Professional Documents
Culture Documents
Α. ΚΕΙΜΕΝΟ
Οὐκ ἄρξασθαί μοι δοκεῖ ἄπορον εἶναι, ὦ ἄνδρες δικασταί, τῆς κατηγορίας,
ἀλλὰ παύσασθαι λέγοντι· τοιαῦτα αὐτοῖς τὸ μέγεθος καὶ τοσαῦτα τὸ πλῆθος
εἴργασται, ὥστε μήτ’ ἂν ψευδόμενον δεινότερα τῶν ὑπαρχόντων κατηγορῆσαι,
μήτε τἀληθῆ βουλόμενον εἰπεῖν ἅπαντα δύνασθαι, ἀλλ’ ἀνάγκη ἢ τὸν κατήγορον
ἀπειπεῖν ἢ τὸν χρόνον ἐπιλιπεῖν.
Δημοσθένους Περὶ τοῦ στεφάνου 206-208
Β. ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟ
ΔIAΘΕΣΕΙΣ
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
ΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ
57
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΜΠΑΛΗ
Ως αντικείμενο τίθεται (σε πλάγια πτώση) το ουσιαστικό αλλά και κάθε μέρος του
λόγου που λαμβάνεται ως ουσιαστικό, δηλ.
Επίθετο
Αντωνυμία
Αριθμητικό
Απαρέμφατο (έναρθρο ή άναρθρο)
Μετοχή (επιθετική)
Ονοματική πρόταση: α) ειδική, β) ενδοιαστική, γ) πλάγια ερωτηματική, δ)
αναφορική, ε) άκλιτη λέξη ή φράση με άρθρο
Η αιτιατική είναι η κύρια πτώση που καθορίζει ή προσδιορίζει το ρήμα. Με άλλα
λόγια είναι η πτώση που δέχεται την ενέργεια του ρήματος σαν τέρμα όπου σταματά
η «κίνηση» της ενέργειας του ρήματος ή τελειώνει η έκταση μιας πράξης στον χώρο
ή χρόνο. Εκτός από την αιτιατική, όπως αναφέρθηκε, το αντικείμενο τίθεται και στις
άλλες δύο πλάγιες πτώσεις, γενική και δοτική.
ΕIΔΙΚΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ
Όπως το υποκείμενο, έτσι και το αντικείμενο πολλές φορές εκφέρεται μέσω της
αιτιατική και των προθέσεων εἰς, περί, ὑπέρ, όταν πρόκειται να δηλωθεί ποσό κατά
προσέγγιση, με την πρόθεση κατὰ για να δηλωθεί χωρισμός, με την πρόθεση ἐπὶ όταν
πρόκειται να δηλωθεί έκταση Διέφθειραν εἰς ὁκτακοσίους (Θουκ. Ἱστορία 1.100.1) (ποσό
κατά προσέγγιση) Τοῦ οἰκοδομήματος ἐπὶ μέγα κατέσεισεν (Θουκ. Ἱστορία 2.76.4) (έκταση)
Βούλομαι καθ’ ἓν ἕκαστον αὐτῷ ἐξετάσαι (Δημοσθ. Περὶ τοῦ στεφάνου 17.3) (χωρισμός)
Μερικά ρήματα μπορούν στην ίδια τους μορφή να έχουν άλλοτε μεταβατική και
άλλοτε αμετάβατη σημασία, ἐλαύνω = βαδίζω (αμετάβατο), αλλά ἐλαύνω τὸ ἅρμα =
οδηγώ την άμαξα (μεταβατικό).
Η χρήση αυτή των ρημάτων δημιουργήθηκε κυρίως εξαιτίας της παράλειψης του
αντικειμένου του ρήματος, είτε γιατί είναι κάτι γενικό είτε γιατί είναι κάτι αυτονόητο.
Ἄγω και όχι ἄγω τινὰ
Ἄγω ἐπὶ τοὺς πολεμίους
και όχι ἄγω τὸν στρατὸν ἐπὶ τοὺς πολεμίους
Επίσης ένα ρήμα μπορεί από μεταβατικό να γίνει αμετάβατο όταν είναι σύνθετο
ἔβαλλον καὶ τούτους (Θουκ. Ἱστορία 7.83.3) αλλά ἐμβάλλει Ποσειδῶν πόλε̣ι (Ευρ. απ. 65)
58
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΕΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ Ι
ὑπάρχοντα πάντα δίδωμι Μελάντῃ καὶ Παγκρέοντι (Διογ. Λαέρτ. Βίοι Φιλοσόφων 5.51.3)
αλλά ἐπιδίδωμι εἰς τὴν ἁλιείαν. Αλλά και αντιστρόφως.
Ρήματα αρχικά αμετάβατα τρέπονται σε μεταβατικά όταν είναι σύνθετα με πρόθε-
ση και δηλώνουν κίνηση βαίνουσι λαιψηρῶι ποδὶ (Ευρ. Ἠλέκτρα 549) αλλά οὐκ ἐπιτρέψει
παραβαίνουσι τὸν νόμον (Ισοκρ. Παναθηναϊκὸς 12.170) τούτοις ἐκ Βρεντεσίου διαπλέουσιν
(Αππιαν. Μιθριδατικά 206.2) αλλά ἄλλη δὲ ὑπὲρ Σουνίου τὴν Ἀττικὴν ἐν ἀριστερᾷ
παραπλέουσιν (Παυσ. Περιηγητικὸς 1.35.1).
Ορισμένα μεταβατικά ρήματα λαμβάνονται ως αμετάβατα μόνο σε ορισμένους
χρόνους τους (κυρίως στον ενεργητικό αόριστο β΄ καθώς και τον ενεργητικό παρακεί-
μενο).
Δύω τι – δέδυκα – ἔδυν
Φύω τι – ἔφυν
Ἵστημι τι – ἔστηκα – ἔστην
Πείθω τινα – πέποιθα
Τέλος κάποια ρήματα αρχικά αμετάβατα μπορούν να λάβουν τη σημασία μεταβα-
τικών επηρεασμένα από τη σύνταξη συγγενών μεταβατικών ρημάτων.
Μένω (που) – μένω τινὰ
Πλέω – πλέω τὴν θάλασσαν
Η σημασία των μεταβατικών ρημάτων άλλοτε δέχεται ως συμπλήρωμα ένα μόνο
αντικείμενο οπότε λέγονται μονόπτωτα ρήματα, όπως φιλῶ, ἀσπάζομαι, ἀδικῶ κλπ,
ενώ άλλα δέχονται ως συμπλήρωμα δύο αντικείμενα οπότε ονομάζονται δίπτωτα
ρήματα.
Προσοχή!
Ένα μονόπτωτο ρήμα μπορεί να δέχεται ένα μόνο αντικείμενο σε μια πτώση,
μπορεί όμως να δέχεται πολλά στην ίδια πτώση
Ὁρῶ τὸν ἄνδρα αλλά Ὁρῶ τὸν ἄνδρα, τὸν ἵππον, τὴν οἰκίαν (αιτιατική) Σὺ παιδείας ἐπιθυμεῖς
αλλά Σὺ παιδείας, σωφροσύνης καὶ δόξης ἐπιθυμεῖς (γενική) Πείθομαι τῷ πατρὶ αλλά
πείθομαι τῷ πατρί, τῷ μητρί, καὶ τοῖς φίλοις τοῖς ἀγαθοῖς (δοτική)
Ένα δίπτωτο ρήμα μπορεί να δέχεται δύο αντικείμενα σε δύο διαφορετικές πτώ-
σεις, μπορεί όμως να δέχεται και πολλά στη μία ή την άλλη ή και τις δύο πτώσεις
Οἱ στρατηγοὶ ἐδίδοσαν τοῖς στρατιώταις μισθόν αλλά Οἱ στρατηγοὶ ἐδίδοσαν τοῖς στρατιώταις
καὶ τοῖς δούλοις μισθὸν καὶ σῖτον.
Το αντικείμενο στο οποίο μεταβαίνει άμεσα η ενέργεια του υποκειμένου λούω τὸν
παῖδα, σκάπτω τὴν γῆν, ονομάζεται άμεσο ενώ το άλλο το οποίο καθορίζει ή συμπλη-
ρώνει την έννοια του ρήματος λέγεται έμμεσο (ή απώτερο)
γυναῖκες πολλὰ μάλ’ ἀθανάτοισιν ἐς αἰθέρα χεῖρας ἄειρον (Απολλ. Ρόδ. Ἀργοναυτικὰ 1. 248)
ὁ πάππος αὐτὸν καὶ στολὴν καλὴν ἐνέδυσε (Ξεν. Κύρου Παιδεία 1.3.3).
59
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΜΠΑΛΗ
Παρατηρήσεις
Στην περίπτωση των δύο αντικειμένων άμεσο είναι αυτό που βρίσκεται σε πτώση
αιτιατική. Για παράδειγμα, όταν το ρήμα συντάσσεται με αιτιατική και δοτική Οἱ
στρατηγοὶ ἐδίδοσαν μισθὸν τοῖς στρατιώταις
η αιτιατική είναι το άμεσο κα η δοτική το έμμεσο αντικείμενο
εάν το ρήμα συντάσσεται με αιτιατική και γενική Μὴ καταγνῷς τοσαύτην
δυστυχίαν τῶν ἀνθρώπων (Ισοκρ. Πρὸς Νικοκλέα 2.12), η αιτιατική είναι το άμεσο
και η γενική το έμμεσο αντικείμενο
εάν το ρήμα συντάσσεται με δύο αντικείμενα σε αιτιατική, τότε το άμεσο
αντικείμενο είναι αυτό που δηλώνει το πρόσωπο (το προσωπικώς λαμβανό-
μενο αντικείμενο)
εάν το ρήμα συντάσσεται με γενική και δοτική, τότε η γενική είναι το άμεσο
και η δοτική το έμμεσο αντικείμενο Ὁ κατήγορος βούλεται θανάτου σοι τιμᾶσθαι
ΜΟΝΟΠΤΩΤΑ ΡΗΜΑΤΑ
Η αιτιατική είναι η κύρια πτώση του αντικειμένου, όπως είπαμε, γιατί δείχνει το
αιτιατό, το άμεσο αποτέλεσμα της ενέργειας του ρήματος.
Ρήματα που δέχονται αντικείμενο σε αιτιατική:
1. Όσα σημαίνουν σωματική ενέργεια (λούω, νίπτω, σκάπτω, γράφω, ὁρῶ,
βλέπω, ἐσθίω, γυμνάζω κ.ά.)
2. Τα νοερής ενέργειας σημαντικά (ἐνθυμοῦμαι, νοῶ, κρίνω, γιγνώσκω, οἶδα,
ἐπίσταμαι, συνίημι κ.ά.)
3. Τα ηθικής διάθεσης και ευποιίας σημαντικά και τα αντίθετά τους (τιμῶ,
εὐλογῶ, ἐγκωμιάζω, θαυμάζω, θεραπεύω, φιλῶ, ἀγαπῶ, στέργω, προπηλακίζω,
κακοποιῶ, ὑβρίζω, μισῶ, κακολογῶ, σκώπτω κ.ά.)
4. Τα ωφέλειας και βλάβης σημαντικά (ὀνίνημι, ὠφελῶ, βλάπτω, κακῶς ποιῶ,
ευποιῶ, κοκουργῶ κ.ά.). Εδώ εξαιρούνται τα: συντελῶ τινι, λυσιτελῶ τινι,
καθώς και τα: λυμαίνομαί τινι και το ρήμα λωβῶμαι
5. Όσα σημάινουν εκδίκηση ή άμυνα (κολάζω, ζημιῶ, τιμωροῦμαι, ἀμύνομαι,
ἀμύνω, το οποίο όταν συντάσσεται με δοτική σημαίνει «βοηθώ»)
6. Αυτά που σημαίνουν παραγωγή (κτίζω, ποιῶ, γεννῶ, φύω, αὖξω κ.ά.)
7. Όσα σημαίνουν κάθε είδους προσπάθεια (ζήτηση, προσοχή, προφύλαξη,
αποφυγή, καρτερία, μίμηση, αποδοχή, απόδραση, καταδίωξη ζητῶ, θηρεύω,
λοχῶ, διώκω, εὐλαβοῦμαι, προφυλάσσομαι, φυλάσσομαι, φεύγω κ.ά.)
8. Όσα σημαίνουν ψυχικό πάθος (αἰδοῦμαι, αἰσχύνομαι, φοβοῦμαι, οἰκτείρω,
ἐλεῶ, βαρέως φέρω, θάρσω, θαρσύνω, ἐκπλήττομαι, τρομοκρατοῦμαι κ.ά.)
9. Ρήματα αμετάβατα που χρησιμοποιούνται ως μεταβατικά, όπως: δακρύω,
κλαίω, οἰμώζω, θρηνῶ, ποθῶ, πενθῶ, ἀλγῶ κ.ά.)
10. Ρήματα που γίνονται μεταβατικά εφόσον είναι σύνθετα με πρόθεση και
συντάσσονται με αιτιατική βαίνω – διαβαίνω τὸν ποταμὸν
Ἵσταμαι – περιίσταμαι τὸν λόφον
60
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΕΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ Ι
Το αντικείμενο των ρημάτων που συντάσσονται με αιτιατική είναι δύο ειδών:
Εξωτερικό
Εσωτερικό
Εξωτερικό ονομάζεται το αντικείμενο το οποίο φανερώνει πρόσωπο ή πράγμα
που υπάρχει εξ αρχής, δηλ. πριν από την ενέργεια του ρήματος. Στο αντικείμενο αυτό
φτάνει η ενέργεια του υποκειμένου, επιδρά και μεταβάλλει την προηγούμενη κατά-
στασή του Ὁ ἥλιος θερμαίνει τὴν γῆν Οὖτοι ἀνέῳξαν τὰς πύλας Βλάπτω τοὺς
συμμάχους Οὖτοι πάντες πολεμικὰ ὄπλα κατεσκεύαζον
Στα παραπάνω παραδείγματα βλέπουμε ότι τα αντικείμενα τὴν γῆν, πύλας κ.ά.,
υπάρχουν εξ αρχής και σε αυτά φτάνει η ενέργεια του υποκειμένου, επιδρά και μετα-
βάλλεται η προηγούμενη κατάστασή τους.
Μπορεί όμως η ενέργεια του υποκειμένου να φτάνει απλώς πάνω σε αυτό το εξω-
τερικό αντικείμενο χωρίς να το μεταβάλλει. Όπως φαίνεται στα ακόλουθα παραδείγ-
ματα, βλέπουμε πως στα αντικείμενα που υπάρχουν εξ αρχής μεταβαίνει η ενέργεια
του υποκειμένου χωρίς να μεταβάλλεται η πρότερη κατάστασή τους
Ὁρῶ τὸν ἄνδρα ἔπεμψε δὲ καὶ ἐπιστολὴν (Θουκ. Ἱστορία 1.128.6)
ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ
Γι’ αυτόν τον λόγο σε αυτές τις περιπτώσεις το σύστοιχο αντικείμενο συνήθως
παραλείπεται και παραμένει ο επιθετικός προσδιορισμός είτε αμετάβλητος (βάδιζε
τὴν ταχίστην ὁδὸν – βάδιζε τὴν ταχίστην) είτε μετατρέπεται σε ουδέτερο γένος
πληθυντικού αριθμού και σπανιότερα ενικού Νοσοῦσι μεγάλας νόσους – Νοσοῦσι μεγάλα
Ὑβρίζει δεινὴν ὕβριν – Ὑβρίζει δεινὰ
Ο επιθετικός προσδιορισμός που παραμένει μετά την παράλειψη του συστοίχου
αντικειμένου είναι πλέον το σύστοιχο αντικείμενο.
Παρατηρήσεις
Μετὰ τὴν ἐν Ἴσσῳ μάχην οἱ περὶ Ἀλέξανδρον διαίτης βαρβαρικῆς ἐγεύσαντο
Ἄκουε πάντων, ἐκλέγου δ’ ἃ συμφέρει
Οἱ Ἀθηναῖοι ἀκούσαντες τῆς ἐπιστολῆς τὸν Νικίαν οὐ παρέλυσαν τῆς ἀρχῆς
Έναρξης και λήξης: ἄρχω, ἄρχομαι, λήγω, παύομαι, σταματῶ κ.ά.
Οἱ κακοὶ ἄρχονται τῆς φυγῆς Θρήνων καὶ γόων ἐπαύσαντο
Αρχής και εξουσίας: ἄρχω, κρατῶ, νικῶ, βασιλεύω, ἡγεμονεύω, δεσπόζω,
στρατηγῶ, τυραννῶ, ἡγοῦμαι κ.ά. Καλῶς ἐρήμης γ’ ἂν σὺ γῆς ἄρχεις μόνος Ναυσὶ
τῆς τε θαλάττης ἐκράτει καὶ τῶν νήσων
Χωρισμού, απομάκρυνσης, απαλλαγής: χωρίζομαι, ἀπέχω, ἀφίεμαι, ἀπαλλάτ-
τω, διέχω, ἄπειμι, εἴκω, παραχωρῶ, ἐλευθερῶ, λύω κ.ά.
Γλώσσης πανταχοῦ πειρῷ κρατεῖν
Καταγωγής: εἰμί,, γίγνομαι, φύομαι, γεννῶμαι κ.ά.
Δαρείου καὶ Παρυσάτιδος γίγνονται παῖδες δύο
Τέτοια ρήματα μπορούν επίσης να συντάσσονται αντί με αντικείμενο σε
γενική, με εμπρόθετη γενική. Ορισμένα συντακτικά χαρακτηρίζουν τη γενική
που προσδιορίζει τα παραπάνω ρήματα ως γενική της καταγωγής (πρβλ. στο
κεφάλαιο για τη χρήση των πλαγίων πτώσεων).
Ρήματα σύγκρισης, διαφοράς, υπεροχής: ὑπερέχω, διαφέρω, πλεονεκτῶ,
μειονεκτῶ, περιγίγνομαι, ὑπολείπομαι, ἡττῶμαι, ἀριστεύω, ὑστερῶ, προέχω,
μειονεκτῶ, περίειμι, πρωτεύω, κρατιστεύω κ.ά.
Απήλλαξέ με φλυαρίας Τοσοῦτον ἡ ἡμετέρα πόλις τῶν ἄλλων διήνεγκεν
Πολλά σύνθετα με τις προθέσεις ἀπὸ (ἀφίσταμαι, ἀποτρέπω, ἀποκλείω,
ἀπογιγνώσκω), ἐκ (ἐκβάλλω, ἐξίσταμαι, ἐκβαίνω), πρὸ (προστατῶ, προαιροῦ-
μαι, προτιμῶ, προκινδυνεύω), ὑπὲρ (ὑπεραλγῶ, ὑπερέχω, ὑπερτερῶ, ὑπέρ-
κειμαι), κατὰ (καταγελῶ, καταφρονῶ)
Πυθέας πολλάκις κετεγέλα Δημοσθένους Οἴμοι ταλαίνης, ὡς υπερδέδοικά σου
Προσοχή: Ρήματα τα οποία κανονικά συντάσσονται με αιτιατική, όταν
πρόκειται να δηλωθεί ότι η ενέργεια του υποκειμένου εκτείνεται σε ένα μόνο
μέρος του αντικειμένου, τότε μπορούν να συνταχθούν με γενική διαιρετική
Κῦρος λαβῶν τῶν κρεῶν, διεδίδου
Ρήματα μετάληψης και συμμετοχής συντάσσονται με γενική, η οποία
ουσιαστικά είναι διαιρετική
Οὐ μετέλαβον τὸ πέμπτον (μέρος) τῶν ψήφων Οἱ ἀπολαύοντες τῶν σῶν ἀγαθῶν
Τα ρήματα ἀγαπῶ, ποθῶ, φιλῶ συντάσσονται με αιτιατική
Όμως: το ἀγαπῶ όταν συντάσσεται με δοτική σημαίνει «αρκούμαι»
Τισσαφέρνης οὐκ ἠγάπησεν τοῖς πεπραγμένοις
Τα ρήματα ἀκούω και αἰσθάνομαι συντάσσονται:
α) με γενική, για να δηλωθεί η άμεση αντίληψη (αυτηκοΐα).
β) με αιτιατική, για να δηλωθεί η έμμεση αντίληψη (ετεροκοΐα).
Το ρήμα ὁρῶ συντάσσεται με αιτιατική
Το ρήμα κρατῶ συντασσόμενο με γενική έχει τη σημασία «εξουσιάζω», ενώ
όταν συντάσσεται με αιτιατική τη σημασία «νικώ» Ἐπεκράτησε τῶν πολεμίων.
63
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΜΠΑΛΗ
Η γενική των ρημάτων με σημασία υπεροχής, σύγκρισης, διαφοράς, εκτός από
αντικείμενο είναι ταυτόχρονα και β΄ όρος σύγκρισης Ἀγαθὸς ἄρχων οὐδὲν
διαφέρει πατρὸς ἀγαθοῦ.
Τα ρήματα που σημαίνουν ποιεῖν τι ἔκ τινος συντάσσονται με γενική της ύλης
Φοίνικος αἱ θύραι πεποιημέναι.
Το ρήμα ἡγοῦμαι όταν συντάσσεται με δοτική σημαίνει «οδηγώ» Κῦρος
ἡγήσατο τοῖς στρατιώταις εἰς Καστώλου πεδίον.
ΠΡΟΣΟΧΗ
64
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΕΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ Ι
ΔΙΠΤΩΤΑ ΡΗΜΑΤΑ
1. Με δύο αιτιατικές: δύο αντικείμενα σε πτώση αιτιατική (εκ των οποίων, όπως
είδαμε, η αιτιατική που δηλώνει το πρόσωπο είναι το άμεσο αντικείμενο, ενώ
η αιτιατική που δηλώνει το πράγμα, το έμμεσο) δέχονται οι εξής κατηγορίες
ρημάτων:
Όσα έχουν τη σημασία του ἐρωτῶ, ἀποκρύπτω, ἀποστερῶ, εἰσπράττω,
αἰτῶ Σωκράτης οὐκ ἐπράττετο χρήματα τοὺς μαθητὰς
Μὴ μὲ κρύψῃς τοῦτο, ὃ μέλλω παθεῖν
Όσα έχουν τη σημασία του «διδάσκω», «υπενθυμίζω» (διδάσκω,
ἀναμιμνήσκω) Ἀναμνήσω ὑμᾶς τοὺς τῶν προγόνων κινδύνους.
Τα ένδυσης, έκδυσης, περιβολής σημαντικά ρήματα (ἀμφιέννυμι,
περιβάλλω, ἐνδύω, ἐκδύω κ.ά.) Ἐξέδυσεν ἐμὲ τὴν ἐσθῆτα.
Τα προτρεπτικά, αναγκαστικά, πειστικά (προτρέπω, ἀναγκάζω, ἐποτρύ-
νω, ἐπαίρω, ἱστορῶ κ.ά.) ὡς οὐδὲν ἐπαίρω τἀμὰ οὐδὲ βούλομαί σου
χωρίζεσθαι, ταῦτα καὶ λέγω καὶ γράφω (Αλκίφρ. Ἐπιστολαὶ 4.18.2)
Ρήματα που εκτός από εξωτερικό αντικείμενο έχουν και σύστοιχο:
ἐργάζομαι, λέγω, ποιῶ, ἀγορεύω, εὐεργετῶ κ.ά.
Οὗτοι ἀμελοῦντες τῶν οἰκείων πολλὰ ἀγαθὰ ἡμᾶς ἐργάζονται
Ὥρκισαν τοὺς στρατιώτας τοὺς μεγίστους ὅρκους
Τα δοξαστικά, κλητικά, εκλογής, χειροτονίας, μεταπλαστικά, μεταποι-
ητικά ενεργητικά ρήματα συντάσσονται με δύο αιτιατικές, από τις
οποίες η αιτιατική του έμμεσου αντικειμένου είναι το κατηγορούμενο
του άμεσου αντικειμένου (νομίζω, ἡγοῦμαι, καλῶ, λέγω, προσαγορεύω,
κρίνω, ἀποφαίνω, ὑπολαμβάνω κ.ά.) Νομίζομέν σε φίλον πιστὸν καὶ
σύμμαχον.
2. Με αιτιατική και γενική: με δύο αντικείμενα, εκ των οποίων το κατ’ αιτιατική
είναι το άμεσο και το κατά γενική είναι το έμμεσο, συντάσσονται οι εξής
κατηγορίες ρημάτων:
Τα ρήματα κενῶ, πληρῶ, ἐστιῶ, ἐρημῶ, πίμπλημι και τα συνώνυμά
τους διφθέρας ἃς εἶχον στεγάσματα ἐπίμπλασαν χόρτου κούφου (Ξεν. Κύρου
Ἀνάβασις 1.5.10)
Τα ρήματα με τη σημασία του «ακούω, πληροφορούμαι, μαθαίνω»
(πυνθάνομαι, ἀκούω, μανθάνω κ.ά.) Ὑμεῖς ἐμοῦ ἀκούσεσθε πᾶσαν τὴν
ἀλήθειαν (Πλάτ. Ἀπολογία Σωκράτους 17b)
65
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΜΠΑΛΗ
66
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΕΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ Ι
Γ. ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ
α) ΤΟ ΑΡΘΡΟ
67
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΜΠΑΛΗ
Σπανίως απαντούν οι θηλυκοί τύποι στον δυικό αριθμό τὰ και ταῖν, της ονομα-
στικής και αιτιατικής και της γενικής και δοτικής αντίστοιχα.
Οι δασυνόμενοι τύποι του άρθρου είναι άτονοι (προκλιτικά).
ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΑ
τοπικά
χρονικά
ποσοτικά
τροπικά ή ποιότητας σημαντικά
βεβαιωτικά
αρνητικά
διστακτικά
68
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΕΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ Ι
Παρατηρήσεις
Το τοπικό επίρρημα ποῦ απαντά και απλό συνήθως όμως σε σύνθεση, κυρίως
με μόρια όπως τα δὴ και οὕτω (δήπου)
Το τροπικό επίρρημα ἄλλως χρησιμοποιείται μαζί με τα μόρια τε, γε, για να
δηλωθεί η υπερβολή και μάλιστα με επίταση (έμφαση).
Το τροπικό επίρρημα ὧδε χρησιμοποιείται συνήθως συνοδευόμενο από το
επίσης τροπικό επίρρημα πῶς, όταν επιδιώκει ο λέγων τον μετριασμό της
τροπικής σημασίας και ισχύος του επιρρήματος ὧδε εἶχε δ’ ἂν ὧδε πῶς
(Πλατ. Πολιτεία 393d)
Το τροπικό επίρρημα ὡς χρησιμοποιείται επίσης και ως αναφορικό κυρίως σε
παραβολές οπότε εισάγει αναφορική - παραβολική πρόταση, η οποία δηλώνει
τρόπο. Επίσης λειτουργεί ως εισαγωγικός σύνδεσμος και άλλων δευτερευου-
σών προτάσεων όπως πλάγιων ερωτηματικών, χρονικών, ειδικών, τελικών,
συμπερασματικών
Επίσης χρησιμοποιείται συναπτόμενο με απαρέμφατο όταν θέλει να μετριάσει
ή να διορθώσει τον ισχυρισμό του. Από τη σύνταξη αυτή προήλθαν οι στερεό-
τυπες απαρεμφατικές φράσεις όπως ὡς ἔπος εἰπεῖν, ὡς συνελόντι εἰπεῖν, ὡς
συντόμως εἰπεῖν κ.ά.
Χρησιμοποιείται πριν από εμπρόθετο προσδιορισμό καθώς και πριν από
μετοχή παρακειμένου προκειμένου να δηλωθεί ο σκοπός. Η όλη φράση νοη-
ματικά και συντακτικά ισοδυναμεί με εμπρόθετο προσδιορισμό του σκοπού
ἐπειδὴ δὲ παρεσκεύαστο τοῖς Κορινθίοις, λαβόντες τριῶν ἡμερῶν ἀνήγοντο ὡς ἐπὶ
ναυμαχίαν (Θουκ. Ἱστορία 1.48)
ΣΥΣΧΕΤΙΚΑ ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΑ
Από τα επιρρήματα των παραπάνω κατηγοριών άλλα εισάγουν ερώτηση (ερωτη-
ματικά), άλλα έχουν αόριστη σημασία (αόριστα), άλλα δηλώνουν δείξη (δεικτικά) και
τέλος, άλλα αναφέρονται ή προσδιορίζουν όρο άλλης πρότασης (αναφορικά). Οι
παραπάνω κατηγορίες επιρρημάτων αποτελούν τα συσχετικά επιρρήματα.
69
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΜΠΑΛΗ
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Παραχωρητικοί εἰ καί, ἂν καί, καὶ ἄν, κἂν, οὐδ’ εἰ, οὐδ’ ἐάν,
μηδ’ ἐάν, καίπερ
Αιτιολογικοί γάρ, ὅτι, διότι, ἐπεί, ἐπειδὴ
Χρονικοί ὡς, ὅτε, ὁπότε, ὁσάκις, ὁποσάκις, ἐπεί, ἐπειδή,
ἕως, ἔστε, ἄχρι, μέχρι, ἡνίκα, ὁπηνίκα, πρὶν
Τελικοί ἵνα, ὅπως, ὡς
Συμπερασματικοί ὥστε, ὡς, ἄρα, δή, δῆτα, οὖν, οὔκουν, οὐκοῦν,
τοίνυν, τοιγάρτοι, τοιγαροῦν
Ειδικοί ὅτι, ὡς
Υποθετικοί εἰ, ἐάν, ἄν, ἤν
Ενδοιαστικοί μή, μὴ οὐ
ΕΠΙΦΩΝΗΜΑΤΑ
Παρατηρήσεις
ΜΟΡΙΑ
Μόρια ονομάζονται οι άκλιτες λέξεις που δεν ανήκουν σε ένα ορισμένο μέρος του
λόγου και χρησιμοποιούνται στον λόγο βοηθητικά μόνο. Τα περισσότερα είναι μονο-
σύλλαβα με επιρρηματική σημασία. Διακρίνουμε τις ακόλουθες κατηγορίες:
εγκλιτικά
βεβαιωτικά
ευχετικό εἴθε
δυνητικό ἂν
αοριστολογικό ἂν
αιτιολογικά
αχώριστα δεικτικά μόρια
αχώριστα προστακτικά μόρια
ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΜΟΡΙΑ
εγκλιτικά τοί, γέ, πέρ, πώ, νὺν
αιτιολογικά ἅτε, οἷον - οἷον δή, οἷα - οἷα
δὴ
αχώριστα δεικτικά μόρια -δε ,-ι
αχώριστα προτακτικά ἀ-, νη-, δυσ-, ἀρι-, ζα- ,
μόρια κα
Παρατηρήσεις
αληθινό. Στην περίπτωση αυτή το ύφος του ομιλητή είναι ειρωνικό Οὐδὲ γὰρ
ἐπὶ κωλύμῃ, ἀλλὰ γνώμης παραινέσει δῆθεν τῷ κοινῷ ἐπρεσβεύσαντο (Θουκ. Ἱστορία
1.92.1)
Το μόριο δήπου (= ίσως, πιθανόν, μπορεί να, βέβαια, αναμφίβολα), το οποίο
κατ’ ουσίαν είναι αόριστο, έχει δύο αντίθετες σημασίες, της πιθανότητας και
της αμφιβολίας και αβεβαιότητας Καὶ ὅταν τὴν ἐπιστήμην ἐς τὸ ἵσον καταστήσωμεν
τῇ γε εὐψυχίᾳ δήπου περιεσόμεθα (Θουκ. Ἱστορία 1.121.4). Συνώνυμο, σχεδόν
ταυτόσημο ως προς τη χρήση και την έννοια του δήπου είναι το αόριστο
δήπουθεν, το οποίο κατά τι επιτείνει την αβεβαιότητα και την αμφιβολία.
Το μόριο δῆτα (= φανερά, αναμφίβολα, φυσικά, εννοείται) κατά βάση
λειτουργεί στα κείμενα όπως και το μόριο δή. Πρόκειται για τον εκτεταμένο
και εμφαντικότερο τύπο του μορίου αυτού και χρησιμοποιείται από τον
ομιλητή σε ερωτήσεις όταν θέλει να δηλώσει συμπέρασμα ή ακολουθία. Στην
περίπτωση αυτή μεταφράζεται «λοιπόν, επομένως».
Το μόριο μὴν (= στ’ αλήθεια, πράγματι, λοιπόν) τίθεται προκειμένου ο
ομιλητής να ισχυροποιήσει διαβεβαιώσεις, διαμαρτυρίες και αντιρρήσεις.
Το μόριο περ (= πολύ, πάρα πολύ, τουλάχιστον, πάντως) πρόκειται για
εγκλιτικό μόριο, το οποίο καθιστά ισχυρότερη τη λέξη με την οποία συνά-
πτεται. Η χρήση του είναι αρκετά συνήθης αλλά κυρίως προστιθέμενο σε
αναφορικές αντωνυμίες και μόρια Χώρει σύ˙ μὴ πρόσλευσσε, γενναῖός περ ὤν,
ἡμῶν ὅπως μὴ τὴν τύχην διαφθερεῖς (Σοφ. Φιλοκτήτης 1068-69). Από τη
συνεκφορά του μορίου με συνδέσμους και αναφορικές αντωνυμίες και
επιρρήματα σχηματίστηκαν οι ακόλουθες σύνθετες λέξεις εισαγωγικές δευτε-
ρευουσών προτάσεων: ὅσπερ, ὅσοσπερ, οἷος περ, ὅπου περ, ὅθι περ, ἵνα περ,
ἔνθα περ, ὅθεν περ.
Το μόριο τοι (= στ’ αλήθεια, αναμφίβολα, επομένως, λοιπόν) χρησιμοποιείται
από τον ομιλητή για να δηλώσει την κατά τη γνώμη του βεβαιότητα για κάτι
(υποκειμενική βεβαιότητα) απλό είτε σε συνεκφορά με άλλα μόρια προκειμέ-
νου να δοθεί έμφαση στους ισχυρισμούς του. Από τη συνεκφορά αυτή
σχηματίστηκαν είτε αναλυτικά είτε συνθετικά οι εξής όροι: γέ τοι, μέν τοι,
μέντοι, μή τοι, οὔτοι, τοὶ γάρ, τοιγάρτοι, τοιγαροῦν, τοὶ ἄν, τἄν, μεντάν, καίτοι
Το μόριο εἶεν (= καλά, πολύ καλά, έχει καλώς, ας είναι, έστω) είναι παρακε-
λευσματικό, το οποίο εκφράζει τη συναίνεση και συγκατάθεση αυτού που το
χρησιμοποιεί. Απαντά σε κείμενα διαλογικά όταν ο ομιλητής μεταβαίνει από
το ένα ζήτημα στο άλλο Καὶ γὰρ ὑμεῖς ἐκείνων πρότερον ἠκούσατε κατηγορούντων,
καὶ πολὺ μᾶλλον ἤ τῶνδε τῶν ὕστερον. Εἶεν ̇ ἀπολογητέον δή, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, καὶ
ἐπιχειρητέον (Πλάτ. Ἀπολογία Σωκράτους 18e)
To μόριο νὴ (= μα, ναι), ισχυρό βεβαιωτικό ή, λόγω της ειδικότερης χρήσης
του στον όρκο, ομωτικό μόριο, συνάπτεται συνήθως με το όνομα του Δία και
στη συνέχεια με την αιτιατική ονόματος οποιουδήποτε άλλου θεού Νὴ τὸν Δία,
ὦ Σώκρατες, εἴπερ γε ἃ διανοοῦμαι χρὴ λέγειν (Πλάτ. Πρωταγόρας 312a)
To μόριο ναὶ (= ναι, στ’ αλήθεια, μάλιστα, βέβαια) χρησιμοποιείται από τον
ομιλητή είτε όταν επιθυμεί να εκφράσει ισχυρή βεβαίωση με κάτι το οποίο
73
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΜΠΑΛΗ
προτείνει είτε όταν προτίθεται να ορκιστεί για κάτι που προτείνει Σέ τοι, σὲ
κρίνω, ναὶ σὲ τὴν ἐν τῷ πάρος χρόνῳ θρασεῖαν (Σοφ. Ἠλέκτρα 1445-1446)
Ἔτι ναὶ τὰν βοτρυώδη / Διονύσου χάριν οἴνας, / ἔτι σοι τοῦ Βρομίου μελήσει (Ευρ.
Βάκχαι 534-536)
Το μόριο μὰ (= μα) είναι βεβαιωτικό κατά βάση αλλά και ομωτικό. Χρησιμο-
ποιείται προς έκφραση ισχυρής διαμαρτυρίας αφενός και ισχυρά δεσμευτικού
όρκου αφετέρου. Έτσι από τον ομιλητή χρησιμοποιείται για να βεβαιώσει και
μάλιστα με όρκο τον ισχυρισμό του Καὶ ναὶ μὰ Δι’ ὄρνιν τριπλάσιον Κλεωνύμου
(Αριστοφ. Ἀχαρνεῖς 88)
Τα αχώριστα μόρια –δε και –ι προσκολλώνται στο τέλος ορισμένων λέξεων
και δηλώνουν δείξη: ὅδε, ἥδε, τόδε, τοιόσδε, τοσόσδε, τηλικόσδε, οὑτοσί, αὑτηί,
τουτί, ὁδί, ἡδί, τοδί, οὑτωσί, ὡδί κ.ά.
ΠΡΟΘΕΣΕΙΣ
74
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΕΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ Ι
Καταχρηστικές ὡς, νή, μὰ ἄχρι, μέχρι, ἄνευ, ἄχρι, μέχρι, ἄνευ, ὡς, νή, μὰ
χωρίς, πλήν, ἕνεκα, χωρίς, πλήν,
ἕνεκεν ἕνεκα, ἕνεκεν
Δ. ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ
Ε. ΑΣΚΗΣΕΙΣ
Αναστασία Μπαλή
76