Professional Documents
Culture Documents
ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΚΑΙ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ
ΤΟΜΕΑΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
Διπλωµατική Εργασία
Θεοδωρίδου Λιούµπα
Α.Μ.: 610
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2014
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
Περιεχόμενα
Σύνοψη ............................................................................................................. 4
Εισαγωγή .......................................................................................................... 6
Αλκµαίων ..................................................................................................... 12
Παρµενίδης .................................................................................................. 13
Εµπεδοκλής................................................................................................. 15
Δηµόκριτος .................................................................................................. 17
Πλάτωνας .................................................................................................... 22
Αριστοτέλης ................................................................................................. 26
Στερεότυπο .................................................................................................. 50
Σύνθεση ....................................................................................................... 58
Χρώµα ......................................................................................................... 75
Επίλογος ......................................................................................................... 88
Βιβλιογραφία ................................................................................................... 90
Βιβλία .......................................................................................................... 90
2
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
Δηµοσιεύσεις ............................................................................................... 93
3
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
Σύνοψη
4
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
5
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
Εισαγωγή
1
Η συνισταµένη των πλευρών του «εγώ» υποδεικνύεται στη θεωρία του Σίγκµουντ Φρόυντ πάνω
στα τρία ψυχικά τµήµατα του «εκείνο, εγώ και υπερεγώ». Σύµφωνα µε αυτό το δοµικό µοντέλο το
«εκείνο» αντιπροσωπεύει τα κίνητρα, τα ένστικτα και τις βιολογικές ανάγκες του ατόµου και κατά
συνέπεια είναι έµφυτο, το «εγώ» αποτελεί το λογικό µέρος που αν και δεν είναι έµφυτο,
αναπτύσσεται και καλλιεργείται µε την επίδραση της συσσωρευµένης εµπειρίας και τέλος το
«υπερεγώ» αντιπροσωπεύει όλες τις θετικές ηθικές και κοινωνικές αξίες του ατόµου, αποτελώντας
κατά κάποιο τρόπο την ηθική συνείδηση
6
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
Κάθε τέτοιο υπόβαθρο, κάθε τέτοια αρχική γενική εικόνα, µέσω της συνεχούς
επανάληψης στην καθηµερινή µας ζωή, αυτοµατοποιείται, εδράζεται και
διαµορφώνεται δια µέσω απλοποιηµένων σχηµάτων που λειτουργούν σαν
στερεότυπα. Οι απλοποιηµένες, τυποποιηµένες αυτές µορφές, αποτελούν
παραστάσεις για τα φαινόµενα της πραγµατικότητας, οι οποίες χρησιµεύουν
ως σηµεία προσανατολισµού.
Τα στερεότυπα αποτελούν την έκφραση της ανθρώπινης νοητικής αλήθειας,
όπως αυτή γίνεται αντιληπτή από τις αισθήσεις µας. Είναι η αναζήτησή µας
στη στερεότητα της πραγµατικότητας, χωρίς να χρονοτριβούµε σε άστοχες
περιπλανήσεις και πολύβουες λεπτοµέρειες κατά γνωστική µας αυτή
διαδικασία.
Κατά τη διαδικασία αυτή, το οπτικό µας σύστηµα αποσπά από την εικόνα τα
διακριτικά στοιχεία που καταδεικνύουν τη φύση των αντικειµένων. Από εκείνη
τη στιγµή και µετά, µέσα από πολύπλοκες διαδικασίες, τα στοιχεία αυτά
κατατάσσονται σε γενικότερα πλαίσια κατάταξης, τα λεγόµενα στερεότυπα, και
χρησιµεύουν στην αναγνώριση και στην αναπαραγωγή των αντικειµένων που
µας περιβάλλοντός µας.
Για έναν καλλιτέχνη η διαδικασία αυτή περιλαµβάνει και την παράλληλη
περιδιάβασή του σε µονοπάτια που διασταυρώνονται και που εµπλουτίζουν τη
διαδροµή του αυτή µε στοιχεία καινούρια και καινοτόµα, τα οποία
εµφιλοχωρούν στο καλλιτεχνικό του λεξιλόγιο, διαπλάσσοντας µια
ολοκληρωµένη δηµιουργική οντότητα που επηρεάζεται και επηρεάζει µε τη
σειρά της την περιρρέουσά του ατµόσφαιρα.
7
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
2
Σύµφωνα µε τον Ι. Καντ κάθε αντίληψη πυροδοτεί ένα συναίσθηµα που βρίσκει την
αναπαράστασή του σε µια κρίση του υποκειµένου, το οποίο επεξεργάζεται εγκεφαλικά στον
εξωτερικό ερεθισµό. Και αυτό µπορεί να συµβεί µε δυο τρόπους. Είτε το υποκείµενο να συνδέσει
τα αισθητικά ερεθίσµατα µε τα διαµορφωµένα στερεότυπα τους στο νου, είτε το αντικείµενο θα
προκαλέσει µια αισθητική κρίση, κατά την οποία το υποκείµενο απαλλαγµένο από τον
καταναγκασµό της σχηµατοποίησης θα κρίνει το αντικείµενο καθαρά υποκειµενικά, επινοώντας
κανόνες που προσιδιάζουν στην επιµέρους περίπτωση.
8
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
3
Ε. Η. Gombrich, Τέχνη και Ψευδαίσθηση, Αθήνα: Εκδόσεις Νεφέλη, 1995, σελ. 95
4
Η φιλοσοφία της νόησης καθώς και η έννοια της νοητικής αναπαράστασης έχουν επηρεαστεί
κατά µεγάλο βαθµό στη σκέψη του K. J. Craik, του Άγγλου ψυχολόγου που πίστευε ότι οι
ψυχολογικές και οπτικές ερµηνείες πρέπει να αναφέρονται σε εσωτερικά εγκεφαλικά µοντέλα, τα
οποία θεωρούσε ως αναπαραστατικούς µηχανισµούς, ικανούς να γεννούν σκέψη και
συµπεριφορά διαφόρων τύπων.
Craik K.J.W., “The Nature of Explanation”, Cambridge University Press, Cambridge, 1943.
5
Ο Gombrich παραθέτοντας ένα απόσπασµα από τη « Ζωή του Απολλώνιου του Τυανέα» από το
Φιλόστρατο, αγγίζει τη λειτουργία της γνωστικής διαδικασίας του εγκεφάλου µας, σύµφωνα µε την
οποία κάθε καινούρια οπτική εµπειρία αναγνωρίζεται πάντα σύµφωνα µε τα πλαίσια κατάταξης
που έχουµε στο µυαλό µας.
Ε. Η. Gombrich, Τέχνη και Ψευδαίσθηση, Αθήνα, εκδ. Νεφέλη, 1995, σελ. 217-218.
9
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
και λειτουργίας του νου, πήραν τη σκυτάλη από τις φιλοσοφικές προσεγγίσεις
πάνω στο θέµα και την απόθεσαν στην αγκαλιά του πειραµατισµού και της
έρευνας. Και στην πλειοψηφία τους συνέκλιναν πάνω σε ένα κυρίαρχη ιδέα. O
εγκέφαλος πάντα όταν βρίσκεται µπροστά σε κάποιας µορφής πρόβληµα θα
αντιδράσει όπως µπορεί.
Η αντίδραση αυτή καθορίζεται τόσο από ενστικτώδεις όσο και από
προηγούµενα µαθηµένες µορφές συµπεριφοράς. Αν µια από τις απαντήσεις
φέρει το επιθυµητό αποτέλεσµα τότε αυτή η απάντηση ενισχύεται, µε κάποιο
τρόπο που παραπέµπει σε δαρβινικές θεωρίες επιλογής. 6 Έτσι, δηµιουργείται
προοδευτικά µια εσωτερική εικόνα του περιβάλλοντος, ένας «γνωσιακός
χάρτης» 7 µέσα από τον οποίο η λειτουργία της δοκιµής και πλάνης
συνυφαίνει µέσα από κάθε καινούριο γνωστικό ερέθισµα τις αντιδράσεις µας
στον κόσµο.
Γενικεύοντας, µπορούµε να πούµε ότι µια συγκεκριµένη συµπεριφορά δεν
εξαρτάται από τις συνέπειες που πρόκειται να ακολουθήσουν, αλλά από τις
6
Βάση του µπιχεβιοριστικού µοντέλου αποτέλεσε η θεωρία του E.Thorndike, σύµφωνα µε την
οποία η µάθηση αποτελεί αποτέλεσµα των ερεθισµάτων που δέχεται ο νους και των απαντήσεων
που δίνονται σε αυτά. Τα ευρήµατά του υποστηρίζουν τη θεωρία της δοκιµής και πλάνης, πάνω
στην οποία στηρίζει και ο Gombrich τις αναφορές του για το στερεότυπο καθ’ όλη την έκταση του
βιβλίου του.
Ε. Thorndike, The Measurement of Intelligence, New York: Teachers College Press, 1927.
7
Ο Αµερικάνος ψυχολόγος Edward Tolman , διάσηµος για τις θεωρίες του πάνω στη
µπιχεβιοριστική ψυχολογία, µέσα από τα γνωστά του πειράµατα µε τα ποντίκια, κατέληξε στη
θεωρία ότι οι άνθρωποι µαθαίνουν σήµατα που αντιπροσωπεύουν σηµαινόµενα, τα οποία
επηρεάζονται από τις προσδοκίες. Η επιβεβαίωση των προσδοκιών εµπεδώνει και προάγει τη
µάθηση. Αν οι προσδοκίες δεν επιβεβαιώνονται, ο οργανισµός και πάλι µαθαίνει, µόνο που η
µάθηση βρίσκεται σε λανθάνουσα κατάσταση. Αν η προσδοκία επιβεβαιωθεί, η µάθηση είναι
ραγδαία. Το µοντέλο αυτό έχει τη βάση του στο γεγονός ότι και πάλι, ακόµα και στην περίπτωση
που ο οργανισµός µαθαίνει κατά τη « διαδροµή», έχει κατά νου ένα αρχικό ερέθισµα, το οποίο
µέσα από το εφαλτήριο των προσδοκιών και τη διαδικασία σύγκρισης, είτε ενισχύεται, είτε
µεταλλάσσεται σε µια πιο εξελιγµένη µορφή δεδοµένων.
E. C. Tolman, Behavior and psychological man: motivation and learning, Berkley, University
California Press, 1951.
10
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
συνέπειες που ακολούθησαν ήδη µετά από µια τέτοια συµπεριφορά στο
παρελθόν. Το κυρίαρχο του στερεότυπου λοιπόν, γίνεται αρχέτυπο στην
αναγνώριση των εικόνων, του περιβάλλοντος και κάθε µορφής συµπεριφοράς
µας προς τον κόσµο. 8
8
Ο Αµερικάνος ψυχολόγος B.F. Skinner, συνδυάζοντας στις θεωρίες του µοντέλα του Thorndike
και του Pavlof, αν µετεξέλιξε τις µπιχεβιοριστικές θεωρίες και υποστήριξε ότι η γνωστική
διαδικασία ορίζεται σύµφωνα µε τις µετρήσιµες αλλαγές που προκαλεί το περιβάλλον.
B.F. Skinner, Science and Human Behavior, The B.F. Skinner Foundation, 2005.
9
«Η έννοια “νους” χρησιµοποιείται µε δύο διαφορετικές σηµασίες. Σύµφωνα µε την πρώτη
σηµασία, νους είναι το σύνολο των νοητικών διεργασιών. Που είναι ανεξάρτητες από το υλικό
υπόστρωµα στο οποίο υλοποιούνται. Δηλαδή τον εγκέφαλο. Σε αντιστοιχία µε τη δεύτερη
σηµασία. νους είναι το σύνολο των νοητικών διεργασιών ενός οργανισµού, που εκφράζει τις
νευροφυσιολογικές διαδικασίες του εγκεφάλου ( Παπαδόπουλος, 2005). Σύµφωνα µε το Winston
Dictionary, νους είναι (α) η έδρα της συνείδησης, στοχασµού, σκέψης, γνώµης και αισθηµάτων,
και (β) το σύνολο της νοητικής εµπειρίας, το σύνολο των διεργασιών που συνδέονται µε τη
λειτουργία του εγκεφάλου και του νευρικού συστήµατος διεργασιών που συνδέονται µε τη
λειτουργία του εγκεφάλου και του νευρικού συστήµατος ( Lewis et al., 1946). Αρχικά ο όρος
«νους» χρησιµοποιήθηκε από τον Αναξαγόρα για το χαρακτηρισµό της ρυθµιστικής κοσµικής
δύναµης. Στον Πλάτωνα η έννοια “νους” χρησιµοποιήθηκε για το χαρακτηρισµό της ανώτερης
µορφής γνώσης, ενώ στον Αριστοτέλη ενυπάρχει η διαφοροποίησης του «παθητικού νου»
(παραστάσεις των αντικειµένων του εξωτερικού κόσµου) από τον “ποιητικό νου” ( θεώρηση των
νοητικών ειδών) ( Πελεγρίνης, 2005). Σύµφωνα µε τις σύγχρονες κρατούσες αντιλήψεις, ο νους
ταυτίζεται µε το οργανωµένο σύνολο της νόησης, περιλαµβάνοντας την αντίληψη. Και τα
συναισθήµατα ( Honderich, 1995).»
11
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
Αλκμαίων
Βλ. Γεώργιος Θ. Παναγής & Μανόλης Δαφέρµος, Ψυχή, Νους και Εγκέφαλος : Μια Ιστορική
Αναδροµή στη Μελέτη των Μεταξύ τους Σχέσεων, Hellenic Journal of Psychology, Vol.5 ( 2008),
σ.σ. 325.
10
«Ο εγκέφαλος αποτελεί το τµήµα του κεντρικού νευρικού συστήµατος που θεωρείται υπεύθυνο
για τις νοητικές λειτουργίες. Η υπόθεση ότι ο εγκέφαλος αποτελεί το κέντρο της ψυχής ( όπως την
οριοθετούσαν εκείνη την εποχή) διατυπώθηκε κατά την αρχαιότητα από τον Αλκµαίωνα και τον
Ιπποκράτη.»
Βλ. Ό.π. σ.σελ. 325.
11
Θεόφιλος Βεϊκος, Οι Προσωκρατικοί Φιλόσοφοι, Θεσσαλονίκη: Ελληνικό Ίδρυµα Εξυπηρέτησης
Πανεπιστηµίων, 1971, σελ. 135.
12
Αναφέρεται στην ηµιδιαφανή ουσία που βρίσκεται µέσα στο µάτι.
12
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
Παρμενίδης
13
Δηµ. Ζ. Ανδριόπουλος, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας, Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο
Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης Υπηρεσία Δηµοσιευµάτων, 1991, σελ. 32.
14
Ό.π., σελ. 45.
13
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
15
Η έννοια « νόηµα» προσανατολίζεται στο είδος του αποτελέσµατος που προκύπτει από την
κίνηση που προκαλείται από την αλληλεπίδραση των αισθητών και της ανθρώπινης αντίληψης.
Χρησιµοποιώ εδώ τον όρο αντίληψη περικλείοντας µέσα σε αυτό τη διαδικασία και την αναλογία
του όρου «κρᾶσιν» (κρᾶσιν µελέων) που χρησιµοποιεί ο Παρµενίδης ως µέρος του συνολικότερου
« φρονείν». Ο όρος « φρονείν» εδώ οδηγεί στη νοητική δραστηριότητα, από την οποία προκύπτει
το «νόηµα» ως αποτέλεσµα της δραστηριότητάς της.
Βλ. Παρµενίδης, Περί ψυχής, XVI 87-90.
16
Βάµβακας Κωνσταντίνος, Οι Θεµελιωτές της Δυτικής Σκέψης, Ηράκλειο: Πανεπιστηµιακές
εκδόσεις Κρήτης, 2001, σελ. 316
17
Παρµενίδης, Περί φύσεως, XVI 87-90.
14
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
Εμπεδοκλής
18
Ο Θεόφραστος στο «Περί Αισθήσεως», για τη θεωρία του Εµπεδοκλή, αναφέρει την ανάγκη του
«εναρµόττειν» ως την προϋπόθεση να ταιριάζει η «απορροή» προς τον «πόρο».
Βλ. Φιλολογική Οµάδα Κάκτου, Θεόφραστος, Άπαντα: Περί Αισθήσεως, Κάκτος 1998.
15
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
«Περί Ψυχής», 19 αναφερόµενος στα αισθητά και στη σύνδεσή τους µε τις
αισθήσεις. Συγκεκριµένα θεωρεί ότι τα αισθητά συνδέονται µε τις αισθήσεις
«καθ’ αυτά» και «συµβεβικός». Στις περιπτώσεις που αισθανόµαστε τα
αισθητά αυτά «καθ’ αυτά», κάθε σύνδεση αίσθησης και αντικειµένου,
εµπεριέχει ένα αλληλένδετο δεσµό αναφοράς από το ένα στο άλλο. Αυτό
σηµαίνει ότι κάθε αισθητήριο όργανο λειτουργεί µε έναν ορισµένο τρόπο, ώστε
να αντιλαµβάνεται µόνο ένα τύπο αισθητηριακών δεδοµένων ή δεδοµένα που
τα χαρακτηριστικά τους ανήκουν σε ίδιο τύπο οµάδας. Τα αισθητά αυτά τα
ονοµάζει «ίδια», δηλαδή ιδιαίτερα για µια ορισµένη αίσθηση και αποθέτει το
είδος τους στα χρώµατα, τους ήχους, τις γεύσεις και την αφή, τα οποία
σχετίζονται µε το εκάστοτε όργανο που µπορεί να τα συλλάβει. Η αντιστοίχιση
αυτή και η συσχέτιση των αισθητών µε τα αισθητήρια όργανα από τον
Αριστοτέλη, οµοιάζει µε τη συσχέτιση και αντιστοίχιση των «απορροών» και
των «πόρων» του Εµπεδοκλή όπως περιγράφονται από το Θεόφραστο.
Η αρχή της οµοιότητας είναι το τρίτο στοιχείο, το οποίο ο Εµπεδοκλής θεωρεί
αναγκαίο ώστε να λάβει χώρα η αντίληψη και αποτελεί συνέχεια της
αντιληπτικής του σκέψης. Στην οµοιότητα εξαρτά την έκβαση της ανάµειξης
των στοιχείων που προέρχονται από της «απορροές» και οδηγούνται στα
αισθητήρια. Αν είναι όµοια, τότε έχουµε το «φρονείν». Αν είναι ανόµοια, τότε
έχουµε το «αγνοείν». Τελικό και κύριο όµως στοιχείο είναι η συµµετρία µεταξύ
των στοιχείων των απορροών και τη µορφή του ειδώλου του αντικειµένου. Η
συµµετρία µπορεί να υπάρχει ταυτόχρονα και στα αισθητικά όργανα, τις
«απορροές» και στο αντικείµενο. Η όλη διαδικασία έχει να κάνει µε την
εφαρµογή της όταν οι «απορροές» εισέρχονται στους πόρους και έρχονται σε
επαφή µε αυτούς.
Η επιµονή του στην ανάλυση των αισθητικών λειτουργιών και η εισαγωγή
όρων που παραπέµπουν στην οπτική και ο συνδυασµός τους µε έννοιες που
παραπέµπουν στη γεωµετρία και στο λόγο, σηµατοδοτεί την εµπιστοσύνη του
Εµπεδοκλή στις αισθήσεις ως µοναδικούς διαύλους, οι οποίοι οδηγούν στη
γνώση.
19
Αριστοτέλης, Περί Ψυχής II. VI, 418 a (7 -26).
16
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
Δημόκριτος
20
« ο Δηµόκριτος εµµένει κατ’ αρχήν στην ύπαρξη ενός σταθερού και εν µέσω της διαρκούς
αλλαγής και µεταβολής των πάντων αναλλοίωτου ελεατικού όντος. Ο σταθερός αυτός όµως
17
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
υλικής δοµής του κόσµου γύρω από το οποίο πλάθεται η θεωρία του
Δηµόκριτου, η οπτική του στη γνωσιολογική διεργασία ακολουθεί το ίδιο
µοτίβο. Παρουσιάζει τα είδωλα, δηλαδή τις «απορροές» του Εµπεδοκλή, ως
µικροσκοπικά υλικά στοιχεία µε τη µορφή του αντικειµένου από την οποία
πηγάζουν. Υλική υπόσταση δίνει και στην ψυχή 21, την οποία ταυτίζει µε το
νου. Συγκεκριµένα για το Δηµόκριτο η έννοια της ψυχής συνεπάγεται µια
σύνθεση λείων σφαιρικών ατόµων και είναι αυτοκινούµενη. 22 Το σφαιρικό
κόσµος του Ενός-παντός πολλαπλασιάζεται και γίνεται πολυειδής και ούτως ειπείν πολυφωνικός,
καθώς το σύµπαν διαιρείται σε αναρίθµητα µικρά και δια των αισθήσεων µη ορατά σωµατίδια, τα
άτοµα, τα µη περαιτέρω δηλ. τεµνόµενα συστατικά ή δοµικά στοιχεία του κόσµου. Η µια και µόνη,
συνεπώς, ουσία των Ελεατών µετασχηµατίζεται σε άπειρες εν κινήσει διατελούσες ουσίες, οι
ιδιότητες των οποίων: αγέννητες, ανώλεθρες, άπειρες, πλήρεις ή µεστές και σωµατικές,
προδίδουν εκείνες της αναξιµανδρείου αρχής (άπειρον) και του ελεατικού όντος. Ηρακλείτειος
ακόµη δυναµισµός και παρµενίδεια οντολογική στατικότης φαίνεται, ωσαύτως, να συνδυάζονται
στην ατοµική µέσα θεωρία του Δηµοκρίτου. Και τούτο, αφού πλάι στα άτοµα αναγνωρίζεται και µια
δεύτερη επίσης αιτία των όντων, το κενόν ή ο κενός χώρος, µέσα στον οποίο καθίσταται δυνατή η
κίνηση του “πλήρους” ή των ατόµων.»
Βλ. Δηµητρακόπουλος Φ. Μιχ., Στοιχείωση της Ευρωπαϊκής Φιλοσοφίας, έκδοση
Δηµητρακόπουλος Μιχ., Αθήνα, 2003, σελ. 33
21
«Σύµφωνα µε το Winston Dictionary, η έννοια “ ψυχή “ αναφέρεται στο πνευµατικό, άυλο και
αθάνατο µέρος του ανθρώπου όπως αντιδιαστέλλεται από το σώµα ( Lewis, Canby & Brown,
1946). Η έννοια “ ψυχή” χρησιµοποιείται σε αντιδιαστολή µε το υλικό σώµα στο πλαίσιο της
φιλοσοφικής πραγµάτευσης της σχέσης σώµατος – ψυχής ( Παπαδόπουλος 2005 ). Ο όρος ψυχή
χρησιµοποιήθηκε αρχικά στην αρχαία Ελλάδα για το χαρακτηρισµό της δύναµης που δίνει ζωή
σ ‘ένα έµβιο σώµα ( Long, 1988. Swinburne, 1998). Στην ιστορία της φιλοσοφίας εµφανίστηκαν
πολλές θεωρίες σχετικά µε το πρόβληµα της σχέσης σώµατος και ψυχής. Μπορούµε να
διακρίνουµε δύο βασικές οµάδες θεωριών για τις σχέσεις µεταξύ των ψυχικών διεργασιών και των
καταστάσεων του σώµατος. Σε αντιστοιχία µε την πρώτη οµάδα θεωριών η ψυχή και το σώµα
αποτελούν ανεξάρτητες υποστάσεις της ανθρώπινης ύπαρξης ( δυισµός). Σε αντιστοιχία µε τη
δεύτερη οµάδα θεωριών η ανθρώπινη ύπαρξη δεν αποτελεί άθροισµα δύο ανεξάρτητων
υποστάσεων, αλλά έχει ενιαίο χαρακτήρα ( µονισµός) ( Πελεγρίνης, 2005).»
Βλ. Γεώργιος Θ. Παναγής & Μανόλης Δαφέρµος, Ψυχή, Νους και Εγκέφαλος : Μια Ιστορική
Αναδροµή στη Μελέτη των Μεταξύ τους Σχέσεων, Hellenic Journal of Psychology, Vol.5 ( 2008),
p.p. 325.
22
Ο Αριστοτέλης αποδίδει στο Δηµόκριτο τη άποψη ότι η ψυχή ταυτίζεται µε το νου. Αναφέρει ότι
αποτελείται από απλά και µη ορατά σώµατα και ότι η δύναµη παραγωγής της κίνησής της
18
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
σχήµα είναι αυτό που επιτρέπει την κίνηση στα άτοµα, τα οποία ως είναι
διαπερνούν εύκολα τα πράγµατα. Θέτει δηλαδή τη φύση της ψυχής ως υλική
της οποίας τα άτοµα απλώνονται στο σώµα και ασκούν πολυποίκιλες
λειτουργίες, ανάµεσα σε αυτές και τη σκέψη.
Έτσι η διαδικασία της γνωστικής λειτουργίας ακολουθεί υλιστικές διόδους µε
ατοµιστικές προεκτάσεις. Ο νους λοιπόν είναι µια συγκέντρωση
αυτοκινούµενων ατόµων, τα οποία προέρχονται από την ψυχή, και η σκέψη,
όπως και η αίσθηση, εξαρτάται από την συναναστροφή της µε τα εξωτερικά
ερεθίσµατα και δεν µπορούν να υπάρξουν δίχως αυτά. Η σύζευξη αυτή λοιπόν
των λειτουργιών, της σκέψης και της αίσθησης, µε τη φυσιολογία των ατόµων,
αποθέτει τις αντιληπτικές λειτουργίες στις µηχανιστικές σχέσεις που
αναπτύσσονται µεταξύ των ατόµων.
Η διαδικασία αυτή, σαν γνωστική βάση, πυροδοτεί την αµφιβολία για την
αξιοπιστία της γνώσης που λαµβάνει ο άνθρωπος από τις αισθήσεις. Από τη
µία πλευρά τίθεται το θέµα κατασκευής των αισθητηρίων οργάνων και της
απόδοσής τους. Σύµφωνα µε το Δηµόκριτο τα αισθητήρια όργανα δεν είναι σε
θέση να διαπεράσουν και να διεισδύσουν αντιληπτικά στα αντικείµενα και να
διακρίνουν τη δοµή τους που είναι η εικόνα του πραγµατικού, καθώς µπορούν
να αντιληφθούν µόνο τα είδωλα, τα οποία αποτελούν τις απορροές των
αντικειµένων και όχι τα
πραγµατικά αντικείµενα. Η ηµιτελής αυτή λειτουργία των αισθητηρίων
οργάνων οφείλεται στη µερική ή ολική ασυµβατότητα της κατασκευής τους µε
τα άτοµα των απορροών που έλκουν. Και το αποτέλεσµα κάθε φορά οδηγεί
στη γνήσια ή νόθα γνώση. Από τις δύο η νόθα γνώση είναι η αίσθηση και
χωρίς αυτή η γνήσια δεν µπορεί να υπάρξει.
Στο σηµείο αυτό µεγάλο ρόλο παίζει και ο ρόλος του κενού και κατ’ επέκταση
του αοράτου, που κατά το Δηµόκριτο και γενικότερα τους ατοµικοί, έχει υλική
οφείλεται στο µικρό µέγεθος των µερών της και στο σχήµα τους, καθ’ ότι είναι σφαιρικά.
Βλ. Αριστοτέλης, Περί Ψυχής, 404a 6-8.
Αναφορές για τη σύνθεση της ψυχής από σφαιρικά λεία άτοµα έχουµε και από το Διογένη Λαέρτιο
στο Θ΄ βιβλίο του για το Δηµόκριτο.
Βλ. Διογένης Λαέρτιος, Δηµόκριτος, Βιβλίο Θ΄, εδάφιο 44.
19
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
δοµή και ύπαρξη. Αυτή είναι που τον κάνει να έχει ενεργό ρόλο στην κίνηση
των απορροών των αισθητών. Η συγκεκριµένη ιδέα πιθανότατα αν και
εµπνεύστηκε από το Μέλισσο, αναπτύχθηκε και εξελίχθηκε από τους
ατοµικούς φιλοσόφους και φυσικά το Δηµόκριτο. Λέγεται ότι ο Λεύκιππος
υιοθέτησε στοιχεία από τη
θεωρία του Μέλισσου, δηλαδή το ότι το µη ον είναι υπαρκτό, αλλά όχι και την
άρνηση της κίνησης που είχε εισαγάγει ο Ελεάτης φιλόσοφος. 23 Η κίνηση
λοιπόν που υποβοηθάται από το υλικό και αόρατο µη ον, γίνεται εν µέρη
παράγοντας µεταβολών. Μεταβολές που καθιστούν το αποτέλεσµα της
εισροής των απορροών στις ανθρώπινες αισθήσεις ως προσωρινά αληθές,
µιας και εξαρτάται από την κατάσταση του υποκειµένου εκείνη τη στιγµή και το
πόσο διαρκεί αυτή.
Εφόσον η κίνηση είναι ουσιαστικά µια µορφή ύπαρξης της ύλης, επηρεάζει την
αισθητηριακή αντίληψη και ως έργο τις κινητικότητας των ατόµων µε τον
παράγοντα «τύχη», όπως τον εννοεί ο Δηµόκριτος, να υπεισέρχεται στην όλη
διαδικασία. 24 Αξίζει να σηµειωθεί ότι µε τον όρο τυχαίο ο Δηµόκριτος δεν
εννοούσε τον αστάθµητο παράγοντα, αλλά αυτόν που δεν έχουµε ακόµα
κατανοήσει, που δεν έχουµε κατακτήσει επιστηµονικά µε απόλυτη συνέπεια
στη λειτουργία του. Συνεπώς ολόκληρη η θεωρία του περιβάλλεται από µια
23
«το κενό είναι η προϋπόθεση της κίνησης. Αυτή την ιδέα, µαζί µε τη θέση ότι το κενό δεν είναι
τίποτα (θέση που και αυτή ίσως έχει για πρωτουργό της τον Μέλισσο), επρόκειτο να την ασπαστεί
ο Λεύκιππος και να την κάνει έναν από τους στυλοβάτες του φυσικού του συστήµατος. Χωρίς
αµφιβολία, ο Μέλισσος θεωρούσε αδιάσειστη τη θέση του ότι το τίποτα δεν υπάρχει, αλλά οι
ατοµικοί δεν θα δίσταζαν να διατυπώσουν την παράδοξη θέση ότι το ον δεν υπάρχει περισσότερο
από το µη ον, αξιοποιώντας έτσι µε απροσδόκητα θετικό τρόπο τη συλλογιστική µε την οποία ο
Μέλισσος απορρίπτει τη δυνατότητα της κίνησης.»
Βλ. Kirk G. S. - Raven J. E. - Schofield M., Οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι, µτφ. Κούρτοβικ Δ.,
Μορφωτικό Ίδρυµα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα, 1988, σελ. 401.
24
«Τα άτοµα νοούνται ότι είναι εξ αρχής εν κινήσει και δεν υπάρχει κάποιος λόγος που να
αναγκάζει τους ατοµικούς να εξηγήσουν το τι προξενεί την πρωταρχική τους κίνηση. Αν δε κάποια
εξήγηση της κίνησής τους αυτής που τα κάνει να προσπίπτουν το ένα στο άλλο πρέπει να δοθεί,
τότε, όπως είδαµε, οι ατοµικοί θα ισχυρίζονταν απλώς ότι αυτή είναι τυχαία.»
Βλ. Βουδούρη Ι. Κ., Ελληνική Φιλοσοφία, έκδοση υπό Βουδούρη Κ., Αθήνα, 2004, σ. 228.
20
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
25
Αριστοτέλης, Περί Ζωών Γενέσεως, 30, 31, 349b, 764a, 740a, 740b,788b.
21
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
Πλάτωνας
26
« Βάλε για βάση το ότι από τους ερεθισµούς που προσβάλλουν κάθε φορά το σώµα µας ( των
εκάστοτε παθηµάτων) άλλοι σβήνουν στο σώµα προτού φτάσουν ως την ψυχή και την αφήνουν
ανέγγιχτη, ενώ άλλοι περνούν και από τα δύο και προκαλούν µέσα τους κάτι σαν δόνηση (
σεισµός), ιδιαίτερη στο καθένα και µαζί κοινή και στο ένα και στο άλλο.»
Βλ. Πλάτωνος Φίληβος: αρχαίον κείµενον, Ανδρόνικος, Μανόλης, 1919 – 1992, Εκδοτικός
Οίκος Ι. Ν. Ζαχαρόπουλου, 1957
22
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
του που εδρεύουν εκτός του αισθητού κόσµου και λαµβάνονται µόνο από τον
ανθρώπινο νου ( «διανοίας λογισµώ» ), δεν απέπεµψε τελείως τις αισθήσεις.
Θεωρεί ότι ο υλικός κόσµος είναι απατηλός, για τον οποίο µπορούµε να
διαµορφώσουµε µόνο αντίληψη και όχι ασφαλή και φερέγγυα γνώση. Εφόσον
η ύλη και η ανθρώπινη οπτική έχουν ως συνδετικό κρίκο τις αισθήσεις, η
παραπάνω θεώρηση συνεπάγεται στο ότι η ψυχή παρασύρεται από την
εσφαλµένη αισθητηριακή πληροφόρησή της.
Σε αυτό το σηµείο θα πρέπει να επισηµάνουµε τι σήµαινε γενικότερα ο όρος
«ψυχή» για τον Πλάτωνα και ποιος ήταν ο ρόλος της στην ανθρώπινη νόηση.
Επηρεασµένος από την Πυθαγόρεια και Ορφική νόηση, έθετε την ψυχή ως
αθάνατη, άφθαρτη άρα και προϋπάρχουσα. 27 Η επαφή της µε τον κόσµο των
ιδεών και η γνωριµία µε την αλήθεια έγινε πριν τον εγκλεισµό της στο φθαρτό
σώµα. Στην καινούρια της µορφή, που απορρέει από τη συµβίωση των δυο
υποστάσεων, η ψυχή τείνει να λησµονήσει τις «Ιδέες». Ωστόσο αντικρίζοντας
τα « οµοιώµατα» των «όντως όντων» 28, ανακαλεί την προϋπάρχουσα γνώση.
Από αυτή την πράξη δηµιουργείται η «ανάµνηση» και αντιπροσωπεύει την
απαρχή της πραγµατικής γνώσης 29, γεννώντας τον έρωτα για την κατάκτηση
της «Ιδέας».
Ο Πλάτωνας έχει συµβιβάσει τη µεταβολή του υλικού κόσµου και τη
σταθερότητα των ιδεών. Η αντιθετική κατάσταση της παρατήρησης και της
27
Πλάτωνας, Φαίδων, 73a και 106d
28
Στο διάλογο ‘’Σοφιστή’’ ο Πλάτωνας θέτει το οντολογικό πρόβληµα του αιώνιου και ακίνητου
«όντος» που πρώτος έθεσε ο Παρµενίδης και επιχειρεί να το αντιµετωπίσει, αντικαθιστώντας το
Είναι µε «τα όντως όντα», τα οποία είναι καθετί που µπορεί να εκφραστεί µε ονόµατα, ουσιαστικά,
επίθετα, αλλά όχι µε ρήµατα. Αυτό σηµαίνει ότι αποδίδει στις ιδέες του όχι µόνο «ουσίαν»,
(υπόσταση της ύπαρξης που διακρίνεται από την ύπαρξη), αλλά και αυτοτελή «κίνηση», «ζωή»,
«ψυχή», «φρόνηση». Τα «όντως όντα» είναι οι ιδέες, η άποψη της «ουσίας» και όταν λέµε άποψη
της «ουσίας», εννοούµε τη θέα του όντος που αντικρίζει όποιος δια των «λογισµών», των
«οµµάτων της ψυχής», δηλαδή της διαλεκτικής µεθόδου και όχι µέσω των αισθήσεων.
29
Γι’ αυτό το λόγο όµως, το πρωταρχικό νόηµα της «αλήθειας» ως έκστασης και αποκάλυψης του
«Είναι» εκπίπτει σε απλή «οµοίωσιν»και «µίµησιν». Η «αλήθεια», µετά από αυτή την εξέλιξη,
εξαρτάται από τον βαθµό που επιτυγχάνεται η «οµοίωση» µε την Ιδέα.
23
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
30
Οι ιδέες έχουν το ρόλο γνωσιολογικών αιτιών, αφού προηγούνται γνωσιολογικά των αισθητών,
καθώς αν δεν είχαµε γνωσιολογική επαφή µε τις ιδέες, δε θα µπορούσαµε να αναγνωρίσουµε τα
αισθητά. Αυτό συµβαίνει γιατί όλες οι ιδιότητες των αισθητών προέρχονται από τις ιδέες.
Επιπρόσθετα, οι ιδέες συνδέονται και οντολογικά µε τα αισθητά. Καθώς τα αισθητά πηγάζουν από
τις ιδέες και αν δεν υπήρχαν οι ιδέες δε θα υπήρχαν τα αισθητά. Το αντίθετο όµως δε συµβαίνει.
24
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
ύπαρξή της. Έτσι µπορεί να διεγείρει µια νοητική διαδικασία που οδηγεί στην
πραγµατική γνώση των ειδών. Επαγωγικά ο κόσµος της ύλης αποτελεί ένα
αποδεκτό αντικείµενο µελέτης. Αυτή η διεργασία θέτει ψήγµατα της σύγχρονης
γνωσιακής αναζήτησης του νου, καθώς σύµφωνα µε αυτή, για να αποκτήσει ο
άνθρωπος αληθινή γνώση θα πρέπει να παραµερίσει όλα τα ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά κάθε ενικού πράγµατος και να αναζητήσει τα κοινά
χαρακτηριστικά που διαχωρίζουν τα πράγµατα σε τάξεις. Είναι µια διαδικασία
και µια οπτική που παραπέµπει σε µια πιο σύγχρονη γνωστική χροιά, µε την
επεξεργασία γνωστικών µοντέλων ή νόµων που διυλίζουν τα αισθητηριακά
δεδοµένα, αποκοµίζουν το απόσταγµά τους και παραβλέπουν το
συµπτωµατικό προς όφελος του ουσιώδους.
Στο έργο του Τίµαιος, ο Πλάτωνας αποµακρύνει τις αισθήσεις από τη σύνδεσή
τους µε τις λειτουργίες του σώµατος και τις τοποθετεί έξω από τον ανθρώπινο
οργανισµό. Συγκεκριµένα θέτει την πρόκληση των αισθήσεων σε κινήσεις που
συµβαίνουν έξω από τον οργανισµό και όχι µέσα σε αυτόν. Αυτό πηγάζει από
τη συνένωση των τεσσάρων κοσµικών στοιχείων, πυρ, γη, ύδωρ, και αέρας,
από τα οποία σχηµατίζονται ποικίλα σώµατα. 31 Σε αυτή την εξίσωση
σηµαντικό στοιχείο είναι ψυχή, ως πηγή όλων των κινήσεων. Έτσι η κίνηση
που δέχεται ένα σώµα, µε σπειροειδές ή κυµατοειδές σχήµα, λειτουργεί σαν
ώση και οδηγεί µε τη σειρά της το σώµα σε µια εξωτερική κίνηση. Η κίνηση
αυτή µεταφέρεται µέσω των αισθητηρίων οργάνων στην ψυχή και ονοµάζεται
από τον Πλάτωνα αίσθηση 32
Έχει άτακτη κινητική κατάσταση και συναντώντας την ψυχή, η οποία εκτελεί
δικές τις κινητικές περιφορές, προκαλεί διέγερση και χαώδεις κινητικές
Δηλαδή οι ιδέες δε χρωστούν την οντολογική τους ύπαρξη πουθενά και δεν παραλαµβάνουν τις
ιδιότητές τους από πουθενά αλλού. Είναι αναύλωτες και αιώνιες και αποτελούν ουσιαστικά τα
αρχέτυπα των αισθητών.
31
Πλάτωνος Τίµαιος, 43a – 43e.
32
Ό.π., 43c 7-9.
25
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
Αριστοτέλης
Οι αισθήσεις κατά τον Αριστοτέλη παίζουν σηµαντικό ρόλο όχι µόνο στην
αντιληπτική ικανότητα του ανθρώπου, αλλά και στην επιβίωσή του.
Χαρακτηριστικά πίστευε ότι αν το σώµα δεν είχε αίσθηση θα καταστρεφόταν,
θα πέθαινε, και δε θα έφτανε στον τελικό του σκοπό, δηλαδή την ωρίµανση και
την τελειότητα που είναι το έργο της φύσης. Και οι πιο απλές λειτουργίες,
όπως αυτή της τροφής και η εύρεσή της, δε θα ήταν δυνατές αν δεν υπήρχε η
33
Ό.π. 43d.
34
Ό.π. 44a – 44c.
35
Τα αισθητά δεν αποκαλύπτουν µε σαφήνεια την πραγµατική φύση των διαφόρων ιδιοτήτων που
έχουν. Γι’ αυτό χρειαζόµαστε την πρώην γνώση της ιδιότητας, ή της ιδέας σύµφωνα µε τον
Πλάτωνα, για να κρίνουµε αν είναι ίσα ή όχι.
36
Πλάτωνος Θεαίτητος, 152a 7 – 9.
26
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
37
Αριστοτέλης, Περί Αισθήσεως Ι, 43b 18 – 22.
38
Ό.π., 336b 10 -12 .
39
Αριστοτέλης, Μετά τα φυσικά Ι.ι., 980a 21 -22.
40
Αριστοτέλης, Περί Ψυχής, 426b 8 – 12.
27
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
Πέρα από τα «ίδια αισθητά» συναντάµε και άλλους δύο τύπους αισθητών. Τα
«κοινά αισθητά» και τα « συµβεβικός αισθητά». 41
Τα τελευταία αποτελούν τις δευτερεύουσες ιδιότητες ενός πράγµατος και η
µεταβολή τους δεν επηρεάζει την ύπαρξη του αντικειµένου. Είναι
χαρακτηριστικά που συµπτωµατικά συµβαίνει να έχει κάθε πράγµα.
Τα « κοινά αισθητά», αυτά που µπορούν να γίνουν αντιληπτά από
περισσότερες από µία αισθήσεις, σε µια γενικότερα ερµηνεία συγγενεύουν µε
την κοινή αίσθηση. Την αίσθηση δηλαδή που είναι ικανή να συλλάβει ένα
ευρύτερο φάσµα αντικειµένων, τα οποία µπορεί να είναι κοινά και για τις 5
αισθήσεις. Αυτό το φάσµα εµπεριέχει αντικείµενα µε διαφορετικές ιδιότητες
ανεπαίσθητα περικλειόµενες από µία ενιαία ουσία που πηγάζει από τη
γενίκευση της µορφής. Αντίστοιχα, οι διαφορετικές αντιληπτικές ευαισθησίες
που εµπεριέχονται στην κοινή αίσθηση, αντιστοιχούν στα ειδικότερα
αισθητήρια όργανα που ανιχνεύουν τις πρωτεύουσες αισθήσεις. Ότι γίνεται
αντιληπτό από τα αισθητήρια όργανα, γίνεται και ευρύτερα αντιληπτό από την
κοινή αίσθηση. 42 Στο έργο του « Περί Ύπνου και Εγρηγόρσεως» ο
Αριστοτέλης, δηλώνει ότι την επίγνωση της λειτουργίας των αισθήσεών µας
την έχουµε εξαιτίας της κοινής αίσθησης. Πράγµα που συνδέει την εξάρτηση
των ιδιαίτερων αισθήσεων µε την κοινή αίσθηση 43 ως ανώτερη αντιληπτική
δύναµη.
Από τα τρία αυτά είδη αισθητών, τα « ίδια αισθητά» προσδίδουν αίσθηση που
αντιστοιχώντας σε συγκεκριµένο αισθητήριο όργανο είναι αληθής ή περιέχει τη
41
Ό.π., 418a 7 – 26.
42
« The different beings ( properties) that qualify a substance are seamlessly united into a
numerically one substance in virtue of its substantial form. In the case of perception, the different
beings are the perceptual sensitivities the common sense has, through the sense organs of its
special senses. Whatever is perceived through any of the senses is thereby perceived through the
common sense.»
Βλ. Marmodoro Anna, Aristotle on Perceiving Objects, Oxford University Press, Oxford, 2014, σελ.
249.
43
Αριστοτέλης, Περί Ύπνου και Εγρηγόρσεως, 455a 12 – 22.
28
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
44
Αριστοτέλης, Περί Ψυχής, 428b 18 – 20.
45
Ό.π. 428b 23 – 26.
46
Ό.π. 427a 17 – 22.
47
« Η ιδέα ενός ρόδου γίνεται πραγµατική, είναι τελειωµένη όταν επιτύχει την εµπραγµάτωσή της
µέσα στην υλικότητα, µέσα στο ίδιο το ρόδο. Οµοίως η ύλη υπάρχει µόνον όταν προσλαµβάνει
κάποια µορφή κάποιο σχέδιο.»
Βλ. Sahakian G., Ιστορία της Φιλοσοφίας, τ. Α’. Μτφ. Χρ. Μαλεβίτση, εκδ. Παρµενίδης, Αθήνα,
1979.
48
« Το οντολογικώς πραγµατικό αντικείµενο του Πλάτωνα – οι ιδέες – δόθηκε από τον Αριστοτέλη
υπό τον όρο της ουσίας. Σε άλλες περιστάσεις το αποκαλούσε µορφή, νοητή ουσία. Ενώ για τον
Πλάτωνα η ουσία είναι στην πράξη ανεξάρτητη από τα επιµέρους αντικείµενα, στον Αριστοτέλη η
ουσία είναι πραγµατική µόνον όταν εµπραγµατώνεται, δηλαδή µόνον όταν πραγµατοποιείται µέσα
στα φαινόµενα αντικείµενα και εκεί προσλαµβάνει κάποια µορφή αντιληπτή από την αισθητηριακή
εµπειρία (...) Για τον Αριστοτέλη, όλη η φύση προσπαθεί πάντοτε να εµπραγµατώσει τις
δυνατότητές της, όπως κάνει ο σπόρος του τριαντάφυλλου, όταν καταλήγει στην ωραιότητα του
29
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
άνθους, ή όπως κάνει ο σπόρος του ανθρώπου από τη σύλληψή του µέχρι την πλήρη άνθισή του
σε ολοκληρωµένο άνθρωπο. Το κάθε πράγµα προσπαθεί να εµπραγµατώσει την ουσία του».
Βλ. Ό.π., σελ. 98.
49
Μέντζου – Σφενδόνη Δήµητρα, Ο Αριστοτέλης Σήµερα, εκδ. Ζήτη, Θεσσαλονίκη, 2010, σελ. 62 -
68.
50
Αριστοτέλης, Μετά τα Φυσικά, 1029a 17 – 20.
51
« Η πρώτη ύλη είναι ένα απογυµνωµένο υλικό που στερείται κάθε θετικού προσδιορισµού...
είναι ένα εν δυνάµει ον, το οποίο µπορεί να υπάρξει ως συγκεκριµένη οντότητα µόνον όταν
περάσει στην εν ενεργεία κατάσταση σε µια συγκεκριµένη ύλη».
Βλ. H.M. Robinson, “Prime Matter in Aristotle”, Phronesis, 19 ( 1974): 168 – 188, σ. 168.
52
Μέντζου – Σφενδόνη Δήµητρα, Ο Αριστοτέλης Σήµερα, εκδ. Ζήτη, Θεσσαλονίκη, 2010, σελ. 66
– 67
30
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
αίσθηση, καθώς δίχως την αίσθηση δεν µπορεί να υπάρξει φαντασία και κατ’
επέκταση χωρίς φαντασία δεν µπορεί να υπάρξει υπόληψη, δηλαδή σε αυτή
την περίπτωση η διανόηση. 53 Η φαντασία διαφέρει από την αίσθηση και τη
διάνοια, και ως µία έννοια ακούει στην ιδιότητα της ανάκλησης µιας εικόνας
ενός αισθητού αντικειµένου στο µυαλό, ακόµα και αν αυτό δε βρίσκεται
µπροστά στο οπτικό πεδίο του υποκειµένου. Συνδέεται δηλαδή µε την
εκτατότητα της ύλης 54 και συνεπώς µε τις πέντε αισθήσεις.
Η σχέση της µε το υλικό οδηγεί σε µια δυναµική που περιλαµβάνει το
αισθητηριακό ερέθισµα και το νοείν. 55 Η διαδροµή αυτή της φαντασίας από
την ύλη στη σκέψη δεν είναι άµεση. Περιλαµβάνει στάδια στα οποία η
φαντασία δεν έρχεται σε επαφή µε το νοείν η ίδια, παρά τα παράγωγά της. Η
αναδιαµόρφωση της υλικότητας, σε µία ανάπλαση και µια ανασύνθεση των
εξωτερικών αισθητών παραστάσεων, ανάγει την φαντασία σε µια πράξη, ή µια
έξη 56 που δηµιουργεί µέσα µας ένα «φάντασµα» 57. Αυτό είναι η δίοδος προς
53
Αριστοτέλης, Περί Ψυχής ΙΙΙ. ιιι, 427b 14 – 21.
54
« Το υλικό στοιχείο, στις πέντε εκφάνσεις των τρόπων του να διεγείρει το σώµα µας
(οπτικότητα, ακουστικότητα, γευστικότητα, οπτικότητα, οσφραντικότητα), εισπράττεται – µε βάση
µια ιδιαίτερη κάθε φορά διεργασία, ανάλογη της λειτουργίας της κάθε αίσθησης – από εµάς, στο
εσωτερικό εικόνων, όπου η παρουσία της ύλης µορφοποιείται ως συνάντησή µας µε την
εξωτερικότητα, καθώς η τελευταία, ενεργοποιούµενη ως αισθητή παραστατικότητα, έρχεται σε
επαφή µε την ύπαρξή µας. Έτσι, σε ένα πρώτο επίπεδο, ο σχηµατισµός των εικόνων αφορά σε
στοιχεία ( σώµατα, αντικείµενα, χώρους) αισθητής υφής, που, ανεξάρτητα από τη συγκεκριµένη
αίσθηση, διαµέσου της οποίας τα αντιλαµβανόµαστε, προέρχονται από την εξωτερικότητα και
είναι εκτατά».
Βλ. Δόϊκος Παναγιώτης, Principia Formarum: Οντολογία της Στοχαστικής Φαντασίας, εκδ. Ρώµη,
Θεσσαλονίκη, 2014, σελ. 59 – 60.
55
« Αν, λοιπόν, η φαντασία είναι η λειτουργία σε σχέση µε την οποία λέµε ότι δηµιουργείται µέσα
µας µία φανταστική παράσταση, και δεν παίρνουµε τον όρο µε µεταφορική σηµασία, τότε η
φαντασία είναι µια δύναµη ή έξη, σύµφωνα µε την οποία κρίνουµε και γνωρίζουµε την αλήθεια ή
το ψέµα. Τέτοιες δυνάµεις είναι η αίσθηση, η δόξα, η επιστήµη, ο νους»
Βλ. Αριστοτέλης, Περί Ψυχής, ΙΙΙ. ιιι., 428a 1 – 5.
56
«Έξη λέγεται υπό µια έννοια ένα είδος ενέργειας του κατόχου και του κατεχοµένου, κάτι σαν
πράξη ή κίνηση ( γιατί, όταν το ένα πράγµα δηµιουργεί και το άλλο δηµιουργείται, µεταξύ τους
31
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
υπάρχει δηµιουργία. Έτσι ανάµεσα και σε αυτόν που έχει ένδυµα και στο ένδυµα το οποίο έχει
υπάρχει έξη)· είναι φανερό βέβαια ότι αυτή την έξη δεν µπορούµε να την έχουµε ( διότι θα υπήρχε
µια επ’ άπειρο εξακολούθηση αν ήταν δυνατόν να έχουµε την έξη ενός πράγµατος που έχουµε).
Υπό µια άλλη έννοια έξη λέγεται η διάθεση σύµφωνα µε την οποία αυτό που την έχει, διάκειται
καλά ή κακά είτε ως προς τον εαυτό του, είτε σε σχέση µε κάτι άλλο, για παράδειγµα η υγεία είναι
ένα είδος έξης· γιατί είναι αυτού του είδους διάθεση. Ακόµα έξη λέγεται αν υπάρχει µέρος µιας
τέτοιας διαθέσεως· γι ‘ αυτό και η αρετή των µερών είναι κάποια έξη.»
Βλ. Αριστοτέλης, Μετά τα Φυσικά IV. xvI, 1022b 4 – 16.
57
Το φάντασµα έχει την έννοια της παράστασης.
58
« Σε αυτή τη δραστηριότητά µας, ίσως οξύτερα από όσο σε άλλον τρόπο εκδήλωσής µας, οι
αισθήσεις – κυρίως µε τ ενέργεια της κοινής αίσθησης – και τα αισθήµατά µας καθίστανται φορείς
των πολλαπλών νοηµάτων που διέπουν τη ζωή µας, στο πλαίσιο µιας τάσης που µας αφορούν,
χωρίς να περιοριζόµαστε από τη ροή της εξωτερικότητας, την οποία ούτως η αλλιώς, στο
θεαµατικά µεγαλύτερο µέρος της, δεν καθορίζουµε».
Βλ. Δόϊκος Παναγιώτης, Principia Formarum: Οντολογία της Στοχαστικής Φαντασίας, εκδ. Ρώµη,
Θεσσαλονίκη, 2014, σελ. 61.
32
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
59
Αριστοτέλης, Περί Ψυχής ΙΙΙ vII, 431a 16 – 17.
60
« Όταν κάποιος µαθαίνει ή δέχεται αισθητηριακή εντύπωση για πρώτη φορά, ούτε
επαναλαµβάνει καµιά µνήµη ( γιατί δεν έχει προϋπάρξει) ούτε την αποκτά για πρώτη φορά. Όταν
όµως γίνεται απόκτηση της γνώσης και της εντύπωσης τότε υπάρχει µνήµη. Εποµένως η µνήµη
δεν εκδηλώνεται ταυτόχρονα την παραγωγή της εντύπωσης. Και ακόµα όταν η εντύπωση έχει
σχηµατιστεί ( στην ψυχή ) για πρώτη φορά στην αδιαίρετη και έσχατη στιγµή, η εντύπωση αυτή
υπάρχει έκτοτε σ’ αυτόν που τη δέχεται, όπως και η γνώση, αν πρέπει να ονοµάσουµε γνώση την
έξη ή την εντύπωση ( τίποτε δεν εµποδίζει να θυµηθούµε κατά σύµπτωση και µερικά από εκείνα
που γνωρίζουµε ). Αλλά όµως η ενέργεια της µνήµης καθ’ εαυτή δεν υπάρχει, προτού περάσει
κάποιος χρόνος· γιατί θυµάται κάποιος τώρα εκείνο το οποίο είδε ή του εντυπώθηκε
προηγουµένως, όµως δε θυµάται τώρα εκείνο, που τώρα εντυπώθηκε».
Βλ. Αριστοτέλης, Περί Μνήµης και Αναµνήσεως, 451a 23 – 28.
33
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
61
Αριστοτέλης, Περί Μνήµης II, 451a 29 – 30.
62
Ό.π. I, 449b 14 – 15.
63
Το πάθος εδώ, όπως αναφέρει ο Αριστοτέλης στο Περί Μνήµης, αποτελεί την εντύπωση που
εγγράφεται στην ψυχή κατά τη διάρκεια της λειτουργίας των αισθήσεων. Είναι απότοκος της
επίδρασης των αισθητών στα αισθητήρια όργανα και επηρεάζει τις ψυχολογικές διαβαθµίσεις.
Βλ. Αριστοτέλης, Περί Μνήµης I, 450a 28 – 30.
64
Ό.π. I, 449a 24 – 26.
65
Στο Περί Μνήµης, ο Αριστοτέλης µιλάει για τη διαδικασία που « το παραγόµενο από την ψυχή
πάθος, και στο µέρος του σώµατος που αντιλαµβάνεται αυτήν, είναι τέτοιο που µοιάζει µε
ζωγράφηµα, που η κατοχή του λέµε ότι είναι µνήµη», Θεωρεί δηλαδή ότι η ψυχή είναι το µέρος
του σώµατος που αντιλαµβάνεται και ανιχνεύει το αποτύπωµα του αισθητηριακού ερεθίσµατος,
δηλαδή το πάθος που µοιάζει µε εικόνα και διατηρείται στη µνήµη.
Βλ. Ό.π. Ι, 450a 28 – 30.
34
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
66
Αριστοτέλης, Αναλυτικά Ύστερα, 99b 24 – 100a 7.
67
Αριστοτέλης, Περί Μνήµης ΙΙ, 451β 16 – 20.
68
Ο Αριστοτέλης θεωρούσε σηµαντικό το ρόλο της επαγωγής στην αντιληπτική διαδικασία.
Βλ. Αριστοτέλης, Αναλυτικά Ύστερα, 100b 2 – 4.
35
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
John Locke
69
«... οι άνθρωποι µπορούν ν’ αποκτήσουν όλες τις γνώσεις που έχουν, χρησιµοποιούντες τις
φυσικές τους ικανότητες, χωρίς τη βοήθεια καµιάς έµφυτης εντύπωσης· και ότι µπορούν να
φθάσουν σε µια τέλεια βεβαιότητα για ορισµένα πράγµατα, χωρίς να έχουν ανάγκη καµιάς απ’
αυτές τις φυσικές έννοιες ή τις έµφυτες αρχές»
Βλ. John Locke, Δοκίµιο για την Ανθρώπινη Νόηση, µτφ. Γρ. Λιόνη, εκδόσεις Αναγνωστάκη, σελ.
11.
70
« Αλλά πως µπορούµε να σκεφθούµε ότι η χρήση του λογικού είναι αναγκαία για ν’
ανακαλύψουµε αρχές, που υποθέτουµε έµφυτες, αφού το λογικό δεν είναι άλλο πράγµα ( αν
πρέπει να πιστέψουµε αυτούς εναντίον των οποίων συζητώ), παρά η δεξιότητα ( λειτουργία) να
βγάζουµε από αρχές ήδη γνωστές αλήθειες άγνωστες;»
Βλ. Ό.π. σελ 16.
36
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
71
Ό.π. σελ. 42.
72
« Πως δέχεται ( η ψυχή) ιδέες; Με ποιο µέσο κατακτά αυτή τη θαυµαστή ποσότητα, που η
φαντασία του ανθρώπου, πάντα δραστήρια και απεριόριστη, του παρουσιάζει µε µια ποικιλία
σχεδόν άπειρη; Από που αντλεί όλα αυτά τα υλικά, που είναι ο πλούτος όλων των συλλογισµών
του και όλων των γνώσεών του; Σ’ αυτό απαντώ µε µια λέξη: Απ’ την εµπειρία».
Βλ. Ό.π. σελ 42 – 43.
37
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
38
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
ενός πράγµατος και δευτερογενείς αυτές που η ύπαρξή τους δεν είναι
απαραίτητη για να νοηθεί ένα πράγµα. 73
Η γνώση για τον εξωτερικό κόσµο εξαρτάται από τις ιδέες που σχηµατίζουµε
γι’ αυτόν. Συνεπώς τα όρια της γνώσης φτάνουν µέχρι το σηµείο της
πληροφόρησης των ποιοτήτων που δύναται να έχει κάποιο αντικείµενο, αλλά
όχι για το αν το αντικείµενο µε τις συγκεκριµένες ποιότητες υπάρχει.
Η σκέψη του Locke οδηγεί στη δηµιουργία δύο κόσµων. Του υποκειµενικού,
στον οποίο είµαστε ελεύθεροι να ερευνούµε, αλλά που δεν παρέχει τα εχέγγυα
αντικειµενικής γνώσης και του εξωτερικού, από τον οποίο µας αποµακρύνει το
φάσµα των ιδεών µας. Από αυτή την άποψη, µε αφετηρία τις υποθέσεις του
κοινού νου, καταλήγει στην καρτεσιανή δυαρχία· όλα τα γεγονότα γης γνώσης
αποτελούν προϊόντα αισθήσεων, αλλά είναι αληθινά στο βαθµό που
συνδέονται µε την εξωτερική πραγµατικότητα.
Η θεωρία του Locke δίνει πρωτοκαθεδρία στην ατοµική κρίση ενάντια στο
δόγµα, στερεώνοντας έτσι τον εµπειρισµό.
George Berkeley
Ο πυρήνας της θεωρίας του Berkeley δοµείται πάνω στην κριτική που άσκησε
για τις βασικές θέσεις του Locke.
Ο Berkeley υποστήριξε ότι δεν υπάρχει εξωτερικός κόσµος καθαυτός και ότι
υπάρχει µόνο αυτό που µπορούµε να αντιληφθούµε και να συλλάβουµε µε τις
αισθήσεις µας. Θεωρεί ότι τα αντικείµενα της όρασης δεν υπάρχουν αυτά καθ’
εαυτά αν και έτσι µπορούµε να κατανοήσουµε τα φαινόµενα των πραγµάτων
και όχι τα ίδια. Σε αντίθεση µε τις απόψεις του Locke αρνείται ότι υπάρχουν
73
1. Οι πρωτογενείς και δευτερογενείς ποιότητες στον Locke αντιστοιχούν σύµφωνα µε τον
Irving Block στα ίδια και στα κοινά αισθητά του Αριστοτέλη.
Βλ. Irving Block, “ Truth and Error in Aristotle’s Theory of Sense Perception “, The
Philosophical Quarterly, Vol. 11, No 42, Ιανουάριος 1961, σ.σελ. 1-9, σελ. 1.
39
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
υλικές υποστάσεις και ποιότητες 74 και πιστεύει ότι τα υλικά αντικείµενα δεν
είναι δυνατόν να καθορίζουν τις ιδιότητες του νου και να δηµιουργούν ιδέες. Τα
υλικά αντικείµενα έχουν ανεξάρτητη υπόσταση και αποτελούν ένα σύνολο από
ιδέες. Δηλαδή αυτά που βλέπουµε είναι ιδέες του νου και είναι διαφορετικά
από αυτά που αγγίζουµε. 75
Ο Berkeley υποστήριζε τη βασική αρχή του ιδεαλισµού, ότι για τα µόνα
πράγµατα που µπορούµε να αποφανθούµε είναι αυτά που προκύπτουν από
τις ιδέες που βασίζονται όµως µόνο στην εµπειρία µας, δηλαδή µόνο στις
αισθήσεις µας. Αποδέχεται δηλαδή την ύπαρξη των αισθηµάτων χωρίς να
αναγνωρίζει την αντικειµενική πραγµατικότητα από την οποία δηµιουργούνται
αυτά τα αισθήµατα.
Όσον αφορά το λογικό, θεωρεί ότι οι λέξεις που χρησιµοποιούµε έχουν νόηµα
µόνο όταν αντιστοιχούν στην περιγραφή της εµπειρίας µας. Άρα και η
πραγµατικότητα ταυτίζεται µε την πραγµατικότητα της αντίληψής µας, ενώ η
υπόσταση των πραγµάτων δεν είναι ποτέ υλικής φύσης.
Οι ιδέες κατά τον Berkeley αποτελούν τις αρχές της νόησης του ανθρώπου
στην προσπάθειά του να γνωρίσει τα πράγµατα και ο χαρακτήρας τους είναι
γενικά γνωσιολογικός. Η ιδέα αποτελεί µια σύλληψη του νου που
αντιπροσωπεύει τα πράγµατα του εξωτερικού κόσµου µέσα στην ανθρώπινη
σκέψη, η οποία µε αυτόν τον τρόπο τα ανάγει µέσα της προκειµένου να τα
γνωρίσει.
Οι ιδέες είναι το µόνο συστατικό στοιχείο του κόσµου και εντοπίζονται στο νου
µας και µετουσιώνονται στον καθένα διαφορετικά. Το µόνο αυτόνοµο σύστηµα
είναι το πνεύµα, το οποίο συλλαµβάνει τις ιδέες και υπάρχει ως ανεξάρτητη
οντότητα.
Όπως και ο Locke, ο Berkeley λέγοντας ιδέα εννοεί την εικόνα, την
αισθητηριακή εµπειρία, τη δευτερεύουσα ποιότητα και την έννοια. Συνοψίζει τη
σκέψη του σε τέσσερις άξονες. Ο πρώτος κινείται στην άποψη ότι όλες οι
74
R.S Woolhouse, Φιλοσοφία της Επιστήµης Οι Εµπειριστές, Εκδόσεις Στάχυ, Αθήνα, 2000, σελ.
176
75
Ό.π. σελ. 181.
40
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
αισθητές ποιότητες είναι ιδέες, δηλαδή ότι όλα τα αντικείµενα από τη φύση
τους είναι ή µπορούν να γίνουν αντικείµενα αντίληψης και συµπεριλαµβάνουν
όλα τα είδη. Ο δεύτερος δηλώνει ότι δεν υπάρχει αδρανής ύλη. Η ύλη
παραµένει αδρανής όταν δεν ενεργεί, δεν αντιλαµβάνεται ούτε και γίνεται
αντιληπτή. Κάτι τέτοιο κατά τη θεωρία του δε δύναται να ισχύει καθώς είναι
αδύνατο να υπάρχει αντικείµενο που να µη γίνεται αντιληπτό. 76 Από Ο τρίτος
θεωρεί δεδοµένη και αποδείξιµη την ύπαρξη του Θεού και ο τέταρτος βασίζει
την επανερµήνευση της γλώσσας πάνω στον ιδεαλισµό.
Ο Berkeley αποδοµεί τη σχέση ανάµεσα στη συνείδηση και στον εξωτερικό
κόσµο. Η πραγµατικότητα αποτελείται αποκλειστικά από το περιεχόµενο των
σκέψεων που πηγάζουν από τις εµπειρίες µέσω των αισθήσεων. Ο κόσµος
για τον άνθρωπο εκκινεί και καταλήγει µαζί µε τη συνείδησή του. Συνεπώς, « η
ύπαρξη των πραγµάτων συνίσταται στην ενέργεια µε την οποία γίνονται
αντιληπτά». 77 Σε αντίθεση µε το Locke, ο Berkeley θεωρεί ότι δεν υπάρχουν
πρωτογενείς και δευτερογενείς ποιότητες. Όσον αφορά τις πρωτογενείς
ιδιότητες, δεν ανταποκρίνεται σε αυτές η εξωτερική πραγµατικότητα, επειδή
αυτές δηµιουργούνται µε την αφαίρεση και δεν είναι παρά πλασµατικές ή
αφηρηµένες και γενικές παραστάσεις. Πραγµατικές είναι µόνο οι
συγκεκριµένες παραστάσεις ξεχωριστά, αλλά και σε αυτές αντικειµενικά, δεν
ανταποκρίνονται τα υλικά όντα, επειδή η ύλη είναι έννοια που και αυτή
γεννήθηκε µε την αφαίρεση και όχι από την εµπειρία. Στις ιδέες δεν
περιλαµβάνει το πνεύµα, το νου και την ψυχή. Αυτές οι πνευµατικές
υποστάσεις δεν είναι παρά µόνο ο χώρος στον οποίο αναπτύσσονται,
κατοικούν και υπάρχουν οι ιδέες.
76
Berkeley, Πραγµατεία Πάνω στις Αρχές της Ανθρώπινης Γνώσης, εισαγωγή – µετφ. Δήµητρα
Ν. Σφενδόνη, εκδ. Κωνστατνινίδη,, σελ. 14.
77
Ό.π. , σελ. 13.
41
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
David Hume
42
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
από το λόγο ούτε από την εξωτερική εµπειρία, τότε µπορεί να προέρχεται
µόνο από τον ψυχικό µηχανισµό των παραστάσεων που βασίζεται στη
συνήθεια. Η συνήθεια που πηγάζει από ένα φυσικό ένστικτο, αναγορεύεται
έτσι από το Hume σε οδηγό της ανθρώπινης ζωής. Η φύση εµφύτευσε στον
άνθρωπο ένα ένστικτο το οποίο κατευθύνει τη νόησή του κατά τέτοιο τρόπο
ώστε να εναρµονίζεται µε την πορεία των πραγµάτων, που η ίδια καθόρισε».
78
Θεωρεί ότι η γνώση της ουσίας των γεγονότων είναι αδύνατη, αν και
παραδέχεται ότι σε πρακτικά ζητήµατα οι άνθρωποι είναι υποχρεωµένοι να
υποθέτουν την αξιοπιστία των αντιλήψεών τους γιατί διαφορετικά θα
τρελαινόταν. Αρνείται την την ύπαρξη πνευµατικής ουσίας που υπέθετε ο
Berkeley και της υλικής ουσίας του Locke. Αρνήθηκε την ύπαρξη ατοµικού
εαυτού, υποστηρίζοντας ότι επειδή οι άνθρωποι δεν έχουν µια σταθερή
άποψη του εαυτού τους ως ξεχωριστές οντότητες. « Δεν είναι παρά ένα δεµάτι
ή συλλογή διαφορετικών αντιλήψεων».
Emanuel Kant
78
Αυγελής Νίκος, Εισαγωγή στη Φιλοσοφία, εκδ. Κώδικας, Θεσσαλονίκη, 1998, σελ. 177.
43
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
79
Αλέξης Καρπούζος, Εισαγωγή στην Κατανοητική Φιλοσοφία: Η περιπέτεια της ανθρώπινης
χειραφέτησης, εκδ. Εργαστήριο Σκέψης, Αθήνα, 2011,σελ. 30.
80
Καντ, Η Κριτική της καθαρής Λογικής, ά βιβλίο της υπερβατικής διαλεκτικής, β΄τµήµα, περί των
υπερβατικών ιδεών.
44
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
45
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
81
Rudolf Arnheim, Τέχνη και Οπτική Αντίληψη, Η ψυχολογία της δηµιουργικής όρασης, εκδ.
Θεµέλιο, 2005, σελ. 190 και 191.
82
Ό.π., σελ. 190 και 191.
46
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
83
Η έννοια της υπερθέσης παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην κβαντοµηχανική. Συγκεκριµένα
είναι γνωστή από τον βραβευµένο µε Nobel φυσικό E. Schroedinger και το διάσηµο πείραµά του «
η γάτα του Schroedinger », σύµφωνα µε το οποίο υποστηρίζει ότι τίποτε δε συµβαίνει ή δε
βρίσκεται σε µια θέση αν δεν το παρατηρήσουµε. Μέχρι να το κατατάξουµε υπάρχει σε µια θέση
που είναι και δεν είναι, δηλαδή την υπερθέση.
http://www.informationphilosopher.com/solutions/experiments/schrodingerscat/ ( διαβασµένη την
30/9/2014)
84
Rudolf Arnheim, Τέχνη και Οπτική Αντίληψη, Η ψυχολογία της δηµιουργικής όρασης, εκδ.
Θεµέλιο, 2005, σελ. 203.
85
Ε. Η. Gombrich, Τέχνη και Ψευδαίσθηση, Αθήνα, εκδ. Νεφέλη, 1995, σελ. 127.
47
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
Κατά πόσο όµως ο καλλιτέχνης αντανακλά τον κόσµο που τον περιβάλλει;
Πόση ακρίβεια αποδίδει στην κάθε απεικόνιση των εξωτερικών ερεθισµάτων;
Η λειτουργία της αναπαράστασης επωάζεται µέσα στους αντιληπτικούς
µηχανισµούς του νου, γεννιέται µέσα από τα ορόσηµα της επικοινωνίας του µε
το θεατή και αναπτύσσεται δια µέσω της ύλης, µε την οποία έχει ο δηµιουργός
µια αµφίδροµη σχέση. Μια σχέση επιβολής και δύναµης. Μια εξίσωση
ισορροπίας, που στο ένα σκέλος βρίσκεται η ανάγκη επιβολής στου
ανθρώπου στο υλικό του περιβάλλον και στο άλλο τα όρια που θέτουν οι
περιορισµένες δυνατότητες του µέσου στο δηµιουργό.
Ο Gombrich, που στο βιβλίο του « Τέχνη και ψευδαίσθηση »
διαπραγµατεύεται το θέµα του στερεοτύπου σαν γενικευµένη µορφή και τη
διαµόρφωσή του και αναµόρφωσή του ανάλογα µε τις ανάγκες της
απεικόνισης, θέτει σαν σταθµούς µελέτης κάποιους καταλυτικούς παράγοντες
µέσα από την επίδραση των οποίων η απεικόνιση παίρνει διαφορετική µορφή
κάθε φορά.
Η συµβολοποίηση, η προβολή και η καταγραφή των σχέσεων είναι τρεις
δίοδοι µέσα από τις οποίες το στερεότυπο µεταλλάσσεται ανάλογα µε τις
ανάγκες του δηµιουργού και τις απαιτήσεις της περιρρέουσας κοινωνικής και
πολιτιστικής ατµόσφαιρας.
Μέσα από το παραδείγµατα που παραθέτει ο Gombrich, η συµβολοποίηση και
η προβολή αποτελούν δοµικά στοιχεία της νευροβιολογικής και ψυχολογικής
λειτουργίας του ανθρώπου, και συνεπώς αναπαραστατικά εργαλεία στην
τέχνη. Η περιπτώσεις των ανασκαφών στην Ιεριχώ, που οι καλλιτέχνες τις
εποχής χρησιµοποιούσαν κοχύλια για να συµβολίσουν τα µάτια πάνω στα
κρανία 86 , καθώς και η αναφορά του στα διάσηµα γλυπτά του Picasso, ο
86
. Ο Gombrich επισηµαίνει εδώ ότι αναπαράσταση δε σηµαίνει αντίγραφο. Τα ευρήµατα στις
ανασκαφές στην Ιεριχώ αποκαλύπτουν κρανία τα οποία µετά το θάνατο των ανθρώπων
χρησίµευσαν σαν πρώτη ύλη για τον καλλιτέχνη, ο οποίος άπλωσε πάνω τους χρώµατα για να
αναπαραστήσει την αποσυντεθηµένη σάρκα και έβαλε κοχύλια στη θέση των µατιών. Αυτό που
θέλει να τονίσει ο Gombrich είναι ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος δε χρειάζεται να δει ένα
πραγµατικό µάτι για να καταλάβει ότι πρόκειται για µάτι. Τα κοχύλια παίζουν τον ίδιο ρόλο και ο
48
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
87
Ο Picasso χρησιµοποίησε την αρχή που λέει ότι όταν κάτι µας θυµίζει έστω και κατά
προσέγγιση κάτι, παρεµβληθεί στο οπτικό µας πεδίο κινητοποιούµαστε και αντιδρούµε. Έβαλε
έτσι στο άγαλµα ενός µπαµπουίνου που είχε κάνει αντί για κεφάλι ένα αυτοκινητάκι για παιδιά, το
οποίο λειτουργεί άψογα και παραπέµπει σε κεφάλι ζώου παρόλο που στην πραγµατικότητα είναι
κάτι διαφορετικό.
Ό.π., σελ. 130.
88
. Με αυτή τη φράση του, ο Paul Klee, εξηγεί το πώς από την αιτία προέρχεται το πραγµατικό.
Θεωρεί ότι η δηµιουργία του καλλιτέχνη ξεκινάει από ένα σηµείο. Δηλαδή ένα στερεότυπο, ένα
εφαλτήριο έµπνευσης και από εκεί µεταλλάσσεται. Το τελικό αποτέλεσµα είναι ένα µέρος της
ουσίας ( το φαινόµενο ). Τη λέξη «φαινόµενο», ο Klee εδώ τη χρησιµοποιεί µε την ετυµολογική της
έννοια. Δηλαδή µε την έννοια της εξωτερικής όψης των πραγµάτων. Συνεπώς κατά τον Klee, µε
αφετηρία το στερεότυπο και κατ’ επέκταση το αρχικό σηµείο, το αποτέλεσµα είναι τόσο πιστό στο
οπτικό ερέθισµα όσο ο καλλιτέχνης το επιτρέψει.
Πάουλ Κλεέ, Η Εικαστική Σκέψη, Τα µαθήµατα στη σχολή του Μπάουχαουζ, εκδ. Μέλισσα, 1989,
σελ. 21.
49
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
Στερεότυπο
Ο τρόπος που ο καλλιτέχνης κοιτάζει τον κόσµο δεν είναι βάζοντάς τον
απέναντί του. Γίνεται ένα µε τον κόσµο, αφουγκράζεται τα κρυφοµιλήµατα της
ζωής, ρουφάει µε την ανάσα του αχόρταγα κάθε µυρωδιά, περιδιαβάζει το
στερέωµα σε µια πορεία δύσβατη και προκλητική, εξαρθρώνει, θρυµµατίζει και
κατακερµατίζει τα µύρια ερεθίσµατα που εισβάλουν στους αντιληπτικούς του
µηχανισµούς και τα αναδιαρθρώνει, τα ανακατατάσσει και τα παρουσιάζει
ανακαλύπτοντας ξανά τη δική του πραγµατικότητα.
Με γνώµονα όλη αυτή τη δυναµική, στην τέχνη η σύνθεση συµβόλων χωρίς
την ανθρώπινη αίσθηση θα είναι απλά ένας συνδυασµός στερεοτύπων. Κάθε
απεικόνιση θα είναι απλά µια σειρά « κλωσµένων» στοιχείων, δίχως ουσία και
έµπνευση. 90 Τα δοµικά στοιχεία του απεικονιζόµενου αντικειµένου αν
89
Πάουλ Κλεέ, Η Εικαστική Σκέψη, Τα µαθήµατα στη σχολή του Μπάουχαουζ, εκδ. Μέλισσα,
1989, σελ. 60.
90
Ο Ludwig Wittgenstein στην κριτική του για τα µοτίβα µουσικής του Wagner κάνει χρήση µιας
εικαστικής αξίας που διέπει όλες τις µορφές τέχνης. Παρόλο που ο ίδιος στην περίπτωση αυτή τη
χρησιµοποιεί για τη µουσική, τη συνδέει µέσα από τη φρασεολογία του µε µια αποστεωµένη
έννοια από τα συστατικά της στοιχεία της ζωγραφικής τέχνης, την διακοσµητική λειτουργία της
απεικόνισης.
Ludwig Wittgenstein, Πολιτισµός και Αξίες, εκδ. Καραδαµίτσα, 1986, σελ. 69
50
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
91
Πάουλ Κλεέ, Η Εικαστική Σκέψη, Τα µαθήµατα στη σχολή του Μπάουχαουζ, εκδ. Μέλισσα,
1989, σελ. 76.
51
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
92
Αριστοτέλης, Περί Ψυχής Α, 403b 1 – 10.
52
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
Μετά την Αναγέννηση ( 17ο µε 19ο αι.), η µορφή παίρνει την έννοια του
σχήµατος και του όγκου. Ο Kant αντιδιαστέλλει τη µορφή από την ύλη, καθώς
λέει ότι η ύλη καθ ‘εαυτή δεν έχει σχέση µε τη µορφή. Συνδέει όµως την τέχνη
µε τη µορφή, αφού η κρίση της οµορφιάς δεν έχει σχέση µε τις αισθήσεις.
Αποτελεί τον τρόπο, µε τον οποίο βλέπουµε ένα αντικείµενο.
Ο Hegel αντιµετωπίζει τη µορφή ως µια ιδέα που προϋπάρχει των
αντικειµένων και είναι γνωστή µόνο στο νου.
Στη ζωγραφική, η ιδέα της µορφής ως προϋπάρχουσας στο µυαλό του
καλλιτέχνη µεταφράζεται µε την απόσχισή της από την ρεαλιστική
αναπαράσταση. Η έννοιά της ως αρχέτυπο κατάταξης, παίρνει διάσταση µέσα
από τη γενίκευση και τη γεωµετρική σχηµατοποίηση των αντικειµένων, τα
οποία αναφέρονται µέσα από την αφαιρετική τους απεικόνιση στην ιδέα του
αντικειµένου, κρατώντας µόνο τα θεµελιώδη αναγνωριστικά τους στοιχεία. Μια
τέτοια πρακτική στη ζωγραφική, γίνεται µε τρόπο που διανθίζει τον
πλουραλισµό της εικαστικής έκφρασης, χωρίς να περιορίζεται από την
αυστηρότητα του συγκεκριµένου σχήµατος ή τον περιορισµό της εικόνας µε
την κοινή της σηµασία. Η συνήθης απόδοση ενός τέτοιου είδους ζωγραφικής
περιλαµβάνει εικαστικές παραµέτρους που µεταφράζονται µε υπερβάλλουσα
γραφή και αποκλίνουσα από τα παραδοσιακά πρότυπα εικόνων.
Χαρακτηριστικό παράδειγµα τέτοιας ζωγραφικής είναι η σειρά έργων που
έκανε ο φηµισµένος ζωγράφος Piet Mondrian, 93 µε θέµα ένα δέντρο. Σε αυτά
µπορούµε να δούµε τη µετάβαση από την πιο απεικονιστική µορφή του
93
Ο Piet Mondrian ( 1872 – 1944), ήταν Ολλανδός Ζωγράφος και ιδρυτής του κινήµατος του
νεοπλαστικισµού. Αποτέλεσε έναν από τους πιο σηµαντικούς ζωγράφους της µοντέρνας τέχνης.
53
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
Εικόνα 1: Piet Mondrian The Red Tree 1908 Εικόνα 2: Piet Mondrian Tree II 1912
54
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
Σχηµατικά, θέτει τη φορά των κλαδιών παράλληλη µε αυτή του ορίζοντα και
της γης, θέτοντας έτσι τα πρώτα ψήγµατα για την παραµόρφωση του φυσικού
σχήµατος. Η µορφή του δέντρου είναι ακόµα έκδηλη στο θεατή.
Εικόνα 3: Piet Mondrian The Gray Tree 1912 Εικόνα 4: Piet Mondrian The Flowering Apple
Tree II 1912
Ο πίνακας στην « Εικόνα 3 » είναι µια από τις πρώτες απόπειρες του
Mondrian να υιοθετήσει κυβιστικούς κανόνες στη ζωγραφική του, οι οποίοι
αποτέλεσαν απλά το µέσο για τη µελέτη που ήθελε να κάνει. Τα ακέραια
δεδοµένα της µορφής του δέντρου εδώ αρχίζουν αν χάνονται, ενώ
µετατρέπονται σε οµάδες ρυθµικών γραµµών. Αποµακρύνουν έτσι την
αντικειµενική προσεγγιστική αξία τους. Σκοπός του καλλιτέχνη είναι να γίνει η
οπτική µεταφορά του υπαρξιακού νοήµατος του δέντρου και όχι η
σχηµατοποιηµένη απεικόνισή του. Πλέον σε αυτή τη µελέτη του, όπως και
στους υπόλοιπους πίνακες της σειράς που έκανε την ίδια χρονιά, κυρίαρχος
γίνεται ο ρυθµός και η φόρµα, αποδυναµώνοντας το χρώµα από τις εντάσεις
του και τον ενεργό ρόλο του. Τι ήθελε να πετύχει µε αυτό; Τη µεταµόρφωση
του δέντρου σε σύµβολο της µορφής του.
Ο στόχος αυτός επιτυγχάνεται ακόµα περισσότερο στον επόµενο πίνακά του,
όπως φαίνεται στην « Εικόνα 4 ». Σε αυτό το έργο έχει καταργήσει τελείως
την περιγραφική λειτουργία της ζωγραφικής γλώσσας και µετουσίωσε το θέµα
του µέσα από ένα σύνολο γεωµετρικών γραµµών. Οι γραµµές πλέον έχουν
χάσει κατά το µεγαλύτερο µέρος τους την απεικονιστική ιδιότητά τους, µε τη
µορφή που αυτή παρέπεµπε στο φυσικό αντικείµενο στα πρώτα του έργα, και
55
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
πλέον συµβάλουν στη συνολική σύνθεση του πίνακα µέσα στον καµβά. Η
λειτουργία τους είναι πολυσήµαντη. Τόσο ως συνθετικά στοιχεία, όσο ως
συµβολικά και ως γεωµετρικά και χωρικά. Το χρώµα όπως βλέπουµε στην
ελάχιστη απόδοσή του, κινείται σε συγκεκριµένους χρωµατισµούς απαλής
απόχρωσης.
Η συνολικός χειρισµός του θέµατος φανερώνει ότι ο Mondrian ήθελε να
παρουσιάσει το δέντρο ως αυτόνοµο αντικείµενο και όχι ως κοµµάτι της
φύσης, το οποίο υπακούει όχι πλέον σε φυσικούς νόµους, αλλά στις
κατευθυντήριες του καλλιτέχνη. Ο νεοπλαστικιστικός χειρισµός τόσο του
συµβόλου του δέντρου όσο και του φόντου, δεν επιτρέπει να περιορίζουν το
ένα το άλλο µέσα από µια ρέουσα ρεαλιστική εικόνα.
Η έννοια του σχήµατος εξαπλώνεται στο εύρος των αισθητικών
ερεθισµάτων που συγκεκριµενοποιούν τα αισθητά. Τα όριά τους
προσδιορίζονται από στοιχεία απολυτότητας που σηµατοδοτούν τα σύνορά
τους και τα αποπέµπουν από την αοριστία του συγκεχυµένου. « Το αισθητό
σχήµα είναι το προϊόν της αλληλεπίδρασης µεταξύ του φυσικού αντικειµένου,
του µέσου του φωτός που ενεργεί ως διαβιβαστής των πληροφοριών και των
συνθηκών που επικρατούν στο νευρικό σύστηµα του θεατή».94 Αυτό σηµαίνει
ότι τα χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος, οι συνθήκες, η χρονική στιγµή και η
ψυχολογική, νευρολογική και νοητική κατάσταση του υποκειµένου συνοµιλούν
µε την εξωτερική δοµή του φυσικού αντικειµένου. Το ίδιο το αντικείµενο
µεταµορφώνεται σε κάθε χρονική στιγµή και το σχήµα του προκύπτει από το
µέγεθος που επηρεάζεται από το περιβάλλον. Η σχηµατική αυτή εικόνα
µεταφέρεται στον άνθρωπο όπου και εκεί γίνεται η επεξεργασία της πάλι σε
συνάρτηση µε τους προαναφερθέντες παράγοντες.
Τη µεταβλητότητα του σχήµατος εγκλώβισε ο Δηµόκριτος στην ατοµική
θεωρία του. Συγκεκριµένα στην εξήγηση για τη λειτουργία της όρασης, λέει ότι
τα αντικείµενα συνεχώς εκπέµπουν από τις επιφάνειές τους λεπτές ταινίες ή
φλοιούς από άτοµα, οι οποίοι διατηρούν περισσότερο ή λιγότερο το σχήµα
94
Rudolf Arnheim, Τέχνη και Οπτική Αντίληψη, εκδόσεις Θεµέλιο, Αθήνα 2005, σελ. 62.
56
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
των αντικειµένων, καθώς τινάσσονται µέσα από τον αέρα σε όλη τους την
πορεία προς το µάτι.
Η εύπλαστη οπτική µορφή του σχήµατος ενός αντικειµένου και το εύρος των
οπτικού πλουραλισµού που µπορεί να πάρει σε συνάρτηση µε τους
εξωτερικούς και εσωτερικούς παράγοντες, µεταφράζεται κυρίως στην
απεικονιστική ζωγραφική. Αυτού του είδους η ζωγραφική µατιά αποτελεί το
πιο ειλικρινές πλησίασµα στον εξωτερικό κόσµο και η απόδοσή του πάνω στη
ζωγραφική επιφάνεια χαρακτηρίζεται από την κυριαρχία της µίµησης. Από τον
αναπαραστατικό ρεαλισµό, µέχρι τον ιµπρεσιονισµό, ή ακόµα και την οπτική
παραµόρφωση όταν αυτή γίνεται βασισµένη σε ρεαλιστικά πρότυπα, το σχήµα
των αντικειµένων παίρνει πολυποίκιλες τιµές.
Εµφανές παράδειγµα αυτής της οπτικής είναι και ο πίνακας της παγκοσµίως
αναγνωρισµένης, σύγχρονης ζωγράφου, Jenny Saville, 95η οποία ασχολείται
κυρίως µε το ανθρώπινο σώµα και τη ρεαλιστική απόδοσή του, τόσο
σχεδιαστικά, όσο και χρωµατικά.
Στον πίνακά της Prop όπως φαίνεται στην « Εικόνα 5 » µπορούµε να δούµε
την καθαρότητα των γραµµών της και την απεικονιστική της µατιά γύρω από
το σύγχρονο άνθρωπο. Η γενικότερη εικαστική στάση της καλλιτέχνιδας, είναι
η επικέντρωσή της στο ανθρώπινο σώµα όπως ακριβώς είναι, χωρίς την
ωραιοποίηση που υπόκειται από τα σύγχρονα µέσα επικοινωνίας και
επιρροής. Στο συγκεκριµένο πίνακα απεικονίζει το ανθρώπινο σώµα όπως
ακριβώς το βλέπει. Το σχήµα της γυναίκας όπως το παρουσιάζει δεν είναι
αποτέλεσµα υπερβολικής παραµόρφωσης, παρά µίµησης της οπτικής µατιάς
από µια συγκεκριµένη γωνία, µε συγκεκριµένο φωτισµό. Το σχηµατικό και
σχεδιαστικό αποτέλεσµα είναι διαφορετικό από το πρότυπο του ανθρώπινου
σώµατος όπως το έχουµε συνηθίσει, τόσο αναλογικά, όσο και χωρικά.
Παραµένει όµως η ακριβής απεικόνισή του.
95
Η Jenny Saville ( 1970 - ), είναι αγγλίδα ζωγράφος, γνωστή για τα µεγάλης κλίµακας έργα της
από γυναικεία γυµνά. Ζει και εργάζεται στην Οξφόρδη.
57
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
Τεχνικά κινείται µέσα στα ακαδηµαϊκά όρια, τα οποία αποβλέπουν στη µελέτη
του αντικειµένου και την όσο γίνεται ακριβέστερη προβολή του και συνεπώς
µπορούµε να πούµε ότι τα έργα της αποτελούν ένα ξεκάθαρο παράδειγµα της
µεταβλητότητας του σχήµατος του φυσικού αντικειµένου σε συνάρτηση µε την
οπτική του θεατή.
Σύνθεση
58
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
96
Το βάρος εδώ απέχει από την έννοια που έχει στο φυσικό κόσµο. Στην εικαστική προσέγγιση το
βάρος σε έναν πίνακα µεταφράζει την οπτική τοποθέτηση των αντικειµένων µε τέτοιο τρόπο ώστε
το πλήρες και το κενό στον πίνακα στο σύνολό τους να αποτελούν µια αρµονική και
ισορροπηµένη εικόνα.
97
Πλάτων, Ιππίας Μείζων ή περί Καλού, 303d.
98
« ... όλα τα ωραία, όπως σώµατα, σχήµατα, φωνές, ασχολίες, τα ονοµάζεις κάθε φορά ωραία,
χωρίς να αποβλέπεις σε τίποτε; Για παράδειγµα τα ωραία σώµατα, κατ’ αρχάς, δεν λες πως είναι
ωραία για τη χρησιµότητά τους, σε ό,τι δηλαδή το καθένα χρησιµεύει, σ’ αυτό αποβλέποντας, ή
για την ευχαρίστηση, αν, όταν βλέπουν, κάνει όσους το βλέπουν να χαίρονται; ...»
Βλ. Πλάτων, Γοργίας, 474d.
99
« ... η οµορφιά και η αρµονία, η χάρη και η ευρυθµία... παρακολουθούν την ευήθεια του
χαρακτήρα εκείνο της ψυχής που έχει διαπλάσει πραγµατικώς ωραίο και καλό ήθος...»
Βλ. Πλάτων, Πολιτεία, 400c.
59
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
λόγο και όχι ο λόγος για εκείνα». 100 Ο Αριστοτέλης από την πλευρά του,
θεωρεί τις κύριες εκφάνσεις του ωραίου είναι η τάξη, η συµµετρία και το
καθορισµένο. 101
Από τους ορισµούς του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη για το ωραίο και το
αγαθό, µπορούµε να συµπεράνουµε τη σύνδεσή τους µε το λόγο. Η
αλληλουχία σχέσεων αυτή εφαρµόζεται σε όλα το φυσικό κόσµο και ιδιαίτερα
στην οπτική εικόνα. Ο καλλιτέχνης σε ένα ζωγραφικό πίνακα δηλαδή,
διαχειρίζεται όλες αυτές τις κατευθυντήριες που επικοινωνούν µε τη νόηση
µέσα από την αντιληπτική λειτουργία του νου και οικοδοµεί το έργο του µε όλα
όσα στοιχεία θα το τοποθετήσουν στο εύρος της οπτικής αρµονίας.
Η πραγµατοποίηση της εικαστικής ισορροπίας δε συνδέεται µόνο µε την
άκαµπτη δίοδο της συµµετρίας. Δηλαδή δεν έχει το ίδιο λειτουργικό υπόβαθρο
µε την ισορροπία στο φυσικό κόσµο. Εµπεριέχει τόσο γεωµετρικά, όσο
σχεδιαστικά και χρωµατικά στοιχεία, τα οποία πρέπει να συνοµιλούν µε τέτοιο
τρόπο, ώστε να αποδίδουν στο σύνολό τους µια αρµονική συνύπαρξη.
Ακολουθεί δηλαδή τους φιλοσοφικούς άξονες πάνω στους οποίους κινείται το
αγαθό και το ωραίο, για να πετύχει Η ισορροπία δηλαδή στον εικαστικό κόσµο
αποτελείται από άνισες γραµµές, απόκεντρες τοποθετήσεις, χρωµατικές
αντιθέσεις, ασύµµετρη σύνθεση, χωρίς όµως αυτό να αποκλείει τη αυστηρή
γεωµετρία και συµµετρία.
Ένα ευδιάκριτο παράδειγµα πίνακα µε στοιχεία που επιφέρουν ισορροπία
είναι αυτό του Geroges Roualt, στην « Εικόνα 6 », στον οποίο επέρχεται
συνθετική ισορροπία που προκύπτει τόσο από την τοποθέτηση των µορφών
µέσα στον καµβά, όσο και από τις χρωµατικές επιλογές. Η πιο δυνατή
συνθετική παρέµβαση είναι ο σταυρός µε το σώµα του Χριστού που βρίσκεται
ακριβώς στη µέση. Με αυτό ο πίνακας αποκτά αµέσως έναν κεντρικό άξονα
ισορροπίας, χάρη στον οποίο δίνεται βάρος και χωρίζεται αυτόµατα σε δύο
100
Πλάτων, Πολιτεία, 400d.
101
« ... οι κύριες εκφάνσεις του ωραίου είναι η τάξη, η συµµετρία και το καθορισµένο, πράγµατα τα
οποία οι µαθηµατικές επιστήµες καταδεικνύουν κατ΄ εξοχήν...»
Βλ. Αριστοτέλης, Μετά τα Φυσικά, Μ 1978 a.b.
60
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
µεγαλύτερα και δύο µικρότερα ίσα µέρη. Το σώµα του Χριστού που βρίσκεται
επάνω στο σταυρό εντείνει την ένταση τόσο του θέµατος, αλλά και στην
προκειµένη περίπτωση της σχηµατικής ισορροπίας. Οι µορφές στο πλάι
συµµετέχουν και αυτές στη συνθετική προσέγγιση, σχεδιαστικά και χρωµατικά
ταυτόχρονα. Ο Rouault τοποθετεί τις δύο όρθιες µορφές της Παναγίας και του
Άγιου Ιωάννη από τη µια πλευρά, και για να ισορροπήσει τη σύνθεση,
τοποθετεί την απέναντι µορφή γονατιστή, έτσι ώστε να πιάνει όγκο τόσο όσο
οι όρθιοι άνθρωποι απέναντί της. Η χρωµατική παλέτα του ζωγράφου κινείται
σε έντονα χρώµατα, καθώς και την κυριαρχία των µαύρων περιγραµµάτων,
έτσι ώστε ο συνδυασµός τους να πετυχαίνει τη µέγιστη ένταση όπου
χρειάζεται. Το σώµα του Χριστού, που είναι και το κυρίως θέµα,
πρωταγωνιστεί χρωµατικά, χωρικά, αλλά και συνθετικά. Η µορφή του Αγίου
Ιωάννη, λειτουργεί συµβολικά τόσο µέσω του χρώµατος, όσο µέσω του
µεγέθους. Είναι αυτή που φτάνει στο ύψος το χέρι του Χριστού και η
χρωµατική της ένταση τραβάει το βλέµµα και σηµατοδοτεί τη σπουδαιότητα
που δίνει ο καλλιτέχνης στο πρόσωπό του.
61
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
Εικόνα 7
102
Ο Paul Cezanne ( 1839 – 1906 ), ήταν Γάλλος ζωγράφος µε σηµαντική θέση στην ιστορία της
ζωγραφικής. Οι µελέτες του και οι ζωγραφικές ανακαλύψεις που έκανε µέσα από αυτές,
επηρέασαν τους µεγάλους σύγχρονους ζωγράφους.
62
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
63
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
103
Μαρίνα Λαµπράκη Πλάκα, Μελέτη για τις πραγµατείες Περί Ζωγραφικής, Αλµπέρτι και
Λεονάρντο, εκδ. Βικελαία Δηµ. Βιβλιοθήκη, Ηράκλειο, 1988, σελ. 40.
64
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
Παπανούτσο δεν µπορεί να παραλληλιστεί µε καµιάν άλλη σχέση του εγώ µας
µε τον κόσµο. 104 Από τη γνωσιακή σκοπιά δηλαδή, η τέχνη υπηρετεί
καλύτερα την ψυχική καλλιέργεια και ανάταση όταν υπακούει στα πλαίσια των
διαµορφωµένων προτύπων της σύνθεσης του κόσµου, που έχουµε όλοι
καταχωρηµένα ως στερεότυπα. Η γνωστική επικοινωνία του θεατή µε το έργο
δεν περιορίζεται όµως µόνο σε µια αληθοφανή εικόνα. Εξαπλώνεται σε όλα τα
επίπεδα του επιστητού και συλλέγει στοιχεία τα οποία παραπέµπουν σε
κανόνες και δοµές των αντιληπτικών µας αναφορών, είτε αυτές εγκολπώνουν
αναπαραστάσεις του φυσικού κόσµου, είτε ανεικονικά στοιχεία βασισµένα σε
αφηρηµένες εκφάνσεις του ρεαλισµού, ανασκευασµένες και µετουσιωµένες. Η
ισορροπία λοιπόν σε έναν πίνακα και τα συστατικά της στοιχεία λειτουργούν
ως σύνδεσµος µε τις σταθερές που µας συνδέουν µε το φυσικό κόσµο. Είναι
ένας καθρέφτης που επιβεβαιώνουµε τη θέση µας στον κόσµο, ακόµα και αν
αυτό σηµαίνει να την ανασκευάσουµε και να την προσαρµόσουµε στα στοιχεία
του έργου.
Εξετάζοντας λοιπόν το οπτικό βάρος ως ένα σηµαντικό στοιχείο της εικαστικής
ισορροπίας, µπορούµε να δούµε το οπτικό παράδειγµα στην « Εικόνα 9 »,
µέσα από το οποίο φαίνεται ο τρόπος που λειτουργεί το βάρος µέσα από τα
ζωγραφικά στοιχεία, όπου η ισορροπία εξαρτάται από την χωρική τοποθέτηση
σχηµάτων και χρωµάτων.
104
Ε. Παπανούτσος, Αισθητική, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα, 1976, σελ. 68.
65
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
Εικόνα 9
105
Ο Paul Klee ( 1879 – 1940 ), ήταν Γερµανός ζωγράφος που επηρέασε πολλές καλλιτεχνικές
τάσεις της µοντέρνας τέχνης. Υπήρξε δάσκαλος στη φηµισµένη σχολή Bauhaus µε σηµαντικό
έργο στο ενεργητικό του.
66
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
Εικόνα 10
Ο ίδιος ο Klee εφάρµοζε τις σχέσεις αυτές στους πίνακές του, όπως σε αυτόν
στην « Εικόνα 11 ». Διαπραγµατεύεται εδώ την ισορροπία της σύνθεσης µέσα
από το συνδυασµό γεωµετρικών σχηµάτων, εναλλαγές στρατηγικά
τοποθετηµένων χρωµάτων και τονικές διαβαθµίσεις. Η αρµονία στον πίνακα
αυτό προέρχεται από τη µελετηµένη τοποθέτηση των σχηµάτων στον καµβά,
το µέγεθός τους, τους τονισµούς των χρωµάτων και τις εντάσεις τους, καθώς
και τις χρωµατικές επιλογές. Όλα κινούνται γύρω από κάθετους και
οριζόντιους άξονες. Χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος που συνδιαλέγεται το
µαύρο µε το καθαρό πορτοκαλί, τόσο µέσα από τη θέση τους όσο και µέσα
από την έντασή τους. Το έργο αυτό, όπως και τα υπόλοιπα του ίδιου
καλλιτέχνη, αποτελεί µία ευρηµατική µελέτη της ισορροπίας, που πηγάζει από
µια πολύπλοκη διαδικασία.
106
Πάουλ Κλεέ, Η Εικαστική Σκέψη Ι, Τα µαθήµατα στη σχολή του Μπάουχαουζ, εκδ. Μέλισσα,
1989, σελ. 205.
67
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
Σε αντιδιαστολή µε τον κορεσµένο πίνακα του Klee, η επίδραση του κενού έχει
την ίδια βαρύτητα µέσα από την αλληλεπίδρασή του µε τα αντικείµενα. « Η
αποµόνωση προσθέτει βάρος. Ο ήλιος ή η σελήνη σε ένα άδειο ουρανό είναι
βαρύτερα από ένα αντικείµενο παρόµοιας µορφής περιτριγυρισµένο από άλλα
πράγµατα». 107 Ο πίνακας του Miro 108 για παράδειγµα στην « Εικόνα 12 »,
µεταφράζει κατά κάποιο τρόπο τα λεγόµενα του Arheim µε επιτυχηµένη
παραστατικότητα. Αν και από διαφορετική εποχή, το θέµα που διαχειρίζεται ο
Miro σε αυτό το έργο συνάδει µε την έννοια της αλληλεπίδρασης του
αντικειµένου µε το κενό και το βάρος που προσδίδει στο αντικείµενο η
κατάσταση αυτή. Οι δύο µεγάλες χρωµατικές κηλίδες και η µικρή µαύρη
ισορροπούν µέσα σε ένα άδειο καµβά. Το κενό γύρω τους, εντείνει το βάρος
των µορφών χωρίς την ανάγκη του πλουραλισµού. Η κόκκινη και µεγαλύτερη
107
Rudolf Arnheim, Τέχνη και Οπτική Αντίληψη, εκδ. Θεµέλιο, Αθήνα 2005, σελ. 38.
108
Ο Joan Miro ( 1893 – 1983 ), ήταν Καταλανός ζωγράφος και γλύπτης. Θεωρείται ένας από
ου
τους σηµαντικότερους υπερρεαλιστές καλλιτέχνες του 20 αιώνα.
68
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
κηλίδα είναι η βαρύτερη µορφή του πίνακα. Αν υπήρχε µόνη της, ο πίνακας δε
θα ισορροπούσε. Για να το αντισταθµίσει αυτό ο Miro έβαλε µια µικρότερη
κίτρινη κηλίδα πιο ψηλά. Σύµφωνα µε τον Arnheim τα αντικείµενα όταν
υψώνονται αποκτούν οπτικά βάρος. Συνεπώς η κίτρινη κηλίδα αντισταθµίζει
το βάρος της κόκκινης. Η µαύρη µε τη σειρά της ισορροπεί τονικά τον πίνακα,
αλλά και προσδίδει µια σύνδεση µε το νοητό οριζόντιο άξονα που διαπερνά
από το µέσο του πίνακα. Έτσι δίνει στην οπτική της εικόνας µια σταθερότητα,
κατεβάζοντας τη σύνθεση και στο κατώτερο µισό του καµβά.
Τέλος, σηµαντικό ρόλο στο βάρος και τη σταθερότητα µιας ζωγραφικής
µορφής παίζει το σχήµα. Οι κανονικές γεωµετρικές µορφές φαίνονται
βαρύτερες από τα ηµιτελή ανοιχτά σχήµατα. Αυτό συµβαίνει γιατί τα κανονικά
σχήµατα απαντούν καλύτερα στον αισθητό κόσµο όπως αυτός έχει
αποτυπωθεί ως αρχέτυπο και δίνουν µια πιο απτή αίσθηση. Στα έργα του
Wassily Kandinsky 109 για παράδειγµα, ιδιαίτερα σε αυτά που οπτικοποιεί
µουσικές µελωδίες, µπορούµε να δούµε συνθέσεις κανονικών σχηµάτων που
συνυπάρχουν µε ηµιτελείς σχηµατισµούς. Στον πίνακά του στην «Εικόνα 13»,
109
Ο Wassily Kandinsky ( 1866 – 1944), ήταν Ρώσος ζωγράφος και θεωρητικός τέχνης.
Θεωρείται ως ένας από τους πρωτοπόρους της αφηρηµένης τέχνης, ο οποίος εισήγαγε πολλές
καινοτοµίες και µια νέα αντίληψη για τη ζωγραφική. Στη γνωστή πραγµατεία του « Για το
Πνευµατικό στην Τέχνη» έχει καταγράψει τις θεωρίες του και τις ιδέες του αυτές.
69
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
70
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
110
Πλάτωνας, Πολιτεία 10, 602c.
71
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
111
Ο Fillipo Brunelesci (1277 – 1446), ήταν Ιταλός αρχιτέκτονας, µηχανικός και γλύπτης της
Αναγέννησης. Είναι γνωστός για την ολοκληρωµένη θεωρία της προοπτικής στη ζωγραφική, αλλά
και για την κατασκευή του θόλου στον καθεδρικό ναό της Φλωρεντίας.
112
Ο Leon Battista Alberti (1404 – 1472), ήταν Ιταλός αρχιτέκτονας, γλύπτης, ζωγράφος και
µουσικός και συγγραφέας, µε βαθιά επίδραση στην τέχνη στο χώρο της προοπτικής και όχι µόνο.
72
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
έδαφος τη διαιρεί σε ισαπέχοντα τµήµατα µήκους ενός πήχη ( 1,80 εκ.) και
µετά φέρνει τη µεσοκάθετο πάνω στην
73
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
και γίνονται εµφανείς οι άξονες του κανάβου του Alberti, είναι ο πίνακας του
Okumura Masanobu. 113 Ο ζωγράφος, όντας επηρεασµένος από τη δυτική
Εικόνα 15 Okumura Masanobu Second – Floor Parlor in the New Yoshiwara 1745
113
Ο Okumura Masanobu ( 1686 – 1764 ), ήταν Ιάπωνας ζωγράφος, τυπογράφος και εκδότης
βιβλίων. Ήταν γνωστός για τη ζωγραφική του, που ανήκε στο στυλ Urushi-e, και ήταν ζωγραφική
µε ιδιαίτερες γραφές από βερνίκι.
74
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
Χρώμα
114
Wassily Kandinsky, Για το Πνευµατικό στην Τέχνη, µτφ. Μ. Παράσχης, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα,
1981, σελ. 84.
115
... στα γραπτά του Kant : « Στη ζωγραφική, στη γλυπτική, και όντως σε όλες τις οπτικές τέχνες,
στην αρχιτεκτονική, στην κηπευτική, στο βαθµό που είναι καλές τέχνες, το σχέδιο είναι ουσιώδες,
διότι το σχέδιο αποτελεί το θεµέλιο καλαισθησίας µόνον από την απόλαυση που προέρχεται από
το σχήµα, κι όχι από τη διασκέδαση της αίσθησης. Τα χρώµατα, τα οποία διαφωτίζουν τη διάταξη
των περιγραµµάτων, ανήκουν στον ερεθισµό. Μπορεί να ζωογονούν την αίσθηση του
αντικειµένου αλλά δεν µπορούν να το κάνουν άξιο διαλογισµού και ωραίο. Συχνά µάλλον
περιορίζονται από τις απαιτήσεις του ωραίου σχήµατος και ακόµα κι εκεί που ο ερεθισµός είναι
αποδεκτός εξευγενίζονται µόνον από το σχήµα».
Βλ. Rudolf Arnheim, Τέχνη και Οπτική Αντίληψη, εκδ. Θεµέλιο, Αθήνα 2005, σελ. 368 – 369.
116
Καθαρά λέγονται τα χρώµατα που δεν υπόκεινται σε προσµίξεις, δηλαδή τα βασικά χρώµατα.
75
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
ότι το χρώµα ως µια απλή αίσθηση δεν µπορεί να υπόκειται σε κρίση του
ωραίου, λέει ότι τα καθαρά χρώµατα συνδέονται µε το ωραίο ακριβώς γιατί
είναι καθαρά. Η καθαρότητά τους είναι µια ιδιότητα, η οποία µπορεί να
αποκοπεί από την απλή αίσθηση και κατά συνέπεια µπορεί να θεωρηθεί ως
φόρµα. 117 Το χρώµα συνδέεται µε τις αισθήσεις τόσο άµεσα, όσο συνδέεται
και µε την ύλη. Η ύλη είναι η βάση πάνω στην οποία σχηµατίζεται ο
χρωµατισµός και το µέσο χάρη στο οποίο υπάρχει το χρώµα. Ο Αριστοτέλης
συνυφαίνει το χρώµα µε την ύλη µέσα από τη θεωρία του για την όραση.
Απαραίτητη προϋπόθεση για τη διαδικασία της αίσθησης της οράσεως θεωρεί
το διαφανές. Στο «Περί Ψυχής» αναφέρει το διαφανές ως µια κοινή φύση και
δύναµη που δεν είναι αυτόνοµη ως ύπαρξη, αλλά βρίσκεται µέσα στον αέρα
και στο νερό, και σε µικρότερη ποσότητα στα υπόλοιπα σώµατα. 118 Χρώµα
του διαφανούς είναι το φως, το οποίο είναι η παρουσία του υλικού σώµατος
µέσα στο διαφανές. Το φως λοιπόν βρίσκεται σε « ενεργεία» κατάσταση και
φέρνει και σε « ενεργεία» κατάσταση το διαφανές, µε αποτέλεσµα και το
χρώµα να βρίσκεται και αυτό σε « ενεργεία» κατάσταση. Δηλαδή το χρώµα
γίνεται άµεσα αντιληπτό, όσο βρίσκεται σε αυτή την κατάσταση. Παράλληλα µε
το «ενεργεία» χρώµα, αναφέρει και το «δυνάµει» χρώµα, το οποίο είναι το
χρώµα που είτε υπάρχει ακόµα στην επιφάνεια του σώµατος που δεν έχει
εισέλθει σε ενεργεία κατάσταση, είτε βρίσκεται στο εσωτερικό του σώµατος.
Προχωρώντας την ανάλυσή του για το χρώµα, το κατατάσσει κατά παρόµοιο
τρόπο µε τα αισθητά. Έτσι και το χρώµα υπάρχει καθ’ αυτό και συµβεβικός και
αναφέρεται στα προσδιορισµένα και τα µη προσδιορισµένα σώµατα. Τα
προσδιορισµένα σώµατα έχουν το δικό τους χρώµα (καθ’ αυτό), ενώ τα µη
προσδιορισµένα σώµατα παίρνουν το χρώµα των άλλων (συµβεβικός). Στα
117
«Kant allows that although color, as mere sensation, normally cannot be subject to judgments
of beauty, pure, simple colors — he presumably means unmixed spectral hues — can be
beautiful, “insofar as they are pure.” Their purity in itself is a property that can be “abstracted”
from the mere sensation, and therefore can be considered as form.»
Denis Dutton, Kant and the Conditions of Artistic Beauty, British Journal of Aesthetics 34 (1994),
σ.σ. 226-41
118
Αριστοτέλης, Περί Ψυχής, II. Vi, 418b 4 – 13.
76
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
119
« και διαφανές λέω αυτό το οποίο είναι ορατό, όχι όµως για να το πούµε απλά από µόνο του
ορατό, αλλά χάρη σε ξένο σώµα» Βλ. Αριστοτέλης, Περί Ψυχής II, vii, 418b 4 – 6. και
« όπως ακριβώς λοιπόν έχει λεχθεί για το φως σε εκείνη την πραγµατεία ότι είναι κατά
συµβεβηκός το χρώµα του διαφανούς» Βλ. Αριστοτέλης, Περί Αισθήσεως ΙΙ, 439a 18 - 9
120
«He gave them also, at this time, the results of some further experiments in the decomposition
and re-composition of light : that the same degree of refrangibility always belonged to the same
color, and the same color to the same degree of refrangibility : that the seven different colors of
the spectrum were original, or simple, and that whiteness^ or white light was a compound of all
tthese seven colors».
Βλ. Newton, Sir Isaac, Newton’s Principia: Mathematical principle, µτφ. Andrew Motte, N.W.
Chittenden, New York, 1846, σελ. 22.
77
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
121
Maurice Merleau – Ponty, Phenomenology of Perception, trnsl. Colin Smith, Routledge &
Kegan Paul, London, 1970, 354 – 357.
122
Ό.π., 360 – 363.
78
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
123
Ό.π., 363 – 365.
124
Πλάτων, Φαίδων, 110b – 115a.
125
Τα βασικά χρώµατα είναι το κόκκινο, το κίτρινο και το µπλε. Τα συµπληρωµατικά είναι ο
συνδυασµός των δύο από τα τρία βασικά. Τα συµπληρωµατικά ζεύγη χρωµάτων είναι τα εξής:
µπλε – πορτοκαλί, κίτρινο – µοβ, κόκκινο – πράσινο. Στο πρώτο ζευγάρι το βασικό χρώµα είναι το
µπλε, µε το πορτοκαλί που αποτελεί τη µίξη κόκκινου και κίτρινου. Στο δεύτερο ζευγάρι το βασικό
χρώµα είναι το κίτρινο, µε το µοβ που αποτελεί τη µίξη κόκκινου και µπλε. Και στο τρίτο ζευγάρι το
79
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
του ανθρώπινου µατιού. Το όργανο του µατιού µας είναι δοµηµένο έτσι ώστε
να αντιλαµβάνεται µόνο τα τρία βασικά χρώµατα. 126 Το κόκκινο, το µπλε και
βασικό χρώµα είναι το κόκκινο, µε το πράσινο που αποτελεί τη µίξη από το µπλε και το κίτρινο.
Άρα σε µια γενίκευση, τα συµπληρωµατικά χρώµατα είναι τα δυο βασικά χρώµατα ενωµένα
ισόποσα απέναντι από το τρίτο και µόνο του βασικό χρώµα.
Αν αναµιχθούν δύο συµπληρωµατικά χρώµατα µεταξύ τους, καταστρέφονται και δίνουν ένα
ουδέτερο γκρι. Αντίστοιχα αν αναµιχθούν τα 3 βασικά χρώµατα µεταξύ τους χάνουν τις ιδιότητές
τους και δίνουν το µαύρο.
126
Ο Thomas Young, βασιζόµενος στις θεωρίες του Νεύτωνα και σε προηγούµενες µελέτες της
εποχής του, συνέθεσε µια υπόθεση το 1802 κατά την οποία υποστηρίζει ότι το ανθρώπινο µάτι
µπορεί να αντιληφθεί µονάχα τρία χρώµατα. Πιο συγκεκριµένα, αναφέρει ότι στο µάτι πρέπει να
βρίσκονται τρεις διαφορετικοί "υποδοχείς", έκαστος ευαίσθητος σε ένα συγκεκριµένο εύρος του
ορατού φωτός.
Αυτή η θεωρία εξελίχθηκε παραπάνω από τον Hermann von Helmholtz το 1850, ο οποίος
κατέταξε αυτά τα τρία είδη αισθητηρίων σε αυτά που αντιλαµβάνονται "µικρό", "µεσαίο" και
"µεγάλο" µήκος κύµατος, δηλαδή µπλε, πράσινο και κόκκινο χρώµα αντίστοιχα. Ανάλογα µε την
ένταση του χρώµατος που αντιλαµβάνεται το κάθε αισθητήριο, ο εγκέφαλος συνθέτει ένα
διαφορετικό ορατό χρώµα.
Οι θεωρίες αυτές αποδείχθηκαν αργότερα από τα πειράµατα του Gunnar Svaetichin και των
Dartnall, Bowmaker, Mollon, οι οποίοι κατάφεραν να µετρήσουν την ευαισθησία του κάθε
αισθητηρίου ξεχωριστά.
Ο Thomas Young, βασιζόµενος στις θεωρίες του Νεύτωνα και σε προηγούµενες µελέτες της
εποχής του, συνέθεσε µια υπόθεση το 1802[1] κατά την οποία υποστηρίζει ότι το ανθρώπινο µάτι
µπορεί να αντιληφθεί µονάχα τρία χρώµατα. Πιο συγκεκριµένα, αναφέρει οτι στο µάτι πρέπει να
βρίσκονται τρεις διαφορετικοί "υποδοχείς", έκαστος ευαίσθητος σε ένα συγκεκριµένο εύρος του
ορατού φωτός.
Αυτή η θεωρία εξελίχθηκε παραπάνω από τον Hermann von Helmholtz το 1850, ο οποίος
κατέταξε αυτά τα τρία είδη αισθητηρίων σε αυτά που αντιλαµβάνονται "µικρό", "µεσαίο" και
"µεγάλο" µήκος κύµατος, δηλαδή µπλε, πράσινο και κόκκινο χρώµα αντίστοιχα. Ανάλογα µε την
ένταση του χρώµατος που αντιλαµβάνεται το κάθε αισθητήριο, ο εγκέφαλος συνθέτει ένα
διαφορετικό ορατό χρώµα.
Οι θεωρίες αυτές αποδείχθηκαν αργότερα από τα πειράµατα του Gunnar Svaetichin[2] και των
Dartnall, Bowmaker, Mollon, οι οποίοι κατάφεραν να µετρήσουν την ευαισθησία του κάθε
αισθητηρίου ξεχωριστά.
[1] Young, T., 1802. Bakerian Lecture: On the Theory of Light and Colours. Phil. Trans. R. Soc.
Lond. 92:12-48
[2] Svaetichin,G. (1956). Spectral response curves from single cones, Actaphysiol. scand. 39,
Suppl. 134, 17-46
80
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
το κίτρινο. Επίσης αντιλαµβάνεται την ένταση του φωτός στο ορατό φάσµα της
ηλεκτροµαγνητικής ακτινοβολίας. Συνδυάζοντας όλα τα στοιχεία της
αντιληπτικής του ικανότητας επεξεργάζεται την εικόνα που λαµβάνει και
αντιλαµβάνεται έτσι τα υπόλοιπα χρώµατα, σύµφωνα µε το προσθετικό
µοντέλο σύνθεσης χρωµάτων. Συνεπώς, τόσο στο φυσικό κόσµο, όσο και
στον εικαστικό, όλες οι διαδικασίες για τη δηµιουργία χρωµάτων βασίζονται
στην αρχή ότι ένας µικρός αριθµός χροιών επαρκεί για να παραχθεί µέσα από
το συνδυασµό τους, ένας µεγάλος αριθµός χρωµάτων.
Οι σχέσεις των χρωµάτων που υπάρχουν στον αισθητό κόσµο συνθέτουν µία
προβληµατική για τους ζωγράφους. Όταν ένας πίνακας περιορίζεται στην
απλή µελέτη και αντιγραφή µιας τοπιογραφίας στη φύση, το πρόβληµα των
χρωµατικών σχέσεων λύνεται σε µεγάλο βαθµό από µόνο του. Όταν όµως το
ζωγραφικό θέµα εξαπλώνεται πιο πέρα και σε άλλες θεµατικές, τότε οι
χρωµατικές επιλογές συµβουλεύονται συχνά διάφορα τυποποιηµένα
χρωµατικά συστήµατα και µέσα από αυτά προσπαθούν να επιτύχουν
αρµονική σύνθεση. 127
Ο φηµισµένος ζωγράφος Van Gogh 128 κάνοντας το διάσηµο πίνακά του,
Starry Night στην «Εικόνα 16», χρησιµοποίησε µόνο τα τρία βασικά χρώµατα
και δύο από τα συµπληρωµατικά τους ζευγάρια. Το χρώµα που κυριαρχεί
στον πίνακα είναι το µπλε. Ως βασικό έχει σαν συµπληρωµατικό του το
πορτοκαλί. Τα δύο αυτά χρώµατα µαζί µε το κίτρινο, που είναι και αυτό
βασικό, βλέπουµε ότι κυριαρχούν στον ουρανό. Το τρίτο βασικό χρώµα, το
κόκκινο, υπάρχει στο έργο µέσα από το συµπληρωµατικό του το πορτοκαλί
127
Μερικά από τα γνωστά χρωµατικά συστήµατα που αναπτύχθηκαν στην προσπάθεια µελέτης
του χρώµατος είναι η χρωµατική πυραµίδα του J. H. Lambert, το σφαιρικό µοντέλο του Philipp
Otto Runge, η χρωµατιστή σφαίρα του Wilhelm Wundt, το χρωµατικό δέντρο του Albert Munsell
και πολλά άλλα. Τα συστήµατα αυτά κυµαίνονται από τα πιο απλά δισδιάστατα, µέχρι τα σηµερινά
πολυδιάστατα.
128
Ο Vincent van Gogh ( 1853 – 1890 ), ήταν Ολλανδός ζωγράφος και αποτέλεσε έναν από τους
σηµαντικότερους ζωγράφους στην ιστορία της ζωγραφικής. Η επιρροή του στα µεταγενέστερα
κινήµατα του εξπρεσιονισµού και του φοβισµού θεωρείται καταλυτική.
81
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
Πέρα από την κατάταξή τους σύµφωνα µε την καθαρότητά τους και τους
χρωµατικούς τους συνδυασµούς, τα χρώµατα διακρίνονται και σε θερµά ή
ψυχρά. Η αναγωγή τους αυτή γίνεται µεταφορικά, και ταυτίζεται µε τις
αντιδράσεις του ανθρώπου στις αντίστοιχες καταστάσεις θερµότητας ή
ψύχους. Η περιγραφή θερµό ή ψυχρό ανήκει λοιπόν στην ιδιότητα που
εκπορεύεται από το αντικείµενο και από την αντίδραση σε αυτό. Η διάκριση σε
ψυχρά ή θερµά δεν είναι απόρροια της λογικής διαδικασίας, όσο πιο πολύ
αντίδραση σε αισθησιακά ερεθίσµατα. Όπως για παράδειγµα, υπό
φυσιολογικά πλαίσια µας έλκει η θερµότητα µιας φλόγας και µας απωθεί ένας
καιρός κρύος έξω, µε αντίστοιχα συναισθήµατα αντιµετωπίζουµε µια θερµή
συµπεριφορά ή µας απωθεί µια κρύα αντιµετώπιση στα πλαίσια των
ανθρωπίνων σχέσεων. Στη ζωγραφική το µοίρασµα των χρωµάτων σε θερµά
και ψυχρά αν και έχει τις ίδιες βάσεις µε την έννοια που δίνουµε στην
καθηµερινή ζωή, δεν αντιµετωπίζεται µε τον ίδιο τρόπο. Και τα θερµά και τα
82
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
Στον πίνακά του για παράδειγµα στην «Εικόνα 17», σε µια πρώτη µατιά θα
λέγαµε ότι είναι ένα έργο που κυριαρχεί το µπλε χρώµα. Με µια πρόχειρη
µατιά θα µπορούσε ακόµα κάποιος να πει ότι πρόκειται για µια µονοχρωµία.
83
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
Παρ’ όλα αυτά ο πίνακας έχει όλες τις χρωµατικές ποιότητες και τις τονικές
διαβαθµίσεις που θα έβλεπε κάποιος σε οποιοδήποτε άλλο έργο. Το καθαρό
µπλε χρώµα σύµφωνα µε το Johannes Itten 129 ανήκει στα ψυχρά χρώµατα.
Στην περίπτωση όµως του έργου αυτού, βλέπουµε ότι το µπλε καταλαµβάνει
όλο το εύρος των χροιών που θα µπορούσε να πάρει. Δηλαδή υπάρχουν
φόρµες που το µπλε γίνεται θερµό, και χρωµατικές κηλίδες που το µπλε
γίνεται ψυχρό. Κάτι τέτοιο όµως αντιβαίνει στην αρχική τοποθέτηση του µπλε
στα ψυχρά χρώµατα. Η εξήγηση είναι απλή και οφείλεται στις προσµίξεις του
µπλε µε άλλα χρώµατα. Έτσι όταν το µπλε αναµιγνύεται µε ένα µικρό
ποσοστό κόκκινου, γίνεται θερµό. Ενώ όταν αναµιγνύεται µε ένα µικρό
ποσοστό κίτρινου, ψυχραίνει. Καταλυτικός παράγοντας στη µεταµόρφωση
ενός χρώµατος σε θερµό ή ψυχρό είναι και η αλληλεπίδραση του
περιβάλλοντος. Όπως αναφέραµε παραπάνω, η χροιά των χρωµάτων
µεταβάλλεται ανάλογα µε τα περιβάλλοντα γειτονικά χρώµατα. Έτσι εδώ, ένα
χρώµα µπορεί να γίνει ψυχρό ή θερµό ανάλογα µε την ύπαρξη των διπλανών
του χρωµάτων. Αυτό το ονοµάζει ο Arnheim αστάθεια και αλληλενέργεια των
χρωµάτων. 130
Μία ακόµα σηµαντική οπτική λειτουργία του χρώµατος, η οποία επενεργεί
πάνω στην αντιληπτική διαδικασία πρόσληψης µιας εικόνας είναι το κοντράστ,
ή αλλιώς η αντίθεση.
Η χρωµατική αντίθεση συµβαίνει όταν υπάρχουν διακριτές διαφορές µεταξύ
δύο συγκρινόµενες χρωµατικές κηλίδες. Όταν αυτές οι διαφορές φτάνουν στο
µέγιστο σηµείο τους, θεωρούµε ότι υπάρχει µια διαµετρική ή πολική αντίθεση,
η οποία εµπεριέχει ανισότητες που αφορούν την ασπρόµαυρη απόδοση και το
πόσο θερµά ή ψυχρά είναι τα χρώµατα. Όταν ένα χρώµα υπάρχει σε µια
αντιθετική κατάσταση µε ένα άλλο, η αναγνώριση της κατάστασής του γίνεται
µέσα από τη σύγκριση. Και αυτό γιατί η οργανική λειτουργία του µατιού, όπως
129
Ο Johannes Itten ( 1888 – 1967 ), ήταν Ελβετός ζωγράφος, σχεδιαστής, συγγραφέας,
δάσκαλος και θεωρητικός τέχνης, ο οποίος συνδέθηκε µε τη σχολή Bauhaus. Ασχολήθηκε µε την
ανάλυση του χρώµατος µε το γνωστό του θεωρητικό έργο « Η τέχνη του χρώµατος».
130
Rudolf Arnheim, Τέχνη και Οπτική Αντίληψη, εκδ. Θεµέλιο, Αθήνα 2005, σελ. 396 και 405.
84
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
131
Ο Alessandro Botticelli ( 1445 – 1510 ), ήταν διακεκριµένος Ιταλός ζωγράφος της
Αναγέννησης.
132
Ο Henri Matisse ( 1869 – 1954), ήταν ένας από τους σηµαντικότερους Γάλλους ζωγράφους
του 20ου αιώνα. ίδρυσε το κίνηµα του φωβισµού.
85
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
86
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
Εικόνα 20 Fransisco de Zurbaran Still Life With Lemons, Oranges and a Rose 1633
133
Ο Fransisco de Zurbaran ( 1958 – 1664 ), ήταν Ισπανός ζωγράφος, γνωστός κυρίως για τα
θρησκευτικού περιεχοµένου έργα του, τα οποία απεικόνιζαν µοναχούς. Χαρακτηριστικό του ήταν η
χρήση του κυαρόσκουρου στους πίνακές του.
87
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
υπάρχει ως αντίθετο του µαύρου φόντου, σαν πρόσµιξη στα χρώµατα των
φρούτων. Έτσι επιτυγχάνεται το κοντράστ της φωτεινότητας.
Επίλογος
88
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
89
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
Βιβλιογραφία
Βιβλία
90
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
91
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
92
Η γνωστική λειτουργία του νου και η επίδρασή της στη ζωγραφική
Δημοσιεύσεις
93