You are on page 1of 8

ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ-ΚΡΑΤΟΥΣ

4 ΙΟΥΝΙΟΥ 1998

ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ: ΘΑΝΟΣ ΛΙΠΟΒΑΤΣ

Δεν ξέρω αν θα το απαντήσω, πάντως θα προσπαθήσω. Κατ’ αρχήν δηλώνω


ενθουσιασμένος από τους λόγους των δύο προλαλησάντων, διότι είπαv σχεδόν όλα όσα
ήθελα να πω. Θα προσπαθήσω παρ’ όλα αυτά να μην σας κουράσω και να πω κάτι το
λίγο διαφορετικό, συμπληρώνοντας αυτά που είπαν οι προλαλήσαντες.

Κατ’ αρχήν, το περίφημο τσιτάτο στην εφημερίδα «ΑΥΓΗ», στις 17/5, του Χριστόδουλου
προς τον Διευθυντή του «ΣΤΟΧΟΥ» έχει ως εξής: «Έχουμε ανάγκη από τέτοιους
ανθρώπους επιτέλους. Ανθρώπους οι οποίοι θα βάλουν στην πρώτη μοίρα τα
θρησκευτικά και εθνικά μας ιδεώδη. Και τους προβληματισμούς εκείνους οι οποίοι
πάντοτε υπήρξαν oι βάσεις για την ουσιαστική επιβίωση αυτού του τόπου και αυτού του
λαού.

Υπήρξαν περίοδοι όπου το να μιλάς για την πατρίδα θεωρείται φασισμός σε τούτο τον
τόπο. Πέρασε ίσως αυτή η εποχή αλλά δεν μετανόησαν αυτοί οι οποίοι είχαν εισαγάγει
αυτόν τον τρόπο ζωής». Πέραν του ότι οι φασίστες εδώ βαπτίζονται πατριώτες και
χριστιανοί, έχουμε αυτή τη λέξη «επιβίωση».

Θα σας αναφέρω και ένα άλλο τσιτάτο, στο οποίο μιλάει για ορκισμένους εχθρούς του
έθνους. Καλλιεργεί μία εικόνα ενός αόρατου εχθρού, ο οποίος συνεχώς κυνηγάει τον
ελληνισμό. Και λέει το εξής, ότι η τρίτη χιλιετία - το 2000 δηλαδή - ανατέλλει ύστερα
από μερικές μέρες - χρόνους θέλει να πει - με πολύ δυσοίωνους οιωνούς. Ο κόσμος
βρίσκεται σε μία αναταραχή, η πατρίδα μας απειλείται πλέον από εκείνους οι οποίοι
πραγματικά ανέκαθεν υπήρξαν και εξακολουθούν να είναι ορκισμένοι εχθροί της. Και
μετά η δύση και αυτή νίπτει τας χείρας της ως άλλος Πόντιος Πιλάτος, ουσιαστικά
εγκρίνοντας το έγκλημα το οποίο ετοιμάζεται να γίνει.
Μιλάει εδώ για επιβίωση, για απειλές, για ορκισμένους εχθρούς, για εγκλήματα. Δεν λέει
ακριβώς τι είναι αυτό το έγκλημα κλπ. Πρόκειται για μία κλασική ρητορεία
αποκαλυπτικής έμπνευσης, στάση της ορθόδοξης εκκλησίας, η οποία έχει μια παράδοση
σ’ αυτά. Και η οποία δεν μπορεί παρά να βλέπει όλα τα πράγματα με έναν τρόπο ή άσπρο
ή μαύρο. Δηλαδή όποιοι είναι μαζί μας είναι φίλοι μας, όποιοι δεν είναι μαζί μας είναι
εχθροί μας εξ ορισμού.

Αυτή η στάση είναι χαρακτηριστική διότι έτσι δημιουργεί μία πόλωση και μία
συσπείρωση και με αυτό τον τρόπο φτιάχνει μία - αυτό το οποίο ονομάζουμε στην
ψυχολογία – ‘φαντασιακή ταυτότητα’. Δηλαδή μια ταυτότητα η οποία βασίζεται πάνω σε
φαντασιώσεις απειλών, εχθρών κλπ. Επομένως, πρέπει να συσφίξουμε τις γραμμές για να
πολεμήσουμε αυτόν τον εχθρό και μάλιστα διαρκώς και μονίμως.

Αυτό είναι ένα από τα στοιχεία μίας πολλή συγκεκριμένης δόμησης της εθνικής
ταυτότητας, και ακριβώς είναι ένα σημείο με το οποίο ασχολούμαι ιδιαίτερα, δηλαδή, το
πως δομείται ψυχολογικά και κοινωνιολογικά μέσα στην ιστορία του πολιτισμού όλων
των λαών, αυτό που ονομάζουμε ταυτότητα. Δεν μπορώ να μπω σε λεπτομέρειες, είναι
μία έννοια περίπλοκη, σαγηνευτική και έχουν γραφτεί χιλιάδες πράγματα εκεί πέρα.

Το θέμα είναι το εξής, ότι πέραν απ’ αυτή την φαντασιακή ταυτότητα, την οποία δηλαδή
την φαντάζονται αυτοί οι οποίοι την έχουν, υπάρχει η επιστημονική ανάλυση αυτών των
ταυτοτήτων. Έτσι οι ιστορικοί, οι κοινωνιολόγοι, οι ψυχολόγοι παίρνουν αυτά που
ονομάζονται ταυτότητες, αυτό που δηλώνει ο καθένας ότι είναι και τα μελετούν μέσω
ανάλυσης λόγου, ανάλυσης συμβόλων, ανάλυσης συμπεριφορών, στάσεων κλπ., για να
αναλύσουν τι σημαίνουν ψυχολογικά αυτά τα πράγματα.

Και εκεί ακριβώς έχουμε ένα ολόκληρο φάσμα περιπτώσεων, το οποίο μπορούμε να
ξεκινήσουμε από την χειρότερη περίπτωση, την περίπτωση δηλαδή ενός μανιχεικού
τρόπου σκέψης, ο οποίος τα βλέπει όλα άσπρα - μαύρα. Στον αντίποδα, λειτουργεί ένας
εντελώς διαφορετικός τρόπος σκέψης, ο οποίος είναι διαφοροποιημένος. Σ’ αυτόν
υπάρχει ο ορθός λόγος, ο οποίος λέει ότι δεν είναι ο καθένας ο οποίος δεν είναι μαζί μου
αναγκαστικά και εχθρός μου, και ούτε χρειάζεται όλος ο κόσμος να με αγαπάει, ούτε
είμαστε σε συνεχή κατάσταση επιφυλακής πολέμου, προετοιμασίας πολέμου κλπ.
Για όσους ξέρουν εδώ πολιτική επιστήμη και πολιτική φιλοσοφία, η πρώτη οδηγεί σε
αυτό το οποίο ονομάζουμε στην πολιτική επιστήμη «ντεσιζιονισμό», ο οποίος έχει μια
μακρά παράδοση που ξεκινάει από την περίοδο της παλινόρθωσης μετά την Γαλλική
Επανάσταση, από τους οπαδούς δηλαδή του «παλαιού καθεστώτος».

Αυτό είχε ως σκοπό να καταπολεμήσει όλα τα επιτεύγματα της Γαλλικής Επανάστασης,


δηλαδή την ελευθερία, τα δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτη, το Σύνταγμα, την
ισότητα, την ελευθερία και την αδελφοσύνη και όλα αυτά τα πράγματα. Τα οποία
ακριβώς θεωρήθηκαν ότι είναι ο Αντίχριστος, ενώ είναι ακριβώς το πνεύμα της
νεωτερικότητας για το οποίο μίλησε ο κύριος Μανιτάκης και ο κύριος Ηλιού. Το πνεύμα
στο οποίο βασίζεται το ελληνικό σύνταγμα, όπως και όλων των δημοκρατικών χωρών
και το οποίο εξάλλου ενέπνευσε και την ελληνική επανάσταση του 1821.

Επομένως έχουμε δύο ακραίες στάσεις, εκ των οποίων τη μία θα την ονομάσουμε
‘κοινοτιστική ταυτότητα’, που βγαίνει από την έννοια του κοινοτισμού, μιας λαϊκής
κοινότητας μυστικής, φαντασιακής ουσίας και την άλλη, ‘πατριωτισμό του
συντάγματος’. Αυτοί οι όροι έχουν περάσει δε στην σύγχρονη πολιτική φιλοσοφία και
πολιτική επιστήμη.

Εάν αναλύσουμε τα κείμενα της ορθόδοξης εκκλησίας, θα δούμε ότι είναι αποκλειστικά
πάντα ενάντια στην νεωτερικότητα και φέρονται από ένα ακραιφνές πνεύμα
συντηρητισμού, αντι-εκσυγχρονισμού και αντι-φιλελευθερισμού. Και σαφώς δεν μπορεί
να υπάρξει εδώ, η έννοια του δικαιώματος. Η έννοια του ατομικού δικαιώματος, των
ανθρωπίνων δικαιωμάτων, θεωρείται ότι είναι κάτι το οποίο βοηθάει δήθεν μόνον τον
εγωισμό των ανθρώπων, κατ’ αυτούς σημαίνει μόνο συμφεροντολογία, εγωισμό,
συγκρούσεις κλπ.

Προσφάτως ο συνάδελφος Γιανναράς, έγραψε ένα βιβλίο, του οποίου ο τίτλος


χαρακτηριστικά ονομάζεται «Η απανθρωπιά των δικαιωμάτων» και εννοεί ακριβώς αυτό
το πράγμα. Από την άλλη, έχουμε τον συνάδελφο Μεταλληνό, ο οποίος δηλώνει ότι
μπορούμε ν’ αλλάξουμε τα πάντα, να διαπραγματευθούμε, να «παζαρέψουμε» ανάμεσα
σε κράτος και εκκλησία. Αλλά μόνο το άρθρο 3 του Συντάγματος δεν πρέπει να φύγει, το
οποίο μιλάει για την ορθοδοξία ως επικρατούσα θρησκεία.
Είναι σαφές εδώ, ότι έχουμε μία ουσιωδώς συντηρητική στάση, και το λέω ουσιωδώς
γιατί προέρχεται όχι από λόγους συγκυριακούς, αλλά από θεολογικούς και ιδεολογικούς
λόγους. Οι θεολόγοι ξεκινάνε από το δόγμα, βεβαίως από μία μονομερή και συντηρητική
ερμηνεία του δόγματος, και καταλήγουν σε μια αντιδημοκρατική στάση. Στην Ελλάδα,
έχουμε συνηθίσει να ζούμε με κουκουλωμένα τα προβλήματα, με μεσοβέζικες λύσεις, όχι
μόνο στην πολιτική και στην οικονομία, αλλά και στην κουλτούρα, στην θρησκεία, στα
πάντα. Αλλά σ’ αυτές τις απόψεις κυριαρχεί το μεσοβέζικο, το μικροαστικό, το
μικροκακόμοιρο, το αξεκαθάριστο κλπ.

Και βεβαίως, εκεί πάνω ποντάρει η εκκλησία μέχρι τώρα, περνώντας απόψεις τις οποίες
κανείς δεν σκέφθηκε ως τώρα να τις προσβάλλει. Δηλαδή αυτά τα οποία λέμε τώρα εδώ
και είμαι πολύ ευτυχής που τα ακούω από διαπρεπείς συναδέλφους, ποτέ δεν ετέθησαν
με αυτή την καθαρότητα. Θα επανέλθω σε αυτό, το γιατί δεν ετέθη, είναι ερώτημα για
τους ιστορικούς και για τους κοινωνικούς επιστήμονες.

Θέλω τώρα να πω το εξής. Ο ίδιος ο λόγος προδίδει πάντα τις σκέψεις: Όχι αναγκαστικά
την συνειδητή σκέψη, απλά την ασυνείδητη σκέψη. Εγώ ασχολούμαι ιδιαίτερα με τα
προβλήματα των σχέσεων του ασυνείδητου με το συνειδητό. Όταν μιλάμε για ελληνική
εκκλησία, όλοι θεωρούν ότι είναι «η Ορθόδοξη Εκκλησία». Ποτέ κανείς δεν λέει ότι
είναι η Ορθόδοξη Ελληνική Εκκλησία. Μιλάνε πάντα για την «εκκλησία» στον ενικό, το
οποίο δεν είναι αυτονόητο.

Γιατί υπάρχει μια Καθολική Εκκλησία της Ελλάδος και μία Ευαγγελική Εκκλησία της
Ελλάδος. Το λέω ειδικά για αυτές τις δύο, διότι είναι οι εκκλησίες στις οποίες ανήκουν η
απόλυτη πλειοψηφία όλων των Ευρωπαίων, φίλων, εταίρων και συμμάχων. Και είναι οι
δύο εκκλησίες οι οποίες δεν έχουν ακόμα καν το στάτους νομικού προσώπου στην
Ελλάδα, δεν έχουν ισοτιμία με την Ορθόδοξη Εκκλησία.

Εγώ ρωτάω πάντα, ποια εκκλησία; Έχουμε τουλάχιστον τρεις. Το ίδιο ισχύει και με «την
παράδοση». Αυτό το έχουνε επίσης περάσει, σαν να είναι μία η παράδοση.

Ο κύριος Ηλιού ξέρει καλύτερα από εμένα τι σημαίνει παράδοση και ότι ποτέ η
παράδοση δεν είναι στον ενικό, είναι πάντα στον πληθυντικό. Και όχι μόνο στον
πληθυντικό, ποτέ δεν είναι αιώνια, αλλά είναι μια κατασκευή η οποία συνεχώς
ανακατασκευάζεται ή αναδομείται κλπ. Το οποίο σημαίνει π.χ. ότι η παράδοση του
διαφωτισμού υπήρξε επίσης στην Ελλάδα. Ήταν μεν ασθενής, είχε πάντα προβλήματα,
αλλά υπήρξε ευτυχώς από τον 18ο αιώνα και ο πιο επιφανής εκπρόσωπος τότε ήταν ο
Κοραής. Και από τότε υπάρχει αυτή η παράδοση.

Αυτή η παράδοση δεν μπαίνει με κανένα τρόπο μέσα στο προκρούστιο κρεβάτι της
Ορθοδοξίας. Είναι σαφές αυτό το πράγμα. Θέλω να πω δηλαδή, ότι έχουμε εδώ μία
σειρά από προβλήματα που άπτονται της ταυτότητας, και βεβαίως έρχεται το ολέθριο
σημείο της σύμπτυξης ή την συμπόρευσης ή συνενοχής ανάμεσα σε έθνος και ορθοδοξία.
Δεν λέω εκκλησία και κράτος, αυτό ειπώθηκε επαρκώς, σαφώς κλπ. Δεν είναι το ίδιο
πρόβλημα. Άλλο η σχέσης κράτους και εκκλησίας, είναι δύο θεσμοί, είναι δύο
οργανισμοί κλπ. Άλλο η σχέση θρησκείας και έθνους.

Είναι σαφές ότι πρόκειται εδώ για ένα ιδεολογικό πρόβλημα πρώτου μεγέθους και
λυπάμαι ιδιαίτερα που ο Πρωθυπουργός υποτιμά και υποβαθμίζει τόσο το θέμα του
εκσυγχρονισμού στο πνευματικό και πολιτισμικό επίπεδο, όπως είπε και ο κύριος Ηλιού.
Εκεί επάνω ακριβώς, υπάρχει μεγάλο θέμα, πως θα μπορέσει κανείς δηλαδή να
ξαναθέσει το πρόβλημα, ότι δεν υπάρχει περίπτωση ταύτισης έθνους και ορθοδοξίας.

Υπήρξε μία συγκεκριμένη ιστορική εξέλιξη, την οποία κανείς δεν αρνείται, κανείς δεν
θέλει να αλλάξει την πίστη στους Έλληνες και κανείς δεν θέλει να τους κλέψει την
ορθόδοξη παράδοση. Αλλά πρέπει όλοι να είναι πληροφορημένοι για την αλήθεια.

Δηλαδή ότι πάντα η επίσημη εκκλησία καταδίκαζε κάθε προσπάθεια αυτόνομης σκέψης
ή πολιτικής πράξης, επαναστατικής ή μεταρρυθμιστικής. Αυτό πρέπει να μαθαίνεται και
στα σχολεία αντί να γίνεται αυτή η πλύση εγκεφάλου, η οποία συνίσταται σε τι; Δεν
συνίσταται αναγκαστικά στο ότι λένε χοντρά ψέματα, λένε και ψέματα. Αλλά κυρίως στο
ότι επιλέγουν συνειδητά τι θα πούνε και τι δεν θα πούνε. Και ο τρόπος με τον οποίο
παρουσιάζονται τα πράγματα ξέρουμε πολύ καλά, ότι αυτός μετράει, ιδιαίτερα στα
παιδιά.

Αυτό το οποίο θέλω εδώ να τονίσω, είναι ότι σαφώς το πρώτο και όπως πολύ καλά είπε ο
κύριος Ηλιού, αντιχριστιανικό στοιχείο της μέχρι τώρα προπαγάνδας (την ονομάζω εγώ
εθνοθρησκευτική προπαγάνδα, υπάρχει ένα εθνοθρησκευτικό σύνδρομο, έτσι θα το
λέγαμε με μια ψυχαναλυτική ορολογία). Είναι αυτή η υποτιθέμενη ταύτιση έθνους και
ορθοδοξίας.
Και εδώ θέλω να κάνω μία παρατήρηση στον συνάδελφο Τσιάκαλο. Στην Ελλάδα ποτέ
δεν μιλάμε για Χριστιανισμό, ή όταν μιλάμε εννοούμε μόνο την Ορθοδοξία. Οπότε είναι
το άλλο αντιχριστιανικό στοιχείο, το ότι δηλαδή ταυτίζουνε την ορθοδοξία με τον
χριστιανισμό εξ’ ολοκλήρου. Και δεύτερον, τον ελληνισμό με την ορθοδοξία. Όπου
βεβαίως ορθόδοξοι είναι άλλα 220 εκατομμύρια εκτός των 15 Ελλήνων.

Αυτά όλα που σας λέω περνάνε στην καθημερινή γλώσσα, στον καθημερινό λόγο. Και
αυτό το πράγμα, δηλαδή η συνειδητοποίηση του προβληματισμού από τους ανθρώπους,
σε αυτό το επίπεδο που μιλάμε, αρχίζει από την χρήση των ίδιων των εννοιών και την
χρήση της γλώσσας. Όπως έλεγε ο Goebbels, ένα ψέμα το πιστεύει όλος ο κόσμος όταν
συνεχίζει κανείς να το επαναλαμβάνει συνεχώς. Το ίδιο γίνεται με κάθε ψέμα, με κάθε
στερεότυπο, με κάθε κλισέ, με κάθε προκατάληψη, με κάθε πρόληψη, όλα αυτά περνάνε
πάντα μέσα από την γλώσσα.

Επομένως, σημειώνουμε το σημαντικό ρόλο του λόγου και της γλώσσας σε όλα αυτά.
Και της κριτικής του λόγου, του καθημερινού και του επιστημονικού. Από εκεί και πέρα,
υπάρχει το θέμα το οποίο θέτουνε πολλοί, δικαιολογημένα και νόμιμα, εάν και κατά
πόσο μπορεί αυτή η ορθοδοξία, ν’ αλλάξει ποτέ.

Θα επανέλθω σε αυτό, γιατί θεωρώ ότι αν μπορεί ν’ αλλάξει κάτι εκεί μέσα, τότε θα
μπορεί ν’ αλλάξει κάτι και στην ελληνική κοινωνία. Αυτή τη στιγμή, θα χρησιμοποιήσω
μία λέξη. Προσφάτως είχα πάει σε μία ωραία διάλεξη, όπου παρουσιάστηκε το έργο ενός
Παλαιστίνιου συγγραφέα, του Εμίλ Χαμπίμπι, ο οποίος έγραψε ένα βιβλίο που βγήκε στα
ελληνικά και έχει τίτλο « Ο Οψιμιστής». Οψιμιστής είναι μία λέξη συμπύκνωσης, η
οποία βγαίνει από το «οπτιμιστής» και το «πεσιμιστής». Είμαι οψιμιστής όσον αφορά το
μέλλον του εκσυγχρονισμού στην Ελλάδα και δεν εννοώ μόνο την κυβέρνηση Σημίτη,
στον βαθμό που μπορώ να δεχθώ ορισμένα πράγματα που κάνει, αλλά γενικά.

Το πρόβλημα είναι η Ορθοδοξία, και εδώ έχω μελετήσει την κατάσταση της Ορθοδοξίας
σε άλλες χώρες. Η κατάσταση στην Ρωσία αυτή τη στιγμή είναι τραγική. Είναι τρις
χειρότερη απ’ ότι είναι στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή, διότι υπάρχει εκεί πέρα ένα
ιδεολογικό κενό. Και μια ψυχολογική κρίση στην Ρωσική κοινωνία, στον στρατό, στο
πολιτικό σύστημα κλπ., όπου με τον πλέον οπισθοδρομικό τρόπο επανέρχεται η εκκλησία
για να καλύψει αυτό το κενό και της έχει δώσει το ελευθέρας ο ίδιος ο Πρόεδρος
Γέλτσιν.
Εκεί βλέπουμε τραγικές ιστορίες, να γονυπετούν όλοι οι πιστοί κάτω και να μην
σηκώνονται και πράγματα ασιατικής δεσποτείας που ευτυχώς δεν τα έχουμε σε αυτό το
βαθμό ακόμη εδώ. Εν πάση περιπτώσει, εκεί το πρόβλημα είναι το εξής: αυτό το οποίο
τονίζουνε εκεί πέρα είναι η φετιχοποίηση της παράδοσης, η ταύτιση «λαϊκής» παράδοσης
και της Ορθοδοξίας, ακριβώς όπως και εδώ στην Ελλάδα.

Η κύρια λέξη η οποία τους απασχολεί στην Ρωσία, είναι η λέξη «προδοσία». Έχουν το
άγχος μην προδώσουνε την «ψυχή» τους θα έλεγε κανείς, ή την παράδοσή τους. Δηλαδή
έχουν το άγχος να ξεχωρίσουν από τους άλλους. Με έναν τρόπο αμυντικό από την μία
και επιθετικό από την άλλη. Αυτό το ξέρουμε εδώ, όλο το πνεύμα του αντιδυτικισμού το
οποίο υπάρχει, το οποίο δυστυχώς καλλιεργήθηκε προηγουμένως από το ΠΑΣΟΚ, 15
ολόκληρα χρόνια. Και βεβαίως τώρα, δυστυχώς, έκανε μία τερατώδη μεταλλαγή, από
λαϊκίστικο της αριστεράς, έγινε λαϊκίστικο της δεξιάς, έγινε εθνικισμός της αριστεράς.
Και όλο μαζί ήρθε η σκέπη της ορθοδοξίας από πάνω να το καλύψει.

Αν η υπαρκτή ορθοδοξία θέλει ν’ αλλάξει, το πρώτο θα είναι να κάνει ένα άνοιγμα και
να πάψει να έχει τα αμυντικά σύνδρομα αποκλεισμού και αυτοαποκλεισμού, σε σχέση με
τις άλλες εκκλησίες, σε παγκόσμια κλίμακα. Υπάρχει αυτό το οποίο ονομάζεται
«Οικουμενικότητα», οικουμενικός διάλογος. Έχουν γίνει δε τεράστιες αλλαγές προς το
πιο ανοιχτό και προοδευτικό και δημοκρατικό τόσο στην Καθολική εκκλησία, από την
δεύτερη Σύνοδο του Βατικανού (που τέλειωσε το 1965) όσο και στην Προτεσταντική
Εκκλησία.

Αυτό είναι ένας δρόμος ο οποίος δείχνει ότι μπορεί μια εκκλησία να
αυτομεταρρυθμιστεί, αλλά βεβαίως αυτό προϋποθέτει και έναν διάλογο ανάμεσα σε
όλες. Και βεβαίως, αυτό το οποίο φοβούνται σαν τον διάβολο και εδώ στην Ορθόδοξη
Εκκλησία είναι ακριβώς ο οικουμενικός διάλογος. Και μάλιστα υπάρχει και όρος
«οικουμενισμός ίσον κομμουνισμός, ή ίσον αντίχριστος».

Το ερώτημα στο οποίο θέλω να καταλήξω - δεν έχω πολλή ώρα - είναι το εξής. Ποιος θα
ήταν ο φορέας αυτή τη στιγμή, είναι ένα κοινωνικό ερώτημα που θέτω - ποιος θα ήταν ο
ενδεχόμενος φορέας μιας αλλαγής; Έχω διαπιστώσει επανειλλημένα ότι ιδιαίτερα μέσα
σε κόλπους της αριστερής διανόησης, υπάρχει μία κρυφή ή φανερή συμπάθεια στην
ορθοδοξία. Αλλά ποια ορθοδοξία; Έτσι όπως είναι αυτή;
Είναι δηλαδή μία ρομαντική, μία εντελώς ιρασιοναλιστική συμπάθεια, ότι τάχα μου
υπάρχουνε διάφορες αξίες τις οποίες χρειαζόμαστε κλπ. Αλλά χωρίς καμία κριτική στάση
ανάλυσης της ιστορίας του περιεχομένου του δόγματος κλπ. Κατά πόσο δηλαδή το δόγμα
αυτό είναι απαρχαιωμένο. Τα τελευταία χίλια χρόνια δεν άλλαξε σε τίποτα. Ενώ στις
δυτικές εκκλησίες έχουμε ουσιώδεις αλλαγές, διαφορετικές ερμηνείες του δόγματος.
Κατά πόσο δηλαδή αυτοί οι διανοούμενοι δεν είναι σε θέση να το δούνε;

Το ερώτημά μου είναι ποιες είναι οι ανανεωτικές δυνάμεις της ελληνικής κοινωνίας και
προφανώς πρόκειται για την κοινωνία πολιτών. Δεν μιλάμε για τις γιαγιάδες ή τους
παππούδες που κατεβαίνουν με σταυρούς ενάντια στο «666» ή σε διάφορες
παραθρησκευτικές οργανώσεις κλπ. Μιλάμε για ανθρώπους που σκέπτονται.

Στην περίπτωση αυτή ρωτάω ποιες είναι αυτές οι δυνάμεις στην ελληνική κοινωνία; Στην
εκκλησία την ίδια μέσα, στην νεολαία και στην διανόηση; Είμαι πολύ σκεπτικιστής, που
θα βρεθούν αυτές οι δυνάμεις, δεν τις βλέπω αυτή τη στιγμή. Και μάλιστα το πρόβλημα
είναι σαφές, διότι υπάρχουν ορισμένες κρυφές συμπάθειες - το επαναλαμβάνω - μέσα
στους κόλπους της αριστεράς, για την ορθόδοξη εκκλησία, έτσι όπως είναι. Την δέχονται
δηλαδή πλήρως, χωρίς κανένα περιορισμό, χωρίς καμία κριτική κλπ.

Αυτό το θέτω λίγο προβοκατόρικα στο κοινό, για να συζητηθεί μετά. Για τελευταίο το
εξής: είχα ανακαλύψει τις προάλλες, ακόμη ένα «αιρετικό» στραβοπάτημα του κυρίου
Αρχιεπισκόπου, ο οποίος είπε ότι «έχουμε το προνόμιο να έχουμε γεννηθεί Έλληνες
Χριστιανοί Ορθόδοξοι». Και αυτό είναι εντελώς αιρετικό, διότι κανείς άνθρωπος δεν
γεννιέται χριστιανός. Ευχαριστώ.

You might also like