You are on page 1of 143

ΟΔΥΣΣΕΑΣ Ν.

ΚΟΨΙΔΑΣ

Οικονομολόγος – Νομικός – Πολιτικός Μηχανκός MSc, PhD

Μελέτες Δημοσίου & Ιδιωτικού Δικαίου

Αθήνα 2018
1
Οδυσσέας Ν. Κοψιδάς
Μελέτες Δημοσίου & Ιδιωτικού Δικαίου
ISBN 978 – 618 – 83828 – 0 - 0

2
1. Ποινικό Δίκαιο και Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο

ΟΙ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ ΤΟΥ Ν. 2121/1993 ΠΕΡΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ


ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ

Α) Εισαγωγή-Προστατευόμενο έννομο αγαθό………………………………....

Β) Αντικείμενο προσβολής……………………………………………………....

Γ) Η νομοτυπική μορφή του άρθρου 66 ν. 2121/1993………………………….

Δ) Δημόσια εκτέλεση-Επίσημη τελετή………………………………………....

Ε) Οι διακεκριμένες περιπτώσεις του άρθρου 66 παρ. 3 ν. 2121/1993……….

ΣΤ) Συρροή των πράξεων του άρθρου 66 ν. 2121/1993 με το έγκλημα της


πλαστογραφίας……………………………………………………………….…

Ζ) Επίλογος…………………………………………………..……………...….

Βιβλιογραφία-Αρθρογραφία……………………………...……………………

3
Α) ΕΙΣΑΓΩΓΗ-ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΟ ΕΝΝΟΜΟ ΑΓΑΘΟ

Η προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας είναι ένα ιδιαίτερα δύσκολο


εγχείρημα, ακριβώς γιατί η ίδια η φύση του δικαιώματος επ’ αυτής, είναι ιδιαίτερη,
καθώς απαιτεί τη συνύπαρξη στα πλαίσια του τελικώς αποτυπωμένου έργου
πνευματικής δημιουργίας, δύο στοιχείων: ενός πνευματικού - άυλου (σκέψη,
έμπνευση, ιδέα, σύλληψη) και ενός υλικού - ενσώματου (αποτύπωση του πνευματικού
- άυλου στοιχείου). Λόγω ακριβώς αυτής της ιδιαίτερης φύσης του δικαιώματος
πνευματικής ιδιοκτησίας, η οποία το καθιστά ευάλωτο σε προσβολές, ανακύπτει η
αναγκαιότητα οριοθέτησης του πεδίου ποινικής καταστολής των αξιόποινων πράξεων
προσβολής αυτού, ώστε αφενός να παρέχεται αποτελεσματική προστασία του
προστατευόμενου εννόμου αγαθού και αφετέρου να μην διολισθαίνει αυτή σε
τιμώρηση συμπεριφορών, μη θιγουσών εν τοις πράγμασι το προστατευόμενο έννομο
αγαθό.

Στο πλαίσιο αυτό, ο νομοθέτης κρίνει ότι, προκειμένου να διασφαλίσει από τις
σε βάρους του προσβολές ένα τόσο σημαντικό αγαθό, όπως αυτό της πνευματικής
ιδιοκτησίας, το οποίο κατοχυρώνεται από πλήθος νομικών διατάξεων εσωτερικού,
διεθνούς και ενωσιακού δικαίου, οφείλει να συμπληρώσει το πλέγμα των κυρώσεων
που αναγνωρίζει και τυποποιεί (ασφαλιστικά μέτρα, αστικές και διοικητικές
κυρώσεις, μέτρα πρόληψης προσβολής δικαιώματος) με ποινικές διατάξεις,
εισάγοντας ευθέως ως αναπόσπαστο τμήμα του ν. 2121/1993, ειδικούς ποινικούς
κανόνες, που εντοπίζονται κυρίως στο άρθρο 66 αυτού.

Ο εντοπισμός του εννόμου αγαθού που προστατεύεται με τη διάταξη του


άρθρου 66 του ν. 2121/1993, συναρτάται ευθέως με τη συζήτηση στο χώρο του
αστικού και εμπορικού δικαίου σχετικά με τη νομική φύση του δικαιώματος της
πνευματικής ιδιοκτησίας και την ευρύτερη κοινωνική συζήτηση αναφορικά με την
ιδιαιτερότητα της σχέσης που ιδρύεται ανάμεσα στον πνευματικό δημιουργό και το
έργο του, ως άυλο αγαθό1. Συνοπτικά, έχουν υποστηριχθεί θεωρίες που
προσομοιάζουν το δικαίωμα στην πνευματική ιδιοκτησία με αυτό της κυριότητας,
θεωρίες που παίρνουν ως θεμέλιο την προσωπικότητα του δημιουργού και τέλος,
θεωρίες που χαρακτηρίζουν πνευματική ιδιοκτησία ως δικαίωμα ανεξάρτητο και

1
Κοτσίρης Λ., Δίκαιο Πνευματικής Ιδιοκτησίας, 2011, σελ. 123 επ., Κουμάντος Γ., Πνευματική
Ιδιοκτησία, 1991, σελ. 43 επ.

4
ιδιόμορφο. Οι τελευταίες θεμελιώνουν, το δικαίωμα στην πνευματική ιδιοκτησία,
τόσο στην περιουσιακή όσο και στην ηθική σχέση του δημιουργού με το έργο του.

Η άποψη που χαρακτηρίζει το δικαίωμα της πνευματικής ιδιοκτησίας ως


ιδιόμορφο δικαίωμα είναι μάλλον κρατούσα στην ελληνική θεωρία2. Μεταξύ
δημιουργού και έργου υπάρχει έννομη σχέση πρωτότυπης υπαγωγής του έργου στο
δημιουργό του. Από τη σχέση αυτή πηγάζει μια δέσμη ηθικών και περιουσιακών
δικαιωμάτων. Τα δικαιώματα αυτά είναι αλληλεξαρτώμενα, καθώς εκ των
πραγμάτων τα περιουσιακά εξυπηρετούν τα ηθικά δικαιώματα και αντίστροφα. Το
κείμενο του νόμου άλλωστε καθιερώνει ότι οι πνευματικοί δημιουργοί αποκτούν
πάνω στο έργο τους με τη δημιουργία του, «πνευματική ιδιοκτησία» (άρθρο 1 ν.
2121/1993) – και όχι περιουσιακό ή ηθικό δικαίωμα. Η άποψη αυτή στρέφει την
αναζήτηση του εννόμου αγαθού στην ίδια την πνευματική ιδιοκτησία. Αντικείμενο
προστασίας είναι η πνευματική ιδιοκτησία ως συνθετική δέσμη περιουσιακών και
ηθικών δικαιωμάτων, και όχι αυτοτελώς η περιουσία ή η τιμή του δημιουργού.

Την τελευταία αυτή άποψη ακολουθεί και η ελληνική νομολογία, η οποία


καταλήγει συχνά στην εξής διατύπωση: «Με τη διάταξη του άρθρου 66 του ν.
2121/1993 προστατεύεται το έννομο αγαθό της πνευματικής ιδιοκτησίας. Η επιδίωξη
οφέλους ή η απειλή ζημίας δε μεταβάλει το έγκλημα ως τέτοιο περιουσιακής βλάβης,
διότι η τελευταία είναι το έμμεσο (αντανακλαστικό) και απώτερο αποτέλεσμα της
πράξης και δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης»3.

Β) ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΠΡΟΣΒΟΛΗΣ

Αντικείμενο προσβολής είναι το πνευματικό έργο ως άυλο αγαθό . Η


παράγραφος 1 του άρθρου 2 του ν. 2121/1993 τονίζει ότι προστατεύονται τα
πνευματικά δημιουργήματα λόγου, τέχνης ή επιστήμης, τονίζοντας τα δύο βασικά
στοιχεία της έννοιας του έργου, τη μορφή και την πρωτοτυπία. Το έργο θα πρέπει
να είναι αποτέλεσμα πνευματικής δημιουργίας που προέρχεται από άνθρωπο. Ως
μορφή νοείται η αντιληπτή με τις αισθήσεις, εμφάνιση ενός έργου στον εξωτερικό
κόσμο (γραπτός λόγος, μουσική, θέατρο, άγαλμα κ.λπ.). Εξ’ αντιδιαστολής συνάγεται
ότι ο νόμος δεν προστατεύει την ιδέα για τη γένεση του πνευματικού

2
Κοτσίρης Λ., ό.π., σελ. 128, Κουμάντος Γ., ό.π., σελ. 47
3
ΣυμβΕφΘες 943/2003, Αρμ 2003, 1817

5
δημιουργήματος4. Περαιτέρω, απαραίτητη προϋπόθεση προστασίας ενός έργου, είναι
αυτό να διακρίνεται από πρωτοτυπία. Στην ελληνική θεωρία5 και νομολογία6,
κρατούσα είναι η άποψη, κατά την οποία η πρωτοτυπία εντοπίζεται λόγω της
συνολικής πνευματικής – δημιουργικής εντύπωσης, χάρη στην οποία το έργο
παρουσιάζει «στατιστική μοναδικότητα» (ατομικότητα), έτσι ώστε να
διακρίνεται από τα διανοητικά προϊόντα της ανθρώπινης καθημερινότητας.

Από τις παραπάνω παρατηρήσεις συνάγεται ότι το έννομο αγαθό στην


ατομικότητά του, προσβάλλεται όταν (έστω και) ένα πνευματικό έργο που αποτελεί
προϊόν της διάνοιας ενός πνευματικού δημιουργού και διακρίνεται από μορφή και
πρωτοτυπία, αποτελεί αντικείμενο παράνομης εκμετάλλευσης από τρίτο μη
δικαιούχο. Στην πράξη ωστόσο, οι περιπτώσεις που η πράξη της προσβολής αφορά
την παράνομη εκμετάλλευση ενός και μόνον πνευματικού έργου είναι μάλλον
σπανιότερες. Με άλλα λόγια, είναι συχνότερο ο πωλητής λαθραίων δίσκων να
κατέχει με σκοπό να διανείμει περισσότερους από έναν δίσκους μουσικής ή ο
ιδιοκτήτης νυκτερινού κέντρου να εκτελεί δημόσια περισσότερες από μία μουσικές
συνθέσεις. Στις περιπτώσεις ωστόσο αυτές (εφόσον δεν ειρηνεύει το έννομο αγαθό)
θέμα αληθινής συρροής δεν υπάρχει, καθότι η εγκληματική μονάδα που
προσβάλλεται με την πράξη του άρθρου 66 είναι μία. Η διάταξη αναφέρεται στο
δράστη που κατά παράβαση του νόμου και χωρίς δικαίωμα εκμεταλλεύεται «έργα ή
αντίτυπα» που είναι αντικείμενο πνευματικής ιδιοκτησίας. Η χρήση του πληθυντικού
αριθμού στην αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος επιτρέπει την ένταξη
περισσότερων από μια προσβολών στην ίδια εγκληματική μονάδα.

Γ) Η ΝΟΜΟΤΥΠΙΚΗ ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 66 Ν. 2121/1993

Η προσβολή της πνευματικής ιδιοκτησίας συνιστά έγκλημα υπαλλακτικά


μικτό7, ενόψει των προβλέψεων του άρθρου 66 παρ. 1 του ν. 2121/1993. Οι πράξεις
που περιγράφονται συνιστούν επιμέρους εξουσίες των δικαιωμάτων του πνευματικού
δημιουργού, που όταν τελούνται από τρίτο μη δικαιούχο πρόσωπο, διώκονται
ποινικά. Ειδικότερα, ως πράξεις που προσβάλλουν το περιουσιακό δικαίωμα του
δημιουργού, έχουν αξιολογηθεί από το νομοθέτη αυτές της εγγραφής έργων ή

4
Καλλινίκου Δ., Πνευματική ιδιοκτησία και συγγενικά δικαιώματα, 2008, σελ. 33
5
Καλλινίκου Δ., ό.π., σελ. 35
6
ΑΠ 196/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΠλημΙωαν 294/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ
7
Ουρούμπεης Γ., Ποινική προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας, 2000, σελ. 91

6
αντιτύπων, αναπαραγωγής αυτών (με τρόπο άμεσο ή έμμεσο, προσωρινό ή μόνιμο, εν
όλω ή εν μέρει και με οποιαδήποτε μορφή), μετάφρασης, διασκευής, προσαρμογής ή
μετατροπής αυτών, διανομής τους στο κοινό με πώληση ή άλλους τρόπους, κατοχής
τους με σκοπό διανομής, εκμίσθωσης, δημόσιας εκτέλεσης, ραδιοτηλεοπτικής τους
μετάδοσης καθ’ οιονδήποτε τρόπο, παρουσίασης τους στο κοινό, εισαγωγής
αντιτύπων που παρήχθησαν στο εξωτερικό και γενικότερα εκμετάλλευσης των
πνευματικών έργων, χωρίς δικαίωμα και κατά παράβαση των διατάξεων του νόμου
και κυρωμένων με νόμο πολυμερών διεθνών συμβάσεων για την προστασία της
πνευματικής ιδιοκτησίας. Περαιτέρω, το ίδιο πλαίσιο ποινής προβλέπεται και για
εκείνες τις πράξεις που προσβάλλουν το ηθικό δικαίωμα του πνευματικού
δημιουργού. Με άλλα λόγια, η προσβολή του ηθικού δικαιώματος του πνευματικού
δημιουργού να αποφασίζει για τη δημοσίευση του έργου του στο κοινό, καθώς και να
παρουσιάζει αυτό αναλλοίωτο χωρίς προσθήκες ή περικοπές, συνιστούν αξιόποινες
προσβολές.

Ο μάλλον συνηθέστερος τρόπος τέλεσης του εγκλήματος, πάντως, είναι αυτός


της χωρίς δικαίωμα αναπαραγωγής πνευματικών έργων. Ως αναπαραγωγή νοείται η
εκ νέου παραγωγή ενός ή περισσότερων αντιτύπων κάποιου ήδη εμφανισθέντος
έργου. Αντίτυπα μπορούν να αποτελούν τα βιβλία, τα φωτοαντίγραφα8, οι δίσκοι
μουσικής, τα CD9 κ.λπ.. Η διαφορά της αναπαραγωγής από την εγγραφή, συνίσταται
στο ότι η δεύτερη πράξη αναφέρεται στην πρώτη υλική ενσωμάτωση του έργου πάνω
σε κάποιον υλικό φορέα.

Η παράγραφος 1 του αρθρου 66 αφορά εκείνον το δράστη που με την πράξη


του ενήργησε «χωρίς δικαίωμα και κατά παράβαση του παρόντος νόμου ή διατάξεων
των κυρωμένων με νόμο πολυμερών διεθνών συμβάσεων». Αμέσως ανακύπτει το
ερώτημα αν ο όρος αυτός αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του
εγκλήματος ή ιδρύει λόγο άρσης του αδίκου, με απώτερες συνέπειες στο πεδίο
της πλάνης (στην πρώτη περίπτωση πραγματική, στη δεύτερη περίπτωση
νομική). Για το ζήτημα αυτό έχουν υποστηριχτεί και οι δύο απόψεις. Η
προβληματική συνδέεται με το γενικότερο ζήτημα παραδοχής ή μη των λεγόμενων
ειδικών στοιχείων του αδίκου. Ως ειδικά στοιχεία του αδίκου λογίζονται έννοιες, τις
οποίες ο νομοθέτης εντάσσει στη νομοτυπική μορφή της βασικής διάταξης που

8
ΣυμβΕφΘες 659/1999, Αρμ 1999, 1467
9
ΑΠ 1557/2007, ΠοινΛογ 2007, 1104

7
περιγράφει την εγκληματική συμπεριφορά, παρά το γεγονός ότι αρνητικά
διατυπωμένες σε ξεχωριστή διάταξη, θα αποτελούσαν αυτοτελώς ειδικούς λόγους
άρσης του αδίκου (π.χ. «αθέμιτα» στο άρθρο 370Β ΠΚ10). Κατά μια θεώρηση λοιπόν,
η φράση «χωρίς δικαίωμα» στο έγκλημα της προσβολής της πνευματικής
ιδιοκτησίας, ως ειδικό στοιχείο του αδίκου αποτελεί θετικά διατυπωμένο λόγο άρσης
του αδίκου και μόνο νομοτεχνικά βρίσκεται μαζί με τα υπόλοιπα στοιχεία της
αντικειμενικής υπόστασης. Κατά την αντίθετη θεώρηση αποτελεί ένα επιπλέον
στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του άρθρου 66 ν. 2121/1993. Αυτό που
πρέπει να κρατήσει κανείς, ανεξαρτήτως της άποψης που θα ακολουθήσει, είναι,
όπως ειπώθηκε ανωτέρω, οι άμεσες πρακτικές συνέπειες στο πεδίο της ενδεχόμενης
πλάνης του δράστη, ως νομικής ή πραγματικής11.

Το αδίκημα, όπως τυποποιείται στην παράγραφο 1, είναι τυπικό και όχι εκ


του αποτελέσματος : αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ολοκληρώνεται με μόνη την
ενέργεια αυτή καθεαυτή που περιγράφεται ως αξιόποινη - δεν απαιτείται για τη
θεμελίωση του αξιόποινου πραγμάτωση παραπέρα αποτελέσματος, όπως να πουληθεί
λ.χ. το κλεψίτυπο ή να προσέλθει τελικώς πελάτης στο νυχτερινό κέντρο, όπου
λαμβάνει χώρα άνευ αδείας δημόσια εκτέλεση του έργου.

Ως προς την υποκειμενική κάλυψη του εγκλήματος της παραγράφου 1, αρκεί


οποιαδήποτε μορφή δόλου. Επομένως ο δράστης αρκεί να αποδέχεται ως ενδεχόμενο
τη πραγμάτωση κάποιας από τις ως άνω μορφές προσβολής12. Υπό την έννοια αυτή,
το περιεχόμενο του δόλου συνίσταται στη γνώση και τη θέληση εγγραφής,
αναπαραγωγής, θέσεως σε κυκλοφορία, κατοχής , χρήσεως, ραδιοτηλεοπτικής
μετάδοσης, εκμετάλλευσης, εισαγωγής, οργάνωσης δημόσιας εκτέλεσης ή προσβολής
του δικαιώματος του δημιουργού να αποφασίζει για την παρουσίαση του έργου του.

Στη βασική τους μορφή τα εγκλήματα του άρθρου 66 παρ. 1 του ν.


2121/1993 είναι πλημμελήματα και τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον
ενός έτους και χρηματική ποινή.

10
Μανωλεδάκης Ι., Ποινικό Δίκαιο (Επιτομή Γενικού Μέροςυ- Άρθρα 1-49 ΠΚ), Ζ’ Έκδοση (Πλήρως
αναθεωρημένη με επιμέλεια Καϊάφα-Γκμπάντι Μ. και Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε.), 2005, σελ. 604 επ..
Βλ. και Ουρούμπεη Γ., ό.π., σελ. 105
11
Αντίθετα Μυλωνόπουλος Χρ., Ποινικό δίκαιο γενικό μέρος I, 2007, σελ. 289, ο οποίος, μολονότι
δέχεται την ύπαρξη των ειδικών στοιχείων του αδίκου, χαρακτηρίζει την πλάνη ως προς τις
πραγματικές προϋποθέσεις των στοιχείων αυτών, ως πραγματική.
12
ΣυμβΑΠ 1605/2004, ΠοινΧρ 2005, 646

8
Δ) ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΚΤΕΛΕΣΗ-ΕΠΙΣΗΜΗ ΤΕΛΕΤΗ

Η προσβολή του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας πραγματώνεται, κατά


την αντικειμενική υπόσταση του άρθρου 66 ν. 2121/1993, και στις περιπτώσεις
δημόσιας εκτέλεσης πνευματικών έργων. Δημόσια, κατά το άρθρο 3 παρ. 2, είναι η
εκτέλεση που κάνει το πνευματικό έργο προσιτό σε κύκλο προσώπων ευρύτερο από
το στενό κύκλο της οικογένειας και το άμεσο κοινωνικό περιβάλλον, ανεξαρτήτως
από το εάν τα πρόσωπα αυτά του ευρύτερου κύκλου βρίσκονται στον ίδιο ή σε
διαφορετικούς χώρους. Από τον ως άνω ορισμό, η κρίση, για να χαρακτηριστεί μια
εκτέλεση πνευματικού έργου δημόσια, λαμβάνει υπόψη της δύο κριτήρια: αυτό του
κοινού (ποιοτικό κριτήριο) και αυτό του δημοσίου χώρου (χωρικό κριτήριο)13. Για την
κατάφαση του πρώτου, αρκεί η εκτέλεση ή η ερμηνεία ενός έργου να γίνεται κάτω
από συνθήκες που την κάνουν προσιτή σε αόριστο αριθμό προσώπων που δεν
χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερες ιδιότητες ή σχέσεις μεταξύ τους14. Αναφορικά με το
δεύτερο κριτήριο, δημόσιος είναι εκείνος ο χώρος που μπορεί να γίνει προσιτός σε
οποιονδήποτε, ανεξάρτητα εάν για την είσοδο σε αυτόν προβλέπεται ορισμένο
χρηματικό αντάλλαγμα ή γίνεται δωρεάν15. Σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις και
χώρους, αρκεί η παρουσία του κοινού να είναι ενδεχόμενη16. Έτσι, εκτελούν δημόσια
και ως εκ τούτου πράττουν άδικα, ο ιδιοκτήτης μπαρ που αναπαράγει μουσική, ακόμη
και αν κατά τον χρόνο του ελέγχου δεν παραβρίσκονταν κανένας πελάτης εντός του
καταστήματός του.

Αναφορικά με την έννοια της «επίσημης τελετής», μπορούν να ειπωθούν τα


ακόλουθα : Το άρθρο 27 περ. α΄ ν. 2121/1993 καθιερώνει εξαίρεση από τον κανόνα
καταβολής αμοιβής και παραχώρησης άδειας από τον δημιουργό του έργου σε
περιπτώσεις δημόσιας εκτέλεσης ή παράστασης πνευματικών έργων κατά την τέλεση
«επίσημων τελετών». Με το ζήτημα αυτό ασχολήθηκε η Ολομέλεια του ΑΠ17 με
αφορμή αμετάκλητη κρίση του ΣυμβΠλημΑθηνών για την υπαγωγή αποκριάτικων
εκδηλώσεων στη έννοια του άρθρου 27. Κατά την απόφαση της Ολομέλειας ,ως
επίσημη τελετή νοείται εκείνη στην οποία μετέχουν θεσμικά όργανα, τα οποία

13
Κοτσίρης Λ., ό.π., σελ. 180
14
ΑΠ 907/2003, ΠοινΛογ 2003, 993
15
Καϊάφα-Γκμπάντι Μ.- Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε., Νομολογιακές εφαρμογές Ειδικών Ποινικών
Νόμων, 2008, σελ. 712
16
ΑΠ 907/2003, ΠοινΛογ 2003, 993
17
ΣυμβΟλΑΠ 1/2009, ΠοινΧρ 2009, 500

9
επιτελούν κρατική λειτουργία, όπως είναι ο επίσημος εορτασμός μιας εθνικής
επετείου ή μιας επετειακής εορτής18. Επομένως οι αποκριάτικες μουσικές
εκδηλώσεις, ανεξάρτητα του φορέα που τις διοργανώνει και του οικονομικού
οφέλους, δεν υπάγονται στην έννοια των δημόσιων τελετών . Με τον τρόπο αυτόν το
ανώτατο ακυρωτικό - παρά την ισχυρή μειοψηφία 16 μελών – εκφράστηκε υπέρ του
κριτηρίου της επισημότητας του χαρακτήρα της εκδήλωσης και των χαρακτηρισμού
των συμμετεχόντων σε αυτήν ως επισήμων.

Ε) ΟΙ ΔΙΑΚΕΚΡΙΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 66 ΠΑΡ. 3 Ν.


2121/1993

Η παράγραφος 3 του άρθρου 66 του ν. 2121/1993 προβλέπει διακεκριμένες


περιπτώσεις τέλεσης του εγκλήματος της κλοπής της πνευματικής ιδιοκτησίας.
Συγκεκριμένα στο εδ. α΄ της ανωτέρω παραγράφου προβλέπεται διακεκριμένη
πλημμεληματική μορφή (φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή 2 έως
10 εκατ. δρχ.), στη περίπτωση που το όφελος που επιδιώχθηκε ή η ζημία που
απειλήθηκε από τις πράξεις των δύο πρώτων παραγράφων του άρθρου 66 είναι
ιδιαίτερα μεγάλη. Περαιτέρω στα επόμενα δύο εδάφια προβλέπεται κακουργηματική
μορφή του εγκλήματος εφόσον ο δράστης: «(…) τελεί τις παραπάνω πράξεις κατ’
επάγγελμα ή σε εμπορική κλίμακα ή αν οι περιστάσεις κάτω από τις οποίες έγινε η
πράξη μαρτυρούν ότι ο υπαίτιος είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος για την προστασία της
πνευματικής ιδιοκτησίας ή των συγγενικών δικαιωμάτων, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι
10 ετών και χρηματική ποινή 5 έως 20 εκατομμυρίων δραχμών, καθώς και αφαίρεση
της άδειας λειτουργίας της επιχείρησης στα πλαίσια της οποίας εκτελέσθηκε η πράξη.
Θεωρείται ότι η πράξη έχει τελεσθεί κατ’ επάγγελμα και όταν ο δράστης έχει
καταδικασθεί για αδικήματα του παρόντος άρθρου ή για παράβαση των διατάξεων περί
πνευματικής ιδιοκτησίας που ίσχυαν πριν απ’ αυτό με αμετάκλητη απόφαση σε ποινή
στερητική της ελευθερίας».

Το πρόβλημα που έχει απασχολήσει τόσο την θεωρία όσο και τη νομολογία,
έγκειται στην ερμηνεία της φράσεως «τελεί τις παραπάνω πράξεις» και συγκεκριμένα,
εάν για την εφαρμογή της κακουργηματικής περίπτωσης της κατ’ επάγγελμα τέλεσης,
ο δράστης θα πρέπει να έχει τελέσει τις αμέσως παραπάνω πράξεις του πρώτου
εδαφίου της παραγράφου 3, εκείνες δηλαδή που απαιτούν τη διαπίστωση της
18
Βλ. έτσι και την νεότερη ΑΠ 718/2011, ΠοινΧρ 2011, 617

10
επιδίωξης ιδιαίτερα μεγάλου κέρδους ή την απειλή ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας, ή εάν οι
βασικές μορφές του εγκλήματος έτσι όπως διατυπώνονται στις παραγράφους 1 και 2
του άρθρου 66, μπορούν να μετατραπούν σε κακούργημα, με τη διαπίστωση της κατ’
επάγγελμα τέλεσης τους, έστω και αν το όφελος ή απειληθείσα ζημία είναι συνήθης.

Μια πρώτη άποψη19 ερμηνεύει συσταλτικά το εδάφιο β΄ της παραγράφου 3,


ώστε η ιδιαίτερα διακεκριμένη περίπτωση να μη στοιχειοθετείται, εφόσον το όφελος
ή απειληθείσα ζημία δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλα .Κατά την αντίθετη άποψη20, η
τέλεση των βασικών εγκλημάτων των δύο πρώτων παραγράφων του άρθρου 66 αρκεί
για την κατάφαση κάθε διακεκριμένης περίπτωσης συμπεριλαμβανομένης και αυτής
του εδαφίου β΄ . Μεταξύ των ανωτέρω απόψεων η δεύτερη φαίνεται μάλλον
ορθότερη. Πρώτον, διότι από την εισηγητική έκθεση του ν. 2121/1993, ο νομοθέτης
φαίνεται να αρκείται στην κατάφαση της βασικής διάταξης των παραγράφων 1 και 2
για τη διαπίστωση της κακουργηματικής κατ’ επάγγελμα τέλεσης . Επιπλέον, εκεί
όπου ο νομοθέτης θέλησε να τιμωρήσει την κατ’ επάγγελμα τέλεση μιας πράξης σε
συνάφεια με το επιτευχθέν κέρδος ή την προκληθείσα ζημία, το προέβλεψε ρητά (π.χ.
άρθρα 386 παρ. 3 και 216 παρ. 3 ΠΚ).

Προκειμένου ωστόσο να αποφευχθεί η δυσανάλογη κακουργηματική


κύρωση δράστη, που κατά το παρελθόν έχει καταδικαστεί για ασήμαντη παραβίαση
του άρθρου 66 παρ. 1 και 2, η δεύτερη εκ των ανωτέρω θέσεων συμπληρώνεται ορθά
με παραπομπή στη διάταξη του άρθρου 13 περ. στ’ ΠΚ και καταλήγουμε στο
συμπέρασμα ότι κατ’ επάγγελμα τέλεση της πράξης του άρθρου 66 συντρέχει
τόσο όταν έχει τελεστεί κάποιο πλημμέλημα στο παρελθόν όσο και όταν η πράξη
τελείται για πρώτη φορά, αρκεί να πραγματοποιείται βάσει σχεδίου ενώ από την
υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και από την οργανωμένη ετοιμότητα
του προκύπτει πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης και σκοπός για πορισμό
εισοδήματος21.

19
ΣυμβΠλημΘες 409/2000, ΠοινΔικ 2001, 133 και την Εισαγγελική πρόταση στο ΣυμβΠλημΘες
307/2008, ΠοινΧρ 2008, 841
20
ΑΠ 1500/2006, ΠοινΛογ 2006, 1391, ΑΠ 822/2000, ΠοινΧρ 2001, 134
21
Βαγενά Ε., Νόμος για την πνευματική ιδιοκτησία κατ’ άρθρο ερμηνεία (Επιστημονική επιμέλεια
Κοτσίρης Λ.-Σταματούδη Ε.), 2009, σελ. 1115

11
ΣΤ) ΣΥΡΡΟΗ ΤΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 66 Ν. 2121/1993 ΜΕ ΤΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΗΣ ΠΛΑΣΤΟΓΡΑΦΙΑΣ

Ιδιαίτερα ενδιαφέρον στο πεδίο της συρροής εγκλημάτων είναι το πρόβλημα


της συρροής των αδικημάτων του άρθρου 66 ν. 2121/1993 με το έγκλημα της
πλαστογραφίας (άρθρο 216 ΠΚ).

Η νομολογία αρχικά υιοθέτησε τη λύση της αληθινής συρροής, βασίζοντας


την άποψή της στην ετερότητα των εννόμων αγαθών (περιουσιακό / ηθικό δικαίωμα
δημιουργού – υπόμνημα)22. Όμως, από τη στιγμή που για τη στοιχειοθέτηση του
εγκλήματος του άρθρου 216 ΠΚ απαιτείται ο δράστης να καταρτίσει πλαστό έγγραφο
με σκοπό να παραπλανήσει άλλον σχετικά με γεγονός, που μπορεί να έχει έννομες
συνέπειες, ζήτημα εγείρεται σχετικά με το κατά πόσο η κάθε αναπαραγωγή
υλικού φορέα είναι από μόνη της αρκετή, ώστε να αποδώσει το πνευματικό έργο
σε συγκεκριμένο εκδότη/δημιουργό (εγγυητική λειτουργία εγγράφου). Μόνο στην
τελευταία περίπτωση μπορεί να γίνει λόγος για πλαστογραφία, καθόσον μόνο τότε
δηλώνεται ψευδώς στον καταναλωτή ότι το αντίγραφο π.χ. ενός δίσκου, παρήχθη από
το δικαιούχο εκμετάλλευσης του, ενώ στην πραγματικότητα παρήχθη από μη
δικαιούχο. Στη περίπτωση δηλαδή που κάποιος αναπαράγει ένα πνευματικό έργο
χωρίς δικαίωμα π.χ. ένα μουσικό κομμάτι σε ένα CD, δίχως να αντιγράφει και εκείνα
τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του CD που δηλώνουν τον δικαιούχο εκμετάλλευσης
(δημιουργό, δισκογραφική εταιρία κ.λπ.), η πράξη του δεν καλύπτει την
αντικειμενική υπόσταση του άρθρου 216 ΠΚ, παρά μόνον αυτήν του άρθρου 66 ν.
2121/1993.

Κατόπιν των ορθών αυτών παρατηρήσεων, παρατηρήθηκε πλέον στροφή της


νομολογίας προς την άποψη ότι οι υλικοί φορείς των πνευματικών έργων
(ψηφιακοί δίσκοι, βιντεοταινίες), είναι κατά την έννοια του άρθρου 216 ΠΚ
έγγραφα, όταν από το συγκεκριμένο τύπο παραγωγής τους από την ίδια τη
«μήτρα» και όχι από αντίγραφο και όταν από δηλωτικά σημεία του υλικού
φορέα όπως την εξωτερική συσκευασία ή τη χαρακτηριστική εμφάνιση την
υδατογραφημένη χάρτινη ταινία, ή άλλη ένδειξη γίνεται φανερό στο
καταναλωτικό κοινό ότι οι κασέτες αυτές προέρχονται από ορισμένα πρόσωπα

22
ΣυμβΟλΑΠ 203/1989, ΠοινΧρ 1989, 809, ΣυμβΠλημΑθ 410/2000, ΠοινΔικ 2001, 501

12
τα οποία έχουν το δικαίωμα εκμετάλλευσής τους23. Στη περίπτωση που οι ανωτέρω
προϋποθέσεις πληρούνται, τότε συντρέχει και αληθινή συρροή μεταξύ των
εγκλημάτων της κλοπής πνευματικής ιδιοκτησίας και της πλαστογραφίας24.

Αξίζει να σημειωθεί ότι μερίδα της θεωρίας χαρακτηρίζει τη συρροή των


πράξεων του άρθρου 66 ν. 2121/1993 και του άρθρου 216 ΠΚ ως φαινομενική υπέρ
του πρώτου, είτε διότι η τελευταία είναι ειδικότερη αυτής της πλαστογραφίας25, είτε,
ως βαρύτερα τιμωρούμενη, η κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας απορροφά την
τελεσθείσα πλαστογραφία26.

Ζ) ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Συμπερασματικά, μπορεί να ειπωθεί ότι οι αρχικοί δικαιούχοι δικαιώματος


πνευματικής ιδιοκτησίας, όσο και πρόσωπα - φορείς συγγενικών δικαιωμάτων, έχουν
βρει μία σημαντική, προωθημένη ασπίδα προστασίας με το ν. 2121/1993. Το
ιδιόρρυθμο δικαίωμα της πνευματικής ιδιοκτησίας οριοθετείται, προσδιορίζεται,
ρυθμίζεται, κατοχυρώνεται και διασφαλίζεται πολύ δε περισσότερο στους
σύγχρονους κοινωνικούς σχηματισμούς, που οι ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις
βάλλουν όσο ποτέ κατά των πνευματικών και συγγενικών δικαιωμάτων. Ειδικά, ως
προς το κομμάτι της ποινικής προστασίας (κυρίως, άρθρο 66 ν. 2121/1993), ο
νομοθέτης φαίνεται περισσότερο προσεκτικός, επιμελής και οργανωμένος,
αναφορικά πάντα με το προϊσχύσαν δίκαιο και κυρίως τις ήπιες ποινές που προέβλεπε
το άρθρο 16 του παλαιότερου Νόμου 2387/1920. Οι όποιες νομοθετικές ατέλειες και
αστοχίες μπορούν να καλυφθούν αφενός με την εύστοχη εφαρμογή του νόμου από τα
δικαστήρια και αφετέρου με την επεξεργασία τους από τη θεωρία.

23
ΑΠ 848/1990, ΠοινΧρ 1991, 209
24
ΣυμβΠλημΑθ 2271/2002, ΠοινΔικ 2002, 1164
25
Ουρούμπεης Γ., ό.π., σελ. 134 επ.
26
Νούσκαλης Γ., Παρατηρήσεις στην ΤριμΠλημΑθ 78574/2001, ΠοινΔικ 2002, 1163 επ.

13
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ-ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

Βαγενά Ε., Νόμος για την πνευματική ιδιοκτησία κατ’ άρθρο ερμηνεία
(Επιστημονική επιμέλεια Κοτσίρης Λ.-Σταματούδη Ε.), 2009

Καϊάφα-Γκμπάντι Μ./Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε., Νομολογιακές εφαρμογές Ειδικών


Ποινικών Νόμων, 2008

Καλλινίκου Δ., Πνευματική ιδιοκτησία και συγγενικά δικαιώματα, 2008

Κοτσίρης Λ., Δίκαιο Πνευματικής Ιδιοκτησίας, 2011

Κουμάντος Γ., Πνευματική Ιδιοκτησία, 1991

Μανωλεδάκης Ι., Ποινικό Δίκαιο (Επιτομή Γενικού Μέροςυ- Άρθρα 1-49 ΠΚ), Ζ’
Έκδοση (Πλήρως αναθεωρημένη με επιμέλεια Καϊάφα-Γκμπάντι Μ. και Συμεωνίδου-
Καστανίδου Ε.), 2005

Μυλωνόπουλος Χρ., Ποινικό δίκαιο γενικό μέρος I, 2007

Νούσκαλης Γ., Παρατηρήσεις στην ΤριμΠλημΑθ 78574/2001, ΠοινΔικ 2002, 1163


επ

Ουρούμπεης Γ., Ποινική προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας, 2000

14
2. Συνταγματικό Δίκαιο και Πολιτική Φιλοσοφία

Η Ιδέα του Γενικού Συμφέροντος και η Εύνομη Συνταγματική Πολιτεία

Εισαγωγή

Η έννοια του γενικού συμφέροντος· απόρροια της κυρίαρχης γενικής

βούλησης

Τα συστατικά της εύνομης συνταγματικής πολιτείας του Ρουσσώ

Κριτική στις ιδέες του Ζαν Ζακ Ρουσσώ

Καταληκτικές κρίσεις

Βιβλιογραφία

Ι. Εισαγωγή

Το «Κοινωνικό Συμβόλαιο» αποτελεί το γνωστότερο φιλοσοφικό κείμενο του


Ζαν Ζακ Ρουσσώ, το οποίο επρόκειτο να επηρεάσει συθέμελα την πνευματική και
την πολιτική κίνηση του 18ου αιώνα. Δημοσιεύοντας το 1762 το έργο «Κοινωνικό
Συμβόλαιο» ή «Αρχές πολιτικού δικαίου» ο Ρουσσώ, παρουσιάζοντας τη θεωρία του
για το κράτος και αναζητώντας το θεμέλιο της πολιτικής κοινωνίας, επιχειρεί να
εκθέσει τους όρους μιας σταθερής και δίκαιης πολιτείας, θέτοντας την ελευθερία ως
προϋπόθεση του δικαίου και το κοινό αγαθό ως δέον να ισχύει ως νόμος
(Γρηγοροπούλου, 2004: 19).

Κεντρική θέση στην πολιτική του θεωρία κατέχει η έννοια της γενικής
βούλησης, η οποία κατατείνει στο γενικό συμφέρον (άλλως στο κοινό αγαθό) και επί
της οποίας ερείδεται η ιδέα της εύνομης συνταγματικής πολιτείας.

Ακριβώς αυτά επιδιώκει να παρουσιάσει και η παρούσα εργασία,


προσεγγίζοντας τα καίρια σημεία αφ' ενός του γενικού συμφέροντος αφ' ετέρου των
λοιπών στοιχείων της έννομης πολιτικής κοινωνίας της ρουσσωικής σκέψης.
Επιχειρείται δε, εν τέλει, η εν συντομία ανάδειξη των αντινομιών και της κριτικής
που έχει ασκηθεί στη ρηξικέλευθη, για την εποχή του, πρόταση του Ελβετού
φιλοσόφου.

15
II. Η έννοια του γενικού συμφέροντος· απόρροια της κυρίαρχης γενικής
βούλησης

Ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ εκκινεί εκ της θέσεως ότι εγγύηση για την ύπαρξη του
κράτους δύναται να αποτελέσει μόνο μία ομόφωνη σύμβαση, η οποία αποκαλείται
κοινωνικό συμβόλαιο. Πρόκειται για ένα υπόρρητο και διαρκές συμβόλαιο, το οποίο
δεσμεύει όλα τα άτομα που συναπαρτίζουν μια πολιτική κοινότητα (Στυλιανού, 2006:
175) και το οποίο για να είναι θεμελιώδες (ήτοι για να νομιμοποιεί την πολιτική
κατάσταση) πρέπει να είναι συμβόλαιο του καθενός αφ' ενός με τον εαυτό του, αφ'
ετέρου με όλους (Chatelet, 1985: 372 - 373). Σε τούτο, άλλωστε, συνίσταται και ένα
εκ των καίριων σημείων διαφοροποίησης του Ρουσσώ από τον Λοκ και τον Χομπς,
για τους οποίους το κοινωνικό συμβόλαιο προσλαμβάνεται ως μία συμφωνία
υποταγής στον κυρίαρχο (Chatelet, 1985: 372 - 373 και Στυλιανού, 2006: 175).

Η σημασία του ρουσσωικού «κοινωνικού συμβολαίου» έγκειται στο γεγονός


ότι μετατρέπει το απομονωμένο άτομο, την απλή αριθμητική μονάδα σε ένα
συλλογικό σώμα, το οποίο ευθύς αμέσως αποκτά την ενότητά του, το κοινό του εγώ,
τη ζωή και τη βούλησή του (Rousseau, 1990: 35 - 37). Χαρακτηριστικά, σημειώνει ο
ίδιος «Να βρεθεί μία μορφή κοινότητας που να υπεραπίζεται και να προστατεύει με όλη
την από κοινού δύναμη το πρόσωπο και τα αγαθά κάθε μέλους, ούτως ώστε ο καθένας
καθώς ενώνεται με όλους, να υπακούει παρά στον ίδιο του τον εαυτό και να παραμένει
εξίσου ελεύθερος όπως και πριν...» (Rousseau, 1990: 36). Στα πλαίσια της
συμβολαιικής, δημιουργικής την υπερατομική οντότητα, πράξης συνένωσης
«καθένας θέτει από κοινού το πρόσωπό του και όλη του τη δύναμη κάτω από την
ανώτατη καθοδήγηση της γενικής βούλησης» (Ρουσσώ, 1990: 37), εκχωρώντας τα
δικαιώματά του και το προνόμιο της φυσικής κατάστασης προκειμένου να αποκτήσει
πολιτική ελευθερία· όποιος δε αρνηθεί να υπακούσει στη γενική θέληση, θα
εξαναγκαστεί να υπακούσει σε αυτήν από ολόκληρο το σώμα (Rousseau, 1990: 39 -
42).

Εν πολλοίς, σκοπός ίδρυσης του κράτους και γνώμονας, βάσει του οποίου
κυβερνάται η κοινωνία, αποτελεί το κοινό συμφέρον (Rousseau, 1990: 50). Επί
σκοπώ επίτευξης τούτου (του κοινού - γενικού συμφέροντος), κάθε επιμέρους
πολίτης υποτάσσει την ατομική του βούληση στη γενική· η ιδιότητα του πολίτη
απαιτεί ένα είδος εκφυλισμού, ο οποίος συνίσταται στην αντικατάσταση του

16
ατομικού του συμφέροντος με το κοινό (Millet, 1979: 136). Έκαστο μέλος επιθυμεί
το γενικό καλό, διότι μέσω αυτού εξυπηρετείται και το ιδιωτικό του συμφέρον
(Rousseau, 1990: 169), καθότι τούτα είναι εμφανώς αλληλένδετα και αν κάποιο
μέλος αφεθεί στο προσωπικό του συμφέρον, θα προκαλέσει την καταστροφή
ολόκληρου του συλλογικού πολιτικού σώματος, πάνω στο οποίο επιθυμεί να
στηριχτεί (Rousseau, 1990: 40). Αφ’ ενός η γενική θέληση εκ της φύσεώς της θέλει
αναγκαστικά το καλό του καθενός, αφ’ ετέρου για τον καθένα, βαθύτερα από τα
ατομικά του συμφέροντα, ευρίσκεται το κοινό συμφέρον (Millet, 1979: 134).

Η γενική βούληση, η οποία απορρέει ως συμφωνία του σώματος με κάθε


μέλος του και η οποία πηγάζει από όλους και εφαρμόζεται σε όλους, προσεγγίζεται
από τον Ρουσσώ αφαιρετικά και αλγεβρικά, υπό την έννοια ότι δεν αποτελεί ένα
άθροισμα ιδιαίτερων βουλήσεων, αλλά «άθροισμα διαφορών», μέσα από τις οποίες
καθορίζεται το κοινό συμφέρον (Chatelet, 1985: 374). Συμφωνα, με τη
χαρακτηριστική διατύπωσή του, «αν αφαιρέσετε από τις επιμέρους βουλήσεις τα συν
και τα πλην που αλληλοεξουδετερώνονται, θα απομένει ως υπόλοιπο η γενική
βούληση» (Rousseau, 1990: 52). Άλλωστε, αυτό που γενικεύει τη βούληση είναι
λιγότερο ο αριθμός των ψήφων και περισσότερο το κοινό συμφέρον που τις ενώνει
(Rousseau, 1990: 60 - 61).

Kαταληκτικά, όπως εύστοχα έχει επισημανθεί το «κοινωνικό συμβόλαιο» δεν


έχει άλλο θεμέλιο παρά το γενικό συμφέρον, το οποίο ανάγεται σε κανόνα
απαράβατο (Γρηγοροπούλου, 2002: 161) και στο οποίο κατατείνει η κυρίαρχη,
αναπαλλοτρίωτη και αδιαίρετη γενική βούληση, όπως τούτη προσεγγίζεται και ως
ακολούθως, ως ένα εκ των συστατικών της ευνομούμενης ρουσσωικής πολιτείας.

III. Τα συστατικά της εύνομης συνταγματικής πολιτείας του Ρουσσώ

Εκ του συναπτόμενου «κοινωνικού συμβολαίου» και της γενικής βούλησης


συγκροτείται, ως προϊόν της ένωσης δυνάμεων και θελήσεων, το συλλογικό και
ταυτοχρόνως ηθικό πρόσωπο της Πολιτείας, η οποία αποτελεί την κυρίαρχη δύναμη
(Γρηγοροπούλου, 2006: 32). Σε μια εποχή (18ος αιώνας), που ειδικά στη Γαλλία, ο
όρος «κυρίαρχος» ταυτίζεται με τον βασιλιά ή τον απόλυτο μονάρχη, ο Ρουσσώ
ορίζει ως κυρίαρχο ολόκληρο το πολιτικό σώμα και τη γενική βούληση τούτου
(Masters, 1968). Αν και στο «Κοινωνικό Συμβόλαιο» αναφέρονται ως μορφές

17
διακυβέρνησης η μοναρχία, η αριστοκρατία και η δημοκρατία, στην πραγματικότητα
πρόκειται για μορφές δημοκρατίας, καθόσον η ισχύς της Πολιτείας πηγάζει από τη
λαϊκή κυριαρχία, ήτοι κυρίαρχος θεωρείται ο λαός και μόνον ο λαός
(Γρηγοροπούλου, 2004: 24 - 25).

Η λαϊκή κυριαρχία, λοιπόν, δεν δύναται ούτε να απαλλοτριωθεί ούτε να


διαιρεθεί, είναι δε άμεση και μη υπαγόμενη στην αρχή της αντιπροσώπευσης, καθότι
δι' αυτής (της αρχής) εκχωρείται, κατά τον Ρουσσώ, η πολιτική ελευθερία των
πολιτών (Γρηγοροπούλου, 2004: 279). Ωσαύτως, ο Ρουσσώ αντιτίθεται στον
φεουδαρχικό θεσμό της αντιπροσώπευσης και τοποθετείται υπέρ ενός πολιτικού
συστήματος, στο οποίο την εξάρτηση από τα πρόσωπα αντικαθιστά η ισότιμη σχέση
όλων των πολιτών απέναντι στον νόμο (Rousseau, 1990: 153 - 159 και
Γρηγοροπούλου, 2004: 179).

Κατ' αυτόν τον τρόπο, στη ρουσσωική Πολιτεία, η λαϊκή κυριαρχία


κατοχυρώνεται αναγκαίως δια του νόμου, υπό την έννοια ότι τούτος δεν αποτελεί
τίποτε άλλο παρά έκφραση της βούλησής της, ήτοι της γενικής βούλησης, η οποία
αποτυπώνει το κοινό συμφέρον και στην οποία πρέπει όλοι οι πολίτες αδιακρίτως να
υπακούουν. Το γεγονός ότι η γενική βούληση τίθεται πιο πάνω από τον νόμο,
καταδεικνύεται και εκ του ότι η βούληση και ενός πολίτη, εφόσον εκφράζει τη γενική
βούληση, αρκεί για τη θέσπιση μερικών νόμων.

Πέραν τούτων, αναγκαία προϋπόθεση της διαφύλαξης της κυριαρχίας και άρα
και της διασφάλισης του κοινού συμφέροντος, αποτελεί η άρση της αντινομίας
μεταξύ του του τελευταίου, όπως τούτο εκ της γενικής βούλησης απορρέει, και του
ιδιαίτερου στόχου εκάστης πράξης (Rousseau, 1990: 58 - 63). Αυτή η άρση απαιτεί
την ανεύρεση ενός σώματος που θα θεσπιστεί ανάμεσα στους υπηκόους και στον
κυρίαρχο, το οποίο θα εξασφαλίζει τη μεταξύ τους ανταπόκριση, επικοινωνία και
ισορροπία. Τούτο το σώμα το αποκαλεί κυβέρνηση, η οποία επιφορτίζεται με την
πηγάζουσα από τη λαϊκή κυριαρχία εντολή, περιφρουρεί την πολιτική ελευθερία των
μελών της και διασφαλίζει εν τέλει την πολιτική νομιμότητα. Όπως έχει εύστοχα
διατυπωθεί, «αν γνωρίζαμε πώς να επιτύχουμε τη δικαιοσύνη χωρίς διαμεσολαβήσεις,
δεν θα είχαμε ανάγκη ούτε την κυβέρνηση,ούτε τους νόμους· αλλά για τους ανθρώπους,
που δεν είναι θεοί, οι ελιγμοί είναι αναπόφευκτοι…» (Chatelet, 1985: 374 - 375).

18
Βασικός όρος της Πολιτείας του Ρουσσώ αποτελεί ότι η κυβέρνηση εκτελεί
πιστά και επακριβώς τους θεσπιζόμενους εκ του κυρίαρχου πολιτικού σώματος και
αντιπροσωπεύοντες τη γενική βούληση, νόμους· άλλως, η εκτελεστική λειτουργία
καθυποτάσσεται πλήρως στον νόμο και διαμεσολαβεί απλώς ως ενδιάμεσο σώμα
ανάμεσα σ' αυτόν και στη λαϊκή κυριαρχία, καθιστάμενη ωσαύτως ανά πάσα στιγμή
ελέγξιμη από το πολιτικό σώμα.

Σε τούτα τα πλαίσια της εύνομης συνταγματικής του Πολιτείας, όπου


θεμελιώδες χαρακτηριστικό αποτελεί η άμεση λαϊκή κυριαρχία και η αποτύπωση της
γενικής της βούλησης στον νόμο, αναδεικνύεται η ισότητα των δικαιωμάτων και η
έννοια της δικαιοσύνης που συνεπάγεται. Η ισχύς της Πολιτείας έγκειται στην
αποξένωση των ατόμων από τα δικαιώματα της φυσικής τους κατάστασης,
προκειμένου, εντούτοις, τούτα να τους "επιστραφούν" ως πολιτικά δικαιώματα
(Γρηγοροπούλου, 2006: 63). Εντός της πολιτικής τάξης, είναι μεν αδύνατο να
διατηρήσει το άτομο τα πρωτεία των αισθημάτων της φύσης, αναπτύσσεται, όμως,
ένα πλέγμα προστασίας αυτού και των δικαιωμάτών του. Αντιμαχόμενος σφοδρά την
κοινωνική ανισότητα, την οποία γέννησε η εφεύρεση της ατομικής ιδιοκτησίας
(Στυλιανού, 2006: 174), ο Ρουσσώ επισημαίνει ότι οι όροι του «Κοινωνικού
Συμβολαίου» είναι ίσοι για όλους και υπακούοντας τα άτομα σ’ αυτό και στους
λοιπούς νόμους δεν «υπακούουν σε κανέναν παρά μόνο στη θέλησή τους» (Rousseau,
1990, 58 – 63). Εκ τούτου, η οικοδομημένη, δυνάμει του «Κοινωνικού Συμβολαίου»,
Πολιτεία διασφαλίζει, εν τέλει, και προάγει την ίδια την ελευθερία των μελών της,
καθόσον κάθε άτομο χάνει μεν τις αρνητικές ιδιότητες της φυσικής ελευθερίας, τη
δυνατότητα που έχει να βλάψει τον άλλον, αποκερδαίνει δε, δια της συλλογικότητας
την πολιτική του ελευθερία και ασφάλεια.
Πέραν τούτων, ο Ρουσσώ παρατηρεί ότι ακόμη και ένα ορθώς οργανωμένο
σύνταγμα, δεν δύναται να εγγυηθεί επαρκώς την εύρυθμη λειτουργία της Πολιτείας,
αλλά απαιτείται η πολιτική θρησκεία που ενδυναμώνει τα αισθήματα κοινωνικότητας
των πολιτών και η οποία αποβλέπει στη διαμόρφωση ικανών και πιστών πολιτών που
θα προασπίζονται το γενικό συμφέρον (Chatelet, 1985: 377).

Εκ των ανωτέρω, παρέπεται ότι στην εύνομη συνταγματική Πολιτεία του


Ρουσσώ, ο λαός είναι ελεύθερος και κυρίαρχος, υπό την προϋπόθεση ότι η βούλησή
του, η οποία κατατείνει στο κοινό αγαθό, ενσωματώνεται στον νόμο ο οποίος

19
εφαρμόζεται πιστά από τους κυβερνώντες. Η ρουσσωική εύνομη συνταγματική
Πολιτεία συγκροτείται βάσει της αμοιβαίας δέσμευσης μεταξύ του συλλογικού
πολιτικού σώματος και εκάστου εκ των πολιτών, σύμφωνα με την οποία το μεν
πρώτο υπέχει υποχρέωσης προς κάθε μέλος του, ο δε πολίτης προς ολόκληρη τη
συλλογικότητα, διότι μόνο μέσω αυτής επιτυγχάνεται η ισότητα στην ελευθερία και η
ασφάλεια στην ύπαρξη, που αποτελούν τους αναγκαίους όρους του υπέρτατου
σκοπού του ατόμου, ήτοι την επίτευξη της ευδαιμονίας. Κατ’ ουσίαν, στην Πολιτεία
του Ζαν Ζακ Ρουσσώ κυβερνά το γενικό συμφέρον, άλλως η κοινωνία κυβερνάται με
γνώμονα πάντα το ύψιστο κοινό αγαθό, το οποίο άγει στην απελευθέρωση του
ατόμου.

IV. Kριτική στις ιδέες του Ζαν Ζακ Ρουσσώ

To σύνολο της διατυπωθείσας γοα τον Ζαν Ζακ Ρουσσώ κριτικής έχει
διατυπωθεί στις ολοκληρωτικές τάσεις της πολιτικής του σκέψης. Ειδικότερα, όπως
έχει υποστηριχθεί, η ολοκληρωτική τάση διαφαίνεται ήδη από τη βάση του έργου
του, καθόσον «κάθε άτομο, κάνοντας κατά έναν τρόπο ένα συμβόλαιο με τον εαυτό
του, δεσμεύεται διπλά, ήτοι: ως μέλος του κυρίαρχου, απέναντι στους ιδιώτες και ως
μέλος του κράτους απέναντι στον κυρίαρχο». Μόλις, σε τούτη τη φράση συνδυάζονται
δύο κατευθύνσεις: αφ' ενός, ο ακραίος ατομικισμός που μπορεί να οδηγήσει στην
κυριαρχία μέσα από τη δέσμευση του ατόμου σε άλλο άτομο, αφ' ετέρου ο
ολοκληρωτισμός μέσα από την απαλλοτρίωση του όλου σε όλους και απ' όλους
(Chatelet 1985: 372).

Άλλως ειπείν, εκ του γεγονότος ότι στα πλαίσια της ρουσσωικής Πολιτείας,
καθένας, καθώς δίδει τα πάντα και δίδεται και ο ίδιος σε όλους, συνεπάγεται ότι, εν
τέλει, δεν δίδεται σε κανέναν, διότι ο ίδιος αλλοτριώνεται ολοκληρωτικά μέσα από
την ολοκληρωτική παραχώρηση των δικαιωμάτών του στη συλλογική κοινότητα
(Althusser, 1977: 140 – 145).

V. Επίλογος

Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι για τον Ρουσσώ οι μείζονες όροι


νομιμοποίησης και σταθερότητας ενός καθεστώτος περιέχονται στην έννοια της
γενικής βούλησης, την οποία εκφράζει ο λαός ως κυρίαρχο σώμα. Οι αποφάσεις της
γενικής βούλησης ισχύουν ως νόμοι, δεδομένου ότι εκφράζουν το γενικό – κοινό

20
συμφέρον του λαού. Η, κατατείνουσα και υπηρετούσα το γενικό συμφέρον, γενική
βούληση δεν νοείται δίχως την ελευθερία και την ισότητα, που αποτελούν όρους μη
διαπραγματεύσιμους και καθορίζουν ταυτοχρόνως το περιεχόμενο της εύνομης
συνταγματικής Πολιτείας.

Παρά τις ως άνω κριτικές παρατηρήσεις κυρίως περί ολοκληρωτισμού, η ως


άνω ρουσσωική σύλληψη, η οποία αδιαμφισβήτητα συνδυάζει αριστοτεχνικά τις
έννοιες του κοινωνικού συμβολαίου, της γενικής βούλησης και της λαϊκής κυριαρχίας
είχε ως αποτέλεσμα να χαρακτηριστεί το «Κοινωνικό Συμβόλαιο» «Ευαγγέλιο του
Διαφωτισμού» και «Μανιφέστο της Γαλλικής Επανάστασης» (Στυλιανού 2006: 179).
Ο Ρουσσώ επιχείρησε να θεμελιώσει μία νέα πολιτική επιστήμη, όχι πλέον με
πρότυπο τα μαθηματικά, αλλά με πρότυπο την πειραματική φυσική σε συνδυασμό με
την επιστήμη του δικαίου (Στυλιανού, 2010: 264). Δικαιολογημένα, μπορεί να
θεωρηθεί πρόδομος και των αντιλήψεων που οδήγησαν στη Διακήρυξη των
Ανθρώπινων Δικαιωμάτων, αλλά και των δημοκρατικών διακηρύξεων της Γαλλικής
Επανάστασης.

Στην εύνομη συνταγματική Πολιτεία του Ζαν Ζακ Ρουσσώ, κάθε άνθρωπος
παραμένει το ίδιο ελεύθερος όσο και πριν αλλά τώρα πια βρίσκεται προστατευμένος
υπό την εγγύηση του δικαίου και υπό τη σκέπη του νόμου.

21
VI. Βιβλιογραφία

Γρηγοροπούλου Β., Αγωγή και Πολιτική στον Ρουσσώ, εκδόσεις ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ,


Αθήνα, 2002
Γρηγοροπούλου Β. – Σταϊνχάουερ Α., Το Κοινωνικό Συμβόλαιο, Επιμέλεια -
Εισαγωγή - Σημειώσεις - Επίμετρο: B. Γρηγοροπούλου, εκδόσεις ΠΟΛΙΣ, Αθήνα,
2004
Στυλιανού Ά., Θεωρίες του κοινωνικού συμβολαίου, Από τον Γκρότιους στον Ρουσσώ,
εκδόσεις ΠΟΛΙΣ, Αθήνα, 2006
Στυλιανού Ά., «Φιλοσοφία και πολιτική επιστήμη: Χομπς και Ρουσσώ» σε Φιλοσοφία
των Επιστημών, Κείμενα από το 10ο Πανελλήνιο Συνέδριο Φιλοσοφίας της
Ελληνικής Φιλοσοφικής Εταιρείας, Α.Π.Θ., 6 - 8 Μαϊου 2006, Επιμέλεια –
Εισαγωγή: Δήμητρα Σφενδόνη - Μέντζου, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο
Θεσσαλονίκης, Π. Ζήτη & Σια ΟΕ, Θεσσαλονίκη
Althusser L., Politics and History: Montesquieu – Rousseau – Hegel – Marx, London:
NLB, 1977
Chatelet F., Η Φιλοσοφία, Από τον Γαλιλαίο ως τον Ζ. Ζ Ρουσσώ, τόμος Β΄,
μετάφραση Κ. Παπαγιώργης, εκδόσεις «ΓΝΩΣΗ», Αθήνα, 1985
Masters R., The Political Philosophy of Rousseau, Princeton University Press,
Πρίνστον, 1968
Millet L., Συλλογή: για να γνωρίσετε τη σκέψη του ΡΟΥΣΣΩ, μετάφραση: Γ.
Καρούζος, έκδοση: ΑΠΕΙΡΟΝ, 1979
Rousseau J. – J., Το κοινωνικό συμβόλαιο, μετάφραση: Δ. Π. Κωστελένος,
Παγκόσμια Λογοτεχνία, 1990

22
3. Κοινοβουλευτικό Δίκαιο & Κοινοβουλευτική Πρακτική

Πρακτικά Θέματα

Α. Συγκριτική μελέτη των νόμων 3023/2002 και 4304/2014: αφού μελετήσετε τους
δυο παραπάνω νόμους να επισημάνετε τις βασικές διαφορές που προκύπτουν σχετικά
με την χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων.

Το φαινόμενο του κόμματος ως βασικού θεσμού του δημοκρατικού


πολιτεύματος και ως κυρίαρχου τρόπου πολιτικής οργάνωσης της κοινωνίας και του
εκλογικού σώματος, προέκυψε στην κοινοβουλευτική και εκλογική πρακτική ως
αναγκαία συνέπεια του αντιπροσωπευτικού συστήματος και απέκτησε τη σημερινή
του μορφή μετά την κατοχύρωση της καθολικής ψηφοφορίας.

Ζήτημα ουσιώδες για την λειτουργία των κομμάτων, αλλά και για την
διαφάνεια της πολιτικής ζωής, είναι η χρηματοδότηση και η οικονομική διαχείριση
των πολιτικών κομμάτων και υποψηφίων βουλευτών.

Η εισαγωγή ως φαινομένου της κρατικής χρηματοδότησης (Ν. 1443/1984)


ήταν ένα σημαντικό βήμα προς την αποδέσμευση των κομμάτων από την αναζήτηση
άλλων πηγών χρηματοδότησης που ενδεχομένως δημιουργούσαν άμεσες ή έμμεσες
εξαρτήσεις. Με την συνταγματική αναθεώρηση του 2001, εισάγεται η παρ. 2 του
αρ.29, η οποία εγγυάται την διαφάνεια στην κρατική χρηματοδότηση των πολιτικών
κομμάτων.

Με το Ν. 3023/2002 προβλέπονται οι περαιτέρω λεπτομέρειες της κρατικής


χρηματοδότησης των κομμάτων, όπως τα όρια των εκλογικών δαπανών κομμάτων
και υποψηφίων βουλευτών καθώς επίσης και οι διαδικασίες δημοσιοποίησης και
ελέγχου.

Τον Οκτώβριο του 2014, ψηφίστηκε από την Βουλή των Ελλήνων ο Ν. 4304
σχετικά με τον έλεγχο των οικονομικών των πολιτικών κομμάτων και των
υποψηφίων βουλευτών και ευρωβουλευτών. Με το νόμο αυτό δικαιούχοι
χρηματοδότησης καθίστανται πλέον και οι συνασπισμοί κομμάτων (αρ. 1). Το
γεγονός αυτό υπακούει και στις σύγχρονες απαιτήσεις της πολιτικής ζωής, καθώς ο
παρών συσχετισμός πολιτικών δυνάμεων ευνοεί το σχηματισμό συνασπισμών

23
κομμάτων. Ο αποκλεισμός αυτών των συνασπισμών από την κρατική χρηματοδότηση
θα παραβίαζε την αρχή της ισότητας.

Επιπλέον, ο ως άνω νόμος βάζει ‘φρένο’ στον υπέρμετρο δανεισμό των


πολιτικών κομμάτων. Συγκεκριμένα στο αρ. 5 (το οποίο τροποποιεί το αρ. 7 του Ν.
3023/2002), απαγορεύεται ρητά η χορήγηση δανείων από τις τράπεζες προς τους
δικαιούχους της κρατικής χρηματοδότησης με εγγύηση την ίδια την κρατική
χρηματοδότηση πέραν του τρέχοντος οικονομικού έτους. Στην ουσία, η διάταξη αυτή
βάζει ένα τέλος στην πάγια πρακτική που ίσχυε με το νόμο του 2002, όταν τα
πολιτικά κόμματα λάμβαναν τραπεζικά δάνεια βάζοντας ως εγγύηση μελλοντικές
κρατικές χρηματοδοτήσεις. Με τον τρόπο αυτό εξορθολογίζεται ο τρόπος δανεισμού,
ο οποίος πλέον ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.

Πρόσθετο σημαντικό στοιχείο του Ν. 4304/2014 είναι ότι καθιερώνεται η


ονομαστική χρηματοδότηση από ιδιώτες. Συγκεκριμένα, η χρηματοδότηση από
ιδιώτες γίνεται πλέον με ονομαστικές καταθέσεις σε συγκεκριμένους τραπεζικούς
λογαριασμούς των δικαιούχων. Με τον τρόπο αυτό ενισχύεται στο μέγιστο βαθμό η
διαφάνεια στην πολιτική ζωή.

Συνοψίζοντας, συμπεραίνουμε ότι ο Ν. 4304/2014 συμπλήρωσε το Ν.


3023/2002, περιόρισε το εύρος της κρατικής χρηματοδότησης και εισήγαγε νέους
τρόπους χρηματοδότησης και διαχείρισης των οικονομικών των πολιτικών κομμάτων
και των υποψηφίων βουλευτών ικανοποιώντας ακόμη περισσότερο το κριτήριο της
διαφάνειας στο δημόσιο βίο.

Β. Διαδικασίες νομοθετικού έργου σύμφωνα με τον Κανονισμό της Βουλής των


Ελλήνων. Κριτική προσέγγιση.

Η νομοθετική εξουσία (λειτουργία) ασκείται από τη Βουλή και τον Πρόεδρο


της Δημοκρατίας. Η διαδικασία αρχίζει με την υποβολή σχεδίων ή προτάσεων νόμων
στη Βουλή, τα οποία συνοδεύονται από αιτιολογική έκθεση όπου παρουσιάζονται οι
λόγοι και οι στόχοι της προτεινόμενης ρύθμισης. Ακολούθως η πρόταση ή το σχέδιο
νόμου παραπέμπεται για επεξεργασία στην αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή και
έπειτα συζητείται στην Ολομέλεια ή σε Τμήμα, όπως ορίζει ο Κανονισμός της
Βουλής. Μετά την ψήφιση, το σχέδιο ή η πρόταση νόμου υποβάλλεται στον Πρόεδρο
της Δημοκρατίας προς έκδοση και δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

24
Βασική αρμοδιότητα του Προέδρου της Δημοκρατίας στο πλαίσιο άσκησης
της νομοθετικής εξουσίας (λειτουργίας) είναι η αναπομπή στη Βουλή νομοσχεδίων
που παρουσιάζουν τυπική αντισυνταγματικότητα. Στην ουσία, πρόκειται για την
αρμοδιότητα με την μεγαλύτερη πρακτική σημασία, η οποία όμως καθίσταται κενό
γράμμα λόγω της ατολμίας των εκάστοτε Προέδρων να ασκήσουν πραγματικό έλεγχο
στο έργο της Βουλής.

Σύμφωνα με τον Κανονισμό της Βουλής, με το αρ. 74 παρ. 6 Σ, μία


τουλάχιστον φορά το μήνα γράφονται στην ημερήσια διάταξη και συζητούνται
εκκρεμείς προτάσεις νόμων, οι οποίες προέρχονται κατά κύριο λόγο από τους
βουλευτές της αντιπολίτευσης. Εν προκειμένω, ο Πρόεδρος της Βουλής που σχεδόν
πάντα εναρμονίζεται με την κυβερνητική πλειοψηφία, περιορίζει δραστικά τη
νομοθετική πρωτοβουλία της αντιπολίτευσης, αφού είναι αυτός που καταρτίζει την
ημερήσια διάταξη.

Σημαντική είναι η συμμετοχή της Βουλής στην αναθεωρητική διαδικασία του


Συντάγματος, αφού αφενός είναι αυτή που διαπιστώνει την ανάγκη αναθεώρησης και
προτείνει τις αναθεωρητέες διατάξεις και αφετέρου είναι αυτή που αποφασίζει με
απόλυτη πλειοψηφία την αναθεώρηση ή μη του συνταγματικού κειμένου
(Αναθεωρητική Βουλή).

Τέλος, ιδιαίτερα σημαντική είναι η λειτουργία της Βουλής κατά την ψήφιση
του Προϋπολογισμού των εσόδων και των εξόδων του Κράτους στην Ολομέλεια.
Μετά και την συνταγματική αναθεώρηση του 2008, η Βουλή συμμετέχει πολύ
περισσότερο στην επεξεργασία και διαμόρφωση των κονδυλίων του Προϋπολογισμού
μέσω της αρμόδιας επιτροπής. Η συζήτηση επί του Προϋπολογισμού δίνει την
ευκαιρία για μία εφ’ όλης της ύλης συζήτηση μεταξύ πολιτικών κομμάτων για την
οικονομική πολιτική της χώρας και συχνά η ψήφιση του Προϋπολογισμού λαμβάνει
την μορφή παροχής ή μη ψήφου εμπιστοσύνης προς την Κυβέρνηση.

Γ. Ποια κατά τη γνώμη σας είναι οι κίνδυνοι και ποια τα προβλήματα του
ημιαντιπροσωπευτικού συστήματος σε σχέση με το αντιπροσωπευτικό σύστημα;

Το ημιαντιπροσωπευτικό συνιστά ένα αρκετά ευπαθές σύστημα. Για να


κατανοήσουμε τους κινδύνους και τα προβλήματα του ημιαντιπροσωπευτικού

25
συστήματος σε σχέση με το αντιπροσωπευτικό σύστημα, θα πρέπει πρώτα να δούμε
τα κύρια χαρακτηριστικά του ημιαντιπροσωπευτικού συστήματος. Έτσι, κύριο
χαρακτηριστικό του ημιαντιπροσωπευτιτικού συστήματος είναι: η συμμετοχή του
λαού στην παραγωγή κανόνων δικαίου παραλλήλως προς τα αντιπροσωπευτικά
σώματα Στη συνέχεια παρατηρούμε ότι οι θεσμοί του ημιαντιπροσωπευτικού
συστήματος είναι τέσσερις : το κυρίως δημοψήφισμα, η λαϊκή αρνησικυρία, η λαϊκή
πρωτοβουλία και η λαϊκή ανάκληση. Παρόλο που αρχικά διαφαίνεται ότι με τους
θεσμούς αυτούς ο λαός μπορεί να αποδείξει ότι οι αντιπρόσωποί του εκφράζουν
βούληση που δεν συμπίπτει με τη δική του, ωστόσο με ένα βαθύτερο συλλογισμό,
γρήγορα κατανοούμε πως οι κλυδωνισμοί στο αντιπροσωπευτικό σύστημα γρήγορα
θα εξελιχτούν σε κλυδωνισμό της ίδιας της δημοκρατικής αρχής.

Πράγματι, το δημοψήφισμα το χρησιμοποιούν μη δημοκρατικά πολιτεύματα


για να αποκτήσουν δημοκρατική επίφαση. Το δημοψήφισμα, ως άμεση έκφραση του
λαού αποτελεί απόλυτο πολιτικό όπλο, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα αίτια και οι
συνθήκες κάτω από τις οποίες οι πολίτες συμμετέχουν στο δημοψήφισμα.

Έτσι το προσωπικό δημοψήφισμα είναι και ένα καλό όπλο καταστροφής της
δημοκρατίας. Το δημοψήφισμα εξελίσσεται πάντα σε μια σχετικοποίηση της
αντιπροσωπευτικής αρχής, σύμφωνα με την οποία ο λαός δεν πραγματοποιεί επιλογές
ουσίας, αλλά επιλογές προσώπων που στελεχώνουν τα κρατικά όργανα. Κατά την
διενέργεια του δημοψηφίσματος επικρατεί πλήρως η τυραννία της πλειοψηφίας, η
γνώμη της οποίας μπορεί να είναι η πιο ιδιοτελής και επιπόλαιη. Ας αναλογιστούμε
τι αποτέλεσμα θα είχε ένα δημοψήφισμα μεταξύ των νέων σχετικά με θέματα όπως: η
υποχρεωτική στράτευση, η εξέταση ως προϋπόθεση προαγωγής σε κάθε μάθημα στο
Πανεπιστήμιο κλπ. Ας αναλογιστούμε το αποτέλεσμα που θα είχε οποιοδήποτε
δημοψήφισμα σχετικό με δημοσιονομικό θέμα. Το δημοψήφισμα μπορεί να οδηγήσει
ακόμη και σε εντελώς άδικες καταστάσεις. Για παράδειγμα ένα δημοψήφισμα που θα
ευνοούσε φορολογικά τους κατοίκους του λεκανοπεδίου της Αττικής, κατά πάσα
πιθανότητα θα ήταν θετικό με τα συμφέροντα των ως άνω κατοίκων μιας και
αποτελούν την πλειοψηφία του ελλαδικού πληθυσμού.

Γενικά, το δημοψήφισμα,η λαϊκή αρνησικυρία, η λαϊκή πρωτοβουλία και η


λαϊκή ανάκληση κινούνται από ένστικτα του λαού που δεν λαμβάνουν υπόψη τους

26
την προστασία των μειοψηφιών και τις περισσότερες φορές θα αποκλίνουν από τον
αντικειμενικό στόχο του κράτους για επίτευξη της μέγιστης κοινωνικής ευημερίας.

Δ. Το δίλλημα που απαντά ένα εκλογικό σύστημα είναι η επιλογή ανάμεσα στην αρχή
της αναλογικής εκπροσώπησης ή της αποτελεσματικής διακυβέρνησης. Επισημάνετε
τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα των παραπάνω αρχών.

Το θεμελιώδες πρόβλημα της πολιτικής είναι το εξής: περισσότερη ισότητα


(δικαιοσύνη) ή περισσότερη αποτελεσματικότητα. Όσο ενισχύεται η αναλογική
εκπροσώπηση, τόσο ικανοποιείται το κριτήριο της ισότητας και αποδυναμώνεται το
κριτήριο της αποτελεσματικότητας. Το αντίθετο συμβαίνει όσο μειώνεται η
αναλογική εκπροσώπηση. Η ψήφος σε κάθε περίπτωση πρέπει να έχει τα
συνταγματικά χαρακτηριστικά της: άμεση, καθολική, μυστική, ίση, ελεύθερη και
ανόθευτη, ταυτόχρονη διενέργεια εκλογών.

Το αναλογικό σύστημα παρόλο που ικανοποιεί καλύτερα την δημοκρατική


αρχή, ωστόσο δεν συμβάλει στην δημιουργία ισχυρών κυβερνήσεων και οδηγεί
συχνά τη χώρα σε επάλληλες εκλογές με αποτέλεσμα την κόπωση του εκλογικού
σώματος, την απαξίωση της διαδικασίας των εκλογών, την οικονομική επιβάρυνση
του κρατικού προϋπολογισμού, την κωλυσιεργία της δημόσιας διοίκησης. Έτσι
λειτουργεί στην πράξη ως ανασταλτικός παράγοντας της αποτελεσματικής
λειτουργίας και συνέχειας του κράτους. Με την συνεχή διενέργεια εκλογών κωλύεται
η νομοθετική διαδικασία, στενεύουν τα χρονικά όρια των κοινοβουλευτικών
εργασιών και οι λοιπές κοινοβουλευτικές λειτουργίες. Τα δύο εκλογικά συστήματα
μας θυμίζουν ότι η πολιτική γεννήθηκε επειδή υπάρχουν περισσότερες επιλογές
(λύσεις) για κάποιο πρόβλημα. Η πολιτική δίνει συγκεκριμένες απαντήσεις σε
συγκεκριμένα προβλήματα / ερωτήματα. Η πολιτική ρυθμίζει τη οργάνωση της
κοινωνίας, δίνει λύσεις σε προβλήματα. Από τη ρύθμιση αυτή άλλοι ευνοούνται,
άλλοι όχι. Ζητούμενο είναι να υπάρξει αυτή η πολιτική, που θα φέρει το μέγιστο
καλό στο μέγιστο αριθμό ανθρώπων. Η αναλογική εκπροσώπηση ικανοποιεί το
αίσθημα της δίκαιης κατανομής των εδρών μέσα στο κοινοβούλιο, η ενισχυμένη
αναλογική ικανοποιεί το κριτήριο του σχηματισμού ισχυρών κυβερνήσεων που δεν
θα είναι βραχύβιες και εύθραυστες.

27
Άλλωστε κύρια αιτία και του δικομματισμού σε πολλές χώρες ήταν η ανάγκη
σχηματισμού κυβερνήσεων ικανών να απολαμβάνουν την εμπιστοσύνη της Βουλής
και να μην είναι ευάλωτες σε κάθε μεμονωμένη βουλευτική ψήφο. Η λύση μεταξύ
του κριτηρίου της αναλογικής εκπροσώπησης και της αποτελεσματικής
διακυβέρνησης είναι ένα μείγμα και των δύο σε διαφορετικές αναλογίες κάθε φορά
ανάλογα με την εποχή, τις πολιτικές συνθήκες, την ωριμότητα της κοινωνίας, τις
έκτακτες περιστάσεις που τυχόν προκύπτουν. Η ύπαρξη πάντως, ακόμη και μιας
‘κακής’ κυβέρνησης είναι επωφελέστερη κατάσταση για την κοινωνική ευημερία από
την δυσκολία διακυβέρνησης που μπορεί να προκαλέσει ένα αναλογικό εκλογικό
σύστημα.

Ε. Συγκριτική προσέγγιση των πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων των τριών


συστημάτων (Κοινοβουλευτικό σύστημα, Προεδρικό σύστημα, Σύστημα της
Κυβερνώσας Βουλής).

Το κοινοβουλευτικό, το προεδρικό και το σύστημα της κυβερνώσας Βουλής


είναι οι κύριες μορφές κυβερνητικών συστημάτων που εμφανίζονται σήμερα στα
πλαίσια του δημοκρατικού και αντιπροσωπευτικού συνταγματικού κράτους.

Στο κοινοβουλευτικό σύστημα, η κυβέρνηση εξαρτάται αποκλειστικά από το


κοινοβούλιο και μάλιστα ο αρχηγός της, προκύπτει από την κοινοβουλευτική
πλειοψηφία ή τουλάχιστον από ένα από τα κόμματα που την συγκροτούν. Η
εξάρτηση της κυβέρνησης από το κοινοβούλιο με την απαιτούμενη εμπιστοσύνη που
πρέπει να χαίρει η κυβέρνηση από το κοινοβούλιο είναι το μεγαλύτερο πλεονέκτημα
του συστήματος, καθώς διατηρεί τις ισορροπίες μεταξύ των δύο εξουσιών
(εκτελεστικής και νομοθετικής), οι οποίες αλληλοελέγχονται και
αλληλοπεριορίζονται. Επίσης τίθεται το θέμα της δυσπιστίας του κοινοβουλίου προς
την κυβέρνηση που αποτελεί και αιτία πτώσης της δεύτερης. Σοβαρό μειονέκτημα
αποτελεί η αποχή του Προέδρου της Δημοκρατίας από ουσιαστικές αρμοδιότητες ως
εκτελεστικό όργανο του κράτους.

Όταν ο αιρετός αρχηγός του κράτους (Πρόεδρος της Δημοκρατίας) δεν


αποκλείεται να διαθέτει ουσιαστικές αρμοδιότητες, συνήθως σε αντιστοιχία με το αν
εκλέγεται άμεσα ή έμμεσα από το λαό, τότε μιλούμε για προεδρικό σύστημα. Το
πλεονέκτημα αυτού του συστήματος είναι ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί

28
να είναι ταυτόχρονα αρχηγός του κράτους και της κυβέρνησης ελαχιστοποιώντας τις
διαδικασίες ανάδειξης των αρχηγών του κράτους και της κυβέρνησης.

Στο σύστημα της κυβερνώσας Βουλής τα μέλη της κυβέρνησης εκλέγονται το


καθένα ξεχωριστά από το κοινοβούλιο με άμεσο πλεονέκτημα να εκπροσωπούνται
συνήθως όλες ή πάντως οι σημαντικότερες ομάδες του κοινοβουλίου, ενώ
αποκλείεται η διάλυσή του. Στην περίπτωση αυτή το υπέρτερο πολιτικό βάρος
καταλήγει κατ’ ουσίαν στην κυβέρνηση και όχι στο κοινοβούλιο. Το σοβαρό
μειονέκτημα που παρουσιάζεται είναι ότι δεν υπάρχει πολιτική ευθύνη της
κυβέρνησης με τη μορφή της ψήφου δυσπιστίας. Έτσι διαταράσσεται η ισορροπία
μεταξύ των δύο εξουσιών (νομοθετικής, εκτελεστικής) καθώς δεν υφίσταται
αλληλοπεριορισμός μεταξύ τους.

Στ. Οι βουλευτές πρέπει ή όχι να προστατεύονται θεσμικά ώστε να ασκούν τα


καθήκοντά τους, και σε ποιο βαθμό για να μη δημιουργούνται καταστάσεις
ατιμωρησίας.

Η νομική θέση του βουλευτή, τον προστατεύει θεσμικά ώστε να ασκεί τα


καθήκοντά του. Έτσι ο τρόπος κτήσης και απώλειας της βουλευτικής ιδιότητας, η
ελεύθερη εντολή, η βουλευτική ασυλία, η βουλευτική αποζημίωση, η αυτονομία της
Βουλής, τα χρονικά όρια των κοινοβουλευτικών εργασιών και τέλος η
νομικοπολιτική σημασία του θεσμού καθορίζουν και τις ελευθερίες που απολαμβάνει
ο βουλευτής κατά την άσκηση της βουλευτικής του λειτουργίας.

Προέκταση της αρχής της ελεύθερης εντολής αποτελεί η βουλευτική ασυλία,


η οποία έχει διττή διάσταση, και εμπεριέχει τόσο το ανεύθυνο όσο και το
ακαταδίωκτο του βουλευτή κατά την άσκηση των καθηκόντων του με λειτουργική
και όχι τοπική έννοια λογιζόμενες, πράγμα που θα πει ότι και οι γνώμες του βουλευτή
εκφραζόμενες εκτός του χώρου του κοινοβουλίου αλλά σχετικές με τα
κοινοβουλευτικά έργα, προστατεύονται. Το ακαταδίωκτο αφορά κάθε ποινική δίωξη
εναντίον του βουλευτή, για οποιοδήποτε αδίκημα, αλλά και κάθε άλλο περιορισμό
της προσωπικής του ελευθερίας, όπως ιδίως προσωποκράτηση για χρέη, απαγόρευση
εξόδου από τη χώρα κλπ. Τόσο το ανεύθυνο, όσο και το ακαταδίωκτο συνιστούν
κλασικά παραδείγματα θεσμικών εγγυήσεων όχι προς το πρόσωπο αλλά προς το
αξίωμα του βουλευτή προκειμένου να του επιτρέψουν να ασκήσει πολιτική κατά

29
βούληση και να εμποδίσουν την δικαστική εξουσία να περιορίζει την άσκηση της
νομοθετικής εξουσίας.

Η υπερπήδηση όμως των εσκαμμένων ορίων διαταράσσει τις ισορροπίες


μεταξύ των τριών εξουσιών (λειτουργιών), οι οποίες αλληλοελέγχονται και
αλληλοπεριορίζονται και οδηγεί σε κατάχρηση της βουλευτικής ασυλίας και σε
καταστάσεις ατιμωρησίας. Για να μην δημιουργηθούν καταστάσεις ατιμωρησίας,
εξαίρεση από την απόλυτη προστασία αποτελεί το αδίκημα της συκοφαντικής
δυσφήμισης. Στο παρελθόν ωστόσο, είχε παράδοξα γίνει δεκτό ότι το άρθρο 62 Συντ.
δεν εμποδίζει τη διενέργεια πράξεων της ποινικής διαδικασίας που θίγουν το
πρόσωπο του βουλευτή, όπως είναι η κίνηση της ποινικής δίωξης και η συλλογή
αποδείξεων, καθώς και η έκδοση απαλλακτικού βουλεύματος λόγω πλήρους έλλειψης
αποδείξεων.

Ζ. Συγκρότηση του σύνθετου κριτηρίου για την τυπολογία των interna corporis.

Προσπαθώντας την συγκρότηση ενός σύνθετου κριτηρίου για την τυπολογία


των interna corporis της Βουλής, υιοθετούμε δύο βασικές προτάσεις: πρώτον, η
αυτονομία και το ανέλεγκτο δεν αποτελούν πολιτειακά θέσφατα αλλά συνταγματικές
παραδοχές και δεύτερον το δικαστικώς ανέλεγκτο των εσωτερικών θεμάτων της
Βουλής δεν συνιστά αναγκαίο παρακολούθημα της αυτονομίας του σώματος.

Γνωρίζουμε ότι το Σύνταγμα προσδιορίζει το ανέλεγκτο και η Βουλή


υπακούει ως θεσμικό όργανο. Παρά τη θεωρητική της αναγωγή στην
αντιπροσώπευση και τη διάκριση των λειτουργιών (εξουσιών), η αυτονομία της
Βουλής δεν συνιστά κανόνα με υπερσυνταγματική ισχύ, αλλά καθιερώνεται και
οριοθετείται από το ίδιο το Σύνταγμα. Το σύνθετο κριτήριο για την τυπολογία των
internacorporisτης Βουλής αφορά: την αυτονομία της Βουλής και το δικαστικώς
ανέλεγκτο των κοινοβουλευτικών διαδικασιών.

Η θεωρία των interna corporis, υποστηρίζει ότι ζητήματα που ανάγονται στην
κοινοβουλευτική ύλη δεν ελέγχονται δικαστικά, παραμένοντας στο πεδίο του
αυτοελέγχου της Βουλής και του ελέγχου του ανώτατου άρχοντα, στο πλαίσιο της
λειτουργίας του σύνθετου νομοθετικού οργάνου, η δε παραβίασή τους φέρει κατά
βάση πολιτικές μόνο συνέπειες. Ως interna corporis θα μπορούσαμε να

30
χαρακτηρίσουμε όσες διατάξεις αναφέρονται στην τακτική νομοθετική διαδικασία
και αφορούν στα νομοθετικά όργανα.

Εσωτερικά θέματα της Βουλής είναι εκείνα που εξετάζει η Βουλή κατά
προτεραιότητα και αποκλειστικότητα. Σε κάθε δε περίπτωση, η Βουλή κατά την
άσκηση της αυτονομίας της δεν είναι νομικά αδέσμευτη, αλλά οφείλει να ακολουθεί
τους επιβαλλόμενους συνταγματικούς τύπους, όπως επίσης και τη γενική ρήτρα της
ελεύθερης και δημοκρατικής λειτουργίας της, η οποία αποτελεί και ερμηνευτική αρχή
του Κανονισμού. Από δε τη ρήτρα αυτή πηγάζουν οι επιμέρους αρχές της
αντιπροσωπευτικότητας και πλειοψηφίας, της διασφάλισης των δικαιωμάτων της
μειοψηφίας και της ατομικής πρωτοβουλίας των βουλευτών, της διαφάνειας και της
αμεροληψίας.

Συνέπεια των interna corporis της Βουλής είναι ότι δεν νοείται σύγκρουση
Κανονισμού της Βουλής και κοινού τυπικού νόμου, αφού η αρμοδιότητά τους δεν
τέμνεται. Η όποια δε αντινομία θα επιλυθεί με αναγωγή στους οικείους κανόνες
αρμοδιότητας της Βουλής και του σύνθετου νομοθετικού οργάνου. Υπό την έννοια
αυτή, ο Κανονισμός της Βουλής απολαμβάνει μερικό τεκμήριο αρμοδιότητας που
αφορά την κοινοβουλευτική ύλη, εξαγόμενο από το γενικό τεκμήριο αρμοδιότητας
του νόμου.

Η. Περιγράψτε τα στάδια και τις μορφές του ελέγχου της συνταγματικότητας.

Ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων διενεργείται σε δύο στάδια: Το


πρώτο στάδιο προσδιορίζεται χρονικά πριν από τη δημοσίευση και τη θέση σε ισχύ
του νόμου και χαρακτηρίζεται προληπτικός ή πολιτικός έλεγχος της
συνταγματικότητας των νόμων. Ο προληπτικός ή πολιτικός έλεγχος ασκείται από τη
Βουλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Στη συνέχεια, το δεύτερο στάδιο
προσδιορίζεται χρονικά μετά τη θέση σε ισχύ του νόμου, οπότε χαρακτηρίζεται
κατασταλτικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων και ταυτίζεται με το
δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων.

Ο έλεγχος της συνταγματικότητας αφορά τόσο την τυπική συνταγματικότητα,


όσο και την ουσιαστική συνταγματικότητα. Κατά τον έλεγχο της τυπικής
συνταγματικότητας, διενεργείται έλεγχος για την εσωτερική τυπική
συνταγματικότητα, δηλαδή για την τήρηση των συνταγματικών κανόνων που διέπουν

31
την κοινοβουλευτική διαδικασία (κατάθεση, επεξεργασία, συζήτηση και εν τέλει
ψήφιση των νόμων) και για την εξωτερική τυπική συνταγματικότητα, δηλαδή για τον
έλεγχο σύμφωνα με το άρθρο 42Σ που αφορά την υπόσταση του νόμου, η οποία
ταυτίζεται με την έκδοση και τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Ο έλεγχος της τυπικής συνταγματικότητας των νόμων αφορά την τήρηση των
διαδικαστικών διατάξεων που έχουν τεθεί από το Σύνταγμα για τη θέσπιση των
υποδεέστερων κανόνων δικαίου. Ο έλεγχος της εσωτερικής τυπικής
συνταγματικότητας των νόμων εντάσσεται στα interna corporis της Βουλής. Εδώ
αξίζει να σημειώσουμε ότι ο έλεγχος της τήρησης των σχετικών κανόνων ανήκει
μόνο στη Βουλή. Από την άλλη πλευρά, ο έλεγχος της εξωτερικής τυπικής
συνταγματικότητας των νόμων ανήκει στην αρμοδιότητα του Προέδρου της
Δημοκρατίας και ελέγχεται πρωτίστως από τα δικαστήρια.

Ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων στηρίζεται στην ιδιότητα της


τυπικής υπεροχής του Συντάγματος μέσα στο κράτος δικαίου. Εγγύηση για την
τήρηση του Συντάγματος αποτελεί ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των
νόμων που συνεπάγεται τον περιορισμό της αρχής της πλειοψηφίας, καθώς η
δικαστική εξουσία (λειτουργία) ορίζεται με τεχνοκρατικά κριτήρια και όχι από την
πλειοψηφία του εκλογικού σώματος. Ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας
των νόμων προέκυψε νομολογιακά, δηλαδή από την αυτενέργεια των δικαστών.
Αποτελεί δέσμια αρμοδιότητα των δικαστών να μην εφαρμόζουν τους
αντισυνταγματικούς νόμους. Στις νομιμοποιητικές βάσεις του δικαστικού ελέγχου της
συνταγματικότητας των νόμων μπορούμε να εντάξουμε: την αρχή της διάκρισης των
εξουσιών, την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και την προστασία των θεμελιωδών
δικαιωμάτων των μειοψηφιών.

Στην Ελλάδα, ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων είναι


διάχυτος, συγκεκριμένος και παρεμπίπτων, δηλαδή δεν είναι κύριος. Έτσι στο
διατακτικό μέρος της απόφασης, το δικαστήριο ακυρώνει την διοικητική πράξη και
όχι την διάταξη του νόμου, την οποία απλά δεν εφαρμόζει. Αντίθετα σε χώρες που
προβλέπουν συνταγματικά δικαστήρια, ο έλεγχος είναι κύριος και αφηρημένος. Στην
ακραία περίπτωση βρίσκεται η Μ. Βρετανία, όπου δεν υπάρχει δικαστικός έλεγχος
της συνταγματικότητας των νόμων.

32
Θ. Θεωρείτε το ΑΣΕΠ αξιοκρατικό ή αντικειμενικό σύστημα πρόσληψης δημοσίων
υπαλλήλων και γιατί;

Το δικαίωμα προς εργασία στον ευρύτερο δημόσιο τομέα με συνθήκες


απόλυτης διαφάνειας, δημοσιότητας, αντικειμενικότητας και αξιοκρατίας επιβάλλει
την ουδετερότητα της Διοίκησης και τη διασφάλιση ίσων ευκαιριών για όλους τους
πολίτες. Θεσμικός εγγυητής της τήρησης των αρχών αυτών αποτελεί το Ανώτατο
Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (ΑΣΕΠ), το οποίο συστάθηκε με το Ν. 2190/1994
ως ανεξάρτητη αρχή επιφορτισμένη με τον έλεγχο της ορθής εφαρμογής των
διατάξεων που διέπουν τις προσλήψεις στο δημόσιο τομέα.

Για την εκπλήρωση της αποστολής του, το ΑΣΕΠ έχει ήδη από τον ιδρυτικό
του νόμο εξοπλιστεί με ειδικές εγγυήσεις ανεξαρτησίας. Τα μέλη του
χαρακτηρίζονται ανώτατοι κρατικοί λειτουργοί που απολαμβάνουν προσωπικής
ανεξαρτησίας. Το ΑΣΕΠ δεν υπόκειται σε εποπτεία και έλεγχο από κυβερνητικά
όργανα ή άλλες διοικητικές αρχές αλλά σε κοινοβουλευτικό έλεγχο σύμφωνα με τον
Κανονισμό της Βουλής, ενώ οι πράξεις του δεν υπόκεινται σε ιεραρχικό έλεγχο από
άποψη νομιμότητας αλλά μόνο σε δικαστικό έλεγχο. Έχει εθνική εμβέλεια δράσης
και διαθέτει αρμοδιότητα κανονιστική, αρμοδιότητα ελεγκτική της νομιμότητας των
πράξεων που υπάγονται στη δικαιοδοσία του και περιορισμένη κυρωτική
αρμοδιότητα. Διαθέτει οικονομική αυτονομία με δικό του προϋπολογισμό, καθώς και
ιδιάζουσας μορφής περιορισμένη νομική προσωπικότητα.

Οι παραπάνω εγγυήσεις ανεξαρτησίας ενισχύθηκαν περαιτέρω με την ένταξή


τους το 2001 στο Σύνταγμα, το οποίο κατοχύρωσε δύο οντότητες: ένα σύστημα
πρόσληψης και στελέχωσης της δημόσιας διοίκησης και ταυτόχρονα ένα θεσμό που
εγγυάται τη διαφάνεια, την αξιοκρατία και την αντικειμενικότητα του συστήματος
αυτού.

Κατά τη δεκαετή και πλέον λειτουργία του πέτυχε να ανατρέψει παγιωμένες


νοοτροπίες και πρακτικές, καταδεικνύοντας τη δυνατότητα της ανεξάρτητης αρχής να
εκπληρώσει με επιτυχία το θεσμικό της ρόλο και να διασφαλίσει αμεροληψία και
διαφάνεια στον κρίσιμο και ευαίσθητο τομέα της απασχόλησης στη δημόσια
διοίκηση, και καταξιώθηκε ως ουσιαστικός μηχανισμός ελέγχου των προσλήψεων
στο Δημόσιο με γνώμονα τη διαφύλαξη της αρχής της αξιοκρατίας και τη θωράκιση
του κράτους δικαίου.

33
Το ΑΣΕΠ για την επιλογή προσωπικού οργανώνει γραπτούς διαγωνισμούς
ή/και αξιολογεί τους υποψηφίους με βαθμολόγηση συγκεκριμένων κριτηρίων
προκαθορισμένων με νόμο, ενώ για ορισμένες θέσεις διεξάγεται συμπληρωματική
πρακτική δοκιμασία ή ειδικές εξετάσεις – test ή συνέντευξη. Το υψηλών απαιτήσεων
ειδικό επιστημονικό προσωπικό επιλέγεται με ειδική διαδικασία ουσιαστικής
αξιολόγησης των υποψηφίων από πενταμελή επιτροπή οριζόμενη από το ΑΣΕΠ, ενώ
για την επιλογή των εκπαιδευτικών διεξάγεται ειδικός γραπτός διαγωνισμός.
Οι θέσεις καλύπτονται πάντα μετά από πανελλήνια προκήρυξη στην οποία
αναφέρονται τα απαιτούμενα προσόντα για κάθε θέση και όλες οι σχετικές με την
επιλογή διαδικασίες, όπως ορίζονται στο βασικό νόμο 2190/1994 (νόμος Πεπονή). Η
βασική αρχή της διαφάνειας καλύπτεται με την δημοσιοποίηση για κάθε υποψήφιο
όλων των σταδίων της διαδικασίας επιλογής προσωπικού. Φορείς του ευρύτερου
δημόσιου τομέα και της τοπικής αυτοδιοίκησης κατά κανόνα διεξάγουν οι ίδιοι τη
διαδικασία των προσλήψεων με βάση τον ίδιο νόμο αλλά πάντα υπό τον έλεγχο του
ΑΣΕΠ, το οποίο και εξετάζει τις ενδεχόμενες ενστάσεις.

Τα χαρακτηριστικά αμεροληψίας και ανεξαρτησίας που αναφέρθηκαν


παραπάνω, αποτελούν αναγκαίο επακόλουθο της νομικής φύσης του ΑΣΕΠ ως
ανεξάρτητης διοικητικής αρχής.

Ι. Ποιες είναι οι μορφές ελέγχου της δημόσιας διοίκησης και ποια θεωρείτε πιο
αποτελεσματική και γιατί;

Οι μορφές ελέγχου της Δημόσιας Διοίκησης είναι οι εξής:

Α) Διοικητικός έλεγχος: υποδιαιρείται σε δύο επιμέρους κατηγορίες στον


διοικητικό αυτοέλεγχο και ιεραρχικό αυτοέλεγχο. Ο διοικητικός αυτοέλεγχος
πραγματοποιείται είτε με πρωτοβουλία του ίδιου του διοικητικού οργάνου που
εξέδωσε την πράξη, είτε με πρωτοβουλία του διοικούμενου μετά την άσκηση
αιτήσεως θεραπείας. Ο ιεραρχικός έλεγχος προκαλείται με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή
είτε με πρωτοβουλία της προϊσταμένης αρχής, είτε μετά την άσκηση ιεραρχικής
διοικητικής προσφυγής.

Β) Δικαστικός έλεγχος: πραγματοποιείται πάντα με πρωτοβουλία ενός


διαδίκου συνήθως του πολίτη που βλάπτεται από μία διοικητική πράξη. Ο έλεγχος
αυτός είναι είτε έλεγχος ουσίας, είτε έλεγχος ακυρωτικός. Αρμόδια είναι τα

34
διοικητικά δικαστήρια (Διοικητικό Πρωτοδικείο, Διοικητικό Εφετείο, Συμβούλιο της
Επικρατείας) που απαρτίζονται από τακτικούς δικαστές, δηλαδή πρόσωπα με
εγγυήσεις αμεροληψίας και ανεξαρτησίας.

Γ) Ενδιάμεσος έλεγχος: είναι ο έλεγχος, ο οποίος πραγματοποιείται από τις


ανεξάρτητες διοικητικές αρχές (πιο σημαντική τέτοια αρχή είναι ο Συνήγορος του
Πολίτη).

Δ) Κοινοβουλευτικός έλεγχος: είναι ο έλεγχος, ο οποίος πραγματοποιείται είτε


από τη Βουλή προς την κορυφή της Δημόσιας Διοίκησης, δηλαδή προς την
Κυβέρνηση που αποτελείται από τον Πρωθυπουργό και τους Υπουργούς. Π.χ.
πρόταση δυσπιστίας, ερωτήσεις, επερωτήσεις.

Από τα ανωτέρω χαρακτηριστικά που προηγήθηκαν, πιο αποτελεσματική


μορφή ελέγχου είναι ο δικαστικός έλεγχος, διότι διεξάγεται από πρόσωπα που έχουν
εχέγγυα αμεροληψίας και ανεξαρτησίας.

Ια. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά ενός σύγχρονου κράτους σε σχέση με την έκταση
και την αρμοδιότητα του δημόσιου τομέα;

Στα σύγχρονα κράτη η δημόσια διοίκηση δεν έχει μόνο την μορφή οργάνωσης
της κρατικής διοίκησης, αλλά και μορφή οργάνωσης ιδιωτικού δικαίου. Αυτό
συμβαίνει συνήθως όταν έχει προηγηθεί μία μορφή αποκρατικοποίησης. Στην
τελευταία περίπτωση γίνεται λόγος για δημόσιο τομέα, ο οποίος αποτελείται από:

Α) Οι κρατικές ή δημόσιες υπηρεσίες που εκπροσωπούνται από το νομικό σύμβουλο


του κράτους, π.χ. Υπουργείο Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων.

Β) Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, π.χ. Α.Ε.Ι.

Γ) Οι δημόσιες επιχειρήσεις, στις οποίες το κράτος διατηρεί ένα μετοχικό ποσοστό,


όπως η Δ.Ε.Η. Α.Ε.

Δ) Τα κοινωφελή ιδρύματα που χρηματοδοτούνται ή επιχορηγούνται από το δημόσιο.

Ε) Οι ανώνυμες εταιρείες συμπεριλαμβανομένων των τραπεζικών στις οποίες το


δημόσιο έχει την πλειοψηφία του μετοχικού κεφαλαίου, όπως η ΕΛ.ΤΑ. Α.Ε.

35
Στ) Τα κρατικά νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και χρηματοδοτούνται ή
επιχορηγούνται από το ελληνικό δημόσιο.

Ιβ. Παρατηρήσεις

Το δημοψήφισμα γίνεται προσωπικό όταν το αποφασίζει η εκτελεστική


εξουσία (μορφή πολιτικού καισαρισμού). Στα δημοψηφίσματα σχηματίζεται πιο
εύκολα η απάντηση του ‘όχι’, όταν ενώνονται ετερόκλητες κοινωνικά ομάδες.

Μία αρνητική (συνταγματικά) συνέπεια του αναλογικού συστήματος είναι ότι


η πλειοψηφία σχηματίζεται με διαπραγμάτευση των κομμάτων, δηλαδή ερήμην του
λαού και φαλκιδεύει τον έλεγχο της πραγματικής εξουσίας από το λαό.

Μειονέκτημα του προεδρικού συστήματος είναι ότι ο Πρόεδρος δεν έχει


πολιτική ευθύνη έναντι του αντιπροσωπευτικού συστήματος, π.χ. ο Πρόεδρος των
Η.Π.Α. έναντι του Κογκρέσου. Σε κράτη με διεθνείς εντάσεις, η σπουδαιότερη δράση
της εκτελεστικής εξουσίας (λειτουργίας) συνίσταται σε πράξεις που ο νόμος δεν
ρυθμίζει.

Ο βουλευτής τελεί σε καθεστώς ελεύθερης εντολής που σημαίνει ότι ασκεί τα


καθήκοντά του με απεριόριστο το δικαίωμα γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση (αρ.
61 παρ. 1Συντ). Η θεσμική θέση του βουλευτή διασφαλίζεται – προστατεύεται με δύο
βουλευτικές ασυλίες: το ανεύθυνο και το ακαταδίωκτο. Επομένως, στο Σύνταγμα
προστατεύεται ο βουλευτής θεσμικά ώστε να ασκεί ελεύθερα τα καθήκοντά του
(αρ.61 παρ.1 Συντ. και αρ. 62 παρ. 1 Συντ). Ωστόσο, η προστασία αυτή
σχετικοποιείται.

Ο προληπτικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων διεξάγεται και από


τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας (αρ. 42 Συντ.) μέσω της διαδικασίας της αναπομπής
πριν την έκδοση και την δημοσίευση, εντός προβλεπόμενης προθεσμίας, για προφανή
αντισυνταγματικότητα. Ωστόσο υπάρχει διχογνωμία για το αν μπορεί να ελέγξει την
έκδηλη (προφανή) αντισυνταγματικότητα. Τέλος, αναφέρονται τα χαρακτηριστικά
του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων: διάχυτος, παρεμπίπτων
και συγκεκριμένος.

36
4. Ευρωπαϊκό Δίκαιο

Πρακτικό Α: Αναλύστε το ρόλο και τον τρόπο λειτουργίας του Επιτρόπου


Διοικήσεως (Όμπουτσμαν) με σχετική αναφορά στο Γραφείο Επιτρόπου Διοικήσεως
της Κύπρου, του Συνηγόρου του Πολίτη στην Ελλάδα και του Ευρωπαίου
Διαμεσολαβητή.

Εισαγωγικές Παρατηρήσεις

Ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής (European Ombudsman)

O Επίτροπος Διοικήσεως και Προστασίας των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της


Κύπρου

Ο Συνήγορος του Πολίτη

Συμπερασματικές Παρατηρήσεις

Βιβλιογραφία

Εισαγωγικές Παρατηρήσεις

Μέσα από μια σύντομη ιστορική αναφορά, παρατηρούμε ότι ο θεσμός της
διαμεσολάβησης εμφανίζεται για πρώτη φορά το 1809 στη Σουηδία, όπου ο πρώτος
διαμεσολαβητής ή αλλιώς Ombudsman (η λέξη προέρχεται από τα Σκανδιναβικά και
σημαίνει αντιπρόσωπός, πληρεξούσιος) ενεργούσε με θεσμοθετημένες αρμοδιότητες
που απολάμβανε μέσω του Συντάγματος.27

Σε γενικές γραμμές, ο ρόλος ενός διαμεσολαβητή είναι, μέσω των ενεργειών


του, να προασπίζει τα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών όταν αυτά θίγονται από τις
αυθαιρεσίες των κρατικών αρχών. Επιπλέον, ο διαμεσολαβητής εφαρμόζει τη
νομιμότητα των διοικητικών πράξεων και διατυπώνει προτάσεις για διοικητικές
μεταρρυθμίσεις, νομοθετικές τροποποιήσεις ή και προτάσεις.

27
Αναλυτική παρουσίαση του ιστορικού πλαισίου του θεσμού στο: Τσαδήρας Αλ., «Ο Ευρωπαίος
Διαμεσολαβητής: Ιστορική Εξέλιξη του Θεσμού, Όροι Παραδεκτής Καταγγελίας και Προϋποθέσεις
Δικαιολογημένων Ερευνών», ΕΕΕυρΔ, 2:2003, σελ. 331 επ.

37
Το κύριο έργο του διαμεσολαβητή ξεκινάει κατόπιν καταγγελίας ή αναφοράς
του πολίτη και με βάση αυτή προβαίνει σε έλεγχο της διοίκησης. Δεν απουσιάζουν
βέβαια, και περιπτώσεις όπου λειτουργεί αυτεπαγγέλτως.

Ο διαμεσολαβητής είναι εξουσιοδοτημένος να εκφράζει την άποψη του με


ανεξαρτησία και ελευθερία από οποιαδήποτε μορφή εξουσίας ενώ για την επίτευξη
του έργου του έχει ελεύθερη πρόσβαση στα δημόσια έγγραφα προς διευκόλυνση της
ερευνάς του. Κύρια στοιχεία που θα πρέπει να χαρακτηρίζουν έναν διαμεσολαβητή
είναι η ταχύτητα, η ευελιξία, η αντικειμενικότητα και η δικαιοσύνη.

Με την παρούσα εργασία, θα παρουσιαστεί, εν συντομία, ο τρόπος δράσης


και οι αρμοδιότητες του θεσμού του διαμεσολαβητή σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης
γενικότερα, αλλά και σε επίπεδο κρατών – μελών και ειδικότερα στην Ελλάδα και
στην Κύπρο. Η ιδέα της διαμεσολάβησης για ζητήματα προστασίας των πολιτών, έχει
πλέον μεγάλη απήχηση και σκοπός της συγκριτικής αυτής παρουσίασης είναι να
αναδείξει τον πανευρωπαϊκό της χαρακτήρα.

Ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής (European Ombudsman)

Η ανάγκη για τη δημιουργία ενός γραφείου διαμεσολαβητή δεν προέκυψε


άμεσα για την Ευρωπαϊκή Ένωση καθότι στα πρώτα χρόνια δράσης της, οι
αρμοδιότητες της ήταν περιορισμένες και κατ΄ επέκταση ήταν περιορισμένος και ο
αριθμός των περιπτώσεων των πολιτών της Ένωσης που θίγονταν από τις πράξεις
της. Από τη δεκαετία του ’70, όμως, εμφανίστηκαν τα πρώτα αρνητικά
χαρακτηριστικά του γραφειοκρατικού μηχανισμού που σταδιακά αναπτύσσονταν
λόγω και της διεύρυνσης των κοινοτικών αρμοδιοτήτων.

Μετά από κάποιες πρώτες προσπάθειες για τη δημιουργία ενός


διαμεσολαβητικού οργάνου, ο θεσμός του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή
αναγνωρίστηκε σε πολιτικό επίπεδο από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Ρώμης τον
Δεκέμβριο του 1990. Επίσημα, ο θεσμός θεσμοθετήθηκε το 1992 με την Συνθήκη του
Μάαστριχτ, η οποία στο τότε άρθρο 21 και 195 της ΣΕΚ, ανέφερε ότι ο θεσμός του
Διαμεσολαβητή εξουσιοδοτήθηκε για « …να λαμβάνει αναφορές από κάθε πολίτη της
Ένωσης ή από κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που διαμένει ή έχει έδρα του σε κάποιο
Κράτος Μέλος και που αφορούν (οι αναφορές) περιπτώσεις κακοδιοίκησης που
απορρέουν από ενέργειες των Κοινοτικών θεσμών ή οργάνων».

38
Ο θεσμός του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή αποτέλεσε και συνέπεια της
δημιουργίας και κατοχύρωσης της Ευρωπαϊκής Ιθαγένειας που θεσπίστηκε κι αυτή με
την Συνθήκη του Μάαστριχτ. Ωστόσο, ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής, που
προτάθηκε και εντέλει συστήθηκε, έχει περιορισμένες αρμοδιότητες: αρμοδιότητα
έρευνας μόνο για υποθέσεις κακοδιοίκησης των κοινοτικών θεσμών και οργάνων.

Ο ρόλος του Διαμεσολαβητή είναι πολυσήμαντος καθότι έχει και προληπτικό


χαρακτήρα. Ειδικότερα, με τις συστάσεις και τις γνώμες που διατυπώνει και
δημοσιοποιεί, δημιουργεί τις προϋποθέσεις για 1) βελτίωση της μελλοντικής
λειτουργίας των κοινοτικών οργάνων, 2) αποσόβηση επανάληψης παρόμοιων
μορφών κακοδιοίκησης, 3) εξάπλωση της διαφανούς διοικητικής δράσης και της
παροχής έγκαιρων, εύληπτων και αιτιολογημένων απαντήσεων και γενικότερα 4)
καλλιέργεια και εμπέδωση των αρχών της χρηστής διοικητικής συμπεριφοράς.28

Ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής είναι μια ανεξάρτητη αρχή με δικό της


προϋπολογισμό και προσωπικό, με έδρα το Στρασβούργο. Την 1η Απριλίου του 2003
Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής διορίστηκε ο Νικηφόρος Διαμαντούρος ο οποίος ήταν
πρώην Έλληνας Διαμεσολαβητής στο Συνήγορο του Πολίτη.

Το νομικό πλαίσιο βάσει του οποίου λειτουργεί το γραφείο ορίζεται από τα


άρθρα 24 παρ. 3 και στο άρθρο 228 της ΣΛΕΕ.29 Επικουρικά, λεπτομέρειες του
τρόπου δράσης του Διαμεσολαβητή περιγράφονται στο καθεστώς/καταστατικό του
Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή (απόφαση 94/262 9.3.94 , ΕΕ L 113/15) και στις
Εκτελεστικές Διατάξεις, που υιοθετήθηκαν που υιοθετήθηκαν από τον
Διαμεσολαβητή τον Οκτώβριο του 1997 και ισχύουν σήμερα με τις σχετικές
τροποποιήσεις.

Το δικαίωμα αναφοράς παρέχεται κυρίως στους πολίτες της ΕΕ δηλαδή σε


όσους έχουν την υπηκοότητα ενός κράτους μέλους. Επικουρικά, δικαίωμα προσφυγής
στον Διαμεσολαβητή έχουν και μόνιμοι κάτοικοι σε κάποιο κράτος μέλος όπως
επίσης και νομικά πρόσωπα που έχουν την καταστατική τους έδρα σε κράτος μέλος.
Ειδική διάταξη αφιερώνει ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ όπου στο

28
Βρετού Β., Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής & Συνήγορος του Πολίτη: Ο Ρόλος τους στην Προστασία
του Περιβάλλοντος, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη (2008), σελ. 36
29
Το άρθρο 24 παρ. 3 αναφέρει ειδικότερα: «Κάθε πολίτης της Ένωσης δύναται να απευθύνεται στον
Διαμεσολαβητή που θεσμοθετείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 228 ΣΛΕΕ».

39
άρθρο 43 αναφέρει ότι: " κάθε πολίτης της Ένωσης ή κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο
που κατοικεί ή έχει την καταστατική του έδρα σε ένα κράτος μέλος έχει δικαίωμα να
προσφεύγει στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή, σχετικά με περιπτώσεις κακοδιοίκησης στο
πλαίσιο της δράσης των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών της
Ένωσης».30

Όσον αφορά το φάσμα αρμοδιοτήτων, ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής εξετάζει


καταγγελίες που στρέφονται αποκλειστικά κατά θεσμικών οργάνων και οργανισμών
της ΕΕ, στα πλαίσια δράσης του κατά την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου. Κατά
συνέπεια, δεν είναι αρμόδιος να εξετάζει αναφορές που στρέφονται εναντίον εθνικών
ή τοπικών αρχών των κρατών μελών, αρμοδιότητα που ανήκει στις κατά τόπου
επιτροπές των κρατών μελών.

Για να γίνει αποδεκτή μια καταγγελία από έναν πολίτη θα πρέπει αυτή να
πληροί κάποιες προϋποθέσεις. Η έγγραφη αναφορά θα πρέπει να γίνει σε μια από τις
επίσημες γλώσσες της Ένωσης, αναφέροντας τα προσωπικά στοιχεία του αιτούντα
αλλά και τα στοιχεία του οργάνου ή της υπηρεσίας κατά την οποία στρέφεται η
αναφορά.31 Επιπλέον, η καταγγελία θα πρέπει να είναι επαρκώς αιτιολογημένη ενώ
θα πρέπει να πληρούνται οι τυπικές προϋποθέσεις του παραδεκτού της, όπως αυτές
αναφέρονται και στο καταστατικό του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή.32 Κάποιες από
αυτές είναι: α) η καταγγελία να έχει υποβληθεί εντός διετίας από το χρόνο που τα
γεγονότα βάσει των οποίων έγινε η καταγγελία να περιήλθαν εις γνώση του
καταγγέλλοντα, β) δεν χρειάζεται να υπάρχει άμεση βλάβη του καταγγέλλοντος,
αρκεί να είναι προσδιορισμένος ο συντάκτης και το αντικείμενο της καταγγελίας, γ)
να υπάρχει προηγούμενη επικοινωνία με το αρμόδιο θεσμικό όργανο, δηλαδή να
υπήρξε εξάντληση των εσωτερικών μηχανισμών και δ) να μην εκκρεμεί παρόμοια
υπόθεση ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.33

30
Βρετού Β, όπ. π. υποσημ. 2, σελ. 38
31
Βρετού Β, όπ. π. υποσημ. 2, σελ. 46
32
Αναλυτική παρουσιάση των όρων του παραδεκτού στο: : Τσαδήρας Αλ., «Ο Ευρωπαίος
Διαμεσολαβητής: Ιστορική Εξέλιξη του Θεσμού, Όροι Παραδεκτής Καταγγελίας και Προϋποθέσεις
Δικαιολογημένων Ερευνών», ΕΕΕυρΔ, 2:2003, σελ. 339 επ.
33
Καταστατικό Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή:
http://www.eowebbot.europarl.europa.eu/el/resources/statute.faces

40
O Επίτροπος Διοικήσεως και Προστασίας των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της
Κύπρου

Ο θεσμός του Επιτρόπου Διοικήσεως και Προστασίας των Ανθρωπίνων


Δικαιωμάτων, λειτούργησε για πρώτη φορά το 1991, έχοντας έναν πολυδιάστατο
ρόλο. Στα πλαίσια δράσης του, αναλαμβάνει πληθώρα σημαντικών αρμοδιοτήτων
που έχουν πάντα στο επίκεντρο την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την
προστασία των ευάλωτων ομάδων από τυχόν αυθαιρεσίες του κράτους.

Το θεσμικό πλαίσιο δράσης και λειτουργίας του θεσμού είναι συγκροτημένο


από έξι όργανα, κάθε ένα επιφορτισμένο με διαφορετικές αρμοδιότητες. Αυτά είναι:
α) ο Επίτροπος Διοικήσεως,34 β) η Αρχή κατά των Διακρίσεων,35 γ) η Αρχή
Ισότητας,36 δ) ο Ανεξάρτητος Μηχανισμός Πρόληψης των Βασανιστηρίων,37 ε) η
Εθνική Ανεξάρτητη Αρχή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων,38 και, στ) η Ανεξάρτητη Αρχή
Προώθησης Δικαιωμάτων Ατόμων με Αναπηρία.39 Κάθε μια από τις
προαναφερθείσες υποεπιτροπές επιτελεί ιδιαίτερα σημαντικό έργο στον τομέα της,
προασπίζοντας τα ανθρώπινα δικαιώματα μέσα από την εφαρμογή όχι μόνο της
εσωτερικής κυπριακής νομοθεσίας αλλά και διεθνών κειμένων όπως η Οικουμενική
Διακήρυξη Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ και Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα
Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).

Η Επιτροπή δέχεται ετησίως πολύ μεγάλο αριθμό αιτήσεων για διάφορα


ζητήματα που απασχολούν τους πολίτες της Κύπρου. Στο γραφείο μπορεί να
απευθυνθεί κάποιος πολίτης εφόσον κάποια δημόσια υπηρεσία χειρίζεται κάποια
υπόθεση με τρόπο που αντίκειται στην νομοθεσία και στις αρχές του διοικητικού
δικαίου ή υπάρχει αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην διεκπεραίωση του αιτήματος.
Επίσης, το Γραφείο επιλαμβάνεται ζητημάτων όπου υπάρχει δυσμενής μεταχείριση

34
http://www.ombudsman.gov.cy/ombudsman/ombudsman.nsf/All/E3EF2C8027DCEC6EC2257C5C0
04966A1?OpenDocument
35
http://www.ombudsman.gov.cy/ombudsman/ombudsman.nsf/All/DF049D448C915D4CC2257E7E00
2EB780?OpenDocument
36
http://www.ombudsman.gov.cy/ombudsman/ombudsman.nsf/All/102093C6BB9F798BC2257E7E00
348585?OpenDocument
37
http://www.ombudsman.gov.cy/ombudsman/ombudsman.nsf/All/10E90A1F386A5DF5C2257C5C00
495A1B?OpenDocument
38
http://www.ombudsman.gov.cy/ombudsman/ombudsman.nsf/All/E92F057C638407C0C2257C5C004
96FFD?OpenDocument
39
http://www.ombudsman.gov.cy/ombudsman/ombudsman.nsf/All/E3EF2C8027DCEC6EC2257C5C0
04966A1?OpenDocument

41
λόγω φύλου, θρησκείας, χρώματος, ηλικίας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων ή όταν
παραβιάζεται κάποιο δικαίωμα λόγω αναπηρίας.40

Η διαδικασία υποβολής παραπόνου ομοιάζει σε μεγάλο βαθμό με την


αντίστοιχη διαδικασία στο Γραφείο του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή. Το παράπονο
κατατίθεται στην αρμόδιο υπηρεσία και στην συνέχεια εξετάζεται εάν το παράπονο
εμπίπτει στο πλαίσιο αρμοδιοτήτων της Επιτροπής. Στη συνέχεια, και εφόσον κριθεί
και η βασιμότητα του αιτήματος, ο Επίτροπος προχωρεί σε υποβολή έκθεσης ή σε
άλλη παρέμβαση προς την αρμόδιο αρχή, με εισηγήσεις και συστάσεις για την
αποκατάσταση της νομιμότητας και των δικαιωμάτων του αιτούντος.41

Απαραίτητη προϋπόθεση, όπως και στην περίπτωση του Ευρωπαίου


Διαμεσολαβητή, είναι το ζήτημα για το όποιο υποβλήθηκε το παράπονο, να μην
εκκρεμεί ενώπιον δικαστικής αρχής. Μπορεί, φυσικά, ο πολίτης να προσφύγει στον
Επίτροπο, εφόσον έχει εκδοθεί δικαστική απόφαση και η αρμόδια αρχή αρνείται να
την εκτελέσει.42

Κάνοντας έναν απολογισμό, ο θεσμός του Επιτρόπου Διοικήσεως ήρθε να


ενισχύσει, τον ήδη αναπτυγμένο διοικητικό και δικαστικό μηχανισμό παροχής
έννομης προστασίας. Είναι αληθές ότι η Κύπρος, ακολουθώντας και το βρετανικό
πρότυπο, είχε όλα τα εχέγγυα παροχής αποτελεσματικής δικαιοσύνης προς τους
πολίτες της και έτσι ο θεσμός του διαμεσολαβητή κρίθηκε εκ πρώτης όψεως περιττός.
Παρόλα αυτά, λόγω και της ευρωπαϊκής προοπτικής της Κύπρου, κρίθηκε σκόπιμο
να υιοθετηθεί ο θεσμός και στο νησί, έτσι ώστε να συμβαδίζει πλήρως με το
ευρωπαϊκό πρότυπο.43

Το έργο του Επιτρόπου κρίνεται ιδιαίτερα επιτυχημένο στην Κύπρο, και το


γραφείο έχει επιδείξει σημαντικό έργο. Αυτό οφείλεται και στις σημαντικά αυξημένες
αρμοδιότητες που απολαμβάνει ο Επίτροπός στο να διεξαγάγει έρευνες αλλά και να
λαμβάνει πρωτοβουλίες για τη διεξαγωγή τους.44

40
http://www.ombudsman.gov.cy/ombudsman/ombudsman.nsf/faq_gr/faq_gr?OpenDocument
41
http://www.ombudsman.gov.cy/ombudsman/ombudsman.nsf/faq_gr/faq_gr?OpenDocument
42
http://www.ombudsman.gov.cy/ombudsman/ombudsman.nsf/faq_gr/faq_gr?OpenDocument
43
Ladi St., “Policy change and soft Europeanization: The Transfer of the Ombudsman Institution to
Greece, Cyprus and Malta”, Public Administration Vol. 89, No. 4, 2011 σελ. 1653
44
ibid

42
Ο Συνήγορος του Πολίτη

Ο Συνήγορος του Πολίτη θεσπίστηκε με το ν. 2477/1997 στην αρχή και το


άρθρο 103 παρ. 9 εν συνεχεία που συνέστησε και κατοχύρωσε τον θεσμό ως
ανεξάρτητη αρχή.45 Ο θεσμός του διαμεσολαβητή μπορεί να βρει έρεισμα και στο
άρθρο 10 του Συντάγματος που διασφαλίζει την άτυπη πρόσβαση του αναφερόμενου
πολίτη στην Διοίκηση και την αξίωση ταχείας ενέργειας και αιτιολογημένης
απάντησης από την αρμόδια δημόσια υπηρεσία.

Για την αποτελεσματική λειτουργία του θεσμού, ο Συνήγορος του Πολίτη


διαθέτει ένα σύγχρονο οργανωτικό πλαίσιο που στόχο έχει να ανταποκρίνεται στους
ανάγκες των πολιτών. Έτσι, για την υποστήριξη του έργου, έχουν συγκροτηθεί έξι
επικουρικές υποεπιτροπές (κύκλοι): α) Κύκλος Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, β)
Κύκλος Κοινωνικής Προστασίας, γ) Κύκλος Ποιότητας Ζωής, δ) Κύκλος Σχέσεων
Κράτους – Πολίτη, ε) Κύκλος Δικαιωμάτων του Παιδιού και στ) Κύκλος Ισότητας
των Φύλων.46

Ο τρόπος συγκρότησης και λειτουργίας της Αρχής ορίζονται στο Ν.


3094/2003, ο οποίος αποτέλεσε την εκτελεστική πράξη εφαρμογής της επιταγής του
άρθρου 103 παρ. 9. του Συντάγματος.47 Η βασική αποστολή της Αρχής είναι η
διαμεσολάβηση μεταξύ πολιτών και δημοσίων υπηρεσιών με σκοπό την προστασία
των δικαιωμάτων των πρώτων από περιπτώσεις κακοδιοίκησης των τελευταίων.
Επιπλέον και σύμφωνα και τις τελευταίες τροποποιήσεις, ο Συνήγορος του Πολίτη
είναι ο φορέας α) παρακολούθησης και εφαρμογής της ίσης μεταχείρισης πολιτών
ασχέτως φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, β) καταπολέμησης των διακρίσεων λόγω
θρησκείας ή πεποιθήσεων, ειδικών αναγκών, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού,
ιδίως στους τομείς της εργασίας.48

Ο τρόπος δράσης της Αρχής παρουσιάζει ομοιότητες τόσο με τον Ευρωπαίο


Διαμεσολαβητή όσο και με τον αντίστοιχο θεσμό της Κύπρου. Εφόσον, λοιπόν, δεν
υπάρχει εκκρεμοδικία και πληρούνται κάποιες ελάχιστες τυπικές προϋποθέσεις, τότε

45
Τσοπόγας Μ., Κουφάκη Ι., Μαρκετάκη Κ., Μουζουράκη Π., Ο Συνήγορος του Πολίτη και η
Ενδυνάμωση της Προστασίας των δικαιωμάτων, Αθήνα: Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα (2003), σελ 9
46
http://www.synigoros.gr/?i=stp.el.organogramma
47
Το άρθρο 103 παρ.9 του Συντάγματος αναφέρει ότι: « Νόμος ορίζει τα σχετικά με τη συγκρότηση
και τις αρμοδιότητες του «Συνηγόρου του Πολίτη» που λειτουργεί ως ανεξάρτητη αρχή.
48
Βρετού Β, όπ. π. υποσημ. 2, σελ. 81

43
ο Συνήγορος του Πολίτη προχωράει στην έρευνα. Όταν ολοκληρώσει την έρευνα του
και έχει στη διάθεση του ασφαλή στοιχεία περί ύπαρξης κακοδιοίκησης, τότε
διατυπώνει νομικές κρίσεις και εισηγείται συγκεκριμένες ενέργειες προς τη διοίκηση,
προς άρση της κακοδιοίκησης και εφαρμογής της νομιμότητας, συνεκτιμώντας τα
ιδιαίτερα στοιχεία της κάθε περίπτωσης.49

Η ανεξάρτητη αρχή του Συνηγόρου του Πολίτη έχει συμβάλει στην


αποτελεσματικότερη προάσπιση των δικαιωμάτων των πολιτών στην Ελλάδα. Αυτό
επιτυγχάνεται με την ανάπτυξη διόδων επικοινωνίας και την παροχή απαραίτητων
πληροφοριών, για την όσο καλύτερη επίλυση των διαφορών.50 Ο Έλληνας Συνήγορος
του Πολίτη κινείται με επιτυχία στη διευκόλυνση της διαβούλευσης μεταξύ των
μερών. Προκειμένου να πείσει τη διοίκηση δεν καταφεύγει σε υπερβατικές
κατασκευές διοικητικής ηθικής ή φιλανθρωπίας, παρά μόνον επιχειρηματολογεί είτε
επί τη βάσει ρητών διατάξεων (όπως πχ. του Συντάγματος ή του ευρωπαϊκού και
διεθνούς δικαίου), ενίοτε υποδεικνύοντας εναλλακτικές οδούς για την ερμηνεία
αυτών, είτε επί τη βάσει γνωστών αρχών του δημοσίου δικαίου, όπως εκείνες έχουν
διαπλαστεί από τη νομολογία (χρηστή διοίκηση, αρχή της αναλογικότητα κ.ά.).51

Συμπερασματικές Παρατηρήσεις

Ο θεσμός του διαμεσολαβητή αποτελεί αναμφίβολα μια επιτυχημένη ιδέα και


για το λόγο αυτό άλλωστε γνώρισε τόση μεγάλη απήχηση. Η ταχεία εξάπλωση της
διαμεσολάβησης σε όλες σχεδόν τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί
χαρακτηριστική απόδειξη της επιτυχίας του. Μέσα από τη συγκριτική αναφορά του
θεσμού στην Ελλάδα, στην Κύπρο αλλά και σε επίπεδο Ευρωπαϊκό Ένωσης, ο
θεσμός λειτούργησε με μεγάλη επιτυχία προσαρμοζόμενος στις εκάστοτε συνθήκες.

Ο διαμεσολαβητής αποδεικνύεται ότι αποτελεί ένα πρότυπο ανεξάρτητης


αρχής, ο οποίος έχει σαν αποστολή να βοηθάει στην επίλυση διαφορών που
ανακύπτουν μεταξύ δημόσιων αρχών και πολιτών. Μέσω του σημαντικού του έργου,
λοιπόν, αποτελεί το πρώτο στήριγμα για κάθε πολίτη ο οποίος θίγεται από μια
παράνομη πράξη της δημόσιας αρχής ή σε κάθε περίπτωση από συμπεριφορά που

49
Βρετού Β, όπ. π. υποσημ. 2, σελ. 83
50
Vretou V., Environmental Problems and Ombudsman: Comparative study between European
Ombudsman and Greek Ombudsman, Saarbrucken: VDM (2011), σελ.43
51
Τσοπόγας Μ., Κουφάκη Ι., Μαρκετάκη Κ., Μουζουράκη Π.,, όπ. π. υποσημ. 19, σελ. 15

44
παρουσιάζει παθογένειες. Συνεπώς, λόγω της αποστολής του, έχει κερδίσει τη
συμπάθεια και την εμπιστοσύνη των πολιτών.52

Μέσα από την συγκριτική παρουσίαση του θεσμού σε Ευρωπαϊκή Ένωση,


Ελλάδα και Κύπρο, συμπεραίνουμε ότι ο θεσμός παρουσιάζει πολλές ομοιότητες.
Αναμφίβολα, η εύρυθμη λειτουργία του θεσμού συνδέεται και με την οργάνωση και
δομή του συστήματος στην χώρα στην οποία δρα ο διαμεσολαβητής. Τα κριτήρια
αποτελεσματικότητας και επιτυχίας του θεσμού, όπως αυτά εμφανίζονται και στις
τρεις υπό εξέταση περιπτώσεις, μπορεί να συνοψισθούν στα εξής: α) ανεξαρτησία και
αντικειμενικότητα, β) εύκολη πρόσβαση από τους πολίτες, γ) ικανοποιητικό εύρος
αρμοδιοτήτων, δ) εξουσία διενέργειας διαφόρων ειδών έρευνας, ε) ταχύτητα και στ)
πειθώ και υψηλή αποδοχή των προτάσεων και συστάσεων.

Πρακτικό Β: Ο Ανδρέας εργάζεται στην εταιρεία Paddington plc στο Λονδίνο η


οποία δραστηριοποιείται στον εργοληπτικό τομέα και ασχολείται με την ανέγερση
μιας γέφυρας στην περιοχή Paddington. Οι εξουσίες και αρμοδιότητες της εν λόγω
εταιρείας απορρέουν δυνάμει του Αγγλικού περί Κατασκευαστικών Έργων Νόμου
του 2002 (πλασματικός νόμος).

Η Οδηγία 2010/2010 επιβάλλει στα κράτη μέλη να λαμβάνουν όλα τα


απαραίτητα μέτρα για την ασφάλεια των εργαζομένων σε κατασκευαστικές
οικοδομές και επιβάλλει όπως οι εργαζόμενοι που ασχολούνται με την ανέγερση
γεφυρών να εφοδιάζονται με τα απαραίτητα εργαλεία ασφάλειας
συμπεριλαμβανομένων και καπέλων ασφαλείας (σκληρά καπέλα). Η προθεσμία
εφαρμογής της οδηγίας έχει παρέλθει και ο Αγγλικός περί Κατασκευαστικών Έργων
Νόμος του 2002 δεν έχει τροποποιηθεί. Η εν λόγω Νομοθεσία προνοεί ότι όλοι οι
εργοδότες θα πρέπει να ενημερώνουν και να διασφαλίσουν ότι όλοι οι εργαζόμενοι
στον κατασκευαστικών τομέα έχουν γνώση των κινδύνων της εργασίας τους και να
τους συμβουλέψουν να φορούν την κατάλληλη ενδυμασία.

Ένας πάσσαλος έπεσε πάνω στο κεφάλι του Ανδρέα με αποτέλεσμα να πάθει
κρανιοεγκεφαλική κάκωση και να μην μπορεί να συνεχίσει την εργασία του.
Ισχυρίζεται ότι η ζημιά προήλθε από το γεγονός ότι δεν φορούσε καπέλο ασφαλείας.
Η εταιρεία Paddington plc ισχυρίζεται ότι είχε ενημερώσει τον Ανδρέα σχετικά με

52
Βρετού Β, όπ. π. υποσημ. 2, σελ. 73

45
τους κινδύνους που περιλαμβάνει η εργασία στο χώρο του εργοταξίου και τον
συμβούλεψε όπως φοράει καπέλο ασφαλείας. Εντούτοις, η ίδια η εταιρεία δεν
προμήθευσε τον εργαζόμενο καπέλο ασφαλείας ισχυριζόμενη ότι η εθνική διάταξη
προνοεί και επιβάλλει στους εργοδότες να ενημερώνουν τους υπαλλήλους και να
παρέχουν σε αυτούς συμβουλές αναφορικά με θέματα ασφάλειας στο εργοτάξιο.

1. Καλείστε να συμβουλέψετε τον Ανδρέα ως προς τα δικαιώματά του σε σχέση


με την εταιρεία Paddington plc.

2. Πως θα απαντούσατε στο πιο πάνω ερώτημα σε περίπτωση που αντί για την
Οδηγία 2010/2010, το εν λόγω ζήτημα ρυθμιζόταν μέσω του Κανονισμού 110/2010;

3. Πώς θα απαντούσατε το πιο πάνω ερώτημα σε περίπτωση που η εταιρεία ήταν


ιδιωτική και οι εξουσίες και αρμοδιότητές της Paddington plc ήταν αποτέλεσμα
ιδιωτικής συμφωνίας χωρίς οποιοδήποτε έλεγχο του Κράτος;

Απάντηση στο πρώτο ερώτημα

Το νομικό πλαίσιο: Η οδηγία αποτελεί μια ιδιόρρυθμη κανονιστική πράξη του


κοινοτικού / ενωσιακού δικαίου. Το νομικό καθεστώς που διέπει την οδηγία
προβλέπεται στο άρθρο 288 ΙΙΙ ΣΛΕΕ, το οποίο ορίζει ότι: « Η οδηγία δεσμεύει κάθε
κράτος μέλος στο οποίο απευθύνεται, όσον αφορά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα,
αλλά αφήνει την επιλογή του τύπου και των μέσων στην αρμοδιότητα των εθνικών
αρχών».

Από την ως άνω διάταξη προκύπτουν κάποια σημαντικά συμπεράσματα.


Αρχικά, η οδηγία απευθύνεται μόνον στα κράτη μέλη, άρα όχι στα φυσικά ή νομικά
πρόσωπα. Δεν νοείται οδηγία με αποδέκτες ιδιώτες, τρίτο κράτος ή θεσμικό όργανο.
Συνεπώς, και σε αντίθεση με τον κανονισμό, από την οδηγία δεν πηγάζουν ούτε
δικαιώματα αλλά και ούτε υποχρεώσεις σε βάρος των ιδιωτών.

Επιπλέον, τα κράτη μέλη δεσμεύονται μόνο ως προς το επιδιωκόμενο


αποτέλεσμα της οδηγίας. Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη διαθέτουν τη διακριτική
ευχέρεια να επιλέξουν αυτά τον τύπο και τα μέσα για την επίτευξη του σκοπού της
οδηγίας. Παρακολούθημα του δεσμευτικού χαρακτήρα της οδηγίας είναι η εξ’ ίσου

46
δεσμευτική προθεσμία μεταφοράς της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο των κρατών
μελών.

Θεμελιώδη χαρακτηριστικά των κανονιστικών πράξεων του ενωσιακού


δικαίου είναι η άμεση ισχύς και το άμεσο αποτέλεσμα αυτών, και αφορούν στη
δυνατότητα των φυσικών ή νομικών προσώπων να επικαλούνται το δίκαιο αυτό στο
εσωτερικό των χωρών της Ένωσης. Ειδικότερα, όσον αφορά τις οδηγίες, εφόσον
αποτελούν πράξεις δεσμευτικές για τα κράτη μέλη, συνάγεται ότι έχουν, υπό
προϋποθέσεις, άμεσο αποτέλεσμα στις σχέσεις μεταξύ κράτους και ιδιωτών.

Οι προϋποθέσεις άμεσης ισχύος μιας οδηγίας υπερ των ιδιωτών είναι: α) η


οδηγία να είναι σαφής, ανεπιφύλακτη και πλήρης, δηλαδή να μην χρειάζεται μέτρα
εφαρμογής από τα κράτη μέλη, β) η οδηγία θα πρέπει να αφορά τους ιδιώτες,
προσδίδοντας σε αυτούς δικαιώματα που μπορούν να προσδιορισθούν και γ) θα
πρέπει να έχει παρέλθει η προθεσμία μεταφοράς της οδηγίας στην εσωτερική έννομη
τάξη.

Πραγματικά περιστατικά: Ο Ανδρέας εργάζεται στην εταιρία Paddington plc, η οποία


ως εργοδότρια εταιρεία, υπάγεται στην ευρύτερη έννοια του «κράτους». Πράγματι,
στην έννοια του κράτους υπάγονται και οργανισμοί, οι οποίοι ανεξαρτήτως της
νομικής τους μορφής, εξυπηρετούν δημόσια συμφέροντα και βρίσκονται υπό την
εποπτεία του δημοσίου. Συνεπώς, εφόσον οι οδηγίες, αφορούν αποκλειστικά τα
κράτη μέλη, μπορεί να γίνει επίκληση της οδηγίας 2010/2010, εις βάρος της
εταιρείας.

Επιπλέον, το κράτος μέλος παραβίασε το ευρωπαϊκό δίκαιο, καθότι δεν έλαβε,


μέσα στην προθεσμία που είχε θέσει η οδηγία, τα απαραίτητα μέτρα για την
ενσωμάτωση της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο. Αυτό θα συνέβαινε στη
συγκεκριμένη περίπτωση, με την τροποποίηση του Αγγλικού περί Κατασκευαστικών
Έργων Νόμου του 2002, στον οποίο θα έπρεπε να συμπεριληφθεί πρόβλεψη που να
επιβάλλει όπως οι εργαζόμενοι που ασχολούνται με την ανέγερση γεφυρών να
εφοδιάζονται με τα απαραίτητα εργαλεία ασφάλειας συμπεριλαμβανομένων και
καπέλων ασφαλείας (σκληρά καπέλα).

47
Οπότε, θα πρέπει γίνει έλεγχος αν η συγκεκριμένη οδηγία αναπτύσσει άμεσο
αποτέλεσμα υπέρ των ιδιωτών. Για να κριθεί αυτό θα πρέπει να πληρούνται οι τρείς
προϋποθέσεις, δηλαδή, πρώτον, να έχει παρέλθει η προθεσμία μεταφοράς της οδηγίας
στο εσωτερικό του κράτους μέλους, δεύτερον, η οδηγία να αφορά τους ιδιώτες
προσδίδοντάς τους δικαιώματα και τρίτον, η οδηγία να είναι σαφής, επαρκώς
προσδιορισμένη και χωρίς αιρέσεις ως προς την εφαρμογή της.

Από την στιγμή, λοιπόν, που η οδηγία πληροί, της παραπάνω προϋποθέσεις,
τότε ο Ανδρέας μπορεί να στραφεί απευθείας ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων της
Αγγλίας, επικαλούμενο το άμεσο αποτέλεσμα της οδηγίας. Επιπλέον, σύμφωνα με
την παγιωμένη νομολογία Francovich, θεμελιώνεται και ευθύνη του κράτους προς
αποζημίωση για ζημιές που έχει υποστεί ιδιώτης από την παράλειψη μεταφοράς της
οδηγίας. Θα πρέπει βέβαια, να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμός μεταξύ της ζημίας του
ιδιώτη και της παρανομίας του κράτους.

Συνεπώς, ο Αντρέας μπορεί υπό προϋποθέσεις, να στραφεί εναντίον της


εταιρίας Paddington plc , για μη συμμόρφωση της τελευταίας στο ευρωπαϊκό δίκαιο,
και ειδικότερα για τη μη ενσωμάτωση της οδηγίας 2010/2010 στο εσωτερικό δίκαιο.

Απάντηση στο δεύτερο ερώτημα

Ο Κανονισμός αποτελεί τη σημαντικότερη κανονιστική πράξη του ενωσιακού


δικαίου και προβλέπεται στο άρθρο 288 ΙΙ ΣΛΕΕ: « ο κανονισμός έχει γενική ισχύ.
Είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος».

Συνεπώς, ο κανονισμός έχει γενική ισχύ, περιέχει κανόνες γενικούς και


αφηρημένους και ρυθμίζει απροσδιόριστο αριθμό έννομων σχέσεων. Αποδέκτες του
είναι θεσμικά όργανα, κράτη μέλη, και φυσικά ή νομικά πρόσωπα που έχουν την
έδρα τους ή κατοικούν εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Στην υπό κρίση περίπτωση, αν αντί μέσω οδηγίας, το εν λόγω ζήτημα


ρυθμιζόταν από κανονισμό, η διαφοροποίηση θα ήταν σημαντική. Λόγω της
καθολικής δεσμευτικότητας του κανονισμού, ο τελευταίος αναπτύσσει άμεση ισχύ
και άμεσο αποτέλεσμα. Η άμεση ισχύς σημαίνει ότι ο κανονισμός αναπτύσσει
έννομες συνέπειες στο εσωτερικό των κρατών μελών απευθείας, χωρίς να απαιτείται
η υιοθέτηση μέτρων και πράξεων σε εθνικό επίπεδο. Κατά δεύτερο λόγο, η άμεση

48
ισχύς του κανονισμού σημαίνει ότι τα πρόσωπα που αντλούν από τον κανονισμό
δικαιώματα, μπορούν να τα επικαλεστούν άμεσα και ευθέως ενώπιον των εθνικών
δικαστηρίων, ενώ ο εθνικός δικαστής είναι υποχρεωμένος να αναγνωρίσει και να
προστατεύσει τα δικαιώματα αυτά.

Ο κανονισμός έχει πάντα άμεσο αποτέλεσμα. Αυτό καθιερώθηκε


νομολογιακά με την απόφαση Van Gend en Loos του 1963. Σύμφωνα, με την
απόφαση αυτή, οι ιδιώτες μπορούν να επικαλούνται δικαιώματα που απορρέουν από
τον κανονισμό άμεσα, χωρίς να προαπαιτείται η λήψη μέτρων εσωτερικού δικαίου.

Συνεπώς, ο Αντρέας θα μπορούσε να επικαλεστεί άμεσα το κανονισμό


110/2010, ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, καθότι αποτελεί κανονιστική πράξη που
γεννά άμεσα τα υποχρεώσεις και δικαίωμα ακόμη και υπέρ ιδιωτών, όπως ένας
εθνικός νόμος.

Απάντηση στο τρίτο ερώτημα

Στο πρώτο υπό κρίση ερώτημα, λαμβάνοντας ως γεγονός ότι η εταιρεία


Paddington plc, αποτελεί κρατικό οργανισμό, η οδηγία 2010/2010, θα μπορούσε να
αναπτύξει άμεσο αποτέλεσμα έναντι του κράτους, βάσει της θεωρίας του κάθετου
άμεσου αποτελέσματος, δηλαδή όταν πρόκειται για σχέσεις κράτους – ιδιώτη.

Τόσο η θεωρία όσο και η νομολογία του ευρωπαϊκού δικαίου δεν δέχεται την
αναγνώριση απευθείας άμεσων αποτελεσμάτων μιας οδηγίας σε βάρος ιδιώτη στις
σχέσεις του με άλλον ιδιώτη (άμεσο οριζόντιο αποτέλεσμα). Αυτό απορρέει από το
γεγονός ότι η οδηγία αναπτύσσει τη δεσμευτικότητά της μόνο κατά κράτους μέλους
στο οποίο και απευθύνεται. Σε διαφορετική περίπτωση, η οδηγία θα δημιουργούσε
ανεπίτρεπτα βάρη σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα.

Κατά συνέπεια, αν η εταιρεία ήταν αποκλειστικών ιδιωτικών συμφερόντων, η


υπό κρίση διαφορά θα αφορούσε σχέσεις μεταξύ ιδιωτών και όχι σχέσεις μεταξύ
κράτους και ιδιώτη. Άρα, λόγω του ανεπίτρεπτου της επίκλησης του άμεσου
οριζοντίου αποτελέσματος, ο Αντρέας δεν θα μπορούσε να επικαλεστεί την οδηγία
2010/2010.

49
Βιβλιογραφία

Τσοπόγας Μ., Κουφάκη Ι., Μαρκετάκη Κ., Μουζουράκη Π., Ο Συνήγορος του Πολίτη
και η Ενδυνάμωση της Προστασίας των δικαιωμάτων, Αθήνα: Εκδόσεις Αντ. Ν.
Σάκκουλα (2003)

Βρεττού Β., Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής & Συνήγορος του Πολίτη: Ο Ρόλος τους
στην Προστασία του Περιβάλλοντος, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη (2008)

Vretou V., Environmental Problems and Ombudsman: Comparative study between


European Ombudsman and Greek Ombudsman, Saarbrucken: VDM (2011)

Ladi St., “Policy change and soft Europeanization: The Transfer of the Ombudsman
Institution to Greece, Cyprus and Malta”, Public Administration Vol. 89, No. 4, 2011
(1643–1663)

Τσαδήρας Αλ., «Ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής: Ιστορική Εξέλιξη του Θεσμού, Όροι


Παραδεκτής Καταγγελίας και Προϋποθέσεις Δικαιολογημένων Ερευνών», ΕΕΕυρΔ,
2:2003, σελ. 331-376

Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ενοποιημένη απόδοση), 13


Δεκεμβρίου 2007, διαθέσιμη στο: http://eur-lex.europa.eu/legal-
content/EL/TXT/?uri=celex:12012E/TXT

Καταστατικό του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή, διαθέσιμό στο:


http://www.eowebbot.europarl.europa.eu/el/resources/statute.faces

Συνήγορος του Πολίτη, Επίσημη Ιστοσελίδα: http://www.synigoros.gr/

Επίτροπος Διοικήσεως και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Επίσημη Ιστοσελίδα,


http://www.ombudsman.gov.cy/

50
Πρακτικό Γ: To 2007 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υιοθέτησε τον Κανονισμό 364/2007, ο
οποίος υποχρεώνει τα Κράτη Μέλη να εκδίδουν άδειες εισαγωγής κάθε μήνα στους
εμπόρους που εισάγουν κρασιά από τρίτες χώρες εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Την 1η Φεβρουαρίου του 2010, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έκδωσε σχετική


απόφαση προς τη Γαλλία σύμφωνα με την οποία της επιτρέπει να περιορίζει την
εισαγωγή των εισαγόμενων κρασιών από την Αργεντινή μέχρι την ποσότητα των
10,000 λίτρων το μήνα και για όσους εμπόρους είχαν υποβάλει σχετικό αίτημα τον
Ιανουάριο του 2010 ζητώντας την παροχή άδειας εισαγωγής τον Φεβρουάριο του
2010.

Ο Αντρέας είναι εισαγωγέας κρασιών από την Αργεντινή στην Ευρωπαϊκή


Ένωση. Τον Ιανουάριο του 2010, έκανε αίτηση για εισαγωγή 15,000 λίτρων κρασιού
στη Γαλλία για το Φεβρουάριο του 2010. Οι Γαλλικές αρχές στις 2 Φεβρουαρίου με
απόφασή τους αποδέχτηκαν την εν λόγω εισαγωγή αλλά για μόνο 10,000 λίτρα,
παραπέμποντας τον Αντρέα στη σχετική απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

1) Πώς θα συμβουλεύατε τον Αντρέα ως προς την πρόθεση του να ξεκινήσει νομική
διαδικασία εναντίον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την απόφασή της να περιορίζει
την εισαγωγή κρασιών στα 10.000 λίτρα;

2) Πως θα απαντούσατε το πιο πάνω ερώτημα εάν οι Γαλλικές Αρχές ενημέρωναν


τον Αντρέα ότι είχαν λάβει έγκριση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να δώσουν άδεια
εισαγωγής για μόνο 10,000 λίτρα κρασιού στης εισαγωγείς κρασιών που υπέβαλαν
αίτηση για άδεια εισαγωγής το Φεβρουάριου του 2010;

Απάντηση στο πρώτο ερώτημα

Νομικό Πλαίσιο: Ο Κανονισμός αποτελεί τη σημαντικότερη πράξη του


δευτερογενούς δικαίου. Έχει γενική ισχύ, είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη στα
οποία απευθύνεται και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος. Ο κανονισμός
αντικαθιστά άμεσα το εθνικό δίκαιο με ευρωπαϊκό δίκαιο και αποτελεί ένα από τα
αποτελεσματικότερα νομικά εργαλεία των θεσμικών οργάνων της Ένωσης.

51
Στα πλαίσια αποτελεσματικότερης εφαρμογής ενός κανονισμού, η Επιτροπή
μπορεί να εκδώσει αποφάσεις, που έχουν συμπληρωματικό χαρακτήρα. Προβλέπεται
ρητά από το άρθρο 288 παρ. 4 της ΣΛΕΕ το οποίο ορίζει ότι: « Η απόφαση είναι
δεσμευτική ως προς όλα τα μέρη της. Όταν ορίζει αποδέκτες, είναι δεσμευτική μόνο
για αυτούς ». Επρόκειτο για μια κοινοτική πράξη, η οποία ρυθμίζει ατομικές
καταστάσεις και η οποία έχει αποδέκτες τόσο τα κράτη μέλη όσο και τα φυσικά ή
νομικά πρόσωπα. Σύμφωνα με το παραπάνω άρθρο, η απόφαση είναι δεσμευτική
μόνο για τους αποδέκτες τους οποίους ορίζει ρητά.

Οι αποφάσεις που απευθύνονται σε έναν ή περισσότερους ιδιώτες


αντιμετωπίζονται όπως η κλασσική ατομική διοικητική πράξη των εθνικών δικαίων:
ρυθμίζει μεμονωμένες καταστάσεις και πρέπει κανονικά να κατονομάζει τους
αποδέκτες της ή, αν δεν συμβαίνει αυτό, οι αποδέκτες να προκύπτουν εύκολα και
χωρίς αμφιβολίες από το περιεχόμενό της. Επίσης, εάν η απόφαση απευθύνεται σε
ένα κράτος μέλος είναι πιθανό να αναπτύσσει συνέπειες και για τους διοικούμενους
στο εσωτερικό του κράτους μέλους.

Τέλος, οι αποφάσεις μπορούν να αναπτύσσουν άμεσο αποτέλεσμα, όπως


ακριβώς και οι κανονισμοί, με την προϋπόθεση να αναφέρουν ένα κράτος μέλος της
Ένωσης ως αποδέκτη. Σε αυτή την περίπτωση, σύμφωνα και με την πάγια νομολογία,
αναπτύσσουν μόνο κάθετο άμεσο αποτέλεσμα, δηλαδή αναφορικά με τις σχέσεις
κράτους με ιδιώτες.

Πραγματικά περιστατικά: Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στο υπό κρίση ζήτημα,


εξέδωσε την απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2010, δυνάμει του Κανονισμού
364/2007. Η συγκεκριμένη απόφαση, έχει συμπληρωματικό χαρακτήρα του
Κανονισμού, καθότι προβλέπει ειδικότερες ρυθμίσεις σχετικά με το αντικείμενο του
Κανονισμού που είναι ο έλεγχος των εισαγωγών κρασιών από τρίτες χώρες προς την
Ευρωπαϊκή Ένωση. Ειδικότερα, η απόφαση της 1ης Φεβρουάριου, έχει ως άμεσο
αποδέκτη τη Γαλλία και κατ’ επέκταση του διοικούμενους στο εσωτερικό του
κράτους μέλους αυτού. Συνεπώς, η εφαρμογή της αποφάσεως επεκτείνεται και στον
Αντρέα ως εισαγωγέα κρασιών από τη Γαλλία. Μάλιστα, η απόφαση αυτή, ως
κανονιστική πράξη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αναπτύσσει άμεσα αποτελέσματα,
τόσο για τη Γαλλία όσο και για τον Αντρέα ως διοικούμενου και αποδέκτη της
αποφάσεως.

52
Ο Αντρέας, λοιπόν, συνιστά αποδέκτη της αποφάσεως και έχει υπό
προϋποθέσεις, τη δυνατότητα να στραφεί κατά της Επιτροπής, εφόσον θίγονται
έννομα συμφέροντά του από το κανονιστικό περιεχόμενο της υπό εξέταση
αποφάσεως. Το ευρωπαϊκό δίκαιο προβλέπει για τους ιδιώτες το ένδικο μέσο της
Προσφυγής Ακυρώσεως του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

Καταρχήν όλες οι πράξεις του δευτερογενούς δικαίου, όπως και η υπό


εξέταση απόφαση απολαμβάνουν το τεκμήριο της νομιμότητας. Με την προσφυγή
όμως του άρθρου 263 δίνεται η ευκαιρία σε όποιον έχει συμφέρον να εξαφανίσει την
κανονιστική πράξη από τον νομικό κόσμο και να επιτύχει την αναδρομική ακύρωσή
της. Συνεπώς, ο Αντρέας έχει τη δυνατότητα να ασκήσει το δικαίωμα της προσφυγής
ακυρώσεως κατά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Ο Αντρέας, ως ιδιώτης, κατατάσσεται στους μη προνομιούχους διαδίκους του


άρθρου 263 παρ. 4 ΣΛΕΕ. Το παραπάνω δικαίωμα για να ασκηθεί παραδεκτά θα
πρέπει να πληροί κάποιες προϋποθέσεις που αφορούν τους μη προνομιούχους
διαδίκους. Θα πρέπει ο Αντρέας να αποδείξει, αρχικά, ότι έχει έννομο συμφέρον,
δηλαδή να δικαιολογήσει την ανάγκη έννομης προστασίας από το Δικαστήριο της
ΕΕ. Έπειτα θα πρέπει να είναι ο ίδιος αποδέκτης της πράξεως, κάτι που ισχύει κατά
κανόνα στις αποφάσεις, όπως η υπό εξέταση. Τελευταία προϋπόθεση είναι η πράξη
να θίγει τον ενδιαφερόμενο άμεσα και ατομικά, που σημαίνει ότι η πράξη θα πρέπει
να αφορά συγκεκριμένο και προσδιορισμένο κύκλο προσώπων.

Εφόσον, λοιπόν, συρρέουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις, ο Αντρέας μπορεί να


ασκήσει την προσφυγή ακύρωσης της αποφάσεως κατά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Απάντηση στο δεύτερο ερώτημα

Για την απάντηση του ανωτέρω ζητήματος, κρίσιμο είναι να εξεταστεί το


χρονικό εκείνο σημείο κατά το οποίο μια πράξη της Ένωσης, αναπτύσσει έννομα
αποτελέσματα προς τους αποδέκτες της. Εν ονόματι της ασφάλειας του δικαίου, που
αποτελεί θεμελίωση αρχή του ευρωπαϊκού δικαίου, οι ενδιαφερόμενοι θα πρέπει να
γνωρίζουν εγκαίρως και με ακρίβεια τα δικαιώματα που απολαμβάνουν και τις
υποχρεώσεις που τους επιβάλλονται από τις πράξεις των θεσμικών οργάνων της
Ένωσης. Την συγκεκριμένη επιταγή εξυπηρετεί, σε πρώτη φάση, η υποχρέωση
δημοσίευσης όλων των κανονιστικών πράξεων.

53
Για τις αποφάσεις, απαιτείται, πέραν της δημοσιεύσεως και ένα επιπρόσθετο
στοιχείο, που είναι η κοινοποίησή της στους αποδέκτες της. Οι αποφάσεις έχουν
χαρακτήρα διοικητικής πράξεως, καθότι αφορούν συγκεκριμένο αριθμό προσώπων,
προσδιορισμένων με αυστηρά κριτήρια, και συνεπώς, η εφαρμογή της εξαρτάται από
την κοινοποίησή της στον ή στους αποδέκτες που ορίζει.

Συνεπώς, εφόσον οι αρχές δεν είχαν κοινοποιήσει εγκαίρως την απόφαση


στον Αντρέα, ως όφειλαν, αυτή δεν αναπτύσσει τις έννομες συνέπειες της στον
Αντρέα. Άρα, ο Αντρέας, παρότι συνιστά αποδέκτη της αποφάσεως δεν δεσμεύεται
από αυτήν λόγω της μη κοινοποίησης προς αυτόν της αποφάσεως από τις Γαλλικές
Αρχές.

54
5. Εργατικό Ατομικό Δίκαιο

Θεωρία

Το εργατικό δίκαιο έχει ως επίκεντρο την εξαρτημένη εργασία. Έχουμε


διαφοροποιήσεις από τη σύμβαση ανεξαρτήτων εργασιών και από τη σύμβαση έργου.
Στις ανεξάρτητες υπηρεσίες ο προσφέρων την εργασία διατηρεί ένα δικαίωμα
πρωτοβουλίας για τον τόπο, τρόπο χρόνο και δεν ελέγχεται για το αποτέλεσμα της
εργασίας (εμπορικός αντιπρόσωπος, διαχειριστής ξένης περιουσίας κ.λπ.).

Στη σύμβαση έργου τα συμβαλλόμενα μέρη στοχεύουν σ ένα αποτέλεσμα και


δε δίνεται μισθός αλλά αμοιβή. Π.χ. το ίδιο επάγγελμα μπορεί να είναι εξαρτημένη
εργασία η σύμβαση ανεξάρτητων εργασιών. Εάν αυτός ο εργαζόμενος πολιτικός
μηχανικός προσληφτεί προκειμένου να παρέχει εργασία κατά τρόπο μόνιμο στις
εγκαταστάσεις της εταιρείας με βάση συγκεκριμένο ωράριο και μάλιστα ελέγχεται
από τον εργοδότη του, αν τότε έχουμε σύμβαση εργασίας ανεξάρτητων εργασιών.
Αν αυτός ο εργαζόμενος προσληφτεί προκειμένου όποτε παρίσταται ανάγκη να
παρέχει κάποιες υπηρεσίες τότε έχουμε σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών.

55
6. Εμβάθυνση Δημοσίου Δικαίου

Σχολιασμός Απόφασης 3802/2014 του Συμβουλίου της Επικρατείας

1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Η απόφαση 3802/2014 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας


εντάσσεται συστηματικά στην νομολογία σχετικά με τα ζητήματα
αντισυνταγματικότητας που εγείρει η θέσπιση και εφαρμογή των επονομαζόμενων
«μνημονιακών» μέτρων, τα οποία εισήχθησαν στην εθνική έννομη τάξη ενόψει της
τρέχουσας δημοσιονομικής και οικονομικής κρίσης. Στη σχολιαζόμενη απόφαση, η
Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου ήρθε αντιμέτωπη με ένα θέμα με
ιδιαιτέρως σοβαρές κοινωνικές προεκτάσεις: αυτό της συνταγματικότητας
κανονιστικήςρύθμισης που καθιερώνει την υποχρεωτική χρήση των γενόσημων
φαρμάκων.

Σύμφωνα με τον ορισμό που δίδεται από την Πανελλήνια Ένωση


Φαρμακοβιομηχανίας, «τα γενόσημα είναι φάρμακα παρόμοια με τα πρωτότυπα,
περιέχοντας την ίδια δραστική ουσία, γεγονός που συνεπάγεται και παρόμοια
θεραπευτικά αποτελέσματα. […] Χρησιμοποιούνται ευρέως από τα συστήματα υγείας σε
όλο τον κόσμο, ως αποτελεσματικές εναλλακτικές λύσεις έναντι των ακριβότερων
πρωτότυπων φαρμάκων»53. Οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες έχουν εισάγει
συστήματα συνταγογράφησης που ευνοούν ή επιβάλλουν την χρήση γενόσημων
φαρμάκων με στόχο την ορθολογική χρήση των φαρμάκων και τον έλεγχο της
φαρμακευτικής δαπάνης. Ωστόσο, αρκετοί είναι αυτοί που τάσσονται κατά της
χρήσης των γενοσήμων φαρμάκων, υποστηρίζοντας ότι αυτά υστερούν ποιοτικά σε
σύγκριση με τα πρωτότυπα φάρμακα και ότι η υποχρεωτική τους χρήση παραβιάζει
μια σειρά από θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα.

2. Το νομικό πλαίσιο της υπό κρίση υπόθεσης

Σύμφωνα με την Οδηγία 2001/83/ΕΚ περί Κοινοτικού Κώδικα για τα


Φάρμακα, η οποία αποτελεί το κύριο ενωσιακό νομοθέτημα για την παραγωγή και
κυκλοφορία φαρμάκων εντός της Ένωσης και τις σχετικές ρυθμίσεις μεταφοράς της

53
Ορισμός διαθέσιμος στην ιστοσελίδα http://www.pef.gr/farmaka/genosima/ (ημερομηνία
προσπέλασης: 26.01.2017)

56
στο εσωτερικό μας δίκαιο, για την κυκλοφορία στην ελληνική αγορά οποιουδήποτε
φαρμάκου, πρωτότυπου ή γενόσημου, απαιτείται προηγούμενη άδεια κυκλοφορίας, η
οποία εκδίδεται από τον Ελληνικό Οργανισμό Φαρμάκων (Ε.Ο.Φ.). Για την έκδοση
της εν λόγω άδειας, είναι απαραίτητη η προσκόμιση σειράς δικαιολογητικών που
πιστοποιούν την ορθή παραγωγή, την ποιότητα και την ασφάλεια των φαρμάκων. Για
τα πρωτότυπα φάρμακα αναφοράς που δημιουργούνται κατόπιν ερευνών και μελετών
των φαρμακοβιομηχανιών προβλέπεται καταρχήν μια δεκαετής περίοδος
αποκλειστικής κυκλοφορίας, μετά την εκπνοή της οποίας μπορούν να
κυκλοφορήσουν στην αγορά γενόσημα φάρμακα, τα οποία ναι μεν μπορεί να
διαφέρουν σε ονομασία, εμφάνιση και συσκευασία από τα πρωτότυπα φάρμακα
αναφοράς, αλλά έχουν με αυτά την ίδια ποιοτική και ποσοτική σύνθεση σε δραστικές
ουσίες, την ίδια φαρμακοτεχνική μορφή και αποδεδειγμένη βιοϊσοδυναμία.

Για την έκδοση της άδειας κυκλοφορίας ενός γενόσημου φαρμάκου πρέπει να
υποβληθούν στον Ε.Ο.Φ. όλα τα δικαιολογητικά τεκμηρίωσης που απαιτούνται και
για την άδεια κυκλοφορίας ενός πρωτότυπου φαρμάκου, εκτός από τα αποτελέσματα
κλινικών και προκλινικών μελετών, τα οποία έχουν εξεταστεί στο πλαίσιο χορήγησης
της άδειας κυκλοφορίας του αντίστοιχου πρωτότυπου φαρμάκου.

Με άλλα λόγια, για την έγκριση ενός γενόσημου φαρμάκου, εφόσον ο


ενδιαφερόμενος είναι σε θέση να αποδείξει όμοια χημική σύνθεση με πρωτότυπο
φάρμακο αναφοράς που ήδη κυκλοφορεί, μπορεί να επικαλεστεί τα αποτελέσματα
των κλινικών μελετών που πραγματοποιήθηκαν για τη χορήγηση της άδειας
κυκλοφορίας του πρωτότυπου φαρμάκου, πετυχαίνοντας έτσι πιο γρήγορη είσοδο
στην αγορά, αλλά και πιο χαμηλό κόστος, αφού αποφεύγει τη διενέργεια κλινικών
μελετών.

Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, ο Ε.Ο.Φ. διατηρεί τη δυνατότητα να διενεργεί


ελέγχους και επαληθεύσεις σχετικά με τις πρώτες ύλες του φαρμάκου και τα στοιχεία
που υποβάλλει ο ενδιαφερόμενος τόσο πριν από την έγκριση της κυκλοφορίας του
γενόσημου φαρμάκου, όσο και μετά από αυτήν.

Με σκοπό τη βελτίωση των μηχανισμών τιμολόγησης και κοστολόγησης στον


τομέα της υγείας, την περιστολή των δαπανών στον τομέα της υγείας αλλά και την
βιωσιμότητα των φορέων κοινωνικής ασφάλισης, ο Ν. 3845/2010 «Μέτρα για την

57
εφαρμογή του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας από τα κράτη - μέλη
της ζώνης του ευρώ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο» (Α' 65/6.5.2010)προέβλεψε
τη δημιουργία ενός συστήματος για τη διαχείριση των φαρμάκων, το οποίο θα
ευνοούσε τη χρήση των γενόσημων φαρμάκων- αντιγράφων.

Κατ’ εξουσιοδότηση του ως άνω νόμου, εκδόθηκε η υπ’ αριθ.


ΕΜΠ4/17.11.2012 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής
Αλληλεγγύης, η οποία εισήγαγε, αφενός, την υποχρέωση των γιατρών να
συνταγογραφούν πλέον με βάση τη δραστική ουσία ενός φαρμάκου και όχι την
εμπορική του ονομασία και, αφετέρου, τη συνακόλουθη υποχρέωση των
φαρμακοποιών που εκτελούν τις εν λόγω συνταγές να χορηγούν το φθηνότερο
διαθέσιμο στην ελληνική αγορά φάρμακο της συγκεκριμένης δραστικής ουσίας. Σε
περίπτωση δε που ένας ασφαλισμένος επιλέξει να πάρει κάποιο ακριβότερο φάρμακο
της ίδιας δραστικής ουσίας, αυτός θα επιβαρύνεται οικονομικά εκτός από τη
συμμετοχή του (εφόσον αυτή υφίσταται) και με τη διαφορά στην τιμή. Τέλος,
παρεκκλίσεις από τον κανόνα της υποχρεωτικής συνταγογράφησης με βάση την
δραστική ουσία δικαιολογούνται για όλως συγκεκριμένες περιπτώσεις φαρμάκων ή
ασθενειών και υπό την προϋπόθεση τήρησης συγκεκριμένων ποσοτικών ορίων.

3. Οι προβαλλόμενοι λόγοι ακύρωσης και η εκτίμηση του Δικαστηρίου

Ο Ιατρικός Σύλλογος Αθηνών άσκησε αίτηση ακύρωσης κατά της ως άνω


Υπουργικής Απόφασης, προβάλλοντας σειρά λόγων ακύρωσης. Ειδικότερα,
υποστήριξε ότι η θέσπιση του κανόνα της υποχρεωτικής συνταγογράφησης με βάση
τη δραστική ουσία του φαρμάκου συνιστά ανεπίτρεπτη και δυσανάλογη επέμβαση
του νομοθέτη στο επιστημονικό έργο των ιατρών, «με μοναδικό γνώμονα και στόχο το
φθηνό φάρμακο», η οποία αντίκειται στο άρθρο 21 παρ. 3 του Συντάγματος που
καθιερώνει το δικαίωμα στην υγεία, καθώς και στον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη
και τις διατάξεις του άρθρου 168 ΣΛΕΕ54.

Επιπρόσθετα, ισχυρίστηκε ότι ο εν λόγω κανόνας περιορίζει την


επαγγελματική και επιστημονική ελευθερία των ιατρών να επιλέγουν και να
συνταγογραφούν το πλέον ενδεδειγμένο κατά την κρίση τους φάρμακο για κάθε

54
Στο άρθρο 168 ΣΛΕΕ ορίζεται ότι «Κατά τον καθορισμό και την εφαρμογή όλων των πολιτικών και
δράσεων της Ένωσης, εξασφαλίζεται υψηλού επιπέδου προστασία της υγείας του ανθρώπου».

58
ασθενή τους και έρχεται σε αντίθεση με τις διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 1 του
Συντάγματος αλλά και τον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας. Τέλος, σύμφωνα με τους
ισχυρισμούς του αιτούντος Συλλόγου, οι επίμαχες ρυθμίσεις εξομοιώνουν
ανεπίτρεπτα τους γιατρούς με τους φαρμακοποιούς, κατά παράβαση του άρθρου 4
του Συντάγματος, καθώς μετακυλύουν ουσιαστικά την ευθύνη επιλογής του
φαρμάκου από τον γιατρό στον φαρμακοποιό (ή ακόμα και στον ίδιο τον ασθενή).

Σε σχέση με τον πρώτο ισχυρισμό του αιτούντος Συλλόγου, το Δικαστήριο


έκρινε ότι οι επίμαχες ρυθμίσεις δεν έρχονται σε αντίθεση με τα άρθρα 21 παρ. 3 και
22 παρ. 5 του Συντάγματος που δημιουργούν ευθεία υποχρέωση του Κράτους και των
Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης για την προστασία της υγείας των πολιτών και
την παροχή υπηρεσιών υγείας υψηλού επιπέδου.

Ειδικότερα, επεσήμανε ότι η παραγωγή και η κυκλοφορία των γενόσημων


φαρμάκων περιβάλλεται από εγγυήσεις ασφάλειας ανάλογες με εκείνες που ισχύουν
για τα πρωτότυπα φάρμακα αναφοράς, ενώ τόνισε ότι η ασφάλεια και η
αποτελεσματικότητά τους αποτελούν αντικείμενο συνεχούς παρακολούθησης από τις
αρμόδιες αρχές, καθώς και το ότι σε κάθε περίπτωση υφίσταται η δυνατότητα
διοικητικής και δικαστικής προσβολής ατομικών πράξεων που αφορούν τη
κυκλοφορία συγκεκριμένου φαρμάκου. Σε σχέση δε με την φερόμενη παραβίαση του
άρθρου 168 ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι, αφενός, το ενωσιακό δίκαιο δεν
αναιρεί την αρμοδιότητα των κρατών μελών να εισάγουν ρυθμίσεις σχετικά με την
κατανάλωση φαρμακευτικών προϊόντων και τη διαφύλαξη της οικονομικής
ισορροπίας των εθνικών συστημάτων ασφάλισης υγείας, αφετέρου δε, ότι η έννοια
και η διαδικασία αδειοδότησης των γενόσημων φαρμάκων αναγνωρίζονται και από
τον ενωσιακό νομοθέτη.

Αναφορικά με την προβαλλόμενη παραβίαση του άρθρου 5 παρ. 1 του


Συντάγματος, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι η υποχρεωτική
συνταγογράφηση με βάση τη δραστική ουσία ναι μεν συνιστά επέμβαση στον τόπο
άσκησης του ιατρικού επαγγέλματος, αλλά η επέμβαση αυτή εξυπηρετεί σκοπό
δημοσίου συμφέροντος, ο οποίος έγκειται στη διασφάλιση των πόρων των
Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης και του βέλτιστου ελέγχου των δαπανών
υγειονομικής περίθαλψης. Στη συνέχεια, το Δικαστήριο εφάρμοσε την αρχή της
αναλογικότητας ως κριτήριο επιτρεπτών περιορισμών του δικαιώματος της

59
επαγγελματικής ελευθερίας των ιατρών, καταλήγοντας ότι η επέμβαση που επιφέρει
η επίμαχη ρύθμιση δεν υπερβαίνει προδήλως το αναγκαίο μέτρο, καθώς και ότι η
καταλληλότητα και η προσφορότητά της δεν αναιρείται από το γεγονός ότι ο σκοπός
του ελέγχου της φαρμακευτικής δαπάνης εξυπηρετείται και από άλλες ρυθμίσεις που
έχουν εισαχθεί(όπως π.χ. η ηλεκτρονική συνταγογράφηση).

Τέλος, το Δικαστήριο απέρριψε και τον λόγο ακύρωσης του αιτούντος


Συλλόγου περί παραβίασης του άρθρου 4 του Συντάγματος, κρίνοντας ότι με την
υποχρέωσή του να χορηγεί το φθηνότερο διαθέσιμο γενόσημο φάρμακο, ο
φαρμακοποιός δεν μεταβάλλει το περιεχόμενο της ιατρικής συνταγής, η οποία
εξακολουθεί να προσδιορίζει κατά τρόπο αποκλειστικό τη δραστική ουσία την
ενδεδειγμένη φαρμακοτεχνική μορφή και περιεκτικότηταπου είναι κατάλληλη για την
αντιμετώπιση της πάθησης του κάθε ασθενούς.

4. Καταληκτικές παρατηρήσεις

Με τη σχολιαζόμενη απόφαση το Συμβούλιο της Επικρατείας αποφάνθηκε ότι


το μέτρο της υποχρεωτικής συνταγογράφησης με βάση τη δραστική ουσία και όχι την
εμπορική επωνυμία του φαρμάκου και, άρα, των φθηνότερων γενόσημων φαρμάκων
δεν προσκρούει στις διατάξεις του Συντάγματος και του ενωσιακού δικαίου.
Ακολουθώντας την πάγια νομολογία του, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι ο
εξορθολογισμός των δαπανών του συστήματος υγείας και η διασφάλιση των πόρων
των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης αποτελούν αναγνωρισμένη πτυχή του
ευρύτερου σκοπού της κρατικής μέριμνας για την υγεία των πολιτών και την
κοινωνική ασφάλισης, καθώς και ότι συνιστούν σκοπούς δημοσίου συμφέροντος που
μπορούν να δικαιολογήσουν περιορισμούς στην επαγγελματική (και επιστημονική)
ελευθερία των ιατρών να επιλέγουν συγκεκριμένα φάρμακα για την θεραπεία των
ασθενών τους.

Βαρύνουσα επίδραση στη διαμόρφωση της δικαστικής κρίσης είχε το γεγονός


ότι το επίμαχο σύστημα δεν συνεπάγεται τη συνταγογράφηση ακατάλληλων
φαρμάκων ή φαρμάκων κατώτερης ποιότητας, αλλά αποσκοπεί στη συνταγογράφηση
φαρμάκων που περιέχουν την ενδεδειγμένη δραστική ουσία για την αντιμετώπιση της
πάθησης του ασθενούς, και ταυτόχρονα παρουσιάζουν το πλεονέκτημα της, κατά
κανόνα, χαμηλότερης τιμής από τα πρωτότυπα φάρμακα αναφοράς, επιτρέποντας

60
έτσι τη κάλυψη της δαπάνης χορήγησής τους σε μεγαλύτερο ποσοστό από τους
οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης.

Πράγματι, όπως προκύπτει και από την εκτεταμένη παράθεση της σχετικής
εθνικής και ενωσιακής νομοθεσίας στην οποία προέβη η σχολιαζόμενη απόφαση, η
αδειοδότηση της κυκλοφορίας γενόσημων φαρμάκων υπόκειται ακριβώς στις ίδιες
διατυπώσεις που απαιτούνται για τα πρωτότυπα φάρμακα αναφοράς: και στις δύο
περιπτώσεις επιβάλλεται η συνεχής παρακολούθηση για ενδεχόμενες ανεπιθύμητες
ενέργειες, προβλέπονται μετεγκριτικοί έλεγχοι και εφαρμόζεται σύστημα
φαρμακοεπαγρύπνησης, που παρακολουθεί την ασφάλεια των εγκεκριμένων
φαρμάκων και εντοπίζει οποιαδήποτε αλλαγή της σχέσης κινδύνου-οφέλους.Η δε
εξαίρεση των γενόσημων φαρμάκων από την υποβολή των αποτελεσμάτων κλινικών
δοκιμών για τη χορήγηση της άδειας κυκλοφορίας αντισταθμίζεται από την
υποχρέωση απόδειξης της βιοϊσοδυναμίας με το πρωτότυπο αδειοδοτημένο φάρμακο.

Ως εκ τούτου, ορθά το Συμβούλιο της Επικρατείας δεν προέβη σε κρίση περί


ποιοτικής διαφοροποίησης μεταξύ πρωτότυπων και γενόσημων φαρμάκων και εξίσου
ορθά κατέληξε ότι η προσβαλλόμενη κανονιστική ρύθμιση δεν αντίκειται ούτε στο
δικαίωμα στην υγεία, ούτε και περιορίζει κατά τρόπο δυσανάλογο την επαγγελματική
και επιστημονική ελευθερία των γιατρών.

Μάλιστα, στο σημείο αυτό, αξίζει να αναφερθούμε στην ειδικότερη γνώμη


του Προέδρου Κ. Μενουδάκου και των Συμβούλων Α. Χριστοφορίδου και Ε.
Κουσιουρή, βάση της οποίας δεν τίθεται καν ζήτημα παραβίασης του άρθρου 5 παρ.
1 του Συντάγματος, καθώς οι επίδικες ρυθμίσεις εντάσσονται στο ευρύτερο πλέγμα
των κανόνων του συστήματος της κρατικής υγειονομικής και ασφαλιστικής κάλυψης
και δεν συνδέονται, άμεσα ή έμμεσα, με την ελευθερία επιλογής και άσκησης
ορισμένου επαγγέλματος.

61
7. Εκκλησιαστικό Δίκαιο

Το καθεστώς των λεγομένων Νέων Χωρών στο ελληνικό εκκλησιαστικό δίκαιο

Στις 25 Ιουλίου1833 επικυρώθηκε από το Βασιλιά Όθωνα τό Βασιλικό


Διάταγμα με τον τίτλο «Διακήρυξις περί της Ανεξαρτησίας της Εκκλησίας της
Ελλάδος» και διορίστηκε η πρώτη πενταμελής Διαρκής Σύνοδος Ιεραρχών. Η
«Διακήρυξις» αυτή αποτέλεσε στην πράξη και τον πρώτο Καταστατικό Χάρτη της
Εκκλησίας της Ελλάδος, με βάση τις διατάξεις του οποίου αυτή διοικήθηκε
ουσιαστικά από την Πολιτεία μέχρι το 1852. Η μονομερής ενέργεια της Πολιτείας να
προχωρήσει στην ανακήρυξη του αυτοκεφάλου εξόργισε το Οικουμενικό
Πατριαρχείο, το οποίο διέκοψε την κανονική κοινωνία με την ελλαδική εκκλησία,
χωρίς όμως και να την κηρύξει σχισματική. Για κάποιους η αυτοκεφαλία ήταν
αναγκαία για την Εκκλησία τη Ελλάδος, προκειμένου να απαλλαγεί διοικητικά από
το ευρισκόμενο εντός της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και ενδεχομένως ελεγχόμενο
από αυτήν Οικουμενικό Πατριαρχείο, για άλλους αντίθετα ήταν τέχνασμα του
Μάουρερ για να την θέσει υπό τον έλεγχό του και απαρχή της «κρατικοποίησής» της.

Μετά την Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1844 η Εθνοσυνέλευση


επικύρωσε τον Καταστατικό Χάρτη με ελάχιστες αλλαγές. Στα 1850 οι ιεράρχες της
ελλαδικής εκκλησίας απευθύνουν επιστολή προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο
ζητώντας την ανακήρυξη αυτοκεφαλίας. Έτσι στις 29 Ιουνίου1850 το Οικουμενικό
Πατριαρχείο εξέδωσε τον Συνοδικό Τόμο (απόφαση) ανακήρυξης, μην
αναγνωρίζοντας το διάστημα των ετών 1833-1850 ως κανονικό χρόνο αυτοκέφαλης
διοίκησης.

Την πολιτική ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα το 1864 ακολούθησε και
εκκλησιαστική ένωση σύμφωνα με τον Τόμο που εξέδωσε το Οικουμενικό
Πατριαρχείο. Το ίδιο συνέβη με τις Μητροπόλεις της Θεσσαλίας και ενός τμήματος
της Ηπείρου όταν απελευθερώθηκαν στα 1882.

Το 1834 ανακηρύσσεται η αυτοκεφαλία της Εκκλησίας της Ελλάδος


.Δημιουργείται η ‘Ιερά Σύνοδος του Βασιλείου της Ελλάδος’. Στις 29 Ιουνίου 1850
εκδίδεται ο Συνοδικός Τόμος από την Μεγάλη και Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού
Πατριαρχείου που αναγνωρίζει την αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος. Έτσι,
αποδέχεται το «Βασίλειον της Ελλάδος» στον Τόμο του αυτοκέφαλου (1850) με την

62
έννοια του έθνους-επαρχίας του 34ου αποστολικού κανόνος: «ωρίσαμεν [...] δια
του παρόντος Συνοδικού Τόμου, ίνα η εν τω Βασιλείω της Ελλάδος Ορθόδοξος
Εκκλησία [...] υπάρχη του λοιπού κανονικώς αυτοκέφαλος...».

Το 1866 με Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη προσαρτώνται στην Εκκλησία


της Ελλάδος οι Μητροπόλεις των Ιονίων Νήσων που είχαν προσαρτηθεί στο
Βασίλειο της Ελλάδος το 1864. Το 1882 ακολουθεί έκδοση της Πατριαρχικής και
Συνοδικής Πράξης. Με αυτό το κείμενο αναγνωρίζεται η αυτοκεφαλία της Εκκλησίας
της Ελλάδος από τον Οικουμενικό Θρόνο και ταυτόχρονα παραχωρούνται στην
Εκκλησία της Ελλάδος οι Μητροπόλεις των περιοχών της Θεσσαλίας και της Άρτας
που μόλις προσαρτήθηκαν στο Βασίλειο της Ελλάδος (1881).

Παρατηρούμε ότι το ελλαδικό κράτος προσαρτά περιοχές και αυτομάτως


γεννάται το πρόβλημα της χειραφέτησης των αντίστοιχων εκκλησιαστικών επαρχιών
από τον Οικουμενικό Θρόνο και της προσάρτησης τους στην αυτοκέφαλη Εκκλησία
της Ελλάδος. Με την λήξη των βαλκανικών πολέμων (1912-1913) προσαρτώνται οι
περιοχές της Μακεδονίας, της Ηπείρου, των Νήσων του Βορείου Αιγαίου Πελάγους
και της Κρήτης στο ελλαδικό κράτος. Με την λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου
προσαρτάται στο ελλαδικό κράτος η περιοχή της Θράκης και με την λήξη του Β΄
Παγκοσμίου Πολέμου προσαρτάται η Δωδεκάνησος. Πολλοί Ιεράρχες των Νέων
Χωρών της Βορείου Ελλάδος ετάχθησαν με την Κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης.

Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους στην Ελλάδα διαμορφώθηκαν δύο


εκκλησιαστικές διοικήσεις. Μία της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος και μία
των Επαρχιών του Οικουμενικού Θρόνου στις νεοαπελευθερωθείσες περιοχές με
κύριο μοχλό διοίκησης τη Σύνοδο Ιεραρχών υπό τον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης
Γεννάδιο Αλεξιάδη.

Ο Βενιζέλος σχεδίαζε την απόσπαση των Νέων Χωρών από το Οικουμενικό


Πατριαρχείο. Μελετήθηκε μάλιστα η δημιουργία ανεξάρτητης –αυτοκέφαλης–
Εκκλησίας από τα αποσπώμενα τμήματα του Ελληνικού Βασιλείου!

Μετά την Μικρασιατική καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών, το


1922, εφάνηκαν τάσεις αυτονομήσεως των Νέων Χωρών από το Οικουμενικό
Πατριαρχείο και την Εκκλησία της Ελλάδος.

63
Στις 4 Σεπτεμβρίου 1928 εκδίδεται Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη με την
οποία το Οικουμενικό Πατριαρχείο αναθέτει ‘επιτροπικώς’ την διοίκηση των
εκκλησιαστικών επαρχιών της Μακεδονίας, της Ηπείρου (πλην της Άρτας), της
Θράκης και των Νήσων του Βορείου Αιγαίου Πελάγους στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία
.της Ελλάδος υπό 10 όρους. Η ισότιμη συμμετοχή των Ιεραρχών των επαρχιών αυτών
του Οικουμενικού Θρόνου στα όργανα διοικήσεως της Εκκλησίας της Ελλάδος. Η
μνημόνευση από τους Αρχιερείς των ‘Νέων Χωρών’ του ονόματος του Οικουμενικού
Πατριάρχη. Η υποβολή κατ’ έτος εκθέσεων προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η
απαγόρευση των αρχιερατικών μεταθέσεων. Το δικαίωμα του εκκλήτου των
Ιεραρχών των ‘Νέων Χωρών’ ενώπιον του Οικουμενικού Πατριάρχη. Η διατήρηση
απαραμείωτων των δικαιωμάτων του Οικουμενικού Πατριάρχη επί των
Πατριαρχικών και Σταυρωπηγιακών Μονών που βρίσκονται στην Ελλάδα. Η
μεγαλύτερη ως τώρα κρίση ξέσπασε την άνοιξη του 2004, με αφορμή την εκλογή των
νέων Μητροπολιτών Θεσσαλονίκης, Σερβίων&Κοζάνης και Ελευθερουπόλεως. Κατά
τη διαδικασία της εκλογής, ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, ακολουθώντας τη
διαμορφωθείσα από τους προκατόχους του τακτική, δεν απέστειλε στο Οικουμενικό
Πατριαρχείο τον κατάλογο των εκλογίμων, όπως προβλεπόταν από την Πατριαρχική
Πράξη του 1928.

Το Πατριαρχείο συγκάλεσε Μείζονα, Ενδημούσα Σύνοδο, η οποία αποφάσισε


τη διακοπή της κοινωνίας των Αρχιερέων του Οικουμενικού Θρόνου με τον
Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο. Τελικά, μετά από αμοιβαίες υποχωρήσεις, οι
νεοεκλεγέντες Μητροπολίτες αναγνωρίστηκαν και νέα Μείζων, Ενδημούσα Σύνοδος
ήρε την ακοινωνησία με τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και αποκατέστησε τη
μνημόνευση του ονόματός του στα δίπτυχα της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως.

Την τύχη των Μητροπόλεων των λεγομένων ‘Νέων Χωρών’ δεν ακολούθησε
η Κρήτη και η Δωδεκάνησος. Δημιουργούνται ιδιαίτερα εκκλησιαστικά καθεστώτα γι
αυτές τις περιοχές που έρχονται να προστεθούν στο ιδιαίτερο εκκλησιαστικό
καθεστώς του Αγίου όρους. Η Εκκλησία της Κρήτης (ημιαυτόνομη Εκκλησία). Οι έξι
εκκλησιαστικές επαρχίες της Δωδεκανήσου που εξαρτώνται άμεσα πνευματικά και
διοικητικά από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας της
Εκκλησίας της Ελλάδος (Ι.Σ.Ι) συγκροτείται από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών ως

64
πρόεδρο και εκ πάντων των διαποιμαινόντων Μητροπόλεις Αρχιερέων (συνεπώς και
αυτών των λεγομένων Νέων Χωρών).

Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος (Δ.Ι.Σ.) ως διαρκές


διοικητικό όργανο απαρτίζεται από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών ως πρόεδρο και εκ
περιτροπής από έξι Μητροπολίτες της αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος και από
έξι Μητροπολίτες των λεγομένων Νέων Χωρών.

Στις 24/09/2014 ο Οικουμενικός Πατριάρχης δήλωσε: «Δεν θα επιτρέψουμε


σε κανέναν να αμφισβητήσει τα από αιώνων απαράγραπτα δικαιώματα του
Οικουμενικού θρόνου επί των εν λόγω Μητροπόλεων που αποτελούν την ενδοχώρα
αυτού, ειδικά μετά την απογύμνωση του από τις επαρχίες της Αν. Θράκης και της Μ.
Ασίας» συμπλήρωσε ο ίδιος, ξεκαθαρίζοντας μάλιστα δεν «δεν αντιδικούμε με
κανέναν, αλλά δεν πρόκειται να απεμπολίσουμε τα δικαιώματα της Εκκλησίας από τη
Θράκη, την αιματοβαμμένη και ελληνική Μακεδονία, την υψηλόφρονη Ήπειρο και
τα νησιά, γιατί το αντίθετο θα ήταν προδοσία στην πίστη, στην ιστορία και στο γένος.
Ας σεβαστούμε όλοι τη Μητέρα Εκκλησία».

65
8. Διοικητικό και Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο

Νομολογία

Άρθρο 4 ν. 2479/1997, περί του Συμβουλίου της Επικρατείας και τακτικών


διοικητικών δικαστηρίων

1.α. Οι προθεσμίες για την άσκηση των ενδίκων βοηθημάτων και μέσων
ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας αναστέλλονται για το χρονικό
διάστημα από 1ης έως 31ης Αυγούστου. Δεν θίγεται η ισχύουσα νομοθεσία που
αφορά τις προθεσμίες του Δημοσίου και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης.

915/2012: ΣΤΕ (Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Αναίρεση. Νομιμοποίηση του


υπογράφοντος δικηγόρου. Προσκόμιση ανεπικύρωτου αντιγράφου ειδικού
συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου και πρόσκληση του δικηγόρου να συμπληρώσει
την νομιμοποίησή του. Μετά την προσκόμιση επικυρωμένου αντιγράφου, είναι
νόμιμη παράσταση του αναιρεσείοντα. Πότε ασκείται παραδεκτά η αναίρεση κατά το
άρθρο 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ. 1 του
ν. 3900/2010. Ο προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος, διότι δεν
τίθεται νομικό ζήτημα. Απορρίπτεται η αναίρεση (επικυρώνει την υπ΄ αριθμ.
153/2011 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πατρών).

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 5 Μαΐου 2011, με την εξής σύνθεση: Γ.
Σταυρόπουλος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Γ΄ Τμήματος, Ν. Μαρκουλάκης, Μ.
Βηλαράς, Μ. Σταματελάτου, Δ. Μακρής, Σύμβουλοι, Μ. Σταματοπούλου, Ευ.
Τζιράκη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Δ. Τετράδη.

Για να δικάσει την από 14 Μαρτίου 2011 αίτηση:

του .............. ........................ ..., κατοίκου..................., υποψηφίου Δημοτικού


Συμβούλου της Δημοτικής Κοινότητας ..... Διαμερίσματος ............, κατά τις εκλογές
της 7ης και 14ης Νοεμβρίου 2010 με το συνδυασμό «............ ..................... τώρα για
την ............», ο οποίος παρέστη με το δικηγόρο Αγγ. Στεργιόπουλο (Α.Μ. 633 Δ.Σ.
Πατρών), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,

66
κατά του ................. ..................., κατοίκου Πατρών (.............. .................. ...),
υποψηφίου Δημοτικού Συμβούλου της Δημοτικής κοινότητας 1ου Διαμερίσματος
.............. κατά τις εκλογές της 7ης και 14ης Νοεμβρίου 2010 με το συνδυασμό
«................ Τώρα για την ....................», ο οποίος δεν παρέστη.

Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 153/2011


απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πατρών. Η εκδίκαση άρχισε με την
ανάγνωση της εκθέσεως, της Εισηγήτριας, Παρέδρου Μ. Σταματοπούλου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αναιρεσείοντος, ο οποίος
ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να
γίνει δεκτή η αίτηση. Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε
διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης καταβλήθηκε το προβλεπόμενο


στον νόμο παράβολο (1167524-5, 2822642/2011 γραμμάτια παραβόλου Δημοσίου).

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 153/2011 απόφασης του
Διοικητικού Πρωτοδικείου Πατρών, με την οποία έγινε δεκτή ένσταση του ήδη
αναιρεσιβλήτου και τροποποιήθηκε η 767/2010 απόφαση του Πολυμελούς
Πρωτοδικείου Πατρών, κατά το μέρος που αφορά την κατανομή των εδρών του
Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου ............., στις Δημοτικές Κοινότητες του 1ου και
του 3ου Διαμερίσματος ....................... και την ανακήρυξη τακτικών και
αναπληρωματικών συμβούλων του επιτυχόντος συνδυασμού, με βάση τα
αποτελέσματα που προέκυψαν από τις επαναληπτικές δημοτικές εκλογές της 14ης
Νοεμβρίου 2010.

3. Επειδή, νομίμως συζητήθηκε η κρινόμενη αίτηση, παρά την απουσία του


αναιρεσιβλήτου στο ακροατήριο, εφόσον, όπως προκύπτει από την από 20.4.2011
έκθεση επίδοσης, που βρίσκεται στον φάκελο της υπόθεσης, ο αναιρεσείων προέβη
στην κατά το άρθρο 21 παρ. 4 του π.δ. 18/1989 (Α’ 8) [όπως η εν λόγω παράγραφος
ισχύει, αφότου τροποποιήθηκε με το άρθρο 8 του ν. 2944/2001, Α’ 222 και 30 παρ. 2
του ν. 3772/ 2009, Α’ 112] κοινοποίηση προς τον αναιρεσίβλητο.
67
4. Επειδή, με το άρθρο 32 παρ. 2 του ν. 3772/2009 (Α’ 112) προστέθηκαν στο άρθρο
33 του π.δ. 18/1989 (Α’ 8) οι παράγραφοι 3 και 4, στις οποίες ορίζονται τα εξής: «3.
Αν υπάρχουν τυπικές ελλείψεις, ο προεδρεύων της συνθέσεως ή ο εισηγητής καλεί,
και μετά την συζήτηση, τον πληρεξούσιο δικηγόρο να τις καλύψει, τάσσοντας εύλογη
κατά την κρίση του προθεσμία. 4. Η πρόσκληση της προηγούμενης παραγράφου
γίνεται τηλεφωνικώς από τον γραμματέα, ο οποίος βεβαιώνει με σημείωση στο
εσωτερικό του φακέλου της δικογραφίας τον χρόνο ειδοποίησης, τα ζητούμενα
στοιχεία και την προθεσμία…». Οι ως άνω διατάξεις «…εφαρμόζονται και επί
ελλείψεων ή ανάγκης συμπληρώσεως ή επί αμφιβολιών ως προς την νομιμοποίηση
του πληρεξουσίου …» (άρθρο 27 παρ. 3 π.δ. 18/1989, όπως αντικαταστάθηκε με το
άρθρο 32 παρ. 1 του ν. 3772/2009). Στην προκειμένη περίπτωση, κατά την συζήτηση
της υπόθεσης, ο υπογράφων το δικόγραφο της κρινόμενης αίτησης δικηγόρος
Πατρών.............. ......................, εμφανίσθηκε στο ακροατήριο και ζήτησε από τον
Πρόεδρο προθεσμία προκειμένου να νομιμοποιηθεί. Εντός της προθεσμίας που του
χορηγήθηκε προς τούτο, ο ως άνω δικηγόρος προσκόμισε το 2355/5.5.2011 ειδικό
πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Πατρών Μαρίας Αμαριωτάκη, πλην όμως,
ανεπικύρωτο, το οποίο δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη διότι δεν φέρει βεβαίωση
περί της ακρίβειάς του από αρμόδιο προς τούτο πρόσωπο, κατά τα άρθρα 40 του
π.δ. 18/1989 (Α’ 8) και 449 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (πρβλ. ΣτΕ
1396/2010, 2293, 228/2006). Εν όψει αυτού και βάσει των διατάξεων που
προαναφέρθηκαν, κλήθηκε από την Γραμματεία του Δικαστηρίου να
συμπληρώσει την νομιμοποίησή του. Δεδομένου ότι εντός της ταχθείσας
προθεσμίας (ήτοι, έως 30.5.2011) ο προαναφερθείς δικηγόρος προσκόμισε το ως
άνω πληρεξούσιο σε επικυρωμένο αντίγραφο, η παράσταση του αναιρεσείοντος
υπήρξε νόμιμη.

5. Επειδή, στο άρθρο 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989 (Α’ 8), όπως αντικαταστάθηκε με το
άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α’ 213), η ισχύς του οποίου άρχισε την 1.1.2011,
ορίζεται ότι: «Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον
διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο
ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση
της προσβαλλομένης αποφάσεως προς την νομολογία του Συμβουλίου της
Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση
διοικητικού δικαστηρίου». Κατά την έννοια της ως άνω διάταξης, η αίτηση

68
αναιρέσεως ασκείται παραδεκτώς μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με
συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο, είτε ότι δεν
υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας επί συγκεκριμένου νομικού
ζητήματος, δηλ. επί ζητήματος ερμηνείας διατάξεως νόμου ή γενικής αρχής του
ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, η οποία είναι κρίσιμη για την επίλυση της
ενώπιον του Δικαστηρίου αγομένης διαφοράς είτε ότι οι παραδοχές της
αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως επί συγκεκριμένου νομικού ζητήματος, η επίλυση
του οποίου ήταν αναγκαία για την διάγνωση της οικείας υποθέσεως, έρχονται σε
αντίθεση προς παγιωμένη ή πάντως μη ανατραπείσα νομολογία επί του αυτού
νομικού ζητήματος και υπό τους αυτούς όρους αναγκαιότητας για τη διάγνωση των
σχετικών υποθέσεων ενός τουλάχιστον εκ των τριών ανωτάτων δικαστηρίων (Σ.τ.Ε.,
Α.Π., Ελ.Σ.) ή του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση
διοικητικού δικαστηρίου. Στη δεύτερη αυτή περίπτωση, οι αποφάσεις προς τις οποίες
προβάλλεται αντίθεση θα πρέπει να μνημονεύονται ειδικώς, το δε υπ’ αυτών κριθέν
νομικό ζήτημα θα πρέπει να ήταν ουσιώδες για την επίλυση των ενώπιον των
δικαστηρίων εκείνων αχθεισών διαφορών (ΣτΕ 2302/2011 7μ., 2587/2011).

6. Επειδή, από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση και τον φάκελο της δικογραφίας
προκύπτουν τα εξής: το δικάσαν Διοικητικό Πρωτοδικείο δέχθηκε τους ισχυρισμούς
του αναιρεσιβλήτου, ο οποίος είχε αναδειχθεί αρχικά αναπληρωματικός δημοτικός
σύμβουλος με τον επιτυχόντα συνδυασμό «............ ............. Τώρα για την Πάτρα»
και, κατ’ εφαρμογή του πλέγματος των διατάξεων των άρθρων 7, 32, 33 και 34 του ν.
3852/2010, προέβη σε κατανομή των εδρών του δημοτικού συμβουλίου του Δήμου
..........., εις τρόπον ώστε α)να αφαιρεθεί μία έδρα, που είχε διατεθεί υπέρ του
συνδυασμού «................ ................ .....» στην Δημοτική Κοινότητα του 1ου
Διαμερίσματος Πατρέων, και να διατεθεί αυτή στον εν λόγω συνδυασμό στην
Δημοτική Κοινότητα του 3ου Διαμερίσματος, β)να αφαιρεθεί μία έδρα (η 5η), που
είχε διατεθεί υπέρ του συνδυασμού «............. ................... Τώρα για την Πάτρα» στην
Δημοτική Κοινότητα του 3ου Διαμερίσματος - όπου είχε αναδειχθεί τακτικός
δημοτικός σύμβουλος ο ήδη αναιρεσείων -, και να διατεθεί αυτή στον εν λόγω
συνδυασμό στην Δημοτική Κοινότητα του 1ου Διαμερίσματος, με αποτέλεσμα ο
αναιρεσίβλητος να ανακηρυχθεί τακτικός δημοτικός σύμβουλος.

7. Επειδή, στην κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, αφού, πρώτα, παρατίθενται οι


69
διατάξεις των άρθρων 31, 32, 33, 34, 36, 37 και 38 του ν. 3852/2010, ο αναιρεσείων
προβάλλει, στη συνέχεια, ότι «βάσει των σταυρών προτίμησης, κατετάγην και
εκλέχθηκα ορθώς ως τακτικός δημοτικός σύμβουλος στην εκλογική περιφέρεια του
ανατολικού τομέα του Δήμου ....................., και ούτω λανθασμένα η
αναιρεσιβαλλομένη ακύρωσε την υπ’ αριθμ. 767/2011 απόφαση του Μονομελούς
Πρωτοδικείου Πατρών, έτσι ώστε… να μην κατατάσσομαι σε εκλόγιμη θέση…». Με
αυτό το περιεχόμενο, ο προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως
απαράδεκτος, διότι δεν τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου νομικό ζήτημα ως προς το
οποίο συντρέχουν οι δικονομικές προϋποθέσεις παραδεκτού που τάσσει η
προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 53 παρ. 3 του π.δ. 18/89, όπως
αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010. Εξάλλου, απορριπτέα ως
απαράδεκτα είναι και τα προβαλλόμενα με το από 7.5.2011 υπόμνημα του
αναιρεσείοντος.

8. Επειδή, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως είναι


απορριπτέα στο σύνολό της.

Διάταύτα

Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.


Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου. Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα την 1η
Ιουνίου 2011

Ο Πρόεδρος του Γ΄ Τμήματος Η Γραμματέας Γ. Σταυρόπουλος Δ. Τετράδη

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 8ης Μαρτίου 2012.

Ο Προεδρεύων Σύμβουλος Ο Γραμματέας Μ. Βηλαράς Ν. Βασιλόπουλος

70
1697/2013 ΣΤΕ
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του ΣτΕ και μη
νομιμοποίηση του δικηγόρου του αιτούντος για λόγους ανωτέρας βίας. Προθεσμία
υποβολής αίτησης επανασυζητήσεως της υποθέσεως. Εξουσίες του δικαστικού
σχηματισμού που επελήφθη της αρχικής αιτήσεως, σε περίπτωση που υποβληθεί
αίτηση επανασυζητήσεως πριν από την έκδοση οριστικής αποφάσεως. Το άρθρο 21
του π.δ. 18/1989, που δεν προβλέπει κοινοποίηση στον αιτούντα ή στον πληρεξούσιο
δικηγόρο του αντιγράφου της αιτήσεως ακυρώσεως και της πράξεως περί ορισμού
εισηγητού και δικασίμου, ούτε και σε περίπτωση αναβολής της υποθέσεως, δεν
αντίκειται στο Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ. Η μη ματαίωση της συζήτησης της
υποθέσεως της αιτούσας, λόγω της αναστολής των εργασιών του ΣτΕ, εξαιτίας των
επαναληπτικών δημοτικών και περιφερειακών εκλογών, δεν συνιστά λόγο ανωτέρας
βίας, που εμπόδισε τον πληρεξούσιο δικηγόρο της να νομιμοποιηθεί και δεν
δικαιολογείται παρέκταση της προθεσμίας για την άσκηση αίτησης επανασυζήτησης.
Παραπομπή της υπόθεσης στην επταμελή σύνθεση.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 22 Μαρτίου 2012, με την εξής
σύνθεση: Μ. Βηλαράς, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση
του Προέδρου του Τμήματος και της αναπληρώτριας Προέδρου, που είχαν κώλυμα,
Δ. Μακρής, Μ. Πικραμένος, Σύμβουλοι, Δ. Βανδώρος, Ε. Τζιράκη, Πάρεδροι.
Γραμματέας ο Ν. Βασιλόπουλος.

Α. Για να δικάσει την από 7 Φεβρουαρίου 2011 αίτηση επανασυζητήσεως: της


....................................., κατοίκου Αθηνών (..........................), η οποία παρέστη με
τους δικηγόρους Β. Παπαστεργίου (Α.Μ. 19533) και Ν. Κωσταντόπουλο (Α.Μ.
6557), που τους διόρισε με πληρεξούσιο,

κατά των: 1) Τεχνολογικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος (ΤΕΙ) Αθήνας, το οποίο


παρέστη με τη δικηγόρο Β. Καραφυλλίδου (Α.Μ. 14065), που την διόρισε με
απόφασή του ο Πρόεδρός του και 2) Υπουργού Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και
Θρησκευμάτων, ο οποίος παρέστη με το Γ. Σινάνη, Πάρεδρο του Νομικού

71
Συμβουλίου του Κράτους,

και κατά της παρεμβαίνουσας ..............., κατοίκου Παπάγου Αττικής (........), η οποία
δεν παρέστη.

Με την αίτηση αυτή η αιτούσα επιδιώκει να ακυρωθούν: α) η υπ’ αριθμ.


Φε.1/1975/2.3.2004 απόφαση του Προέδρου του Τεχνολογικού Εκπαιδευτικού
Ιδρύματος Αθήνας, β) το από 17.2.2004 πρακτικό του οικείου εκλεκτορικού
σώματος, γ) το υπ’ αριθμ. 37/15.10.2003 πρακτικό του Συμβουλίου του Τ.Ε.Ι.
Αθήνας και δ) η υπ’ αριθμ. Φ.12/116578/Ε5/19.11.2003 απόφαση του Υφυπουργού
Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της
Διοικήσεως.

Β. Για να δικάσει την από 5 Μαΐου 2004 αίτηση: της ........................................,


κατοίκου Αθηνών (.......................), η οποία παρέστη με τους δικηγόρους Β.
Παπαστεργίου (Α.Μ. 19533) και Ν. Κωσταντόπουλο (Α.Μ. 6557), που τους διόρισε
με πληρεξούσιο,

κατά των: 1) Τεχνολογικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος (ΤΕΙ) Αθήνας, το οποίο


παρέστη με τη δικηγόρο Β. Καραφυλλίδου (Α.Μ. 14065), που την διόρισε με
απόφασή του ο Πρόεδρός του και 2) Υπουργού Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και
Θρησκευμάτων, ο οποίος παρέστη με το Γ. Σινάνη, Πάρεδρο του Νομικού
Συμβουλίου του Κράτους,

και κατά της παρεμβαίνουσας ...................., κατοίκου Παπάγου Αττικής (................


...), η οποία δεν παρέστη.

Με την αίτηση αυτή η αιτούσα επιδιώκει να ακυρωθούν: α) η υπ’ αριθμ.


Φε.1/1975/2.3.2004 απόφαση του Προέδρου του Τεχνολογικού Εκπαιδευτικού
Ιδρύματος Αθήνας, β) το από 17.2.2004 πρακτικό του οικείου εκλεκτορικού
σώματος, γ) το υπ’ αριθμ. 37/15.10.2003 πρακτικό του Συμβουλίου του Τ.Ε.Ι.
Αθήνας και δ) η υπ’ αριθμ. Φ.12/116578/Ε5/19.11.2003 απόφαση του Υφυπουργού
Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της
Διοικήσεως.
72
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Ε.
Τζιράκη.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τους πληρεξούσιους της αιτούσας, οι οποίοι


ανέπτυξαν και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους της αιτήσεως
επανασυζητήσεως και ζήτησαν να γίνει δεκτή η αίτηση, τον πληρεξούσιο του
Ιδρύματος και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψη της
αιτήσεως επανασυζητήσεως και της αιτήσεως ακυρώσεως.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του


δικαστηρίου κ α ι

ΑφούμελέτησετασχετικάέγγραφαΣκέφθηκεκατάτοΝόμο

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο
παράβολο (υπ’ αριθμ. 2866078, 1133121/11.2.2011 ειδικά έντυπα παραβόλου, σειράς
Α’).

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται, κατ’ επίκληση του άρθρου 27 παρ. 5 του
π.δ.18/1989, η επανασυζήτηση της από 5.5.2004 αιτήσεως ακυρώσεως που είχε
ασκήσει η αιτούσα κατά α) της υπ’ αριθμ. Φε.1/1975/2.3.2004 αποφάσεως του
Προέδρου του Τεχνολογικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος (Τ.Ε.Ι.) Αθήνας, με την οποία
διορίσθηκε σε κενή οργανική θέση Εκπαιδευτικού Προσωπικού (Ε.Π.) στο Τ.Ε.Ι.
Αθήνας, στη βαθμίδα του Αναπληρωτή Καθηγητή, με γνωστικό αντικείμενο
«Βιβλιοθηκονομικές Εφαρμογές Η/Υ-Εισαγωγή στις Πηγές Πληροφόρησης Ξένες-
Προσυνδυασμένη Θεματική Ευρετηρίαση», η παρεμβαίνουσα, κατά παράλειψη της
αιτούσας, β) του από 17.2.2004 πρακτικού του οικείου εκλεκτορικού σώματος, γ) του
υπ’ αριθμ. 37/15.10.2003 πρακτικού του Συμβουλίου του Τ.Ε.Ι. Αθήνας και δ) της
υπ’ αριθμ. Φ.12/116578/Ε5/19.11.2003 αποφάσεως του Υφυπουργού Εθνικής
Παιδείας και Θρησκευμάτων και η οποία (αίτηση ακυρώσεως) παραπέμφθηκε στο
Συμβούλιο της Επικρατείας, λόγω αρμοδιότητας, με την υπ’ αριθμ. 1613/2006
απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

3. Επειδή, νομίμως συζητείται η υπόθεση και απολιπομένης της παρεμβαίνουσας,


73
δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από το από 6.4.2011 αποδεικτικό επιδόσεως της
δικαστικής επιμελήτριας του Συμβουλίου της Επικρατείας Μαρίνας Σταυροπούλου,
αντίγραφα της πράξεως του Προέδρου περί ορισμού δικασίμου και εισηγητή και της
αιτήσεως επανασυζητήσεως κοινοποιήθηκαν στον υπογράφοντα το δικόγραφο της
παρέμβασης δικηγόρο, Γεώργιο Βουλγαράκη.

4. Επειδή, στις διατάξεις του άρθρου 27 παρ. 5 του π.δ. 18/1989 (φ. Α΄ 8), όπως η
παράγραφος αυτή προστέθηκε με το άρθρο 4 παρ. 2 περ. β΄ του ν. 2479/1997 (φ. Α΄
67), προβλέπεται ότι: «Αν από λόγους ανώτερης βίας εμποδίσθηκε η νομιμοποίηση
του πληρεξουσίου δικηγόρου, δύναται να υποβληθεί αίτηση επανασυζητήσεως της
υποθέσεως που κατατίθεται στον αρμόδιο γραμματέα πριν από την έκδοση της
αποφάσεως και μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δέκα (10) ημερών από τη συζήτηση
της υποθέσεως. Η αίτηση, η οποία πρέπει να περιέχει με σαφήνεια τους
προβαλλόμενους λόγους, δικάζεται από το οικείο Τμήμα καλουμένων αμφοτέρων
των διαδίκων προ είκοσι (20) ημερών. Σε περίπτωση παραδοχής της αιτήσεως η
υπόθεση εκδικάζεται εν συνεχεία επί της ουσίας από το ίδιο Τμήμα».

5. Επειδή, με τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 27 παρ. 5 του π.δ. 18/1989
καθιερώνεται ως ειδικό ένδικο βοήθημα, εξαιρετικού χαρακτήρα, η αίτηση
επανασυζητήσεως υποθέσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Η αίτηση
αυτή ασκείται με την κατάθεση αυτοτελούς δικογράφου στη Γραμματεία του
Δικαστηρίου εντός αποκλειστικής προθεσμίας δέκα (10) ημερών από τη συζήτηση
της υποθέσεως και, πάντως, πριν από την έκδοση της αποφάσεως, σε περίπτωση που
από λόγο ανωτέρας βίας, ο οποίος συνέτρεξε είτε στο πρόσωπο του πληρεξούσιου
δικηγόρου είτε στο πρόσωπο του ίδιου του διαδίκου, εμποδίσθηκε η νομιμοποίηση με
κάποιο νόμιμο τρόπο του πληρεξουσίου δικηγόρου του αιτούντος, ο οποίος, ως εκ
τούτου, ήταν δικονομικώς απών, κατά την επ΄ ακροατηρίου συζήτηση της υποθέσεως
(ΣτΕ 1513-1514/2005, 2145/2011). Περαιτέρω, κατ΄ εξαίρεση από τις ίδιες ως άνω
διατάξεις του άρθρου 27 παρ. 5 του π.δ. 18/1989, ερμηνευόμενες σύμφωνα προς το
άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος και ενόψει του σκοπού στον οποίο απέβλεψε ο
νομοθέτης με τη θέσπισή τους, εάν η συνδρομή λόγου ανωτέρας βίας που εμπόδισε
τη νομιμοποίηση του πληρεξουσίου δικηγόρου παρατείνεται πέραν του δεκαημέρου
από την επ΄ ακροατηρίου συζήτηση της υποθέσεως, η αίτηση επανασυζητήσεως της
υποθέσεως πρέπει να υποβληθεί στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αμέσως μετά την
74
άρση του γεγονότος της ανωτέρας βίας, άλλως απορρίπτεται ως εκπρόθεσμη (βλ. ΣτΕ
1513-1514/2005, 2311/2009, 2145/2011, βλ. επίσης ΣτΕ 5930/1995, 2266/2002,
3450/2004, 485/2008, 3909/2009, 2902/2011). Κατά την έννοια, εξάλλου, των
ανωτέρω διατάξεων του άρθρου 27 παρ. 5 του π.δ. 18/1989, σε περίπτωση που
υποβληθεί αίτηση επανασυζητήσεως μετά τη συζήτηση της υποθέσεως και πριν από
την έκδοση οριστικής αποφάσεως, ο επιληφθείς της αρχικής αιτήσεως δικαστικός
σχηματισμός εκδίδει απόφαση, με την οποία, αφού διαπιστώσει την μη νομιμοποίηση
του πληρεξουσίου δικηγόρου του αιτούντος και την κατάθεση της αιτήσεως
επανασυζητήσεως, απέχει, κατά τα λοιπά, από την περαιτέρω εκδίκαση της αιτήσεως.
Στη συνέχεια, ο σχηματισμός που δικάζει την αίτηση επανασυζητήσεως, εάν μεν
κρίνει βάσιμο τον λόγο ανωτέρας βίας, που προβάλλεται με την αίτηση
επανασυζητήσεως, δέχεται την αίτηση αυτή και δικάζει περαιτέρω την υπόθεση,
εκδίδοντας οριστική απόφαση, εάν δε απορρίψει την αίτηση επανασυζητήσεως,
απορρίπτει την αρχική αίτηση, ως απαράδεκτη, δεσμευόμενος, κατά τούτο, από τη
διαπίστωση του αρχικώς επιληφθέντος σχηματισμού περί μη νομιμοποιήσεως του
πληρεξουσίου δικηγόρου του αιτούντος. Τέλος, κατά την έννοια των ίδιων ως άνω
διατάξεων, σε περίπτωση που υποβληθεί μεν αίτηση επανασυζητήσεως πριν από την
έκδοση οριστικής αποφάσεως και εντός της προβλεπόμενης από τις διατάξεις αυτές
δεκαήμερης προθεσμίας, η αίτηση, όμως, αυτή δεν περιέλθει σε γνώση του
δικαστικού σχηματισμού που επελήφθη της αρχικής αιτήσεως, με συνέπεια να
εκδοθεί οριστική απόφαση, απορρίπτουσα την εν λόγω αρχική αίτηση, λόγω μη
νομιμοποιήσεως του υπογράφοντος αυτή δικηγόρου, ο σχηματισμός που
επιλαμβάνεται της αιτήσεως επανασυζητήσεως, εάν μεν κρίνει βάσιμο τον
προβαλλόμενο λόγο ανωτέρας βίας, δέχεται την αίτηση αυτή, εξαφανίζει την
εκδοθείσα απόφαση και δικάζει στη συνέχεια την αρχική αίτηση ακυρώσεως, η οποία
θεωρείται, στην περίπτωση αυτή, ότι επανυπεβλήθη με την αίτηση επανασυζητήσεως,
εάν δε τον κρίνει αβάσιμο, απορρίπτει την αίτηση επανασυζητήσεως (ΣτΕ 174/2010,
4017/2011, 622, 883/2012, βλ. επίσης ΣτΕ 879/2005).

6. Επειδή, κατά γενική αρχή του δικαίου, ανωτέρα βία, συνεπαγόμενη την αναστολή
των προβλεπόμενων από τον νόμο ανατρεπτικών προθεσμιών για όσο χρόνο αυτή
διαρκεί, συνιστά κάθε γεγονός απρόβλεπτο, το οποίο στην συγκεκριμένη περίπτωση
δεν μπορούσε να αποτραπεί ούτε με άκρα σύνεση και επιμέλεια, συνεπεία του οποίου
ο ενδιαφερόμενος τελεί σε πραγματική αδυναμία να επιμεληθεί των υποθέσεών του
75
είτε αυτοπροσώπως είτε δια τρίτου προσώπου (ΣτΕ 239/2003). Κατά την έννοια,
επομένως, των ανωτέρω διατάξεων του άρθρου 27 παρ. 5 του π.δ. 18/1989, ως
ανωτέρα βία, η οποία εμποδίζει τη νομιμοποίηση του πληρεξουσίου δικηγόρου του
αιτούντος, νοείται κάθε απρόβλεπτο, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, γεγονός,
συνεπεία του οποίου ο πληρεξούσιος δικηγόρος του αιτούντος δεν ήταν σε θέση να
παραστεί κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο ή να ειδοποιήσει
εγκαίρως άλλο δικηγόρο για να παραστεί ή τον ίδιο τον αιτούντα-εντολέα του για να
εμφανισθεί ο ίδιος και να δηλώσει ότι εγκρίνει την άσκηση του ενδίκου μέσου ή να
προσκομίσει έως τη συζήτηση της υποθέσεως συμβολαιογραφική πράξη παροχής
πληρεξουσιότητας στον υπογράφοντα την αίτηση δικηγόρο (πρβλ. ΣτΕ 1836/1999
7μ., 826/2001, 423/2004, 3379/2005, 883, 1729/2012).

7. Επειδή, στο άρθρο 21 παρ. 1, 2 και 5 του π.δ. 18/1989 ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα
ακόλουθα: «1. Με εντολή του Προέδρου κοινοποιούνται, σύμφωνα με όσα ορίζονται
στις επόμενες παραγράφους, αντίγραφο του δικογράφου του ενδίκου μέσου με μνεία
της χρονολογίας κατάθεσης και αντίγραφο της πράξης που προβλέπεται στο
προηγούμενο άρθρο. Η κοινοποίηση γίνεται με επιμέλεια της Γραμματείας είκοσι
τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δικάσιμο. Ο Πρόεδρος έχει δικαίωμα να κάνει
σύντμηση της προθεσμίας σε περίπτωση κατεπείγοντος. 2. α) Σε περίπτωση αίτησης
ακυρώσεως κατά πράξης διοικητικής αρχής, η κοινοποίηση γίνεται προς τον αρμόδιο
υπουργό ο οποίος επέχει θέση διαδίκου είτε η πράξη εκδόθηκε από τον ίδιο, είτε από
αρχή που υπόκειται σε αυτόν. β) Σε περίπτωση αίτησης ακυρώσεως κατά πράξης
νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, η κοινοποίηση γίνεται προς αυτό, το οποίο
καθίσταται κύριος διάδικος. Κοινοποιείται επίσης στον υπουργό που το εποπτεύει, ο
οποίος μπορεί να παρέμβει στο ακροατήριο και χωρίς να καταθέσει δικόγραφο
παρέμβασης, είτε υπέρ, είτε κατά του κύρους της προσβαλλόμενης πράξης. … 5. Αν
συντρέχει νόμιμη περίπτωση να γίνει νέα συζήτηση της υπόθεσης ή περαιτέρω
συζήτησή της, η πράξη του Προέδρου ή η απόφαση του Δικαστηρίου, με την οποία
ορίζεται η δικάσιμος, κοινοποιείται σύμφωνα με όσα ορίζονται στις προηγούμενες
παραγράφους του παρόντος άρθρου. Κοινοποιείται επίσης προς εκείνον που άσκησε
το ένδικο μέσο και προς εκείνον που τυχόν έχει ασκήσει παρέμβαση» (όπως η
παράγραφος 5 ίσχυε πριν από την προσθήκη σε αυτήν τελευταίου εδαφίου με το
άρθρο 5 του ν. 3900/2010, φ. Α΄ 213). Περαιτέρω, στο άρθρο 20 παρ. 1 του ίδιου π.δ.
18/1989 προβλέπεται, μεταξύ άλλων, ότι: «Μετά την κατάθεση ενδίκου μέσου ο
76
Πρόεδρος με πράξη του ορίζει εισηγητή ένα … Πάρεδρο, καθώς και τη δικάσιμο η
οποία σημειώνεται στο πινάκιο και δίνει εντολή να ανακοινωθεί η δικογραφία στον
εισηγητή», ενώ στο άρθρο 22 παρ. 4 του π.δ. 18/1989, όπως η παράγραφος 4
προστέθηκε με το άρθρο 33 του ν. 2721/1999 (φ. Α΄ 112) και ίσχυε κατά τον κρίσιμο
χρόνο, προβλέπεται ότι: «Ο εισηγητής, πέντε (5) ημέρες πριν από τη δικάσιμο που
έχει ορισθεί με την οικεία πράξη του Προέδρου, οφείλει να δηλώσει προς τη
Γραμματεία του οικείου σχηματισμού αν η υπόθεση είναι ώριμη προς συζήτηση. …».
Εξάλλου, στα άρθρα 2, 9, 19, 21, 22, 51 και 53 του Κανονισμού του Συμβουλίου της
Επικρατείας (φ. Β΄ 2323/2008) ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «1. … Το Γ΄
Τμήμα συνεδριάζει κάθε Πέμπτη. 2. Οι συνεδριάσεις αρχίζουν στις 9.30 το πρωί. 3.
…» (άρθρο 2), «1. Μετά την κατάθεση ή περιέλευση ένδικου βοηθήματος ή μέσου
στη Γραμματεία, την πρωτοκόλλησή του και την καταχώρησή του στο
Ολοκληρωμένο Πληροφοριακό Σύστημα (Ο.Π.Σ.), σχηματίζεται δικογραφία, η οποία
περιλαμβάνει το πρωτότυπο και τρία αντίγραφα του δικογράφου, την προσβαλλόμενη
πράξη ή απόφαση και κάθε άλλο σχετικό στοιχείο. Στον διάδικο ή τον πληρεξούσιό
του χορηγείται, αν ζητηθεί, κωδικός πρόσβασης στο Ο.Π.Σ. για την παρακολούθηση
της υποθέσεώς του μέσω του διαδικτύου. … 3. …» (άρθρο 9), «1. … Πέντε ημέρες
πριν από τη δικάσιμο, με μέριμνα του γραμματέα, ενημερώνεται το Ο.Π.Σ. για τις
υποθέσεις που έχουν δηλωθεί από τους εισηγητές προς συζήτηση κατά τα οριζόμενα
στην παράγραφο 4 του άρθρου 22 του π.δ. 18/1989, και όσες αναβάλλονται.
Επικυρωμένο αντίγραφο του εκθέματος, με σημείωση των προτεινομένων από τους
εισηγητές ημερομηνιών αναβολής, αναρτάται στον πίνακα εκθεμάτων του
ακροατηρίου την ημέρα της δικασίμου και πριν από την έναρξη της συνεδριάσεως. 2.
Το έκθεμα, μετά τη συζήτηση, φυλάσσεται στη γραμματεία για τρία έτη και, στη
συνέχεια, τίθεται στο αρχείο» (άρθρο 19), «1. Ο Πρόεδρος κηρύσσει την έναρξη και
τη λήξη της συνεδριάσεως, προεκφωνεί υποθέσεις που πρόκειται να συζητηθούν και
παραπέμπει, για τις υποθέσεις που αναβάλλονται, στο έκθεμα που έχει αναρτηθεί
στον οικείο πίνακα. Πριν από την έναρξη της συζητήσεως, το Δικαστήριο εξετάζει
αιτήματα αναβολής, αλλαγής της δικασίμου που έχει σημειωθεί στο έκθεμα, καθώς
και κάθε άλλο συναφές αίτημα. Ορισμός συντομότερης, από εκείνη που προτείνεται
στο έκθεμα, δικασίμου, γίνεται μόνον αν παρίστανται όλοι οι διάδικοι. … 5. …»
(άρθρο 21), «1. Κατά τη συνεδρίαση στο ακροατήριο, ο γραμματέας τηρεί, με τις
οδηγίες του προέδρου, το έκθεμα, στο οποίο σημειώνει τις συζητούμενες υποθέσεις,
τις υποθέσεις που αναβάλλονται και την ημερομηνία της νέας δικασίμου … 4. …»
77
(άρθρο 22), «1. Το Ολοκληρωμένο Πληροφοριακό Σύστημα (Ο.Π.Σ.) αποτελείται
από το σύνολο του υλικού εξοπλισμού, του λογισμικού και του δικτύου που είναι
εγκατεστημένα στο κατάστημα του Δικαστηρίου και χρησιμοποιούνται για τη
διεξαγωγή των εργασιών του και την ενημέρωση και εξυπηρέτηση του κοινού. 2. Οι
εργασίες της γραμματείας διεξάγονται μέσω του Ο.Π.Σ. … 4. Το Δικαστήριο διαθέτει
διαδικτυακό τόπο με όνομα χώρου www.ste.gr. O διαδικτυακός αυτός τόπος περιέχει
ιδίως: α) … β) οδηγίες για την εξυπηρέτηση του κοινού. γ) κατάλογο με τα στοιχεία
επικοινωνίας των δικαστών και των γραμματειών του Δικαστηρίου. δ) εκθέματα και
στοιχεία για την εξυπηρέτηση των διαδίκων. …» (άρθρο 51) και «Οι εργασίες που
εκτελεί η γραμματεία επί ενδίκων βοηθημάτων … διεκπεραιώνονται με καταχώριση
στο Ο.Π.Σ. Η καταχώριση αυτή περιλαμβάνει τις εξής, ιδίως, εγγραφές: 1) … 12)
Σύνταξη πινακίου κατά σχηματισμούς, συνθέσεις και δικασίμους: Καταχωρίζονται,
με αύξοντα αριθμό, οι υποθέσεις, οι διάδικοι, ο αριθμός και η ημερομηνία
καταθέσεως των δικογράφων, ο εισηγητής …, η ημερομηνία της προηγουμένης
δικασίμου, ο αριθμός των αναβολών, η συζήτηση, η ημερομηνία αναβολής … 13)
Κατάρτιση εκθέματος: Καταχωρίζονται, με αύξοντα αρίθμηση και κατά σύνθεση,
δικάσιμο, αίθουσα και ώρα συνεδριάσεως, οι υποθέσεις κάθε δικαστικού
σχηματισμού. Αναγράφονται, για κάθε υπόθεση, οι διάδικοι, ο αριθμός καταθέσεως,
ο εισηγητής …, ο αριθμός των αναβολών … Επίσης καταχωρίζονται οι εγγραφές του
άρθρου 22 παρ. 1 του παρόντος … 21) …» (άρθρο 53).

8. Επειδή, οι προεκτεθείσες διατάξεις του άρθρου 21 του π.δ. 18/1989 δεν


προβλέπουν την κοινοποίηση στον ασκούντα το ένδικο βοήθημα της αιτήσεως
ακυρώσεως ή στον πληρεξούσιο δικηγόρο του αντιγράφου του δικογράφου της
αιτήσεως ακυρώσεως και της πράξεως του Προέδρου του οικείου Τμήματος του
Συμβουλίου της Επικρατείας, περί ορισμού εισηγητού δικαστού και δικασίμου
της υποθέσεως, ούτε πριν από την πρώτη δικάσιμο, ούτε ύστερα από την τυχόν
αναβολή της υποθέσεως για άλλη δικάσιμο. Η ρύθμιση αυτή δεν παραβιάζει το
κατοχυρωμένο από το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος δικαίωμα παροχής
έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και δεν έρχεται σε αντίθεση με το άρθρο
6 παρ. 1 και 3 της κυρωθείσας με το ν.δ. 53/1974 (φ. Α΄ 256) Ευρωπαϊκής
Σύμβασης των δικαιωμάτων του ανθρώπου, με την οποία κατοχυρώνεται,
επίσης, το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας υπό τη διατύπωση της
“δίκαιης δίκης”, διότι δεν καθιστά ανέφικτη την παράσταση στο Συμβούλιο της
78
Επικρατείας του ασκούντος το ένδικο βοήθημα της αιτήσεως ακυρώσεως, ούτε
περιορίζει τη δυνατότητά του αυτή, εφόσον είτε αυτός είτε ο πληρεξούσιός του
δικηγόρος, που έχει προβεί στην κατάθεση του σχετικού δικογράφου, δύνανται,
επιδεικνύοντας το επιβαλλόμενο ενδιαφέρον, να πληροφορηθούν από τη
γραμματεία του οικείου Τμήματος του Δικαστηρίου, αλλά, πλέον, και μέσω του
προβλεπόμενου από τις διατάξεις του Κανονισμού του Συμβουλίου της
Επικρατείας Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος (Ο.Π.Σ.), την
ημερομηνία, κατά την οποία θα δικασθεί, ως πρωτοείσακτη ή ύστερα από
αναβολή, η υπόθεση (βλ. ΣτΕ 3310/1994, 761/2000, 1295/2001, 1108/2008,
3871/2010, 301/2012).

9. Επειδή, τέλος, στην υπ’ αριθμ. 86419οικ./7.9.2010 εγκύκλιο του Υπουργού


Δικαιοσύνης, η οποία εκδόθηκε χωρίς να υφίσταται σχετική νομοθετική
εξουσιοδότηση και είχε ως αποδεκτές, μεταξύ άλλων, τον Πρόεδρο του Συμβουλίου
της Επικρατείας, τον Πρόεδρο και Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, τους Προέδρους
και Εισαγγελείς Εφετών και Πρωτοδικών της χώρας (με την παράκληση να
ενημερώσουν τα δικαστήρια των περιφερειών τους) και τους Δικηγορικούς
Συλλόγους της χώρας, περιήλθε δε στο Συμβούλιο της Επικρατείας την 7.9.2010
(αριθμ. πρωτ.: Γ965/7.9.2010), προβλέφθηκαν τα ακόλουθα: «Ενόψει της διενέργειας
των περιφερειακών και δημοτικών εκλογών στις 7 Νοεμβρίου 2010 επιβάλλεται να
ανασταλούν οι εργασίες των δικαστηρίων της Χώρας τρεις (3) εργάσιμες ημέρες πριν
από τη διενέργειά τους και πέντε (5) εργάσιμες ημέρες μετά απ’ αυτές, δηλαδή από 3
Νοεμβρίου 2010 μέχρι και την 12η Νοεμβρίου 2010. … Σε περίπτωση που
επαναληφθεί η ψηφοφορία θα ανασταλούν οι εργασίες των δικαστηρίων της
περιφέρειας όπου θα επαναληφθούν οι εκλογές, μέχρι και τις 18 Νοεμβρίου 2010.
…».

10. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της
δικογραφίας, η από 5.5.2004 αίτηση ακυρώσεως που είχε ασκήσει η αιτούσα την
10.5.2004 κατά των προαναφερθεισών στην σκέψη 1 της παρούσας αποφάσεων των
οικείων οργάνων του Τ.Ε.Ι. Αθήνας και του Υφυπουργού Εθνικής Παιδείας και
Θρησκευμάτων, συζητήθηκε κατά τη δικάσιμο της 16.12.2010 ενώπιον του Γ΄
Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας. Κατά τη συζήτηση, όμως, της
υποθέσεως αυτής, η αιτούσα δεν παρέστη με πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε
79
εμφανίσθηκε στο ακροατήριο για να δηλώσει ότι εγκρίνει την άσκηση της αιτήσεως
ακυρώσεως, ούτε προσκομίσθηκε συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο προς τον
δικηγόρο που είχε υπογράψει το δικόγραφο αυτό. Περαιτέρω, την 11.2.2011, μετά,
δηλαδή, την πάροδο της προβλεπόμενης στο άρθρο 27 παρ. 5 του π.δ. 18/1989
δεκαήμερης προθεσμίας από τη συζήτηση, την 16.12.2010, της από 5.5.2004
αιτήσεως ακυρώσεως της αιτούσας, η τελευταία άσκησε την από 7.2.2011 κρινόμενη
αίτηση, με την οποία ζητεί την επανασυζήτηση της ανωτέρω αιτήσεως ακυρώσεώς
της. Η αίτηση αυτή δεν περιήλθε στην εισηγήτρια της υποθέσεως έως την 25.2.2011,
με συνέπεια να δημοσιευθεί την ημέρα εκείνη η υπ’ αριθμ. 628/2011 απόφαση του Γ΄
Τμήματος του Δικαστηρίου, με την οποία η ως άνω αίτηση ακυρώσεως της αιτούσας
απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, λόγω ελλείψεως νομιμοποιήσεως του δικηγόρου που
είχε υπογράψει το δικόγραφο της αιτήσεως ακυρώσεως.

11. Επειδή, η εκδίκαση της από 5.5.2004 αιτήσεως ακυρώσεως της αιτούσας είχε,
αρχικά, αναβληθεί για τη δικάσιμο της 18.11.2010, η οποία, σύμφωνα με την
ανωτέρω υπ’ αριθμ. 86419οικ./7.9.2010 εγκύκλιο του Υπουργού Δικαιοσύνης,
αποτελούσε την τελευταία ημέρα αναστολής των εργασιών των δικαστηρίων της
περιφέρειας, στην οποία θα επαναλαμβάνονταν οι δημοτικές ή/και περιφερειακές
εκλογές της 7.11.2010. Κατόπιν τούτου, το Γ΄ Τμήμα του Δικαστηρίου όφειλε, λόγω
της διενέργειας, την 14.11.2010, επαναληπτικών δημοτικών και περιφερειακών
εκλογών στον Δήμο Αθηναίων και την Περιφέρεια Αττικής, αντίστοιχα, να προβεί σε
αναστολή των εργασιών του, κατά τη δικάσιμο της 18.11.2010. Η αναστολή, όμως,
αυτή των εργασιών του Γ΄ Τμήματος, κατά την δικάσιμο της 18.11.2010, δεν
συνεπαγόταν, ενόψει των όσων εκτίθενται στην 8 της παρούσας απόφασης ως προς
την έννοια του άρθρου 21 του π.δ/τος 18/1989, τη ματαίωση της συζήτησης των
υποθέσεων της δικασίμου αυτής, ώστε να συντρέχει, εν συνεχεία και σύμφωνα με τα
οριζόμενα στις προεκτεθείσες διατάξεις του άρθρου 21 παρ. 5 του π.δ. 18/1989,
περίπτωση ορισμού νέας δικασίμου, με πράξη του Προέδρου του Γ’ Τμήματος ή με
απόφαση του Δικαστηρίου, και κοινοποίησης της πράξεως αυτής ή της αποφάσεως
αυτής στους διαδίκους που είχαν ασκήσει τα σχετικά ένδικα βοηθήματα ή μέσα,
αλλά, αντιθέτως, αποτελούσε λόγο αναβολής της εκδίκασης των υποθέσεων της
δικάσιμου αυτής, με την προϋπόθεση, πάντως, ότι δεν θα παρίσταντο στο ακροατήριο
τα διάδικα μέρη, προκειμένου να ζητήσουν αλλαγή των ημερομηνιών αναβολής που
είχαν προτείνει, για τις υποθέσεις της δικασίμου αυτής, οι εισηγητές δικαστές ή να
80
υποβάλλουν παραίτηση από τα ένδικα βοηθήματα ή μέσα που είχαν ασκήσει (βλ. ΣτΕ
1070/2006, πρβλ. ΣτΕ 4837/1983, 3661/1994, 1050/1999, 1070, 2970/2006,
3670/2006 Ολ., 2300/2007, 771/2008, 995, 1832, 3984/2009, 1796, 3564/2010, 1301-
1302, 3154, 3560/2011, 1164/2012, πρβλ. επίσης ΣτΕ 3909/1986, 3410/1997,
1654/2002, 2226/2004 και Ε.Α. 300, 302, 3044/2004). Περαιτέρω, όπως προκύπτει
από το οικείο έκθεμα της δικασίμου της 18.11.2010 του Γ΄ Τμήματος του
Δικαστηρίου, το οποίο ήταν προσιτό στους διαδίκους εντός της Γραμματείας του εν
λόγω Τμήματος και επικυρωμένο αντίγραφο του οποίου αναρτήθηκε στον πίνακα
εκθεμάτων του ακροατηρίου την ημέρα αυτή και πριν από την έναρξη της
συνεδρίασης, την 18.11.2010 συνεδρίασε το Γ’ Τμήμα του Δικαστηρίου, με τη
σύνθεση που αναγράφεται στο έκθεμα αυτό -και ειδικότερα, με Πρόεδρο τον Γ.
Σταυρόπουλο, Συμβούλους τους Μ. Βηλαρά και Γ. Ποταμιά, Παρέδρους τους Δ.
Βανδώρο και Ε. Τζιράκη και Γραμματέα την Δ. Τετράδη-, ο δε Πρόεδρος του Γ’
Τμήματος, Γ. Σταυρόπουλος, εκφώνησε και επιβεβαίωσε τις προταθείσες από τους
εισηγητές των υποθέσεων της δικασίμου αυτής ημερομηνίες αναβολών, μεταξύ των
οποίων συγκαταλεγόταν και η υπόθεση που είχε ως αντικείμενο την από 5.5.2004
αίτηση ακυρώσεως της ήδη αιτούσας, για την οποία (υπόθεση) εκφωνήθηκε και
επιβεβαιώθηκε η προταθείσα από την εισηγήτρια της υποθέσεως ημερομηνία
αναβολής για τη δικάσιμο της 16.12.2010.

12. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η αναστολή των εργασιών του
Γ΄ Τμήματος του Δικαστηρίου, κατά τη δικάσιμο της 18.11.2010, που επήλθε λόγω
των επαναληπτικών δημοτικών και περιφερειακών εκλογών της 14.11.2010 στον
Δήμο Αθηναίων και την Περιφέρεια Αττικής, αντίστοιχα, είχε ως συνέπεια την
αυτοδίκαιη ματαίωση της δικασίμου των υποθέσεων της 18.11.2010. Κατόπιν τούτου,
ο ορισμός της νέας δικασίμου της 16.12.2010 έπρεπε να γίνει με πράξη του Προέδρου
του Γ΄ Τμήματος ή με απόφαση του Δικαστηρίου, περαιτέρω δε, η σχετική πράξη ή
απόφαση έπρεπε να κοινοποιηθεί στην αιτούσα, σύμφωνα με τις διατάξεις του
άρθρου 21 παρ. 5 του π.δ. 18/1989. Η μη τήρηση, επομένως, από το Δικαστήριο της
ανωτέρω διαδικασίας συνιστά λόγο ανωτέρας βίας, ο οποίος δικαιολογεί την άσκηση
από την αιτούσα, κατά το άρθρο 27 παρ. 5 του π.δ. 18/1989, της κρινόμενης αίτησης
επανασυζητήσεως, καθόσον εμπόδισε τον πληρεξούσιό της δικηγόρο να εμφανισθεί
στο Δικαστήριο κατά τη δικάσιμο της 16.12.2010 και να νομιμοποιηθεί, όπως,
επίσης, να μεριμνήσει, προκειμένου είτε να νομιμοποιηθεί άλλος δικηγόρος είτε να
81
ζητηθεί αναβολή της υποθέσεως είτε να ενημερωθεί η αιτούσα, ώστε να εγκρίνει την
άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεώς της. Ο λόγος αυτός ανωτέρας βίας διήρκεσε,
σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της αιτούσας, μέχρι και την 2.2.2011, οπότε ο
πληρεξούσιός της δικηγόρος πληροφορήθηκε την αναβολή και, τελικά, τη συζήτηση
της υποθέσεως της αιτούσας κατά τη δικάσιμο της 16.12.2010. Επομένως, η
κρινόμενη αίτηση επανασυζητήσεως, που κατατέθηκε στο Συμβούλιο της
Επικρατείας την 11.2.2011, ασκήθηκε εμπροθέσμως και εν γένει παραδεκτώς,
δεδομένου ότι, όπως προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση, η δεκαήμερη προθεσμία
για την άσκηση της αιτήσεως επανασυζητήσεως της αιτούσας από τη συζήτηση, την
16.12.2010, της από 5.5.2004 αιτήσεως ακυρώσεώς της, παρεκτάθηκε μέχρι και την
2.2.2011.

13. Επειδή, η αιτούσα, όπως συνομολογεί με το κρινόμενο ένδικο βοήθημα, γνώριζε


ότι η εκδίκαση της από 5.5.2004 αιτήσεως ακυρώσεώς της είχε αναβληθεί, αρχικά,
για τη δικάσιμο της 18.11.2010. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα ήδη εκτεθέντα
στην σκέψη 11 της παρούσας, στην προκείμενη περίπτωση, τηρήθηκε η νόμιμη
προδικασία που ορίζουν οι διατάξεις του π.δ. 18/1989 και του Κανονισμού του
Συμβουλίου της Επικρατείας, δεδομένου ότι, αντίθετα με όσα ισχυρίζεται η αιτούσα,
το Γ΄ Τμήμα του Δικαστηρίου συνεδρίασε, όπως ήδη εκτέθηκε, κατά τη δικάσιμο της
18.11.2010, το οικείο δε έκθεμα της δικασίμου αυτής, στο οποίο είχε καταχωρηθεί,
από τη Γραμματεία του εν λόγω Τμήματος, εγγράφως και ηλεκτρονικά, η προταθείσα
από την εισηγήτρια της υποθέσεως της αιτούσας ημερομηνία αναβολής για τη
δικάσιμο της 16.12.2010, ήταν προσιτό στους διαδίκους και στους πληρεξουσίους
τους δικηγόρους, τόσο εντός της Γραμματείας του Γ΄ Τμήματος όσο και μέσω του
Ο.Π.Σ., επιπλέον δε, αντίγραφο του εκθέματος αυτού είχε αναρτηθεί στον πίνακα
εκθεμάτων του ακροατηρίου την ημέρα αυτή (18.11.2010) και πριν από την έναρξη
της συνεδρίασης. Επομένως, τόσο η αιτούσα όσο και ο πληρεξούσιός της δικηγόρος
είχαν πρόσβαση στο έκθεμα της δικασίμου της 18.11.2010, στο οποίο ήταν εμφανής
η ημερομηνία αναβολής της υποθέσεως της αιτούσας για τη δικάσιμο της 16.12.2010.
Εξάλλου, η αιτούσα δεν ισχυρίζεται ότι η ίδια ή ο πληρεξούσιός της δικηγόρος
εμποδίσθηκαν, με οποιονδήποτε τρόπο, να έλθουν σε επικοινωνία με τη Γραμματεία
του Γ΄ Τμήματος του Δικαστηρίου, προκειμένου να πληροφορηθούν για την πορεία
της υποθέσεως της αιτούσας, ή να παρακολουθήσουν την πορεία της υποθέσεως
αυτής και, άρα, να πληροφορηθούν για την ημερομηνία αναβολής της για τη δικάσιμο
82
της 16.12.2010. Συνεπώς, τόσο η αιτούσα όσο και ο πληρεξούσιός της δικηγόρος,
ακόμη και αν είχαν την εντύπωση ότι η συζήτηση της υποθέσεως της αιτούσας, κατά
τη δικάσιμο της 18.11.2010, έπρεπε να ματαιωθεί, λόγω των επαναληπτικών
δημοτικών και περιφερειακών εκλογών της 14.11.2010 στον Δήμο Αθηναίων και την
Περιφέρεια Αττικής, αντίστοιχα, όφειλαν και μπορούσαν, επιδεικνύοντας το
στοιχειώδες ενδιαφέρον και την επιμέλεια του μέσου συνετού ανθρώπου, να
πληροφορηθούν τόσο μέσω της Γραμματείας του Γ΄ Τμήματος του Δικαστηρίου και
της εισηγήτριας της υποθέσεως, όσο και μέσω του Ο.Π.Σ. την αναβολή της
υποθέσεως της αιτούσας για τη δικάσιμο της 16.12.2010, για την οποία, άλλωστε,
αναβολή δεν προβλέπεται κοινοποίηση στην αιτούσα ή στον πληρεξούσιό της
δικηγόρο (πρβλ. ΣτΕ 2876/2000, 3076/2006, πρβλ. επίσης ΣτΕ 2972/1999,
1423/2001). Με τα δεδομένα, όμως αυτά, η μη ματαίωση της συζήτησης των
υποθέσεων της δικασίμου της 18.11.2010, μεταξύ των οποίων και της υποθέσεως της
αιτούσας, ως εκ της αναστολής των εργασιών του Δικαστηρίου, λόγω των
επαναληπτικών δημοτικών και περιφερειακών εκλογών της 14.11.2010, και η μη
τήρηση της προβλεπόμενης στο άρθρο 21 παρ. 5 του π.δ. 18/1989 διαδικασίας, δεν
συνιστά λόγο ανωτέρας βίας, ο οποίος εμπόδισε τον πληρεξούσιο δικηγόρο της
αιτούσας να νομιμοποιηθεί κατά τη συζήτηση, την 16.12.2010, της από 5.5.2004
αιτήσεως ακυρώσεως της αιτούσας και, επομένως, δεν δικαιολογεί την παρέκταση
της δεκαήμερης προθεσμίας από τη συζήτηση, την 16.12.2010, της υποθέσεως της
αιτούσας, για την εμπρόθεσμη και εν γένει παραδεκτή άσκηση της κρινόμενης
αιτήσεως. Κατά συνέπεια, η κρινόμενη αίτηση επανασυζητήσεως, που ασκήθηκε την
11.2.2010, μετά, δηλαδή, την παρέλευση της δεκαήμερης προθεσμίας από τη
συζήτηση της ως άνω αιτήσεως ακυρώσεως της αιτούσας, θα έπρεπε, κατά την
άποψη του Τμήματος με την παρούσα σύνθεση, να απορριφθεί, για τους
προεκτεθέντες λόγους, ως απαράδεκτη. Λόγω, όμως, της σπουδαιότητας των
ζητημάτων που τίθενται με την κρινόμενη αίτηση, το Τμήμα κρίνει ότι η υπόθεση
πρέπει να παραπεμφθεί στην επταμελή σύνθεση (άρθρο 14 παρ. 5 του π.δ. 18/1989),
να ορισθεί δικάσιμος η 6η Ιουνίου 2013 και εισηγητής η Πάρεδρος Ε. Τζιράκη.

Δ ι ά τ α ύ τ α

Παραπέμπει την υπόθεση στο Τμήμα με επταμελή σύνθεση.

83
Ορίζει εισηγητή την Πάρεδρο Ε. Τζιράκη και δικάσιμο την 6η Ιουνίου 2013.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 18 Νοεμβρίου και στις 16 Δεκεμβρίου 2012

Ο Προεδρεύων Σύμβουλος Ο Γραμματέας Μ. Βηλαράς Ν. Βασιλόπουλος

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 30ης Απριλίου 2013.

Ο Πρόεδρος του Γ` Τμήματος Η Γραμματέας του Γ` Τμήματος Δημοσθένης Π.


Πετρούλιας Δ. Τετράδη

Α.Σ.

1243/2005 ΣΤΕ

(Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Αίτηση ακύρωσης. Το δικόγραφο πρέπει να φέρει την


υπογραφή του αιτούντος ή του πληρεξουσίου του δικηγόρου, διαφορετικά είναι
άκυρο, εκτός αν η ταυτότητα του ασκήσαντος αυτό και η σοβαρότης της προς τούτο
προθέσεώς του συνάγονται ασφαλώς. Το δικόγραφο της ένδικης αίτησης έχει μόνον
την επαγγελματική σφραγίδα του δικηγόρου, όχι όμως και την υπογραφή του,
έλλειψη που καλύπτεται από την ιδιόχειρη υπογραφή αυτού στο οικείο βιβλίο
γραμματείας του δικαστηρίου κατά την κατάθεση της αίτησης. Απαράδεκτη η αίτηση
ακύρωσης λόγω μη νομιμοποίησης του δικηγόρου κατά τη συζήτηση.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 16 Μαρτίου 2005 με την εξής σύνθεση
: Π. Πικραμμένος, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του
Προέδρου του Τμήματος και του αναπληρωτή του Αντιπροέδρου, καθώς και των
αρχαιοτέρων Συμβούλων, που είχαν κώλυμα, Α. Θεοφιλοπούλου, Μ.
Κωνσταντινίδου, Σύμβουλοι, Β. Καμπίτση, Ο. Παπαδοπούλου, Πάρεδροι.
Γραμματέας η Μ. Βλασερού.

Για να δικάσει την από 29 Ιουνίου 2001 αίτηση :

84
της ...............................................η οποία δεν παρέστη,

κατά του Υπουργού Γεωργίας, ο οποίος παρέστη με τον Κων/νο Γεωργάκη, Πάρεδρο
του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

Με την αίτηση αυτή η αιτούσα επιδιώκει να ακυρωθεί η 4695/2000/5.3.2001


απόφαση του Γενικού Γραμματέως Περιφερείας Αττικής, με την οποίαν εκηρύχθη ως
αναδασωτέα αγροτική έκτασις επιφανείας 1.200 μ2, κειμένη εις θέσιν "ΣΥΡΙ ΦΑΡΟΣ
- ΒΡΥΣΑΚΙ" της κτηματικής περιφερείας του Δήμου Κερατέας Αττικής.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Παρέδρου Β.


Καμπίτση.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την
απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του


δικαστηρίου κ α ι

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο

1. Επειδή, για την άσκηση στης υπό κρίση αιτήσεως κατεβλήθη το νόμιμο παράβολο
(υπ` αριθμ. 2415102/2001 ειδικό έντυπο παραβόλου).

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση της υπ` αριθμ.


4695/2000/5.3.2001 αποφάσεως του Γενικού Γραμματέως Περιφερείας Αττικής (Δ
300), με την οποία κηρύχθηκε αναδασωτέα έκταση 1.200 τ.μ., κειμένη στην θέση
Συρί - Φάρος του Δήμου Κερατέας Ν. Αττικής, επί της οποίας προβάλλει δικαίωμα
κυριότητος η αιτούσα.

3. Επειδή, στο άρθρο 17 του π.δ. 18/1989 "Κωδικοποίηση διατάξεων νόμων για το
Συμβούλιο της Επικρατείας" (Α 8) ορίζεται ότι : "1. Τα ένδικα μέσα ενώπιον του
85
Συμβουλίου ασκούνται διά καταθέσεως δικογράφου. 2. Το δικόγραφο πρέπει να
περιέχει το όνομα εκείνου που ασκεί το ένδικο μέσο, τη διεύθυνση της κατοικίας του,
την προσβαλλόμενη πράξη ή απόφαση, τους συγκεκριμένους λόγους στους οποίους
στηρίζεται το ένδικο μέσο, χρονολογία και υπογραφή . . . 3. . . . 4. Τα δικόγραφα των
ενδίκων μέσων της αίτησης ακυρώσεως και αίτησης αναιρέσεως που ασκούνται από
ιδιώτη υπογράφονται μόνον από δικηγόρο . . . Αίτηση ακυρώσεως που υπογράφεται
μόνον από τον αιτούντα θεωρείται ότι έχει νομίμως ασκηθεί εφόσον παρίσταται
δικηγόρος κατά τη συζήτησή της ενώπιον του Συμβουλίου. 5. . . .". Κατά την έννοια
των ανωτέρω διατάξεων το δικόγραφο της αιτήσεως ακυρώσεως πρέπει να φέρει
την υπογραφή του αιτούντος ή του πληρεξουσίου του δικηγόρου, η τυχόν όμως
έλλειψη της υπογραφής αυτής δεν καθιστά άκυρο το δικόγραφο όταν η ταυτότης
του ασκήσαντος αυτό και η σοβαρότης της προς τούτο προθέσεώς του
συνάγονται ασφαλώς (πρβλ. ΣτΕ2223/1993Ολομ., 11/1995, 2535/1999, 3307/1999
κ.ά.).

4. Επειδή, εν προκειμένω, το δικόγραφο της αιτήσεως ακυρώσεως, το οποίο


φέρεται ότι έχει συνταχθή από δικηγόρο ως πληρεξούσιο της αιτούσης, έχει
μόνον την επαγγελματική σφραγίδα του δικηγόρου, όχι όμως και την υπογραφή
του, όπως θα έπρεπε, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προηγουμένη σκέψη. Η
έλλειψη όμως αυτή καλύπτεται από την ιδιόχειρη υπογραφή του ανωτέρω
δικηγόρου, η οποία έχει τεθή στο οικείο βιβλίο της Γραμματείας του
Δικαστηρίου και δίπλα από την καταχώριση που έγινε στο βιβλίο αυτό κατά την
κατάθεση της αιτήσεως στην Γραμματεία. Συνεπώς, η υπό κρίση αίτηση έχει
ασκηθήπαραδεκτώς από την άποψη αυτή.

5. Επειδή, κατά την συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο η αιτούσα δεν παρέστη
διά πληρεξουσίου δικηγόρου, ούτε εμφανίσθηκε αυτοπροσώπως για να δηλώση ότι
εγκρίνει την άσκηση της αιτήσεως, δεν προσήχθη δε στο δικαστήριο
συμβολαιογραφική πράξη παροχής πληρεξουσιότητος στον υπογράφοντα το
δικόγραφο δικηγόρο. Συνεπώς, η υπό κρίση αίτηση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη,
σύμφωνα με το άρθρο 27 (παράγρ. 1 και 2) του π.δ. 18/1989, όπως αντικαταστάθηκε
με το άρθρο 4 (παράγρ. 2) του ν. 2479/1997 (Α 67).

Διά ταύτα
86
Απορρίπτει την αίτηση.

Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.

Επιβάλλει στην αιτούσα την δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, η οποία ανέρχεται στο
ποσόν των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 28 Μαρτίου 2005

Ο Προεδρεύων Σύμβουλος Η Γραμματέας

Π. Πικραμμένος Μ. Βλασερού

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 20 Απριλίου 2005.

Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος Η Γραμματέας

Π.Ν. Φλώρος Μ. Βλασερού

1096/1997 ΣΤΕ (272165)

Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ/1999 (1) Αναίρεση. Νομιμοποίηση του πληρεξουσίου


δικηγόρου κατά το άρθρο 27 του πδ 18/1989. Ο διάδικος ειδοποιείται από τη
γραμματεία του Τμήματος να προσκομίσει τα ελλείποντα στοιχεία και το δικαστήριο
μπορεί να διατάξει τη συμπλήρωση και σε περίπτωση μη ειδοποίησης. Η ρύθμιση
αυτή δεν έχει εφαρμογή αν ο διάδικος ή ο πληρεξούσιος δικηγόρος δεν προσκόμισε
κανένα νομιμοποιητικό έγγραφο ή προσκόμισε ορισμένα από αυτά. Η δικαστική
εκπροσώπηση του Ταμείου Ασφαλίσεως Προσωπικού ΟΤΕ έχει ανατεθεί στον

87
Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου, η δε απόφαση για την άσκηση ενδίκων μέσων
έχει ανατεθεί στο ΔΣ. Απορρίπτεται η αναίρεση ως απαράδεκτη.

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Ακ Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 20 Νοεμβρίου 1995 με


την εξής σύνθεση : Αδ. Φαρμάκης, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε
αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος και του αρχαιοτέρου του Συμβούλου που
είχαν κώλυμα, Λ. Οικονόμου, Θ. Παπαευαγγέλου, Σύμβουλοι, Δ. Μπριόλας, Α.
Καλογεροπούλου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Ε. Γκίκα. Γ ι α να δικάσει την από 2ας
Δεκεμβρίου 1991 αίτηση: Τ ο υ Ταμείου Ασφαλίσεως Προσωπικού Ο.Τ.Ε.", που
εδρεύει στην Αθήνα (οδός Πατησίων αρ. 60), το οποίο δεν παρέστη, κ α τ ά του
...................., κατοίκου Αθηνών (οδός ........), ο οποίος δεν παρέστη. Με την αίτηση
αυτή το αναιρεσείον Ταμείο επιδιώκει να αναιρεθεί η 5553/1989 απόφαση του
Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της
εκθέσεως του Εισηγητού, Παρέδρου Δ. Μπριόλα. Μετά τη δημόσια συνεδρίαση, το
δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη κ α ι, Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ
α φ α Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν ό μ ο 1. Επειδή για την κρινόμενη αίτηση έχουν
καταβληθεί τα νόμιμα τέλη και το παράβολο (Διπλότυπα είσπραξης 6148220-
21/1991, Δ.Ο.Υ. Δικαστικών Εισπράξεων Αθηνών και Γραμμάτια Παραβόλου
Α.574244, Α.4503387). 2. Επειδή με την αίτηση αυτή, που ασκείται κατ` επίκληση
του άρθρου 40 του Ν. 1968/1991, ζητείται η αναίρεση της αποφάσεως 5553/1989 του
Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή
προσφυγή του αναιρεσίβλητου κατά της αποφάσεως 2972/14.12.1987 του
Διοικητικού Συμβουλίου του αναιρεσείοντος Ταμείου και υποχρεώθηκε αυτό να
αναπροσαρμόσει τη σύνταξη του αναιρεσίβλητου με βάση το μισθό του επομένου
βαθμού από εκείνον που έφερε κατά την έξοδό του από την υπηρεσία. 3. Επειδή, στο
άρθρο 27 του π.δ. 18/89 "Κωδικοποίηση διατάξεων νόμων για το Συμβούλιο της
Επικρατείας" (Α` 8), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 παρ. 13 του ν. 1968/1991
στην παράγραφο αυτού 3, ορίζονται τα εξής : "1. Η πληρεξουσιότητα σε δικηγόρο
παρέχεται με συμβολαιογραφική πράξη ή με προφορική δήλωση στο ακροατήριο. Για
τη Διοίκηση εφαρμόζονται οι κείμενες γι` αυτήν διατάξεις . . . 2. Για την υπογραφή
του ενδίκου μέσου και την ενέργεια των πράξεων της προδικασίας από δικηγόρο, η
πληρεξουσιότητα τεκμαίρεται ότι υπάρχει αν κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο ο
88
διάδικος παραστεί δια πληρεξουσίου δικηγόρου ή δηλώσει αυτοπροσώπως ότι
εγκρίνει την άσκηση του ενδίκου μέσου ή προσαχθεί συμβολαιογραφικό
πληρεξούσιο. Διαφορετικά το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο και εκείνος
που το άσκησε καταδικάζεται στη δικαστική δαπάνη. 3. Το δικαστήριο, κατ` αίτηση
του διαδίκου ή του εμφανιζομένου ως πληρεξουσίου, είτε αναβάλλει τη συζήτηση σε
άλλη δικάσιμο είτε χορηγεί εύλογη προθεσμία για τη νομιμοποίηση, μετά την
άπρακτη πάροδο της οποίας απορρίπτει το ένδικο μέσο. Εάν ανακύψει
μεταγενεστέρως αμφιβολία ως προς τη νομιμοποίηση του πληρεξουσίου ή του
διαδίκου, ο ενδιαφερόμενος ειδοποιείται δια της γραμματείας να προσκομίσει τα
ελλείποντα στοιχεία εντός τακτής προθεσμίας. Για την ειδοποίηση αυτήν ο
γραμματέας συντάσσει πράξη επί του φακέλου της δικογραφίας. Το δικαστήριο
πάντως δύναται να διατάξει τη συμπλήρωση των στοιχείων της νομιμοποιήσεως. Τα
στοιχεία αυτά επιτρέπεται, σε κάθε περίπτωση, να είναι και μεταγενέστερα της
συζητήσεως". 4. Επειδή, όπως ήδη έγινε δεκτό με την απόφαση 3174/1996 της
Ολομελείας του Δικαστηρίου, τα εδάφια β` και επόμενα της παραγρ. 3 του
άρθρου 27 του π.δ. 18/1989, έχουν την έννοια ότι ο διάδικος ειδοποιείται δια της
γραμματείας να προσκομίσει τα ελλείποντα στοιχεία νομιμοποιήσεως και το
δικαστήριο δύναται πάντως, ήτοι και σε περίπτωση μη ειδοποιήσεως του
διαδίκου, να διατάξει τη συμπλήρωση, όταν προσκόμισε μεν ο διάδικος ή ο
πληρεξούσιος δικηγόρος του?ανεξάρτητα αν παρέστη ή όχι στην επ`
ακροατηρίου συζήτηση της υποθέσεως, όλα τα απαραίτητα κατά τις παραγρ. 1
και 2 του ιδίου άρθρου 27 του π.δ. 18/89 στοιχεία, ανέκυψε όμως, μετά τη
συζήτηση της υποθέσεως, ενόψει ιδίως ατελείας ή ασαφείας του περιεχομένου
τους, αμφιβολία ως προς τη νομιμοποίηση του διαδίκου ή του πληρεξουσίου,
λόγω δε της αμφιβολίας αυτής είναι αναγκαίο να προσκομισθούν
συμπληρωματικά στοιχεία. Η διάταξη αυτή (της παραγρ. 3 εδάφ. β` και επ. του
άρθρ. 27 π.δ. 18/89, όπως αντικ. με το άρθρ. 1 παραγρ. 13 του ν. 1968/91) δεν
εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που ο διάδικος ή ο πληρεξούσιος δικηγόρος του,
δεν προσκόμισε κανένα από τα απαιτούμενα κατά το νόμο για τη νομιμοποίησή
του στοιχεία, είτε προσκόμισε ορισμένα μόνο από αυτά. Στην περίπτωση αυτή
θεωρείται ότι δεν έχει νομιμοποιηθεί. 5. Επειδή, εξ άλλου, το καταστατικό του
αναιρεσείοντος Ταμείου (Α.Υ.Ε. 36360/Σ.1181/27.10.1943, φ. 215 Β`) ορίζει στο
άρθρο 8 αυτού, ότι "το ΔιοικητικόνΣυμβούλιον διοικεί το Ταμείον και διαχειρίζεται
την περιουσίαν αυτού κατά την κειμένηννομοθεσίαν" (παρ. 1), ότι ειδικότερα
89
"Συμβιβάζεται ή παραιτείται από δικαστικού αγώνος" (παρ. 2, εδάφιο γ`) και ότι "το
Ταμείον δεν δεσμεύεται έναντι οιουδήποτε παρά μόνον δι` αποφάσεως του
Διοικητικού Συμβουλίου" (παρ. 4). Περαιτέρω, στο άρθρο 9 παρ. 1 του ιδίου
Καταστατικού, όπως η παράγραφος αυτή τροποποιήθηκε με την Α.Υ.Ε.
79165/3447/της 4/9.9.1964 (φ. 370 Β`), ορίζεται ότι "ο Πρόεδρος του Δ. Συμβουλίου,
τούτου δε κωλυομένου ο Αντιπρόεδρος, εκπροσωπεί το Ταμείον εις πάσαν
περίπτωσιν εξωδίκως και δικαστικώς. Εις ειδικάς περιπτώσεις τοιαύτη εκπροσώπησις
του Ταμείου δύναται να ανατεθή, είτε εις τον Δ/ντήν του Ταμείου, είτε εις μέλος του
Διοικητικού Συμβουλίου αυτού, κατόπιν ειδικής δια το θέμα τούτο αποφάσεως του
Διοικητικού Συμβουλίου". Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι, η μεν δικαστική
εκπροσώπηση του αναιρεσείοντος Ταμείου έχει ανατεθεί στον Πρόεδρο του
Διοικητικού Συμβουλίου του, η δε απόφαση για την άσκηση ενδίκων μέσων ή για την
εκ των υστέρων έγκρισή τους, έχει ανατεθεί στο Διοικητικό Συμβούλιο του Ταμείου
(Σ.τ.Ε. 5380/96). 5. Επειδή στην προκειμένη περίπτωση, κατά τη συζήτηση της
υποθεσεως στο ακροατήριο, το αναιρεσείον Ταμείο δεν παρέστη με πληρεξούσιο
δικηγόρο, ούτε προσκομίσθηκε μέχρι τη συζήτηση απόφαση του Διοικητικού
Συμβουλίου του, αρμοδίου σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκεψη να
αποφασίζει για την άσκηση ενδίκων μέσων, με την οποία να εγκρίνεται η άσκηση της
κρινόμενης αιτήσεως από τον υπογράφοντα αυτήν δικηγόρο. Η έλλειψη δε αυτή δεν
καλύπτεται από το υπάρχον στη δικογραφία υπ` αριθ. 20304, με ημερομηνία
21.11.1990, πληρεξούσιο του Συμβολαιογράφου Αθηνών Ρήγα Κ. Κωστόπουλου, με
το οποίο ο Πρόεδρος του Ταμείου διόρισε δύο δικηγόρους, μεταξύ των οποίων και ο
υπογράφων το δικόγραφο της κρινόμενης αιτήσεως, ως πληρεξούσιους του Ταμείου
για κάθε δίκη ενώπιον όλων των δικαστηρίων αφού η πληρεξουσιότητα αυτή δεν
αποτελεί άδεια ή έγκριση της ασκήσεως της κρινόμενης αιτήσεως. Εξ άλλου, δεν
συντρέχει, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, περίπτωση να
διαταχθεί από το Δικαστήριο συμπλήρωση της ανωτέρω ελλείψεως. Κατ` ακολουθία,
το αναιρεσείον Ταμείο δεν νομιμοπιήθηκε προσηκόντως και η κρινόμενη αίτηση
πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη (Σ.τ.Ε. 3174/96 (Ολομ.), 5380/96). Δ ι ά τ α ύ τ
α Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση, και Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 22 Νοεμβρίου 1995 και στις 13 Νοεμβρίου 1996
Ο Προεδρεύων Σύμβουλος Η Γραμματέας Αδ. Φαρμάκης Ε. Γκίκα και η απόφαση
δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 17ης Μαρτίου 1997. Ο Πρόεδρος του Α`
Τμήματος Η Γραμματέας του Α` Τμήματος Τ. Κούνδουρος Ευαγ. Κουμεντέρη
90
758/2007 ΔΠΡ ΠΕΙΡ (437126)

(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΔΦΟΡΝ 2009/902) Διοικητική δικονομία. Ανακοπή


κατά αναγκαστικής κατάσχεσης και προγράμματος πλειστηριασμού. Νομιμοποίηση
Δικηγόρου. Οταν δεν προσκομίζονται καθόλου νομιμοποιητικά έγγραφα το ένδικο
βοήθημα απορρίπτεται ως απαράδεκτο. Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του ανακόπτοντα
προσκόμισε ιδιωτικό έγγραφο νομιμοποιήσεως με θεωρημένο το γνήσιο της
υπογραφής από τον δικηγόρο. Του χορηγήθηκε τριήμερη προθεσμία να προσκομίσει
έγκυρο ιδιωτικό έγγραφο με θεώρηση του γνησίου της υπογραφής από δημόσια αρχή,
το οποίο δεν προσκόμισε. Απορρίπτεται η ανακοπή ως απαράδεκτη. Με
παρατηρήσεις Α.Κ.Μάλλιου στο ΔΦΟΡΝ.

Τμήμα: 8ο Μονομελές Πρόεδρος: Ελένη Χαμηλού, Πρωτοδίκης Δ.Δ. Δικηγόρος:


Δημήτριος Μπαλέρμπας

Η κ ρ ί σ η τ ο υ ε ί ν α ι η ε ξ ή ς:

1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το
νόμιμο παράβολο (σχετ. τα 1069698/2-7-2007 και 2544598/2-7- 2007 σειράς Α΄
ειδικά έντυπα παραβόλου), ο ανακόπτων επιδιώκει τη διόρθωση (τροποποίηση): α)
της 1546/6-2-2002 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης του Δικαστικού Επιμελητή
του Πρωτοδικείου Πειραιά Α......... Σ........ και β) του 8240/127/18-6-2007
προγράμματος αναγκαστικού πλειστηριασμού ακίνητης περιουσίας του Διευθυντή
του Ταμείου Εσόδων του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Ι.Κ.Α.) Πειραιά (και
ήδη Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ. [Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών], όπως μετονομάστηκε
με το άρθρο 5 παρ.1 του νόμου 3029/2002, ΦΕΚ Α΄ 160), ως προς την αξία και την
τιμή πρώτης προσφοράς του εκτιθέμενου σε δημόσιο αναγκαστικό πλειστηριασμό, με
ημερομηνία διενέργειάς του την 26η-9-2007, ακινήτου ιδιοκτησίας του, για την
αποπληρωμή οφειλών της Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία
«.............», της οποίας ο ανακόπτων είναι διαχειριστής, προς το καθ` ούΙδρυμα,
προερχόμενων από καθυστερούμενες ασφαλιστικές εισφορές, συνολικού ποσού
1.504,17 ευρώ πλέον προσαυξήσεων και λοιπών εξόδων. Το κρινόμενο ένδικο
βοήθημα πρέπει να εξεταστεί, κατ` αρχήν, ως προς το παραδεκτό άσκησής του. 2.
91
Επειδή, με τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (νόμος 2717/1999, ΦΕΚ
Α΄ 97, ΚΔΔ/μίας) ορίζεται: στο άρθρο 45 παρ. 5 ότι: «Τα δικόγραφα και τα
υπομνήματα υπογράφονται από τους δικαστικούς πληρεξουσίους των διαδίκων …..»,
στο άρθρο 26 ότι: «Τα στοιχεία νομιμοποίησης των νόμιμων αντιπροσώπων και των
εκπροσώπων των διαδίκων υποβάλλονται στο δικαστήριο ως την πρώτη συζήτηση
….....», στο άρθρο 27 παρ.1 ότι: «Οι διάδικοι, οι νόμιμοι αντιπρόσωποι και
εκπρόσωποί τους διενεργούν τις διαδικαστικές πράξεις και παρίστανται κατά τη
συζήτηση με δικαστικούς πληρεξούσιους», στο άρθρο 28 ότι: «1. Για τις πράξεις της
προδικασίας θεωρείται ότι υπάρχει η πληρεξουσιότητα, εφόσον είτε επακολουθήσει η
νομιμοποίηση δικαστικού πληρεξουσίου είτε εμφανιστεί στο ακροατήριο ο διάδικος ή
ο νόμιμος αντιπρόσωπος ή ο εκπρόσωπός του και δηλώσει ότι εγκρίνει τη διενέργειά
τους. 2. Αν, ως την πρώτη συζήτηση, δεν έχουν υποβληθεί τα στοιχεία της
νομιμοποίησης ή αυτά που έχουν υποβληθεί δεν είναι πλήρη, το δικαστήριο, ύστερα
από αίτηση του διαδίκου ή του νόμιμου αντιπροσώπου ή του εκπροσώπου ή του
εμφανιζόμενου ως δικαστικού πληρεξουσίου του, είτε αναβάλλει τη συζήτηση είτε
προχωρεί σε αυτή χορηγώντας εύλογη προθεσμία για την υποβολή τους. 3. Αν, κατά
τη διάσκεψη, διαπιστωθεί ότι τα κατά νόμο στοιχεία της νομιμοποίησης έχουν μεν
υποβληθεί όλα, είτε εξαρχής είτε ύστερα από τη χορήγηση της κατά την προηγούμενη
παράγραφο προθεσμίας, πλην αυτά παρουσιάζουν ελλείψεις, ο πρόεδρος του
δικαστηρίου ή του οικείου τμήματος, με πράξη του, καλεί τον εμφανιζόμενο ως
δικαστικό πληρεξούσιο να τα συμπληρώσει, μέσα σε τασσόμενη από αυτόν
ανατρεπτική προθεσμία. 4. Τα στοιχεία της νομιμοποίησης που υποβάλλονται
σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους μπορούν να είναι και μεταγενέστερα
από την ημερομηνία της συζήτησης. 5. Αν ο δικαστικός πληρεξούσιος του διαδίκου
τελικώς δεν νομιμοποιηθεί, οι διαδικαστικές πράξεις που διενεργήθηκαν από αυτόν
είναι αυτοδικαίως άκυρες και το σχετικό ένδικο βοήθημα ή μέσο απορρίπτεται. 6.
.....», στο άρθρο 30 παρ.1-3 ότι: «1. Δικαστικοί πληρεξούσιοι των λοιπών, πλην του
Δημοσίου και των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, διαδίκων ορίζονται
δικηγόροι, σύμφωνα με το Δικηγορικό Κώδικα ….. 2. Η, κατά την προηγούμενη
παράγραφο, δικαστική πληρεξουσιότητα παρέχεται: α) με προφορική δήλωση του
διαδίκου ή του νόμιμου αντιπροσώπου ή του εκπροσώπου του, στο ακροατήριο, η
οποία και καταχωρείται στα πρακτικά, ή β) με συμβολαιογραφική πράξη ή με
ιδιωτικό έγγραφο, οπότε όμως απαιτείται η βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του
διαδίκου ή του νόμιμου αντιπροσώπου ή του εκπροσώπου του, από οποιαδήποτε
92
δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή. Αν, στην τελευταία περίπτωση, τα πρόσωπα
αυτά δεν μπορούν να υπογράψουν το ιδιωτικό έγγραφο, τούτο υπογράφεται από δύο
(2) μάρτυρες, των οποίων βεβαιώνεται η γνησιότητα της υπογραφής κατά τον πιο
πάνω τρόπο. 3. Η δικαστική πληρεξουσιότητα προς τους κατά την πρώτη περίοδο της
παρ.1 δικαστικούς πληρεξουσίους θεωρείται ότι έχει παρασχεθεί με μόνη τη
συνυπογραφή, από το διάδικο ή το νόμιμο αντιπρόσωπο ή τον εκπρόσωπό του, κατά
περίπτωση, του δικογράφου του ένδικου βοηθήματος ή μέσου. Στην περίπτωση αυτή
η συνυπογραφή του δικηγόρου θεωρείται ως βεβαίωση της γνησιότητας της
υπογραφής των πιο πάνω προσώπων. Η διάταξη αυτή δεν έχει εφαρμογή στις
περιπτώσεις που, σύμφωνα με την παρ. 6, απαιτείται ειδική πληρεξουσιότητα» και,
τέλος, στο άρθρο 35 ότι: «Το δικαστήριο ελέγχει και αυτεπαγγέλτως τη συνδρομή
των διαδικαστικών προϋποθέσεων».

3. Κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, ερμηνευόμενων σε συνδυασμό, το


Δικαστήριο, το οποίο εξετάζει αυτεπαγγέλτως την ικανότητα για παράσταση των
διαδίκων και την πληρεξουσιότητα των παριστάμενων ως εκπροσώπων τους,
απορρίπτει αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτο ένδικο βοήθημα, το οποίο φέρεται
ότι ασκήθηκε για λογαριασμό προσώπου εμφανιζόμενου ως διαδίκου, εφόσον δεν
προσκομιστούν όλα τα σχετικά αποδεικτικά σχετικά με την ιδιότητα και την
εκπροσωπευτική ικανότητα του φερόμενου ως πληρεξούσιου δικηγόρου του,
μέχρι την πρώτη συζήτηση. Περαιτέρω, όσον αφορά στην υποχρέωση του
προεδρεύσαντος της σύνθεσης (μονομελούς ή τριμελούς) δικαστή να εκδώσει
πράξη περί συμπλήρωσης των στοιχείων της νομιμοποίησης του δικαστικού
πληρεξούσιου, κατ` άρθρο 28 παρ.3 του ΚΔΔ/μίας, από το γράμμα της
συγκεκριμένης διάταξης προκύπτει ότι ως προϋπόθεση για την εφαρμογή της
τίθεται η προσκόμιση, κατ` αρχήν, όλων των απαιτούμενων από το νόμο
νομιμοποιητικών εγγράφων μέχρι την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης (είτε αυτή
έλαβε χώρα κατόπιν χορήγησης αναβολής ή προθεσμίας προς νομιμοποίηση είτε
όχι). Εν συνεχεία, εάν κατά το μετά τη συζήτηση της υπόθεσης στάδιο
διαπιστωθεί ότι τα εμπροθέσμως μέχρι την πρώτη συζήτηση προσκομισθέντα
στοιχεία νομιμοποίησης του δικαστικού πληρεξούσιου εμφανίζουν τυπικές
ελλείψεις ή ασάφειες (πχ. ιδιωτικό πληρεξούσιο έγγραφο που δεν φέρει θεώρηση
του γνησίου της υπογραφής του διαδίκου από δημόσια, δημοτική ή κοινοτική
αρχή, μη επικύρωση συμβολαιογραφικού πληρεξούσιου εγγράφου κλπ), ο

93
προεδρεύσας της σύνθεσης δικαστής οφείλει να καλέσει με πράξη του τον
εμφανισθέντα ως δικαστικό πληρεξούσιο για την συμπλήρωση των ελλειπόντων
στοιχείων εντός τασσόμενης ανατρεπτικής προθεσμίας, παρέχοντάς του, από
λόγους επιείκειας, μία τελευταία ευκαιρία για να συμπληρώσει τυπικές ελλείψεις
των ήδη προσκομισθέντων νομιμοποιητικών εγγράφων. Επομένως, η εν λόγω
διάταξη δεν εφαρμόζεται σε περίπτωση που ο διάδικος ή ο φερόμενος ως
πληρεξούσιος δικηγόρος του δεν προσκόμισε μέχρι την πρώτη συζήτηση κανένα
νομιμοποιητικό έγγραφο ή, εάν πρόκειται για περισσότερα του ενός, προσκόμισε
ορισμένα μόνο από αυτά. Στις περιπτώσεις αυτές θεωρείται ότι δεν έχει
νομιμοποιηθεί (βλ. ΔΕφΛαρ.324/2000, ΣτΕ 1926/2005, πρβλ. ΣτΕ 3174/1996 Ολ.,
4028/1996, 4293/1996, 353/1997, 2174/1997, 2420/1997, 2072/2001, 4284/2001 Ολ.,
3615/2002 Ολ., 1996/2004, 2191/2004, επίσης Χατζητζανή, «Ερμηνεία κατ`
άρθρονΚώδικος Διοικητικής Δικονομίας», εκδ. 2002, σελ. 242-244). 4. Επειδή, στην
προκειμένη περίπτωση, το δικόγραφο της υπό κρίση ανακοπής υπογράφεται από τον
δικηγόρο Δημήτριο Μπαλέρμπα, ως πληρεξούσιο δικηγόρο του ανακόπτοντος, ο
οποίος και παρέστη κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο (βλ. πρακτικά
της δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου της 25ης-7-2007), προσκομίζοντας για
τη νομιμοποίησή του το από 20-7-2007 ιδιωτικό έγγραφο, υπογεγραμμένο από τον
ανακόπτοντα, το γνήσιο της υπογραφής του οποίου βεβαιώνεται από τον παραπάνω
δικηγόρο. Δεδομένου, όμως, ότι δεν προσκομίστηκε, όπως απαιτείται από τις
σχετικές διατάξεις, έγκυρο ιδιωτικό έγγραφο παροχής πληρεξουσιότητας στον
υπογράφοντα το ένδικο βοήθημα δικηγόρο, δηλαδή ιδιωτικό έγγραφο με βεβαίωση
του γνήσιου της υπογραφής του ανακόπτοντος από δημόσια, δημοτική ή κοινοτική
αρχή, το Δικαστήριο, κατ` εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 28 παρ.3 του
ΚΔΔ/μίας, χορήγησε στον ως άνω παραστάντα και υπογράφοντα το ένδικο βοήθημα
δικηγόρο προθεσμία τριών εργασίμων ημερών (από την Τετάρτη 5-9-2007 έως και
την Παρασκευή 7-9-2007) για την συμπλήρωση των ελλείψεων της νομιμοποίησής
του, η οποία (προθεσμία) παρήλθε άπρακτη (σχετ. η υπ` αριθ. 1/2007 πράξη της
Προέδρου του 8ου Μονομελούς που βρίσκεται στο φάκελο). Ενόψει των ανωτέρω,
εφόσον δεν έχουν προσκομιστεί όπως απαιτείται, σύμφωνα με όσα έγιναν
ερμηνευτικώς δεκτά στην τρίτη σκέψη της παρούσας, τα απαιτούμενα από το νόμο
στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι ο ανακόπτων έχει όντως αναθέσει την εξουσία
εκπροσώπησής του ενώπιον δικαστηρίου στο δικηγόρο που υπογράφει το υπό κρίση
ένδικο βοήθημα και εμφανίστηκε στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της ανακοπής
94
ως πληρεξούσιός του και, επομένως, ο τελευταίος δεν νομιμοποιήθηκε προσηκόντως,
το Δικαστήριο κρίνει ότι η ανακοπή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. 5. Επειδή,
κατ` ακολουθία των ανωτέρω, η ανακοπή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω
έλλειψης νομιμοποίησης του δικηγόρου, ενώ το παράβολο που καταβλήθηκε πρέπει
να καταπέσει υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 277 παρ.9 του ΚΔΔ/μίας).
Τέλος, ο ανακόπτων πρέπει να απαλλαγεί από τα δικαστικά έξοδα του καθ` ού, κατ`
εκτίμηση των περιστάσεων (άρθρο 275 παρ. 1 εδ.ε του ΚΔΔ/μίας).

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Απορρίπτει την ανακοπή. Διατάσσει την κατάπτωση του καταβληθέντος παραβόλου


υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου. Απαλλάσσει τον ανακόπτοντα από τα δικαστικά
έξοδα του καθ` ού Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων, κατ` εκτίμηση των
περιστάσεων.

Η απόφαση δημοσιεύτηκε στον Πειραιά στις 10-9-2007 σε δημόσια συνεδρίαση στο


ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΕΛΕΝΗ ΧΑΜΗΛΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΣ


ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΣ

1071/1997 ΣΤΕ
Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ/1997 (1) Ναρκαλιευτές. Επίδομα επικίνδυνης εργασίας
(άρθρου 5 παρ. 1 εδ. β ν.δ. 1033/1971). Μη ικανοποίηση του αιτήματος αυτών για
την καταβολή του άνω επιδόματος. Η σχετική διαφορά έχει τον χαρακτήρα
προσφυγής ουσίας για την εκδίκαση της οποίας αρμόδιο είναι το Τριμελές Διοικ.
Πρωτοδικείο Αθηνών. Εξαφάνιση της 1214/1989 αποφάσεως του Διοικητ. Εφετείου
που έκρινε το αντίθετο.

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Γ` Συνεδρίασε δημόσια στο


ακροατήριό του στις 20 Φεβρουαρίου 1997 με την εξής σύνθεση : Στ. Σαρηβαλάσης,
Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του
Τμήματος που είχε κώλυμα, Γ. Παπαμεντζελόπουλος, Δ. Μπριόλας, Σύμβουλοι, Γ.
Ποταμιάς, Κ. Πισπιρίγκος, Πάρεδροι. Γραμματέας η Δ. Τετράδη. Γ ι α να δικάσει την
95
από 20 Δεκεμβρίου 1989 έφεση: τ ο υ Υπουργού Εθνικής Αμυνας, που παρέστη με
την Ν. Μαριόλη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, κ α τ ά των 1)
................, 2) .............., που παρέστησαν με τον δικηγόρο Τ. Παπαδημητρίου ( Α.Μ.
1280 ), που τον διόρισαν με πληρεξούσιο, 3) ..............., 4) ..............., οι οποίοι
παρέστησαν με τον δικηγόρο Τ. Παπαδημητρίου (Α.Μ. 1280), στον οποίο δόθηκε
προθεσμία πέντε (5) ημερών για την νομιμοποίησή του, 5) ............., που παρέστη με
τον δικηγόρο Τ. Παπαδημητρίου (Α.Μ. 1280), που τον διόρισε με πληρεξούσιο, 6)
................., που παρέστη με τον δικηγόρο Τ. Παπαδημητρίου (Α.Μ. 1280), στον
οποίο δόθηκε προθεσμία πέντε (5) ημερών για την νομιμοποίησή του, 7)................, 8)
................, 9) ................, οι οποίοι παρέστησαν με τον δικηγόρο Τ. Παπαδημητρίου (
Α.Μ. 1280 ), που τον διόρισαν με πληρεξούσιο, 10) ............., που παρέστη με τον Τ.
Παπαδημητρίου (Α.Μ. 1280), στον οποίο δόθηκε προθεσμία πέντε (5) ημερών για τη
νομιμοποίησή του, όλων κατοίκων Αθηνών, Τακτικών Υπαλλήλων του Υπουργείου
Εθνικής Αμυνας του Κλάδου Ναρκαλιευτών, του Τάγματος Εκκαθαρίσεως
Ναρκοπεδίων Ξηράς, κ α ι κατά της υπ` αριθμ. 1214/89 αποφάσεως του Διοικητικού
Εφετείου Αθηνών. Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή,
Συμβούλου Γ. Παπαμεντζελόπουλου. Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την
αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους
λόγους εφέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η έφεση και τον πληρεξούσιο των
εφεσιβλήτων, που ζήτησε την απόρριψή της. Μετά τη δημόσια συνεδρίαση, το
δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου, κ α ι Α φ ο ύ μ ε λ έ τ
η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο 1. Επειδή, για την
άσκηση της υπό κρίση εφέσεως δεν απαιτείται κατά νόμον η καταβολή τελών και
παραβόλου. 2. Επειδή, με την έφεση αυτή ζητείται η εξαφάνιση της υπ` αριθμ.
1214/1989 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία έγινε δεκτή
αίτηση των εφεσιβλήτων, υπαλλήλων του κλάδου ΔΕ Τεχνιτών, ειδικότητας
ναρκαλιευτών, του Υπουργείου Εθνικής Αμυνας, και ακυρώθηκε η παράλειψη της
Διοικήσεως να τους χορηγήσει το επίδομα επικίνδυνης εργασίας που προβλέπεται
από το άρθρο 5 παρ. 1 εδ. β` του ν.δ. 1033/1971 ( ΦΕΚ Α` 232 ). 3. Επειδή, για τους
3ο, 4ο, 6ο και 10ο των εφεσιβλήτων δόθηκε προθεσμία πέντε ημερών για τη
νομιμοποίηση του παραστάντος δικηγόρου, η οποία όμως παρήλθε άπρακτος. 4.
Επειδή, στο άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 1406/1983 (ΦΕΚ Α` 182 ) ορίζεται ότι στη
δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων υπάγονται, μεταξύ άλλων,
οι διοικητικές διαφορές ουσίας που αναφύονται κατά την εφαρμογή της
96
νομοθεσίας που αφορά τις κάθε είδους αποδοχές του προσωπικού εν γένει του
Δημοσίου, οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως και ν.π.δ.δ., οι οποίες
ρυθμίζονται από διατάξεις κανονιστικού περιεχομένου ( περιπτ. θ` ). Κατά την
έννοια της διατάξεως αυτής, όπως έχει κριθεί ( βλ. ΣτΕ 4358/90, 2124/92, 2102,
5796/95 κ.α ), ως διοικητική διαφορά ουσίας που γεννάται κατά την εφαρμογή
της πιό πάνω νομοθεσίας θεωρείται εκείνη η οποία αφορά δεδουλευμένες
αποδοχές υπαλλήλων του Δημοσίου κ.λ.π., δηλαδή αποδοχές αναφερόμενες σε
ορισμένο παρελθόν χρονικό διάστημα. Συνεπώς, η διαφορά αυτή υπάγεται στην
αρμοδιότητα των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Αντίθετα, υπόκεινται σε
προσβολή με αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ή
των Διοικητικών Εφετείων, ανάλογα με το βαθμό του διαδίκου υπαλλήλου,
διοικητικές πράξεις που αφορούν την ενεστώσα μισθολογική κατάσταση των πιό
πάνω υπαλλήλων. 5. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα
στοιχεία του φακέλου, οι εφεσίβλητοι, οι οποίοι με τις υπ` αριθμ.
471.11/333/626717/Σ. 5860/20.11.1986 ( ΦΕΚ Γ` 285/86 ) και Φ.
471.11/43/637979/Σ. 976/9.3.1987 ( ΦΕΚ Γ` 56/87 ) αποφάσεις του Αντιπροέδρου
της Κυβέρνησης και Υπουργού Εθνικής Αμυνας διορίσθηκαν μετά από επιλογή σε
κενές οργανικές θέσεις μονίμων υπαλλήλων του κλάδου ΔΕ τεχνιτών, ειδικότητας
ναρκαλιευτών, του Υπουργείου Εθνικής Αμυνας, υπέβαλαν στην υπηρεσία τους τις
από 11.1.1988 αιτήσεις, με τις οποίες ζήτησαν να τους καταβληθεί για όλο το χρονικό
διάστημα της υπηρεσίας τους, δηλαδή από την ημέρα της ορκωμοσίας τους μέχρι την
ημέρα υποβολής των αιτήσεών τους αυτών (15.1.1988), το επίδομα επικίνδυνης
εργασίας (140%) που σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 1 εδ. β` του ν.δ. 1033/1971
καταβάλλεται στο τεχνικό ιδιωτικό προσωπικό του Τάγματος Εκκαθάρισης
Ναρκοπεδίων Ξηράς. Παρελθόντος απράκτου τριμήνου από της υποβολής των
αιτήσεών τους αυτών, άσκησαν κατά της παραλείψεως της Διοικήσεως να
ικανοποιήσει το αίτημά τους την από 20.5.1988 αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του
Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, επί της οποίας εκδόθηκε η ήδη εκκαλουμένη
απόφαση. Με την απόφαση αυτή κρίθηκε ότι η χορήγηση του πιό πάνω επιδόματος
στους εφεσιβλήτουςεπεβάλλετο εκ λόγων ισότητος προς τους λαμβάνοντας αυτό
συναδέλφους των οι οποίοι είχαν μονιμοποιηθεί στην υπηρεσία σύμφωνα με τις
διατάξεις του ν. 1476/1984 ( ΦΕΚ Α` 136 ), με τη σκέψη δε αυτή έγινε δεκτή η
ασκηθείσα αίτηση και ακυρώθηκε η προσβληθείσα παράλειψη. Το αίτημα όμως που
οι εφεσίβλητοι απηύθηναν προς τη Διοίκηση, με τις από 11.1.1988 αιτήσεις τους
97
αφορούσε στην καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών που αντιστοιχούν σε
συγκεκριμένο παρελθόν χρονικό διάστημα και όχι στην ενεστώσα μισθολογική τους
κατάσταση. Ως εκ τούτου και σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην προηγούμενη
σκέψη, η διαφορά που ανέκυψε από τη μη ικανοποίηση του αιτήματος αυτού ήταν
διοικητική διαφορά ουσίας και το ασκηθέν από τους εφεσιβλήτους ενώπιον του
Διοικητικού Εφετείου Αθηνών ένδικο μέσο είχε το χαρακτήρα προσφυγής ουσίας, για
την εκδίκαση της οποίας αρμόδιο ήταν το Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών
( άρθρο 3 παρ. 1 ν. 1406/1983 και άρθρο 3 παρ.1 π.δ. 341/1978 ). Για το λόγο
συνεπώς αυτόν, που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, ως αναγόμενος στην αρμοδιότητα
του δικάσαντος Διοικητικού Εφετείου, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση έφεση και
να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, η δε υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί στο
δικάσαν Διοικητικό Εφετείο για να παραπέμψει το ασκηθένενώπιόν του ένδικο μέσο
στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 4 του π.δ.
341/1978 ( ΦΕΚ Α` 71), που είναι εφαρμοστέο και στην περίπτωση αυτή σύμφωνα
με το άρθρο 4 του ν. 1406/1983 ( ΣτΕ 2102, 5796/95 ). Δ ι ά τ α ύ τ α Δέχεται την υπό
κρίση έφεση. Εξαφανίζει την υπ` αριθμ. 1214/1989 απόφαση του Διοικητικού
Εφετείου Αθηνών. Αναπέμπει την υπόθεση στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών κατά τα
αναφερόμενα στο αιτιολογικό και εκτιμώντας τις περιστάσεις συμψηφίζει μεταξύ των
διαδίκων τη δικαστική δαπάνη. Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 25 Φεβρουαρίου
1997 Ο Προεδρεύων Σύμβουλος Η Γραμματέας Σ. Σαρηβαλάσης Δ. Τετράδη και η
απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 13ης Μαρτίου 1997. Ο
Προεδρεύων Σύμβουλος Η Γραμματέας Σ. Σαρηβαλάσης Σ. Χάρου

257/2011 ΔΕΦ ΑΘ

(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Διοικητική δικονομία. Η υπογραφή του δικαστικού


πληρεξουσίου του διαδίκου ως στοιχείο της εγκυρότητας του δικογράφου. Η
υπογραφή πρέπει να έχει τεθεί από ιδιοχείρως και όχι με μηχανικό μέσο, όπως είναι η
σφραγίδα. Η τυχόν, όμως, έλλειψη της υπογραφής αυτής δεν καθιστά άκυρο το
δικόγραφο, όταν η ταυτότητα αυτού που υπογράφει με μηχανικό μέσο και η
σοβαρότητα της πρόθεσής του να ασκήσει το ένδικο βοήθημα συνάγονται ασφαλώς
από άλλα στοιχεία, όπως πράξεις ή δικόγραφα του χρόνου κατάθεσης του εν λόγω
εισαγωγικού δικογράφου και όχι από μεταγενέστερα δικόγραφα ή μεταγενεστέρες

98
διαδικαστικές πράξεις σχετιζόμενες ή απορρέουσες από αυτό.

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Τμήμα 3ο Τριμελές

Αποτελούμενο από τους: Γεωργία Πετράκη-Γιαννοπούλου, Πρόεδρο Εφετών Δ.Δ.,


Λαμπρινή Πλούμη και Λουκία Σκουρολιάκου -Εισηγήτρια, Εφέτες Διοικητικών
Δικαστηρίων και γραμματέα την Μαρίνα Μωρέση, δικαστική υπάλληλο,

συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 4 Οκτωβρίου 2010, για να δικάσει την
από 11 Φεβρουαρίου 2010 (αριθμ. καταχ. ΑΒΕΜ: 1097/19-3-2010) έφεση,

της ΑΕ «..... ...... .... .....», που εδρεύει στην Αθήνα (.... .... ... ... .... ..... ..), η οποία
παραστάθηκε με τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Ξενοφώντα Παπαγιάννη, σύμφωνα
με την από 1-10-2010 έγγραφη δήλωσή του, που κατέθεσε στη Γραμματεία του
Δικαστηρίου (Ν. 2915/01),

κατά του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται από τον Προϊστάμενο του
Εθνικού Ελεγκτικού Κέντρου (Ε.Θ.Ε.Κ.) και παραστάθηκε με τη Δικαστική
Αντιπρόσωπο του ΝΣΚ Ζωή Φάμα, σύμφωνα με την από 1-10-2010 έγγραφη δήλωσή
της, που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου.

Το Δικαστήριο,

μελέτησε τη δικογραφία και

σκέφτηκε σύμφωνα με το νόμο.

1.Επειδή, με την κρινόμενη έφεση, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το
νόμιμο παράβολο (βλ το 2344307/1.2.2010, σειρά Α, έντυπο παραβόλου και το
8483/7.10.2010 διπλότυπο είσπραξης τύπου Α του Τμήματος Εσόδων της Δ.Ο.Υ.
ΚΑ΄ Αθηνών) επιδιώκεται παραδεκτώς η εξαφάνιση της 8925/2008 απόφασης του
Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε ως
απαράδεκτη η από 29.10.2003 προσφυγή της εκκαλούσας εταιρίας κατά του
495/2003 φύλλου ελέγχου φόρου εισοδήματος, οικονομικού έτους 2002
99
(διαχειριστική περίοδος 1.1 έως 31.12.2001) του Προϊσταμένου του Εθνικού
Ελεγκτικού Κέντρου.

2. Επειδή, στην παρ. 1 του άρθρου 27 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας


(ν.2717/1999, ΦΕΚ Α΄ 97) ορίζεται ότι : «Οι διάδικοι, οι νόμιμοι αντιπρόσωποι και οι
εκπρόσωποί τους διενεργούν τις διαδικαστικές πράξεις και παρίστανται κατά τη
συζήτηση με δικαστικούς πληρεξουσίους». Περαιτέρω, στην παρ. 5 του άρθρου 45
του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι : «Τα δικόγραφα και τα υπομνήματα υπογράφονται
από τους δικαστικούς πληρεξουσίους των διαδίκων.....», ενώ στο άρθρο 46 ορίζεται
ότι : «Δικόγραφο που δεν περιέχει τα προβλεπόμενα από τις παρ. 1 και 5 του
προηγούμενου άρθρου στοιχεία, είναι άκυρο, εκτός αν αυτά προκύπτουν από την
εκτίμηση του όλου περιεχομένου του». Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, το
δικόγραφο του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου πρέπει να φέρει, κατ’ αρχάς, την
υπογραφή του δικαστικού πληρεξουσίου του διαδίκου, η επιταγή δε αυτή πληρούται
όταν η υπογραφή αυτή έχει τεθεί από το ανωτέρω πρόσωπο ιδιοχείρως και όχι με
μηχανικό μέσο, όπως είναι η σφραγίδα. Η τυχόν, όμως, έλλειψη της υπογραφής αυτής
δεν καθιστά άκυρο το δικόγραφο, όταν η ταυτότητα αυτού που υπογράφει με
μηχανικό μέσο και η σοβαρότητα της πρόθεσής του να ασκήσει το ένδικο βοήθημα ή
μέσο συνάγονται ασφαλώς από τα υπάρχοντα στοιχεία (βλ. ΣτΕ 3487/2007, πρβλ.
ΣτΕ 1243/2005, 1937/2002, ΣτΕΟλομ. 2223/1993 κ.α.), μεταξύ των οποίων από
πράξεις ή δικόγραφα του χρόνου κατάθεσης του εν λόγω εισαγωγικού δικογράφου
και όχι από μεταγενέστερα δικόγραφα ή μεταγενεστέρες διαδικαστικές πράξεις
σχετιζόμενες ή απορρέουσες από αυτό (βλ. ΣτΕ 1032/2009).

3. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση το δικόγραφο της από 29.10.2003 προσφυγής


της εκκαλούσας εταιρίας κατά του 495/2003 φύλλου ελέγχου φόρου εισοδήματος,
οικονομικού έτους 2002, του Προϊσταμένου του Εθνικού Ελεγκτικού Κέντρου,
ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών (πράξη κατάθεσης στο Εθνικό
Ελεγκτικό Κέντρο 311/3.11.2003), το οποίο φέρεται ότι έχει συνταχθεί από τη
δικηγόρο Ελένη Ν. Μανώλη, ως πληρεξούσια δικηγόρο της εκκαλούσας εταιρίας,
φέρει μόνον την επαγγελματική σφραγίδα της πιο πάνω δικηγόρου, όχι όμως και την
υπογραφή της. Ενόψει τούτου, το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών, με την
8925/2008 απόφασή του, απέρριψε την πιο πάνω προσφυγή ως απαράδεκτη, με την
αιτιολογία ότι το δικόγραφο της προσφυγής είναι άκυρο, καθόσον δεν φέρει την
100
υπογραφή της φερόμενης ως πληρεξούσιας δικηγόρου, ούτε από κάποιο άλλο
στοιχείο συνάγεται η ταυτότητα αυτής και η σοβαρότητα της πρόθεσής της για την
άσκηση του ένδικου αυτού βοηθήματος, δεδομένου ότι α) η προσφυγή κατατέθηκε
στην αρχή που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη από το ........ , ο οποίος υπογράφει
ως καταθέσας τη σχετική πράξη, η ιδιότητα, όμως, του οποίου ως δικηγόρου δεν
προκύπτει από κανένα στοιχείο της δικογραφίας, β) μέχρι την επ’ ακροατηρίου
συζήτηση σε πρώτο βαθμό της υπόθεσης (21.2.2008) δεν προσκομίστηκε στο
Δικαστήριο πανομοιότυπο αντίγραφο του δικογράφου της προσφυγής, που να φέρει
ιδιόχειρη υπογραφή της δικηγόρου, ενώ το αντίγραφο που περιλαμβάνεται στη
δικογραφία φέρει ομοίως μόνον την επαγγελματική της σφραγίδα και γ) τόσο στις
δικασίμους κατά τις οποίες η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε, κατόπιν
αιτήματος της εκκαλούσας, όσο και κατά τη δικάσιμο κατά την οποία τελικά
συζητήθηκε η προσφυγή δεν παραστάθηκε η πιο πάνω δικηγόρος, αλλά άλλοι
δικηγόροι.

4. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση η εκκαλούσα εταιρία, μεταξύ άλλων προβάλλει


ότι η ταυτότητα της δικηγόρου που υπέγραψε με μηχανικό μέσο την προσφυγή και η
σοβαρότητα της πρόθεσής της να ασκήσει το ένδικο αυτό βοήθημα προκύπτουν από
προγενέστερες και μεταγενέστερες διαδικαστικές πράξεις και δικόγραφα ενώπιον των
διοικητικών και των δικαστικών αρχών που σχετίζονται ή απορρέουν από το κύριο
δικόγραφο της προσφυγής. Ειδικότερα η εκκαλούσα, προκειμένου να αποδείξει τον
ισχυρισμό της αυτό, επικαλείται : α) το από 21/10/2003 Πρακτικό του Διοικητικού
Συμβουλίου της εκκαλούσας εταιρίας, με το οποίο εξουσιοδοτείται η δικηγόρος
Ελένη Ν. Μανώλη να υποβάλει αίτημα για διοικητική επίλυση της διαφοράς, να
ασκήσει προσφυγή, να αιτηθεί την αναστολή εκτέλεσης του προσβαλλόμενου φύλλου
ελέγχου, καθώς και να πράξει ό,τι είναι αναγκαίο για την εκτέλεση των ανωτέρω, β)
την από 21/10/2003 αίτηση περί διοικητικής επίλυσης της διαφοράς, η οποία φέρει,
κατά τους ισχυρισμούς της, την ιδιόχειρη και με μηχανικό μέσο (σφραγίδα)
υπογραφή της δικηγόρου Ελένης Ν. Μανώλη, η οποία (διοικητική επίλυση), όμως,
τελικά δεν επιτεύχθηκε, σημειώνοντας, ειδικότερα, ότι το χρονικό διάστημα που
μεσολάβησε μεταξύ της κατάθεσης της αίτησης περί διοικητικής επίλυσης της
διαφοράς (21.10.2003) και της άσκησης της προσφυγής (29.10.2003) είναι πολύ
μικρό, ώστε εύλογα να συνάγεται ότι η σοβαρότητα της πρόθεσης που υπήρχε κατά
την υποβολή της αίτησης διοικητικής επίλυσης της διαφοράς να υπήρχε και κατά την
101
άσκηση της προσφυγής, αφού πρόκειται για δύο πράξεις που συνδέονται μεταξύ τους,
καθόσον αφορούν την ίδια υπόθεση και η διενέργεια της δεύτερης (κατάθεση της
προσφυγής) είναι συνέχεια της πρώτης και της μη επίτευξης του συμβιβασμού που
επιδιώχθηκε με αυτήν και γ) την από 23/3/2004 αίτηση για αναστολή εκτέλεσης του
προσβαλλόμενου φύλλου ελέγχου, η οποία έγινε δεκτή με την 3838/2004 απόφαση
του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, την οποία υποστήριξε με εμφάνισή της
ενώπιον του δικαστηρίου (σε συμβούλιο) η δικηγόρος Ελένη Μανώλη, όπως
αποδεικνύεται από το κείμενο της απόφασης αυτής.

5. Επειδή, ενόψει των πιο πάνω ισχυρισμών της εκκαλούσας εταιρίας και με
δεδομένο ότι τα επικαλούμενα από αυτήν έγγραφα στοιχεία, από τα οποία, κατά την
άποψή της, προκύπτει η σοβαρότητα της πρόθεσης της δικηγόρου Ελένης Ν.
Μανώλη να ασκήσει την ένδικη προσφυγή, δεν περιλαμβάνονται στα έγγραφα
στοιχεία της δικογραφίας, το Δικαστήριο κρίνει αναγκαίο, προκειμένου να
σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση, να διατάξει τη συμπλήρωση των αποδείξεων,
κατ’ άρθρο 151 του Κ.Δ.Δ., σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό
της απόφασης αυτής.

Δ Ι Α Τ Α Υ Τ Α

Δέχεται τυπικά την έφεση.

Αναβάλλει την έκδοση οριστικής απόφασης.

Υποχρεώνει την εκκαλούσα εταιρία, μέσα σε προθεσμία είκοσι ημερών (20) από την
κοινοποίηση σ’ αυτήν της παρούσας απόφασης, να προσκομίσει στη Γραμματεία του
Δικαστηρίου τούτου (Τμήμα 3ο) επικυρωμένα αντίγραφα του Πρακτικού του
Διοικητικού Συμβουλίου της, με ημερομηνία 21.10.2003, περί χορήγησης
πληρεξουσιότητας στη δικηγόρο Ελένη Μανώλη για την άσκηση, μεταξύ άλλων, της
προσφυγής κατά του 495/2003 φύλλου ελέγχου φόρου εισοδήματος, οικονομικού
έτους 2002, του Προϊσταμένου του Εθνικού Ελεγκτικού Κέντρου, καθώς και της
αίτησης, με ημερομηνία 21.10.2003, περί διοικητικής επίλυσης της σχετικής
διαφοράς. Μετά την προσκόμιση των στοιχείων αυτών η υπόθεση θα εισαχθεί σε νέα
δικάσιμο με κλήτευση των διαδίκων.
102
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 30 Νοεμβρίου 2010 και δημοσιεύθηκε
στην ίδια πόλη, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου,
στην Αθήνα στις 31 Ιανουαρίου 2011.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ

ΓΕΩΡΓΙΑ ΠΕΤΡΑΚΗ-ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ ΛΟΥΚΙΑ ΣΚΟΥΡΟΛΙΑΚΟΥ

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΜΑΡΙΝΑ ΜΩΡΕΣΗ

3490/2008 ΣΤΕ ( 488922)

(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ , ΔΔΙΚΗ 2010/271) Διοικητική εκτέλεση κατά τον


ΚΕΔΕ και πλειστηριασμός ακινήτου του οφειλέτη. Εφεση και έναρξη της προθεσμίας
για την άσκησή της. Η επίδοση επιτρέπεται να γίνει οπουδήποτε αφορά μόνον το
πρόσωπο του προς ον η επίδοση. Νομίμως κρίθηκε από το δικάσαν δικαστήριο ότι η
επίδοση της πρωτοδίκου αποφάσεως προς συνεργάτιδα της πληρεξουσίας δικηγόρου
της αναιρεσίβλητης, σε χώρο άλλο από το χώρο κατοικίας ή εργασίας, δεν ήταν
έγκυρη και συνεπώς εμπροθέσμως ασκήθηκε από την αναιρεσίβλητη, μετά την
πάροδο τριάντα ημερών από της επιδόσεως, έφεση. Η διάταξη του β΄ εδαφίου της
παρ. 2 του άρθρου 75 του Κ.Ε.Δ.Ε., κατά το μέρος που τάσσει στον οφειλέτη στον
οποίο δεν είχε κοινοποιηθεί έγκυρα το πρόγραμμα του πλειστηριασμού τρίμηνη
προθεσμία ανακοπής, ακόμη και στην περίπτωση που ο οφειλέτης αυτός αγνοεί τον
πλειστηριασμό, είναι ανίσχυρη και αντισυνταγματική. Αν στον οφειλέτη δεν
κοινοποιήθηκε εγκύρως το πρόγραμμα του πλειστηριασμού ή δεν έλαβε καθ΄
οιονδήποτε τρόπο γνώση αυτού μέχρι την ημέρα της διενεργείας του, επιτρέπεται
ανακοπή ακυρώσεως του πλειστηριασμού μέσα σε 10 ημέρες από τότε που τον
πληροφορήθηκε, έστω και αν πέρασε η ανωτέρω τρίμηνη προθεσμία. Το δικάσαν

103
δικαστήριο, δεχθέν την έφεση της αναιρεσίβλητης και δικάσαν την ανακοπή του
αναιρεσείοντος, την απέρριψε κατ΄ επίκλησιν της ανωτέρω διατάξεως, αφού, χωρίς
να γίνει μνεία περί της εγκυρότητος ή μη της επιδόσεως του προγράμματος
πλειστηριασμού στον αναιρεσείοντα, κρίθηκε ότι η ανακοπή ασκήθηκε μετά την
πάροδο τριών μηνών από τη διενέργεια του πλειστηριασμού. Η κρίση αυτή δεν είναι
νόμιμη. Δεκτή η αναίρεση (αναιρεί την αριθμ. 606/2002 απόφαση του Τριμελούς
Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς).

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΣΤ΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 25 Φεβρουαρίου 2008, με την εξής
σύνθεση : Θ. Χατζηπαύλου, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του ΣΤ΄ Τμήματος, Στ.
Χαραλάμπους, Δ. Αλεξανδρής, Σύμβουλοι, Β. Ραφτοπούλου, Δ. Τομαράς, Πάρεδροι.
Γραμματέας η Β. Ραφαηλάκη, Γραμματέας του ΣΤ΄ Τμήματος.

Για να δικάσει την από 9 Αυγούστου 2002 αίτηση : του ........... .... του ...........,
κατοίκου Αίγινας, οδός ........... αρ. .., ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Γεώργιο
Γαλάνη (Α.Μ. 4195), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,

κατά των: 1) Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «΄Ιδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων»


(Ι.Κ.Α.), που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Αγίου Κωνσταντίνου αρ. 8, το οποίο παρέστη
με την Παναγιώτα Δασκαλέα-Ασημακοπούλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου
του Κράτους και 2) ...... θυγατρός ......... ........., κατοίκου Αθηνών, οδός ............. αρ.
.., η οποία παρέστη με τον δικηγόρο ΄ΑγγελοΣκιαδά (Α.Μ. 10299), που τον διόρισε
με πληρεξούσιο.

Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 606/2002


απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Συμβούλου Στ.
Χαραλάμπους.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αναιρεσείοντος, ο οποίος


ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να
104
γίνει δεκτή η αίτηση, τον πληρεξούσιο της αναιρεσιβλήτου και την αντιπρόσωπο του
αναιρεσιβλήτου Ιδρύματος, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του


δικαστηρίου και

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

Σκέφθηκε κατά το Νόμο

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο
παράβολο (434850-4, 434794/2002 ειδικά έντυπα παραβόλου).

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή, όπως συμπληρώθηκε με το από 18.1.2008 δικόγραφο


προσθέτων λόγων, ζητείται η αναίρεση της υπ’ αριθμ. 606/2002 αποφάσεως του
Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς με την οποία έγινε δεκτή έφεση της
...... ......... κατά της υπ’ αριθμ. 967/2000 αποφάσεως του Μονομελούς Διοικητικού
Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξαφανίσθηκε η τελευταία αυτή απόφαση, ακολούθως δε
απερρίφθη ανακοπή του αναιρεσείοντος κατά της υπ’ αριθμ. 17083/24.2.1999
εκθέσεως αναγκαστικού πλειστηριασμού ακινήτου του.

3. Επειδή, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση σε


συνδυασμό με την πρωτόδικη, με την υπ’ αριθμ. 7197/1997 έκθεση αναγκαστικής
κατασχέσεως κατασχέθηκε ακίνητο (οικόπεδο) του αναιρεσείοντος, κείμενο στην
Αίγινα, για χρέος αυτού προς το Ι.Κ.Α. Με βάση την έκθεση αυτή εκδόθηκε από τον
αρμόδιο Διευθυντή του Ι.Κ.Α. Πειραιώς το υπ’ αριθμ. 40/30.12.1998 πρόγραμμα
αναγκαστικού πλειστηριασμού, με το οποίο ορίσθηκε ως ημέρα πλειστηριασμού η
24.2.1999. Κατά της επακολουθησάσης υπ’ αριθμ. 17083/24.2.1999 εκθέσεως
αναγκαστικού πλειστηριασμού, βάσει της οποίας το εκπλειστηριασθέν ακίνητο
περιήλθε στην υπερθεματίστρια (αναιρεσίβλητη) ...... ..........., ο αναιρεσείων άσκησε
ανακοπή ενώπιον του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς το οποίο, με
την υπ’ αριθμ. 967/2000 απόφασή του, δέχθηκε την ανακοπή και ακύρωσε την
έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού με την αιτιολογία ότι το πρόγραμμα
πλειστηριασμού δεν είχε επιδοθεί νομίμως στον ανακόπτοντα (αναιρεσείοντα).
105
΄Εφεση της ........ ......... κατά της ανωτέρω πρωτοδίκου αποφάσεως έγινε δεκτή με την
προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 606/2002 απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού
Πρωτοδικείου Πειραιώς το οποίο εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, δίκασε την
ασκηθείσα ανακοπή και την απέρριψε ως απαράδεκτη με την αιτιολογία ότι η εν
λόγω ανακοπή ασκήθηκε μετά την πάροδο τριών μηνών από τη διενέργεια του
πλειστηριασμού.

4. Επειδή, εν πρώτοις, το δικάσαν δικαστήριο, έκρινε ότι η ασκηθείσαενώπιόν του


υπό της αναιρεσίβλητης έφεση κατά της πρωτοδίκου αποφάσεως ήταν εμπρόθεσμη
προ πάσης επιδόσεως, αφού η επίδοση στην αναιρεσίβλητη της εν λόγω αποφάσεως
δεν ήταν νόμιμη, «γιατί έγινε σε συνεργάτιδα της πληρεξούσιας δικηγόρου της στο
κατάστημα του δικαστηρίου τούτου, ενώ, σύμφωνα με τα άρθρα 50 παρ. 1 και 47
παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, η επίδοση σε χώρο άλλο από την
κατοικία ή το χώρο εργασίας μπορεί να γίνει μόνο στον ίδιο το διάδικο ή το
δικαστικό του πληρεξούσιο ή αντίκλητο και όχι σε τρίτο πρόσωπο, όπως έγινε εν
προκειμένω». Με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η κρίση αυτή του
δευτεροβαθμίου δικαστηρίου είναι εσφαλμένη καθόσον, υπό τα εκτεθέντα
πραγματικά περιστατικά, η γενομένη στην αναιρεσίβλητη επίδοση ήταν έγκυρη και
συνεπώς η κατατεθείσα από αυτήν, μετά την πάροδο τριάντα ημερών από της εν
λόγω επιδόσεως, έφεση ασκήθηκε εκπροθέσμως, διότι από τις ανωτέρω διατάξεις του
Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας δεν προκύπτει ότι η επίδοση σε χώρο άλλο από το
χώρο κατοικίας ή εργασίας μπορεί να γίνει μόνο στο διάδικο ή στο δικαστικό του
πληρεξούσιο και όχι σε τρίτο πρόσωπο.

5. Επειδή, ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999 φ. 97) ορίζει στο άρθρο
47 ότι «με την επιφύλαξη των οριζομένων στην παρ. 3, η επίδοση επιτρέπεται
οπουδήποτε και οποτεδήποτε βρεθεί το πρόσωπο προς το οποίο αυτή μπορεί να γίνει.
Αν η επίδοση διενεργηθεί σε τόπο ή χρόνο άλλο από εκείνον που προβλέπεται για
κάθε περίπτωση, είναι άκυρη μόνο αν δεν συναινεί το πρόσωπο προς το οποίο αυτή
γίνεται . . . (παρ. 1) . . . Επίδοση σε χώρους λατρείας κατά τις ώρες των
ιεροτελεστιών, των θρησκευτικών τελετών ή των προσευχών, καθώς και σε αίθουσα
δικαστηρίου όταν συνεδριάζει, είναι άκυρη ακόμη και αν υπάρχει συναίνεση του
προσώπου προς το οποίο αυτή διενεργείται (παρ. 3)», στο άρθρο 50 παρ. 1 ότι «οι
επιδόσεις προς τους ιδιώτες διενεργούνται στην κατοικία ή στο χώρο εργασίας, κατά
106
περίπτωση, προσωπικώς στους ίδιους ή στους νόμιμους αντιπροσώπους ή στους
εκπροσώπους ή στους δικαστικούς πληρεξουσίους ή στους αντικλήτους τους . . .» και
στο άρθρο 52 παρ. 1 ότι «αν τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου
50 απουσιάζουν από το κατάστημα, το γραφείο ή το εργαστήριο όπου εργάζονται, το
έγγραφο παραδίδεται σε συνεταίρο ή συνεργάτη ή υπάλληλο που εργάζεται στον ίδιο
χώρο . . .».

6. Επειδή, από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι η ανωτέρω


διάταξη του άρθρου 47 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας που ορίζει ότι η
επίδοση επιτρέπεται να γίνει οπουδήποτε αφορά μόνον το πρόσωπο του προς ον η
επίδοση (βλ. ΣτΕ 2573/1990). Επομένως, νομίμως κρίθηκε από το δικάσαν
δικαστήριο ότι η εν προκειμένω γενομένη επίδοση της πρωτοδίκου αποφάσεως προς
συνεργάτιδα της πληρεξουσίας δικηγόρου της αναιρεσίβλητης, σε χώρο άλλο από το
χώρο κατοικίας ή εργασίας, δεν ήταν έγκυρη και συνεπώς εμπροθέσμως ασκήθηκε
από την αναιρεσίβλητη, μετά την πάροδο τριάντα ημερών από της κατά τα άνω
επιδόσεως, έφεση κατά της ανωτέρω αποφάσεως, απορριπτομένου ως αβασίμου του
περί του αντιθέτου λόγου αναιρέσεως.

7. Επειδή, το άρθρο 75 παρ. 2 του ν.δ. 356/1974 «περί Κ.Ε.Δ.Ε.» (φ. 90) ορίζει τα
εξής: «Μετά παρέλευσιν 10 ημερών από του πλειστηριασμού δεν επιτρέπεται εις τον
οφειλέτην ανακοπή ακυρώσεως των μέχρι του πλειστηριασμού πράξεων της
εκτελέσεως. Ωσαύτως μετά παρέλευσιν 10 ημερών από του πλειστηριασμού δεν
επιτρέπεται ανακοπή ακυρώσεως του πλειστηριασμού εις τον οφειλέτην και τους
ενυποθήκουςδανειστάς εάν εκοινοποιήθη εις αυτούς εγκύρως το πρόγραμμα
πλειστηριασμού ή οπωσδήποτε έλαβον γνώσιν αυτού μέχρι της ημέρας διενεργείας
του, κατ’ ουδεμίαν δε περίπτωσιν μετά παρέλευσιν 3 μηνών από ταύτης». Όπως έχει
κριθεί, η παρατεθείσα διάταξη του β΄ εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 75 του
Κ.Ε.Δ.Ε., κατά το μέρος που τάσσει στον οφειλέτη στον οποίον δεν είχε κοινοποιηθεί
έγκυρα το πρόγραμμα του πλειστηριασμού τρίμηνη προθεσμία ανακοπής, ακόμη και
στην περίπτωση που ο οφειλέτης αυτός αγνοεί τον πλειστηριασμό, είναι ανίσχυρη και
αντισυνταγματική (ΑΕΔ 2/1999, Ολομ. ΣτΕ 3581, 4107/1999). Εν όψει των ανωτέρω,
κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως, αν στον οφειλέτη δεν κοινοποιήθηκε εγκύρως
το πρόγραμμα του πλειστηριασμού ή δεν έλαβε καθ’ οιονδήποτε τρόπο γνώση αυτού
μέχρι την ημέρα της διενεργείας του, επιτρέπεται ανακοπή ακυρώσεως του
107
πλειστηριασμού μέσα σε 10 ημέρες από τότε που τον πληροφορήθηκε, έστω και αν
πέρασε η τρίμηνη προθεσμία που η εν λόγω διάταξη τάσσει ως απώτατο όριο (ΣτΕ
77, 3844/2003).

8. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, κατά τα εκτεθέντα στην τρίτη σκέψη, το


πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε την ανακοπή του αναιρεσείοντος και ακύρωσε την
έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού του ακινήτου του με την αιτιολογία ότι το
πρόγραμμα πλειστηριασμού δεν είχε επιδοθεί νομίμως σε αυτόν, ενώ, το δικάσαν
δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δεχθέν την έφεση της αναιρεσίβλητης και δικάσαν την
ανακοπή του αναιρεσείοντος, την απέρριψε κατ’ επίκλησιν της ανωτέρω διατάξεως
του β΄ εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 75 του Κ.Ε.Δ.Ε., αφού, χωρίς να γίνει μνεία
περί της εγκυρότητος ή μη της επιδόσεως του προγράμματος πλειστηριασμού στον
αναιρεσείοντα, κρίθηκε ότι η ανακοπή ασκήθηκε μετά την πάροδο τριών μηνών από
τη διενέργεια του πλειστηριασμού (24.2.1999: διενέργεια πλειστηριασμού και
8.7.1999: κατάθεση ανακοπής). Σύμφωνα, όμως, με τα εκτεθέντα στην προηγούμενη
σκέψη, η κρίση αυτή του δικάσαντος δικαστηρίου δεν είναι νόμιμη, κατά το βασίμως
προβαλλόμενο λόγο αναιρέσεως και συνεπώς η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να
αναιρεθεί και η υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό, να
παραπεμφθεί στο δικάσαν δικαστήριο για νέα νόμιμη κρίση.

9. Επειδή, συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή.

Διά ταύτα

Δέχεται την κρινόμενη αίτηση.

Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 606/2002 απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου
Πειραιώς, στο οποίο παραπέμπει την υπόθεση, κατά το σκεπτικό.

Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου.

Επιβάλλει στους αναιρεσιβλήτους τη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος,


ανερχόμενη σε εννεακόσια είκοσι (920) ευρώ.

108
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 3 Μαρτίου 2008

Ο Πρόεδρος του ΣΤ΄ Τμήματος Η Γραμματέας του ΣΤ΄ Τμήματος Θ.


Χατζηπαύλου Β. Ραφαηλάκη

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 1ης Δεκεμβρίου 2008.

Η Προεδρεύουσα Σύμβουλος Ο Γραμματέας Ε. Γαλανού Ι. Μητροτάσιος ΣΤΟ


ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ

Εντέλλεται προς κάθε δικαστικό επιμελητή να εκτελέσει όταν του το ζητήσουν την
παραπάνω απόφαση, τους Εισαγγελείς να ενεργήσουν κατά την αρμοδιότητά τους και
τους Διοικητές και τα άλλα όργανα της Δημόσιας Δύναμης να βοηθήσουν όταν τους
ζητηθεί. Η εντολή πιστοποιείται με την σύνταξη και την υπογραφή του παρόντος.

Αθήνα, . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Ο Πρόεδρος του ΣΤ΄ Τμήματος Η Γραμματέας του ΣΤ΄ Τμήματος Π.Β.

87/2010 ΔΠΡ ΡΟΔ ( 618812)

(Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Διοικητική δικονομία. Επιδόσεις. Επίδοση στον


πληρεξούσιο δικηγόρο. Εάν δεν αναφέρεται η ιδιότητα του προσώπου που βρέθηκε
σε δικηγορικό γραφείο και παρέλαβε κλήση προς συζήτηση, η επίδοση δεν είναι
νόμιμη.

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΡΟΔΟΥ ΤΜΗΜΑ 2ο ΤΡΙΜΕΛΕΣ

συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του (αίθουσα συνεδριάσεων Εφετείου


Δωδεκανήσου) στις 16 Νοεμβρίου 2009, ημέρα Δευτέρα και ώρα 10.00 π.μ., με
Δικαστές τους: Χριστίνα Λέλου- Σαλμανίδου, Πρόεδρο Πρωτοδικών Δ.Δ., Στυλιανό
Μέκρα, Πρωτοδίκη Δ.Δ. και Μαρία Λιάλιου, Πάρεδρο Δ.Δ. - Εισηγήτρια και
γραμματέα τον ΣτέργοΣτάγκα, δικαστικό υπάλληλο,
109
Για να δικάσει την προσφυγή με αριθμό κατάθεσης 522/06.08.2007.

Του Α. Κ., κατοίκου Κω, ο οποίος δεν παραστάθηκε.

κατά του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Iδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων - Ενιαίο Ταμείο
Ασφάλισης Μισθωτών» (Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ.) που εδρεύει στην Αθήνα, το οποίο
εκπροσωπήθηκε από τον Διευθυντή του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α. -
Ε.Τ.Α.Μ. Ρόδου και παραστάθηκε δια της πληρεξουσίου δικηγόρου του, Αρνιθενού
Ευαγγελίας.

Κατά τη συζήτηση ο διάδικος που παραστάθηκε ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του και
ζήτησε όσα αναφέρονται στα πρακτικά.

Μετά τη συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.

Η κρίση του είναι η εξής:

1. Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το
νόμιμο παράβολο (βλ. σχετ. τα 2592330 και 641187 ειδικά έντυπα παραβόλου σειράς
Α`), παραδεκτώς ζητείται η ακύρωση της 215/28.12.2006 της Τοπικής Διοικητικής
Επιτροπής (Τ.Δ.Ε.) του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ. Ρόδου,
με την οποία απορρίφθηκε ένσταση του προσφεύγοντος κατά της 1565/10.11.2006
απόφασης του Διευθυντή του ίδιου Υποκαταστήματος. Με την τελευταία αυτή
απόφαση χορηγήθηκε στον προσφεύγοντα πλήρη σύνταξη λόγω γήρατος από 29-08-
2006, ημερομηνία κατά την οποία κατέθεσε την σχετική αίτηση και όχι από 28-03-
2006, ημερομηνία κατά την οποία συμπλήρωσε το 65 έτος της ηλικίας του.

2. Επειδή, στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κώδ.Διοικ.Δικ.), ο οποίος


κυρώθηκε με το άρθρο 1 του ν. 2717/1999 (ΦΕΚ Α` 97), ορίζεται στο άρθρο 50 παρ.
1 ότι: «Οι επιδόσεις προς τους ιδιώτες διενεργούνται στην κατοικία ή στο χώρο της
εργασίας, κατά περίπτωση, προσωπικώς στους ίδιους ή στους νόμιμους
αντιπροσώπους ή στους εκπροσώπους ή στους δικαστικούς πληρεξουσίους ή στους
αντικλήτους τους, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις ειδικότερες αντίστοιχες διατάξεις»,
110
στο άρθρο 52 παρ. 1 ότι: «Αν τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παρ.1 του άρθρου
50 απουσιάζουν από το κατάστημα, το γραφείο ή το εργαστήριο όπου εργάζονται, το
έγγραφο παραδίδεται σε συνεταίρο ή συνεργάτη ή υπάλληλο, που εργάζεται στον ίδιο
χώρο …» και στο άρθρο 56 ότι: «1. Για κάθε επίδοση, το όργανο που τη διενεργεί
συντάσσει έκθεση. 2. Η έκθεση … πρέπει να μνημονεύει: α) …δ) το πρόσωπο στο
οποίο παραδόθηκε και την ιδιότητα με την οποία το παρέλαβε …3. …». Οπως
συνάγεται από τις διατάξεις αυτές, αν ο δικηγόρος που υπογράφει το δικόγραφο
απουσιάζει από το γραφείο του, η κλήση για συζήτηση παραδίδεται σε
συνεταίρο, συνεργάτη ή υπάλληλο αυτού, που εργάζεται στον ίδιο χώρο,
προκειμένου, όμως, να είναι έγκυρη η επίδοση στην περίπτωση αυτή πρέπει να
μνημονεύεται στο αποδεικτικό της επίδοσης η ιδιότητα του προσώπου που
παρέλαβε την κλήση, ήτοι εάν ο τελευταίος είναι συνεταίρος, συνεργάτης ή
υπάλληλος αυτού, που εργάζεται στον ίδιο χώρο. Εξάλλου, στο άρθρο 128 του
ίδιου ως άνω Κώδικα διαλαμβάνεται ότι η γραμματεία φροντίζει ώστε να επιδοθούν
κλήσεις προς τους διαδίκους για να παραστούν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο
ακροατήριο, η οποία επιδίδεται τριάντα (30) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη
δικάσιμο (παρ. 2), άλλως, στην ορισθείσα, κατά σύντμηση, προθεσμία (παρ. 4), στο
άρθρο 135, ότι κατά την προεκφώνηση εξετάζεται αυτεπαγγέλτως αν έχουν κλητευθεί
νόμιμα οι διάδικοι που δεν παρίστανται (παρ. 1) και ότι η συζήτηση αναβάλλεται
υποχρεωτικώς αν κάποιος από τους διαδίκους που δεν παρίστανται δεν έχει κλητευθεί
νόμιμα (παρ. 2 εδ. α`). Περαιτέρω, στο άρθρο 62 του ίδιου Κώδικα, ορίζεται ότι: «1.
Το Δικαστήριο απαγγέλει την ακυρότητα των διαδικαστικών πράξεων οι οποίες
διενεργήθηκαν από το ίδιο ή από διάδικο, κατά παράβαση των διατάξεων που τις
ρυθμίζουν. 2. Η κατά την προηγούμενη παράγραφο ακυρότητα απαγγέλλεται από το
δικαστήριο: α) αυτεπαγγέλτως ... αν αυτή έγινε κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της
διαδικασίας, β) … 3. … 4. Μετά την απαγγελία της ακυρότητας, το δικαστήριο
διατάζει να επαναληφθεί η πράξη …». Τέλος, στο άρθρο 195 παρ. 1 του ανωτέρω
Κώδικα, ορίζεται ότι: «Οι αποφάσεις επιδίδονται στους διαδίκους, σε κυρωμένα
αντίγραφα, με τη φροντίδα της γραμματείας. Από αυτές, οι μη οριστικές αποφάσεις
με τις οποίες ορίζεται νέα δικάσιμος επιδίδονται στους διαδίκους τριάντα (30)
τουλάχιστον ημέρες πριν από τη νέα αυτή δικάσιμο, επέχει δε η επίδοσή τους θέση
κλήτευσης για τη δικάσιμο αυτήν».

3. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, η κρινόμενη προσφυγή υπογράφεται από το


111
δικηγόρο Κω, Μ. Ε., και φέρει σφραγίδα αυτού στην οποία αναγράφεται ως
επαγγελματική του διεύθυνση η οδός Κ. και Μ. αριθμ. ... στην Κω, η δε συζήτηση
της υπόθεσης, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας συνεδρίαση, έλαβε
χώρα χωρίς να παραστεί ο προσφεύγων με δικηγόρο ή να εμφανισθεί ο ίδιος στο
ακροατήριο. Ομως, όπως προκύπτει από το 13.10.2009 αποδεικτικό επίδοσης του
υπαρχιφύλακα Χ. Μ., που βρίσκεται στο φάκελο της δικογραφίας, η κλήση προς τον
προσφεύγοντα, προκειμένου να παραστεί κατά τη συνεδρίαση αυτή, απευθύνεται μεν
προς τον ως άνω υπογράφοντα την προσφυγή δικηγόρο, παραδόθηκε, όμως, στην
ανωτέρω αναφερόμενη διεύθυνση στον Χ. Χ. χωρίς να αναγράφεται στο αποδεικτικό
επίδοσης η ιδιότητα με την οποία την παρέλαβε, ήτοι εάν είναι συνεταίρος,
συνεργάτης ή υπάλληλος του προαναφερόμενου δικηγόρου που εργάζεται στον ίδιο
χώρο με αυτόν. Με τα δεδομένα αυτά η κλήση προς τον προσφεύγοντα δεν είναι
νόμιμη και συνεπώς, η συζήτηση της υπόθεσης, απολειπομένου του προσφεύγοντος,
μη νομίμως έλαβε χώρα κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας συνεδρίαση.
Κατόπιν τούτων πρέπει η συζήτηση ως διαδικαστική πράξη να κηρυχθεί,
αυτεπαγγέλτως, άκυρη και να διαταχθεί η επανάληψή της σε νέα δικάσιμο, σύμφωνα
με όσα ορίζονται στο διατακτικό, κατά την οποία καλούνται να παραστούν οι
διάδικοι με επίδοση αντιγράφου της παρούσας απόφασης, η οποία επέχει θέση
κλήτευσής τους για τη δικάσιμο αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 195 παρ. 1 του
Κώδ.Διοικ.Δικ.

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Κηρύσσει άκυρη τη συζήτηση της υπόθεσης.

Διατάσσει την επανάληψή της στη δικάσιμο της 15 Νοεμβρίου 2010, ημέρα Πέμπτη
και ώρα 10.00 π.μ. στο ακροατήριο της μεταβατικής έδρας στην Κω του Τριμελούς
Διοικητικού Πρωτοδικείου Ρόδου (αίθουσα συνεδριάσεων Πρωτοδικείου Κω).

Διατάσσει την επίδοση στους διαδίκους αντιγράφου της παρούσας απόφασης προ
τριάντα (30) ημερών από την ως άνω ορισθείσα δικάσιμο, η οποία επέχει θέση
κλήτευσής τους για τη δικάσιμο αυτή.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στη Ρόδο στις 16 Μαρτίου 2010 και δημοσιεύτηκε σε
112
δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου στις 31 Μαρτίου 2010.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ

Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

3017/2013 ΔΕΦ ΑΘ ( 636874)

(Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Διοικητική δικονομία. Επιδόσεις. Θυροκόλληση.


Άγνωστη διαμονή. Δικονομική ακυρότητα. Προσφυγή ΑΕ κατά πράξης επιβολής
προστίμου Κ.Β.Σ. του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΦΑΒΕ. Για το κύρος της επίδοσης
σε πρόσωπο άγνωστης διαμονής (ή σε ν.π., του οποίου είναι άγνωστη η διεύθυνση
της έδρας του) απαιτείται να βεβαιώνεται στην οικεία έκθεσης επίδοσης ή σε
ιδιαίτερη, επισυναπτόμενη στην πιο πάνω έκθεση, βεβαίωση του επιδίδοντος
οργάνου ότι καταβλήθηκε κάθε δυνατή προσπάθεια για την ανεύρεσή του κι αυτή
απέβη άκαρπη, διαφορετικά η επίδοση είναι άκυρη και δεν παράγει κανένα έννομο
αποτέλεσμα. Σε περίπτωση θυροκόλλησης του προς επίδοση εγγράφου, λόγω μη
ανεύρεσης στην κατοικία κάποιου από τα πρόσωπα προς τα οποία θα μπορούσε να
γίνει η επίδοση του εγγράφου αυτού, πρέπει στην οικεία έκθεσης επίδοσης για την
θυροκόλληση να βεβαιώνεται όχι μόνο η απουσία του προσώπου προς το οποίο
απευθύνεται η επίδοση, αλλά και των τυχόν συνοικούντων με αυτό συγγενών,
υπηρετών και λοιπών συνοίκων. Μη νομίμως διενεργήθηκε η επίδοση της
απευθυνόμενης στην προσφεύγουσα ΑΕ κλήσης στο Δήμαρχο ως «αγνώστου
διαμονής», αφού μόνο το γεγονός ότι δεν ανευρέθηκε το πρόσωπο προς το οποίο
απευθύνεται στην κατοικία ή στο χώρο εργασίας του δεν αρκεί για το
χαρακτηρισμό του ως αγνώστου διαμονής, εν προκειμένω δε, δεν βεβαιώνεται,
επιπλέον, ότι καταβλήθηκε κάθε δυνατή προσπάθεια προς ανεύρεση του τόπου

113
κατοικίας ή διαμονής του νομίμου εκπροσώπου της προσφεύγουσας. Επίσης, μη
νόμιμη είναι και η επίδοση της κλήσης στον δεύτερο προσφεύγοντα, για το λόγο ότι
στην έκθεση επίδοσης δεν βεβαιώνεται ότι δεν ανευρέθηκε στην κατοικία κάποιο
από τα πρόσωπα, στα οποία θα ήταν επιτρεπτό, κατά το αρ. 51 του ΚΔΔ, να
διενεργηθεί η εν λόγω επίδοση. Κατ’ ακολουθία, εφόσον το ζήτημα της κλήτευσης
των διαδίκων συνιστά ουσιώδη τύπο της διαδικασίας της συζήτησης της
υπόθεσης στο ακροατήριο, πρέπει αυτή, ως διαδικαστική πράξη, να κηρυχθεί
αυτεπαγγέλτως άκυρη και να διαταχθεί η επανάληψή της σε νέα δικάσιμο, κατά
την οποία καλούνται να παραστούν οι διάδικοι. Κηρύσσει άκυρη τη συζήτηση.

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Τμήμα 5ο Τριμελές

Αποτελούμενο από τους: Παναγιώτα Λαμπράκη - Καστάνη, Πρόεδρο Εφετών


Διοικητικών Δικαστηρίων, Γεώργιο Ελευθέριο Παπαγεωργίου, Αναστασία
Αβραμοπούλου -εισηγήτρια, Εφέτες Διοικητικών Δικαστηρίων, και γραμματέα τον
Βασίλειο Ράγκο, δικαστικό υπάλληλο,

συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 3 Απριλίου 2013, για να δικάσει την
από 12 Οκτωβρίου 2005 (αριθ. καταχ. ΑΒΕΜ 1535/31.5.2012) προσφυγή,

της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «...........», που εδρεύει στην Αθήνα (οδός
.......... ..... ) και 2) του .................., κατοίκου Καματερού Αττικής (οδός ....................
), οι οποίοι δεν παραστάθηκαν,

κατά του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπείται από τον Προϊστάμενο της
Δ.Ο.Υ. ΦΑΒΕ Αθηνών και δεν παραστάθηκε.

Η κρίση του είναι η εξής:

1. Επειδή, με την υπό κρίση προσφυγή επιδιώκεται η ακύρωση της 519/22.12.2004


πράξης επιβολής προστίμου Κ.Β.Σ., διαχειριστικής περιόδου 1/1 έως 31/12/2002,
του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΦΑΒΕ Αθηνών. Η προσφυγή εισάγεται για συζήτηση
στο Δικαστήριο αυτό, μετά την παραπομπή της από το Διοικητικό Πρωτοδικείο

114
Αθηνών με την 218/2012 απόφασή του σε Συμβούλιο, βάσει των διατάξεων του
άρθρου 6 παρ 2 περ. β΄ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ.), όπως
αντικαταστάθηκε από το άρθρο 13 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213/17.12.2010,
έναρξη ισχύος 1.1.2011.).

2. Επειδή, στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999- Α΄97) ορίζονται τα


εξής: Στο άρθρο 50 ότι: «1.Οι επιδόσεις προς τους ιδιώτες διενεργούνται στην
κατοικία ή στο χώρο της εργασίας, κατά περίπτωση, προσωπικώς στους ίδιους ή
στους νόμιμους αντιπροσώπους ή στους εκπροσώπους ή στους δικαστικούς
πληρεξουσίους ή στους αντικλήτους τους, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις
ειδικότερες αντίστοιχες διατάξεις.2. Για την εφαρμογή των διατάξεων του Κώδικα,
νοείται, ως κατοικία, η οικία, το διαμέρισμα και γενικώς ο στεγασμένος χώρος που
προορίζεται για διημέρευση και διανυκτέρευση, ενώ, ως χώρος εργασίας, ο χώρος
άσκησης της επαγγελματικής δραστηριότητας. Η τυχόν προσωρινή μη
χρησιμοποίηση των χώρων αυτών για το σκοπό που προορίζονται δεν ασκεί
επιρροή.». Στο άρθρο 51 ότι : «1. Αν τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παρ. 1 του
άρθρου 50 απουσιάζουν από την κατοικία τους, το έγγραφο παραδίδεται στο σύζυγο
ή σε οποιονδήποτε από τους συγγενείς ή σε μέλος του προσωπικού, εφόσον τα
πρόσωπα αυτά συνοικούν μαζί τους και, σε περίπτωση μη ανεύρεσης κανενός από τα
παραπάνω πρόσωπα, σε οποιονδήποτε από τους λοιπούς συνοίκους. 2. Σύνοικοι
θεωρούνται και οι θυρωροί των πολυκατοικιών..……». Στο άρθρο 54 ότι : «1….2
(όπως η παρ. αυτή προστέθηκε με το άρθρο 5 του ν. 3659/2008 -Α΄ 77). Αν εκείνος
στον οποίο πρόκειται να γίνει η επίδοση είναι, κατά το χρόνο της επίδοσης,
άγνωστης διαμονής, τότε αυτή γίνεται, όταν δεν υπάρχει αντίκλητος, στον δήμαρχο ή
τον πρόεδρο της κοινότητας της τελευταίας γνωστής κατοικίας ή διαμονής του, ενώ,
αν δεν υπάρχει γνωστή κατοικία ή διαμονή, στον δήμαρχο ή τον πρόεδρο της
κοινότητας της έδρας της αρχής που εξέδωσε την πράξη». Στο άρθρο 55 ότι :
«1(όπως η παρ. αυτή ισχύει μετά την αντικατάσταση της περ. α΄ με τo άρθρο 6 του ν.
3659/2008) Η επίδοση γίνεται με Θυροκόλληση : α) αν τα πρόσωπα προς τα οποία
προβλέπεται ότι διενεργείται η παράδοση του εγγράφου, δεν βρίσκονται στην
κατοικία ή στο χώρο της εργασίας τους ή αρνούνται την παραλαβή του ή την
υπογραφή της έκθεσης ή δεν μπορούν να υπογράψουν την έκθεση, ………» . Στο
άρθρο 56 ότι : «1. Για κάθε επίδοση, το όργανο που τη διενεργεί συντάσσει έκθεση.

115
2. Η έκθεση, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στην παρ. 3 του άρθρου 44, πρέπει
να μνημονεύει :α) … β) ….. γ) …… δ) το πρόσωπο στο οποίο παραδόθηκε το
έγγραφο και την ιδιότητα με την οποία το παρέλαβε, καθώς και ε) τους λόγους που
προκάλεσαν τη Θυροκόλληση. 3… .4…….». Στο άρθρο 128 ότι : «1….. 2 (όπως η
παρ. αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 28 παρ.1 του ν.3900/2010 «Η γραμματεία
φροντίζει, επίσης, ώστε να επιδοθούν κλήσεις προς τους διαδίκους για να
παρασταθούν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο. Η κλήση αυτή
επιδίδεται εξήντα τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δικάσιμο.». Στο άρθρο 135 ότι:
«1. Κατά την προεκφώνηση εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, αν έχουν κλητευθεί νόμιμα
οι διάδικοι που δεν παρίστανται ….2. Η συζήτηση αναβάλλεται υποχρεωτικώς: α) αν
κάποιος από τους διαδίκους που δεν παρίστανται δεν έχει κλητευθεί νόμιμα ή β).....
4.Σε κάθε περίπτωση αναβολής της συζήτησης, το Δικαστήριο ορίζει νέα δικάσιμο,
με σημείωση στο πινάκιο. Για τη νέα αυτή δικάσιμο κλητεύονται μόνο όσοι από τους
διαδίκους απουσίαζαν κατά τη συνεδρίαση και δεν είχαν κλητευθεί νόμιμα». Στο
άρθρο 62 ότι: «1. Το δικαστήριο απαγγέλλει την ακυρότητα των διαδικαστικών
πράξεων, οι οποίες διενεργήθηκαν από το ίδιο ή από διάδικο, κατά παράβαση των
διατάξεων που τις ρυθμίζουν. 2. Η κατά την προηγούμενη παράγραφο ακυρότητα
απαγγέλλεται από το δικαστήριο, α) αυτεπαγγέλτως, αν τούτο προβλέπεται ρητώς
από το νόμο ή αν η διαδικαστική πράξη προέρχεται από αναρμόδιο όργανο ή αν
αυτή έγινε κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας…..».

3. Επειδή, κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης του άρθρου 54 παρ. 2 του
Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ο τόπος διαμονής κάποιου προσώπου (ή η
διεύθυνση της έδρας νομικού προσώπου) θεωρείται άγνωστος, όταν δεν είναι
κοινώς γνωστή η μόνιμη κατοικία ή η προσωρινή διαμονή και, γενικότερα, όταν
δεν καθίσταται δυνατόν να ανευρεθεί, αν και έχει καταβληθεί κάθε δυνατή
προσπάθεια, το οίκημα που διαμένει ή το κατάστημα ή το γραφείο, στο οποίο το
πρόσωπο αυτό ασκεί το επάγγελμά του. Συνεπώς, για το κύρος της επίδοσης σε
πρόσωπο άγνωστης διαμονής (ή σε νομικό πρόσωπο, του οποίου είναι άγνωστη
η διεύθυνση της έδρας του) απαιτείται να βεβαιώνεται στην οικεία έκθεσης
επίδοσης ή σε ιδιαίτερη, επισυναπτομένη στην πιο πάνω έκθεση, βεβαίωση του
επιδίδοντος οργάνου ότι καταβλήθηκε κάθε δυνατή προσπάθεια για την
ανεύρεσή του κι αυτή απέβη άκαρπη, διαφορετικά η επίδοση είναι άκυρη και

116
δεν παράγει κανένα έννομο αποτέλεσμα (βλ. ΣτΕ 718/2011, πρβλ. ΣτΕ 101/2012).
Εξάλλου, από τις πιο πάνω διατάξεις των άρθρων 50, 51, 55 παρ.1 και 56 του
ίδιου Κώδικα συνάγεται ότι σε περίπτωση θυροκόλλησης του προς επίδοση
εγγράφου, λόγω μη ανεύρεσης στην κατοικία κάποιου από τα πρόσωπα προς τα
οποία θα μπορούσε να γίνει η επίδοση του εγγράφου αυτού πρέπει στην οικεία
έκθεσης επίδοσης για την θυροκόλληση να βεβαιώνεται όχι μόνο η απουσία του
προσώπου προς το οποίο απευθύνεται η επίδοση αλλά και των τυχόν
συνοικούντων με αυτό συγγενών, υπηρετών και λοιπών συνοίκων (βλ. Στε
1513/2011, 3323/2006, πρβλ. ΣτΕ 3597/2000, 402/1996,4435/1995 κ.α).

4. Επειδή, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, η οποία έλαβε χώρα
στις 3.4.2013, δεν παραστάθηκαν οι προσφεύγοντες. Στην από 9.1.2013 έκθεση
επίδοσης του γραμματέα ΔΕΑ ............... της κλήσης στην προσφεύγουσα εταιρία,
προς εμφάνιση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά την πιο πάνω δικάσιμο,
αναφέρεται ότι ο τελευταίος πήγε στο γραφείο του νομίμου εκπροσώπου της
προσφεύγουσας στην οδό ................., όπου δεν βρήκε τον ίδιο και επέδωσε στον
αρμόδιο υπάλληλο του Δήμου Αθηναίων........... ως αγνώστου διαμονής. Στην
παραπάνω έκθεση επισυνάπτεται «βεβαίωση αγνώστου διαμονής» υπογραφομένη
από το πιο πάνω όργανο επίδοσης, στην οποία αυτό βεβαιώνει ότι, προκειμένου να
επιδώσει την κλήση του 5ου Τμήματος στο νόμιμο εκπρόσωπο της προσφεύγουσας,
πήγε στην οδό ..............., όπου δεν βρήκε «τον ίδιο προσωπικά, κανένα σύνοικο
συγγενή του ή άλλο σύνοικο υπηρετούντα αυτόν αλλά ούτε και κάποιον που να
γνωρίζει τη νέα του διεύθυνση». Εξάλλου, στην από 10.1.2013 έκθεση επίδοσης του
Αρχ/κα του Α.Τ. Καματερού ........................ όμοιας κλήσης στον δεύτερο
προσφεύγοντα αναφέρεται ότι ο τελευταίος πήγε στην κατοικία του , όπου δεν βρήκε
τον ίδιο και προέβη σε θυροκόλληση παρουσία του μάρτυρος .................. Με τα
δεδομένα αυτά, μη νομίμως διενεργήθηκε η επίδοση της απευθυνόμενης στην
προσφεύγουσα εταιρία κλήσης στο Δήμαρχο Αθηναίων ως «αγνώστου διαμονής»,
αφού μόνο το γεγονός ότι δεν ανευρέθηκε το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται
στην κατοικία ή στο χώρο εργασίας του δεν αρκεί για το χαρακτηρισμό του ως
αγνώστου διαμονής, εν προκειμένω δε δεν βεβαιώνεται, επιπλέον, ότι καταβλήθηκε
κάθε δυνατή προσπάθεια προς ανεύρεση του τόπου κατοικίας ή διαμονής του
νομίμου εκπροσώπου της προσφεύγουσας. Επίσης, μη νόμιμη είναι και η επίδοση

117
της κλήσης στον δεύτερο προσφεύγοντα, για το λόγο ότι στην πιο πάνω από
10.1.2013 έκθεση επίδοσης δεν βεβαιώνεται ότι δεν ανευρέθηκε στην κατοικία
κάποιο από τα πρόσωπα, στα οποία θα ήταν επιτρεπτό, κατά το άρθρο 51 του ΚΔΔ,
να διενεργηθεί η εν λόγω επίδοση.

5. Επειδή, κατ’ ακολουθία, εφόσον το ζήτημα της κλήτευσης των διαδίκων συνιστά
ουσιώδη τύπο της διαδικασίας της συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο, πρέπει
αυτή, ως διαδικαστική πράξη, να κηρυχθεί αυτεπαγγέλτως άκυρη και να διαταχθεί η
επανάληψή της σε νέα δικάσιμο, κατά την οποία καλούνται να παραστούν οι
διάδικοι. Εξάλλου, πρέπει να οριστεί ότι η επίδοση αντιγράφου της παρούσας
απόφασης στους διαδίκους επέχει θέση κλήτευσής τους για τη δικάσιμο αυτή (άρθρο
195 παρ. 1 Κ.Δ.Δ.).

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Κηρύσσει άκυρη τη συζήτηση.

Ορίζει νέα δικάσιμο την 6.11.2013 ημέρα Τετάρτη και ώρα 09.30 π.μ. τόπο δε
συνεδρίασης την αίθουσα του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

Διατάζει την εγγραφή, κατά τη δικάσιμο αυτή, της υπόθεσης στο πινάκιο και τη
νομότυπη και εμπρόθεσμη επίδοση αντιγράφου της παρούσας στους διαδίκους, η
οποία επέχει θέση κλήτευσης αυτών για να παρασταθούν κατά την πιο πάνω
δικάσιμο.

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT


INTERNATIONAL)

4343/2012 ΣΤΕ (610739)

118
(Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Έφεση. Η προθεσμία για την άσκησή της αρχίζει από
την επίδοση της πρωτόδικης απόφασης. Πότε είναι έγκυρη η επίδοση με
θυροκόλληση. Ορθά απορρίφθηκε η ένδικη έφεση ως απαράδεκτη. Το αρμόδιο
όργανο δεν όφειλε να επαναλάβει την επίδοση προς τον πληρεξούσιο δικηγόρο του
εκκαλούντα, ούτε να τον αναζητήσει στο χώρο της εργασίας του. Απορρίπτεται η
αναίρεση (επικυρώνει την υπ΄ αριθ. 4098/2003 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου
Αθηνών).

Αριθμός 4343/2012 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Στ΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 15 Οκτωβρίου 2012, με την εξής
σύνθεση: Θ. Παπαευαγγέλου, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε
αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Μ. Παπαδοπούλου, Β.
Ραφτοπούλου, Σύμβουλοι, Κ. Μαρίνου, Ε. Μελισσαρίδης, Πάρεδροι. Γραμματέας ο
Δ. Λαγός.

Για να δικάσει την από 24 Μαΐου 2004 αίτηση:

του ..................., κατοίκου Χαϊδαρίου Αττικής, ο οποίος παρέστη με το δικηγόρο


Λεωνίδα Πανούση (Α.Μ. 4349), που τον διόρισε με πληρεξούσιο.

κατά του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΑΤΤΙΚΗΣ»,


που εδρεύει στο Χαϊδάρι Αττικής, Λεωφ. Αθηνών, το οποίο παρέστη με το δικηγόρο
Δ. Πολέμη (Α.Μ. 9972), που τον διόρισε με πληρεξούσιο.

Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. 4098/2003


απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων δήλωσαν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του
άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσουν.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Κ.


Μαρίνου.

119
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του
δικαστηρίου κ α ι

ΑφούμελέτησετασχετικάέγγραφαΣκέφθηκεκατάτοΝόμο

1. Επειδή με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας έχει καταβληθεί το
νόμιμο παράβολο (υπ’ αριθμ. 898167/2004 ειδικό έντυπο παραβόλου), ζητείται η
αναίρεση της 4098/2003 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών με την οποία
απορρίφθηκε, ως εκπροθέσμως ασκηθείσα έφεση του αναιρεσείοντος, μονίμου
υπαλλήλου κλάδου ΔΕ Νοσοκόμων, του αναιρεσιβλήτου νοσοκομείου, κατά της
6188/2000 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την τελευταία
αυτή απόφαση απορρίφθηκε αγωγή του αναιρεσείοντος, με την οποία ζητούσε να του
καταβάλει το νοσοκομείο, το αναφερόμενο σ’ αυτή ποσό, ως αποζημίωση κατ’ άρθρα
105-106 του ΕισΝΑΚ, για τη ζημία που υπέστη από την παράνομη παράλειψη των
οργάνων του να υπολογίσουν για την εξέλιξή του στα μ.κ. την προϋπηρεσία που είχε
πραγματοποιήσει σε ν.π.ι.δ.

2. Επειδή, στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ), ο οποίος κυρώθηκε με το


άρθρο πρώτο του Ν. 2717/1999 (Α΄97), ορίζεται, στο άρθρο 94 ότι «1. Η προθεσμία
για την άσκηση εφέσεως είναι εξήντα (60) ημερών και αρχίζει από την επίδοση της
προσβαλλόμενης απόφασης…», στο άρθρο 50 ότι «1. Οι επιδόσεις προς τους ιδιώτες
διενεργούνται στην κατοικία ή στο χώρο της εργασίας, κατά περίπτωση, προσωπικώς
στους ίδιους … ή στους δικαστικούς πληρεξουσίους ή στους αντικλήτους τους,
σύμφωνα με τα οριζόμενα στις ειδικότερες αντίστοιχες διατάξεις. 2. Για την
εφαρμογή των διατάξεων του Κώδικα, νοείται, ως κατοικία, η οικία, το διαμέρισμα
και γενικώς ο στεγασμένος χώρος που προορίζεται για διημέρευση, και
διανυκτέρευση, ενώ ως χώρος εργασίας, ο χώρος άσκησης της επαγγελματικής
δραστηριότητας…», στο άρθρο 51 ότι «1. Αν τα πρόσωπα που αναφέρονται στην
παρ. 1 του άρθρου 50 απουσιάζουν από την κατοικία τους, το έγγραφο παραδίδεται…
σε οποιονδήποτε από τους λοιπούς συνοίκους. 2. …», στο άρθρο 52 ότι «1. Αν τα
πρόσωπα που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 50 απουσιάζουν από το …
γραφείο … όπου εργάζονται, το έγγραφο παραδίδεται σε συνέταιρο ή συνεργάτη ή
υπάλληλο, που εργάζεται στον ίδιο χώρο …», στο άρθρο 55 ότι «1. Η επίδοση γίνεται
με θυροκόλληση α) αν τα πρόσωπα, προς τα οποία προβλέπεται ότι διενεργείται η
120
παράδοση του εγγράφου, δεν βρίσκονται ούτε στην κατοικία ούτε στο χώρο της
εργασίας τους… 2. Η θυροκόλληση συνίσταται στην επικόλληση από μέρους του
οργάνου της επίδοσης, με την παρουσία ενός μάρτυρα, του επιδοτέου εγγράφου στη
θύρα της κατοικίας ή του χώρου εργασίας ή του υπηρεσιακού καταστήματος όπου
κατοικεί ή εργάζεται, κατά περίπτωση, το πρόσωπο προς το οποίο έπρεπε να
διενεργηθεί η παράδοση του εγγράφου», στο άρθρο 56 ότι «1. Για κάθε επίδοση, το
όργανο που την διενεργεί, συντάσσει έκθεση. 2. Η έκθεση, εκτός από τα στοιχεία που
ορίζονται στην § 3 του άρθρου 44 (πρόκειται για «τον τόπο και τον χρόνο που
διενεργήθηκε η πράξη και το ονοματεπώνυμο και την ιδιότητα του οργάνου που
διενήργησε την πράξη, εκείνων που συνέπραξαν ή παραστάθηκαν κατά τη διάρκεια
της, καθώς και εκείνου που συνέταξε την έκθεση») πρέπει να μνημονεύει: α) την
παραγγελία προς επίδοση, β) σαφή προσδιορισμό του επιδοτέου εγγράφου και των
προσώπων τα οποία αφορά, γ) την ημέρα και την ώρα της επίδοσης, δ) το πρόσωπο
στο οποίο παραδόθηκε το έγγραφο και την ιδιότητα με την οποία το παρέλαβε, καθώς
και ε) τους λόγους που προκάλεσαν τη θυροκόλληση. 3. …Σε περίπτωση
θυροκόλλησης, η έκθεση υπογράφεται από το όργανο και το μάρτυρα. 4. Το όργανο
της επίδοσης οφείλει να σημειώνει, στο έγγραφο, και να βεβαιώνει την ημέρα και την
ώρα της παράδοσης ή της θυροκόλλησης …», στο άρθρο 57 ότι «1. Η επίδοση
συντελείται, κατά περίπτωση, από το χρόνο της παράδοσης ή της θυροκόλλησης του
επιδοτέου εγγράφου, ο οποίος και προκύπτει από την έκθεση. 2. …», στο άρθρο 58
ότι «1. …3. Η πράξη του διορισμού πρέπει να περιέχει…τις διευθύνσεις της
κατοικίας και του χώρου εργασίας του αντικλήτου. Σε περίπτωση μεταβολής των
διευθύνσεων, εφαρμόζονται αναλόγως όσα ορίζονται στην παρ. 3 του άρθρου 45 [η
οποία αφορά στην υποχρέωση γνωστοποιήσεως τυχόν μεταβολής των ως άνω
διευθύνσεων]. 4. Ολες οι επιδόσεις μπορούν να γίνουν στον αντίκλητο του διαδίκου,
ακόμη και όταν ο διάδικος κατοικεί ή εργάζεται στην έδρα του δικαστηρίου» και στο
άρθρο 30 ότι «1. … 2. Η … δικαστική πληρεξουσιότητα παρέχεται: α)…β)…με
ιδιωτικό έγγραφο, οπότε, όμως απαιτείται η βεβαίωση του γνήσιου της υπογραφής
του διαδίκου…από οποιαδήποτε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή…7.Ο
δικαστικός πληρεξούσιος, αν η κατοικία του ή ο χώρος της εργασίας του βρίσκεται
στην έδρα του δικαστηρίου, είναι και αντίκλητος του διαδίκου».

3. Επειδή, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, σε περίπτωση αναζήτησης του
προς όν η επίδοση προσώπου στην κατοικία ή στο χώρο της εργασίας του και μη
121
ανεύρεσης του ιδίου ή οποιουδήποτε από τα λοιπά οριζόμενα στα άρθρα 51 παρ.
1 και 52 παρ. 1 του ΚΔΔ πρόσωπα, εφαρμόζονται οι περί θυροκόλλησης
διατάξεις του άρθρου 55 του ιδίου κώδικα, χωρίς να απαιτείται, επί πλέον, ως
προϋπόθεση του κύρους της, με βάση τις εν λόγω διατάξεις, γενόμενης επίδοσης,
να έχει προηγουμένως αναζητηθεί ο αντίκλητος ή κάποιο από τα λοιπά οριζόμενα
στα άρθρα 52 παρ. 1 και 51 παρ. 1 του ως άνω κώδικα πρόσωπα στο χώρο της
εργασίας τους, ή στην κατοικία τους, αντίστοιχα, δοθέντος ότι με τις διατάξεις
αυτές καθιερώνεται το ισοδύναμο της επίδοσης εγγράφου είτε στην κατοικία,
είτε στον χώρο εργασίας του προσώπου στο οποίο απευθύνεται (βλ. ΣτΕΟλομ.
1794/2011).

4. Επειδή, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα του


φακέλου, ο αναιρεσείων κατέθεσε την 22.6.1998 αγωγή ενώπιον του Διοικητικού
Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ζήτησε να του καταβάλει το αναιρεσίβλητο
συγκεκριμένο ποσό ως προσωπική διαφορά αποδοχών. Στο δικόγραφο της αγωγής
δήλωσε ως διεύθυνση κατοικίας την οδό ..............αρ. ..... - Χαϊδάρι. Κατά την
συζήτηση της αγωγής, επί της οποίας εξεδόθη η 6188/2000 απόφαση του Διοικητικού
Πρωτοδικείου Αθηνών, ο αναιρεσείων δεν παρέστη. Η απόφαση αυτή, επεδόθη δια
θυροκολλήσεως, την 23.4.2001, στον ίδιο. Ειδικότερα, το υπ’ αριθμ. 208 αποδεικτικό
του Επιμελητού των διοικητικών δικαστηρίων .................... αναφέρει: «…πήγα να
επιδώσω στον ..................... κάτοικο Χαϊδαρίου, οδός .................αριθμ. .........,
επικυρωμένο αντίγραφο της αποφάσεως 6188/2000 του Διοικητικού Πρωτοδικείου
Αθηνών…. Στην παραπάνω διεύθυνση (οικία 2ου ορόφου) δεν βρήκα τον ίδιο
προσωπικά ούτε σύνοικο συγγενή του ούτε υπηρέτη του ούτε άλλο σύνοικο και μη
υπαρχούσης άλλης διευθύνσεως θυροκόλλησα παρουσία μάρτυρα…», ακολουθούν
δε υπογραφή και σφραγίδα του επιμελητού και υπογραφή του μάρτυρα. Κατά της
αποφάσεως αυτής ο αναιρεσείων άσκησε έφεση την 11.1.2002, στην οποία δήλωσε
ως διεύθυνση κατοικίας την οδό ..................., Χαϊδαρίου Αττικής, με την οποία
προέβαλε ότι η γενόμενη προς αυτόν επίδοση δεν ήταν νόμιμη διότι α) κατά το χρόνο
επιδόσεως η κατοικία του ήταν επί της οδού ...................... αρ. ...........– Δάσος
Χαϊδαρίου, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες δηλώσεις φορολογίας
εισοδήματος οικ. Ετών 1999-2001, β) δεν θυροκολλήθηκε η πρωτόδικη απόφαση
στην κατοικία του στην αμέσως ανωτέρω διεύθυνση, γ) δεν αναζητήθηκε στο χώρο
της εργασίας του (Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής), δ) δεν επιδόθηκε η απόφαση
122
στον πληρεξούσιο δικηγόρο του και ε) δεν κατοικούσε στον 2ο όροφο, όπως
αναφέρεται στο αποδεικτικό επιδόσεως, αλλά στον 1ο επί της ..............., όπου δεν
υπήρξε ποτέ ένδειξη ότι κατοικεί. Οι ισχυρισμοί αυτοί απερρίφθησαν από το δικάσαν
Διοικητικό Εφετείο ως αβάσιμοι με την εξής αιτιολογία: «…δεν είχε γνωστοποιήσει
στο Δικαστήριο την αλλαγή της κατοικίας του, όπως προβλέπεται από τη διάταξη του
άρθρου 45 παρ. 3 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, και, ως εκ τούτου, εγκύρως
έγινε η επίδοση δια θυροκολλήσεως στη διεύθυνση που δηλώθηκε με το δικόγραφο
της αγωγής, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό του ορόφου, εφόσον δεν ανευρέθη σ’
αυτή «οικία 2ου ορόφου ούτε σύνοικος συγγενής, ούτε υπηρέτης, ούτε άλλος
σύνοικος» όπως βεβαιώνεται στο οικείο αποδεικτικό επιδόσεως, παρήλκε δε, ως εκ
τούτου, η αναζήτηση του εκκαλούντος στο χώρο της εργασίας του ή η επίδοση της
εκκαλουμένης αποφάσεως στον πληρεξούσιο δικηγόρο του εκκαλούντος. Εξάλλου,
στις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος οικ. ετών 1999, 2000 και 2001, που
προσκομίζει ο εκκαλών, ως κατοικία αυτού αναγράφεται η ................Χαϊδάρι, χωρίς
περαιτέρω ένδειξη περί 1ου ορόφου, πλην της δηλώσεως οικ. έτους 1999, όπου στη
στήλη του εισοδήματος εξ ιδιοκατοικήσεως αναφέρεται «............. Χαϊδάρι 1ος
όροφος» χωρίς, όμως, να διευκρινίζεται αν πρόκειται περί ισογείου οικίας ή του 1ου
υπέρ το ισόγειο ορόφου ή πολυκατοικίας, και συνεπώς, η σχετική αιτίαση του
εκκαλούντος είναι απορριπτέα, ως αναπόδεικτη, εφόσον στο οικείο αποδεικτικό
επιδόσεως ρητά βεβαιώνεται ότι πρόκειται περί «οικίας 2ου ορόφου». Περαιτέρω,
εφόσον η κατά τα άνω διενεργηθείσα επίδοση ήταν νόμιμη, το αρμόδιο όργανο δεν
είχε την υποχρέωση να την επαναλάβει προς τον πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε να
αναζητήσει τον εκκαλούντα στο χώρο της εργασίας του…». Με τις ως άνω δε
κρίσεις, απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος ως εκπρόθεσμη. Η ως άνω κρίση
του δικάσαντος Διοικητικού Εφετείου παρίσταται νομίμως κι επαρκώς
αιτιολογημένη, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα, με την κρινόμενη αίτηση
είναι αβάσιμα. Ειδικότερα, ο λόγος με τον οποίο προβάλλεται ότι το ενεργήσαν την
επίδοση όργανο έπρεπε να αναζητήσει τον αναιρεσείοντα στο χώρο της εργασίας του
(Ψυχ. Νοσοκ. Αττικής) ή τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, στη διεύθυνσή του
(...........), άλλως η γενόμενη θυροκόλληση ήταν μη νόμιμη, είναι αβάσιμος, διότι
τέτοια υποχρέωση δεν υπήρχε, σύμφωνα με όσα εκτίθενται ανωτέρω στη σκέψη 4.
Περαιτέρω, ο λόγος με τον οποίο επαναλαμβάνονται τα παράπονα που εκτέθηκαν
ενώπιον του δικάσαντος Διοικητικού Εφετείου, ότι η διεύθυνση του αναιρεσιβλήτου
κατά τον κρίσιμο χρόνο επιδόσεως της πρωτοδίκου αποφάσεως, όπως προκύπτει κι
123
από τις προσκομισθείσες δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, δεν ήταν η οδός ...........
αλλά, από 1.1.99, ........... και πάντως, όσο έμενε στην πρώτη, δεν έμενε στον δεύτερο
αλλά στον πρώτο όροφο, είναι απορριπτέος, κατά το πρώτο μεν σκέλος ως αβάσιμος,
διότι ο αναιρεσείων δεν δήλωσε αλλαγή της κατοικίας που αναγράφεται στο
δικόγραφο της αγωγής, κατά δε το δεύτερο σκέλος ως απαράδεκτος, διότι αμφισβητεί
την εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας της αποδεικτικής αξίας των
προσκομισθέντων στοιχείων και, ιδίως, της φορολογικής δήλωσης οικον. έτους 1999,
από τα οποία δεν προκύπτει αν πρόκειται περί ισογείου οικίας ή του 1ου υπέρ το
ισόγειο ορόφου πολυκατοικίας.

5. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω εκτεθέντων, η κρινόμενη αίτηση είναι απορριπτέα


στο σύνολό της.

Διά ταύτα

Απορρίπτει την υπό κρίση αίτηση

Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου και

Επιβάλλει στον αιτούντα τη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, ανερχόμενη στο


ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ.

3113/2013 ΔΕΦ ΑΘ (635828)

(Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Διοικητική δικονομία. Νομιμοποίηση. Δικαστική


πληρεξουσιότητα. Απαράδεκτο. Κοινή προσφυγή κατά της καταλογιστικής πράξης
της Προϊσταμένης Τελωνείου, με την οποία καταλογίστηκε σε βάρος των
προσφευγόντων πολλαπλό τέλος λόγω λαθρεμπορίας, πλέον Τελών Χαρτοσήμου και
ΟΓΑ 2,4%, καθώς και ειδικό πρόσθετο τέλος φορολογίας καπνού. Κατά την έννοια
του αρ. 30 § 3 του Κ.Δ.Δ., η πληρεξουσιότητα παρέχεται και με συνυπογραφή του
δικογράφου του ένδικου βοηθήματος ή μέσου από τον ίδιο το διάδικο. Κατά τη
συζήτηση όμως της υπόθεσης στο ακροατήριο ο δικηγόρος που υπογράφει το
δικόγραφο πρέπει να παραστεί, οπότε διαπιστώνεται και το δικαίωμά του να
ασκεί το δικηγορικό λειτούργημα σύμφωνα με τα αρ. 27 και 30 του ν.δ. 3026/54
124
«Κώδικας Δικηγόρων». Αν ο δικηγόρος αυτός δεν παραστεί, για τη
νομιμοποίηση της άσκησης του ένδικου βοηθήματος ή μέσου, απαιτείται είτε να
προσκομιστεί συμβολαιογραφική πράξη ή ιδιωτικό έγγραφο παροχής
πληρεξουσιότητας στον ίδιο δικηγόρο, είτε να εμφανιστεί στο ακροατήριο
αυτοπροσώπως ο διάδικος για να τον νομιμοποιήσει με προφορική δήλωσή του,
είτε να παραστεί ο διάδικος με άλλο δικηγόρο, νομιμοποιούμενο με
συμβολαιογραφική πράξη ή ιδιωτικό έγγραφο παροχής πληρεξουσιότητας ή με
προφορική δήλωση του διαδίκου στο ακροατήριο (ΣτΕΟλομ. 1346/08). Στην
προκείμενη περίπτωση, η κρινόμενη προσφυγή ασκείται από τους προσφεύγοντες και
το δικόγραφο αυτής υπογράφεται από τους ίδιους και το φερόμενο ως πληρεξούσιό
τους δικηγόρο. Όμως, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, δεν παραστάθηκε ο ανωτέρω
δικηγόρος ή άλλος δικηγόρος στο ακροατήριο, ούτε οι προσφεύγοντες
αυτοπροσώπως, αν και κλητεύτηκαν νόμιμα. Εξάλλου δεν προσκομίστηκαν στο
Δικαστήριο έγγραφα από τα οριζόμενα στο αρ. 30 του Κ.Δ.Δ. περί παροχής
πληρεξουσιότητας προς τον δικηγόρο που υπέγραψε το δικόγραφο της προσφυγής.
Κατ’ ακολουθία, η κρινόμενη προσφυγή ασκήθηκε κατά παράβαση των πιο πάνω
διατάξεων και για το λόγο αυτόν, που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο,
πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, το δε παράβολο που καταβλήθηκε να
καταπέσει υπέρ του Δημοσίου. Απορρίπτει την προσφυγή.

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Τμήμα 1ο Τριμελές

Αποτελούμενο από τους: Ηρακλή Μπούνια, Πρόεδρο Εφετών Διοικητικών


Δικαστηρίων, Δέσποινα Βήχου-Τάταρη και Παναγιώτη Ζερβέα (Εισηγητή), Εφέτες
Διοικητικών Δικαστηρίων και γραμματέα την Αλεξάνδρα Ντούβλη, δικαστική
υπάλληλο,

συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 3 Ιουνίου 2013, για να δικάσει την από
20 Δεκεμβρίου 2006 (αριθ. καταχ. ΑΒΕΜ 783/20.3.2012) προσφυγή,

των 1) ............... και 2) ...................., κατοίκων Αχαρνών Αττικής (οδός ............), οι


οποίοι δεν παραστάθηκαν,

125
κατά του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται από τον Προϊστάμενο του
Τελωνείου Λαυρίου και δεν παραστάθηκε.

Το Δικαστήριο, μελέτησε τη δικογραφία και σκέφτηκε σύμφωνα με το νόμο.

1. Επειδή, με την κρινόμενη κοινή προσφυγή, για την οποία καταβλήθηκε παράβολο
εννέα (9) ευρώ (βλ. τα 1040486-7/2006 και 2420675-6/2006 σειράς Α΄ ειδικά έντυπα
παραβόλου), ζητείται να ακυρωθεί η 39/05/16-10-2006 καταλογιστική πράξη της
Προϊσταμένης του Τελωνείου Λαυρίου, με την οποία καταλογίστηκε σε βάρος των
προσφευγόντων πολλαπλό τέλος ποσού 11.357.570,25 ευρώ στον καθένα λόγω
λαθρεμπορίας, πλέον Τελών Χαρτοσήμου και ΟΓΑ 2,4%, καθώς και ειδικό πρόσθετο
τέλος φορολογίας καπνού ποσού 324.492,80 ευρώ. Η προσφυγή αυτή παραπέμφθηκε
στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών με την 1373/2011 απόφαση του Τριμελούς
Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών σε Συμβούλιο (κατ’ άρθρο 126 Α του Κ.Δ.Δ.).

2. Επειδή, η συζήτηση της υπόθεσης έγινε νόμιμα, αν και δεν παραστάθηκαν στο
ακροατήριο οι διάδικοι, οι οποίοι κλητεύτηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα (βλ. τις
από 1.4.2013 και 26.11.2012 εκθέσεις επίδοσης των ειδικών φρουρών
(αστυφυλάκων) ....................., αντιστοίχως).

3. Επειδή, στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ.), ο οποίος κυρώθηκε με το


άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (φ. Α’ 97), ορίζεται, στο άρθρο 28, ότι: «1. Για τις
πράξεις της προδικασίας θεωρείται ότι υπάρχει η πληρεξουσιότητα, εφόσον είτε
επακολουθήσει η νομιμοποίηση δικαστικού πληρεξουσίου είτε εμφανιστεί στο
ακροατήριο ο διάδικος ή ο νόμιμος αντιπρόσωπος ή ο εκπρόσωπός του και δηλώσει
ότι εγκρίνει τη διενέργειά τους. 2. Αν, ως την πρώτη συζήτηση, δεν έχουν υποβληθεί
τα στοιχεία της νομιμοποίησης ή αυτά που έχουν υποβληθεί δεν είναι πλήρη, το
δικαστήριο, ύστερα από αίτηση του διαδίκου ή του νομίμου αντιπροσώπου ή του
εκπροσώπου ή του εμφανιζόμενου ως δικαστικού πληρεξουσίου του, είτε αναβάλλει
τη συζήτηση είτε προχωρεί σε αυτή χορηγώντας εύλογη προθεσμία για την υποβολή
τους….. 5. Αν ο δικαστικός πληρεξούσιος του διαδίκου τελικώς δεν νομιμοποιηθεί, οι
διαδικαστικές πράξεις που διενεργήθηκαν από αυτόν είναι αυτοδικαίως άκυρες και το
σχετικό ένδικο βοήθημα ή μέσο απορρίπτεται…», στο άρθρο 30, ότι: «1… 2. Η, κατά
την προηγούμενη παράγραφο, δικαστική πληρεξουσιότητα παρέχεται α) με
126
προφορική δήλωση του διαδίκου ή του νόμιμου αντιπροσώπου ή του εκπροσώπου
του, στο ακροατήριο, η οποία και καταχωρείται στα πρακτικά, ή β) με
συμβολαιογραφική πράξη ή με ιδιωτικό έγγραφο, οπότε όμως απαιτείται η βεβαίωση
του γνησίου της υπογραφής του διαδίκου ή του νόμιμου αντιπροσώπου ή του
εκπροσώπου του, από οποιαδήποτε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή… 3. Η
δικαστική πληρεξουσιότητα προς τους κατά την πρώτη περίοδο της παρ. 1
δικαστικούς πληρεξουσίους θεωρείται ότι έχει παρασχεθεί με μόνη τη συνυπογραφή,
από το διάδικο ή το νόμιμο αντιπρόσωπό του ή τον εκπρόσωπό του, κατά περίπτωση,
του δικογράφου του ένδικου βοηθήματος ή μέσου. Στην περίπτωση αυτή η
συνυπογραφή του δικηγόρου θεωρείται ως βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής
των πιο πάνω προσώπων…» και τέλος, στο άρθρο 35, ότι: «Το δικαστήριο ελέγχει
και αυτεπαγγέλτως τη συνδρομή των διαδικαστικών προϋποθέσεων».

4. Επειδή, κατά την έννοια του άρθρου 30 παρ. 3 του Κ.Δ.Δ., η πληρεξουσιότητα
παρέχεται και με συνυπογραφή του δικογράφου του ένδικου βοηθήματος ή μέσου
από τον ίδιο το διάδικο. Κατά τη συζήτηση όμως της υπόθεσης στο ακροατήριο ο
δικηγόρος που υπογράφει το δικόγραφο πρέπει να παραστεί, οπότε διαπιστώνεται και
το δικαίωμά του να ασκεί το δικηγορικό λειτούργημα σύμφωνα με τα άρθρα 27 και
30 του ν.δ. 3026/1954 «περί του Κώδικος των Δικηγόρων» (φ. A΄ 235). Αν ο
δικηγόρος αυτός δεν παραστεί, για τη νομιμοποίηση της άσκησης του ένδικου
βοηθήματος ή μέσου απαιτείται είτε να προσκομιστεί συμβολαιογραφική πράξη ή
ιδιωτικό έγγραφο παροχής πληρεξουσιότητας στον ίδιο δικηγόρο, είτε να εμφανιστεί
στο ακροατήριο αυτοπροσώπως ο διάδικος για να τον νομιμοποιήσει με προφορική
δήλωσή του, είτε να παραστεί ο διάδικος με άλλο δικηγόρο, νομιμοποιούμενο με
συμβολαιογραφική πράξη ή ιδιωτικό έγγραφο παροχής πληρεξουσιότητας ή με
προφορική δήλωση του διαδίκου στο ακροατήριο (ΣτΕΟλομ. 1346/2008).

5. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, η από 20-12-2006 προσφυγή ασκείται από


τους προσφεύγοντες και το δικόγραφο αυτής υπογράφεται από τους ίδιους και το
φερόμενο ως πληρεξούσιό τους δικηγόρο Γεώργιο Ι. Παναγιωτακόπουλο. Όμως,
κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, δεν παραστάθηκε ο ανωτέρω δικηγόρος ή άλλος
δικηγόρος στο ακροατήριο, ούτε οι προσφεύγοντες αυτοπροσώπως, αν και
κλητεύτηκαν νόμιμα, σύμφωνα με τα ανωτέρω. Εξάλλου δεν προσκομίστηκαν στο
Δικαστήριο έγγραφα από τα οριζόμενα στο άρθρο 30 του Κ.Δ.Δ. περί παροχής
127
πληρεξουσιότητας προς τον πιο πάνω δικηγόρο που υπέγραψε το δικόγραφο της
προσφυγής.

6. Επειδή, κατ’ ακολουθία, η κρινόμενη προσφυγή ασκήθηκε κατά παράβαση των πιο
πάνω διατάξεων και για το λόγο αυτόν, που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το
Δικαστήριο, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, το δε παράβολο που καταβλήθηκε
να καταπέσει υπέρ του Δημοσίου. Περαιτέρω, εφόσον δεν υπάρχει σχετικό αίτημα
δεν καταλογίζονται δικαστικά έξοδα σε βάρος των προσφευγόντων (άρθρο 275 παρ.
1 εδάφ. α’ και 7 εδάφ. α’ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας).

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Απορρίπτει την προσφυγή. Και

Διατάσσει την κατάπτωση του καταβληθέντος παραβόλου υπέρ του Δημοσίου.


492/2011 ΣΤΕ (540680)

(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Αλλοδαποί. Η αίτηση ακύρωσης κατά της αποφάσεως


του Υπουργού Δημόσιας Τάξης περί απορρίψεως του αιτήματος χορηγήσεως ασύλου
στον αιτούντα αρμοδίως εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του ΣτΕ, ενώ κατά το
μέρος που ζητείται η ακύρωση της αποφάσεως της Διευθύνσεως Αλλοδαπών περί
απελάσεως αυτού και εγγραφής του στον Εθνικό Κατάλογο Ανεπιθυμήτων
Αλλοδαπών, η αίτηση υπάγεται στην ακυρωτική αρμοδιότητα του Διοικητικού
Πρωτοδικείου, στο οποίο και πρέπει να παραπεμφθεί προς εκδίκαση.

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Δ΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 18 Μαΐου 2010 με την εξής σύνθεση:
Σωτ. Ρίζος, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του
Τμήματος, που είχε κώλυμα, Ειρ. Σαρπ, Ε. Αντωνόπουλος, Σύμβουλοι, Α.-Μ.
Παπαδημητρίου, Μ. Αθανασοπούλου, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Ν. Αθανασίου.

128
Για να δικάσει την από 30 Αυγούστου 2007 αίτηση:

του .. .. .. , κατοίκου Θεσσαλονίκης (οδός .. ... αρ. ..), ο οποίος δεν παρέστη,

κατά του Υπουργού Δημόσιας Τάξης, ο οποίος παρέστη με τον Περικλή Αγγέλου,
Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

Με την αίτηση αυτή ο αιτών επιδιώκει να ακυρωθούν : α) η υπ` αριθ. 324919/3-


β`/20.5.2007 απόφαση του Διευθυντού της Διεύθυνσης Αλλοδαπών Θεσσαλονίκης,
β) η υπ` αριθ. 95/51909/10.11.2006 απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης, καθώς
και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Παρέδρου Α.-
Μ. Παπαδημητρίου.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την
απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του


δικαστηρίου κ α ι

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο

1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίσιν αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο
παράβολο (2672108, 3681692/07 ειδικά έντυπα παραβόλου). 2. Επειδή, με την υπό
κρίσιν αίτηση ζητείται η ακύρωση της υπ` αρ. 95/51909/10.11.2006 αποφάσεως του
Υπουργού Δημόσιας Τάξης, με την οποία απορρίφθηκε προσφυγή του αιτούντος,
κατά δήλωσή του υπηκόου Νιγηρίας, κατά της υπ` αρ. 95/51909/17.1.2006
αποφάσεως του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης. Με την πράξη
αυτή είχε απορριφθεί αίτημα του αιτούντος να του χορηγηθεί πολιτικό άσυλο.
Ζητείται επίσης η ακύρωση της υπ` αρ. 324919/3-β/20.5.2007 αποφάσεως της
Διευθύνσεως Αλλοδαπών Θεσσαλονίκης περί απελάσεως του αιτούντος και εγγραφής
129
αυτού στον Εθνικό Κατάλογο Ανεπιθυμήτων Αλλοδαπών μέχρι 20.5.2014.

3. Επειδή, με την παρ. 1 του άρθρου 15 του ν. 3068/2002 (Α΄ 274) υπήχθησαν στην
αρμοδιότητα των τριμελών διοικητικών πρωτοδικείων οι ακυρωτικές διαφορές,
οι οποίες γεννώνται από την προσβολή ατομικών διοικητικών πράξεων που
εκδίδονται κατ` εφαρμογήν της νομοθεσίας περί αλλοδαπών και αφορούν,
μεταξύ άλλων, σε διοικητική απέλαση ή εγγραφή στον κατάλογο ανεπιθυμήτων
αλλοδαπών (περ. στ΄ και ζ΄). Αντιθέτως, σύμφωνα με την παρ. 3 παρ. β΄ του ίδιου
άρθρου, εξακολουθούν να εκδικάζονται, σε πρώτο βαθμό, από το Συμβούλιο της
Επικρατείας οι ακυρωτικές διαφορές που γεννώνται από την προσβολή
ατομικών διοικητικών πράξεων εκδιδομένων στο πλαίσιο της διαδικασίας
εξετάσεως αιτήματος για την αναγνώριση αλλοδαπού ως πρόσφυγος, υπό την
έννοια της Διεθνούς Συμβάσεως της Γενεύης την 28.7.1951, περί του νομικού
καθεστώτος των προσφύγων (ν.δ. 3989/1959, Α΄ 201) και του Πρωτοκόλλου της
Νέας Υόρκης (α.ν. 389/1968, Α΄ 125).

4. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του Συμβουλίου της
Επικρατείας η υπό κρίσιν αίτηση κατά το μέρος που στρέφεται κατά της υπ` αρ.
95/51909/10.11.2006 αποφάσεως του Υπουργού Δημόσιας Τάξης περί απορρίψεως
του αιτήματος χορηγήσεως ασύλου στον αιτούντα. Κατά το μέρος αυτό, η αίτηση
είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, σύμφωνα με το άρθρο 27 του κωδ. π.δ/τος 18/1989
(Α΄ 8), όπως το τελευταίο τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με το άρθρο 4 παρ. 2
του ν. 2479/1997 (Α΄ 67), διότι, ενώ το δικόγραφο υπογράφεται από δικηγόρο, ο
αιτών δεν παρέστη, κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, με πληρεξούσιο δικηγόρο,
ούτε εμφανίσθηκε για να δηλώσει ότι εγκρίνει την άσκηση του ενδίκου μέσου, ούτε
και προσκομίσθηκε συμβολαιογραφικό έγγραφο παροχής πληρεξουσιότητας στον
δικηγόρο που υπογράφει το δικόγραφο. 5. Επειδή, κατά το μέρος που ζητείται η
ακύρωση της υπ` αρ. 324919/3- β/20.5.2007 αποφάσεως της Διευθύνσεως
Αλλοδαπών Θεσσαλονίκης περί απελάσεως του αιτούντος και εγγραφής αυτού στον
Εθνικό Κατάλογο Ανεπιθυμήτων Αλλοδαπών, η αίτηση υπάγεται, κατά τα
προεκτεθέντα, στην ακυρωτική αρμοδιότητα του Διοικητικού Πρωτοδικείου
Θεσσαλονίκης, στο οποίο και πρέπει να παραπεμφθεί προς εκδίκαση, κατά τα
οριζόμενα στο άρθρο 34 παρ. 1 του ν. 1968/1991, Α΄ 150 (ΣΕ 3156, 3350/2008, 3898,
3915/2009, 775/2010 κ.ά.).
130
Διά ταύτα

Παραπέμπει την αίτηση, κατά το μέρος που στρέφεται κατά της 324919/3-
β/20.5.2007 πράξεως της Διευθύνσεως Αλλοδαπών Θεσσαλονίκης, στο Διοικητικό
Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης.

Απορρίπτει την αίτηση κατά τα λοιπά.

Επιβάλλει στον αιτούντα τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, που ανέρχεται σε


τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.

Άρθρο 15N. 3068/2002

Καθεστώς αλλοδαπών

"1. Στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου υπάγονται οι


ακυρωτικές διαφορές, οι οποίες γεννώνται από την προσβολή ατομικών διοικητικών
πράξεων που εκδίδονται κατ` εφαρμογή της νομοθεσίας περί αλλοδαπών εν γένει, με
την επιφύλαξη της παραγράφου 3.

"2. Αρμόδιο κατά τόπον για την εκδίκαση των διαφορών της προηγούμενης
παραγράφου είναι το διοικητικό πρωτοδικείο στην περιφέρεια του οποίου εδρεύει η
διοικητική αρχή που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη. Κατ` εξαίρεση, αν
πρόκειται για διαφορές που αφορούν είτε απόρριψη αιτήματος χορήγησης ή
ανανέωσης ή ανάκλησης ισχύοντος τίτλου διαμονής και εργασίας, είτε απόφαση
επιστροφής που ενσωματώνεται σε πράξη απόρριψης του αιτήματος χορήγησης ή
ανανέωσης τίτλου διαμονής, καθώς και σε απόφαση ανάκλησης ισχύοντος τίτλου
διαμονής, αρμόδιο είναι το διοικητικό πρωτοδικείο στην περιφέρεια του οποίου
εδρεύει η αρμόδια υπηρεσία της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης, στην οποία
τηρείται ο διοικητικός φάκελος του αλλοδαπού, δηλαδή το ανά Νομό Τμήμα
Αλλοδαπών και Μετανάστευσης. Κατά τα λοιπά, για την εκδίκαση των διαφορών της
προηγούμενης παραγράφου, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 2 έως
και 4 του ν. 702/1977 (Α` 268). Οι αποφάσεις των διοικητικών πρωτοδικείων επί των

131
εν λόγω διαφορών υπόκεινται σε έφεση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας,
εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των διατάξεων του άρθρου 5 του ν. 702/1977."

***Η παρ.2 αντικαθίσταται από 2 Απριλίου 2012 με τα άρθρα 67 και 113 του Ν.
4055/2012

3. Υπάγονται στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού εφετείου οι ακυρωτικές


διαφορές, οι οποίες γεννώνται από την προσβολή ατομικών διοικητικών πράξεων που
αφορούν:

α) την αναγνώριση αλλοδαπού ως πρόσφυγα, υπό την έννοια της Συμβάσεως της
Γενεύης, που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του ν.δ. 3989/1959 (ΦΕΚ 201 Α`) και του
συναφούς πρωτοκόλλου της Νέας Υόρκης του 1967, που κυρώθηκε με το άρθρο
μόνο του α.ν. 389/1968 (ΦΕΚ 125 Α`),

β) την κτήση και την απώλεια της ελληνικής ιθαγένειας.

Οι αποφάσεις των διοικητικών εφετείων επί των εν λόγω διαφορών υπόκεινται σε


έφεση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των
διατάξεων του άρθρου 5 του ν. 702/1977.

4. Η παράγραφος 1 δεν καταλαμβάνει τις διαφορές, οι οποίες γεννώνται από την


προσβολή πράξεων που αφορούν την άρνηση χορήγησης σε αλλοδαπό άδειας
ασκήσεως εξαρτημένης ή ανεξάρτητης οικονομικής δραστηριότητας, την άρνηση
ανανέωσης ήτην ανάκληση τέτοιας άδειας, όταν οι πράξεις αυτές δεν εκδίδονται κατ`
εφαρμογή της νομοθεσίας περί αλλοδαπών αλλά κατ` εφαρμογή ειδικής νομοθεσίας,
εφαρμοζόμενης και επί ημεδαπών, με την οποία η άσκηση της συγκεκριμένης
δραστηριότητας έχει υπαχθεί σε καθεστώς προηγούμενης άδειας."

2913/2012 ΣΤΕ (581611)

(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος. Το ένδικο


βοήθημα που στρέφεται κατά των αδειών λειτουργίας καταστήματος, της
γνωμοδότησης της υγειονομικής υπηρεσίας και της παράλειψης της Διοίκησης να
ανακαλέσει την άδεια και να σφραγίσει το κατάστημα, υπάγεται στη δικαιοδοσία του

132
Διοικητικού Πρωτοδικείου όπου και παραπέμπεται για να δικαστεί ως προσφυγή
ουσίας. Η παράλειψη του Δήμου να απαντήσει εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας
σε αίτημα για πρόσβαση στα αρχεία του Δήμου, καθώς και η απόρριψη σχετικών
προσφυγών, προσβάλλονται με αίτηση ακύρωσης ενώπιον του ΣτΕ. Έλεγχος από το
Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας και την Ειδική Επιτροπή εν συνεχεία, των
αποφάσεων των οργάνων των Δήμων από άποψη νομιμότητας. Η εμπρόθεσμη
άσκηση των προσφυγών, που δεν έχουν ενδικοφανή χαρακτήρα, διακόπτουν την
προθεσμία ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως. Η προσφυγή ενώπιον του ΓΓΠ
ασκήθηκε εκπροθέσμως και δεν διεκόπη η προθεσμία ασκήσεως της αιτήσεως
ακυρώσεως, που ασκήθηκε εκπρόθεσμα.

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Δ΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 8 Μαρτίου 2011, με την εξής σύνθεση:
Σωτ. Ρίζος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Δ Τμήματος, Ηρ. Τσακόπουλος, Δ.
Κυριλλόπουλος, Σύμβουλοι, Χρ. Μπολόφη, Ι. Παπαγιάννης, Πάρεδροι. Γραμματέας
η Αικ. Ρίπη.

Για να δικάσει την από 15 Νοεμβρίου 2007 αίτηση:

των: 1) ................. - ................ ................ και 2) ........... ................, κατοίκων ... .........
Αττικής (.............. ..), οι οποίοι δεν παρέστησαν, αλλά εμφανίστηκαν στο ακροατήριο
και δήλωσαν ότι εγκρίνουν την άσκηση του ενδίκου μέσου,

κατά των: 1) Δήμου ....... ........... Αττικής, ο οποίος δεν παρέστη και 2) Υπουργού
Εσωτερικών, ο οποίος παρέστη με τον Σταύρο Σπυρόπουλο, Πάρεδρο του Νομικού
Συμβουλίου του Κράτους.

Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθούν: 1) οι παραλείψεις


οφειλομένωννομίμων ενεργειών των οργάνων του καθ’ ου Δήμου που εκδηλώθηκαν
με τη μη ανάκληση παλαιάς άδειας και τη μη σφράγιση καταστήματος επί της οδού
......... .. .. ........, καθώς και με τη μη απάντηση σε αναφορές του πρώτου αιτούντος, 2)
οι άδειες λειτουργίας του ανωτέρω καταστήματος, των ετών 1995, 1998 και 2007, 3)
η γνωμοδότηση της υγειονομικής υπηρεσίας για την έκδοση της άδειας του έτους
133
2007, 4) οι παραλείψεις της Περιφέρειας Αττικής, πρώτον να προβεί σε έλεγχο
νομιμότητας των ως άνω παραλείψεων των οργάνων του Δήμου ... ............ Αττικής
κατόπιν προσφυγής του ...- ................................ και, δεύτερον, να απαντήσει στην
από 26/28.3.2007 αναφορά/αίτηση του ιδίου και 5) η 5/8.6.2007 απόφαση της Ειδικής
Επιτροπής του άρθρου 152 ΚΔΚ, απορριπτικής προσφυγής του πρώτου αιτούντος.

Ο αντιπρόσωπος του Υπουργού δήλωσε, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του
άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσει.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Χρ.
Μπολόφη.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του


δικαστηρίου κ α ι

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο

1. Επειδή, καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (1468176, 866793/207 ειδικά


γραμμάτια).

2. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Ο πρώτος των


αιτούντων, κάτοικος της οδού ........ . στη ........ ... Αττικής, με την από 1.11.2006
αίτησή του προς το Δήμο .. ...................., υπέβαλε παράπονα σχετικά με κατάστημα
υγειονομικού ενδιαφέροντος (καφενείο), ευρισκόμενο επί της παρακειμένης οδού
........ .. ........ ......, από τη λειτουργία του οποίου, κατά τους ισχυρισμούς του,
προκαλείτο όχληση στον ίδιο και τους περιοίκους. Επανήλθε με νεότερη αίτηση, στις
13.11.2006, με την οποία ζητούσε να του επιτραπεί η πρόσβαση στα αρχεία του
Δήμου σχετικά με τις χρήσεις γης στην οδό ............ και ............. και το είδος των
καταστημάτων που επιτρέπεται να λειτουργούν στις δύο αυτές οδούς. Επίσης, ζήτησε
να λάβει γνώση του φακέλου που αφορά τους όρους λειτουργίας του ανωτέρω
καταστήματος. Μη λαβών απάντηση επί των αιτήσεων αυτών, ο αιτών άσκησε την
7523/12.2.2007 προσφυγή ενώπιον του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής,
134
ζητώντας να αποφανθεί «επί της προαναφερόμενης παρανόμου παραλείψεως του
Δήμου» να απαντήσει στις ανωτέρω (από 1.11.2006 και 13.11.2006) αιτήσεις. Με την
από 26.3.2007 δε αίτησή του προς το Γενικό Γραμματέα Περιφέρειας, όπως αυτή
συμπληρώθηκε με την από 28.3.2007 όμοια, ζήτησε να πληροφορηθεί εάν ο
τελευταίος άσκησε τον προβλεπόμενο έλεγχο νομιμότητας επί των ανωτέρω πράξεων
και παραλείψεων του Δήμου σε σχέση με τις υποβληθείσες ως άνω από 12.2.2007
προσφυγή και από 1.11 και 13.11.2006 αιτήσεις του. Κατά της τεκμαιρόμενης
σιωπηρής απόρριψης της προσφυγής του ο πρώτος αιτών άσκησε την 43/24.5.2007
προσφυγή ενώπιον της Ειδικής Επιτροπής του άρθρου 152 του Κώδικα Δήμων και
Κοινοτήτων (Κ.Δ.Κ. - ν.3643/2006), η οποία απερρίφθη με την 5/8.6.2007 απόφαση
αυτής. Ήδη, με την κρινόμενη αίτηση, οι αιτούντες ζητούν, όπως αναφέρουν στο
δικόγραφο, την ακύρωση «παραλείψεων οφειλομένωννομίμων ενεργειών των
οργάνων του Δήμου .... .............. Αττικής που εκδηλώθηκαν με τη μη ανάκληση
παλαιάς άδειας και τη μη σφράγιση καταστήματος επί της οδού ......... .. ...... ........,
καθώς και με τη μη απάντηση σε αναφορές του .. .... ................. [πρώτου αιτούντος]».
Επίσης, ζητούν την ακύρωση:α/ αδειών λειτουργίας του ανωτέρω καταστήματος, των
ετών 1995, 1998 και 2007, β/ της γνωμοδότησης της υγειονομικής υπηρεσίας για την
έκδοση της άδειας του έτους 2007, γ/ των παραλείψεων της Περιφέρειας Αττικής
«πρώτον, να προβεί σε έλεγχο νομιμότητας των ως άνω παραλείψεων των οργάνων
του Δήμου .. ............... Αττικής κατόπιν προσφυγής του ............. ......... ................ και,
δεύτερον, να απαντήσει στην από 26/28.3.2007 αναφορά/ αίτηση του ιδίου» και δ/
της 5/8.6.2007 αποφάσεως της Ειδικής Επιτροπής του άρθρου 152 ΚΔΚ,
απορριπτικής προσφυγής του πρώτου αιτούντος κατά της τεκμαιρόμενης σιωπηρής
απορρίψεως από το Γενικό Γραμματέα Περιφέρειας προσφυγής του κατά των
ανωτέρω πράξεων - παραλείψεων.

3. Επειδή, με τη διάταξη του άρθρου 29 παρ. 4 του ν. 2721/1999 (Α΄112) προστέθηκε


παράγραφος 3 στο άρθρο 1 του ν. 1406/1983 (Α΄182), στην οποία ορίζεται ότι : «3.
Στην δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων υπάγονται, εκδικαζόμενες
ως διαφορές ουσίας, οι διαφορές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας
που αφορά : α) την χορήγηση ή την ανάκληση αδειών ίδρυσης και λειτουργίας και
την επιβολή κυρώσεων κατά τη λειτουργία καταστημάτων και εργαστηρίων
υγειονομικού ενδιαφέροντος, καθώς και των επιχειρήσεων που εξομοιούνται με
αυτά…». Ενόψει της διατάξεως αυτής, η κρινόμενη αίτηση, καθ’ ο μέρος στρέφεται
135
κατά των αδειών λειτουργίας του καταστήματος των ετών 1995, 1998 και 2007 (υπό
στοιχ. α προσβαλλόμενες), κατά της ανωτέρω γνωμοδότησης της υγειονομικής
υπηρεσίας (υπό στοιχ. β προσβαλλόμενη) καθώς και κατά της παραλείψεως της
Διοικήσεως να ανακαλέσει την άδεια και να σφραγίσει το κατάστημα, υπάγεται στη
δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, εκδικαζόμενη ως διαφορά ουσίας.
Συνεπώς, ως προς τις πράξεις και παραλείψεις αυτές, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να
παραπεμφθεί στο αρμόδιο κατά τόπον Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών, προκειμένου
να εκδικασθεί ως προσφυγή ουσίας. Ως προς τις λοιπές πράξεις και παραλείψεις και,
συγκεκριμένα, ως προς την παράλειψη του Δήμου να απαντήσει στο από 13.11.2006
αίτημα του αιτούντος για πρόσβαση στα αρχεία του Δήμου, καθώς και ως προς τις
υπό στοιχ. γ και δ προσβαλλόμενες πράξεις, η υπόθεση αρμοδίως εισάγεται ενώπιον
του Συμβουλίου της Επικρατείας.

4. Επειδή, στην παράγραφο 1 του άρθρου 5 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας,


που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2690/1999 (Α΄ 45), και ο οποίος
εφαρμόζεται στο Δημόσιο, στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και στα άλλα
νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, ορίζεται ότι: «1. Κάθε ενδιαφερόμενος έχει το
δικαίωμα, ύστερα από γραπτή αίτησή του, να λαμβάνει γνώση των διοικητικών
εγγράφων. Ως διοικητικά έγγραφα νοούνται όσα συντάσσονται από τις δημόσιες
υπηρεσίες, όπως εκθέσεις, μελέτες, πρακτικά, στατιστικά στοιχεία, εγκύκλιες οδηγίες,
απαντήσεις της Διοίκησης, γνωμοδοτήσεις και αποφάσεις. Εξάλλου, στην παράγραφο
6 του ιδίου ως άνω άρθρου 5 (όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 11 παρ. 2 του
Ν. 3230/2004, Α΄ 44) ορίζεται ότι «6. Η χρονική προθεσμία για τη χορήγηση
εγγράφων κατά τις παραγράφους 1 και 2 ή την αιτιολογημένη απόρριψη της σχετικής
αίτησης του πολίτη είναι είκοσι (20) ημέρες». Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών,
η υποβολή από τον διοικούμενο που έχει έννομο συμφέρον αιτήματος προς τη
Διοίκηση να λάβει γνώση διοικητικών εγγράφων, συνιστά άσκηση δικαιώματος που
αναγνωρίζεται από το νόμο. Τυχόν δε παράλειψη της Διοικήσεως να απαντήσει σε
σχετικό αίτημα εντός των προβλεπομένων προθεσμιών συνιστά παράλειψη
οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, παραδεκτώςπροσβλητή με αίτηση ακυρώσεως (πρβλ.
ΣτΕ 841/1997, 1424/2000, 2699/2008).

5. Επειδή, εξάλλου, ο ν. 3463/2006 «Κύρωση του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων»


(Α` 114) ορίζει, στο άρθρο 150, ότι : «1.α. Οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον
136
μπορεί να προσφύγει στον Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας και να προσβάλει τις
αποφάσεις των συλλογικών ή μονομελών οργάνων των Δήμων, των Κοινοτήτων, των
τοπικών διαμερισμάτων, των νομικών τους προσώπων δημοσίου δικαίου και των
Συνδέσμων, για λόγους νομιμότητας, μέσα σε προθεσμία δέκα (10) ημερών από τη
δημοσίευση της απόφασης ή από την κοινοποίησή της ή αφότου έλαβε γνώση αυτής.
β. Η προσφυγή μπορεί να στρέφεται και κατά παραλείψεως οφειλόμενης νόμιμης
ενέργειας των ανωτέρω οργάνων. Στην περίπτωση αυτή η προσφυγή ασκείται εντός
δεκαημέρου από την παρέλευση άπρακτης της ειδικής προθεσμίας που τυχόν τάσσει
ο νόμος προς έκδοση της οικείας πράξεως. Σε διαφορετική περίπτωση μετά την
παρέλευση τριμήνου από την υποβολή της σχετικής αίτησης του ενδιαφερομένου. 2.
Ο Γενικός Γραμματέας αποφαίνεται επί της προσφυγής, εντός αποκλειστικής
προθεσμίας ενός (1) μηνός από την υποβολή της. Αν παρέλθει η ανωτέρω προθεσμία
χωρίς να εκδοθεί απόφαση θεωρείται ότι η προσφυγή έχει απορριφθεί», στο άρθρο
151 ότι : «Οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον μπορεί να προσβάλει τις αποφάσεις
του Γενικού Γραμματέα που εκδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 149
και 150, ενώπιον της Ειδικής Επιτροπής του επόμενου άρθρου, εντός προθεσμίας
ενός (1) μηνός από την έκδοση της απόφασης ή την κοινοποίησή της ή αφότου έλαβε
γνώση αυτός», στο άρθρο 152 ότι : «1. … 2. Η Ειδική Επιτροπή ασκεί έλεγχο
νομιμότητας, και εκδίδει απόφαση επί της προσφυγής μέσα σε αποκλειστική
προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την υποβολή της …3. … 4. Οι αποφάσεις της
Ειδικής Επιτροπής προσβάλλονται μόνο στα αρμόδια δικαστήρια…» και στο άρθρο
153 ότι : «Οι αποφάσεις της Ειδικής Επιτροπής, οι οποίες εκδίδονται σύμφωνα με τις
διατάξεις του προηγούμενου άρθρου, κοινοποιούνται στον Γενικό Γραμματέα της
Περιφέρειας και στο Δήμο ή στην Κοινότητα ή στο νομικό πρόσωπο αυτών, καθώς
και σε αυτόν που έχει ασκήσει την προσφυγή…». Τέλος, το άρθρο 46 του π.δ.
18/1989 (Α` 8) ορίζει ότι : «1. Η αίτηση ακυρώσεως ασκείται… μέσα σε προθεσμία
εξήντα ημερών που αρχίζει από την επομένη της κοινοποίησης της προσβαλλόμενης
πράξης ή της δημοσίευσής της, αν την τελευταία επιβάλλει ο νόμος ή, διαφορετικά
από τότε που ο αιτών έλαβε πλήρη γνώση της πράξης. … 2. Κάθε διοικητική
προσφυγή, εκτός από εκείνη που προβλέπεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 45 του
παρόντος [εννοείται : η ενδικοφανής προσφυγή], καθώς και η απλή αίτηση
θεραπείας…, διακόπτει την προθεσμία της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου για
το χρονικό διάστημα που ορίζεται για την έκδοση σχετικής πράξεως ή, αν τέτοιο
χρονικό διάστημα δεν ορίζεται, για 30 ημέρες ή έως την κοινοποίηση ή την πλήρη
137
γνώση της απάντησης της Διοικήσεως εφόσον αυτές πραγματοποιήθηκαν πριν
παρέλθουν οι προθεσμίες αυτές. 3. …».

6. Επειδή, με τις ανωτέρω διατάξεις του ν. 3463/2006 θεσπίζεται ειδική διοικητική


διαδικασία για τον, εκ μέρους του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας αρχικώς και
της ως άνω Ειδικής Επιτροπής εν συνεχεία, έλεγχο των αποφάσεων των οργάνων των
Δήμων από άποψη νομιμότητος και μόνον, κατόπιν ασκήσεως αντιστοίχων
προσφυγών από τον διοικούμενο. Η εμπρόθεσμη δε άσκηση των εν λόγω προσφυγών,
οι οποίες δεν έχουν ενδικοφανή χαρακτήρα, διακόπτουν, σύμφωνα με τη διάταξη της
παραγράφου 2 του άρθρου 46 του π.δ/τος 18/1989, την προθεσμία ασκήσεως
αιτήσεως ακυρώσεως. Η προθεσμία αυτή αρχίζει εκ νέου μετά την πάροδο της
μηνιαίας προθεσμίας που τάσσεται στο Γενικό Γραμματέα να αποφανθεί ή, σε
περίπτωση ασκήσεως προσφυγής και ενώπιον της Ειδικής Επιτροπής της
Περιφέρειας, μετά την πάροδο της τασσομένης σε αυτήν προθεσμίας των τριάντα
ημερών, εκτός εάν εκδοθεί και κοινοποιηθεί στον ενδιαφερόμενο απορριπτική
απόφαση επί της προσφυγής ή εάν ο ενδιαφερόμενος λάβει γνώση της απορριπτικής
αποφάσεως πριν από την πάροδο των ανωτέρω προθεσμιών. Σε περίπτωση σιωπής
των εν λόγω οργάνων - ή κοινοποιήσεως στον ενδιαφερόμενο ή γνώσεως εκ μέρους
του της αποφάσεώς τους, απορριπτικής της προσφυγής, σε χρόνο μεταγενέστερο της
οριζομένης από το νόμο προθεσμίας αποφάνσεως - η προθεσμία για την άσκηση
αιτήσεως ακυρώσεως κατά της σιωπηράς απορρίψεως της προσφυγής καθώς και
κατά της αποφάσεως κατά της οποίας είχε ασκηθεί η προσφυγή, αρχίζει από την
επομένη της συμπληρώσεως των ανωτέρω προθεσμιών που τάσσονται στον Γενικό
Γραμματέα της Περιφέρειας και την Ειδική Επιτροπή προκειμένου να αποφανθούν
(πρβλ. ΣτΕ 3684/2007, 1182, 392, 308/2006, 4381, 3393, 3424/2005 κ.α.).

7. Επειδή, όπως αναλυτικώς εξετέθη ανωτέρω, με την από 13.11.2006 αίτησή του
προς το Δήμο .... ........... ο αιτών, έχων προς τούτο έννομο συμφέρον, ζήτησε
πρόσβαση στα αρχεία του Δήμου σχετικά με τις χρήσεις γης που επιτρέπονται στην
περιοχή όπου λειτουργεί το επίδικο κατάστημα καθώς και τους όρους λειτουργίας
αυτού. Το αίτημα αυτό τεκμαίρεται ότι απορρίφθηκε σιωπηρώς μετά πάροδο είκοσι
ημερών, στις 3.12.2006, ημερομηνία κατά την οποία στοιχειοθετήθηκε η, κατά τα
προεκτεθέντα, παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας του Δήμου να απαντήσει
επί του αιτήματος του αιτούντος. Από την επομένη δε (4.12.2006) άρχισε η
138
δεκαήμερη προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής νομιμότητας ενώπιον του
Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής κατά της ανωτέρω παραλείψεως. Η
προθεσμία αυτή έληξε στις 13.12.2006. Με τα δεδομένα όμως αυτά, η από 12.2.2007
προσφυγή ενώπιον του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας ασκήθηκε εκπροθέσμως και,
ως εκ τούτου, ούτε αυτή αλλά ούτε και η από 24.5.2007 προσφυγή κατά της
τεκμαιρόμενης σιωπηρής απορρίψεως αυτής ενώπιον της Ειδικής Επιτροπής
διέκοψαν, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 46 του π.δ/τος
18/1989, την προθεσμία ασκήσεως της αιτήσεως ακυρώσεως. Συνεπώς, η κρινόμενη
αίτηση, κατατεθείσα στο Συμβούλιο της Επικρατείας στις 19.11.2007, ασκείται
εκπροθέσμως ως προς τη συντελεσθείσα, στις 3.12.2006, σιωπηρή απόρριψη του από
13.11.2006 αιτήματος του αιτούντος για πρόσβαση στα αρχεία και έγγραφα του
Δήμου καθώς και ως προς τη σιωπηρή απόρριψη της από 12.2.2007 προσφυγής κατ’
αυτής ενώπιον του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας. Ενόψει δε τούτων, η
προσβαλλόμενη 5/8.6.2007 απόφαση της Ειδικής Επιτροπής του άρθρου 152 Κ.Δ.Κ.,
με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του αιτούντος κατά της σιωπηρής
απορρίψεως από το Γενικό Γραμματέα Περιφέρειας της ενώπιόν του ασκηθείσης
προσφυγής, παρίσταται νόμιμη ανεξαρτήτως των ειδικότερων αιτιολογιών που
διαλαμβάνονται σε αυτήν. Κατόπιν τούτων, η υπό κρίση αίτηση είναι απορριπτέα ως
απαράδεκτη στο σύνολό της.

Δ ι ά τ α ύ τ α

Παραπέμπει την κρινόμενη αίτηση στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών,


προκειμένου να εκδικασθεί ως προσφυγή ουσίας, καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά των
αδειών λειτουργίας του καταστήματος των ετών 1995, 1998 και 2007 (υπό στοιχ. α
προσβαλλόμενες), κατά της γνωμοδότησης της υγειονομικής υπηρεσίας (υπό στοιχ. β
προσβαλλόμενη) καθώς και κατά της παραλείψεως της Διοικήσεως να ανακαλέσει
την άδεια και να σφραγίσει το κατάστημα.

Απορρίπτει την αίτηση κατά τα λοιπά, κατά το σκεπτικό.

Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.

Επιβάλλει στους αιτούντες τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, η οποία ανέρχεται


139
στο ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 14 Μαρτίου 2011. Ο Πρόεδρος του Δ` Τμήματος
Η Γραμματέας Σωτ. Αλ. Ρίζος Αικ. Ρίπη

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 13ης Αυγούστου 2012. Ο


Πρόεδρος Ο Γραμματέας του Β` Τμήματος Διακοπών Αν. Γκότσης Ν. Αθανασίου

140
9. Δίκαιο Προστασίας Καταναλωτή

Οδηγία

Ο σχετικός νόμος, που διέπει το θέμα, είναι ο περί Ελαττωματικών Προϊόντων


(Αστική Ευθύνη) Νόμος του 1995 (Ν. 105(Ι)(95), όπως τροποποιήθηκε.

Σύμφωνα με το Άρθρο 4 του νόμου προιόν είναι ελλατωματικό όταν δεν υπάρχει
ασφάλεια, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων υπό τις οποίες το
προιόν κατέχεται, χρησιμοποιείται ή καταναλώνεται και περιλαμβάνει τον τρόπο με
τον οποίο και τους σκοπούς για τους οποίους το προϊόν τέθηκε σε κυκλοφορία, την
παροχή οποιονδήποτε οδηγιών ή προειδοποιήσεων ή την παροχή οποιονδήποτε
δηλώσεων αναφορικά με την κατοχή, τη χρήση ή την κατανάλωση του προϊόντος, τη
χρήση επί του προϊόντος ή σε σχέση με αυτό οποιουδήποτε σήματος που αναφέρεται
στην ασφάλεια του ή που μπορεί εύλογα να εκληφθεί ότι αναφέρεται στην ασφάλεια
του, και το χρόνο κατά τον οποίο το προϊόν τέθηκε σε κυκλοφορία.

Το εδάφιο (2) του Άρθρου 4 ρητά προνοεί ότι προιόν δεν είναι ελαττωματικό από το
γεγονός και μόνο ότι άλλο ασφαλέστερο προιόν τέθηκε σε κυκλοφορία
μεταγενέστερα.

Το Άρθρο 6 του νόμου προνοεί ότι χωρίς επηρεασμό της ευθύνης του παραγωγού,
ευθύνεται ως να ήταν ο παραγωγός του προϊόντος και κάθε πρόσωπο το οποίο
εισήγαγε, κατά τη διεξαγωγή των εργασιών του προιόν εντός της Δημοκρατίας με
σκοπό να το προμηθεύσει σε άλλον.

Το Άρθρο 7 προνοεί ότι η ευθύνη οποιουδήποτε προσώπου, δυνάμει του νόμου, για
ζημιά που υπέστη άλλος μπορεί να μειωθεί ή να εκμηδενιστεί στις περιπτώσεις όπου,
ενόψει όλων των περιστάσεων, η ζημιά προκαλείται τόσο από ελαττωματικό
προιόν όσο και από υπαιτιότητα του ζημιωθέντος ή οποιουδήποτε προσώπου που
ενεργεί υπό την ευθύνη του ζημιωθέντος.

Από Νομολογιακής απόψεως το θέμα, όπως αναφέρθηκε στη θεμελιακή


υπόθεση Donοghue v. Stevenson καθώς και στο σύγγραμμα Winfield and Jolowicz
on Tort, ένας απλός διανομέας ή προμηθευτής δεν υπέχει, στον ίδιο βαθμό, καθήκον
επιμέλειας όπως ο κατασκευαστής, αλλά και αυτός υπέχει κάποιο καθήκον έρευνας ή

141
επιθεώρησης του προϊόντος και αν αυτό είναι επικίνδυνο για κάποιο λόγο που ίδιος
θα έπρεπε να γνωρίζει, τότε η παράλειψη του να προειδοποιήσει για τον κίνδυνο,
ισοδυναμεί με αμέλεια

142
IBAN 978 – 618 – 83828 – 0 - 0

143

You might also like