You are on page 1of 13

Η μεθοδολογική σημασία της μετατροπής των αξιών σε τιμές παραγωγής

1. Το θέμα

Ως γνωστόν,ο Marx στον τόμο Ι του Κεφαλαίου θεωρεί ότι οι πραγματικοί λόγοι ανταλλαγής των
εμπορευμάτων είναι ίσοι με τους λόγους των αξιών των εμπορευμάτων,δηλ. ότι οι τιμές αγοράς είναι
ανάλογες ή ίσες των αντίστοιχων αξιών. Αντίθετα στον τόμο ΙΙΙ του Κεφαλαίου οι τιμές αγοράς είναι
αρχικά ανάλογες ή ίσες των αντίστοιχων τιμών παραγωγής,οι οποίες κατά κανόνα δεν είναι ούτε
ίσες ούτε ανάλογες των αξιών. Τέλος ο Marx στον τόμο ΙΙΙ του Κεφαλαίου,σε μια επόμενη βαθμίδα
της ανάλυσης της κεφαλαιακής σχέσης,εγκαταλείπει και αυτήν την ισότητα ή αναλογία μεταξύ
τιμών αγοράς και τιμών παραγωγής και στρέφεται προς τις ίδιες τις τιμές αγοράς.
Στα ακόλουθα θα αναπτύξουμε τη μεθοδολογική σημασία της μαρξικής μετάβασης από την
αναλογία ή ισότητα μεταξύ αξιών και τιμών αγοράς σε αυτήν μεταξύ τιμών παραγωγής και τιμών
αγοράς,ή,όπως συνηθίζεται να λέγεται,από τις αξίες στις τιμές παραγωγής.

2. Η αναλογία ή ισότητα μεταξύ τιμών αγοράς και αξιών ως ενεχόμενο του μαρξικού τρόπου
παρουσίασης της ουσίας της κεφαλαιακής σχέσης

Η εξίσωση των τιμών αγοράς με τις αξίες στον τόμο Ι του Κεφαλαίου δεν είναι μια προσωρινή
παραδοχή,η οποία αντιστοιχεί σε μια ορισμένη βαθμίδα αφαίρεσης της ανάλυσης και η οποία με
μειούμενο βαθμό αφαίρεσης αντικαθίσταται στον τόμο ΙΙΙ του Κεφαλαίου από την παραδοχή της
ισότητας μεταξύ τιμών αγοράς και τιμών παραγωγής,που κι αυτή αργότερα,κατά την ανάλυση της
πραγματικής κίνησης του κεφαλαίου,εγκαταλείπεται και αντικαθίσταται από τη θεώρηση των ιδίων
των πραγματικών τιμών αγοράς. Ούτε η εξίσωση των τιμών αγοράς με τις αξίες στον τόμο Ι,ούτε η
εξίσωση των τιμών αγοράς με τις τιμές παραγωγής στον τόμο ΙΙΙ του Κεφαλαίου είναι παραδοχές ή
υποθέσεις. Και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται γιασυνέπειες-όχι προϋποθέσεις-του τρόπου,με τον
οποίο ο Marx παρουσιάζει την κεφαλαιακή σχέση.
Στον τόμο Ι του Κεφαλαίου ο Marx παρουσιάζει τη γενική κεφαλαιακή σχέση,δηλ. την ουσία της
κεφαλαιακής σχέσης,αναπτύσσοντάς την από την άμεση διαδικασία παραγωγής του κεφαλαίου.
Αρχίζει την παρουσίαση της κεφαλαιακής σχέσης ξεκινώντας από τη μορφή ύπαρξης του κεφαλαίου
στο επίπεδο της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων,από τη χρηματική μορφή του κεφαλαίου,δηλ. από
μια άμεσα δεδομένη μορφή ύπαρξης του κεφαλαίου. Στη χρηματική του μορφή το κεφάλαιο είναι
μεν άμεσα,αισθητηριακά αντιληπτό,εμφανίζεται όμως,όπως και το ειδικό του προϊόν,το κέρδος,και
γίνεται αντιληπτό στρεβλά: αυτό το ίδιο σαν να αφορούσε αποκλειστικά και μόνο τη διαδικασία
ανταλλαγής εμπορευμάτων,το δε κέρδος σα να πήγαζε από την κυκλοφορία των εμπορευμάτων.
Το γεγονός,ότι το κέρδος δεν είναι δυνατόν να είναι αυτό,ως το οποίο εμφανίζεται στο επίπεδο
της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων,δηλ. η διαφορά μεταξύ αυτού,το οποίο παίρνουν από την
κυκλοφορία των εμπορευμάτων,κι αυτού,το οποίο ρίχνουν σ’ αυτήν οι καπιταλιστές,διότι μια τέτοια
ερμηνεία του κέρδους θα αντέφασκε στους νόμους της εμπορευματικής ανταλλαγής ως ανταλλαγής
ισοδυνάμων-το γεγονός αυτό και η διαπίστωση,ότι το κέρδος δημιουργείται όχι στη διαδικασία
κυκλοφορίας,αλλά στην άμεση διαδικασία παραγωγής των εμπορευμάτων ως διαφορά μεταξύ της
νέας αξίας,την οποία παράγουν αυτοί οι εργάτες με το ξόδεμα της εργασιακής τους δύναμης στην
άμεση διαδικασία παραγωγής,και της αξίας αυτού,το οποίο λαβαίνουν από τους καπιταλιστές ως
αντάλλαγμα γι’ αυτήν την εργασιακή τους δύναμη,δηλ. από την υπερεργασία ως υπεραξία,οδηγούν
τον Marx στην ανάπτυξη της ουσίας της κεφαλαιακής σχέσης από την άμεση διαδικασία παραγωγής.
Ο λόγος,για τον οποίο ο Marx δεν αρχίζει την ανάλυσή του αμέσως με τη χρηματική μορφή του
κεφαλαίου,αλλά με το εμπόρευμα και τις μορφές του,δεν έγκειται βέβαια,όπως συνήθως λέγεται,στο
γεγονός,ότι στον καπιταλισμό ο πλούτος της κοινωνίας εμφανίζεται ως πλήθος εμπορευμάτων,αλλά
μάλλον στο γεγονός,ότι η παρουσίαση της χρηματικής μορφής του κεφαλαίου προϋποθέτει λογικά
την παρουσίαση του χρήματος,αυτή από τη μεριά της την παρουσίαση της αξίας και της εξέλιξής της
μέχρι τη χρηματική της μορφή,και οι δυο τους,τέλος,την ανάπτυξη της έννοιας της αξίας,δηλ. της
έννοιας του προϊόντος της εργασίας ως εμπορεύματος. Το γεγονός,ότι ο Marx επίσης δεν αρχίζει
ούτε την παρουσίαση της μορφής της αξίας με την ίδια την ουσία αλλά με την άμεσα δεδομένη
μορφή ύπαρξης της αξίας,δηλ. με τις πραγματικές ποσοτικές αναλογίες στις οποίες ανταλλάσσονται
τα εμπορεύματα στην αγορά,ούτε την παρουσίαση του κεφαλαίου,δηλ. τη κεφαλαιακής σχέσης,με
την ίδια την ουσία αλλά με μια άμεσα δεδομένη μορφή ύπαρξης του κεφαλαίου,δηλ. με τη
χρηματική του μορφή,έχει ως αιτία το ότι το περιεχόμενο των εννοιών της αξίας και του κεφαλαίου
είναι κοινωνικές σχέσεις,οι οποίες δεν έχουν ιδίαν «αντικειμενικότητα» και ως εκ τούτου μόνον στις
άμεσα δεδομένες μορφές ύπαρξής τους είναι αισθητηριακά αντιληπτές.
Ξεκινώντας απ’ αυτές τις μορφές ως το συγκεκριμένο και άμεσα δεδομένο παρουσιάζει ο Marx τα
περιεχόμενά τους,την ουσία της αξίας και την ουσία του κεφαλαίου. Έτσι δύναται να αναπτύξει μετά
το συγκεκριμένο και άμεσα δεδομένο,από το οποίο ξεκίνησε,δηλ. τις πραγματικές ποσοτικές σχέσεις
ανταλλαγής των εμπορευμάτων και τη χρηματική μορφή του κεφαλαίου,ως τις αναγκαίες και
αναγκαία στρεβλές μορφές ύπαρξης της αξίας και του κεφαλαίου [1].
Επειδή οι μορφές ύπαρξης του κεφαλαίου ούτε συμπίπτουν με το περιεχόμενό τους,την ουσία της
κεφαλαιακής σχέσης,ούτε είναι ξένες και τυχαίες προς αυτό,αλλά είναι οι αναγκαίες και αναγκαία
στρεβλές μορφές ύπαρξής του,μπορούν ως τέτοιες να αναπτυχθούν μόνον μετά την παρουσίαση της
ουσίας της κεφαλαιακής σχέσης από την ανάλυση της άμεσης διαδικασίας παραγωγής στον τόμο Ι
του Κεφαλαίου.
Στο επίπεδο των φαινομένων,δηλ. στην πραγματικότητα,το κεφάλαιο παρουσιάζεται ως το
υποκείμενο της διαδικασίας παραγωγής. Εμφανίζεται ως ο παράγων,ο οποίος δημιουργεί τα
εμπορεύματα,τις αξίες,την υπεραξία και το κέρδος. Αντιστοίχως,τα προϊόντα της εργασίας,δηλ. τα
εμπορεύματα καθώς και η αξία,η υπεραξία και το κέρδος που περιέχονται σ’ αυτά,εμφανίζονται ως
προϊόντα του κεφαλαίου. Ο Marx κατά την ανάπτυξή του της γενικής κεφαλαιακής σχέσης στον
τόμο Ι του Κεφαλαίου αφαιρεί αυτές τις μορφές ύπαρξης του κεφαλαίου. Παρουσιάζει δηλ. αφενός
την εργασία ως το υποκείμενο της διαδικασίας παραγωγής,ως τον παράγοντα,ο οποίος δημιουργεί τα
εμπορεύματα καθώς και την αξία,την υπεραξία και το κέρδος που περιέχουν,και αφετέρου τα
εμπορεύματα καθώς και την αξία,την υπεραξία και το κέρδος που περιέχουν ως αυτό που πράγματι
είναι,ως το οποίο όμως δεν εμφανίζονται στην πραγματικότητα,δηλ. ως προϊόντα της εργασίας.
Αν θεωρήσουμε το συνολικό κέρδος προϊόν της συνολικής ποσότητας ενός παράγοντα,η οποία
εισέρχεται στην κοινωνική διαδικασία παραγωγής,κι αν οι επιμέρους ποσότητες αυτού του
παράγοντα ισχύουν ως ομοιογενή μέρη της συνολικής του ποσότητας,τότε η κατανομή του
συνολικού κέρδους στους ατομικούς καπιταλιστές αντιστοιχεί στην κατανομή αυτού του παράγοντα
στους ατομικούς καπιταλιστές. Ο λόγος του κέρδους,το οποίο δημιουργεί μια δεδομένη ποσότητα
αυτού του παράγοντα,προς το συνολικό κέρδος είναι ίσος με τον λόγο της δεδομένης αυτής
ποσότητας προς τη συνολική ποσότητα του εν λόγω παράγοντα. Ως εκ τούτου η μερίδα του κέρδους
καθενός καπιταλιστή στο συνολικό κέρδος είναι ίση με τον λόγο της ποσότητας αυτού του
παράγοντα,την οποία εισήγαγε στη διαδικασία παραγωγής αυτός ο καπιταλιστής,προς τη συνολική
ποσότητα του ιδίου παράγοντα.
Συνεπώς η παρουσίαση του κέρδους ως προϊόντος της εργασίας και της εργασίας ως του
παράγοντα,ο οποίος δημιουργεί το κέρδος,ενέχει μια ορισμένη κατανομή του συνολικού κέρδους
στους ατομικούς καπιταλιστές,συγκεκριμένα μια κατανομή,κατά την οποία κάθε καπιταλιστής
μετέχει στο συνολικό κέρδος σύμφωνα με την ποσότητα του δημιουργούντος το κέρδος
παράγοντα,δηλ. της εργασίας,την οποία εισήγαγε στη διαδικασία παραγωγής,και μάλιστα έτσι,ώστε
η μερίδα του κέρδους του στο συνολικό κέρδος να είναι ίση με τον λόγο της εργασίας,που
χρησιμοποίησε ο ίδιος,προς την εργασία,που χρησιμοποιήθηκε απ’ όλους τους καπιταλιστές
συνολικά. Αυτό σημαίνει,ότι ο λόγος του ιδιοποιηθέντος κέρδους προς τη χρησιμοποιηθείσα
εργασία είναι για κάθε ένα και συνεπώς για όλους τους καπιταλιστές ίσος και επομένως ίσος με τον
αντίστοιχο κοινωνικά μέσο λόγο,δηλ. με τον λόγο του συνολικού κέρδους προς τη συνολικά
χρησιμοποιηθέντα εργασία.
Η κατανομή του συνολικού κέρδους στους ατομικούς καπιταλιστές,η οποία ανταποκρίνεται στην
παρουσίαση του κέρδους ως προϊόντος της εργασίας,ενέχει λοιπόν τη διαμόρφωση ενός γενικού,δηλ.
ενός για όλους τους καπιταλιστές ίσου λόγου του ιδιοποιηθέντος κέρδους προς τη χρησιμοποιηθείσα
ζωντανή εργασία. Συνεπώς το κέρδος καθενός καπιταλιστή είναι ίσο με το γινόμενο της
εργασίας,που χρησιμοποίησε αυτός ο ίδιος,και του γενικού λόγου του κέρδους προς τη ζωντανή
εργασία.
Όταν όμως ο λόγος του ιδιοποιηθέντος κέρδους προς τη χρησιμοποιηθείσα ζωντανή εργασία,δηλ.
το κέρδος ανά μονάδα ζωντανής εργασίας,είναι για όλους τους καπιταλιστές ίσος και επομένως ίσος
με τον μέσο,τότε αυτό ισχύει και για τον -ως προς την προστιθέμενη αξία ανά μονάδα ζωντανής
εργασίας- συμπληρωματικό μέγεθος αυτού του λόγου,για τον λόγο του καταβληθέντος ονομαστικού
μισθού προς τη χρησιμοποιηθείσα ζωντανή εργασία,δηλ. για το ονομαστικό ωρομίσθιο. Και το
ονομαστικό ωρομίσθιο είναι λοιπόν για όλους τους καπιταλιστές ίδιο και συνεπώς ίσο με το μέσο.
Τέλος,αυτό ισχύει προφανώς και για τον λόγο του κέρδους ανά μονάδα ζωντανής εργασίας προς το
ονομαστικό ωρομίσθιο,δηλ. για τον λόγο του κέρδους προς τους ονομαστικούς μισθούς. Κι αυτός ο
τελευταίος λόγος είναι για όλους τους καπιταλιστές ίσος και συνεπώς ίσος με τον μέσο.
Η κατανομή του συνολικού κέρδους,η οποία ανταποκρίνεται στην παρουσίαση του συνολικού
κέρδους ως προϊόντος της εργασίας,ενέχει λοιπόν τη διαμόρφωση ενός γενικού λόγου του κέρδους
προς τη ζωντανή εργασία,ενός γενικού ονομαστικού ωρομισθίου και ενός γενικού λόγου του
κέρδους προς τους ονομαστικούς μισθούς.
Η κατανομή του συνολικού κέρδους δεν επιτελείται όμως άμεσα από κάποιο υποκείμενο,αλλά
διαμεσολαβείται από την ανταλλαγή των εμπορευμάτων. Ένας ορισμένος τρόπος κατανομής του
συνολικού κέρδους ενέχει λοιπόν ορισμένες ποσοτικές σχέσεις ανταλλαγής εμπορευμάτων (τιμές).
Αργότερα θα δείξουμε,ότι οι τιμές,οι οποίες πλην του κόστους ανά μονάδα περιέχουν κι ένα
κέρδος ανά μονάδα,το οποίο είναι ίσο με το γινόμενο της ζωντανής εργασίας,που χρησιμοποιήθηκε
κατά μέσον όρο για την παραγωγή μιας μονάδας του αντίστοιχου εμπορεύματος,και του γενικού
λόγου του κέρδους προς τη ζωντανής εργασία,είναι ανάλογες των αξιών. Λόγω της μεταξύ αυτών
των τιμών και των αξιών υπάρχουσας σχέσης αναλογίας,ο λόγος του κέρδους προς τους
ονομαστικούς μισθούς,δηλ. το σε τιμές υπολογισμένο ποσοστό υπεραξίας,είναι ίσο με τον λόγο της
υπεραξίας προς την αξία της εργασίας δύναμης,δηλ. ίσος με το -σε αξίες υπολογισμένο- ποσοστό
υπεραξίας. Επειδή λοιπόν το σε τιμές υπολογισμένο ποσοστό υπεραξίας είναι για όλους τους
καπιταλιστές ίσο,είναι και το σε αξίες υπολογισμένο ποσοστό υπεραξίας για όλους τους
καπιταλιστές ίσο και συνεπώς ίσο με το κοινωνικά μέσο.
Για την ύπαρξη της ισότητας αυτής δεν είναι απαραίτητο ούτε το κέρδος να είναι ίσο με την
υπεραξία,ούτε η αξία μιας μονάδας εργασιακής δύναμης να είναι ίση με το σε τιμές υπολογισμένο
ονομαστικό ωρομίσθιο. Αν όμως τυποποιήσουμε τις τιμές,θέτοντας την τιμή ενός εμπορεύματος ίση
με την αξία του,τότε οι απόλυτες τιμές που προκύπτουν είναι όχι μόνο ανάλογες,αλλά και ίσες των
αξιών.

Συνεπώς στην περίπτωση αυτή είναι:


πρώτον,το κέρδος ίσο με την υπεραξία,
δεύτερον,το σε τιμές υπολογισμένο ονομαστικό ωρομίσθιο ίσο με την αξίας μιας μονάδας
εργασιακής δύναμης και συνεπώς οι σε τιμές υπολογισμένοι ονομαστικοί μισθοί ίσοι με την αξία της
συνολικής εργασιακής δύναμης και
τρίτον,το άθροισμα του κέρδους και των σε τιμές υπολογισμένων ονομαστικών μισθών ίσο με την
αξία του καθαρού προϊόντος,δηλ. με την νέα αξία.
Αν λάβουμε υπόψη μας,ότι η ποσότητα της ζωντανής εργασίας είναι ίση με το ύψος της νέας
αξίας,που δημιουργήθηκε με το ξόδεμα αυτής της ίδιας ποσότητας ζωντανής εργασίας,τότε είναι
επίσης:
τέταρτον,ο γενικός λόγος του κέρδους προς τη ζωντανή εργασία ίσος με το γενικό λόγο της
υπεραξίας προς τη νέα αξία,δηλ. ίσος με τη γενική μερίδα της υπεραξίας στη νέα αξία,
πέμπτον,το γενικό -σε τιμές υπολογισμένο- ονομαστικό ωρομίσθιο ίσο με τον γενικό λόγο της αξίας
της εργασιακής δύναμης προς τη νέα αξία,δηλ. ίσο με τη γενική σε αξίες υπολογισμένη μερίδα των
μισθών στο καθαρό προϊόν,και τέλος,
έκτον,το σε τιμές υπολογισμένο ποσοστό υπεραξίας ίσο με το σε αξίες υπολογισμένο ποσοστό
υπεραξίας-μια ισότητα,η οποία υπάρχει ήδη και όταν μεταξύ τιμών και αξιών υφίσταται μόνον
σχέση αναλογίας,όχι και ισότητας.
Από τα παραπάνω έπεται,ότι η κατανομή του συνολικού κέρδους,η οποία ανταποκρίνεται στην
παρουσίαση της εργασίας ως του υποκειμένου της διαδικασίας παραγωγής και συνεπώς ως του
παράγοντα,ο οποίος δημιουργεί τα εμπορεύματα,τις αξίες,την υπεραξία και το
κέρδος,διαμεσολαβείται από τιμές,οι οποίες είναι ανάλογες των αξιών,και ότι οι τιμές αυτές και η
απ’ αυτές διαμεσολαβούμενη κατανομή του συνολικού κέρδους στους μεμονωμένους καπιταλιστές
ενέχουν τη διαμόρφωση ενός γενικού ποσοστού κέρδους.
Ένα ακόμη αποτέλεσμα της παραπάνω ανάλυσης είναι,ότι η αναλογία ή ισότητα μεταξύ τιμών και
αξιών στον τόμο Ι του Κεφαλαίου δεν είναι ούτε προσωρινή παραδοχή ούτε υπόθεση,αλλά αναγκαίο
ενεχόμενο της παρουσίασης της εργασίας ως του υποκειμένου της διαδικασίας παραγωγής και
συνεπώς αναγκαίο ενεχόμενο της ανάπτυξης της ουσίας της κεφαλαιακής σχέσης από την ανάλυση
της άμεσης διαδικασίας παραγωγής.
Η αναλογία ή ισότητα αυτή δεν είναι μια παραδοχή,η οποία ανταποκρίνεται σε κάποιες
απαιτήσεις της ανάλυσης του «κεφαλαίου εν γένει»,όπως νομίζει ο Rosdolsky [2],αλλά ένα
ενεχόμενο της παρουσίασης της γενικής κεφαλαιακής σχέσης σε μια βαθμίδα,στην οποία τα
εμπορεύματα,οι αξίες,η υπεραξία και το κέρδος παριστάνονται ως παράγωγα της εργασίας. Ότι δεν
είναι απαίτηση της ανάλυσης του «κεφαλαίου εν γένει»,αλλά ενεχόμενο του μέρους αυτής της
ανάλυσης,στο οποίο τα εμπορεύματα,οι αξίες,η υπεραξία και το κέρδος εμφανίζονται ως παράγωγα
όχι του κεφαλαίου,αλλά της εργασίας,φαίνεται από το γεγονός,ότι στο μέρος της ανάλυσης του
«κεφαλαίου εν γένει»,στο οποίο τα εμπορεύματα,οι αξίες,η υπεραξία και το κέρδος παριστάνονται
ως παράγωγα του κεφαλαίου και όχι της εργασίας,οι τιμές αγοράς δεν είναι πλέον ανάλογες ή ίσες
των αξιών,αλλά ανάλογες ή ίσες των τιμών παραγωγής [3].
Η σχέση αναλογίας ή ισότητας μεταξύ τιμών και αξιών του τόμου Ι του Κεφαλαίου δεν έχει επίσης
καμιά σχέση με μια ιστορική σχέση αναλογίας ή ισότητας μεταξύ τιμών και αξιών,η οποία πιθανόν
να ήταν σε προκαπιταλιστικές κοινωνίες απλής εμπορευματικής παραγωγής δεδομένη,όπου,όπως
στον καπιταλισμό το κεφάλαιο,εμφανίζεται η εργασία ή το κόστος αναπαραγωγής της εργασιακής
δύναμης (η αξία της εργασίας δύναμης) ως ο παράγων, που δημιουργεί τα εμπορεύματα και τις
αξίες. Όταν λοιπόν ο Marx,αφού προηγουμένως περιγράψει την αναγκαιότητα της ανταλλαγής των
εμπορευμάτων στις αξίες τους σε μια υποθετική ιστορική κοινωνία απλής εμπορευματικής
παραγωγής [4],συμπεραίνει,ότι: «Ακόμη και αν δεν βάλουμε υπόψη μας ότι ο νόμος της αξίας [δηλ.
ο καθορισμός των τιμών,και των τιμών παραγωγής,από τις αξίες] εξουσιάζει τις τιμές και τις
μεταβολές τους,ανταποκρίνεται λοιπόν αρκετά στο πράγμα να θεωρήσουμε τις αξίες όχι μόνον
θεωρητικά αλλά και ιστορικά ως το πρότερον (prius) των τιμών παραγωγής»[5],και,για να στηρίξει
την ύπαρξη αυτής της ιστορικής σχέσης αναλογίας ή ισότητας μεταξύ τιμών αγοράς και
αξιών,παραπέμπει αμέσως μετά σε προκαπιταλιστικές κοινωνίες απλής εμπορευματικής
παραγωγής,στις οποίες (πιθανόν να) υπήρξε μια τέτοια σχέση μεταξύ τιμών και αξιών
[6],αναφέρεται στο σημείο αυτό όχι μόνον στη μεθοδολογικού χαρακτήρα σχέση αναλογίες ή
ισότητας μεταξύ τιμών και αξιών του τόμου Ι τουΚεφαλαίου,αλλά και στην κατ’ αυτόν σε ορισμένα
στάδια της εμπορευματικής παραγωγής ιστορικά δεδομένη σχέση αναλογίας μεταξύ τιμών και
αξιών,δηλ. στη σχέση αναλογίας ή ισότητας μεταξύ τιμών και αξιών γενικά.Μόνο που ο τόμος Ι
του Κεφαλαίου δεν αποτελεί μια παρουσίαση προκαπιταλιστικών τρόπων παραγωγής,αλλά μια
παρουσίαση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής,στην οποία όμως παρουσιάζεται η εργασία ως
το υποκείμενο της καπιταλιστικής διαδικασίας παραγωγής, Κι ακριβώς σ’ αυτόν τον τρόπο
παρουσίασης και μόνον έγκειται ο λόγος της σχέσης αναλογίας ή ισότητας μεταξύ τιμών και αξιών
στον τόμο Ι του Κεφαλαίου.
Παρ’ όλα αυτά πολλοί μαρξιστές οικονομολόγοι νομίζουν,ότι ο Marx,όταν αναφέρεται στη σχέση
αναλογίας ή ισότητας μεταξύ τιμών αγοράς και αξιών,αναφέρεται σε ορισμένες ιστορικά δεδομένες
καταστάσεις και συγκεκριμένα στην -όχι ως λογική,αλλά ως ιστορική κατηγορία νοούμενη-
απλή,δηλ. μη καπιταλιστική παραγωγή,και ότι,όταν αναφέρεται στον τόμο ΙΙΙ του Κεφαλαίου στη
σχέση αναλογίας ή ισότητας μεταξύ τιμών παραγωγής και τιμών αγοράς,όταν δηλ. περνάει εκεί από
τις αξίες στις τιμές παραγωγής,αναφέρεται τώρα πια στον καπιταλισμό,περνάει δηλ. από την απλή
στην καπιταλιστική εμπορευματική παραγωγή.
Η εσφαλμένη αυτή άποψη για τη σημασία της σχέσης αναλογίας ή ισότητας μεταξύ τιμών αγοράς
και αξιών στον τόμο Ι και για τη σημασία της μετάβασης από τις αξίες στις τιμές παραγωγής στον
τόμο ΙΙΙ τουΚεφαλαίου οφείλεται αρχικά στον Engels. Για τον Engels η ισχύς του νόμου της αξίας
σημαίνει περίπου μια ιστορικά δεδομένη σχέση αναλογίας μεταξύ τιμών αγοράς και αξιών. Γι’ αυτό
και εννοεί το λεγόμενο πρόβλημα του «μετασχηματισμού των αξιών σε τιμές παραγωγής»,ως ένα
αίνιγμα,σύμφωνα με το οποίο στον καπιταλισμό,όπου ο νόμος της αξίας,δηλ. -κατά τον Engels- η
πραγματική αναλογία μεταξύ τιμών και αξιών,ισχύει κατ’ εξοχήν,οι τιμές,λόγω του σχηματισμού
ενός ως προς την τάση του ενιαίου ποσοστού κέρδους,δεν είναι,παρά την ισχύ του νόμου της
αξίας,ανάλογες των αξιών και του οποίου επομένως η λύση μόνον σε μια κακόγουστη
«τροποποιημένη» αναλογία μεταξύ τιμών και αξιών μπορεί πλέον να συνίσταται [7].

3. Η αναλογία ή ισότητα μεταξύ τιμών αγοράς και τιμών παραγωγής ως ενεχόμενο του μαρξικού
τρόπου παρουσίασης των γενικών μορφών της κεφαλαιακής σχέσης

Όπως ήδη παρατηρήσαμε,οι κοινωνικές σχέσεις δεν έχουν δική τους άμεση «αντικειμενικότητα».
Μόνον στις μορφές,στις οποίες υπάρχουν,είναι αισθητηριακά αντιληπτές. Οι μορφές ύπαρξης και
εμφάνισης των κοινωνικών σχέσεων δεν συμπίπτουν βέβαια με το περιεχόμενό τους,δηλ. με τις ίδιες
τις κοινωνικές σχέσεις,δεν είναι όμως ξένες και τυχαίες,αλλά αναγκαίες και αναγκαία στρεβλές
μορφές αυτού του απ’ αυτές τις ίδιες διαφορετικού περιεχομένου τους. Αυτή η σχέση μεταξύ του
περιεχομένου των κοινωνικών σχέσεων και των μορφών τους είναι ένας γενικός προσδιορισμός των
κοινωνικών σχέσεων,ο οποίος τους προσήκει ανεξάρτητα από τις,στη δεδομένη
περίπτωση,συγκεκριμένες μορφές εμφάνισής τους και του οποίου η ανάπτυξη εμπίπτει στην
ανάλυση της ουσίας των κοινωνικών σχέσεων. Συνεπώς και η ανάπτυξη του γενικού προσδιορισμού
της κεφαλαιακής σχέσης,σύμφωνα με τον οποίο αυτή εμφανίζεται αναγκαία -και αναγκαία στρεβλά-
στις μορφές ύπαρξής της,εμπίπτει στην ανάλυση του «κεφαλαίου εν γένει».
Ο Marx αναπτύσσει τον προσδιορισμό αυτό μέσω της παρουσίασης των γενικών,δηλ. των μη
άμεσα δεδομένων μορφών εμφάνισης του κεφαλαίου στα τρία πρώτα τμήματα του τόμου ΙΙΙ
του Κεφαλαίου. Αυτές οιγενικές μορφές της κεφαλαιακής σχέσης είναι μορφές,στις οποίες το
κεφάλαιο παρουσιάζεται ως το υποκείμενο της διαδικασίας παραγωγής και συνεπώς ως ο παράγων
που δημιουργεί τα εμπορεύματα,τις αξίες,την υπεραξία και το κέρδος. Αντιστοίχως παρουσιάζονται
σ’ αυτές τις μορφές τα προϊόντα της εργασίας,τα εμπορεύματα καθώς και η αξία,η υπεραξία και το
κέρδος,που περιέχονται σ’ αυτά,ως προϊόντα του κεφαλαίου.
Η παρουσίαση του κέρδους ως «καρπού» (Marx) του κεφαλαίου ενέχει όμως μια ορισμένη
κατανομή του συνολικού κέρδους στους ατομικούς καπιταλιστές. Σύμφωνα με αυτήν την
κατανομή,κάθε καπιταλιστής μετέχει στο συνολικό κέρδος ανάλογα με την ποσότητα του κεφαλαίου
που χρησιμοποίησε,έτσι ώστε η μερίδα του κέρδους του στο συνολικό κέρδος να είναι ίση με τον
λόγο του κεφαλαίου του προς το συνολικό κεφάλαιο. Συνεπώς,ο λόγος του κέρδους που ιδιοποιείται
προς το κεφάλαιο που χρησιμοποίησε,δηλ. το ατομικό του ποσοστό κέρδους,είναι ίσος με τον λόγο
του συνολικού κέρδους προς το συνολικό κεφάλαιο,δηλ. με το κοινωνικά μέσο ποσοστό κέρδους.
Αν όμως κάθε ατομικό ποσοστό κέρδους είναι ίσο με το μέσο,τότε όλα τα ατομικά ποσοστά κέρδους
είναι ίσα και συνεπώς το μέσο ποσοστό κέρδους είναι ένα γνεικό ή ενιαίο,δηλ. ένα για όλους τους
καπιταλιστές ίσο,ποσοστό κέρδους. Επομένως το κέρδος καθενός καπιταλιστή είναι ίσο με το
γινόμενο του κεφαλαίου του και του γενικού ποσοστού κέρδους. Η κατανομή του συνολικού
κέρδους,η οποία αντιστοιχεί στην παράσταση του κέρδους ως προϊόντος του κεφαλαίου,ενέχει
λοιπόν τη διαμόρφωση ενός γενικού ποσοστού κέρδους. Η κατανομή αυτή διαμεσολαβείται από
τιμές,οι οποίες αποτελούνται από το κόστος ανά μονάδα εμπορεύματος και από ένα κέρδος ανά
μονάδα εμπορεύματος,το οποίο είναι ίσο με το γινόμενο του κατά μέσον όρο ανά μονάδα
εμπορεύματος χρησιμοποιηθέντος κεφαλαίου και του γενικού ποσοστού κέρδους. Οι τιμές αυτές,τις
οποίες ονομάζουμε,όπως ο Ricardo και ο Marx,τιμές παραγωγής,αποκλίνουν κατά κανόνα από τις
αξίες,δηλ. κατά κανόνα δεν είναι ανάλογες των αξιών.
Από τα παραπάνω έπεται,ότι και η αναλογία ή ισότητα μεταξύ τιμών αγοράς και τιμών
παραγωγής,η οποία ενέχεται στα δύο πρώτα τμήματα του τόμου ΙΙΙ του Κεφαλαίου,δεν είναι ούτε
παραδοχή ούτε υπόθεση,αλλά αναγκαίο ενεχόμενο μιας κατανομής του συνολικού κέρδους στους
ατομικούς καπιταλιστές,η οποία ανταποκρίνεται στην παρουσίαση του κεφαλαίου ως του
υποκειμένου της διαδικασίας παραγωγής και συνεπώς ως του παράγοντα,που δημιουργεί τα
εμπορεύματα,τις αξίες,την υπεραξία και το κέρδος,καθώς και,αντιστρόφως,των προϊόντων της
εργασίας ως προϊόντων του κεφαλαίου. Επίσης έπεται,ότι ούτε η αναλογία ή ισότητα μεταξύ τιμών
αγοράς και τιμών παραγωγής μπορεί να εννοηθεί ως μια ιστορικά δεδομένη,ούτε και η τιμή
παραγωγής ως ένας τύπος τιμών,ο οποίος αντιστοιχεί σε μια ορισμένη ιστορική φάση της
καπιταλιστικής εξέλιξης,π.χ. στη φάση του ανταγωνιστικού καπιταλισμού. Η σύνθεση των τιμών
στο ανταγωνιστικό καπιταλισμό αντιστοιχεί βέβαια στο μέτρο,που στον ανταγωνιστικό καπιταλισμό
υπάρχει μια τάση προς διαμόρφωση ενός ενιαίο ποσοστού κέρδους,στη σύνθεση των τιμών
παραγωγής,τα δύο πρώτα τμήματα του τόμου ΙΙΙ του Κεφαλαίου δεν πραγματεύονται όμως ούτε τον
πραγματικό ανταγωνισμό,ούτε τις τιμές στον ανταγωνιστικό καπιταλισμό.
Τέλος ούτε η αναλογία ή ισότητα μεταξύ τιμών και αξιών και η διαμόρφωση ενός ενιαίου
ποσοστού υπεραξίας στον τόμο Ι,ούτε η αναλογία ή ισότητα μεταξύ τιμών αγοράς και τιμών
παραγωγής και η διαμόρφωση ενός ενιαίου ποσοστού κέρδους στον τόμο ΙΙΙ του Κεφαλαίου είναι
παραδοχές ή υποθέσεις ή φαινόμενα που αντιστοιχούν σε δυο διαφορετικά στάδια της
καπιταλιστικής εξέλιξης,αλλά χαρακτηρίζουν δυο διαφορετικούς τρόπους κατανομής του συνολικού
κέρδους στους ατομικούς καπιταλιστές,οι οποίοι αντιστοιχούν σε δυο διαφορετικές βαθμίδες της
παρουσίασης της κεφαλαιακής σχέσης εν γένει,όπου στην πρώτη βαθμίδα παριστάνεται η εργασία
και στη δεύτερη το κεφάλαιο ως το υποκείμενο της διαδικασίας παραγωγής. Έτσι και η μετάβαση
από τις αξίες στις τιμές παραγωγής και από το γενικό ποσοστό υπεραξίας στο γενικό ποσοστό
κέρδους [8] δεν έχει καμιά σχέση με ένα μειούμενο βαθμό αφαίρεσης της ανάλυσης,αλλά
αντιστοιχεί στη μετάβαση από την πρώτη βαθμίδα της παρουσίασης της κεφαλαιακής σχέσης εν
γένει,στην οποία το περιεχόμενο της σχέσης αυτής αναπτύσσεται από την ανάλυση της άμεσης
διαδικασίας παραγωγής,δηλ. από την ανάλυση της -στη χρησιμοποίηση ορισμένων μεθόδων
παραγωγής βασιζόμενης- παραγωγής υπεραξίας,στη δεύτερη βαθμίδα της παρουσίασης,στην οποία
πλέον ο προσδιορισμός,κατά τον οποίο η κεφαλαιακή σχέση εμφανίζεται αναγκαία και αναγκαία
στρεβλά σε ορισμένες μορφές,αναπτύσσεται μέσω της παρουσίασης των γενικών μορφών της
κεφαλαιακής σχέσης ως προσδιορισμός της ουσίας αυτής της σχέσης ως κοινωνικής σχέσης. Όπως
ήδη παρατηρήσαμε παραπάνω,η δεύτερη αυτή βαθμίδα είναι μέρος της ανάλυσης του κεφαλαίου εν
γένει,διότι εδώ δεν παρουσιάζονται συγκεκριμένες μορφές της κεφαλαιακής σχέσης,αλλά
αναπτύσσεται η αναγκαιότητα,με την οποία η σχέση αυτή ως σχέση κοινωνική εμφανίζεται σ
εαναγκαία στρεβλές μορφές,ως προσδιορισμός που προσήκει στην ουσία της κεφαλαιακής σχέσης
ως σχέσης κοινωνικής.
Η ισότητα μεταξύ τιμών αγοράς και αξιών στον τόμο Ι καθώς και αυτή μεταξύ τιμών αγοράς και
τιμών παραγωγής στον τόμο ΙΙΙ του Κεφαλαίου δεν είναι λοιπόν αυθαίρετες φορμαλιστικές
αφαιρέσεις,οι οποίες δεν αντιστοιχούν στον τρόπο παρουσίασης του κεφαλαίου,αλλά ενεχόμενα
ενός τρόπου παρουσίασης του κεφαλαίου,ο οποίος ανταποκρίνεται στο γεγονός,ότι αυτό ως
κοινωνική σχέση παίρνει αναγκαία ορισμένες αναγκαία στρεβλές μορφές,ή αφαιρέσεις κατά τη
διαδικασία μιας παρουσίασης του κεφαλαίου,της οποίας η λογική είναι η εσωτερική λογική του
ίδιου του κεφαλαίου: σύμφωνα με τη λογική του αντικειμένου της παρουσίασης απόλυτα αναγκαίες
αφαιρέσεις.
4. Η σημασία της μετάβασης από τις τιμές παραγωγής στις τιμές αγοράς

Τέλος,μερικές παρατηρήσεις πάνω στη μετάβαση από τις τιμές παραγωγής στις τιμές αγοράς,που
φαίνεται να επιχειρεί ο Marx στο δεύτερο τμήμα του τόμου ΙΙΙ του Κεφαλαίου.
Οι τιμές παραγωγής αναπτύχθηκαν για καταστάσεις που αντιστοιχούν στην «έννοιά» τους. Κατά
την ανάπτυξή τους δεν παριστάνονται μόνον τα ατομικά κεφάλαια ως ομοιογενή μέρη του
συνολικού κεφαλαίου,δηλ. ως μεγέθη που μόνον ποσοτικά διαφέρουν μεταξύ τους,αλλά θεωρούνται
και τα από τα κεφάλαια αυτά παραχθέντα εμπορεύματα ως εμπορεύματα,τα οποία αντιστοιχούν
ακριβώς ποιοτικά και ποσοτικά στις κοινωνικές ανάγκες.
Εάν όμως λάβουμε υπόψη μας,ότι στην πραγματικότητα ούτε τα ατομικά κεφάλαια είναι
ομοιογενή μέρη του κοινωνικού συνολικού κεφαλαίου,ούτε τα από τα κεφάλαια αυτά παραγόμενα
εμπορεύματα αντιστοιχούν ακριβώς στις κοινωνικές ανάγκες,αν λάβουμε π.χ. υπόψη μας,ότι μεγάλα
κεφάλαια ή κεφάλαια,για τα εμπορεύματα των οποίων υπάρχει μια ζήτηση μεγαλύτερη από εκείνη
την οποία μπορούν να καλύψουν οι από αυτά παραγόμενες ποσότητες εμπορευμάτων,αποφέρουν
ένα υψηλότερο ποσοστό κέρδους από αυτά που αποφέρουν μικρά κεφάλαια ή κεφάλαια,για τα
εμπορεύματα των οποίων υπάρχει μια ζήτηση μικρότερη από εκείνη την οποία μπορούν να
ικανοποιήσουν οι ποσότητες των από αυτά τα κεφάλαια παραγόμενων εμπορευμάτων,τότε προφανές
οι τιμές που αντιστοιχούν στις καταστάσεις αυτές αποκλίνουν από τις τιμές παραγωγής.
Μια τέτοια απόκλιση διερευνά ο Marx στο 2ο τμήμα του τόμου ΙΙΙ
του Κεφαλαίου,συμπεριλαμβάνοντας εκεί στην ανάλυσή του και τις διαφορές που παρουσιάζονται
μεταξύ προσφοράς και ζήτησης των εμπορευμάτων. Παρ’ όλα αυτά η ανάλυση αυτή δεν είναι μια
ανάπτυξη των τιμών αγοράς από τις τιμές παραγωγής,αλλά ουσιαστικά μια παρουσίαση
της ποσότητας της αξίας χρήσης ως οικονομικού μορφικού προσδιορισμού,έτσι ώστε οι τιμές,οι
οποίες προκύπτουν από τις τιμές παραγωγής λόγω των αποκλίσεων της ζήτησης από την προσφορά
και τις οποίες ο Marx ονομάζει εκεί τιμές αγοράς,δεν είναι οι πραγματικές τιμές αγοράς,διότι οι
τελευταίες δεν διαμεσολαβούνται απλώς και μόνον από τη διαφορά μεταξύ ζήτησης και προσφοράς.
Για τον λόγο αυτό η ανάπτυξή τους από τις τιμές παραγωγής απαιτεί εκτός από την παρουσίαση της
διαμεσολάβησης,που συνίσταται στη θεώρηση της διαφοράς μεταξύ ζήτησης και προσφοράς,και την
παρουσίαση μιας σειράς περαιτέρω διαμεσολαβήσεων,όπως των επιδράσεων των μονοπωλιακών
τάσεων,της μοντέρνας δημιουργίας χρήματος και πίστωσης,των οικονομικών και δημοσιονομικών
δραστηριοτήτων του κράτους κτλ. Ασφαλώς συνηγορούν πολλά υπέρ της άποψης,ότι ορισμένα μέρη
του 2ου τμήματος του τόμου ΙΙΙ του Κεφαλαίου πρέπει να θεωρηθούν προσπάθεια ανάπτυξης των
τιμών αγοράς από τις τιμές παραγωγής. Πρόκειται όμως για μια ημιτελή προσπάθεια.
Αλλά ακόμη και αν η προσπάθεια αυτή θεωρηθεί ημιτελής,είναι από μια ορισμένη άποψη
εξαιρετικά διδακτική. Διότι ο Marx εξετάζει τις τιμές αγοράς,αφού πρώτα αναπτύξει την τιμή
παραγωγής ως τη γενική μορφή της αξίας στον καπιταλισμό,δηλ. αφού πρώτα δείξει,ότι το
περιεχόμενο της τιμής είναι η αξία,και παρουσιάσει την τιμή εν γένει,δηλ.την ανταλλακτική αξία,ως
τη μορφή της αξίας και την τιμή παραγωγής ως τη γενική καπιταλιστική μορφή της αξίας. Μετά
πλέον,αφού δηλ. δείξει πρώτα,ότι το περιεχόμενο των τιμών -και των τιμών αγοράς- είναι η
αξία,αναπτύσσει από την τιμή παραγωγής ως τη γενική καπιταλιστική μορφή της αξίας,λαμβάνοντας
υπόψη του τις αποκλίσεις της ζήτησης από την προσφορά,την τιμή αγοράς ως τη συγκεκριμένη
καπιταλιστική μορφή της αξίας. Κατά την ανάπτυξη αυτή ο Marx εννοεί τις τιμές παραγωγής και ως
εκείνες τις τιμές αγοράς,οι οποίες θα προέκυπταν αν η ζήτηση ήταν ίση με την προσφορά,και
συνεπώς τις τιμές αγοράς ως τις τιμές,οι οποίες προκύπτουν από τις τιμές παραγωγής,όταν η ζήτηση
δεν είναι ίση με την προσφορά.
Στην παρουσίαση αυτή της τιμής αγοράς το ύψος της παριστάνεται εξαρτώμενο πρώτον από την
ποσότητα της για την παραγωγή του αντίστοιχου εμπορεύματος απαραίτητης ζωντανής και νεκρής
εργασίας,δεύτερον από το γεγονός,ότι τα εμπορεύματα ανταλλάσσονται ως προϊόντα του κεφαλαίου
με συνέπεια την τάση διαμόρφωσης ενός ενιαίου ποσοστού κέρδους [9],και τρίτον από την
απόκλιση της ζήτησης από την προσφορά. Η ποσότητα όμως της για την παραγωγής ενός
εμπορεύματος απαραίτητης ζωντανής και νεκρής εργασίας δεν εννοείται και παριστάνεται απλώς
και μόνον ως ένας,καίτοι ο σημαντικότερος,από τους παράγοντες,οι οποίοι προσδιορίζουν το ύψος
της τιμής αγοράς του εν λόγω εμπορεύματος,αλλά πριν από όλα ως το περιεχόμενο της τιμής
αγοράς.
Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο διαφέρει η μαρξική θεώρηση των τιμών από τις λοιπές. Διότι αυτό,το
οποίο χαρακτηρίζει τις μη μαρξικές θεωρίες των τιμών,δεν συνίσταται ούτε στην παράβλεψη του
γεγονότος,ότι η για την παραγωγή ενός εμπορεύματος χρησιμοποιηθείσα ζωντανή και νεκρή
εργασία έχει αποφασιστική επίδραση στο ύψος της τιμής αγοράς αυτού του εμπορεύματος [10],ούτε
γενικά στο γεγονός,ότι οι θεωρίες αυτές εξηγούν το ύψος των τιμών με τις ατομικές προτιμήσεις και
τη ζήτηση [11],αλλά μάλλον στην απόρριψη της επίγνωσης,ότι τα εμπορεύματα,αν και
ανταλλάσσονται ως προϊόντα του κεφαλαίου,είναι προϊόντα της εργασίας έτσι που το περιεχόμενο
των τιμών είναι η αξία. Αντιστρόφως,αυτό,το οποίο είναι χαρακτηριστικό για τη μαρξική θεωρία
των τιμών,δεν συνίσταται στη θεώρηση της ποσότητας της για την παραγωγής ενός εμπορεύματος
χρησιμοποιηθείσας ζωντανής και νεκρής εργασίας ως του σημαντικότερου ή του μοναδικού
παράγοντα,ο οποίος προσδιορίζει το ύψος της τιμής [12],αλλά στο γεγονός,ότι η θεωρία αυτή,πριν
θέσει το ζήτημα του ύψους της τιμής,δηλ. το ζήτημα των παραγόντων,οι οποίοι καθορίζουν το ύψος
των τιμών,θέτει και απαντά το ερώτημα,τι είναι αυτές οι τιμές,το ύψος των οποίων θέλουμε να
προσδιορίσουμε.
Έτσι λοιπόν ο Marx,αναπτύσσοντας την τιμή αγοράς από την τιμή παραγωγής,δηλ. μετά την
παρουσίαση της αξίας και της τιμής παραγωγής,αποφεύγει τον κίνδυνο,η ποσότητα της για την
παραγωγή ενός εμπορεύματος απαραίτητης εργασίας να μεταβληθεί στα πλαίσια της ανάπτυξης της
τιμής αγοράς σ’ ένα παράγοντα,ο οποίος μαζί με άλλους απλώς και μόνον προσδιορίζει το ύψος της
-ως προς την ουσία της άγνωστης- τιμής αγοράς.

Σημειώσεις:

1.Δες H.-G. Backhaus,"Zur Dialektik der Wertform",στο Beiträge zur marxistischen


Erkenntnistheorie,hrsg. von A. Schmidt,Frankfurt a. M. 1969.
2. Δες R. Rosdolsky,Zur Entstehungsgeschichte des Marxschen 'Kapital'. Der Rohentwurf des
'Kapital' 1857-1858,Bd. I,2.überarbeitete Auflage,Frankfurt a.M. 1969,σ. 72
3. Και μόνον εάν στο τελευταίο αυτό μέρος της ανάλυσης του «κεφαλαίου εν γένει» (το μέρος αυτό
αποτελείται από τα πρώτα τρία τμήματα του τρίτου τόμου του Κεφαλαίου),στο οποίο η υπεραξία
παριστάνεται ως δημιούργημα του κεφαλαίου και το οποίο ενέχει μια σχέση αναλογίας μεταξύ τιμών
αγοράς και τιμών παραγωγής -όχι μεταξύ τιμών αγοράς και αξιών- προϋποθέσει κανείς παρ' όλα
αυτά για ορισμένους λόγους τηνύπαρξη μιας σχέσης αναλογίας μεταξύ τιμών αγοράς και
αξιών,όπως για λόγους απλούστευσης ο Marx κατά την παρουσίασή του του νόμου της πτωτικής
τάσης του γενικού ποσοστού κέρδους,τότε μόνον η προϋπόθεση αυτής της αναλογίας είναι πράγματι
μια παραδοχή.
4. Δες K. Marx,Das Kapital,Bd. III (MEW,Bd.25),σ.185 ε.
5. Στο ίδιο,σ. 185.
6. «Αυτό ισχύει για καταστάσεις,όπου στον εργάτη ανήκουν τα μέσα παραγωγής,κι αυτή η
κατάσταση υπάρχει,στον αρχαίο καθώς και στον σύγχρονο κόσμο,στον αγρότη που εργάζεται ο ίδιος
[και δεν χρησιμοποιεί ξένη εργασιακή δύναμη] και στον τεχνίτη. Είναι επίσης σύμφωνο με την
άποψη που εκφράσαμε παλιότερα [δες K. Marx,Das Kapital,Bd. I (MEW,Bd. 23),σ.102],ότι η
εξέλιξη των προϊόντων σε εμπορεύματα πηγάζει από την ανταλλαγή μεταξύ διαφορετικών
κοινοτήτων,όχι μεταξύ μελών μιας και της αυτής κοινότητας. Όπως σ' αυτήν την πρωταρχική
κατάσταση,έτσι ισχύει και σε μετέπειτα καταστάσεις,οι οποίες βασίζονται σε δουλεία και σε
δουλοπαροικία,και για τη συντεχνιακή οργάνωση της χειροτεχνίας,ότι τα σε κάθε κλάδο παραγωγής
τοποθετημένα μέσα παραγωγής μόνον με δυσκολία μπορούν να μεταφερθούν από τη μια σφαίρα
[παραγωγής] στις άλλες και ως εκ τούτου οι σχέσεις μεταξύ των διαφόρων σφαιρών παραγωγής
είναι εντός ορισμένων ορίων όπως οι σχέσεις μεταξύ ξένων χωρών ή αυτές μεταξύ κομμουνιστικών
κοινοτήτων»,K. Marx,Das Kapital,Bd. III,σ. 186 ε.
7. Δες F. Engels, «Vorwort zum II.Band des 'Kapital'»,στο MEW Bd.,23,σ. 25ε.,του ιδίου,«Vorwort
zum III. Band des 'Kapital'»,στο MEW,Bd.25,σ. 15-309 και του ιδίου,«Wertgesetz und
Profitrate»,Neue Zeit,Jg. 1895/96,Nr.1,Nr.2,σ. 4-11 και 37-44.
8.Το 1ο τμήμα του 3ου τόμου του Κεφαλαίου φέρει τον τίτλο: H μεταμόρφωση της υπεραξίας σε
κέρδος και του ποσοστού υπεραξίας σε ποσοστό κέρδους.
9. Η τάση εξίσωσης των ποσοστών κέρδους αφορά τα μέσα ποσοστά κέρδους των επιμέρους τομέων
παραγωγής. Τα τομικά ποσοστά κέρδους είναι - επειδή σε καθένα τομέα α) χρησιμοποιούνται
διαφορετικές τεχνικές παραγωγής (διαφορετικές αναφορικά με το ύψος της παραγωγικότητας της
εργασίας και το ύψος της «παραγωγικότητας» του κεφαλαίου),β) καταβάλλεται ένα ενιαίο
ωρομίσθιο και γ) το κοινό εμπόρευμα,που παράγουν όλοι οι καπιταλιστές του τομέα,έχει μια ενιαία
τιμή - άνισα. Η θεώρηση των τιμών παραγωγής αποκλείει λοιπόν στο μέτρο,που οι τιμές αυτές
ενέχουν ισότητα των ατομικών ποσοστών κέρδους κάθε τομέα,τη θεώρηση του ανταγωνισμού
μεταξύ των κεφαλαίων του ενός και του αυτού τομέα,που διεξάγεται με την εισαγωγή και
χρησιμοποίηση νέων τεχνικών παραγωγής.
10. Η νεορικαρδιανή θεωρία των τιμών π.χ. δεν παραβλέπει αυτό το γεγονός. Επίσης,στη
νεοκλασική θεωρία των τιμών οι τιμές αγοράς είναι ανάλογες των αξιών,έτσι που στη θεωρία αυτή
τελικά το ύψος των τιμών καθορίζεται -σε αντίθεση με τις προθέσεις των νεοκλασικών
οικονομολόγων- σε τελευταία ανάλυση αποκλειστικά από τις ποσότητες ζωντανής και νεκρής
εργασίας που απαιτούνται για την παραγωγή των εμπορευμάτων.
11. Στη νεορικαρδιανή θεωρία των τιμών οι ατομικές προτιμήσεις και η ζήτηση δεν επιδρούν
καθόλου στο ύψος των τιμών.
12. Σύμφωνα με τη μαρξική θεωρία των τιμών το ύψος της τιμής ενός εμπορεύματος
προσδιορίζεται,όπως είδαμε,και από μια σειρά άλλων,όχι λιγότερο σημαντικών παραγόντων,όπως
από το γεγονός,ότι,επειδή τα εμπορεύματα ανταλλάσσονται ως προϊόντα του κεφαλαίου,οι τιμές
τους διαμορφώνται έτσι,ώστε να εμφανίζεται μια τάση σχηματισμού ενός ενιαίου ποσοστού
κέρδους,από τις αποκλίσεις της ζήτησης από την προσφορά,από τον βαθμό μονοπώλησης των
αγορών,από ορισμένες δραστηριότητες του κράτους και τέλος επίσης από τις εξελίξεις στις αγορές
χρήματος.

You might also like