβαιωτικό  ή, λόγω  της  ειδικότερης  χρήσης  
του  στον  όρκο,  ομωτικό  μόριο,  συνάπτεται  συνήθως  με  το  όνομα  του  Δία  και  
στη  συνέχεια  με  την  αιτιατική  ονόματος  οποιουδήποτε  άλλου  θεού   Νὴ τὸν  Δία,  
ὦ Σώκρατες,  εἴπερ  γε  ἃ διανοοῦμαι  χρὴ λέγειν (Πλάτ. Πρωταγόρας 312a)
 To μόριο   ναὶ (= ναι,  στ’ αλήθεια,  μάλιστα,  βέβαια)  χρησιμοποιείται   από   τον  
ομιλητή   είτε   όταν   επιθυμεί   να   εκφράσει   ισχυρή   βεβαίωση   με   κάτι   το   οποίο  
73
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ  ΜΠΑΛΗ

προτείνει   είτε   όταν   προτίθεται   να   ορκιστεί   για   κάτι   που   προτείνει     Σέ   τοι,   σὲ
κρίνω, ναὶ σὲ τὴν  ἐν  τῷ πάρος  χρόνῳ θρασεῖαν  (Σοφ.  Ἠλέκτρα 1445-1446)
Ἔτι   ναὶ τὰν   βοτρυώδη   /   Διονύσου   χάριν   οἴνας,   /   ἔτι   σοι   τοῦ Βρομίου   μελήσει   (Ευρ.
Βάκχαι  534-536)
 Το  μόριο  μὰ (=  μα)  είναι  βεβαιωτικό  κατά  βάση  αλλά  και  ομωτικό.  Χρησιμο-
ποιείται  προς  έκφραση  ισχυρής  διαμαρτυρίας  αφενός  και  ισχυρά  δεσμευτικού  
όρκου  αφετέρου.  Έτσι  από  τον  ομιλητή  χρησιμοποιείται  για  να  βεβαιώσει  και  
μάλιστα  με  όρκο  τον  ισχυρισμό  του   Καὶ ναὶ μὰ Δι’ ὄρνιν  τριπλάσιον  Κλεωνύμου  
(Αριστοφ.  Ἀχαρνεῖς 88)
 Τα  αχώριστα  μόρια  –δε και  –ι προσκολλώνται  στο  τέλος  ορισμένων  λέξεων  
και  δηλώνουν  δείξη:  ὅδε, ἥδε, τόδε, τοιόσδε, τοσόσδε, τηλικόσδε, οὑτοσί, αὑτηί,  
τουτί, ὁδί, ἡδί, τοδί, οὑτωσί, ὡδί  κ.ά.

ΠΡΟΘΕΣΕΙΣ

Πρόθεση  ονομάζεται η  άκλιτη  εκείνη  λέξη  η  οποία  «προτίθεται»,  βρίσκεται  πριν  


από  τη  λέξη  με  την  οποία  συνάπτεται.  Στον  αρχαίο  ελληνικό  λόγο  οι  προθέσεις  είχαν  
αρχική   επιρρηματική   σημασία,   με   την   οποία   απαντούν   και   στον   Όμηρο   και   τους  
ποιητές   και   φανερώνουν   τόπο   ή   χρόνο.   Επειδή   όμως   συνάπτονταν   με   πλάγιες   πτώ-
σεις,   προκειμένου   να   γίνει   η   σημασία   τους   σαφέστερη,   με   τον   χρόνο   έχασαν   τη  
επιρρηματική   τους   σημασία   και   κατέληξαν   απλές   λέξεις   τιθέμενες   μπροστά   από   τις  
πλάγιες   πτώσεις,   δηλωτικές   επιρρηματικές   σχέσεις   τόπου   ή   χρόνου   και   με   μεταφο-
ρική   σημασία   ανάλογα   με   τη   σχέση   των   πλαγίων   πτώσεων   με     το   νόημα   της  
πρότασης.  Διακρίνονται  σε  κύριες  και  καταχρηστικές:

 Κύριες   είναι   οι   προθέσεις   που   συντάσσονται   με   τις   πλάγιες   πτώσεις   των  


ονομάτων   και   αντωνυμιών (ἐν   τῇ πόλει, σὺν   τῷ χρόνῳ, σὺν   αὐτῷ)   και   πολλές  
φορές   σε   σύνθεση   (ἀναχώρησις,   ἀναχωρῶ, ἔντιμος, συντυγχάνω).   Οι   προθέσεις  
είναι  συνολικά  18,  εκ  των  οποίων  οι  6  είναι  μονοσύλλαβες  και  οι  12  δισύλλαβες.  
Κάθε  μία  από  τις  κύριες  προθέσεις  συντάσσεται  με  μία  μόνο  (μονόπτωτες)  ή  και  
με   περισσότερες   πλάγιες   πτώσεις (δίπτωτες,   τρίπτωτες)   ανάλογα   με τα   ρήματα  
δίπλα  στα  οποία  τίθενται  ως  προσδιορισμοί.
 Καταχρηστικές  ονομάζονται  όσες  προθέσεις  χρησιμοποιούνται  μόνο  σε  σύνταξη  
με  την  πλάγια  ή  τις  πλάγιες  πτώσεις  των  ονομάτων  και  των  αντωνυμιών (και  όχι  
σε  σύνθεση  με  άλλες  λέξεις).  Συνολικά  οι  καταχρηστικές  προθέσεις  είναι  εννιά.

ΠΡΟΘΕΣΕΙΣ ΜΟΝΟΣΥΛΛΑΒΕΣ ΔΙΣΥΛΛΑΒΕΣ


Κύριες εἰς,  ἐν,  ἐκ,  ἐξ,  πρό,  προς,  σὺ ἀνά,  διά,  κατά,  μετά,  παρά,  ἀμφί,  ἀντί,  ἐπί,  
περί,  ἀπό,  ὑπό,  ὑπὲρ  

ΠΡΟΘΕΣΕΙΣ ΜΟΝΟΣΥΛ- ΔΙΣΥΛΛΑΒΕΣ ΜΕ ΜΕ


ΛΑΒΕΣ ΓΕΝΙΚΗ ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ

74
ΑΡΧΑΙΑ  ΕΛΛΗΝΙΚΗ  ΘΕΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ  Ι

Καταχρηστικές ὡς,  νή,  μὰ ἄχρι,   μέχρι,   ἄνευ,   ἄχρι,   μέχρι,   ἄνευ,   ὡς,  νή,  μὰ
χωρίς,   πλήν,   ἕνεκα,   χωρίς,   πλήν,  
ἕνεκεν ἕνεκα,  ἕνεκεν

Δ. ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ  ΘΕΩΡΙΑ

Στο   κείμενο   που   παρατίθεται   παρατηρούμε   περίπλοκη   συντακτική   δομή,  


απρόσωπη  σύνταξη  με  τη  συνεχή, από  τον  συγγραφέα,  χρήση απαρεμφάτων.  Σε  αντί-
θεση   με   την   προσωπική   σύνταξη   όπου   το   τονίζεται   περισσότερο   το   πρόσωπο   που  
ενεργεί   ή   πάσχει   ή   είναι   εκείνο   που   φανερώνει   το   απαρέμφατο,   εδώ   το   πρόσωπο  
φανερώνει   η   δοτική,   που   ονομάζεται   δοτική   του   ενεργούντος   προσώπου.   Αξιοπρό-
σεκτη   είναι   ακόμη   παρατακτική   σύνδεση   (ή   εξωτερική   σύνδεση)   με   συμπλεκτικούς  
(καί,  μήτε),  αντιθετικούς  (ἀλλά)  και  διαζευκτικούς  (ἢ - ἤ)  που  επιλέγει  ο  συγγραφέας  
να  συνδέσει  όλα  τα  απαρέμφατα  προσδίδοντας  μία  αμεσότητα  στον  λόγο,  απαραίτητη  
στην  περίπτωση  αυτή  όπου  έχουμε  να  κάνουμε  με  έναν  ρητορικό  λόγο  εκφωνούμενο  
στο   δικαστήριο   (πρβλ.   Ενότητα   παρατακτικής   σύνδεσης).   Δεδομένου   ότι   με   την  
παρατακτική  συνδέονται  όμοιοι  όροι  και  νοήματα,  θα  μπορούσαμε  τις  προτάσεις  μήτε  
– μήτε, ἢ - ἤ,  να    τις  αποδώσουμε  ως  εξής:  «Έχει  εξαπολύσει  τέτοιες  κατηγορίες  και  
σκευωρίες   εναντίον   μου   ώστε,   ακόμα   και   αν   ήθελε   να   πει   όλην την   αλήθεια   δε   θα  
μπορούσε   να   με   κατηγορήσει   τίποτα   χειρότερο   (απ’   ό,τι   ήδη   έχει   πει)   αλλά  
αναγκαστικά  θα  κουράσει  τον  κατήγορο  ή  θα  εξαντλήσει  τον  χρόνο».  Έτσι  χωρίς  τη  
στείρα   και   κουραστική   (σε   αυτήν   την   περίπτωση)   απόδοση   των   συνδέσμων  
επιλέγουμε   την   ελεύθερη   απόδοσή   τους   που   αφενός   εξομαλύνει   αρκετά   τη  
μετάφραση  και  αφετέρου  αποδίδει  πλήρως  το  νόημα  του  κειμένου,  που  στην  αντίθετη  
περίπτωση  θα  δυσκόλευε  την πρόσληψή  του.

Ε.  ΑΣΚΗΣΕΙΣ

Να  βρεθούν  τα  αντικείμενα:

1. Οἱ ἀμπελουργοὶ θεραπεύουσι  τὰς  ἀμπέλους.


2. Ἐν  αρχῇ ὁ Θεὸς  ἐποίησε  τὴν  γῆν.  
3. Οἰ Αιγύπτιοι   γράμματα   ἔγραφον   καὶ ἔφερον   τὴν   χεῖρα   ἀπὸ δεξιῶν   πρὸς   τὰ
ἀριστερά.
4. Ἐπιβουλὴν  οὐν  ταύτην  ἐπιβουλεύουσι.
5. Οἱ Ἀθηναῖοι  τοσαύτας  ἑορτὰς  εώρταζον,  ὅσας  οὐδεμία  τῶν  ἄλλων  Ἑλληνίδων  
πόλεων,  καὶ τοσαύτας  δίκας  ἐδικάζοντο,  ὅσας  οὐδὲ πάντες  ἄνθρωποι.
6. Ἔλεγον  τοιάδε.
7. Παῖσον  διπλὴν  πληγήν.
8. Κῦρος  ἔτι  παὶς  ὢν  θηράσας  ἐκινδύνευσε  τοὺς  ἐσχάτους  κινδύνους
9. Οἰ θεοὶ πάντων  κρατοῦσι.
10. Σωκράτης  τοῦ σώματος  οὐκ  ἠμέλει.
11. Κακοῖς  ὁμιλῶν  καὶ σὺ ἐκβήσει  κακός.
75
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ  ΜΠΑΛΗ

12. Πολύ  ἀν  δικαιότερον  ἐκείνοις  τοῖς  γράμμασιν  ἤ τούτοις  πιστεύοιτε.


13. Ὁρῶ καὶ ὑμᾶς  ταύτη  τῇ γνώμῃ χρωμένους.
14. Νομίζω  χάριν  ὑμᾶς  τοῖς  θεοῖς  ὀφείλειν.

Αναστασία  Μπαλή

76

You might also like