Professional Documents
Culture Documents
ΚΟΨΙΔΑΣ
Αθήνα 2018
1
Οδυσσέας Ν. Κοψιδάς
Μελέτες Δημοσίου & Ιδιωτικού Δικαίου
ISBN 978 – 618 – 83828 – 0 - 0
2
1. Ποινικό Δίκαιο και Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο
Β) Αντικείμενο προσβολής……………………………………………………....
Ζ) Επίλογος…………………………………………………..……………...….
Βιβλιογραφία-Αρθρογραφία……………………………...……………………
3
Α) ΕΙΣΑΓΩΓΗ-ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΟ ΕΝΝΟΜΟ ΑΓΑΘΟ
Στο πλαίσιο αυτό, ο νομοθέτης κρίνει ότι, προκειμένου να διασφαλίσει από τις
σε βάρους του προσβολές ένα τόσο σημαντικό αγαθό, όπως αυτό της πνευματικής
ιδιοκτησίας, το οποίο κατοχυρώνεται από πλήθος νομικών διατάξεων εσωτερικού,
διεθνούς και ενωσιακού δικαίου, οφείλει να συμπληρώσει το πλέγμα των κυρώσεων
που αναγνωρίζει και τυποποιεί (ασφαλιστικά μέτρα, αστικές και διοικητικές
κυρώσεις, μέτρα πρόληψης προσβολής δικαιώματος) με ποινικές διατάξεις,
εισάγοντας ευθέως ως αναπόσπαστο τμήμα του ν. 2121/1993, ειδικούς ποινικούς
κανόνες, που εντοπίζονται κυρίως στο άρθρο 66 αυτού.
1
Κοτσίρης Λ., Δίκαιο Πνευματικής Ιδιοκτησίας, 2011, σελ. 123 επ., Κουμάντος Γ., Πνευματική
Ιδιοκτησία, 1991, σελ. 43 επ.
4
ιδιόμορφο. Οι τελευταίες θεμελιώνουν, το δικαίωμα στην πνευματική ιδιοκτησία,
τόσο στην περιουσιακή όσο και στην ηθική σχέση του δημιουργού με το έργο του.
Β) ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΠΡΟΣΒΟΛΗΣ
2
Κοτσίρης Λ., ό.π., σελ. 128, Κουμάντος Γ., ό.π., σελ. 47
3
ΣυμβΕφΘες 943/2003, Αρμ 2003, 1817
5
δημιουργήματος4. Περαιτέρω, απαραίτητη προϋπόθεση προστασίας ενός έργου, είναι
αυτό να διακρίνεται από πρωτοτυπία. Στην ελληνική θεωρία5 και νομολογία6,
κρατούσα είναι η άποψη, κατά την οποία η πρωτοτυπία εντοπίζεται λόγω της
συνολικής πνευματικής – δημιουργικής εντύπωσης, χάρη στην οποία το έργο
παρουσιάζει «στατιστική μοναδικότητα» (ατομικότητα), έτσι ώστε να
διακρίνεται από τα διανοητικά προϊόντα της ανθρώπινης καθημερινότητας.
4
Καλλινίκου Δ., Πνευματική ιδιοκτησία και συγγενικά δικαιώματα, 2008, σελ. 33
5
Καλλινίκου Δ., ό.π., σελ. 35
6
ΑΠ 196/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΠλημΙωαν 294/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ
7
Ουρούμπεης Γ., Ποινική προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας, 2000, σελ. 91
6
αντιτύπων, αναπαραγωγής αυτών (με τρόπο άμεσο ή έμμεσο, προσωρινό ή μόνιμο, εν
όλω ή εν μέρει και με οποιαδήποτε μορφή), μετάφρασης, διασκευής, προσαρμογής ή
μετατροπής αυτών, διανομής τους στο κοινό με πώληση ή άλλους τρόπους, κατοχής
τους με σκοπό διανομής, εκμίσθωσης, δημόσιας εκτέλεσης, ραδιοτηλεοπτικής τους
μετάδοσης καθ’ οιονδήποτε τρόπο, παρουσίασης τους στο κοινό, εισαγωγής
αντιτύπων που παρήχθησαν στο εξωτερικό και γενικότερα εκμετάλλευσης των
πνευματικών έργων, χωρίς δικαίωμα και κατά παράβαση των διατάξεων του νόμου
και κυρωμένων με νόμο πολυμερών διεθνών συμβάσεων για την προστασία της
πνευματικής ιδιοκτησίας. Περαιτέρω, το ίδιο πλαίσιο ποινής προβλέπεται και για
εκείνες τις πράξεις που προσβάλλουν το ηθικό δικαίωμα του πνευματικού
δημιουργού. Με άλλα λόγια, η προσβολή του ηθικού δικαιώματος του πνευματικού
δημιουργού να αποφασίζει για τη δημοσίευση του έργου του στο κοινό, καθώς και να
παρουσιάζει αυτό αναλλοίωτο χωρίς προσθήκες ή περικοπές, συνιστούν αξιόποινες
προσβολές.
8
ΣυμβΕφΘες 659/1999, Αρμ 1999, 1467
9
ΑΠ 1557/2007, ΠοινΛογ 2007, 1104
7
περιγράφει την εγκληματική συμπεριφορά, παρά το γεγονός ότι αρνητικά
διατυπωμένες σε ξεχωριστή διάταξη, θα αποτελούσαν αυτοτελώς ειδικούς λόγους
άρσης του αδίκου (π.χ. «αθέμιτα» στο άρθρο 370Β ΠΚ10). Κατά μια θεώρηση λοιπόν,
η φράση «χωρίς δικαίωμα» στο έγκλημα της προσβολής της πνευματικής
ιδιοκτησίας, ως ειδικό στοιχείο του αδίκου αποτελεί θετικά διατυπωμένο λόγο άρσης
του αδίκου και μόνο νομοτεχνικά βρίσκεται μαζί με τα υπόλοιπα στοιχεία της
αντικειμενικής υπόστασης. Κατά την αντίθετη θεώρηση αποτελεί ένα επιπλέον
στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του άρθρου 66 ν. 2121/1993. Αυτό που
πρέπει να κρατήσει κανείς, ανεξαρτήτως της άποψης που θα ακολουθήσει, είναι,
όπως ειπώθηκε ανωτέρω, οι άμεσες πρακτικές συνέπειες στο πεδίο της ενδεχόμενης
πλάνης του δράστη, ως νομικής ή πραγματικής11.
10
Μανωλεδάκης Ι., Ποινικό Δίκαιο (Επιτομή Γενικού Μέροςυ- Άρθρα 1-49 ΠΚ), Ζ’ Έκδοση (Πλήρως
αναθεωρημένη με επιμέλεια Καϊάφα-Γκμπάντι Μ. και Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε.), 2005, σελ. 604 επ..
Βλ. και Ουρούμπεη Γ., ό.π., σελ. 105
11
Αντίθετα Μυλωνόπουλος Χρ., Ποινικό δίκαιο γενικό μέρος I, 2007, σελ. 289, ο οποίος, μολονότι
δέχεται την ύπαρξη των ειδικών στοιχείων του αδίκου, χαρακτηρίζει την πλάνη ως προς τις
πραγματικές προϋποθέσεις των στοιχείων αυτών, ως πραγματική.
12
ΣυμβΑΠ 1605/2004, ΠοινΧρ 2005, 646
8
Δ) ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΚΤΕΛΕΣΗ-ΕΠΙΣΗΜΗ ΤΕΛΕΤΗ
13
Κοτσίρης Λ., ό.π., σελ. 180
14
ΑΠ 907/2003, ΠοινΛογ 2003, 993
15
Καϊάφα-Γκμπάντι Μ.- Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε., Νομολογιακές εφαρμογές Ειδικών Ποινικών
Νόμων, 2008, σελ. 712
16
ΑΠ 907/2003, ΠοινΛογ 2003, 993
17
ΣυμβΟλΑΠ 1/2009, ΠοινΧρ 2009, 500
9
επιτελούν κρατική λειτουργία, όπως είναι ο επίσημος εορτασμός μιας εθνικής
επετείου ή μιας επετειακής εορτής18. Επομένως οι αποκριάτικες μουσικές
εκδηλώσεις, ανεξάρτητα του φορέα που τις διοργανώνει και του οικονομικού
οφέλους, δεν υπάγονται στην έννοια των δημόσιων τελετών . Με τον τρόπο αυτόν το
ανώτατο ακυρωτικό - παρά την ισχυρή μειοψηφία 16 μελών – εκφράστηκε υπέρ του
κριτηρίου της επισημότητας του χαρακτήρα της εκδήλωσης και των χαρακτηρισμού
των συμμετεχόντων σε αυτήν ως επισήμων.
Το πρόβλημα που έχει απασχολήσει τόσο την θεωρία όσο και τη νομολογία,
έγκειται στην ερμηνεία της φράσεως «τελεί τις παραπάνω πράξεις» και συγκεκριμένα,
εάν για την εφαρμογή της κακουργηματικής περίπτωσης της κατ’ επάγγελμα τέλεσης,
ο δράστης θα πρέπει να έχει τελέσει τις αμέσως παραπάνω πράξεις του πρώτου
εδαφίου της παραγράφου 3, εκείνες δηλαδή που απαιτούν τη διαπίστωση της
18
Βλ. έτσι και την νεότερη ΑΠ 718/2011, ΠοινΧρ 2011, 617
10
επιδίωξης ιδιαίτερα μεγάλου κέρδους ή την απειλή ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας, ή εάν οι
βασικές μορφές του εγκλήματος έτσι όπως διατυπώνονται στις παραγράφους 1 και 2
του άρθρου 66, μπορούν να μετατραπούν σε κακούργημα, με τη διαπίστωση της κατ’
επάγγελμα τέλεσης τους, έστω και αν το όφελος ή απειληθείσα ζημία είναι συνήθης.
19
ΣυμβΠλημΘες 409/2000, ΠοινΔικ 2001, 133 και την Εισαγγελική πρόταση στο ΣυμβΠλημΘες
307/2008, ΠοινΧρ 2008, 841
20
ΑΠ 1500/2006, ΠοινΛογ 2006, 1391, ΑΠ 822/2000, ΠοινΧρ 2001, 134
21
Βαγενά Ε., Νόμος για την πνευματική ιδιοκτησία κατ’ άρθρο ερμηνεία (Επιστημονική επιμέλεια
Κοτσίρης Λ.-Σταματούδη Ε.), 2009, σελ. 1115
11
ΣΤ) ΣΥΡΡΟΗ ΤΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 66 Ν. 2121/1993 ΜΕ ΤΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΗΣ ΠΛΑΣΤΟΓΡΑΦΙΑΣ
22
ΣυμβΟλΑΠ 203/1989, ΠοινΧρ 1989, 809, ΣυμβΠλημΑθ 410/2000, ΠοινΔικ 2001, 501
12
τα οποία έχουν το δικαίωμα εκμετάλλευσής τους23. Στη περίπτωση που οι ανωτέρω
προϋποθέσεις πληρούνται, τότε συντρέχει και αληθινή συρροή μεταξύ των
εγκλημάτων της κλοπής πνευματικής ιδιοκτησίας και της πλαστογραφίας24.
Ζ) ΕΠΙΛΟΓΟΣ
23
ΑΠ 848/1990, ΠοινΧρ 1991, 209
24
ΣυμβΠλημΑθ 2271/2002, ΠοινΔικ 2002, 1164
25
Ουρούμπεης Γ., ό.π., σελ. 134 επ.
26
Νούσκαλης Γ., Παρατηρήσεις στην ΤριμΠλημΑθ 78574/2001, ΠοινΔικ 2002, 1163 επ.
13
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ-ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
Βαγενά Ε., Νόμος για την πνευματική ιδιοκτησία κατ’ άρθρο ερμηνεία
(Επιστημονική επιμέλεια Κοτσίρης Λ.-Σταματούδη Ε.), 2009
Μανωλεδάκης Ι., Ποινικό Δίκαιο (Επιτομή Γενικού Μέροςυ- Άρθρα 1-49 ΠΚ), Ζ’
Έκδοση (Πλήρως αναθεωρημένη με επιμέλεια Καϊάφα-Γκμπάντι Μ. και Συμεωνίδου-
Καστανίδου Ε.), 2005
14
2. Συνταγματικό Δίκαιο και Πολιτική Φιλοσοφία
Εισαγωγή
βούλησης
Καταληκτικές κρίσεις
Βιβλιογραφία
Ι. Εισαγωγή
Κεντρική θέση στην πολιτική του θεωρία κατέχει η έννοια της γενικής
βούλησης, η οποία κατατείνει στο γενικό συμφέρον (άλλως στο κοινό αγαθό) και επί
της οποίας ερείδεται η ιδέα της εύνομης συνταγματικής πολιτείας.
15
II. Η έννοια του γενικού συμφέροντος· απόρροια της κυρίαρχης γενικής
βούλησης
Ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ εκκινεί εκ της θέσεως ότι εγγύηση για την ύπαρξη του
κράτους δύναται να αποτελέσει μόνο μία ομόφωνη σύμβαση, η οποία αποκαλείται
κοινωνικό συμβόλαιο. Πρόκειται για ένα υπόρρητο και διαρκές συμβόλαιο, το οποίο
δεσμεύει όλα τα άτομα που συναπαρτίζουν μια πολιτική κοινότητα (Στυλιανού, 2006:
175) και το οποίο για να είναι θεμελιώδες (ήτοι για να νομιμοποιεί την πολιτική
κατάσταση) πρέπει να είναι συμβόλαιο του καθενός αφ' ενός με τον εαυτό του, αφ'
ετέρου με όλους (Chatelet, 1985: 372 - 373). Σε τούτο, άλλωστε, συνίσταται και ένα
εκ των καίριων σημείων διαφοροποίησης του Ρουσσώ από τον Λοκ και τον Χομπς,
για τους οποίους το κοινωνικό συμβόλαιο προσλαμβάνεται ως μία συμφωνία
υποταγής στον κυρίαρχο (Chatelet, 1985: 372 - 373 και Στυλιανού, 2006: 175).
Εν πολλοίς, σκοπός ίδρυσης του κράτους και γνώμονας, βάσει του οποίου
κυβερνάται η κοινωνία, αποτελεί το κοινό συμφέρον (Rousseau, 1990: 50). Επί
σκοπώ επίτευξης τούτου (του κοινού - γενικού συμφέροντος), κάθε επιμέρους
πολίτης υποτάσσει την ατομική του βούληση στη γενική· η ιδιότητα του πολίτη
απαιτεί ένα είδος εκφυλισμού, ο οποίος συνίσταται στην αντικατάσταση του
16
ατομικού του συμφέροντος με το κοινό (Millet, 1979: 136). Έκαστο μέλος επιθυμεί
το γενικό καλό, διότι μέσω αυτού εξυπηρετείται και το ιδιωτικό του συμφέρον
(Rousseau, 1990: 169), καθότι τούτα είναι εμφανώς αλληλένδετα και αν κάποιο
μέλος αφεθεί στο προσωπικό του συμφέρον, θα προκαλέσει την καταστροφή
ολόκληρου του συλλογικού πολιτικού σώματος, πάνω στο οποίο επιθυμεί να
στηριχτεί (Rousseau, 1990: 40). Αφ’ ενός η γενική θέληση εκ της φύσεώς της θέλει
αναγκαστικά το καλό του καθενός, αφ’ ετέρου για τον καθένα, βαθύτερα από τα
ατομικά του συμφέροντα, ευρίσκεται το κοινό συμφέρον (Millet, 1979: 134).
17
διακυβέρνησης η μοναρχία, η αριστοκρατία και η δημοκρατία, στην πραγματικότητα
πρόκειται για μορφές δημοκρατίας, καθόσον η ισχύς της Πολιτείας πηγάζει από τη
λαϊκή κυριαρχία, ήτοι κυρίαρχος θεωρείται ο λαός και μόνον ο λαός
(Γρηγοροπούλου, 2004: 24 - 25).
Πέραν τούτων, αναγκαία προϋπόθεση της διαφύλαξης της κυριαρχίας και άρα
και της διασφάλισης του κοινού συμφέροντος, αποτελεί η άρση της αντινομίας
μεταξύ του του τελευταίου, όπως τούτο εκ της γενικής βούλησης απορρέει, και του
ιδιαίτερου στόχου εκάστης πράξης (Rousseau, 1990: 58 - 63). Αυτή η άρση απαιτεί
την ανεύρεση ενός σώματος που θα θεσπιστεί ανάμεσα στους υπηκόους και στον
κυρίαρχο, το οποίο θα εξασφαλίζει τη μεταξύ τους ανταπόκριση, επικοινωνία και
ισορροπία. Τούτο το σώμα το αποκαλεί κυβέρνηση, η οποία επιφορτίζεται με την
πηγάζουσα από τη λαϊκή κυριαρχία εντολή, περιφρουρεί την πολιτική ελευθερία των
μελών της και διασφαλίζει εν τέλει την πολιτική νομιμότητα. Όπως έχει εύστοχα
διατυπωθεί, «αν γνωρίζαμε πώς να επιτύχουμε τη δικαιοσύνη χωρίς διαμεσολαβήσεις,
δεν θα είχαμε ανάγκη ούτε την κυβέρνηση,ούτε τους νόμους· αλλά για τους ανθρώπους,
που δεν είναι θεοί, οι ελιγμοί είναι αναπόφευκτοι…» (Chatelet, 1985: 374 - 375).
18
Βασικός όρος της Πολιτείας του Ρουσσώ αποτελεί ότι η κυβέρνηση εκτελεί
πιστά και επακριβώς τους θεσπιζόμενους εκ του κυρίαρχου πολιτικού σώματος και
αντιπροσωπεύοντες τη γενική βούληση, νόμους· άλλως, η εκτελεστική λειτουργία
καθυποτάσσεται πλήρως στον νόμο και διαμεσολαβεί απλώς ως ενδιάμεσο σώμα
ανάμεσα σ' αυτόν και στη λαϊκή κυριαρχία, καθιστάμενη ωσαύτως ανά πάσα στιγμή
ελέγξιμη από το πολιτικό σώμα.
19
εφαρμόζεται πιστά από τους κυβερνώντες. Η ρουσσωική εύνομη συνταγματική
Πολιτεία συγκροτείται βάσει της αμοιβαίας δέσμευσης μεταξύ του συλλογικού
πολιτικού σώματος και εκάστου εκ των πολιτών, σύμφωνα με την οποία το μεν
πρώτο υπέχει υποχρέωσης προς κάθε μέλος του, ο δε πολίτης προς ολόκληρη τη
συλλογικότητα, διότι μόνο μέσω αυτής επιτυγχάνεται η ισότητα στην ελευθερία και η
ασφάλεια στην ύπαρξη, που αποτελούν τους αναγκαίους όρους του υπέρτατου
σκοπού του ατόμου, ήτοι την επίτευξη της ευδαιμονίας. Κατ’ ουσίαν, στην Πολιτεία
του Ζαν Ζακ Ρουσσώ κυβερνά το γενικό συμφέρον, άλλως η κοινωνία κυβερνάται με
γνώμονα πάντα το ύψιστο κοινό αγαθό, το οποίο άγει στην απελευθέρωση του
ατόμου.
To σύνολο της διατυπωθείσας γοα τον Ζαν Ζακ Ρουσσώ κριτικής έχει
διατυπωθεί στις ολοκληρωτικές τάσεις της πολιτικής του σκέψης. Ειδικότερα, όπως
έχει υποστηριχθεί, η ολοκληρωτική τάση διαφαίνεται ήδη από τη βάση του έργου
του, καθόσον «κάθε άτομο, κάνοντας κατά έναν τρόπο ένα συμβόλαιο με τον εαυτό
του, δεσμεύεται διπλά, ήτοι: ως μέλος του κυρίαρχου, απέναντι στους ιδιώτες και ως
μέλος του κράτους απέναντι στον κυρίαρχο». Μόλις, σε τούτη τη φράση συνδυάζονται
δύο κατευθύνσεις: αφ' ενός, ο ακραίος ατομικισμός που μπορεί να οδηγήσει στην
κυριαρχία μέσα από τη δέσμευση του ατόμου σε άλλο άτομο, αφ' ετέρου ο
ολοκληρωτισμός μέσα από την απαλλοτρίωση του όλου σε όλους και απ' όλους
(Chatelet 1985: 372).
Άλλως ειπείν, εκ του γεγονότος ότι στα πλαίσια της ρουσσωικής Πολιτείας,
καθένας, καθώς δίδει τα πάντα και δίδεται και ο ίδιος σε όλους, συνεπάγεται ότι, εν
τέλει, δεν δίδεται σε κανέναν, διότι ο ίδιος αλλοτριώνεται ολοκληρωτικά μέσα από
την ολοκληρωτική παραχώρηση των δικαιωμάτών του στη συλλογική κοινότητα
(Althusser, 1977: 140 – 145).
V. Επίλογος
20
συμφέρον του λαού. Η, κατατείνουσα και υπηρετούσα το γενικό συμφέρον, γενική
βούληση δεν νοείται δίχως την ελευθερία και την ισότητα, που αποτελούν όρους μη
διαπραγματεύσιμους και καθορίζουν ταυτοχρόνως το περιεχόμενο της εύνομης
συνταγματικής Πολιτείας.
Στην εύνομη συνταγματική Πολιτεία του Ζαν Ζακ Ρουσσώ, κάθε άνθρωπος
παραμένει το ίδιο ελεύθερος όσο και πριν αλλά τώρα πια βρίσκεται προστατευμένος
υπό την εγγύηση του δικαίου και υπό τη σκέπη του νόμου.
21
VI. Βιβλιογραφία
22
3. Κοινοβουλευτικό Δίκαιο & Κοινοβουλευτική Πρακτική
Πρακτικά Θέματα
Α. Συγκριτική μελέτη των νόμων 3023/2002 και 4304/2014: αφού μελετήσετε τους
δυο παραπάνω νόμους να επισημάνετε τις βασικές διαφορές που προκύπτουν σχετικά
με την χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων.
Ζήτημα ουσιώδες για την λειτουργία των κομμάτων, αλλά και για την
διαφάνεια της πολιτικής ζωής, είναι η χρηματοδότηση και η οικονομική διαχείριση
των πολιτικών κομμάτων και υποψηφίων βουλευτών.
Τον Οκτώβριο του 2014, ψηφίστηκε από την Βουλή των Ελλήνων ο Ν. 4304
σχετικά με τον έλεγχο των οικονομικών των πολιτικών κομμάτων και των
υποψηφίων βουλευτών και ευρωβουλευτών. Με το νόμο αυτό δικαιούχοι
χρηματοδότησης καθίστανται πλέον και οι συνασπισμοί κομμάτων (αρ. 1). Το
γεγονός αυτό υπακούει και στις σύγχρονες απαιτήσεις της πολιτικής ζωής, καθώς ο
παρών συσχετισμός πολιτικών δυνάμεων ευνοεί το σχηματισμό συνασπισμών
23
κομμάτων. Ο αποκλεισμός αυτών των συνασπισμών από την κρατική χρηματοδότηση
θα παραβίαζε την αρχή της ισότητας.
24
Βασική αρμοδιότητα του Προέδρου της Δημοκρατίας στο πλαίσιο άσκησης
της νομοθετικής εξουσίας (λειτουργίας) είναι η αναπομπή στη Βουλή νομοσχεδίων
που παρουσιάζουν τυπική αντισυνταγματικότητα. Στην ουσία, πρόκειται για την
αρμοδιότητα με την μεγαλύτερη πρακτική σημασία, η οποία όμως καθίσταται κενό
γράμμα λόγω της ατολμίας των εκάστοτε Προέδρων να ασκήσουν πραγματικό έλεγχο
στο έργο της Βουλής.
Τέλος, ιδιαίτερα σημαντική είναι η λειτουργία της Βουλής κατά την ψήφιση
του Προϋπολογισμού των εσόδων και των εξόδων του Κράτους στην Ολομέλεια.
Μετά και την συνταγματική αναθεώρηση του 2008, η Βουλή συμμετέχει πολύ
περισσότερο στην επεξεργασία και διαμόρφωση των κονδυλίων του Προϋπολογισμού
μέσω της αρμόδιας επιτροπής. Η συζήτηση επί του Προϋπολογισμού δίνει την
ευκαιρία για μία εφ’ όλης της ύλης συζήτηση μεταξύ πολιτικών κομμάτων για την
οικονομική πολιτική της χώρας και συχνά η ψήφιση του Προϋπολογισμού λαμβάνει
την μορφή παροχής ή μη ψήφου εμπιστοσύνης προς την Κυβέρνηση.
Γ. Ποια κατά τη γνώμη σας είναι οι κίνδυνοι και ποια τα προβλήματα του
ημιαντιπροσωπευτικού συστήματος σε σχέση με το αντιπροσωπευτικό σύστημα;
25
συστήματος σε σχέση με το αντιπροσωπευτικό σύστημα, θα πρέπει πρώτα να δούμε
τα κύρια χαρακτηριστικά του ημιαντιπροσωπευτικού συστήματος. Έτσι, κύριο
χαρακτηριστικό του ημιαντιπροσωπευτιτικού συστήματος είναι: η συμμετοχή του
λαού στην παραγωγή κανόνων δικαίου παραλλήλως προς τα αντιπροσωπευτικά
σώματα Στη συνέχεια παρατηρούμε ότι οι θεσμοί του ημιαντιπροσωπευτικού
συστήματος είναι τέσσερις : το κυρίως δημοψήφισμα, η λαϊκή αρνησικυρία, η λαϊκή
πρωτοβουλία και η λαϊκή ανάκληση. Παρόλο που αρχικά διαφαίνεται ότι με τους
θεσμούς αυτούς ο λαός μπορεί να αποδείξει ότι οι αντιπρόσωποί του εκφράζουν
βούληση που δεν συμπίπτει με τη δική του, ωστόσο με ένα βαθύτερο συλλογισμό,
γρήγορα κατανοούμε πως οι κλυδωνισμοί στο αντιπροσωπευτικό σύστημα γρήγορα
θα εξελιχτούν σε κλυδωνισμό της ίδιας της δημοκρατικής αρχής.
Έτσι το προσωπικό δημοψήφισμα είναι και ένα καλό όπλο καταστροφής της
δημοκρατίας. Το δημοψήφισμα εξελίσσεται πάντα σε μια σχετικοποίηση της
αντιπροσωπευτικής αρχής, σύμφωνα με την οποία ο λαός δεν πραγματοποιεί επιλογές
ουσίας, αλλά επιλογές προσώπων που στελεχώνουν τα κρατικά όργανα. Κατά την
διενέργεια του δημοψηφίσματος επικρατεί πλήρως η τυραννία της πλειοψηφίας, η
γνώμη της οποίας μπορεί να είναι η πιο ιδιοτελής και επιπόλαιη. Ας αναλογιστούμε
τι αποτέλεσμα θα είχε ένα δημοψήφισμα μεταξύ των νέων σχετικά με θέματα όπως: η
υποχρεωτική στράτευση, η εξέταση ως προϋπόθεση προαγωγής σε κάθε μάθημα στο
Πανεπιστήμιο κλπ. Ας αναλογιστούμε το αποτέλεσμα που θα είχε οποιοδήποτε
δημοψήφισμα σχετικό με δημοσιονομικό θέμα. Το δημοψήφισμα μπορεί να οδηγήσει
ακόμη και σε εντελώς άδικες καταστάσεις. Για παράδειγμα ένα δημοψήφισμα που θα
ευνοούσε φορολογικά τους κατοίκους του λεκανοπεδίου της Αττικής, κατά πάσα
πιθανότητα θα ήταν θετικό με τα συμφέροντα των ως άνω κατοίκων μιας και
αποτελούν την πλειοψηφία του ελλαδικού πληθυσμού.
26
την προστασία των μειοψηφιών και τις περισσότερες φορές θα αποκλίνουν από τον
αντικειμενικό στόχο του κράτους για επίτευξη της μέγιστης κοινωνικής ευημερίας.
Δ. Το δίλλημα που απαντά ένα εκλογικό σύστημα είναι η επιλογή ανάμεσα στην αρχή
της αναλογικής εκπροσώπησης ή της αποτελεσματικής διακυβέρνησης. Επισημάνετε
τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα των παραπάνω αρχών.
27
Άλλωστε κύρια αιτία και του δικομματισμού σε πολλές χώρες ήταν η ανάγκη
σχηματισμού κυβερνήσεων ικανών να απολαμβάνουν την εμπιστοσύνη της Βουλής
και να μην είναι ευάλωτες σε κάθε μεμονωμένη βουλευτική ψήφο. Η λύση μεταξύ
του κριτηρίου της αναλογικής εκπροσώπησης και της αποτελεσματικής
διακυβέρνησης είναι ένα μείγμα και των δύο σε διαφορετικές αναλογίες κάθε φορά
ανάλογα με την εποχή, τις πολιτικές συνθήκες, την ωριμότητα της κοινωνίας, τις
έκτακτες περιστάσεις που τυχόν προκύπτουν. Η ύπαρξη πάντως, ακόμη και μιας
‘κακής’ κυβέρνησης είναι επωφελέστερη κατάσταση για την κοινωνική ευημερία από
την δυσκολία διακυβέρνησης που μπορεί να προκαλέσει ένα αναλογικό εκλογικό
σύστημα.
28
να είναι ταυτόχρονα αρχηγός του κράτους και της κυβέρνησης ελαχιστοποιώντας τις
διαδικασίες ανάδειξης των αρχηγών του κράτους και της κυβέρνησης.
29
βούληση και να εμποδίσουν την δικαστική εξουσία να περιορίζει την άσκηση της
νομοθετικής εξουσίας.
Ζ. Συγκρότηση του σύνθετου κριτηρίου για την τυπολογία των interna corporis.
Η θεωρία των interna corporis, υποστηρίζει ότι ζητήματα που ανάγονται στην
κοινοβουλευτική ύλη δεν ελέγχονται δικαστικά, παραμένοντας στο πεδίο του
αυτοελέγχου της Βουλής και του ελέγχου του ανώτατου άρχοντα, στο πλαίσιο της
λειτουργίας του σύνθετου νομοθετικού οργάνου, η δε παραβίασή τους φέρει κατά
βάση πολιτικές μόνο συνέπειες. Ως interna corporis θα μπορούσαμε να
30
χαρακτηρίσουμε όσες διατάξεις αναφέρονται στην τακτική νομοθετική διαδικασία
και αφορούν στα νομοθετικά όργανα.
Εσωτερικά θέματα της Βουλής είναι εκείνα που εξετάζει η Βουλή κατά
προτεραιότητα και αποκλειστικότητα. Σε κάθε δε περίπτωση, η Βουλή κατά την
άσκηση της αυτονομίας της δεν είναι νομικά αδέσμευτη, αλλά οφείλει να ακολουθεί
τους επιβαλλόμενους συνταγματικούς τύπους, όπως επίσης και τη γενική ρήτρα της
ελεύθερης και δημοκρατικής λειτουργίας της, η οποία αποτελεί και ερμηνευτική αρχή
του Κανονισμού. Από δε τη ρήτρα αυτή πηγάζουν οι επιμέρους αρχές της
αντιπροσωπευτικότητας και πλειοψηφίας, της διασφάλισης των δικαιωμάτων της
μειοψηφίας και της ατομικής πρωτοβουλίας των βουλευτών, της διαφάνειας και της
αμεροληψίας.
Συνέπεια των interna corporis της Βουλής είναι ότι δεν νοείται σύγκρουση
Κανονισμού της Βουλής και κοινού τυπικού νόμου, αφού η αρμοδιότητά τους δεν
τέμνεται. Η όποια δε αντινομία θα επιλυθεί με αναγωγή στους οικείους κανόνες
αρμοδιότητας της Βουλής και του σύνθετου νομοθετικού οργάνου. Υπό την έννοια
αυτή, ο Κανονισμός της Βουλής απολαμβάνει μερικό τεκμήριο αρμοδιότητας που
αφορά την κοινοβουλευτική ύλη, εξαγόμενο από το γενικό τεκμήριο αρμοδιότητας
του νόμου.
31
την κοινοβουλευτική διαδικασία (κατάθεση, επεξεργασία, συζήτηση και εν τέλει
ψήφιση των νόμων) και για την εξωτερική τυπική συνταγματικότητα, δηλαδή για τον
έλεγχο σύμφωνα με το άρθρο 42Σ που αφορά την υπόσταση του νόμου, η οποία
ταυτίζεται με την έκδοση και τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Ο έλεγχος της τυπικής συνταγματικότητας των νόμων αφορά την τήρηση των
διαδικαστικών διατάξεων που έχουν τεθεί από το Σύνταγμα για τη θέσπιση των
υποδεέστερων κανόνων δικαίου. Ο έλεγχος της εσωτερικής τυπικής
συνταγματικότητας των νόμων εντάσσεται στα interna corporis της Βουλής. Εδώ
αξίζει να σημειώσουμε ότι ο έλεγχος της τήρησης των σχετικών κανόνων ανήκει
μόνο στη Βουλή. Από την άλλη πλευρά, ο έλεγχος της εξωτερικής τυπικής
συνταγματικότητας των νόμων ανήκει στην αρμοδιότητα του Προέδρου της
Δημοκρατίας και ελέγχεται πρωτίστως από τα δικαστήρια.
32
Θ. Θεωρείτε το ΑΣΕΠ αξιοκρατικό ή αντικειμενικό σύστημα πρόσληψης δημοσίων
υπαλλήλων και γιατί;
Για την εκπλήρωση της αποστολής του, το ΑΣΕΠ έχει ήδη από τον ιδρυτικό
του νόμο εξοπλιστεί με ειδικές εγγυήσεις ανεξαρτησίας. Τα μέλη του
χαρακτηρίζονται ανώτατοι κρατικοί λειτουργοί που απολαμβάνουν προσωπικής
ανεξαρτησίας. Το ΑΣΕΠ δεν υπόκειται σε εποπτεία και έλεγχο από κυβερνητικά
όργανα ή άλλες διοικητικές αρχές αλλά σε κοινοβουλευτικό έλεγχο σύμφωνα με τον
Κανονισμό της Βουλής, ενώ οι πράξεις του δεν υπόκεινται σε ιεραρχικό έλεγχο από
άποψη νομιμότητας αλλά μόνο σε δικαστικό έλεγχο. Έχει εθνική εμβέλεια δράσης
και διαθέτει αρμοδιότητα κανονιστική, αρμοδιότητα ελεγκτική της νομιμότητας των
πράξεων που υπάγονται στη δικαιοδοσία του και περιορισμένη κυρωτική
αρμοδιότητα. Διαθέτει οικονομική αυτονομία με δικό του προϋπολογισμό, καθώς και
ιδιάζουσας μορφής περιορισμένη νομική προσωπικότητα.
33
Το ΑΣΕΠ για την επιλογή προσωπικού οργανώνει γραπτούς διαγωνισμούς
ή/και αξιολογεί τους υποψηφίους με βαθμολόγηση συγκεκριμένων κριτηρίων
προκαθορισμένων με νόμο, ενώ για ορισμένες θέσεις διεξάγεται συμπληρωματική
πρακτική δοκιμασία ή ειδικές εξετάσεις – test ή συνέντευξη. Το υψηλών απαιτήσεων
ειδικό επιστημονικό προσωπικό επιλέγεται με ειδική διαδικασία ουσιαστικής
αξιολόγησης των υποψηφίων από πενταμελή επιτροπή οριζόμενη από το ΑΣΕΠ, ενώ
για την επιλογή των εκπαιδευτικών διεξάγεται ειδικός γραπτός διαγωνισμός.
Οι θέσεις καλύπτονται πάντα μετά από πανελλήνια προκήρυξη στην οποία
αναφέρονται τα απαιτούμενα προσόντα για κάθε θέση και όλες οι σχετικές με την
επιλογή διαδικασίες, όπως ορίζονται στο βασικό νόμο 2190/1994 (νόμος Πεπονή). Η
βασική αρχή της διαφάνειας καλύπτεται με την δημοσιοποίηση για κάθε υποψήφιο
όλων των σταδίων της διαδικασίας επιλογής προσωπικού. Φορείς του ευρύτερου
δημόσιου τομέα και της τοπικής αυτοδιοίκησης κατά κανόνα διεξάγουν οι ίδιοι τη
διαδικασία των προσλήψεων με βάση τον ίδιο νόμο αλλά πάντα υπό τον έλεγχο του
ΑΣΕΠ, το οποίο και εξετάζει τις ενδεχόμενες ενστάσεις.
Ι. Ποιες είναι οι μορφές ελέγχου της δημόσιας διοίκησης και ποια θεωρείτε πιο
αποτελεσματική και γιατί;
34
διοικητικά δικαστήρια (Διοικητικό Πρωτοδικείο, Διοικητικό Εφετείο, Συμβούλιο της
Επικρατείας) που απαρτίζονται από τακτικούς δικαστές, δηλαδή πρόσωπα με
εγγυήσεις αμεροληψίας και ανεξαρτησίας.
Ια. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά ενός σύγχρονου κράτους σε σχέση με την έκταση
και την αρμοδιότητα του δημόσιου τομέα;
Στα σύγχρονα κράτη η δημόσια διοίκηση δεν έχει μόνο την μορφή οργάνωσης
της κρατικής διοίκησης, αλλά και μορφή οργάνωσης ιδιωτικού δικαίου. Αυτό
συμβαίνει συνήθως όταν έχει προηγηθεί μία μορφή αποκρατικοποίησης. Στην
τελευταία περίπτωση γίνεται λόγος για δημόσιο τομέα, ο οποίος αποτελείται από:
35
Στ) Τα κρατικά νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και χρηματοδοτούνται ή
επιχορηγούνται από το ελληνικό δημόσιο.
Ιβ. Παρατηρήσεις
36
4. Ευρωπαϊκό Δίκαιο
Εισαγωγικές Παρατηρήσεις
Συμπερασματικές Παρατηρήσεις
Βιβλιογραφία
Εισαγωγικές Παρατηρήσεις
Μέσα από μια σύντομη ιστορική αναφορά, παρατηρούμε ότι ο θεσμός της
διαμεσολάβησης εμφανίζεται για πρώτη φορά το 1809 στη Σουηδία, όπου ο πρώτος
διαμεσολαβητής ή αλλιώς Ombudsman (η λέξη προέρχεται από τα Σκανδιναβικά και
σημαίνει αντιπρόσωπός, πληρεξούσιος) ενεργούσε με θεσμοθετημένες αρμοδιότητες
που απολάμβανε μέσω του Συντάγματος.27
27
Αναλυτική παρουσίαση του ιστορικού πλαισίου του θεσμού στο: Τσαδήρας Αλ., «Ο Ευρωπαίος
Διαμεσολαβητής: Ιστορική Εξέλιξη του Θεσμού, Όροι Παραδεκτής Καταγγελίας και Προϋποθέσεις
Δικαιολογημένων Ερευνών», ΕΕΕυρΔ, 2:2003, σελ. 331 επ.
37
Το κύριο έργο του διαμεσολαβητή ξεκινάει κατόπιν καταγγελίας ή αναφοράς
του πολίτη και με βάση αυτή προβαίνει σε έλεγχο της διοίκησης. Δεν απουσιάζουν
βέβαια, και περιπτώσεις όπου λειτουργεί αυτεπαγγέλτως.
38
Ο θεσμός του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή αποτέλεσε και συνέπεια της
δημιουργίας και κατοχύρωσης της Ευρωπαϊκής Ιθαγένειας που θεσπίστηκε κι αυτή με
την Συνθήκη του Μάαστριχτ. Ωστόσο, ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής, που
προτάθηκε και εντέλει συστήθηκε, έχει περιορισμένες αρμοδιότητες: αρμοδιότητα
έρευνας μόνο για υποθέσεις κακοδιοίκησης των κοινοτικών θεσμών και οργάνων.
28
Βρετού Β., Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής & Συνήγορος του Πολίτη: Ο Ρόλος τους στην Προστασία
του Περιβάλλοντος, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη (2008), σελ. 36
29
Το άρθρο 24 παρ. 3 αναφέρει ειδικότερα: «Κάθε πολίτης της Ένωσης δύναται να απευθύνεται στον
Διαμεσολαβητή που θεσμοθετείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 228 ΣΛΕΕ».
39
άρθρο 43 αναφέρει ότι: " κάθε πολίτης της Ένωσης ή κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο
που κατοικεί ή έχει την καταστατική του έδρα σε ένα κράτος μέλος έχει δικαίωμα να
προσφεύγει στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή, σχετικά με περιπτώσεις κακοδιοίκησης στο
πλαίσιο της δράσης των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών της
Ένωσης».30
Για να γίνει αποδεκτή μια καταγγελία από έναν πολίτη θα πρέπει αυτή να
πληροί κάποιες προϋποθέσεις. Η έγγραφη αναφορά θα πρέπει να γίνει σε μια από τις
επίσημες γλώσσες της Ένωσης, αναφέροντας τα προσωπικά στοιχεία του αιτούντα
αλλά και τα στοιχεία του οργάνου ή της υπηρεσίας κατά την οποία στρέφεται η
αναφορά.31 Επιπλέον, η καταγγελία θα πρέπει να είναι επαρκώς αιτιολογημένη ενώ
θα πρέπει να πληρούνται οι τυπικές προϋποθέσεις του παραδεκτού της, όπως αυτές
αναφέρονται και στο καταστατικό του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή.32 Κάποιες από
αυτές είναι: α) η καταγγελία να έχει υποβληθεί εντός διετίας από το χρόνο που τα
γεγονότα βάσει των οποίων έγινε η καταγγελία να περιήλθαν εις γνώση του
καταγγέλλοντα, β) δεν χρειάζεται να υπάρχει άμεση βλάβη του καταγγέλλοντος,
αρκεί να είναι προσδιορισμένος ο συντάκτης και το αντικείμενο της καταγγελίας, γ)
να υπάρχει προηγούμενη επικοινωνία με το αρμόδιο θεσμικό όργανο, δηλαδή να
υπήρξε εξάντληση των εσωτερικών μηχανισμών και δ) να μην εκκρεμεί παρόμοια
υπόθεση ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.33
30
Βρετού Β, όπ. π. υποσημ. 2, σελ. 38
31
Βρετού Β, όπ. π. υποσημ. 2, σελ. 46
32
Αναλυτική παρουσιάση των όρων του παραδεκτού στο: : Τσαδήρας Αλ., «Ο Ευρωπαίος
Διαμεσολαβητής: Ιστορική Εξέλιξη του Θεσμού, Όροι Παραδεκτής Καταγγελίας και Προϋποθέσεις
Δικαιολογημένων Ερευνών», ΕΕΕυρΔ, 2:2003, σελ. 339 επ.
33
Καταστατικό Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή:
http://www.eowebbot.europarl.europa.eu/el/resources/statute.faces
40
O Επίτροπος Διοικήσεως και Προστασίας των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της
Κύπρου
34
http://www.ombudsman.gov.cy/ombudsman/ombudsman.nsf/All/E3EF2C8027DCEC6EC2257C5C0
04966A1?OpenDocument
35
http://www.ombudsman.gov.cy/ombudsman/ombudsman.nsf/All/DF049D448C915D4CC2257E7E00
2EB780?OpenDocument
36
http://www.ombudsman.gov.cy/ombudsman/ombudsman.nsf/All/102093C6BB9F798BC2257E7E00
348585?OpenDocument
37
http://www.ombudsman.gov.cy/ombudsman/ombudsman.nsf/All/10E90A1F386A5DF5C2257C5C00
495A1B?OpenDocument
38
http://www.ombudsman.gov.cy/ombudsman/ombudsman.nsf/All/E92F057C638407C0C2257C5C004
96FFD?OpenDocument
39
http://www.ombudsman.gov.cy/ombudsman/ombudsman.nsf/All/E3EF2C8027DCEC6EC2257C5C0
04966A1?OpenDocument
41
λόγω φύλου, θρησκείας, χρώματος, ηλικίας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων ή όταν
παραβιάζεται κάποιο δικαίωμα λόγω αναπηρίας.40
40
http://www.ombudsman.gov.cy/ombudsman/ombudsman.nsf/faq_gr/faq_gr?OpenDocument
41
http://www.ombudsman.gov.cy/ombudsman/ombudsman.nsf/faq_gr/faq_gr?OpenDocument
42
http://www.ombudsman.gov.cy/ombudsman/ombudsman.nsf/faq_gr/faq_gr?OpenDocument
43
Ladi St., “Policy change and soft Europeanization: The Transfer of the Ombudsman Institution to
Greece, Cyprus and Malta”, Public Administration Vol. 89, No. 4, 2011 σελ. 1653
44
ibid
42
Ο Συνήγορος του Πολίτη
45
Τσοπόγας Μ., Κουφάκη Ι., Μαρκετάκη Κ., Μουζουράκη Π., Ο Συνήγορος του Πολίτη και η
Ενδυνάμωση της Προστασίας των δικαιωμάτων, Αθήνα: Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα (2003), σελ 9
46
http://www.synigoros.gr/?i=stp.el.organogramma
47
Το άρθρο 103 παρ.9 του Συντάγματος αναφέρει ότι: « Νόμος ορίζει τα σχετικά με τη συγκρότηση
και τις αρμοδιότητες του «Συνηγόρου του Πολίτη» που λειτουργεί ως ανεξάρτητη αρχή.
48
Βρετού Β, όπ. π. υποσημ. 2, σελ. 81
43
ο Συνήγορος του Πολίτη προχωράει στην έρευνα. Όταν ολοκληρώσει την έρευνα του
και έχει στη διάθεση του ασφαλή στοιχεία περί ύπαρξης κακοδιοίκησης, τότε
διατυπώνει νομικές κρίσεις και εισηγείται συγκεκριμένες ενέργειες προς τη διοίκηση,
προς άρση της κακοδιοίκησης και εφαρμογής της νομιμότητας, συνεκτιμώντας τα
ιδιαίτερα στοιχεία της κάθε περίπτωσης.49
Συμπερασματικές Παρατηρήσεις
49
Βρετού Β, όπ. π. υποσημ. 2, σελ. 83
50
Vretou V., Environmental Problems and Ombudsman: Comparative study between European
Ombudsman and Greek Ombudsman, Saarbrucken: VDM (2011), σελ.43
51
Τσοπόγας Μ., Κουφάκη Ι., Μαρκετάκη Κ., Μουζουράκη Π.,, όπ. π. υποσημ. 19, σελ. 15
44
παρουσιάζει παθογένειες. Συνεπώς, λόγω της αποστολής του, έχει κερδίσει τη
συμπάθεια και την εμπιστοσύνη των πολιτών.52
Ένας πάσσαλος έπεσε πάνω στο κεφάλι του Ανδρέα με αποτέλεσμα να πάθει
κρανιοεγκεφαλική κάκωση και να μην μπορεί να συνεχίσει την εργασία του.
Ισχυρίζεται ότι η ζημιά προήλθε από το γεγονός ότι δεν φορούσε καπέλο ασφαλείας.
Η εταιρεία Paddington plc ισχυρίζεται ότι είχε ενημερώσει τον Ανδρέα σχετικά με
52
Βρετού Β, όπ. π. υποσημ. 2, σελ. 73
45
τους κινδύνους που περιλαμβάνει η εργασία στο χώρο του εργοταξίου και τον
συμβούλεψε όπως φοράει καπέλο ασφαλείας. Εντούτοις, η ίδια η εταιρεία δεν
προμήθευσε τον εργαζόμενο καπέλο ασφαλείας ισχυριζόμενη ότι η εθνική διάταξη
προνοεί και επιβάλλει στους εργοδότες να ενημερώνουν τους υπαλλήλους και να
παρέχουν σε αυτούς συμβουλές αναφορικά με θέματα ασφάλειας στο εργοτάξιο.
2. Πως θα απαντούσατε στο πιο πάνω ερώτημα σε περίπτωση που αντί για την
Οδηγία 2010/2010, το εν λόγω ζήτημα ρυθμιζόταν μέσω του Κανονισμού 110/2010;
46
δεσμευτική προθεσμία μεταφοράς της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο των κρατών
μελών.
47
Οπότε, θα πρέπει γίνει έλεγχος αν η συγκεκριμένη οδηγία αναπτύσσει άμεσο
αποτέλεσμα υπέρ των ιδιωτών. Για να κριθεί αυτό θα πρέπει να πληρούνται οι τρείς
προϋποθέσεις, δηλαδή, πρώτον, να έχει παρέλθει η προθεσμία μεταφοράς της οδηγίας
στο εσωτερικό του κράτους μέλους, δεύτερον, η οδηγία να αφορά τους ιδιώτες
προσδίδοντάς τους δικαιώματα και τρίτον, η οδηγία να είναι σαφής, επαρκώς
προσδιορισμένη και χωρίς αιρέσεις ως προς την εφαρμογή της.
Από την στιγμή, λοιπόν, που η οδηγία πληροί, της παραπάνω προϋποθέσεις,
τότε ο Ανδρέας μπορεί να στραφεί απευθείας ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων της
Αγγλίας, επικαλούμενο το άμεσο αποτέλεσμα της οδηγίας. Επιπλέον, σύμφωνα με
την παγιωμένη νομολογία Francovich, θεμελιώνεται και ευθύνη του κράτους προς
αποζημίωση για ζημιές που έχει υποστεί ιδιώτης από την παράλειψη μεταφοράς της
οδηγίας. Θα πρέπει βέβαια, να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμός μεταξύ της ζημίας του
ιδιώτη και της παρανομίας του κράτους.
48
ισχύς του κανονισμού σημαίνει ότι τα πρόσωπα που αντλούν από τον κανονισμό
δικαιώματα, μπορούν να τα επικαλεστούν άμεσα και ευθέως ενώπιον των εθνικών
δικαστηρίων, ενώ ο εθνικός δικαστής είναι υποχρεωμένος να αναγνωρίσει και να
προστατεύσει τα δικαιώματα αυτά.
Τόσο η θεωρία όσο και η νομολογία του ευρωπαϊκού δικαίου δεν δέχεται την
αναγνώριση απευθείας άμεσων αποτελεσμάτων μιας οδηγίας σε βάρος ιδιώτη στις
σχέσεις του με άλλον ιδιώτη (άμεσο οριζόντιο αποτέλεσμα). Αυτό απορρέει από το
γεγονός ότι η οδηγία αναπτύσσει τη δεσμευτικότητά της μόνο κατά κράτους μέλους
στο οποίο και απευθύνεται. Σε διαφορετική περίπτωση, η οδηγία θα δημιουργούσε
ανεπίτρεπτα βάρη σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα.
49
Βιβλιογραφία
Τσοπόγας Μ., Κουφάκη Ι., Μαρκετάκη Κ., Μουζουράκη Π., Ο Συνήγορος του Πολίτη
και η Ενδυνάμωση της Προστασίας των δικαιωμάτων, Αθήνα: Εκδόσεις Αντ. Ν.
Σάκκουλα (2003)
Βρεττού Β., Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής & Συνήγορος του Πολίτη: Ο Ρόλος τους
στην Προστασία του Περιβάλλοντος, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη (2008)
Ladi St., “Policy change and soft Europeanization: The Transfer of the Ombudsman
Institution to Greece, Cyprus and Malta”, Public Administration Vol. 89, No. 4, 2011
(1643–1663)
50
Πρακτικό Γ: To 2007 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υιοθέτησε τον Κανονισμό 364/2007, ο
οποίος υποχρεώνει τα Κράτη Μέλη να εκδίδουν άδειες εισαγωγής κάθε μήνα στους
εμπόρους που εισάγουν κρασιά από τρίτες χώρες εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
1) Πώς θα συμβουλεύατε τον Αντρέα ως προς την πρόθεση του να ξεκινήσει νομική
διαδικασία εναντίον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την απόφασή της να περιορίζει
την εισαγωγή κρασιών στα 10.000 λίτρα;
51
Στα πλαίσια αποτελεσματικότερης εφαρμογής ενός κανονισμού, η Επιτροπή
μπορεί να εκδώσει αποφάσεις, που έχουν συμπληρωματικό χαρακτήρα. Προβλέπεται
ρητά από το άρθρο 288 παρ. 4 της ΣΛΕΕ το οποίο ορίζει ότι: « Η απόφαση είναι
δεσμευτική ως προς όλα τα μέρη της. Όταν ορίζει αποδέκτες, είναι δεσμευτική μόνο
για αυτούς ». Επρόκειτο για μια κοινοτική πράξη, η οποία ρυθμίζει ατομικές
καταστάσεις και η οποία έχει αποδέκτες τόσο τα κράτη μέλη όσο και τα φυσικά ή
νομικά πρόσωπα. Σύμφωνα με το παραπάνω άρθρο, η απόφαση είναι δεσμευτική
μόνο για τους αποδέκτες τους οποίους ορίζει ρητά.
52
Ο Αντρέας, λοιπόν, συνιστά αποδέκτη της αποφάσεως και έχει υπό
προϋποθέσεις, τη δυνατότητα να στραφεί κατά της Επιτροπής, εφόσον θίγονται
έννομα συμφέροντά του από το κανονιστικό περιεχόμενο της υπό εξέταση
αποφάσεως. Το ευρωπαϊκό δίκαιο προβλέπει για τους ιδιώτες το ένδικο μέσο της
Προσφυγής Ακυρώσεως του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.
53
Για τις αποφάσεις, απαιτείται, πέραν της δημοσιεύσεως και ένα επιπρόσθετο
στοιχείο, που είναι η κοινοποίησή της στους αποδέκτες της. Οι αποφάσεις έχουν
χαρακτήρα διοικητικής πράξεως, καθότι αφορούν συγκεκριμένο αριθμό προσώπων,
προσδιορισμένων με αυστηρά κριτήρια, και συνεπώς, η εφαρμογή της εξαρτάται από
την κοινοποίησή της στον ή στους αποδέκτες που ορίζει.
54
5. Εργατικό Ατομικό Δίκαιο
Θεωρία
55
6. Εμβάθυνση Δημοσίου Δικαίου
1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις
53
Ορισμός διαθέσιμος στην ιστοσελίδα http://www.pef.gr/farmaka/genosima/ (ημερομηνία
προσπέλασης: 26.01.2017)
56
στο εσωτερικό μας δίκαιο, για την κυκλοφορία στην ελληνική αγορά οποιουδήποτε
φαρμάκου, πρωτότυπου ή γενόσημου, απαιτείται προηγούμενη άδεια κυκλοφορίας, η
οποία εκδίδεται από τον Ελληνικό Οργανισμό Φαρμάκων (Ε.Ο.Φ.). Για την έκδοση
της εν λόγω άδειας, είναι απαραίτητη η προσκόμιση σειράς δικαιολογητικών που
πιστοποιούν την ορθή παραγωγή, την ποιότητα και την ασφάλεια των φαρμάκων. Για
τα πρωτότυπα φάρμακα αναφοράς που δημιουργούνται κατόπιν ερευνών και μελετών
των φαρμακοβιομηχανιών προβλέπεται καταρχήν μια δεκαετής περίοδος
αποκλειστικής κυκλοφορίας, μετά την εκπνοή της οποίας μπορούν να
κυκλοφορήσουν στην αγορά γενόσημα φάρμακα, τα οποία ναι μεν μπορεί να
διαφέρουν σε ονομασία, εμφάνιση και συσκευασία από τα πρωτότυπα φάρμακα
αναφοράς, αλλά έχουν με αυτά την ίδια ποιοτική και ποσοτική σύνθεση σε δραστικές
ουσίες, την ίδια φαρμακοτεχνική μορφή και αποδεδειγμένη βιοϊσοδυναμία.
Για την έκδοση της άδειας κυκλοφορίας ενός γενόσημου φαρμάκου πρέπει να
υποβληθούν στον Ε.Ο.Φ. όλα τα δικαιολογητικά τεκμηρίωσης που απαιτούνται και
για την άδεια κυκλοφορίας ενός πρωτότυπου φαρμάκου, εκτός από τα αποτελέσματα
κλινικών και προκλινικών μελετών, τα οποία έχουν εξεταστεί στο πλαίσιο χορήγησης
της άδειας κυκλοφορίας του αντίστοιχου πρωτότυπου φαρμάκου.
57
εφαρμογή του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας από τα κράτη - μέλη
της ζώνης του ευρώ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο» (Α' 65/6.5.2010)προέβλεψε
τη δημιουργία ενός συστήματος για τη διαχείριση των φαρμάκων, το οποίο θα
ευνοούσε τη χρήση των γενόσημων φαρμάκων- αντιγράφων.
54
Στο άρθρο 168 ΣΛΕΕ ορίζεται ότι «Κατά τον καθορισμό και την εφαρμογή όλων των πολιτικών και
δράσεων της Ένωσης, εξασφαλίζεται υψηλού επιπέδου προστασία της υγείας του ανθρώπου».
58
ασθενή τους και έρχεται σε αντίθεση με τις διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 1 του
Συντάγματος αλλά και τον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας. Τέλος, σύμφωνα με τους
ισχυρισμούς του αιτούντος Συλλόγου, οι επίμαχες ρυθμίσεις εξομοιώνουν
ανεπίτρεπτα τους γιατρούς με τους φαρμακοποιούς, κατά παράβαση του άρθρου 4
του Συντάγματος, καθώς μετακυλύουν ουσιαστικά την ευθύνη επιλογής του
φαρμάκου από τον γιατρό στον φαρμακοποιό (ή ακόμα και στον ίδιο τον ασθενή).
59
επαγγελματικής ελευθερίας των ιατρών, καταλήγοντας ότι η επέμβαση που επιφέρει
η επίμαχη ρύθμιση δεν υπερβαίνει προδήλως το αναγκαίο μέτρο, καθώς και ότι η
καταλληλότητα και η προσφορότητά της δεν αναιρείται από το γεγονός ότι ο σκοπός
του ελέγχου της φαρμακευτικής δαπάνης εξυπηρετείται και από άλλες ρυθμίσεις που
έχουν εισαχθεί(όπως π.χ. η ηλεκτρονική συνταγογράφηση).
4. Καταληκτικές παρατηρήσεις
60
έτσι τη κάλυψη της δαπάνης χορήγησής τους σε μεγαλύτερο ποσοστό από τους
οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης.
Πράγματι, όπως προκύπτει και από την εκτεταμένη παράθεση της σχετικής
εθνικής και ενωσιακής νομοθεσίας στην οποία προέβη η σχολιαζόμενη απόφαση, η
αδειοδότηση της κυκλοφορίας γενόσημων φαρμάκων υπόκειται ακριβώς στις ίδιες
διατυπώσεις που απαιτούνται για τα πρωτότυπα φάρμακα αναφοράς: και στις δύο
περιπτώσεις επιβάλλεται η συνεχής παρακολούθηση για ενδεχόμενες ανεπιθύμητες
ενέργειες, προβλέπονται μετεγκριτικοί έλεγχοι και εφαρμόζεται σύστημα
φαρμακοεπαγρύπνησης, που παρακολουθεί την ασφάλεια των εγκεκριμένων
φαρμάκων και εντοπίζει οποιαδήποτε αλλαγή της σχέσης κινδύνου-οφέλους.Η δε
εξαίρεση των γενόσημων φαρμάκων από την υποβολή των αποτελεσμάτων κλινικών
δοκιμών για τη χορήγηση της άδειας κυκλοφορίας αντισταθμίζεται από την
υποχρέωση απόδειξης της βιοϊσοδυναμίας με το πρωτότυπο αδειοδοτημένο φάρμακο.
61
7. Εκκλησιαστικό Δίκαιο
Την πολιτική ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα το 1864 ακολούθησε και
εκκλησιαστική ένωση σύμφωνα με τον Τόμο που εξέδωσε το Οικουμενικό
Πατριαρχείο. Το ίδιο συνέβη με τις Μητροπόλεις της Θεσσαλίας και ενός τμήματος
της Ηπείρου όταν απελευθερώθηκαν στα 1882.
62
έννοια του έθνους-επαρχίας του 34ου αποστολικού κανόνος: «ωρίσαμεν [...] δια
του παρόντος Συνοδικού Τόμου, ίνα η εν τω Βασιλείω της Ελλάδος Ορθόδοξος
Εκκλησία [...] υπάρχη του λοιπού κανονικώς αυτοκέφαλος...».
63
Στις 4 Σεπτεμβρίου 1928 εκδίδεται Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη με την
οποία το Οικουμενικό Πατριαρχείο αναθέτει ‘επιτροπικώς’ την διοίκηση των
εκκλησιαστικών επαρχιών της Μακεδονίας, της Ηπείρου (πλην της Άρτας), της
Θράκης και των Νήσων του Βορείου Αιγαίου Πελάγους στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία
.της Ελλάδος υπό 10 όρους. Η ισότιμη συμμετοχή των Ιεραρχών των επαρχιών αυτών
του Οικουμενικού Θρόνου στα όργανα διοικήσεως της Εκκλησίας της Ελλάδος. Η
μνημόνευση από τους Αρχιερείς των ‘Νέων Χωρών’ του ονόματος του Οικουμενικού
Πατριάρχη. Η υποβολή κατ’ έτος εκθέσεων προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η
απαγόρευση των αρχιερατικών μεταθέσεων. Το δικαίωμα του εκκλήτου των
Ιεραρχών των ‘Νέων Χωρών’ ενώπιον του Οικουμενικού Πατριάρχη. Η διατήρηση
απαραμείωτων των δικαιωμάτων του Οικουμενικού Πατριάρχη επί των
Πατριαρχικών και Σταυρωπηγιακών Μονών που βρίσκονται στην Ελλάδα. Η
μεγαλύτερη ως τώρα κρίση ξέσπασε την άνοιξη του 2004, με αφορμή την εκλογή των
νέων Μητροπολιτών Θεσσαλονίκης, Σερβίων&Κοζάνης και Ελευθερουπόλεως. Κατά
τη διαδικασία της εκλογής, ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, ακολουθώντας τη
διαμορφωθείσα από τους προκατόχους του τακτική, δεν απέστειλε στο Οικουμενικό
Πατριαρχείο τον κατάλογο των εκλογίμων, όπως προβλεπόταν από την Πατριαρχική
Πράξη του 1928.
Την τύχη των Μητροπόλεων των λεγομένων ‘Νέων Χωρών’ δεν ακολούθησε
η Κρήτη και η Δωδεκάνησος. Δημιουργούνται ιδιαίτερα εκκλησιαστικά καθεστώτα γι
αυτές τις περιοχές που έρχονται να προστεθούν στο ιδιαίτερο εκκλησιαστικό
καθεστώς του Αγίου όρους. Η Εκκλησία της Κρήτης (ημιαυτόνομη Εκκλησία). Οι έξι
εκκλησιαστικές επαρχίες της Δωδεκανήσου που εξαρτώνται άμεσα πνευματικά και
διοικητικά από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας της
Εκκλησίας της Ελλάδος (Ι.Σ.Ι) συγκροτείται από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών ως
64
πρόεδρο και εκ πάντων των διαποιμαινόντων Μητροπόλεις Αρχιερέων (συνεπώς και
αυτών των λεγομένων Νέων Χωρών).
65
8. Διοικητικό και Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο
Νομολογία
1.α. Οι προθεσμίες για την άσκηση των ενδίκων βοηθημάτων και μέσων
ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας αναστέλλονται για το χρονικό
διάστημα από 1ης έως 31ης Αυγούστου. Δεν θίγεται η ισχύουσα νομοθεσία που
αφορά τις προθεσμίες του Δημοσίου και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 5 Μαΐου 2011, με την εξής σύνθεση: Γ.
Σταυρόπουλος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Γ΄ Τμήματος, Ν. Μαρκουλάκης, Μ.
Βηλαράς, Μ. Σταματελάτου, Δ. Μακρής, Σύμβουλοι, Μ. Σταματοπούλου, Ευ.
Τζιράκη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Δ. Τετράδη.
66
κατά του ................. ..................., κατοίκου Πατρών (.............. .................. ...),
υποψηφίου Δημοτικού Συμβούλου της Δημοτικής κοινότητας 1ου Διαμερίσματος
.............. κατά τις εκλογές της 7ης και 14ης Νοεμβρίου 2010 με το συνδυασμό
«................ Τώρα για την ....................», ο οποίος δεν παρέστη.
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 153/2011 απόφασης του
Διοικητικού Πρωτοδικείου Πατρών, με την οποία έγινε δεκτή ένσταση του ήδη
αναιρεσιβλήτου και τροποποιήθηκε η 767/2010 απόφαση του Πολυμελούς
Πρωτοδικείου Πατρών, κατά το μέρος που αφορά την κατανομή των εδρών του
Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου ............., στις Δημοτικές Κοινότητες του 1ου και
του 3ου Διαμερίσματος ....................... και την ανακήρυξη τακτικών και
αναπληρωματικών συμβούλων του επιτυχόντος συνδυασμού, με βάση τα
αποτελέσματα που προέκυψαν από τις επαναληπτικές δημοτικές εκλογές της 14ης
Νοεμβρίου 2010.
5. Επειδή, στο άρθρο 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989 (Α’ 8), όπως αντικαταστάθηκε με το
άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α’ 213), η ισχύς του οποίου άρχισε την 1.1.2011,
ορίζεται ότι: «Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον
διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο
ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση
της προσβαλλομένης αποφάσεως προς την νομολογία του Συμβουλίου της
Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση
διοικητικού δικαστηρίου». Κατά την έννοια της ως άνω διάταξης, η αίτηση
68
αναιρέσεως ασκείται παραδεκτώς μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με
συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο, είτε ότι δεν
υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας επί συγκεκριμένου νομικού
ζητήματος, δηλ. επί ζητήματος ερμηνείας διατάξεως νόμου ή γενικής αρχής του
ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, η οποία είναι κρίσιμη για την επίλυση της
ενώπιον του Δικαστηρίου αγομένης διαφοράς είτε ότι οι παραδοχές της
αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως επί συγκεκριμένου νομικού ζητήματος, η επίλυση
του οποίου ήταν αναγκαία για την διάγνωση της οικείας υποθέσεως, έρχονται σε
αντίθεση προς παγιωμένη ή πάντως μη ανατραπείσα νομολογία επί του αυτού
νομικού ζητήματος και υπό τους αυτούς όρους αναγκαιότητας για τη διάγνωση των
σχετικών υποθέσεων ενός τουλάχιστον εκ των τριών ανωτάτων δικαστηρίων (Σ.τ.Ε.,
Α.Π., Ελ.Σ.) ή του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση
διοικητικού δικαστηρίου. Στη δεύτερη αυτή περίπτωση, οι αποφάσεις προς τις οποίες
προβάλλεται αντίθεση θα πρέπει να μνημονεύονται ειδικώς, το δε υπ’ αυτών κριθέν
νομικό ζήτημα θα πρέπει να ήταν ουσιώδες για την επίλυση των ενώπιον των
δικαστηρίων εκείνων αχθεισών διαφορών (ΣτΕ 2302/2011 7μ., 2587/2011).
6. Επειδή, από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση και τον φάκελο της δικογραφίας
προκύπτουν τα εξής: το δικάσαν Διοικητικό Πρωτοδικείο δέχθηκε τους ισχυρισμούς
του αναιρεσιβλήτου, ο οποίος είχε αναδειχθεί αρχικά αναπληρωματικός δημοτικός
σύμβουλος με τον επιτυχόντα συνδυασμό «............ ............. Τώρα για την Πάτρα»
και, κατ’ εφαρμογή του πλέγματος των διατάξεων των άρθρων 7, 32, 33 και 34 του ν.
3852/2010, προέβη σε κατανομή των εδρών του δημοτικού συμβουλίου του Δήμου
..........., εις τρόπον ώστε α)να αφαιρεθεί μία έδρα, που είχε διατεθεί υπέρ του
συνδυασμού «................ ................ .....» στην Δημοτική Κοινότητα του 1ου
Διαμερίσματος Πατρέων, και να διατεθεί αυτή στον εν λόγω συνδυασμό στην
Δημοτική Κοινότητα του 3ου Διαμερίσματος, β)να αφαιρεθεί μία έδρα (η 5η), που
είχε διατεθεί υπέρ του συνδυασμού «............. ................... Τώρα για την Πάτρα» στην
Δημοτική Κοινότητα του 3ου Διαμερίσματος - όπου είχε αναδειχθεί τακτικός
δημοτικός σύμβουλος ο ήδη αναιρεσείων -, και να διατεθεί αυτή στον εν λόγω
συνδυασμό στην Δημοτική Κοινότητα του 1ου Διαμερίσματος, με αποτέλεσμα ο
αναιρεσίβλητος να ανακηρυχθεί τακτικός δημοτικός σύμβουλος.
Διάταύτα
70
1697/2013 ΣΤΕ
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του ΣτΕ και μη
νομιμοποίηση του δικηγόρου του αιτούντος για λόγους ανωτέρας βίας. Προθεσμία
υποβολής αίτησης επανασυζητήσεως της υποθέσεως. Εξουσίες του δικαστικού
σχηματισμού που επελήφθη της αρχικής αιτήσεως, σε περίπτωση που υποβληθεί
αίτηση επανασυζητήσεως πριν από την έκδοση οριστικής αποφάσεως. Το άρθρο 21
του π.δ. 18/1989, που δεν προβλέπει κοινοποίηση στον αιτούντα ή στον πληρεξούσιο
δικηγόρο του αντιγράφου της αιτήσεως ακυρώσεως και της πράξεως περί ορισμού
εισηγητού και δικασίμου, ούτε και σε περίπτωση αναβολής της υποθέσεως, δεν
αντίκειται στο Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ. Η μη ματαίωση της συζήτησης της
υποθέσεως της αιτούσας, λόγω της αναστολής των εργασιών του ΣτΕ, εξαιτίας των
επαναληπτικών δημοτικών και περιφερειακών εκλογών, δεν συνιστά λόγο ανωτέρας
βίας, που εμπόδισε τον πληρεξούσιο δικηγόρο της να νομιμοποιηθεί και δεν
δικαιολογείται παρέκταση της προθεσμίας για την άσκηση αίτησης επανασυζήτησης.
Παραπομπή της υπόθεσης στην επταμελή σύνθεση.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 22 Μαρτίου 2012, με την εξής
σύνθεση: Μ. Βηλαράς, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση
του Προέδρου του Τμήματος και της αναπληρώτριας Προέδρου, που είχαν κώλυμα,
Δ. Μακρής, Μ. Πικραμένος, Σύμβουλοι, Δ. Βανδώρος, Ε. Τζιράκη, Πάρεδροι.
Γραμματέας ο Ν. Βασιλόπουλος.
71
Συμβουλίου του Κράτους,
και κατά της παρεμβαίνουσας ..............., κατοίκου Παπάγου Αττικής (........), η οποία
δεν παρέστη.
ΑφούμελέτησετασχετικάέγγραφαΣκέφθηκεκατάτοΝόμο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο
παράβολο (υπ’ αριθμ. 2866078, 1133121/11.2.2011 ειδικά έντυπα παραβόλου, σειράς
Α’).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται, κατ’ επίκληση του άρθρου 27 παρ. 5 του
π.δ.18/1989, η επανασυζήτηση της από 5.5.2004 αιτήσεως ακυρώσεως που είχε
ασκήσει η αιτούσα κατά α) της υπ’ αριθμ. Φε.1/1975/2.3.2004 αποφάσεως του
Προέδρου του Τεχνολογικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος (Τ.Ε.Ι.) Αθήνας, με την οποία
διορίσθηκε σε κενή οργανική θέση Εκπαιδευτικού Προσωπικού (Ε.Π.) στο Τ.Ε.Ι.
Αθήνας, στη βαθμίδα του Αναπληρωτή Καθηγητή, με γνωστικό αντικείμενο
«Βιβλιοθηκονομικές Εφαρμογές Η/Υ-Εισαγωγή στις Πηγές Πληροφόρησης Ξένες-
Προσυνδυασμένη Θεματική Ευρετηρίαση», η παρεμβαίνουσα, κατά παράλειψη της
αιτούσας, β) του από 17.2.2004 πρακτικού του οικείου εκλεκτορικού σώματος, γ) του
υπ’ αριθμ. 37/15.10.2003 πρακτικού του Συμβουλίου του Τ.Ε.Ι. Αθήνας και δ) της
υπ’ αριθμ. Φ.12/116578/Ε5/19.11.2003 αποφάσεως του Υφυπουργού Εθνικής
Παιδείας και Θρησκευμάτων και η οποία (αίτηση ακυρώσεως) παραπέμφθηκε στο
Συμβούλιο της Επικρατείας, λόγω αρμοδιότητας, με την υπ’ αριθμ. 1613/2006
απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
4. Επειδή, στις διατάξεις του άρθρου 27 παρ. 5 του π.δ. 18/1989 (φ. Α΄ 8), όπως η
παράγραφος αυτή προστέθηκε με το άρθρο 4 παρ. 2 περ. β΄ του ν. 2479/1997 (φ. Α΄
67), προβλέπεται ότι: «Αν από λόγους ανώτερης βίας εμποδίσθηκε η νομιμοποίηση
του πληρεξουσίου δικηγόρου, δύναται να υποβληθεί αίτηση επανασυζητήσεως της
υποθέσεως που κατατίθεται στον αρμόδιο γραμματέα πριν από την έκδοση της
αποφάσεως και μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δέκα (10) ημερών από τη συζήτηση
της υποθέσεως. Η αίτηση, η οποία πρέπει να περιέχει με σαφήνεια τους
προβαλλόμενους λόγους, δικάζεται από το οικείο Τμήμα καλουμένων αμφοτέρων
των διαδίκων προ είκοσι (20) ημερών. Σε περίπτωση παραδοχής της αιτήσεως η
υπόθεση εκδικάζεται εν συνεχεία επί της ουσίας από το ίδιο Τμήμα».
5. Επειδή, με τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 27 παρ. 5 του π.δ. 18/1989
καθιερώνεται ως ειδικό ένδικο βοήθημα, εξαιρετικού χαρακτήρα, η αίτηση
επανασυζητήσεως υποθέσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Η αίτηση
αυτή ασκείται με την κατάθεση αυτοτελούς δικογράφου στη Γραμματεία του
Δικαστηρίου εντός αποκλειστικής προθεσμίας δέκα (10) ημερών από τη συζήτηση
της υποθέσεως και, πάντως, πριν από την έκδοση της αποφάσεως, σε περίπτωση που
από λόγο ανωτέρας βίας, ο οποίος συνέτρεξε είτε στο πρόσωπο του πληρεξούσιου
δικηγόρου είτε στο πρόσωπο του ίδιου του διαδίκου, εμποδίσθηκε η νομιμοποίηση με
κάποιο νόμιμο τρόπο του πληρεξουσίου δικηγόρου του αιτούντος, ο οποίος, ως εκ
τούτου, ήταν δικονομικώς απών, κατά την επ΄ ακροατηρίου συζήτηση της υποθέσεως
(ΣτΕ 1513-1514/2005, 2145/2011). Περαιτέρω, κατ΄ εξαίρεση από τις ίδιες ως άνω
διατάξεις του άρθρου 27 παρ. 5 του π.δ. 18/1989, ερμηνευόμενες σύμφωνα προς το
άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος και ενόψει του σκοπού στον οποίο απέβλεψε ο
νομοθέτης με τη θέσπισή τους, εάν η συνδρομή λόγου ανωτέρας βίας που εμπόδισε
τη νομιμοποίηση του πληρεξουσίου δικηγόρου παρατείνεται πέραν του δεκαημέρου
από την επ΄ ακροατηρίου συζήτηση της υποθέσεως, η αίτηση επανασυζητήσεως της
υποθέσεως πρέπει να υποβληθεί στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αμέσως μετά την
74
άρση του γεγονότος της ανωτέρας βίας, άλλως απορρίπτεται ως εκπρόθεσμη (βλ. ΣτΕ
1513-1514/2005, 2311/2009, 2145/2011, βλ. επίσης ΣτΕ 5930/1995, 2266/2002,
3450/2004, 485/2008, 3909/2009, 2902/2011). Κατά την έννοια, εξάλλου, των
ανωτέρω διατάξεων του άρθρου 27 παρ. 5 του π.δ. 18/1989, σε περίπτωση που
υποβληθεί αίτηση επανασυζητήσεως μετά τη συζήτηση της υποθέσεως και πριν από
την έκδοση οριστικής αποφάσεως, ο επιληφθείς της αρχικής αιτήσεως δικαστικός
σχηματισμός εκδίδει απόφαση, με την οποία, αφού διαπιστώσει την μη νομιμοποίηση
του πληρεξουσίου δικηγόρου του αιτούντος και την κατάθεση της αιτήσεως
επανασυζητήσεως, απέχει, κατά τα λοιπά, από την περαιτέρω εκδίκαση της αιτήσεως.
Στη συνέχεια, ο σχηματισμός που δικάζει την αίτηση επανασυζητήσεως, εάν μεν
κρίνει βάσιμο τον λόγο ανωτέρας βίας, που προβάλλεται με την αίτηση
επανασυζητήσεως, δέχεται την αίτηση αυτή και δικάζει περαιτέρω την υπόθεση,
εκδίδοντας οριστική απόφαση, εάν δε απορρίψει την αίτηση επανασυζητήσεως,
απορρίπτει την αρχική αίτηση, ως απαράδεκτη, δεσμευόμενος, κατά τούτο, από τη
διαπίστωση του αρχικώς επιληφθέντος σχηματισμού περί μη νομιμοποιήσεως του
πληρεξουσίου δικηγόρου του αιτούντος. Τέλος, κατά την έννοια των ίδιων ως άνω
διατάξεων, σε περίπτωση που υποβληθεί μεν αίτηση επανασυζητήσεως πριν από την
έκδοση οριστικής αποφάσεως και εντός της προβλεπόμενης από τις διατάξεις αυτές
δεκαήμερης προθεσμίας, η αίτηση, όμως, αυτή δεν περιέλθει σε γνώση του
δικαστικού σχηματισμού που επελήφθη της αρχικής αιτήσεως, με συνέπεια να
εκδοθεί οριστική απόφαση, απορρίπτουσα την εν λόγω αρχική αίτηση, λόγω μη
νομιμοποιήσεως του υπογράφοντος αυτή δικηγόρου, ο σχηματισμός που
επιλαμβάνεται της αιτήσεως επανασυζητήσεως, εάν μεν κρίνει βάσιμο τον
προβαλλόμενο λόγο ανωτέρας βίας, δέχεται την αίτηση αυτή, εξαφανίζει την
εκδοθείσα απόφαση και δικάζει στη συνέχεια την αρχική αίτηση ακυρώσεως, η οποία
θεωρείται, στην περίπτωση αυτή, ότι επανυπεβλήθη με την αίτηση επανασυζητήσεως,
εάν δε τον κρίνει αβάσιμο, απορρίπτει την αίτηση επανασυζητήσεως (ΣτΕ 174/2010,
4017/2011, 622, 883/2012, βλ. επίσης ΣτΕ 879/2005).
6. Επειδή, κατά γενική αρχή του δικαίου, ανωτέρα βία, συνεπαγόμενη την αναστολή
των προβλεπόμενων από τον νόμο ανατρεπτικών προθεσμιών για όσο χρόνο αυτή
διαρκεί, συνιστά κάθε γεγονός απρόβλεπτο, το οποίο στην συγκεκριμένη περίπτωση
δεν μπορούσε να αποτραπεί ούτε με άκρα σύνεση και επιμέλεια, συνεπεία του οποίου
ο ενδιαφερόμενος τελεί σε πραγματική αδυναμία να επιμεληθεί των υποθέσεών του
75
είτε αυτοπροσώπως είτε δια τρίτου προσώπου (ΣτΕ 239/2003). Κατά την έννοια,
επομένως, των ανωτέρω διατάξεων του άρθρου 27 παρ. 5 του π.δ. 18/1989, ως
ανωτέρα βία, η οποία εμποδίζει τη νομιμοποίηση του πληρεξουσίου δικηγόρου του
αιτούντος, νοείται κάθε απρόβλεπτο, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, γεγονός,
συνεπεία του οποίου ο πληρεξούσιος δικηγόρος του αιτούντος δεν ήταν σε θέση να
παραστεί κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο ή να ειδοποιήσει
εγκαίρως άλλο δικηγόρο για να παραστεί ή τον ίδιο τον αιτούντα-εντολέα του για να
εμφανισθεί ο ίδιος και να δηλώσει ότι εγκρίνει την άσκηση του ενδίκου μέσου ή να
προσκομίσει έως τη συζήτηση της υποθέσεως συμβολαιογραφική πράξη παροχής
πληρεξουσιότητας στον υπογράφοντα την αίτηση δικηγόρο (πρβλ. ΣτΕ 1836/1999
7μ., 826/2001, 423/2004, 3379/2005, 883, 1729/2012).
7. Επειδή, στο άρθρο 21 παρ. 1, 2 και 5 του π.δ. 18/1989 ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα
ακόλουθα: «1. Με εντολή του Προέδρου κοινοποιούνται, σύμφωνα με όσα ορίζονται
στις επόμενες παραγράφους, αντίγραφο του δικογράφου του ενδίκου μέσου με μνεία
της χρονολογίας κατάθεσης και αντίγραφο της πράξης που προβλέπεται στο
προηγούμενο άρθρο. Η κοινοποίηση γίνεται με επιμέλεια της Γραμματείας είκοσι
τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δικάσιμο. Ο Πρόεδρος έχει δικαίωμα να κάνει
σύντμηση της προθεσμίας σε περίπτωση κατεπείγοντος. 2. α) Σε περίπτωση αίτησης
ακυρώσεως κατά πράξης διοικητικής αρχής, η κοινοποίηση γίνεται προς τον αρμόδιο
υπουργό ο οποίος επέχει θέση διαδίκου είτε η πράξη εκδόθηκε από τον ίδιο, είτε από
αρχή που υπόκειται σε αυτόν. β) Σε περίπτωση αίτησης ακυρώσεως κατά πράξης
νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, η κοινοποίηση γίνεται προς αυτό, το οποίο
καθίσταται κύριος διάδικος. Κοινοποιείται επίσης στον υπουργό που το εποπτεύει, ο
οποίος μπορεί να παρέμβει στο ακροατήριο και χωρίς να καταθέσει δικόγραφο
παρέμβασης, είτε υπέρ, είτε κατά του κύρους της προσβαλλόμενης πράξης. … 5. Αν
συντρέχει νόμιμη περίπτωση να γίνει νέα συζήτηση της υπόθεσης ή περαιτέρω
συζήτησή της, η πράξη του Προέδρου ή η απόφαση του Δικαστηρίου, με την οποία
ορίζεται η δικάσιμος, κοινοποιείται σύμφωνα με όσα ορίζονται στις προηγούμενες
παραγράφους του παρόντος άρθρου. Κοινοποιείται επίσης προς εκείνον που άσκησε
το ένδικο μέσο και προς εκείνον που τυχόν έχει ασκήσει παρέμβαση» (όπως η
παράγραφος 5 ίσχυε πριν από την προσθήκη σε αυτήν τελευταίου εδαφίου με το
άρθρο 5 του ν. 3900/2010, φ. Α΄ 213). Περαιτέρω, στο άρθρο 20 παρ. 1 του ίδιου π.δ.
18/1989 προβλέπεται, μεταξύ άλλων, ότι: «Μετά την κατάθεση ενδίκου μέσου ο
76
Πρόεδρος με πράξη του ορίζει εισηγητή ένα … Πάρεδρο, καθώς και τη δικάσιμο η
οποία σημειώνεται στο πινάκιο και δίνει εντολή να ανακοινωθεί η δικογραφία στον
εισηγητή», ενώ στο άρθρο 22 παρ. 4 του π.δ. 18/1989, όπως η παράγραφος 4
προστέθηκε με το άρθρο 33 του ν. 2721/1999 (φ. Α΄ 112) και ίσχυε κατά τον κρίσιμο
χρόνο, προβλέπεται ότι: «Ο εισηγητής, πέντε (5) ημέρες πριν από τη δικάσιμο που
έχει ορισθεί με την οικεία πράξη του Προέδρου, οφείλει να δηλώσει προς τη
Γραμματεία του οικείου σχηματισμού αν η υπόθεση είναι ώριμη προς συζήτηση. …».
Εξάλλου, στα άρθρα 2, 9, 19, 21, 22, 51 και 53 του Κανονισμού του Συμβουλίου της
Επικρατείας (φ. Β΄ 2323/2008) ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «1. … Το Γ΄
Τμήμα συνεδριάζει κάθε Πέμπτη. 2. Οι συνεδριάσεις αρχίζουν στις 9.30 το πρωί. 3.
…» (άρθρο 2), «1. Μετά την κατάθεση ή περιέλευση ένδικου βοηθήματος ή μέσου
στη Γραμματεία, την πρωτοκόλλησή του και την καταχώρησή του στο
Ολοκληρωμένο Πληροφοριακό Σύστημα (Ο.Π.Σ.), σχηματίζεται δικογραφία, η οποία
περιλαμβάνει το πρωτότυπο και τρία αντίγραφα του δικογράφου, την προσβαλλόμενη
πράξη ή απόφαση και κάθε άλλο σχετικό στοιχείο. Στον διάδικο ή τον πληρεξούσιό
του χορηγείται, αν ζητηθεί, κωδικός πρόσβασης στο Ο.Π.Σ. για την παρακολούθηση
της υποθέσεώς του μέσω του διαδικτύου. … 3. …» (άρθρο 9), «1. … Πέντε ημέρες
πριν από τη δικάσιμο, με μέριμνα του γραμματέα, ενημερώνεται το Ο.Π.Σ. για τις
υποθέσεις που έχουν δηλωθεί από τους εισηγητές προς συζήτηση κατά τα οριζόμενα
στην παράγραφο 4 του άρθρου 22 του π.δ. 18/1989, και όσες αναβάλλονται.
Επικυρωμένο αντίγραφο του εκθέματος, με σημείωση των προτεινομένων από τους
εισηγητές ημερομηνιών αναβολής, αναρτάται στον πίνακα εκθεμάτων του
ακροατηρίου την ημέρα της δικασίμου και πριν από την έναρξη της συνεδριάσεως. 2.
Το έκθεμα, μετά τη συζήτηση, φυλάσσεται στη γραμματεία για τρία έτη και, στη
συνέχεια, τίθεται στο αρχείο» (άρθρο 19), «1. Ο Πρόεδρος κηρύσσει την έναρξη και
τη λήξη της συνεδριάσεως, προεκφωνεί υποθέσεις που πρόκειται να συζητηθούν και
παραπέμπει, για τις υποθέσεις που αναβάλλονται, στο έκθεμα που έχει αναρτηθεί
στον οικείο πίνακα. Πριν από την έναρξη της συζητήσεως, το Δικαστήριο εξετάζει
αιτήματα αναβολής, αλλαγής της δικασίμου που έχει σημειωθεί στο έκθεμα, καθώς
και κάθε άλλο συναφές αίτημα. Ορισμός συντομότερης, από εκείνη που προτείνεται
στο έκθεμα, δικασίμου, γίνεται μόνον αν παρίστανται όλοι οι διάδικοι. … 5. …»
(άρθρο 21), «1. Κατά τη συνεδρίαση στο ακροατήριο, ο γραμματέας τηρεί, με τις
οδηγίες του προέδρου, το έκθεμα, στο οποίο σημειώνει τις συζητούμενες υποθέσεις,
τις υποθέσεις που αναβάλλονται και την ημερομηνία της νέας δικασίμου … 4. …»
77
(άρθρο 22), «1. Το Ολοκληρωμένο Πληροφοριακό Σύστημα (Ο.Π.Σ.) αποτελείται
από το σύνολο του υλικού εξοπλισμού, του λογισμικού και του δικτύου που είναι
εγκατεστημένα στο κατάστημα του Δικαστηρίου και χρησιμοποιούνται για τη
διεξαγωγή των εργασιών του και την ενημέρωση και εξυπηρέτηση του κοινού. 2. Οι
εργασίες της γραμματείας διεξάγονται μέσω του Ο.Π.Σ. … 4. Το Δικαστήριο διαθέτει
διαδικτυακό τόπο με όνομα χώρου www.ste.gr. O διαδικτυακός αυτός τόπος περιέχει
ιδίως: α) … β) οδηγίες για την εξυπηρέτηση του κοινού. γ) κατάλογο με τα στοιχεία
επικοινωνίας των δικαστών και των γραμματειών του Δικαστηρίου. δ) εκθέματα και
στοιχεία για την εξυπηρέτηση των διαδίκων. …» (άρθρο 51) και «Οι εργασίες που
εκτελεί η γραμματεία επί ενδίκων βοηθημάτων … διεκπεραιώνονται με καταχώριση
στο Ο.Π.Σ. Η καταχώριση αυτή περιλαμβάνει τις εξής, ιδίως, εγγραφές: 1) … 12)
Σύνταξη πινακίου κατά σχηματισμούς, συνθέσεις και δικασίμους: Καταχωρίζονται,
με αύξοντα αριθμό, οι υποθέσεις, οι διάδικοι, ο αριθμός και η ημερομηνία
καταθέσεως των δικογράφων, ο εισηγητής …, η ημερομηνία της προηγουμένης
δικασίμου, ο αριθμός των αναβολών, η συζήτηση, η ημερομηνία αναβολής … 13)
Κατάρτιση εκθέματος: Καταχωρίζονται, με αύξοντα αρίθμηση και κατά σύνθεση,
δικάσιμο, αίθουσα και ώρα συνεδριάσεως, οι υποθέσεις κάθε δικαστικού
σχηματισμού. Αναγράφονται, για κάθε υπόθεση, οι διάδικοι, ο αριθμός καταθέσεως,
ο εισηγητής …, ο αριθμός των αναβολών … Επίσης καταχωρίζονται οι εγγραφές του
άρθρου 22 παρ. 1 του παρόντος … 21) …» (άρθρο 53).
10. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της
δικογραφίας, η από 5.5.2004 αίτηση ακυρώσεως που είχε ασκήσει η αιτούσα την
10.5.2004 κατά των προαναφερθεισών στην σκέψη 1 της παρούσας αποφάσεων των
οικείων οργάνων του Τ.Ε.Ι. Αθήνας και του Υφυπουργού Εθνικής Παιδείας και
Θρησκευμάτων, συζητήθηκε κατά τη δικάσιμο της 16.12.2010 ενώπιον του Γ΄
Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας. Κατά τη συζήτηση, όμως, της
υποθέσεως αυτής, η αιτούσα δεν παρέστη με πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε
79
εμφανίσθηκε στο ακροατήριο για να δηλώσει ότι εγκρίνει την άσκηση της αιτήσεως
ακυρώσεως, ούτε προσκομίσθηκε συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο προς τον
δικηγόρο που είχε υπογράψει το δικόγραφο αυτό. Περαιτέρω, την 11.2.2011, μετά,
δηλαδή, την πάροδο της προβλεπόμενης στο άρθρο 27 παρ. 5 του π.δ. 18/1989
δεκαήμερης προθεσμίας από τη συζήτηση, την 16.12.2010, της από 5.5.2004
αιτήσεως ακυρώσεως της αιτούσας, η τελευταία άσκησε την από 7.2.2011 κρινόμενη
αίτηση, με την οποία ζητεί την επανασυζήτηση της ανωτέρω αιτήσεως ακυρώσεώς
της. Η αίτηση αυτή δεν περιήλθε στην εισηγήτρια της υποθέσεως έως την 25.2.2011,
με συνέπεια να δημοσιευθεί την ημέρα εκείνη η υπ’ αριθμ. 628/2011 απόφαση του Γ΄
Τμήματος του Δικαστηρίου, με την οποία η ως άνω αίτηση ακυρώσεως της αιτούσας
απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, λόγω ελλείψεως νομιμοποιήσεως του δικηγόρου που
είχε υπογράψει το δικόγραφο της αιτήσεως ακυρώσεως.
11. Επειδή, η εκδίκαση της από 5.5.2004 αιτήσεως ακυρώσεως της αιτούσας είχε,
αρχικά, αναβληθεί για τη δικάσιμο της 18.11.2010, η οποία, σύμφωνα με την
ανωτέρω υπ’ αριθμ. 86419οικ./7.9.2010 εγκύκλιο του Υπουργού Δικαιοσύνης,
αποτελούσε την τελευταία ημέρα αναστολής των εργασιών των δικαστηρίων της
περιφέρειας, στην οποία θα επαναλαμβάνονταν οι δημοτικές ή/και περιφερειακές
εκλογές της 7.11.2010. Κατόπιν τούτου, το Γ΄ Τμήμα του Δικαστηρίου όφειλε, λόγω
της διενέργειας, την 14.11.2010, επαναληπτικών δημοτικών και περιφερειακών
εκλογών στον Δήμο Αθηναίων και την Περιφέρεια Αττικής, αντίστοιχα, να προβεί σε
αναστολή των εργασιών του, κατά τη δικάσιμο της 18.11.2010. Η αναστολή, όμως,
αυτή των εργασιών του Γ΄ Τμήματος, κατά την δικάσιμο της 18.11.2010, δεν
συνεπαγόταν, ενόψει των όσων εκτίθενται στην 8 της παρούσας απόφασης ως προς
την έννοια του άρθρου 21 του π.δ/τος 18/1989, τη ματαίωση της συζήτησης των
υποθέσεων της δικασίμου αυτής, ώστε να συντρέχει, εν συνεχεία και σύμφωνα με τα
οριζόμενα στις προεκτεθείσες διατάξεις του άρθρου 21 παρ. 5 του π.δ. 18/1989,
περίπτωση ορισμού νέας δικασίμου, με πράξη του Προέδρου του Γ’ Τμήματος ή με
απόφαση του Δικαστηρίου, και κοινοποίησης της πράξεως αυτής ή της αποφάσεως
αυτής στους διαδίκους που είχαν ασκήσει τα σχετικά ένδικα βοηθήματα ή μέσα,
αλλά, αντιθέτως, αποτελούσε λόγο αναβολής της εκδίκασης των υποθέσεων της
δικάσιμου αυτής, με την προϋπόθεση, πάντως, ότι δεν θα παρίσταντο στο ακροατήριο
τα διάδικα μέρη, προκειμένου να ζητήσουν αλλαγή των ημερομηνιών αναβολής που
είχαν προτείνει, για τις υποθέσεις της δικασίμου αυτής, οι εισηγητές δικαστές ή να
80
υποβάλλουν παραίτηση από τα ένδικα βοηθήματα ή μέσα που είχαν ασκήσει (βλ. ΣτΕ
1070/2006, πρβλ. ΣτΕ 4837/1983, 3661/1994, 1050/1999, 1070, 2970/2006,
3670/2006 Ολ., 2300/2007, 771/2008, 995, 1832, 3984/2009, 1796, 3564/2010, 1301-
1302, 3154, 3560/2011, 1164/2012, πρβλ. επίσης ΣτΕ 3909/1986, 3410/1997,
1654/2002, 2226/2004 και Ε.Α. 300, 302, 3044/2004). Περαιτέρω, όπως προκύπτει
από το οικείο έκθεμα της δικασίμου της 18.11.2010 του Γ΄ Τμήματος του
Δικαστηρίου, το οποίο ήταν προσιτό στους διαδίκους εντός της Γραμματείας του εν
λόγω Τμήματος και επικυρωμένο αντίγραφο του οποίου αναρτήθηκε στον πίνακα
εκθεμάτων του ακροατηρίου την ημέρα αυτή και πριν από την έναρξη της
συνεδρίασης, την 18.11.2010 συνεδρίασε το Γ’ Τμήμα του Δικαστηρίου, με τη
σύνθεση που αναγράφεται στο έκθεμα αυτό -και ειδικότερα, με Πρόεδρο τον Γ.
Σταυρόπουλο, Συμβούλους τους Μ. Βηλαρά και Γ. Ποταμιά, Παρέδρους τους Δ.
Βανδώρο και Ε. Τζιράκη και Γραμματέα την Δ. Τετράδη-, ο δε Πρόεδρος του Γ’
Τμήματος, Γ. Σταυρόπουλος, εκφώνησε και επιβεβαίωσε τις προταθείσες από τους
εισηγητές των υποθέσεων της δικασίμου αυτής ημερομηνίες αναβολών, μεταξύ των
οποίων συγκαταλεγόταν και η υπόθεση που είχε ως αντικείμενο την από 5.5.2004
αίτηση ακυρώσεως της ήδη αιτούσας, για την οποία (υπόθεση) εκφωνήθηκε και
επιβεβαιώθηκε η προταθείσα από την εισηγήτρια της υποθέσεως ημερομηνία
αναβολής για τη δικάσιμο της 16.12.2010.
12. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η αναστολή των εργασιών του
Γ΄ Τμήματος του Δικαστηρίου, κατά τη δικάσιμο της 18.11.2010, που επήλθε λόγω
των επαναληπτικών δημοτικών και περιφερειακών εκλογών της 14.11.2010 στον
Δήμο Αθηναίων και την Περιφέρεια Αττικής, αντίστοιχα, είχε ως συνέπεια την
αυτοδίκαιη ματαίωση της δικασίμου των υποθέσεων της 18.11.2010. Κατόπιν τούτου,
ο ορισμός της νέας δικασίμου της 16.12.2010 έπρεπε να γίνει με πράξη του Προέδρου
του Γ΄ Τμήματος ή με απόφαση του Δικαστηρίου, περαιτέρω δε, η σχετική πράξη ή
απόφαση έπρεπε να κοινοποιηθεί στην αιτούσα, σύμφωνα με τις διατάξεις του
άρθρου 21 παρ. 5 του π.δ. 18/1989. Η μη τήρηση, επομένως, από το Δικαστήριο της
ανωτέρω διαδικασίας συνιστά λόγο ανωτέρας βίας, ο οποίος δικαιολογεί την άσκηση
από την αιτούσα, κατά το άρθρο 27 παρ. 5 του π.δ. 18/1989, της κρινόμενης αίτησης
επανασυζητήσεως, καθόσον εμπόδισε τον πληρεξούσιό της δικηγόρο να εμφανισθεί
στο Δικαστήριο κατά τη δικάσιμο της 16.12.2010 και να νομιμοποιηθεί, όπως,
επίσης, να μεριμνήσει, προκειμένου είτε να νομιμοποιηθεί άλλος δικηγόρος είτε να
81
ζητηθεί αναβολή της υποθέσεως είτε να ενημερωθεί η αιτούσα, ώστε να εγκρίνει την
άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεώς της. Ο λόγος αυτός ανωτέρας βίας διήρκεσε,
σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της αιτούσας, μέχρι και την 2.2.2011, οπότε ο
πληρεξούσιός της δικηγόρος πληροφορήθηκε την αναβολή και, τελικά, τη συζήτηση
της υποθέσεως της αιτούσας κατά τη δικάσιμο της 16.12.2010. Επομένως, η
κρινόμενη αίτηση επανασυζητήσεως, που κατατέθηκε στο Συμβούλιο της
Επικρατείας την 11.2.2011, ασκήθηκε εμπροθέσμως και εν γένει παραδεκτώς,
δεδομένου ότι, όπως προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση, η δεκαήμερη προθεσμία
για την άσκηση της αιτήσεως επανασυζητήσεως της αιτούσας από τη συζήτηση, την
16.12.2010, της από 5.5.2004 αιτήσεως ακυρώσεώς της, παρεκτάθηκε μέχρι και την
2.2.2011.
Δ ι ά τ α ύ τ α
83
Ορίζει εισηγητή την Πάρεδρο Ε. Τζιράκη και δικάσιμο την 6η Ιουνίου 2013.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 18 Νοεμβρίου και στις 16 Δεκεμβρίου 2012
Α.Σ.
1243/2005 ΣΤΕ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 16 Μαρτίου 2005 με την εξής σύνθεση
: Π. Πικραμμένος, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του
Προέδρου του Τμήματος και του αναπληρωτή του Αντιπροέδρου, καθώς και των
αρχαιοτέρων Συμβούλων, που είχαν κώλυμα, Α. Θεοφιλοπούλου, Μ.
Κωνσταντινίδου, Σύμβουλοι, Β. Καμπίτση, Ο. Παπαδοπούλου, Πάρεδροι.
Γραμματέας η Μ. Βλασερού.
84
της ...............................................η οποία δεν παρέστη,
κατά του Υπουργού Γεωργίας, ο οποίος παρέστη με τον Κων/νο Γεωργάκη, Πάρεδρο
του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την
απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως.
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση στης υπό κρίση αιτήσεως κατεβλήθη το νόμιμο παράβολο
(υπ` αριθμ. 2415102/2001 ειδικό έντυπο παραβόλου).
3. Επειδή, στο άρθρο 17 του π.δ. 18/1989 "Κωδικοποίηση διατάξεων νόμων για το
Συμβούλιο της Επικρατείας" (Α 8) ορίζεται ότι : "1. Τα ένδικα μέσα ενώπιον του
85
Συμβουλίου ασκούνται διά καταθέσεως δικογράφου. 2. Το δικόγραφο πρέπει να
περιέχει το όνομα εκείνου που ασκεί το ένδικο μέσο, τη διεύθυνση της κατοικίας του,
την προσβαλλόμενη πράξη ή απόφαση, τους συγκεκριμένους λόγους στους οποίους
στηρίζεται το ένδικο μέσο, χρονολογία και υπογραφή . . . 3. . . . 4. Τα δικόγραφα των
ενδίκων μέσων της αίτησης ακυρώσεως και αίτησης αναιρέσεως που ασκούνται από
ιδιώτη υπογράφονται μόνον από δικηγόρο . . . Αίτηση ακυρώσεως που υπογράφεται
μόνον από τον αιτούντα θεωρείται ότι έχει νομίμως ασκηθεί εφόσον παρίσταται
δικηγόρος κατά τη συζήτησή της ενώπιον του Συμβουλίου. 5. . . .". Κατά την έννοια
των ανωτέρω διατάξεων το δικόγραφο της αιτήσεως ακυρώσεως πρέπει να φέρει
την υπογραφή του αιτούντος ή του πληρεξουσίου του δικηγόρου, η τυχόν όμως
έλλειψη της υπογραφής αυτής δεν καθιστά άκυρο το δικόγραφο όταν η ταυτότης
του ασκήσαντος αυτό και η σοβαρότης της προς τούτο προθέσεώς του
συνάγονται ασφαλώς (πρβλ. ΣτΕ2223/1993Ολομ., 11/1995, 2535/1999, 3307/1999
κ.ά.).
5. Επειδή, κατά την συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο η αιτούσα δεν παρέστη
διά πληρεξουσίου δικηγόρου, ούτε εμφανίσθηκε αυτοπροσώπως για να δηλώση ότι
εγκρίνει την άσκηση της αιτήσεως, δεν προσήχθη δε στο δικαστήριο
συμβολαιογραφική πράξη παροχής πληρεξουσιότητος στον υπογράφοντα το
δικόγραφο δικηγόρο. Συνεπώς, η υπό κρίση αίτηση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη,
σύμφωνα με το άρθρο 27 (παράγρ. 1 και 2) του π.δ. 18/1989, όπως αντικαταστάθηκε
με το άρθρο 4 (παράγρ. 2) του ν. 2479/1997 (Α 67).
Διά ταύτα
86
Απορρίπτει την αίτηση.
Επιβάλλει στην αιτούσα την δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, η οποία ανέρχεται στο
ποσόν των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ.
Π. Πικραμμένος Μ. Βλασερού
87
Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου, η δε απόφαση για την άσκηση ενδίκων μέσων
έχει ανατεθεί στο ΔΣ. Απορρίπτεται η αναίρεση ως απαράδεκτη.
Η κ ρ ί σ η τ ο υ ε ί ν α ι η ε ξ ή ς:
1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το
νόμιμο παράβολο (σχετ. τα 1069698/2-7-2007 και 2544598/2-7- 2007 σειράς Α΄
ειδικά έντυπα παραβόλου), ο ανακόπτων επιδιώκει τη διόρθωση (τροποποίηση): α)
της 1546/6-2-2002 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης του Δικαστικού Επιμελητή
του Πρωτοδικείου Πειραιά Α......... Σ........ και β) του 8240/127/18-6-2007
προγράμματος αναγκαστικού πλειστηριασμού ακίνητης περιουσίας του Διευθυντή
του Ταμείου Εσόδων του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Ι.Κ.Α.) Πειραιά (και
ήδη Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ. [Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών], όπως μετονομάστηκε
με το άρθρο 5 παρ.1 του νόμου 3029/2002, ΦΕΚ Α΄ 160), ως προς την αξία και την
τιμή πρώτης προσφοράς του εκτιθέμενου σε δημόσιο αναγκαστικό πλειστηριασμό, με
ημερομηνία διενέργειάς του την 26η-9-2007, ακινήτου ιδιοκτησίας του, για την
αποπληρωμή οφειλών της Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία
«.............», της οποίας ο ανακόπτων είναι διαχειριστής, προς το καθ` ούΙδρυμα,
προερχόμενων από καθυστερούμενες ασφαλιστικές εισφορές, συνολικού ποσού
1.504,17 ευρώ πλέον προσαυξήσεων και λοιπών εξόδων. Το κρινόμενο ένδικο
βοήθημα πρέπει να εξεταστεί, κατ` αρχήν, ως προς το παραδεκτό άσκησής του. 2.
91
Επειδή, με τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (νόμος 2717/1999, ΦΕΚ
Α΄ 97, ΚΔΔ/μίας) ορίζεται: στο άρθρο 45 παρ. 5 ότι: «Τα δικόγραφα και τα
υπομνήματα υπογράφονται από τους δικαστικούς πληρεξουσίους των διαδίκων …..»,
στο άρθρο 26 ότι: «Τα στοιχεία νομιμοποίησης των νόμιμων αντιπροσώπων και των
εκπροσώπων των διαδίκων υποβάλλονται στο δικαστήριο ως την πρώτη συζήτηση
….....», στο άρθρο 27 παρ.1 ότι: «Οι διάδικοι, οι νόμιμοι αντιπρόσωποι και
εκπρόσωποί τους διενεργούν τις διαδικαστικές πράξεις και παρίστανται κατά τη
συζήτηση με δικαστικούς πληρεξούσιους», στο άρθρο 28 ότι: «1. Για τις πράξεις της
προδικασίας θεωρείται ότι υπάρχει η πληρεξουσιότητα, εφόσον είτε επακολουθήσει η
νομιμοποίηση δικαστικού πληρεξουσίου είτε εμφανιστεί στο ακροατήριο ο διάδικος ή
ο νόμιμος αντιπρόσωπος ή ο εκπρόσωπός του και δηλώσει ότι εγκρίνει τη διενέργειά
τους. 2. Αν, ως την πρώτη συζήτηση, δεν έχουν υποβληθεί τα στοιχεία της
νομιμοποίησης ή αυτά που έχουν υποβληθεί δεν είναι πλήρη, το δικαστήριο, ύστερα
από αίτηση του διαδίκου ή του νόμιμου αντιπροσώπου ή του εκπροσώπου ή του
εμφανιζόμενου ως δικαστικού πληρεξουσίου του, είτε αναβάλλει τη συζήτηση είτε
προχωρεί σε αυτή χορηγώντας εύλογη προθεσμία για την υποβολή τους. 3. Αν, κατά
τη διάσκεψη, διαπιστωθεί ότι τα κατά νόμο στοιχεία της νομιμοποίησης έχουν μεν
υποβληθεί όλα, είτε εξαρχής είτε ύστερα από τη χορήγηση της κατά την προηγούμενη
παράγραφο προθεσμίας, πλην αυτά παρουσιάζουν ελλείψεις, ο πρόεδρος του
δικαστηρίου ή του οικείου τμήματος, με πράξη του, καλεί τον εμφανιζόμενο ως
δικαστικό πληρεξούσιο να τα συμπληρώσει, μέσα σε τασσόμενη από αυτόν
ανατρεπτική προθεσμία. 4. Τα στοιχεία της νομιμοποίησης που υποβάλλονται
σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους μπορούν να είναι και μεταγενέστερα
από την ημερομηνία της συζήτησης. 5. Αν ο δικαστικός πληρεξούσιος του διαδίκου
τελικώς δεν νομιμοποιηθεί, οι διαδικαστικές πράξεις που διενεργήθηκαν από αυτόν
είναι αυτοδικαίως άκυρες και το σχετικό ένδικο βοήθημα ή μέσο απορρίπτεται. 6.
.....», στο άρθρο 30 παρ.1-3 ότι: «1. Δικαστικοί πληρεξούσιοι των λοιπών, πλην του
Δημοσίου και των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, διαδίκων ορίζονται
δικηγόροι, σύμφωνα με το Δικηγορικό Κώδικα ….. 2. Η, κατά την προηγούμενη
παράγραφο, δικαστική πληρεξουσιότητα παρέχεται: α) με προφορική δήλωση του
διαδίκου ή του νόμιμου αντιπροσώπου ή του εκπροσώπου του, στο ακροατήριο, η
οποία και καταχωρείται στα πρακτικά, ή β) με συμβολαιογραφική πράξη ή με
ιδιωτικό έγγραφο, οπότε όμως απαιτείται η βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του
διαδίκου ή του νόμιμου αντιπροσώπου ή του εκπροσώπου του, από οποιαδήποτε
92
δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή. Αν, στην τελευταία περίπτωση, τα πρόσωπα
αυτά δεν μπορούν να υπογράψουν το ιδιωτικό έγγραφο, τούτο υπογράφεται από δύο
(2) μάρτυρες, των οποίων βεβαιώνεται η γνησιότητα της υπογραφής κατά τον πιο
πάνω τρόπο. 3. Η δικαστική πληρεξουσιότητα προς τους κατά την πρώτη περίοδο της
παρ.1 δικαστικούς πληρεξουσίους θεωρείται ότι έχει παρασχεθεί με μόνη τη
συνυπογραφή, από το διάδικο ή το νόμιμο αντιπρόσωπο ή τον εκπρόσωπό του, κατά
περίπτωση, του δικογράφου του ένδικου βοηθήματος ή μέσου. Στην περίπτωση αυτή
η συνυπογραφή του δικηγόρου θεωρείται ως βεβαίωση της γνησιότητας της
υπογραφής των πιο πάνω προσώπων. Η διάταξη αυτή δεν έχει εφαρμογή στις
περιπτώσεις που, σύμφωνα με την παρ. 6, απαιτείται ειδική πληρεξουσιότητα» και,
τέλος, στο άρθρο 35 ότι: «Το δικαστήριο ελέγχει και αυτεπαγγέλτως τη συνδρομή
των διαδικαστικών προϋποθέσεων».
93
προεδρεύσας της σύνθεσης δικαστής οφείλει να καλέσει με πράξη του τον
εμφανισθέντα ως δικαστικό πληρεξούσιο για την συμπλήρωση των ελλειπόντων
στοιχείων εντός τασσόμενης ανατρεπτικής προθεσμίας, παρέχοντάς του, από
λόγους επιείκειας, μία τελευταία ευκαιρία για να συμπληρώσει τυπικές ελλείψεις
των ήδη προσκομισθέντων νομιμοποιητικών εγγράφων. Επομένως, η εν λόγω
διάταξη δεν εφαρμόζεται σε περίπτωση που ο διάδικος ή ο φερόμενος ως
πληρεξούσιος δικηγόρος του δεν προσκόμισε μέχρι την πρώτη συζήτηση κανένα
νομιμοποιητικό έγγραφο ή, εάν πρόκειται για περισσότερα του ενός, προσκόμισε
ορισμένα μόνο από αυτά. Στις περιπτώσεις αυτές θεωρείται ότι δεν έχει
νομιμοποιηθεί (βλ. ΔΕφΛαρ.324/2000, ΣτΕ 1926/2005, πρβλ. ΣτΕ 3174/1996 Ολ.,
4028/1996, 4293/1996, 353/1997, 2174/1997, 2420/1997, 2072/2001, 4284/2001 Ολ.,
3615/2002 Ολ., 1996/2004, 2191/2004, επίσης Χατζητζανή, «Ερμηνεία κατ`
άρθρονΚώδικος Διοικητικής Δικονομίας», εκδ. 2002, σελ. 242-244). 4. Επειδή, στην
προκειμένη περίπτωση, το δικόγραφο της υπό κρίση ανακοπής υπογράφεται από τον
δικηγόρο Δημήτριο Μπαλέρμπα, ως πληρεξούσιο δικηγόρο του ανακόπτοντος, ο
οποίος και παρέστη κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο (βλ. πρακτικά
της δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου της 25ης-7-2007), προσκομίζοντας για
τη νομιμοποίησή του το από 20-7-2007 ιδιωτικό έγγραφο, υπογεγραμμένο από τον
ανακόπτοντα, το γνήσιο της υπογραφής του οποίου βεβαιώνεται από τον παραπάνω
δικηγόρο. Δεδομένου, όμως, ότι δεν προσκομίστηκε, όπως απαιτείται από τις
σχετικές διατάξεις, έγκυρο ιδιωτικό έγγραφο παροχής πληρεξουσιότητας στον
υπογράφοντα το ένδικο βοήθημα δικηγόρο, δηλαδή ιδιωτικό έγγραφο με βεβαίωση
του γνήσιου της υπογραφής του ανακόπτοντος από δημόσια, δημοτική ή κοινοτική
αρχή, το Δικαστήριο, κατ` εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 28 παρ.3 του
ΚΔΔ/μίας, χορήγησε στον ως άνω παραστάντα και υπογράφοντα το ένδικο βοήθημα
δικηγόρο προθεσμία τριών εργασίμων ημερών (από την Τετάρτη 5-9-2007 έως και
την Παρασκευή 7-9-2007) για την συμπλήρωση των ελλείψεων της νομιμοποίησής
του, η οποία (προθεσμία) παρήλθε άπρακτη (σχετ. η υπ` αριθ. 1/2007 πράξη της
Προέδρου του 8ου Μονομελούς που βρίσκεται στο φάκελο). Ενόψει των ανωτέρω,
εφόσον δεν έχουν προσκομιστεί όπως απαιτείται, σύμφωνα με όσα έγιναν
ερμηνευτικώς δεκτά στην τρίτη σκέψη της παρούσας, τα απαιτούμενα από το νόμο
στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι ο ανακόπτων έχει όντως αναθέσει την εξουσία
εκπροσώπησής του ενώπιον δικαστηρίου στο δικηγόρο που υπογράφει το υπό κρίση
ένδικο βοήθημα και εμφανίστηκε στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της ανακοπής
94
ως πληρεξούσιός του και, επομένως, ο τελευταίος δεν νομιμοποιήθηκε προσηκόντως,
το Δικαστήριο κρίνει ότι η ανακοπή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. 5. Επειδή,
κατ` ακολουθία των ανωτέρω, η ανακοπή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω
έλλειψης νομιμοποίησης του δικηγόρου, ενώ το παράβολο που καταβλήθηκε πρέπει
να καταπέσει υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 277 παρ.9 του ΚΔΔ/μίας).
Τέλος, ο ανακόπτων πρέπει να απαλλαγεί από τα δικαστικά έξοδα του καθ` ού, κατ`
εκτίμηση των περιστάσεων (άρθρο 275 παρ. 1 εδ.ε του ΚΔΔ/μίας).
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
1071/1997 ΣΤΕ
Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ/1997 (1) Ναρκαλιευτές. Επίδομα επικίνδυνης εργασίας
(άρθρου 5 παρ. 1 εδ. β ν.δ. 1033/1971). Μη ικανοποίηση του αιτήματος αυτών για
την καταβολή του άνω επιδόματος. Η σχετική διαφορά έχει τον χαρακτήρα
προσφυγής ουσίας για την εκδίκαση της οποίας αρμόδιο είναι το Τριμελές Διοικ.
Πρωτοδικείο Αθηνών. Εξαφάνιση της 1214/1989 αποφάσεως του Διοικητ. Εφετείου
που έκρινε το αντίθετο.
257/2011 ΔΕΦ ΑΘ
98
διαδικαστικές πράξεις σχετιζόμενες ή απορρέουσες από αυτό.
συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 4 Οκτωβρίου 2010, για να δικάσει την
από 11 Φεβρουαρίου 2010 (αριθμ. καταχ. ΑΒΕΜ: 1097/19-3-2010) έφεση,
της ΑΕ «..... ...... .... .....», που εδρεύει στην Αθήνα (.... .... ... ... .... ..... ..), η οποία
παραστάθηκε με τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Ξενοφώντα Παπαγιάννη, σύμφωνα
με την από 1-10-2010 έγγραφη δήλωσή του, που κατέθεσε στη Γραμματεία του
Δικαστηρίου (Ν. 2915/01),
κατά του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται από τον Προϊστάμενο του
Εθνικού Ελεγκτικού Κέντρου (Ε.Θ.Ε.Κ.) και παραστάθηκε με τη Δικαστική
Αντιπρόσωπο του ΝΣΚ Ζωή Φάμα, σύμφωνα με την από 1-10-2010 έγγραφη δήλωσή
της, που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου.
Το Δικαστήριο,
1.Επειδή, με την κρινόμενη έφεση, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το
νόμιμο παράβολο (βλ το 2344307/1.2.2010, σειρά Α, έντυπο παραβόλου και το
8483/7.10.2010 διπλότυπο είσπραξης τύπου Α του Τμήματος Εσόδων της Δ.Ο.Υ.
ΚΑ΄ Αθηνών) επιδιώκεται παραδεκτώς η εξαφάνιση της 8925/2008 απόφασης του
Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε ως
απαράδεκτη η από 29.10.2003 προσφυγή της εκκαλούσας εταιρίας κατά του
495/2003 φύλλου ελέγχου φόρου εισοδήματος, οικονομικού έτους 2002
99
(διαχειριστική περίοδος 1.1 έως 31.12.2001) του Προϊσταμένου του Εθνικού
Ελεγκτικού Κέντρου.
5. Επειδή, ενόψει των πιο πάνω ισχυρισμών της εκκαλούσας εταιρίας και με
δεδομένο ότι τα επικαλούμενα από αυτήν έγγραφα στοιχεία, από τα οποία, κατά την
άποψή της, προκύπτει η σοβαρότητα της πρόθεσης της δικηγόρου Ελένης Ν.
Μανώλη να ασκήσει την ένδικη προσφυγή, δεν περιλαμβάνονται στα έγγραφα
στοιχεία της δικογραφίας, το Δικαστήριο κρίνει αναγκαίο, προκειμένου να
σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση, να διατάξει τη συμπλήρωση των αποδείξεων,
κατ’ άρθρο 151 του Κ.Δ.Δ., σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό
της απόφασης αυτής.
Δ Ι Α Τ Α Υ Τ Α
Υποχρεώνει την εκκαλούσα εταιρία, μέσα σε προθεσμία είκοσι ημερών (20) από την
κοινοποίηση σ’ αυτήν της παρούσας απόφασης, να προσκομίσει στη Γραμματεία του
Δικαστηρίου τούτου (Τμήμα 3ο) επικυρωμένα αντίγραφα του Πρακτικού του
Διοικητικού Συμβουλίου της, με ημερομηνία 21.10.2003, περί χορήγησης
πληρεξουσιότητας στη δικηγόρο Ελένη Μανώλη για την άσκηση, μεταξύ άλλων, της
προσφυγής κατά του 495/2003 φύλλου ελέγχου φόρου εισοδήματος, οικονομικού
έτους 2002, του Προϊσταμένου του Εθνικού Ελεγκτικού Κέντρου, καθώς και της
αίτησης, με ημερομηνία 21.10.2003, περί διοικητικής επίλυσης της σχετικής
διαφοράς. Μετά την προσκόμιση των στοιχείων αυτών η υπόθεση θα εισαχθεί σε νέα
δικάσιμο με κλήτευση των διαδίκων.
102
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 30 Νοεμβρίου 2010 και δημοσιεύθηκε
στην ίδια πόλη, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου,
στην Αθήνα στις 31 Ιανουαρίου 2011.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΜΑΡΙΝΑ ΜΩΡΕΣΗ
103
δικαστήριο, δεχθέν την έφεση της αναιρεσίβλητης και δικάσαν την ανακοπή του
αναιρεσείοντος, την απέρριψε κατ΄ επίκλησιν της ανωτέρω διατάξεως, αφού, χωρίς
να γίνει μνεία περί της εγκυρότητος ή μη της επιδόσεως του προγράμματος
πλειστηριασμού στον αναιρεσείοντα, κρίθηκε ότι η ανακοπή ασκήθηκε μετά την
πάροδο τριών μηνών από τη διενέργεια του πλειστηριασμού. Η κρίση αυτή δεν είναι
νόμιμη. Δεκτή η αναίρεση (αναιρεί την αριθμ. 606/2002 απόφαση του Τριμελούς
Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς).
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 25 Φεβρουαρίου 2008, με την εξής
σύνθεση : Θ. Χατζηπαύλου, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του ΣΤ΄ Τμήματος, Στ.
Χαραλάμπους, Δ. Αλεξανδρής, Σύμβουλοι, Β. Ραφτοπούλου, Δ. Τομαράς, Πάρεδροι.
Γραμματέας η Β. Ραφαηλάκη, Γραμματέας του ΣΤ΄ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 9 Αυγούστου 2002 αίτηση : του ........... .... του ...........,
κατοίκου Αίγινας, οδός ........... αρ. .., ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Γεώργιο
Γαλάνη (Α.Μ. 4195), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Συμβούλου Στ.
Χαραλάμπους.
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο
παράβολο (434850-4, 434794/2002 ειδικά έντυπα παραβόλου).
5. Επειδή, ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999 φ. 97) ορίζει στο άρθρο
47 ότι «με την επιφύλαξη των οριζομένων στην παρ. 3, η επίδοση επιτρέπεται
οπουδήποτε και οποτεδήποτε βρεθεί το πρόσωπο προς το οποίο αυτή μπορεί να γίνει.
Αν η επίδοση διενεργηθεί σε τόπο ή χρόνο άλλο από εκείνον που προβλέπεται για
κάθε περίπτωση, είναι άκυρη μόνο αν δεν συναινεί το πρόσωπο προς το οποίο αυτή
γίνεται . . . (παρ. 1) . . . Επίδοση σε χώρους λατρείας κατά τις ώρες των
ιεροτελεστιών, των θρησκευτικών τελετών ή των προσευχών, καθώς και σε αίθουσα
δικαστηρίου όταν συνεδριάζει, είναι άκυρη ακόμη και αν υπάρχει συναίνεση του
προσώπου προς το οποίο αυτή διενεργείται (παρ. 3)», στο άρθρο 50 παρ. 1 ότι «οι
επιδόσεις προς τους ιδιώτες διενεργούνται στην κατοικία ή στο χώρο εργασίας, κατά
106
περίπτωση, προσωπικώς στους ίδιους ή στους νόμιμους αντιπροσώπους ή στους
εκπροσώπους ή στους δικαστικούς πληρεξουσίους ή στους αντικλήτους τους . . .» και
στο άρθρο 52 παρ. 1 ότι «αν τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου
50 απουσιάζουν από το κατάστημα, το γραφείο ή το εργαστήριο όπου εργάζονται, το
έγγραφο παραδίδεται σε συνεταίρο ή συνεργάτη ή υπάλληλο που εργάζεται στον ίδιο
χώρο . . .».
7. Επειδή, το άρθρο 75 παρ. 2 του ν.δ. 356/1974 «περί Κ.Ε.Δ.Ε.» (φ. 90) ορίζει τα
εξής: «Μετά παρέλευσιν 10 ημερών από του πλειστηριασμού δεν επιτρέπεται εις τον
οφειλέτην ανακοπή ακυρώσεως των μέχρι του πλειστηριασμού πράξεων της
εκτελέσεως. Ωσαύτως μετά παρέλευσιν 10 ημερών από του πλειστηριασμού δεν
επιτρέπεται ανακοπή ακυρώσεως του πλειστηριασμού εις τον οφειλέτην και τους
ενυποθήκουςδανειστάς εάν εκοινοποιήθη εις αυτούς εγκύρως το πρόγραμμα
πλειστηριασμού ή οπωσδήποτε έλαβον γνώσιν αυτού μέχρι της ημέρας διενεργείας
του, κατ’ ουδεμίαν δε περίπτωσιν μετά παρέλευσιν 3 μηνών από ταύτης». Όπως έχει
κριθεί, η παρατεθείσα διάταξη του β΄ εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 75 του
Κ.Ε.Δ.Ε., κατά το μέρος που τάσσει στον οφειλέτη στον οποίον δεν είχε κοινοποιηθεί
έγκυρα το πρόγραμμα του πλειστηριασμού τρίμηνη προθεσμία ανακοπής, ακόμη και
στην περίπτωση που ο οφειλέτης αυτός αγνοεί τον πλειστηριασμό, είναι ανίσχυρη και
αντισυνταγματική (ΑΕΔ 2/1999, Ολομ. ΣτΕ 3581, 4107/1999). Εν όψει των ανωτέρω,
κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως, αν στον οφειλέτη δεν κοινοποιήθηκε εγκύρως
το πρόγραμμα του πλειστηριασμού ή δεν έλαβε καθ’ οιονδήποτε τρόπο γνώση αυτού
μέχρι την ημέρα της διενεργείας του, επιτρέπεται ανακοπή ακυρώσεως του
107
πλειστηριασμού μέσα σε 10 ημέρες από τότε που τον πληροφορήθηκε, έστω και αν
πέρασε η τρίμηνη προθεσμία που η εν λόγω διάταξη τάσσει ως απώτατο όριο (ΣτΕ
77, 3844/2003).
Διά ταύτα
Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 606/2002 απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου
Πειραιώς, στο οποίο παραπέμπει την υπόθεση, κατά το σκεπτικό.
108
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 3 Μαρτίου 2008
Εντέλλεται προς κάθε δικαστικό επιμελητή να εκτελέσει όταν του το ζητήσουν την
παραπάνω απόφαση, τους Εισαγγελείς να ενεργήσουν κατά την αρμοδιότητά τους και
τους Διοικητές και τα άλλα όργανα της Δημόσιας Δύναμης να βοηθήσουν όταν τους
ζητηθεί. Η εντολή πιστοποιείται με την σύνταξη και την υπογραφή του παρόντος.
Αθήνα, . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
κατά του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Iδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων - Ενιαίο Ταμείο
Ασφάλισης Μισθωτών» (Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ.) που εδρεύει στην Αθήνα, το οποίο
εκπροσωπήθηκε από τον Διευθυντή του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α. -
Ε.Τ.Α.Μ. Ρόδου και παραστάθηκε δια της πληρεξουσίου δικηγόρου του, Αρνιθενού
Ευαγγελίας.
Κατά τη συζήτηση ο διάδικος που παραστάθηκε ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του και
ζήτησε όσα αναφέρονται στα πρακτικά.
1. Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το
νόμιμο παράβολο (βλ. σχετ. τα 2592330 και 641187 ειδικά έντυπα παραβόλου σειράς
Α`), παραδεκτώς ζητείται η ακύρωση της 215/28.12.2006 της Τοπικής Διοικητικής
Επιτροπής (Τ.Δ.Ε.) του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ. Ρόδου,
με την οποία απορρίφθηκε ένσταση του προσφεύγοντος κατά της 1565/10.11.2006
απόφασης του Διευθυντή του ίδιου Υποκαταστήματος. Με την τελευταία αυτή
απόφαση χορηγήθηκε στον προσφεύγοντα πλήρη σύνταξη λόγω γήρατος από 29-08-
2006, ημερομηνία κατά την οποία κατέθεσε την σχετική αίτηση και όχι από 28-03-
2006, ημερομηνία κατά την οποία συμπλήρωσε το 65 έτος της ηλικίας του.
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Διατάσσει την επανάληψή της στη δικάσιμο της 15 Νοεμβρίου 2010, ημέρα Πέμπτη
και ώρα 10.00 π.μ. στο ακροατήριο της μεταβατικής έδρας στην Κω του Τριμελούς
Διοικητικού Πρωτοδικείου Ρόδου (αίθουσα συνεδριάσεων Πρωτοδικείου Κω).
Διατάσσει την επίδοση στους διαδίκους αντιγράφου της παρούσας απόφασης προ
τριάντα (30) ημερών από την ως άνω ορισθείσα δικάσιμο, η οποία επέχει θέση
κλήτευσής τους για τη δικάσιμο αυτή.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στη Ρόδο στις 16 Μαρτίου 2010 και δημοσιεύτηκε σε
112
δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου στις 31 Μαρτίου 2010.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
113
κατοικίας ή διαμονής του νομίμου εκπροσώπου της προσφεύγουσας. Επίσης, μη
νόμιμη είναι και η επίδοση της κλήσης στον δεύτερο προσφεύγοντα, για το λόγο ότι
στην έκθεση επίδοσης δεν βεβαιώνεται ότι δεν ανευρέθηκε στην κατοικία κάποιο
από τα πρόσωπα, στα οποία θα ήταν επιτρεπτό, κατά το αρ. 51 του ΚΔΔ, να
διενεργηθεί η εν λόγω επίδοση. Κατ’ ακολουθία, εφόσον το ζήτημα της κλήτευσης
των διαδίκων συνιστά ουσιώδη τύπο της διαδικασίας της συζήτησης της
υπόθεσης στο ακροατήριο, πρέπει αυτή, ως διαδικαστική πράξη, να κηρυχθεί
αυτεπαγγέλτως άκυρη και να διαταχθεί η επανάληψή της σε νέα δικάσιμο, κατά
την οποία καλούνται να παραστούν οι διάδικοι. Κηρύσσει άκυρη τη συζήτηση.
συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 3 Απριλίου 2013, για να δικάσει την
από 12 Οκτωβρίου 2005 (αριθ. καταχ. ΑΒΕΜ 1535/31.5.2012) προσφυγή,
της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «...........», που εδρεύει στην Αθήνα (οδός
.......... ..... ) και 2) του .................., κατοίκου Καματερού Αττικής (οδός ....................
), οι οποίοι δεν παραστάθηκαν,
κατά του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπείται από τον Προϊστάμενο της
Δ.Ο.Υ. ΦΑΒΕ Αθηνών και δεν παραστάθηκε.
114
Αθηνών με την 218/2012 απόφασή του σε Συμβούλιο, βάσει των διατάξεων του
άρθρου 6 παρ 2 περ. β΄ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ.), όπως
αντικαταστάθηκε από το άρθρο 13 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213/17.12.2010,
έναρξη ισχύος 1.1.2011.).
115
2. Η έκθεση, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στην παρ. 3 του άρθρου 44, πρέπει
να μνημονεύει :α) … β) ….. γ) …… δ) το πρόσωπο στο οποίο παραδόθηκε το
έγγραφο και την ιδιότητα με την οποία το παρέλαβε, καθώς και ε) τους λόγους που
προκάλεσαν τη Θυροκόλληση. 3… .4…….». Στο άρθρο 128 ότι : «1….. 2 (όπως η
παρ. αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 28 παρ.1 του ν.3900/2010 «Η γραμματεία
φροντίζει, επίσης, ώστε να επιδοθούν κλήσεις προς τους διαδίκους για να
παρασταθούν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο. Η κλήση αυτή
επιδίδεται εξήντα τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δικάσιμο.». Στο άρθρο 135 ότι:
«1. Κατά την προεκφώνηση εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, αν έχουν κλητευθεί νόμιμα
οι διάδικοι που δεν παρίστανται ….2. Η συζήτηση αναβάλλεται υποχρεωτικώς: α) αν
κάποιος από τους διαδίκους που δεν παρίστανται δεν έχει κλητευθεί νόμιμα ή β).....
4.Σε κάθε περίπτωση αναβολής της συζήτησης, το Δικαστήριο ορίζει νέα δικάσιμο,
με σημείωση στο πινάκιο. Για τη νέα αυτή δικάσιμο κλητεύονται μόνο όσοι από τους
διαδίκους απουσίαζαν κατά τη συνεδρίαση και δεν είχαν κλητευθεί νόμιμα». Στο
άρθρο 62 ότι: «1. Το δικαστήριο απαγγέλλει την ακυρότητα των διαδικαστικών
πράξεων, οι οποίες διενεργήθηκαν από το ίδιο ή από διάδικο, κατά παράβαση των
διατάξεων που τις ρυθμίζουν. 2. Η κατά την προηγούμενη παράγραφο ακυρότητα
απαγγέλλεται από το δικαστήριο, α) αυτεπαγγέλτως, αν τούτο προβλέπεται ρητώς
από το νόμο ή αν η διαδικαστική πράξη προέρχεται από αναρμόδιο όργανο ή αν
αυτή έγινε κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας…..».
3. Επειδή, κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης του άρθρου 54 παρ. 2 του
Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ο τόπος διαμονής κάποιου προσώπου (ή η
διεύθυνση της έδρας νομικού προσώπου) θεωρείται άγνωστος, όταν δεν είναι
κοινώς γνωστή η μόνιμη κατοικία ή η προσωρινή διαμονή και, γενικότερα, όταν
δεν καθίσταται δυνατόν να ανευρεθεί, αν και έχει καταβληθεί κάθε δυνατή
προσπάθεια, το οίκημα που διαμένει ή το κατάστημα ή το γραφείο, στο οποίο το
πρόσωπο αυτό ασκεί το επάγγελμά του. Συνεπώς, για το κύρος της επίδοσης σε
πρόσωπο άγνωστης διαμονής (ή σε νομικό πρόσωπο, του οποίου είναι άγνωστη
η διεύθυνση της έδρας του) απαιτείται να βεβαιώνεται στην οικεία έκθεσης
επίδοσης ή σε ιδιαίτερη, επισυναπτομένη στην πιο πάνω έκθεση, βεβαίωση του
επιδίδοντος οργάνου ότι καταβλήθηκε κάθε δυνατή προσπάθεια για την
ανεύρεσή του κι αυτή απέβη άκαρπη, διαφορετικά η επίδοση είναι άκυρη και
116
δεν παράγει κανένα έννομο αποτέλεσμα (βλ. ΣτΕ 718/2011, πρβλ. ΣτΕ 101/2012).
Εξάλλου, από τις πιο πάνω διατάξεις των άρθρων 50, 51, 55 παρ.1 και 56 του
ίδιου Κώδικα συνάγεται ότι σε περίπτωση θυροκόλλησης του προς επίδοση
εγγράφου, λόγω μη ανεύρεσης στην κατοικία κάποιου από τα πρόσωπα προς τα
οποία θα μπορούσε να γίνει η επίδοση του εγγράφου αυτού πρέπει στην οικεία
έκθεσης επίδοσης για την θυροκόλληση να βεβαιώνεται όχι μόνο η απουσία του
προσώπου προς το οποίο απευθύνεται η επίδοση αλλά και των τυχόν
συνοικούντων με αυτό συγγενών, υπηρετών και λοιπών συνοίκων (βλ. Στε
1513/2011, 3323/2006, πρβλ. ΣτΕ 3597/2000, 402/1996,4435/1995 κ.α).
4. Επειδή, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, η οποία έλαβε χώρα
στις 3.4.2013, δεν παραστάθηκαν οι προσφεύγοντες. Στην από 9.1.2013 έκθεση
επίδοσης του γραμματέα ΔΕΑ ............... της κλήσης στην προσφεύγουσα εταιρία,
προς εμφάνιση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά την πιο πάνω δικάσιμο,
αναφέρεται ότι ο τελευταίος πήγε στο γραφείο του νομίμου εκπροσώπου της
προσφεύγουσας στην οδό ................., όπου δεν βρήκε τον ίδιο και επέδωσε στον
αρμόδιο υπάλληλο του Δήμου Αθηναίων........... ως αγνώστου διαμονής. Στην
παραπάνω έκθεση επισυνάπτεται «βεβαίωση αγνώστου διαμονής» υπογραφομένη
από το πιο πάνω όργανο επίδοσης, στην οποία αυτό βεβαιώνει ότι, προκειμένου να
επιδώσει την κλήση του 5ου Τμήματος στο νόμιμο εκπρόσωπο της προσφεύγουσας,
πήγε στην οδό ..............., όπου δεν βρήκε «τον ίδιο προσωπικά, κανένα σύνοικο
συγγενή του ή άλλο σύνοικο υπηρετούντα αυτόν αλλά ούτε και κάποιον που να
γνωρίζει τη νέα του διεύθυνση». Εξάλλου, στην από 10.1.2013 έκθεση επίδοσης του
Αρχ/κα του Α.Τ. Καματερού ........................ όμοιας κλήσης στον δεύτερο
προσφεύγοντα αναφέρεται ότι ο τελευταίος πήγε στην κατοικία του , όπου δεν βρήκε
τον ίδιο και προέβη σε θυροκόλληση παρουσία του μάρτυρος .................. Με τα
δεδομένα αυτά, μη νομίμως διενεργήθηκε η επίδοση της απευθυνόμενης στην
προσφεύγουσα εταιρία κλήσης στο Δήμαρχο Αθηναίων ως «αγνώστου διαμονής»,
αφού μόνο το γεγονός ότι δεν ανευρέθηκε το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται
στην κατοικία ή στο χώρο εργασίας του δεν αρκεί για το χαρακτηρισμό του ως
αγνώστου διαμονής, εν προκειμένω δε δεν βεβαιώνεται, επιπλέον, ότι καταβλήθηκε
κάθε δυνατή προσπάθεια προς ανεύρεση του τόπου κατοικίας ή διαμονής του
νομίμου εκπροσώπου της προσφεύγουσας. Επίσης, μη νόμιμη είναι και η επίδοση
117
της κλήσης στον δεύτερο προσφεύγοντα, για το λόγο ότι στην πιο πάνω από
10.1.2013 έκθεση επίδοσης δεν βεβαιώνεται ότι δεν ανευρέθηκε στην κατοικία
κάποιο από τα πρόσωπα, στα οποία θα ήταν επιτρεπτό, κατά το άρθρο 51 του ΚΔΔ,
να διενεργηθεί η εν λόγω επίδοση.
5. Επειδή, κατ’ ακολουθία, εφόσον το ζήτημα της κλήτευσης των διαδίκων συνιστά
ουσιώδη τύπο της διαδικασίας της συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο, πρέπει
αυτή, ως διαδικαστική πράξη, να κηρυχθεί αυτεπαγγέλτως άκυρη και να διαταχθεί η
επανάληψή της σε νέα δικάσιμο, κατά την οποία καλούνται να παραστούν οι
διάδικοι. Εξάλλου, πρέπει να οριστεί ότι η επίδοση αντιγράφου της παρούσας
απόφασης στους διαδίκους επέχει θέση κλήτευσής τους για τη δικάσιμο αυτή (άρθρο
195 παρ. 1 Κ.Δ.Δ.).
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Ορίζει νέα δικάσιμο την 6.11.2013 ημέρα Τετάρτη και ώρα 09.30 π.μ. τόπο δε
συνεδρίασης την αίθουσα του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Διατάζει την εγγραφή, κατά τη δικάσιμο αυτή, της υπόθεσης στο πινάκιο και τη
νομότυπη και εμπρόθεσμη επίδοση αντιγράφου της παρούσας στους διαδίκους, η
οποία επέχει θέση κλήτευσης αυτών για να παρασταθούν κατά την πιο πάνω
δικάσιμο.
118
(Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Έφεση. Η προθεσμία για την άσκησή της αρχίζει από
την επίδοση της πρωτόδικης απόφασης. Πότε είναι έγκυρη η επίδοση με
θυροκόλληση. Ορθά απορρίφθηκε η ένδικη έφεση ως απαράδεκτη. Το αρμόδιο
όργανο δεν όφειλε να επαναλάβει την επίδοση προς τον πληρεξούσιο δικηγόρο του
εκκαλούντα, ούτε να τον αναζητήσει στο χώρο της εργασίας του. Απορρίπτεται η
αναίρεση (επικυρώνει την υπ΄ αριθ. 4098/2003 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου
Αθηνών).
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 15 Οκτωβρίου 2012, με την εξής
σύνθεση: Θ. Παπαευαγγέλου, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε
αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Μ. Παπαδοπούλου, Β.
Ραφτοπούλου, Σύμβουλοι, Κ. Μαρίνου, Ε. Μελισσαρίδης, Πάρεδροι. Γραμματέας ο
Δ. Λαγός.
Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων δήλωσαν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του
άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσουν.
119
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του
δικαστηρίου κ α ι
ΑφούμελέτησετασχετικάέγγραφαΣκέφθηκεκατάτοΝόμο
1. Επειδή με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας έχει καταβληθεί το
νόμιμο παράβολο (υπ’ αριθμ. 898167/2004 ειδικό έντυπο παραβόλου), ζητείται η
αναίρεση της 4098/2003 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών με την οποία
απορρίφθηκε, ως εκπροθέσμως ασκηθείσα έφεση του αναιρεσείοντος, μονίμου
υπαλλήλου κλάδου ΔΕ Νοσοκόμων, του αναιρεσιβλήτου νοσοκομείου, κατά της
6188/2000 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την τελευταία
αυτή απόφαση απορρίφθηκε αγωγή του αναιρεσείοντος, με την οποία ζητούσε να του
καταβάλει το νοσοκομείο, το αναφερόμενο σ’ αυτή ποσό, ως αποζημίωση κατ’ άρθρα
105-106 του ΕισΝΑΚ, για τη ζημία που υπέστη από την παράνομη παράλειψη των
οργάνων του να υπολογίσουν για την εξέλιξή του στα μ.κ. την προϋπηρεσία που είχε
πραγματοποιήσει σε ν.π.ι.δ.
3. Επειδή, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, σε περίπτωση αναζήτησης του
προς όν η επίδοση προσώπου στην κατοικία ή στο χώρο της εργασίας του και μη
121
ανεύρεσης του ιδίου ή οποιουδήποτε από τα λοιπά οριζόμενα στα άρθρα 51 παρ.
1 και 52 παρ. 1 του ΚΔΔ πρόσωπα, εφαρμόζονται οι περί θυροκόλλησης
διατάξεις του άρθρου 55 του ιδίου κώδικα, χωρίς να απαιτείται, επί πλέον, ως
προϋπόθεση του κύρους της, με βάση τις εν λόγω διατάξεις, γενόμενης επίδοσης,
να έχει προηγουμένως αναζητηθεί ο αντίκλητος ή κάποιο από τα λοιπά οριζόμενα
στα άρθρα 52 παρ. 1 και 51 παρ. 1 του ως άνω κώδικα πρόσωπα στο χώρο της
εργασίας τους, ή στην κατοικία τους, αντίστοιχα, δοθέντος ότι με τις διατάξεις
αυτές καθιερώνεται το ισοδύναμο της επίδοσης εγγράφου είτε στην κατοικία,
είτε στον χώρο εργασίας του προσώπου στο οποίο απευθύνεται (βλ. ΣτΕΟλομ.
1794/2011).
Διά ταύτα
συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 3 Ιουνίου 2013, για να δικάσει την από
20 Δεκεμβρίου 2006 (αριθ. καταχ. ΑΒΕΜ 783/20.3.2012) προσφυγή,
125
κατά του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται από τον Προϊστάμενο του
Τελωνείου Λαυρίου και δεν παραστάθηκε.
1. Επειδή, με την κρινόμενη κοινή προσφυγή, για την οποία καταβλήθηκε παράβολο
εννέα (9) ευρώ (βλ. τα 1040486-7/2006 και 2420675-6/2006 σειράς Α΄ ειδικά έντυπα
παραβόλου), ζητείται να ακυρωθεί η 39/05/16-10-2006 καταλογιστική πράξη της
Προϊσταμένης του Τελωνείου Λαυρίου, με την οποία καταλογίστηκε σε βάρος των
προσφευγόντων πολλαπλό τέλος ποσού 11.357.570,25 ευρώ στον καθένα λόγω
λαθρεμπορίας, πλέον Τελών Χαρτοσήμου και ΟΓΑ 2,4%, καθώς και ειδικό πρόσθετο
τέλος φορολογίας καπνού ποσού 324.492,80 ευρώ. Η προσφυγή αυτή παραπέμφθηκε
στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών με την 1373/2011 απόφαση του Τριμελούς
Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών σε Συμβούλιο (κατ’ άρθρο 126 Α του Κ.Δ.Δ.).
2. Επειδή, η συζήτηση της υπόθεσης έγινε νόμιμα, αν και δεν παραστάθηκαν στο
ακροατήριο οι διάδικοι, οι οποίοι κλητεύτηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα (βλ. τις
από 1.4.2013 και 26.11.2012 εκθέσεις επίδοσης των ειδικών φρουρών
(αστυφυλάκων) ....................., αντιστοίχως).
4. Επειδή, κατά την έννοια του άρθρου 30 παρ. 3 του Κ.Δ.Δ., η πληρεξουσιότητα
παρέχεται και με συνυπογραφή του δικογράφου του ένδικου βοηθήματος ή μέσου
από τον ίδιο το διάδικο. Κατά τη συζήτηση όμως της υπόθεσης στο ακροατήριο ο
δικηγόρος που υπογράφει το δικόγραφο πρέπει να παραστεί, οπότε διαπιστώνεται και
το δικαίωμά του να ασκεί το δικηγορικό λειτούργημα σύμφωνα με τα άρθρα 27 και
30 του ν.δ. 3026/1954 «περί του Κώδικος των Δικηγόρων» (φ. A΄ 235). Αν ο
δικηγόρος αυτός δεν παραστεί, για τη νομιμοποίηση της άσκησης του ένδικου
βοηθήματος ή μέσου απαιτείται είτε να προσκομιστεί συμβολαιογραφική πράξη ή
ιδιωτικό έγγραφο παροχής πληρεξουσιότητας στον ίδιο δικηγόρο, είτε να εμφανιστεί
στο ακροατήριο αυτοπροσώπως ο διάδικος για να τον νομιμοποιήσει με προφορική
δήλωσή του, είτε να παραστεί ο διάδικος με άλλο δικηγόρο, νομιμοποιούμενο με
συμβολαιογραφική πράξη ή ιδιωτικό έγγραφο παροχής πληρεξουσιότητας ή με
προφορική δήλωση του διαδίκου στο ακροατήριο (ΣτΕΟλομ. 1346/2008).
6. Επειδή, κατ’ ακολουθία, η κρινόμενη προσφυγή ασκήθηκε κατά παράβαση των πιο
πάνω διατάξεων και για το λόγο αυτόν, που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το
Δικαστήριο, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, το δε παράβολο που καταβλήθηκε
να καταπέσει υπέρ του Δημοσίου. Περαιτέρω, εφόσον δεν υπάρχει σχετικό αίτημα
δεν καταλογίζονται δικαστικά έξοδα σε βάρος των προσφευγόντων (άρθρο 275 παρ.
1 εδάφ. α’ και 7 εδάφ. α’ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας).
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
ΤΜΗΜΑ Δ΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 18 Μαΐου 2010 με την εξής σύνθεση:
Σωτ. Ρίζος, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του
Τμήματος, που είχε κώλυμα, Ειρ. Σαρπ, Ε. Αντωνόπουλος, Σύμβουλοι, Α.-Μ.
Παπαδημητρίου, Μ. Αθανασοπούλου, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Ν. Αθανασίου.
128
Για να δικάσει την από 30 Αυγούστου 2007 αίτηση:
του .. .. .. , κατοίκου Θεσσαλονίκης (οδός .. ... αρ. ..), ο οποίος δεν παρέστη,
κατά του Υπουργού Δημόσιας Τάξης, ο οποίος παρέστη με τον Περικλή Αγγέλου,
Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Παρέδρου Α.-
Μ. Παπαδημητρίου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την
απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως.
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίσιν αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο
παράβολο (2672108, 3681692/07 ειδικά έντυπα παραβόλου). 2. Επειδή, με την υπό
κρίσιν αίτηση ζητείται η ακύρωση της υπ` αρ. 95/51909/10.11.2006 αποφάσεως του
Υπουργού Δημόσιας Τάξης, με την οποία απορρίφθηκε προσφυγή του αιτούντος,
κατά δήλωσή του υπηκόου Νιγηρίας, κατά της υπ` αρ. 95/51909/17.1.2006
αποφάσεως του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης. Με την πράξη
αυτή είχε απορριφθεί αίτημα του αιτούντος να του χορηγηθεί πολιτικό άσυλο.
Ζητείται επίσης η ακύρωση της υπ` αρ. 324919/3-β/20.5.2007 αποφάσεως της
Διευθύνσεως Αλλοδαπών Θεσσαλονίκης περί απελάσεως του αιτούντος και εγγραφής
129
αυτού στον Εθνικό Κατάλογο Ανεπιθυμήτων Αλλοδαπών μέχρι 20.5.2014.
3. Επειδή, με την παρ. 1 του άρθρου 15 του ν. 3068/2002 (Α΄ 274) υπήχθησαν στην
αρμοδιότητα των τριμελών διοικητικών πρωτοδικείων οι ακυρωτικές διαφορές,
οι οποίες γεννώνται από την προσβολή ατομικών διοικητικών πράξεων που
εκδίδονται κατ` εφαρμογήν της νομοθεσίας περί αλλοδαπών και αφορούν,
μεταξύ άλλων, σε διοικητική απέλαση ή εγγραφή στον κατάλογο ανεπιθυμήτων
αλλοδαπών (περ. στ΄ και ζ΄). Αντιθέτως, σύμφωνα με την παρ. 3 παρ. β΄ του ίδιου
άρθρου, εξακολουθούν να εκδικάζονται, σε πρώτο βαθμό, από το Συμβούλιο της
Επικρατείας οι ακυρωτικές διαφορές που γεννώνται από την προσβολή
ατομικών διοικητικών πράξεων εκδιδομένων στο πλαίσιο της διαδικασίας
εξετάσεως αιτήματος για την αναγνώριση αλλοδαπού ως πρόσφυγος, υπό την
έννοια της Διεθνούς Συμβάσεως της Γενεύης την 28.7.1951, περί του νομικού
καθεστώτος των προσφύγων (ν.δ. 3989/1959, Α΄ 201) και του Πρωτοκόλλου της
Νέας Υόρκης (α.ν. 389/1968, Α΄ 125).
4. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του Συμβουλίου της
Επικρατείας η υπό κρίσιν αίτηση κατά το μέρος που στρέφεται κατά της υπ` αρ.
95/51909/10.11.2006 αποφάσεως του Υπουργού Δημόσιας Τάξης περί απορρίψεως
του αιτήματος χορηγήσεως ασύλου στον αιτούντα. Κατά το μέρος αυτό, η αίτηση
είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, σύμφωνα με το άρθρο 27 του κωδ. π.δ/τος 18/1989
(Α΄ 8), όπως το τελευταίο τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με το άρθρο 4 παρ. 2
του ν. 2479/1997 (Α΄ 67), διότι, ενώ το δικόγραφο υπογράφεται από δικηγόρο, ο
αιτών δεν παρέστη, κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, με πληρεξούσιο δικηγόρο,
ούτε εμφανίσθηκε για να δηλώσει ότι εγκρίνει την άσκηση του ενδίκου μέσου, ούτε
και προσκομίσθηκε συμβολαιογραφικό έγγραφο παροχής πληρεξουσιότητας στον
δικηγόρο που υπογράφει το δικόγραφο. 5. Επειδή, κατά το μέρος που ζητείται η
ακύρωση της υπ` αρ. 324919/3- β/20.5.2007 αποφάσεως της Διευθύνσεως
Αλλοδαπών Θεσσαλονίκης περί απελάσεως του αιτούντος και εγγραφής αυτού στον
Εθνικό Κατάλογο Ανεπιθυμήτων Αλλοδαπών, η αίτηση υπάγεται, κατά τα
προεκτεθέντα, στην ακυρωτική αρμοδιότητα του Διοικητικού Πρωτοδικείου
Θεσσαλονίκης, στο οποίο και πρέπει να παραπεμφθεί προς εκδίκαση, κατά τα
οριζόμενα στο άρθρο 34 παρ. 1 του ν. 1968/1991, Α΄ 150 (ΣΕ 3156, 3350/2008, 3898,
3915/2009, 775/2010 κ.ά.).
130
Διά ταύτα
Παραπέμπει την αίτηση, κατά το μέρος που στρέφεται κατά της 324919/3-
β/20.5.2007 πράξεως της Διευθύνσεως Αλλοδαπών Θεσσαλονίκης, στο Διοικητικό
Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης.
Καθεστώς αλλοδαπών
"2. Αρμόδιο κατά τόπον για την εκδίκαση των διαφορών της προηγούμενης
παραγράφου είναι το διοικητικό πρωτοδικείο στην περιφέρεια του οποίου εδρεύει η
διοικητική αρχή που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη. Κατ` εξαίρεση, αν
πρόκειται για διαφορές που αφορούν είτε απόρριψη αιτήματος χορήγησης ή
ανανέωσης ή ανάκλησης ισχύοντος τίτλου διαμονής και εργασίας, είτε απόφαση
επιστροφής που ενσωματώνεται σε πράξη απόρριψης του αιτήματος χορήγησης ή
ανανέωσης τίτλου διαμονής, καθώς και σε απόφαση ανάκλησης ισχύοντος τίτλου
διαμονής, αρμόδιο είναι το διοικητικό πρωτοδικείο στην περιφέρεια του οποίου
εδρεύει η αρμόδια υπηρεσία της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης, στην οποία
τηρείται ο διοικητικός φάκελος του αλλοδαπού, δηλαδή το ανά Νομό Τμήμα
Αλλοδαπών και Μετανάστευσης. Κατά τα λοιπά, για την εκδίκαση των διαφορών της
προηγούμενης παραγράφου, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 2 έως
και 4 του ν. 702/1977 (Α` 268). Οι αποφάσεις των διοικητικών πρωτοδικείων επί των
131
εν λόγω διαφορών υπόκεινται σε έφεση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας,
εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των διατάξεων του άρθρου 5 του ν. 702/1977."
***Η παρ.2 αντικαθίσταται από 2 Απριλίου 2012 με τα άρθρα 67 και 113 του Ν.
4055/2012
α) την αναγνώριση αλλοδαπού ως πρόσφυγα, υπό την έννοια της Συμβάσεως της
Γενεύης, που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του ν.δ. 3989/1959 (ΦΕΚ 201 Α`) και του
συναφούς πρωτοκόλλου της Νέας Υόρκης του 1967, που κυρώθηκε με το άρθρο
μόνο του α.ν. 389/1968 (ΦΕΚ 125 Α`),
132
Διοικητικού Πρωτοδικείου όπου και παραπέμπεται για να δικαστεί ως προσφυγή
ουσίας. Η παράλειψη του Δήμου να απαντήσει εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας
σε αίτημα για πρόσβαση στα αρχεία του Δήμου, καθώς και η απόρριψη σχετικών
προσφυγών, προσβάλλονται με αίτηση ακύρωσης ενώπιον του ΣτΕ. Έλεγχος από το
Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας και την Ειδική Επιτροπή εν συνεχεία, των
αποφάσεων των οργάνων των Δήμων από άποψη νομιμότητας. Η εμπρόθεσμη
άσκηση των προσφυγών, που δεν έχουν ενδικοφανή χαρακτήρα, διακόπτουν την
προθεσμία ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως. Η προσφυγή ενώπιον του ΓΓΠ
ασκήθηκε εκπροθέσμως και δεν διεκόπη η προθεσμία ασκήσεως της αιτήσεως
ακυρώσεως, που ασκήθηκε εκπρόθεσμα.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 8 Μαρτίου 2011, με την εξής σύνθεση:
Σωτ. Ρίζος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Δ Τμήματος, Ηρ. Τσακόπουλος, Δ.
Κυριλλόπουλος, Σύμβουλοι, Χρ. Μπολόφη, Ι. Παπαγιάννης, Πάρεδροι. Γραμματέας
η Αικ. Ρίπη.
των: 1) ................. - ................ ................ και 2) ........... ................, κατοίκων ... .........
Αττικής (.............. ..), οι οποίοι δεν παρέστησαν, αλλά εμφανίστηκαν στο ακροατήριο
και δήλωσαν ότι εγκρίνουν την άσκηση του ενδίκου μέσου,
κατά των: 1) Δήμου ....... ........... Αττικής, ο οποίος δεν παρέστη και 2) Υπουργού
Εσωτερικών, ο οποίος παρέστη με τον Σταύρο Σπυρόπουλο, Πάρεδρο του Νομικού
Συμβουλίου του Κράτους.
Ο αντιπρόσωπος του Υπουργού δήλωσε, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του
άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσει.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Χρ.
Μπολόφη.
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
7. Επειδή, όπως αναλυτικώς εξετέθη ανωτέρω, με την από 13.11.2006 αίτησή του
προς το Δήμο .... ........... ο αιτών, έχων προς τούτο έννομο συμφέρον, ζήτησε
πρόσβαση στα αρχεία του Δήμου σχετικά με τις χρήσεις γης που επιτρέπονται στην
περιοχή όπου λειτουργεί το επίδικο κατάστημα καθώς και τους όρους λειτουργίας
αυτού. Το αίτημα αυτό τεκμαίρεται ότι απορρίφθηκε σιωπηρώς μετά πάροδο είκοσι
ημερών, στις 3.12.2006, ημερομηνία κατά την οποία στοιχειοθετήθηκε η, κατά τα
προεκτεθέντα, παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας του Δήμου να απαντήσει
επί του αιτήματος του αιτούντος. Από την επομένη δε (4.12.2006) άρχισε η
138
δεκαήμερη προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής νομιμότητας ενώπιον του
Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής κατά της ανωτέρω παραλείψεως. Η
προθεσμία αυτή έληξε στις 13.12.2006. Με τα δεδομένα όμως αυτά, η από 12.2.2007
προσφυγή ενώπιον του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας ασκήθηκε εκπροθέσμως και,
ως εκ τούτου, ούτε αυτή αλλά ούτε και η από 24.5.2007 προσφυγή κατά της
τεκμαιρόμενης σιωπηρής απορρίψεως αυτής ενώπιον της Ειδικής Επιτροπής
διέκοψαν, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 46 του π.δ/τος
18/1989, την προθεσμία ασκήσεως της αιτήσεως ακυρώσεως. Συνεπώς, η κρινόμενη
αίτηση, κατατεθείσα στο Συμβούλιο της Επικρατείας στις 19.11.2007, ασκείται
εκπροθέσμως ως προς τη συντελεσθείσα, στις 3.12.2006, σιωπηρή απόρριψη του από
13.11.2006 αιτήματος του αιτούντος για πρόσβαση στα αρχεία και έγγραφα του
Δήμου καθώς και ως προς τη σιωπηρή απόρριψη της από 12.2.2007 προσφυγής κατ’
αυτής ενώπιον του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας. Ενόψει δε τούτων, η
προσβαλλόμενη 5/8.6.2007 απόφαση της Ειδικής Επιτροπής του άρθρου 152 Κ.Δ.Κ.,
με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του αιτούντος κατά της σιωπηρής
απορρίψεως από το Γενικό Γραμματέα Περιφέρειας της ενώπιόν του ασκηθείσης
προσφυγής, παρίσταται νόμιμη ανεξαρτήτως των ειδικότερων αιτιολογιών που
διαλαμβάνονται σε αυτήν. Κατόπιν τούτων, η υπό κρίση αίτηση είναι απορριπτέα ως
απαράδεκτη στο σύνολό της.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 14 Μαρτίου 2011. Ο Πρόεδρος του Δ` Τμήματος
Η Γραμματέας Σωτ. Αλ. Ρίζος Αικ. Ρίπη
140
9. Δίκαιο Προστασίας Καταναλωτή
Οδηγία
Σύμφωνα με το Άρθρο 4 του νόμου προιόν είναι ελλατωματικό όταν δεν υπάρχει
ασφάλεια, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων υπό τις οποίες το
προιόν κατέχεται, χρησιμοποιείται ή καταναλώνεται και περιλαμβάνει τον τρόπο με
τον οποίο και τους σκοπούς για τους οποίους το προϊόν τέθηκε σε κυκλοφορία, την
παροχή οποιονδήποτε οδηγιών ή προειδοποιήσεων ή την παροχή οποιονδήποτε
δηλώσεων αναφορικά με την κατοχή, τη χρήση ή την κατανάλωση του προϊόντος, τη
χρήση επί του προϊόντος ή σε σχέση με αυτό οποιουδήποτε σήματος που αναφέρεται
στην ασφάλεια του ή που μπορεί εύλογα να εκληφθεί ότι αναφέρεται στην ασφάλεια
του, και το χρόνο κατά τον οποίο το προϊόν τέθηκε σε κυκλοφορία.
Το εδάφιο (2) του Άρθρου 4 ρητά προνοεί ότι προιόν δεν είναι ελαττωματικό από το
γεγονός και μόνο ότι άλλο ασφαλέστερο προιόν τέθηκε σε κυκλοφορία
μεταγενέστερα.
Το Άρθρο 6 του νόμου προνοεί ότι χωρίς επηρεασμό της ευθύνης του παραγωγού,
ευθύνεται ως να ήταν ο παραγωγός του προϊόντος και κάθε πρόσωπο το οποίο
εισήγαγε, κατά τη διεξαγωγή των εργασιών του προιόν εντός της Δημοκρατίας με
σκοπό να το προμηθεύσει σε άλλον.
Το Άρθρο 7 προνοεί ότι η ευθύνη οποιουδήποτε προσώπου, δυνάμει του νόμου, για
ζημιά που υπέστη άλλος μπορεί να μειωθεί ή να εκμηδενιστεί στις περιπτώσεις όπου,
ενόψει όλων των περιστάσεων, η ζημιά προκαλείται τόσο από ελαττωματικό
προιόν όσο και από υπαιτιότητα του ζημιωθέντος ή οποιουδήποτε προσώπου που
ενεργεί υπό την ευθύνη του ζημιωθέντος.
141
επιθεώρησης του προϊόντος και αν αυτό είναι επικίνδυνο για κάποιο λόγο που ίδιος
θα έπρεπε να γνωρίζει, τότε η παράλειψη του να προειδοποιήσει για τον κίνδυνο,
ισοδυναμεί με αμέλεια
142
IBAN 978 – 618 – 83828 – 0 - 0
143