You are on page 1of 38

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ

ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

ΚΥΚΛΟΣ ΔΙΑΛΕΞΕΩΝ «ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ : ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ


ΩΣ ΝΕΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΤΟΥ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ

ΜΙΧΑΛΗΣ ΧΛΕΤΣΟΣ
ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ

1
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ.............................................................................................................................. 3
2. Εννοιολογική οριοθέτηση της έννοιας του κράτους-πρόνοιας............................................... 3
3. Ορισμός και ανάλυση της έννοιας “κράτος-πρόνοιας”. .......................................................... 7
3.1. Μοντέλα κράτους-πρόνοιας ή το κράτος-πρόνοιας στις χώρες της Ε.Ε. ........................ 7
3.2. Οριοθέτηση του οικονομικού και του μη οικονομικού χώρου και της σχέσης των με το
κράτος.................................................................................................................................... 12
3.3. Η φύση της μισθωτής σχέσης........................................................................................ 15
3.4. Οικογένεια, μισθωτή εργασία και κράτος. .................................................................... 18
3.5. Μισθωτή εργασία και κράτος......................................................................................... 19
3.6. Κράτος και καπιταλιστική κοινωνία............................................................................... 20
4. Ανάλυση της έννοιας κράτος-πρόνοιας................................................................................ 21
4.1. Εννοιολογικός προσδιορισμός του κράτους-πρόνοιας. .................................................. 21
4.2. Συγκρότηση του κράτους-πρόνοιας στην Ελλάδα. ........................................................ 26
5. Οικονομική Θεωρία και Κρίση του κράτους-πρόνοιας....................................................... 28
5.1. Η κρίση του κράτους-πρόνοιας σύμφωνα με τη νεοκλασσική αντίληψη ..................... 28
5.2. Η κρίση του κράτους-πρόνοιας σύμφωνα με την κεϋνσιανή και μαρξιστική αντίληψη.
............................................................................................................................................... 29
6. Από το κράτος-πρόνοιας στο “μεταφορντικό” κράτος ;....................................................... 30
6.1. Ανάλυση του όρου “κρίση του κράτους-πρόνοιας” ....................................................... 30
6.2. Η κρίση του κράτους-πρόνοιας ως κρίση του τρόπου οργάνωσης του “κοινωνικού”. .. 31
6.3. Μετά το κράτος-πρόνοιας τί ;......................................................................................... 36
7. ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ ............................................................................................................ 36
8. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ................................................................................................................... 36

2
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 αμφισβητείται έντονα η αποτελεσματικότητα του
κράτους – πρόνοιας ως προς την επίτευξη των στόχων του που είναι ο περιορισμός της
φτώχειας, της ανεργίας και του κοινωνικού αποκλεισμού. Την ίδια περίοδο η νεοφιλελεύθερη
θεωρία μάχεται το κράτος πρόνοιας κατηγορώντας το ως οικονομικά αναποτελεσματικό και ως
το βασικό εμπόδιο για την απρόσκοπτη οικονομική ανάπτυξη. Σήμερα που είναι περίοδος
οικονομικής και κοινωνικής σχέσης τίθεται εκ νέου το θέμα της ύπαρξης ή όχι ενός κράτους
πρόνοιας και ποιας συγκεκριμένης δομής πρέπει να έχει. Σκοπός αυτού του κεφαλαίου είναι να
βοηθήσει το φοιτητή να κατανοήσει τι είναι το κράτος – πρόνοιας, ποιοι παράγοντες συνέβαλαν
στην ανάπτυξή του και ποια ήταν η συγκεκριμένη του δομή.
Έχοντας ολοκληρώσει τη μελέτη αυτού του κεφαλαίου πρέπει να είστε σε θέση να
γνωρίζετε :
¾ τι είναι το κράτος – πρόνοιας
¾ σε τι διαφέρει από τις μορφές κρατών σε προηγούμενες περιόδους
¾ ποια είναι η δομή του κράτους – πρόνοιας στις χώρες της Ε.Ε
¾ πως αναλύει η οικονομική θεωρία το κράτος – πρόνοιας
¾ γιατί το κράτος – πρόνοιας αμφισβητήθηκε
¾ ποια είναι τα αίτια και η φύση της κρίσης του κράτους - πρόνοιας

2. Εννοιολογική οριοθέτηση της έννοιας του κράτους-


πρόνοιας
Η περίοδος ιδιαίτερα μετά με τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο χαρακτηρίζεται από το
υψηλό ποσοστό δημοσίων δαπανανών και ιδιαίτερα των κοινωνικών δαπανών και από την
ενεργό παρέμβαση του κράτους στην οικονομία και την κοινωνία γενικότερα.
Ο όρος κράτος-πρόνοιας, αναφέρεται στην περίοδο εξέλιξης του αστικού κράτους, η
οποία χαρακτηρίζεται από την διεύρυνση της κοινωνικής του λειτουργίας και από την έντονη
αναπαραγωγική δράση στη σφαίρα της κοινωνικής αναπαραγωγής 1 (Στασινοπούλου, 1988,

1
Με τον όρο κοινωνική αναπαραγωγή η συγγραφέας εννοεί την απαραίτητη για κάθε κοινωνική
διαδικασία, όποιο και είναι το σύστημα παραγωγής, γιατί εξασφαλίζει τη συνέχεια και συνεπώς την
επιβίωση και ανάπτυξη του κοινωνικού συνόλου. Η κοινωνική αναπαραγωγή έχει διττό χαρακτήρα :

3
σ.6). Η διεύρυνση αυτή, συνοδεύεται στις ευρωπαϊκές χώρες του ανεπτυγμένου καπιταλισμού
και από την σημαντική διόγκωση του κρατικού μηχανισμού στους αντίστοιχους τομείς. Η
καθιέρωση του όρου, κράτος-πρόνοιας, εκφράζει και μία συγκεκριμένη αντίληψη για το κράτος-
πρόνοιας, το καθιστά υπεύθυνο για την κάλυψη των βασικών ανθρώπινων αναγκών σε
ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Ο ρόλος του δεν είναι πλέον μόνο διορθωτικός των
ανισορροπιών και των ανισοτήτων που προκαλεί η αγορά, αλλά διευρύνεται. Το κράτος
προσανατολίζεται όχι μόνο προς την αποφυγή και την ανάληψη βαρών, που σε προηγούμενες
εποχές, είχε μόνο η οικογένεια σε συνδιασμό και με την τοπική κοινότητα (Στασινοπούλου
Ο ρόλος του κράτους την περίοδο αυτή εντοπίζεται κυρίως στον αναπαραγωγικό τομέα
της οικονομίας χωρίς να είναι αμελητέας σημασίας ο ρόλος του στον παραγωγικό τομέα της
οικονομίας. Οι στόχοι της κρατικής παρέμβασης δηλαδή η δημιουργία των συνθηκών για την
ομαλή αναπαραγωγή της καπιταλιστκικής κοινωνίας και των καπιταλιστικών σχέσεων δεν
έχουν αλλάξει διαχρονικά. Εκείνο που τροποποιείται είναι η μορφή επέμβασης του κράτους.
Για το λόγο αυτό ορισμένοι ερευνητές θεωρούν το κράτος-πρόνοιας ως μία συγκεκριμένη
μορφή επέμβασης του κράτους στην κοινωνία.
Ο ορισμός του κράτους-πρόνοιας δεν είναι συγκεκριμένος και διαφέρει όχι μόνο από
ερευνητή σε ερευνητή αλλά και από χώρα σε χώρα (π.χ. κράτος ευημερίας στην Αγγλία,
Ισπανία, κράτος-πρόνοιας στην Γαλλία, κοινωνικό κράτος στην Γερμανία κ.λπ). Το κράτος-
πρόνοιας είναι το γέννημα μίας συγκεκριμένης χρονικής συγκυρίας. Στις χώρες της Βόρειας
Ευρώπης, η γέννηση του κράτους-πρόνοιας τοποθετείται χρονολογικά στις αρχές του 20ου
αιώνα. Η ανάπτυξή του και η μορφή την οποία αυτό έλαβε συναντώνται κυρίως μετά τον
δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Η διαφοροποίηση ως προς το τι είναι κράτος-πρόνοιας οφείλεται
κυρίως στον τρόπο με τον οποίο ο κάθε ερευνητής διερευνά τον τρόπο δημιουργίας του
κράτους-πρόνοιας και τον ρόλο που διαδραματίζει στην οικονομία και στην κοινωνία
γενικότερα. Η ταύτιση του κεϋνσιανού κράτους με το κράτος-πρόνοιας, σύμφωνα με
ορισμένους ερευνητές, σημαίνει ότι ο ρόλος του κράτους-πρόνοιας είναι απλά ρυθμιστικός και
λειτουργεί ως μηχανισμός πρόληψης των οικονομικών κρίσεων και ιδιαίτερα των κρίσεων
υποκατανάλωσης. Ειδικότερα, το κράτος-πρόνοιας αποτελεί για την κεϋνσιανή θεωρία ένα
σταθεροποιητικό παράγοντα ο οποίος θα οδηγούσε στην αναγέννηση των δυνάμεων της

αφορά την αναπαραγωγή των ατόμων, βιολογικά, ποσοτικά και ποιοτικά, αλλά και την αναπαραγωγή
της εργατικής δύναμης, εκτός από την ποσοτική και ποιοτική διάσταση που έχει ήδη αναφερθεί
(Στασινοπούλου, Ο 1988, σ.15-20).

4
οικονομικής ανάπτυξης και θα εμπόδιζε την οικονομική υποβάθμιση (Offe, 1984). Σύμφωνα με
τον Jessop (1994) η τυπική μορφή του φορντικού κράτους είναι αυτή του κεϋνσιανού κράτους-
πρόνοιας (keynesian welfare state) το οποίο επιτελεί δύο κύριες λειτουργίες : α. στοχεύει στην
εξασφάλιση της πλήρους απασχόλησης σε μία σχετικά κλειστή οικονομία μέσα από την
ενίσχυση της ενεργούς ζήτησης και β. επιχειρεί τη ρύθμιση των συλλογικών
διαπραγματεύσεων στα περιοριστικά πλαίσια που τίθενται από το στόχο της πλήρους
απασχόλησης και της οικονομικής μεγένθυσης, την επέκταση της μαζικής κατανάλωσης και την
προώθηση συλλογικών μορφών κατανάλωσης που είναι αρμονικές με το φορντικό μοντέλο
ανάπτυξης.
Οι μαρξιστικές αντιλήψεις περί κράτους-πρόνοιας, επισημαίνουν την ταξική του φύση
και τον ρόλο του στην αναπαραγωγή της καπιταλιστικής κοινωνίας. Σύμφωνα με τον Ian
Gough (1979) το κράτος-πρόνοιας στοχεύει στην αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης και την
ενσωμάτωση και διατήρηση του μη εργατκού δυναμικού μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα.
Κατά συνέπεια, το κράτος-πρόνοιας αναλαμβάνει να προσφέρει σε σημαντικό βαθμό
υπηρεσίες (π.χ. υγεία, εκπαίδευση, πολιτισμός) που συμβάλλουν στην αναπαραγωγή της
εργατικής δύναμης και να απαλλάξει το κεφάλαιο από το οικονομικό κόστος αυτών των
υπηρεσιών. Η ίδια αντιληψη για το κράτος-πρόνοιας υϊοθετείται και από τον Boccara (1973) ο
οποίος αναπτύσσει την θεωρία της υπερσυσσώρευσης-απαξίωσης του κεφαλαίου
(suraccumulation-devalorisation du capital). Σύμφωνα με τον Boccara (1973), ο καπιταλισμός,
ο οποίος χαρακτηρίζεται από την αντίθεση ανάμεσα στην ανάπτυξη των παραγωγικών
δυνάμεων και των σχέσεων παραγωγής, έχει την τάση να υπερσυσσωρεύει κεφάλαιο. Ο
κράτος και ειδικότερα το κράτος-πρόνοιας έχει ως στόχο την απαξίωση του κεφαλαίου. Με
αυτή την έννοια το κράτος-πρόνοιας αποτελεί μέσο δομικής ρύθμισης του καπιταλιστικού
συστήματος. Ο ρυθμιστικός χαρακτήρας του κράτους-πρόνοιας ως συστατικό στοιχείο ενός
καθεστώτος συσσώρευσης (στην συγκεκριμένη περίπτωση του φορντικού καθεστώτος
συσσώρευσης) αναλύεται και από τους εκπροσώπους της σχολής της “Ρύθμισης” (Ecole de
regulation) (Delorme and Andre 1983; Boyer 1986α και 1986β).
Ο O’Connor (1973) θεωρεί ότι το καπιταλιστικό κράτος επιτελεί δύο κύριες λειτουργίες
οι οποίες σε αρκετές περιπτώσεις είναι και συγκρουόμενες : την συσσώρευση και την
νομιμοποίηση. Το κράτος-πρόνοιας, σύμφωνα με τον O’Connor, έχει ως στόχο την επίτευξη της
δεύτερης λειτουργίας του κράτους, δηλαδή της νομιμοποίησης. Στα ίδια πλαίσια, αυτά της

5
διαδικασίας της νομιμοποίησης, εντάσσεται και ο Habermas (1978). Κατά τον Habermas το
κράτος και ειδικότερα το κράτος-πρόνοιας έχει ως στόχο την αντιστάθμιση των δυσλειτουργιών
που προκαλούνται από τη συσσώρευση του κεφαλαίου. Κατά συνέπεια η κρίση του κράτους-
πρόνοιας είναι ταυτόγχρονα και δημοσιονομική αλλά και κρίση νομιμοποίησης.
Η πλειοψηφία των απόψεων που έχουν διατυπωθεί για το κράτος-πρόνοιας, θεωρεί
ότι αυτό ορίζεται από την σχέση παροχές-αναπαραγωγή του καπιταλιστικού συστήματος. Μία
άλλη θεώρηση του κράτους-πρόνοιας, προκύπτει από το διπολικό σχήμα, ανθρωπιστικές αξίες
και οικονομική αποτελεσματικότητα, πρεσβεύοντας ως απαραίτητη την προώθηση των
πρώτων για την επίτευξη της δεύτερης (Μαλούτας και Οικονόμου 1988).
Αναφερόμενοι στον τρόπο με τον οποίο η οικονομική θεωρία αναλύει και ορίζει το
κράτος-πρόνοιας θα πρέπει να διακρίνουμε τις νεοκλασσικές-νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις και
κεϋνσιανές αντιλήψεις από τις μαρξιστικές αντιλήψεις. Σύμφωνα με την νεοκλασσική και
κεϋνσιανή θεωρία το κράτος-πρόνοιας αποτελεί έναν ουδέτερο μηχανισμό ο οποίος βρίσκεται
έξω από την οικονομία και επεμβαίνει σε αυτή. Για μεν την νεοκλασσική θεωρία η επέμβαση
αυτή του κράτους στις σημερινές συνθήκες είναι επιζήμια για την καλή λειτουργία της αγοράς.
Για δε τη κεϋνσιανή θεωρία η επέμβαση αυτή του κράτους είναι απολύτως αναγκαία για την
εύρυθμη λειτουργία του συστήματος. Ως εκ τούτου το κράτος-πρόνοιας δεν είναι τίποτε άλλο
παρά ένα έντονα παρεμβατικό κράτος. Για την μαρξιστική θεωρία το κράτος-πρόνοιας είναι
ένας ταξικός μηχανισμός, ο οποίος έχει ως σκοπό τη συντήρηση και διαχείρηση της εργατικής
δύναμης, ως μέσου αναπαραγωγής τρου καπιταλιστικού σχηματισμού, διατηρώντας
παράλληλα την κυρίαρχη ιδεολογία της εκμετάλλευσης του ανθρώπου από άνθρωπο.
Το κοινό χαρακτηριστικό όλων των θεωρητικών αντιλήψεων είναι ότι, το κράτος-
πρόνοιας ταυτίζεται με ένα γενικευμένο σύστημα παροχών, το οποίο χρηματοδοτείται από τις
δημόσιες δαπάνες. Παρατηρείται λοιπόν, ταύτιση της έννοιας του κράτους-πρόνοιας, τόσο
από την νεοκλασσική όσο και από την κεϋνσιανή θεωρία, με την έννοια των δημοσίων
δαπανών. Αυτό προκύπτει από την αδυναμία των προαναφερόμενων θεωριών που αναλύουν
το κράτος, μόνο ως οικονομικό υποκείμενο. Το κράτος-πρόνοιας, ως μία ιδιαίτερη μορφή του
κράτους, που επικράτησε σε μία συγκεκριμένη χρονική περίοδο, είναι ένα οικονομικό
υποκείμενο. Οποιαδήποτε ανάλυση της κρίσης του, δεν μπορεί παρά να αναζητήσει τα αίτιά
της σε καθαρά οικονομικούς παράγοντες. Η αποτελεσματικότητα και η αποδοτικότητα του
κράτους-πρόνοιας εκτιμούνται και εκφράζονται σε “καθαρά” οικονομικά μεγέθη. Ομως οι

6
δημόσιες δαπανες δεν είναι τίποτε άλλο από την μορφή έκφρασης του κράτους-πρόνοιας.
Κατά συνέπεια, το κράτος-πρόνοιας, ως αφηρημένη έννοια, συγκεκριμενοποιείται μέσα από
κάποια άλλη κατηγορία, αυτή των δημοσίων δαπανών. Ετσι, από αναλυτική άποψη
αποδεικνύεται λαθεμένη η ταύτιση του κράτους-πρόνοιας με την μεορφή έκφρασής του. Η
παρατήρηση αυτή σημαίνει, ότι από αναλυτική και μεθοδολογική άποψη, το κράτος-πρόνοιας
ταυτίζεται με το περιεχόμενό του.
Ενα εξίσου σημαντικό σημείο είναι, ότι οι περισσότερες θεωρίες αναφέρονται στο
κράτος-πρόνοιας ή στην κρίση του, με οικονομικούς όρους. Θεωρούν ότι η οικονομική φύση
του κράτους-πρόνοιας είναι αυτόνομη και κυρίαρχη, σε σχέση με την πολιτική ή την κοινωνική
του φύση. Αυτό οφείλεται κύρια στην συγκρότηση της οικονομικής επιστήμης, ως τη μόνη
ικανή να ερμηνεύσει και να αναλύσει την καπιταλιστική κοινωνία. Ομως, το κράτος-πρόνοιας
δεν αποτελεί μόνο οικονομικό, αλλά κοινωνικό και πολιτικό υποκείμενο. Η ανάλυση του
κράτους-πρόνοιας καθιστά από μεθοδολογική άποψη, αδύνατο τον διαχωρισμό σε οικονομική,
φιλοσοφική κοινωνική ή και πολιτική έννοια.

3. Ορισμός και ανάλυση της έννοιας “κράτος-


πρόνοιας”.
3.1. Μοντέλα κράτους-πρόνοιας ή το κράτος-πρόνοιας στις
χώρες της Ε.Ε.
Η κρίση του κράτους-πρόνοιας από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 προκάλεσε ένα
σημαντικό αριθμό ερευνητών να ενασχοληθούν όχι μόνο με τα αίτια της κρίσης αλλά και με τα
αίτια της γέννησης και της ανάπτυξης του κράτους-πρόνοιας. Η ιστορική ανάλυση των κράτων-
πρόνοιας στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης δείχνει τη ύπαρξη διαφορετικών
χαρακτηριστικών τους. Κατά συνέπεια ένα κρίσιμο ερώτημα που τίθεται και το οποίο έχει
σχέση με το τι είναι το κράτος-πρόνοιας, αφορά την ύπαρξη ή όχι διαφορετικών τύπων
κράτους-πρόνοιας. Ως εκ τούτου, τα ερωτήματα τα οποία από τη δεκαετία του ’80 οι ερευνητές
προσπάθησαν να απαντήσουν αφορούν όχι μόνο τα αίτια της ανάπτυξης του κράτους-
πρόνοιας αλλά και της διαφορετικότητας που έλαβε στα διάφορα κράτη.
Δύο θεωρίες (η στρουκτουραλιστική και η θεσμική) κυριάρχησαν στις διάφορες
ερμηνείες που δόθηκαν για την διερεύνηση των αιτίων της ύπαρξης του κράτους-πρόνοιας.
Σύμφωνα με την πρώτη θεωρία το ίδιο το σύστημα είναι αυτό που προκαλεί την εμφάνιση του

7
κράτους-πρόνοιας. Επειδή δε η θεωρία αυτή επικεντρώνεται στους νόμους κίνησης του
συστήματος, προσπαθεί να βρεί κοινούς παράγοντες που υπήρξαν στις διάφορες χώρες και
προκάλεσαν την εμφάνιση του κράτους-πρόνοιας. Ο κυριότερος κοινός αιτιώδης παράγοντας
της ύπαρξης του κράτους-πρόνοιας ήταν η εκβιομηχάνιση των ευρωπαϊκών κοινωνιών εκείνη
την περίοδο (Flora and Alber 1981; Pryor 1969). Συγκεκριμένα το κράτος-πρόνοιας ήταν η
απάντηση σ’ ένα πρόβλημα (των συνθηκών διαβίωσης της εργατικής τάξης την περίοδο της
εκβιομηχάνισης) κατεξοχήν πολιτικό (Flora 1986). Σύμφωνα με τον Flora (1986) οι διαφορετικές
οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες που επικρατούσαν στην κάθε χώρα την
περίοδο εκείνη επηρέασαν και καθόρισαν τη διαφορετική μορφή του κράτους-πρόνοιας.
Το κύριο μειονέκτημα αυτής της προσέγγισης για τα αίτια της γέννησης και ανάπτυξης
του κράτους-πρόνοιας είναι η αδυναμία της να εξηγήσει επακριβώς γιατί η κοινωνική πολιτική
σε πολλές χώρες προϋπήρχε της γέννησης του κράτους-πρόνοιας (Espring-Andersen 1990) και
πώς περνάμε από την ανάπτυξη στην κρίση του κράτους-πρόνοιας (Lautier 1995).
Σύμφωνα με τον νεο-στρουκτουραλισιτκό Μαρξισμό το κράτος-πρόνοιας ήταν το
προϊόν της ίδιας της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Η ίδια η συσσώρευση του κεφαλαίου γεννάει
αντιθέσεις (O’Connor 1973) οι οποίες μπλοκάρουν τη συνέχιση της καπιταλιστικής
συσσώρευσης. Το κράτος-πρόνοιας στοχεύει στην άμβλυνση αυτών των αντιθέσεων με στόχο
τη συνέχιση της καπιταλιστικής συσσώρευσης 1 . Τα μειονεκτήματα αυτής της αντίληψης
έγκειται στο ότι η ανάγκη ύπαρξης κράτους απορρέει από την ίδια την καπιταλιστική ανάπτυξη
την οδηγεί να ερμηνεύει το ίδιο το κράτος από τις λειτουργίες του 2 . Επιπλέον δεν είναι
ξεκάθαρο, σ’αυτή την αντίληψη, σε τι διαφοροποιείται το κράτος-πρόνοιας από ένα άλλο
κράτος, εκτός και εάν η καπιταλιστική ανάπτυξη ταυτίζεται κατά κάποιο τρόπο με το κράτος-
πρόνοιας, αλλά σ’αυτή την περίπτωση δεν μπορούμε να εξηγήσουμε την κρίση του.
Σύμφωνα με τη δεύτερη προσέγγιση (θεσμική προσέγγιση) η ανάπτυξη των θεσμών
την καπιταλιστική περίοδο επηρέασαν τη μορφή του κράτους και προκάλεσαν την ανάπτυξη
του κράτους-πρόνοιας. Σύμφωνα με τον Polanyi (1944) οποιαδήποτε προσπάθεια
απομόνωσης της οικονομίας από τους κοινωνικούς και πολιτικούς θεσμούς θα οδηγήσει στην
καταστροφή της κοινωνίας. Ετσι, η κοινωνική πολιτική και κατ’επέκταση το κράτος-πρόνοιας
αποτελούν την απαραίτητη προϋπόθεση για την συνύπαρξη της οικονομίας μέσα από τους

1
Η ανάλυση των αιτίων της ύπαρξης κράτους από τον Poulantza (1973) και από τη Γερμανική σχολή
της “επαγωγής” αποτελεί ερμηνεία της γέννησης και ανάπτυξης του κράτους-πρόνοιας.
2
Σχετικά με την κριτική στη σχολή της “επαγωγής” δές στο κεφάλαιο Ι.

8
κοινωνικούς και πολιτικούς θεσμούς. Το κύριο μειονέκτημα αυτής της άποψης είναι η σχέση
που ενυπάρχει ανάμεσα στους δημοκρατικούς θεσμούς και το κράτος-πρόνοιας. Οι κύριες
λειτουργίες του κράτους-πρόνοιας υπάρχουν χάρη στην ύπαρξη των δημοκρατικών θεσμών,
αλλά η ανάπτυξη των δημοκρατικών θεσμών δεν γίνεται κατανάγκη επειδή υπάρχει κράτος-
πρόνοιας. Κατά συνέπεια, σε χώρες όπου δεν υπάρχει ανεπτυγμένη δημοκρατία δεν υπάρχει
και κράτος-πρόνοιας.
Η ύπαρξη των κοινωνικών δικαιωμάτων, της ασφάλειας του εισοδήματος και της
ανάγκης για επίτευξη ισότητας ανάμεσα στους πολίτες (Espring-Andersen 1985α) αποτελεί μία
νέα εκδοχή για τα αίτια της γέννησης και ανάπτυξης του κράτους-πρόνοιας. Μία παραπλήσια
θέση έχει υποστηριχθεί από τον Eward (1986) σύμφωνα με τον οποίο η ανάγκη για κοινωνική
δικαιοσύνη και κοινωνική αλληλεγγύη, η ανάγκη για κοινωνική εξασφάλιση απέναντι στο
ατύχημα οδήγησαν στην γέννηση και ανάπτυξη του κράτους-πρόνοιας.
Η ύπαρξη διαφορετικών μορφών κράτων-πρόνοιας στις διάφορες ευρωπαϊκές χώρες
μπορεί να αιτιολογηθεί μόνο μέσα από την αιτιολόγηση του τρόπου γέννησης και ανάπτυξης
του κράτους-πρόνοιας σε αυτές τις χώρες. Η πρώτη προσπάθεια έγινε από τον Titmuss (1958).
Ο Titmuss (1974) στη βάση των διαφορετικών “ποιοτικών” χαρακτηριστικών διέκρινε τρία
διαφορετικά μοντέλα κράτους-πρόνοιας : α) το υπολειμματικό β) το δημοκρατικό και γ) το
θεσμικό-αναδιανεμητικό. Το κύριο κριτήριο κατάταξης των προαναφερόμενων μοντέλων ήταν ο
ρόλος της αγοράς σε σχέση με τις πολιτικές πρόνοιας που προέρχονται από το κράτος. Στο
πρώτο μοντέλο (υπολειμματικό) τον κύριο ρόλο τον διαδραματίζει η αγορά και η οικογένεια οι
οποίες ικανοποιούν τις ανάγκες, ενώ το κράτος μέσα από την κοινωνική ασφάλιση που δρά ως
δίχτυ ασφαλείας στην περίπτωση αποδυνάμωσης των προαναφερόεμνων μηχανισμών. Αυτό
το μοντέλο συναντάται κυρίως στις ΗΠΑ.
Στο δεύτερο μοντέλο (βιομηχανικό) οι ανάγκες καλύπτονται με βάση την
παραγωγικότητα, τα προσόντα και την επίδοση στην εργασία. Ο δε ρόλος της κοινωνικής
ασφάλισης είναι συμπληρωματικός με τον ρόλο της οικονομίας. Η Μ.Βρετανία παρουσιάζει
στοιχεία αυτού του μοντέλου αλλά και στοιχεία του υπολειμματικού.
Τέλος στόχος της κοινωνικής πολιτικής στα πλαίσια του τρίτου μοντέλου (θεσμικό-
αναδιανεμητικό), που συναντάται κυρίως στις Σκανδιναυϊκές χώρες είναι η καθολική κάλυψη
των αναγκών έξω από τους μηχανισμούς της αγοράς.

9
Η προσέγγιση του Titmuss (1958 και 1974) έδωσε αφορμή για νέες αναλύσεις για την
ανάπτυξη του κράτους-πρόνοιας και τις διαφοροποιήσεις που αυτό παρουσίαζε από χώρα σε
χώρα, από τις οποίες η κυριότερη είναι αυτή του Espring-Andersen (1985β, 1987β, 1990).
Σύμφωνα με αυτόν τον ερευνητή διακρίνουμε τρία είδη κρατών-πρόνοιας. Ειδικότερα ο
Espring-Andersen χρησιμοποιεί τον όρο προνοιακό καθεστώς (welfare regime) αντί τον όρο
κράτος-πρόνοιας (welfare state). Σύμφωνα με τον Espring-Andersen (1990) τα κριτήρια για τον
χαρακτηρισμό ενός κράτους ως κράτους-πρόνοιας θα πρέπει να αναζητηθούν όχι μόνο στα
δικαιώματα που αναγνωρίζει αλλά και στους τρόπους με τους οποίους η κρατική
δραστηριότητα διαπλέκεται με το ρόλο της αγοράς και της οικογένειας στην κάλυψη των
αναγκών (Στασινοπούλου 1996).
Ως προς τη σχέση με την αγορά, ένα σημαντικό κριτήριο είναι η έκταση και το επίπεδο
της απο-εμπορευματοποίησης (de-commodification) βασικών αγαθών απαραίτητων για την
κάλυψη θεμελιακών και αναγνωρισμένων αναγκών. Ενα άλλο κριτήριο είναι η σχέση της
κοινωνίας με τους πολίτες της. Το μοντέλο της καθολικής κάλυψης προωθεί την ισότητα της
κοινωνικής θέσης στη βάση της ιδιότητας του πολίτη (Στασινοπούλου 1996). Ολοι οι πολίτες
ανεξαρτήτως ταξικής ή αγοραίας θέσης δικαιούνται τις ίδιες παροχές.
Σύμφωνα με την μεθοδολογία του Espring-Andersen (1990) διακρίνουμε τρείς τύπους
προνοιακού καθεστώτος : α) τα Φιλελεύθερα καθεστώτα τα οποία χαρακτηρίζονται από την
κοινωνική αρωγή του ελέγχου εισοδήματος, μεταβιβάσεις και συστήματα κοινωνικής
ασφάλισης περιορισμένης κλίμακας. Τα κλασσικά παραδείγματα είναι οι ΗΠΑ, ο Καναδάς και
η Αυστραλία.
β) το συντηρητικό μοντέλο το οποίο συνδέεται με τις σύγχρονες μορφές του
κορπορατισμού. Κύριο μέλημα αυτού του μοντέλου είναι η διαφοροποίηση μεταξύ κοινωνικών
ομάδων και η απονομή προνομίων μέσω διαφορετικών ρυθμίσεων, με κριτήρια την κοινωνική
τάξη και την κοινωνική θέση. Κράτη στα οποία επικράτησε αυτό το μοντέλο ήταν μεταξύ των
άλλων η Αυστρία, η Γαλλία, η Γερμανία και η Ιταλία.
γ) το τρίτο μοντέλο είναι το λεγόμενο “κοινωνικό-δημοκρατικό” στο οποίο η καθολική
κάλυψη και η απο-εμπορευματοποίηση επεκτείνεται και στα μεσαία στρώματα. Με αυτό τον
τρόπο επιδιώκεται διευρυμένη απο-εμπορευματοποίηση μαζί με τη δυνατότητα εξατομίκευσης
των παροχών στα επιθυμητά από τους πολίτες επίπεδα. Το μοντέλο αυτό το συναντάμε κυρίως
στα Σκανδιναυϊκά κράτη.

10
Η τυπολογία των κρατών-πρόνοιας στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης δεν
συμπεριλάμβανε καθόλου τις Νότιες χώρες της Ε.Ε. (Ισπανία, Ιταλία, Πορτογαλία και Ελλάδα).
Τον τελευταίο καιρό αρκετοί ερευνητές πρόσθεσαν νέα στοιχεία στον χαρακτηρισμό των
διαφόρων τύπων κράτους-πρόνοιας, ιδιαίτερα αυτών των Νότιων χωρών, όπως ο ρόλος του
καθολικισμού, της παραδοσιακής οικογένειας και της κοινωνικής αλληλεγγύης στο σύστημα
κοινωνικής προστασίας (Castles 1994, 1995; Gough 1996; Van Kersbergen 1995). Ετσι
άρχισε να καλλιεργείται η άποψη περί ενός τέταρτου μοντέλου, του “νότιου μοντέλου” κράτους-
πρόνοιας (Ferrera 1996α και 1996β). Σύμφωνα με τον Ferrera (1996α και 1996β) περιλαμβάνει
στοιχεία και από το μοντέλο του Bismarc (ιδιαίτερα σε ότι αφορά τον τομέα της κοινωνικής
ασφάλισης και κοινωνικής προστασίας) και στοιχεία από το μοντέλο του Beveridge (σε ότι
αφορά τον τομέα της υγείας). Ειδικότερα το κράτος-πρόνοιας στις Νότιες χώρες της Ε.Ε.
διαφοροποιείται από τα αντίστοιχα κράτη-πρόνοιας των Βόρειων ευρωπαϊκών χωρών στα
ακόλουθα σημεία : α) ο υψηλός βαθμός μεταβιβαστικών πληρωμών, όπως στις χώρες όπου
συναντάται το μοντέλο του Bismarc, σε συνδιασμό με τη δυαδικότητα του συστήματος σε ότι
αφορά την κοινωνική προστασία και την ανυπαρξία εθνικής πολιτικής ελάχιστου εισοδήματος
για τη στήριξη ατόμων και οικογενειών με ανεπαρκή χρηματικά εισοδήματα.
β) τον ανισομερή καταμερισμό της κοινωνικής προστασίας απέναντι σε
συγκεκριμένους κινδύνους
γ) την ύπαρξη χαρακτηριστικών του μοντέλου του Beveridge στον τομέα της υγείας
δ) η παροχή χαμηλού ποσοστού κοινωνικών υπηρεσιών ευημερίας σε συνδιασμό με
την ανάμειξη κρατικών και μη κρατικών θεσμών στην παροχή κοινωνικών υπηρεσιών.
ε) στον συγκεκριμένο τρόπο λειτουργίας του κράτους σε αυτές τις χώρες όπου
αναδεικνύεται κάποια μορφή έντονου πελατειακού χαρακτήρα
στ) τη χαμηλή αποδοτικότητα των παρεχόμενων κοινωνικών υπηρεσιών
ζ) ο τρόπος χρηματοδότησης του κράτους-πρόνοιας που σχετίζεται άμεσα με τον άνισο
και άδικο καταμερισμό του φορολογικού βάρους στις διάφορες επαγγελματικές και κοινωνικές
ομάδες.
Ολα αυτά τα κοινά χαρακτηριστικά που συναντά κανείς στο κράτος-πρόνοιας στις
Νότιες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης συνηγορούν υπέρ της ύαπρξης ενός τέταρτου, “Νότιου”
μοντέλου κράτους-πρόνοιας.

11
Η ανάλυση των διαφόρων προνοιακών καθεστώτων ερμηνεύει τον σχηματισμό ή μη
σχηματισμό των δικαιωμάτων του πολιτικού πάνω στο μη οικονομικό (Lautier 1995). Εξηγεί
κατά ένα μέρος την υποταγή του μισθωτού μέσα στην οικονομική σφαίρα μέσα από τη
διαλεκτική σχέση της εμπορευματοποίησης/απο-εμπορευματοποίησης καθώς επίσης και την
επιβολή του πολιτικού στο μη οικονομικό.
Αν και η ανάλυση του Espring-Andersen είναι ιδιαίτερα σημαντική εντούτοις δεν
διευκρινίζει αρκετάπώς το πολιτικό συνδέεται με το οικονομικό και πώς η επέμβαση του
κράτους στηρίζεται σ’ένα σύστημα διαμεσολαβήσεων-ρυθμίσεων ανάμεσα στο οικονομικό, το
μη οικονομικό και το πολιτικό.
Η διερεύνηση των αιτίων ανάπτυξης του κράτους-πρόνοιας αλλά και της διαφορετικής
μορφής που έλαβε σε διάφορες χώρες μπορεί να γίνει στη βάση της ανάλυσης των σχέσεων
που υπάρχουν ανάμεσα στο οικονομικό, στο μη οικονομικό και στο πολιτικό 3 . Η ανάλυση της
έννοιας της μισθωτής σχέσης (rapport salarial) εκφράζει και ενώνει ταυτόγχρονα τους τρείς
αυτούς χώρους : τον οικονομικό, το μη οικονομικό και το πολιτικό. Κατά συνέπεια η διαδικασία
ανάπτυξης του κράτους-πρόνοιας μπορεί να διερευνηθεί και να να ερμηνευθεί αναλύοντας τη
σχέση ανάμεσα στη μισθωτή εργασία, το άτομο, την κοινωνία και το κράτος.

3.2. Οριοθέτηση του οικονομικού και του μη οικονομικού


χώρου και της σχέσης των με το κράτος
Το κράτος-πρόνοιας αποτελεί μία συγκεκριμένη μορφή του κράτους σε μία δεδομένη
χρονική περίοδο. Η εμφάνιση του κράτους-πρόνοιας στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες
τοποθετείται χρονολογικά στις αρχές του αιώνα. Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από την
έντονη συνύπαρξη καπιταλιστικών και προκαπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.
Συγκεκριμένα, παρατηρούμε την διαδικασία γέννησης των καπιταλιστικών σχέσεων και την
πάλη τους για την επικράτηση απέναντι στις προκαπιταλιστικές σχέσεις. Ταυτόγχρονα, η
συγκρότηση και η ανάπτυξη του καπιταλιστικού συστήματος προωθεί την σχετική αυτονόμηση
της σφαίρας της παραγωγής (με την μροφή της γενικευμένης παραγωγής εμπορευμάτων) από
την σφαίρα της αναπαραγωγής (των ατόμων και της εργατικής τους δύναμης). Ενώ μέχρι
πρότεινος, η οικογένεια ήταν ταυτόγχρονα και χώρος παραγωγής αγαθών και εμπορευμάτων

12
αλλά και χώρος αναπαραγωγής, η ανάπτυξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής τοποθετεί
την οικογένεια έξω από τον χώρο του “οικονομικού”. Από τη στιγμή που ο καπιταλιστικός
τρόπος παραγωγής αρχίζει να γίνεται κυρίαρχος, η οικογένεια περιορίζεται στον
αναπαραγωγικό της ρόλο. Αυτό δε αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικά στοιχεία του
καπιταλιστικού συστήματος είναι το να αναπαράγεται σε μη οικονομική βάση. Ως εκ τούτου η
οικογένεια ορίζεται ως ο “ιδιωτικός χώρος” όπου το κεφάλαιο δεν μπορεί να τον ελέγξει άμεσα.
Ο διαχωρισμός της παραγωγής από την αναπαραγωγή στα πλαίσια του
καπιταλιστικού συστήματος αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση για την επέκταση της
μισθωτής εργασίας και των μισθωτών, ως συγκεκριμένου τρόπου ένταξης των ατόμων στον
χώρο της εργασίας στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος. Η κατανόηση της σχέσης
ανάμεσα στην παραγωγική και αναπαραγωγική σχέση απαιτεί την ανάλυση της έννοιας
μισθωτή σχέση (rapport salarial), οικονομικός και μη οικονομικός χώρος. Η διερεύνηση αυτών
των όρων οριοθετεί και την έννοια και τον ρόλο του κράτους-πρόνοιας.
Η θεώρηση της μισθωτής σχέσης ως σχέση μη εμπορευματική 4 σχέση μας επιτρέπει
να κατανοήσουμε ταυτόγχρονα τον οικονομικό και τον μη οικονομικό χώρο. Η μισθωτή σχέση
είναι ο πυρήνας στη βάση του οποίου συναρθρώνονται οι εμπορευματικές και οι μη
εμπορευματικές σχέσεις (Lautier, 1985). Ομως οι έννοιες του οικονομικού και του μη
οικονομικού δεν ταυτίζονται αντίστοιχα με τις έννοιες εμπορευματικές και μη εμπορευματικές
σχέσεις. Σύμφωνα με τον Palloix (1988, σ.21-23) το οικονομικό αποτελεί ένα σύστημα που
στηριζόμενο στο κεφάλαιο και στην εργασία που είναι ενσωματωμένη στο κεφάλαιο στοχεύει
στην γενικευμένη παραγωγή εμπορευμάτων για την ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών.
Το οικονομικό αποτελεί λοιπόν μία ιδεολογική κατασκευή, σομημένη σε ένα συνολο σχέσεων
το οποίο περιλαμβάνει τα ακόλουθα στοιχεία :
- το ελεύθερο άτομο
- την εργασία
- το κεφάλαιο και τη μισθωτή εργασία
- την παραγωγή εμπορευμάτων

3
Ως οικονομικό θεωρείται ένα πλέγμα σχέσεων που οικοδομούνται γύρω από την επιχείρηση και την
αγορά. Ως μη οικονομικό θεωρείται ένα πλέγμα σχέσεων που οικοδομούνται γύρω από την οικογένεια
και ως πολιτικό θεωρείται ένα πλέγμα σχέσεωνπου οικοδομούνται γύρω από το κράτος.
4
Η παραδοσιακή μαρξιστική αντίληψη θεωρεί ότι η μισθωτή σχέση είναι εμπορευματική σχέση
καθόσον το αντικείμενο της συναλλαγής, δηλαδή η εργατική δύναμη, είναι ιδιόμορφο εμπόρευμα. Η
ιδιομορφία της έγκειται στο γεγονός ότι παράγει περισσότερη αξία από ότι είναι η αξία της.

13
- την ανάπτυξη των χρηματικών - νομισματικών μορφών
- το κράτος
Ο ορισμός του οικονομικού που προτείνεται από τον Palloix, περιέχει πλεονεκτήματα
αλλά και μειονεκτήματα. Είναι ταυτόγχρονα πλούσιος καθόσον μας παρέχει πληροφορίες για
το τι είναι οικονομικό αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις είναι και ασαφής. Δεν γνωρίζουμε και
δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τι είναι το μη οικονομικό και ποιά η σχέση του με τις μη
εμπορευματικές σχέσεις καθόσον το καπιταλιστικό σύστημα αποτελεί τη συνάρθρωση των
εμπορευματικών και μη εμπορευματικών σχέσεων. Η ένταξη του κράτους στο οικονομικό
καθιστά ακόμη πιο ασαφή τον ορισμό του οικονομικού. Εάν το κράτος είναι στοιχείο του
οικονομικού, τότε ίσως αυτό σημαίνει την υποταγή του πολιτικού στο οικονομικό, το οποίο δεν
μας διευκολύνει στην κατανόηση της ανάπτυξης της καπιταλιστικής κοινωνίας. Εάν ένας από
τους ρόλους του κράτους είναι η υποστήριξη της επέκτασης των εμπορευματικών σχέσεων και
της αγοράς ως τρόπος ρύθμισης των συναλλαγών, τότε το οικονομικό αναπτύσσεται μέσα από
το οικονομικό. Δηλαδή το οικονομικό έχει την ανάγκη του οικονομικού (Palloix and Zarifian,
1988).
Εάν όμως το κράτος δεν είναι στοιχείο του οικονομικού, μπορούμε σε αυτή την
περίπτωση να κατανοήοσυμε καλλίτερα τον ρόλο του κράτους στην κοινωνία και τη σχέση
ανάμεσα στο πολιτικό και στο οικονομικό.
Εντούτοις, το πρόβλημα να οριοθετηθούν οι χώροι οικονομικό και μη οικονομικό
παραμένει. Το οικονομικό είναι στενά συνδεδεμένο με την ανάπτυξη του καπιταλιστικού
συστήματος. Ας το συγκεκριμενοποιήσω ακόμη περισσότερο. Ο καπιταλισμός αποτελούσε
την απάντηση στα θεμελιώδη προβλήματα του 17ου και 18ου αιώνα, δηλαδή σε ότι αφορά την
ανάπτυξη των θεσμών και την ρύθμιση του κοινωνικού (Rosanvallon, 1979). Το υπό
εκπλήρωση σχέδιο από την ανάπτυξη του καπιταλιστικού συστήματος είναι η δημιουργία μίας
κοινωνίας η οποία καταρχήν να αναπαράγεται από την καπιταλιστική οικονομική
δραστηριότητα. Η ιδεολογία της και ο οικονομικός της ορθολογισμός συναρθρώνονται στη
βάση της αναζήτησης του ατομικού συμφέροντος, του ελεύθερου ατόμου, της γενίκευσης της
αγοράς και της μισθωτής εργασίας. Ως εκ τούτου η καπιταλιστική οικονομία εμφανίζεται ως
μία κοινωνική δραστηριότητα στα πλαίσια της οποίας η υλική παραγωγή υπάρχει ως
παραγωγή αξιών στηριζόμενη στην εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης και της ανάπτυξης
των εμπορευμάτων-αξιών. Η παραγωγή δομημένη στη βάση του κεφαλαίου πραγματοποιείται

14
μέσ αστη διαδικασία της αξιοποίησης - συσσώρευσης του κεφαλαίου (valorisation -
accumulation). Σε ότι αφορά το οικονομικό, μποορύμε να πούμε ότι ο τρόπος οργάνωσης του
κοινωνικού δομείται στη βάση των εμπορευματικών σχέσεων. “Το οικονομικό, δηλαδή οι
κοινωνικές συνθήκες υλοποίησης της υλικής παραγωγής και των σχέσεων που δομούνται στα
πλαίσια της έννοιας της μισθωτής εργασίας, χαρακτηρίζεται κυρίως από μία σχετική αυτονομία
αυτής της δραστηριότητας απέναντι σε άλλες κοινωνικές πρακτικές, αλλά από την ανάπτυξη
μιάς γενικής διαδικασίας οργάνωσης η οποία στηρίζεται κυρίως σε ένα ιδιόμορφο κοινωνικό
καταναγκασμό πάνω στα άτομα-εργαζόμενους και πραγματοποιείται μέσα από τις κρατικές-
θεσμικές μορφές” (Drugman, 1979, p.463, 464).
Εχοντας ορίσει το οικονομικό μπορούμε να ορίσουμε το μη οικονομικό. Ορίζουμε ως
μη οικονομικό τον τρόπο οργάνωσης του κοινωνικού που είναι δομημένος πάνω σε μη
εμπορευματικές σχέσεις. Θα πρέπει δε να επισημανθεί ότι το μη οικονομικό δεν ταυτίζεται με
το πολιτικό το οποίο αποτελεί μία ειδική μορφή του μη οικονομικού.
Το οικονομικό είναι στενά συνδεδεμένο με τομη οικονομικό. Η καπιταλιστική κοινωνία
είναι μία κοινωνία η οποία χαρακτηρίζεται από την ταυτόγχονη ύπαρξη των εμπορευματικών
και μη εμπορευματικών σχέσεων. Οι τελευταίες δεν αποτελούν μόνο ιστορικά κατάλοιπα. “Το
σύναλο της αναπαραγωγής των εν δυνάμει εργαζομένων πραγματοποιείται έξω από τη
διαδικασία της καπιταλιστικής παραγωγής και αυτές οι μη εμπορευματικές σχέσεις
αναπατύσσονται παράλληλα με την ανάπτυξη της καπιταλιστικής κοινωνίας. Ο διαχωρισμός
ανάμεσα σε αυτές τις δύο σφαίρες (δηλαδή του εμπορευματικού και του μη εμπορευματικού)
δεν είναι απόλυτος (Lautier, 1984b, p.15).
Κατά συνέπεια δεν μπορούμε να κατανοήσουμε την εξέλιξη των κοινωνικών
φαινομένων χωρίς να λάβουμε υπόψη μας ταυτόγχρονα το οικονομικό και το μη οικονομικό. Η
μελέτη της σχέσης μισθωτής εργασίας ως σχέσης μη εμπορευματικής αποτελεί τον συνδετικό
κρίκο ανάμεσα στο οικονομικό και στο μη οικονομικό.

3.3. Η φύση της μισθωτής σχέσης.


Η κλασσική Πολιτική Οικονομία θεωρώντας την κοινωνίας ως ομοιογενή και
εμπορευματική αναλύει τη μισθωτή σχέση ως μία εμπορευματική σχέση (Chletsos, 1989).
Ομως η καπιταλιστική κοινωνία δεν είναι ούτε ομοιογενής ούτε ταυτίζεται με την εμπορευματική

15
κοινωνία 5 .Η θεώρηση της μισθωτής σχέσης (rapport salarial) σχέσης εμπορευματικής όπως
προτάθηκε από την πολιτική οικονομία ήταν απαραίτητη για λόγους λογικής συνοχής.
Παρουσιάζοντας και αναλύοντας την κοινωνία ως μία γενικευμένη εμπορευματική κοινωνία (η
οποία οριοθετεί ένα χώρο δομημένο στη βάση των εμπορευματικών σχέσεων), ήταν
υποχρεωμένη να θεωρήσει την μισθωτή σχέση ως μία εμπορευματική σχέση. Οφειλε να ορίσει
στα πλαίσια της αγοράς ένα εμπόρευμα (την εργασία ή την εργατική δύναμη).
Ο τρόπος με τον οποίο η πολιτική οικονομία αναλύει την μισθωτή σχέση οριοθετεί ένα
χώρο ο οποίος έχει δομηθεί στη βάση των εμπορευματικών σχέσεων. Το οικονομικό είναι το
μόνο που μπορεί να εξηγήσει την εξέλιξη της κοινωνίας. Κατά συνέπεια το πρόβλημα που
τίθεται είναι πώς μπορεί να υπάρχει ετερογένεια στα πλαίσια μιάς διαδικασίας όταν η ύπαρξη
ομοιογένειας είναι προϋπόθεση για την εμφάνιση και ανάπτυξη του οικονομικού χώρου
(Lautier, 1985, p.2).
Η θεώρηση της καπιταλιστικής κοινωνίας ως εμπορευματικής από ορισμένους
μαρξιστές αναλυτές στηρίχθηκε κυρίως στην ανάλυση του εμπορεύματος και του κεφαλαίου.
Λογικό επακόλουθο αυτής της αντίληψης είναι η θεώρηση της εργατικής δύναμης ως ιδιόμορφο
καπιταλιστικό εμπόρευμα. Η ιδιομορφία της οφείλεται στην ιδιότητά της να παράγει
περισσότερη αξία από την αξία ανταλλαγής της.
Θεωρώντας την μισθωτή σχέση ως μη εμπορευματική σχέση ξεπερνάμε το
προαναφερόμενο εμπόδιο. Η ετερογένεια των εργαζομένων οφείλεται τόσο σε εσωτερικές ως
προς την παραγωγική διαδικασία αιτίες (είδος πραγματοποιούμενης εργασίας, κλπ) όσο και
εξωτερικές αιτίες (ηλικία, φύλο κλπ). Αυτή η θεώρηση της μισθωτής σχέσης μας υποχρεώνει
να λάβουμε ταυτόγχρονα υπόψη τόσο το οικονομικό όσο και το μη οικονομικό. Η μισθωτή
σχέση δεν είναι εμπορευματική σχέση επειδή δεν υπάρχει αντικείμενο ανατλλαγής. Η θεώρηση
της εργατικής δύναμης, από την παραδοσιακή μαρξιστική θεώρηση, ως ιδιόμορφο
καπιταλιστικό εμπόρευμα αμφισβητείται έντονα.
Η κριτική η οποία ασκείται σχετικά με την θεώρηση της εργατικής δύναμης ως
εμπόρευμα επικεντρώνεται κυρίως στην έννοια της φύσης της και στη διαδικασία της
αναπαραγωγής της. Η εργατική δύναμη δεν είναι μία αξία η οποία ψάχνει να αυτοαξιοποιηθεί
(lLautier και Tortajada 1977, 1978 και Drugman, 1979). Σε ότι δε αφορά την διαδικασία

5
Εμπορευματική κοινωνία υπήρξε και πριν από την καπιταλιστική κοινωνία. Ως εκ τούτου η
καπιταλιστική κοινωνία είναι και εμπορευματική κοινων΄λια, αλλά η εμπορευματική κοινωνία δεν
σημαίνει ότι είναι κατανάγκη και καπιταλιστική κοινωνία.

16
αναπαρaγωγής της (Lautier και Tortajada 1977; Drugman 1979 και Palloix 1978) επισημαίνεται
ότι η εργατική δύναμη του μισθωτού αναπαράγεται έξω από τον χώρο της παραγωγής, έξω από
τον χώρο που ελέγχει άμεσα το κεφάλαιο. Ειδικότερα, υπάρχουν δύο διαδικασίες ξεχωριστές
σε ότι αφορά την αναπαραγωγή του ατόμου και της εργατικης του δύναμης καθόσον το άτομο
(βιολογικό όν) δεν μπορεί να ταυτιστεί με την εργατική δύναμη (σύνολο πνευματικών και
φυσικών χαρακτηριστικών που καθιστούν το άτομο ικανό προς εργασία).
Ο εργαζόμενος για να αναπαραχθεί βιολογικά είναι υποχρεωμένος να αγοράσει
καταναλωτικά αγαθά από την αγορά (δηλαδή από τον εμπορευματικό χώρο). Αναπαράγεται
καταναλώνοντας αυτά τα αγαθά. Αλλά η κατανάλωση αυτών των αγαθών πραγματοποιείται
έξω από τον χώρο της παραγωγής. Πραγματοποιείται στα πλαίσια της οικογένειας από την
οικιακή εργασία 6 (travail domestique) με στόχο την αναπαραγωγή του ατόμου. Η
αναπαραγωγή του ατόμου σημαίνει την αναπαραγωγή του ως βιολογικό όν, την αναπαραγωγή
της εργατικής του δύναμης δηλαδή των φυσικών και διανοητικών του που τον καθιστούν ικανό
προς εργασία και την αναπαραγωγή του ως “κοινωνικό” άτομο δηλαδή ως μέλος μίας
συγκεκριμένης κοινότητας.
Το άτομο όταν αναπαράγεται ως άτομο, δηλαδή βιολογικό όν, αναπαράγει και το
σύνολο των ικανοτήτων του που τον καθιστούν ικανό προς εργασία, δηλαδή την εργατική του
δύναμη. Η εργατική δύναμη δεν αναπαράγεται, όπως η παραδοσιακή μαρξιστική θεωρία
υποστηρίζει, από καπιταλιστικά εμπορεύματα, αλλά αναπαράγεται στα πλαίσια της
οικογένειας από ένα μη εμπόρευμα, το άτομο. Ως εκ τούτου, ο μισθός δεν αποτελεί την τιμή
αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, αλλά την τιμή της βιολογικής αναπαραγωγής του
ατόμου. Η βιολογική αναπαραγωγή του ατόμου δεν σημαίνει και την αυτόματη ένταξή του στο
καθεστώς της μισθωτής εργασίας και στον χώρο των εμπορευμάτων.
Συνοψίζοντας επισημαίνουμε ότι η εργατική δύναμη δεν είναι καπιταλιστικό εμπόρευμα
ίδιο με τα άλλα. Από την πλευρά του εργαζόμενου, η εργατική δύναμη δεν είναι αξία και ως μη
αξία βρίσκεται και αναπαράγεται έξω από τον χώρο του κεφαλαίου. Αναπαράγεται στα
πλαίσια της οικογένειας από την οικιακή εργασία. Η εξωτερικότητα της ως προς το κεφάλαιο
και ότι αναπαράγεται έξω από το χώρο του κεφαλαίου, κάνει απαρίτητη την ύπαρξη μιάς
τέτοιας δύναμης που να μπορεί να ελέγχει την αναπαραγωγική της διαδικασία.

6
Ο όρος οικιακή εργασία ισως να μηνε είναι ο πλέον ευδόκιμος όρος καθόσον δεν ταυτίζεται με τις τις
οικιακές εργασίες αλλά περιλαμβάνει όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων και των σχέσεων που

17
Επιπρόσθετα, το ότι η εργατική δύναμη ως μη εμπόρευμα δεν μπορεί να πωληθεί, μας κάνει να
διερωτηθούμε αναφορικά με το αντικείμενο συναλλαγής και τη φύση της μισθωτής σχέσης.

3.4. Οικογένεια, μισθωτή εργασία και κράτος.


Η διερεύνηση της φύσης της μισθωτής σχέσης προϋποθέτει την ανάλυση της σχέσης
ανάμεσα στη μισθωτή εργασία και την οικογένεια αφενός και το κράτος αφετέρου.
Οπως ήδη αναφέρθηκε, το άτομο - εργαζόμενος δεν ταυτίζεται με την εργατική του
δύναμη. Το άτομο έχει ένα φύλο, μία ηλικία, ... Η εργατική δύναμη είναι η ιδιότητα του ατόμου
να είναι ικανός προς εργασία. Οι δύο αυτές έννοιες δεν είναι ταυτόσημες. Το άτομο -
εργαζόμενος μπορεί να υπάρξει έξω από τον οικονομικό χώρο αλλά η εργατική του δύναμη
ενυπάρχει από τη στιγμή που το άτομο εισέλθει στο καθεστώς μισθωτής εργασίας. Η εργατική
δύναμη δεν είναι ανεξάρτητη από τον φορέα της δηλαδή το άτομο - εργαζόμενο. Ως εκ τούτου
για να βρεί ο καπιταλιστής την εργατική δύναμη θα πρέπει πρώτα να βρεί το άτομο -
εργαζόμενο. Η ύπαρξη τόσο του ατόμου όσο και της εργατικής του δύναμης προϋποθέτει την
ύπαρξη της αναπαραγωγικής τους διαδικασίας, η οποία συντελείται στα πλαίσια της
οικογένειας.
Με τον όρο αναπαραγωγή του ατόμου - εργαζόμενου εννοούμε την κατανάλωση μιας
συγκεκριμένης ποσότητας εμπορευματικών αγαθών και υπηρεσιών, τα οποία στο μεγαλύτερό
τους μέρος έχουν αγοραστεί από την αγορά, στα πλαίσια της οικογένειας. Η αναπαραγωγή
του ατόμου σημαίνει την αναπαραγωγή του ως άτομο με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, π.χ
φύλο, ηλικία, ..., αλλά η περάτωση αυτής τη διαδικασίας δεν σημαίνει και την αυτόματη
αναπαραγωγή της εργατικής του δύναμης. Η αναπαραγωγή της τελευταίας η οποία
πραγματοποιείται στα πλαίσια της οικογένειας, στηρίζεται σε τρία δεδομένα : στην
κατανάλωση αγαθών και υπηρεσιών με στόχο την βιολογική αναπαραγωγή, τις σχέσεις που
αναπτύσσονται ανάμεσα στον άνδρα, στην γυκαίκα και στα παιδιά και ανάμεσα στα μέλη της
οικογένειας και την υπόλοιπη κοινωνία.

αναπτύσσονται ανάμεσα στα μέλη της οικογ΄νενειας με σκοπό την κατανάλωση αγαθών και την
αναπαραγωγής τους.

18
3.5. Μισθωτή εργασία και κράτος.
Η θεώρηση της εργατικής δύναμης ως μη εμπόρευμα και το ότι η αναπαραγωγή του
ατόμου δεν επιφέρει και την αυτόματη αναπαραγωγή της εργατικής δύναμής του και την άμεση
ένταξή του στο καθεστώς της μισθωτής εργασίας εμπλέκουν στην ανάλυση την έννοια και τον
ρόλο του κράτους. Η κατανόηση της έννοιας της μισθωτής εργασίας προϋποθέτει την ανάλυση
του ρόλου του κράτους.
Εάν λοιπόν η εργατική δύναμη δεν είναι εμπόρευμα, τότε το άτομο - κάτοχος της
εργατικής δύναμης ή πουλάει τον εαυτόν του ή δεν πουλάει τίποτα. Ως εκ τούτου η μισθωτή
σχέση δεν μπορεί να θεσωρηθεί ως εμπορευματική σχέση με αντικείμνεο συναλλαγής το
ιδιόμορφο εμπόρευμα - εργατική δύναμη. Τι είναι λοιπόν η μισθωτή σχέση ; Ο εργαζόμενος
υπόσχεται στον εργοδότη του ότι θα εργαστεί ένα συγκεκριμένο αριθμό ωρών και ένατι αυτού
θα λάβει κάποια αμοιβή, αλλά μετά την εκπλήρωση της εργασίας 7 . Από τη στιγμή που το
άτομο εισέρχεται στο καθεστώς της μισθωτής σχέσης, δεν ελέγχει πλέον την εργατική του
δύναμη, την οποία διαχειρίζεται ο καπιταλιστής με σκοπό την παραγωγή προϊόντος ή
υπηρεσίας. Κατά τη διάρκεια των εργάσιμων ωρών, ο εργαζόμενος είναι υποταγμένος στον
εργοδότη του και λαμβάνει ως αποζημοίωση ένα ποσό χρημάτων (μισθός). Ως εκ τούτου ο
μισθός θα μπορούσε να θεωρηθεί ως η τιμή της υποταγής του στο εν λόγω άτομο, που όμως το
ύψος του καθορίζεται από τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στον εργοδότη και τον εργαζόμενο
και γενικότερα από την δύνμαη που έχει ο εργοδότης να επιβάλλει τη θέλησή του στον
εργαζόμενο. Αυτή η υποταγή είναι διπλής φύσης. Είναι τόσο γενική όσο και ειδική. Γενική με
το σκεπτικό ότι ο εργαζόμενος έχοντας αποξενωθεί από τα μέσα παραγωγής υποτάσσεται στο
κεφάλαιο, που έχει πρόσβαση στο χρήμα και μπορεί να κάνει να εμφανιστεί και να
αναγνωριστεί κοινωνικά το αποτέλεσμα της εργασίας, με στόχο την απόκτηση εμπορευμάτων
και υπηρεσιών αναγκαίων για την βιολογική του αναπαραγωγή. Είναι ειδική καθόσον
υποτάσσεται σε ένα συγκεκριμένο εργοδότη. Η ανάλυση της ειδικής υποταγής μπορεί να
ερμηνεύσει τις μη εμπορευματικές σχέσεις ανάμεσα στον συγκεκριμένο εργαζόμενο και στους
υπολοίπους (Lautier, 1985). Ως εκ τούτου, η μισθωτή σχέση είναι μία σχέση υποταγής,
αποτελεί δε τον τρόπο κοινωνικοποίησης των ατόμων (που δεν κατέχουν μέσα παραγωγής)
στον χώρο των εμπορευματικών σχέσεων. Ως εκ τούτου η σχέση ανάμεσα στους κατόχους και
στους μη κατόχους μέσων παραγωγής δεν είναι μία μεπορευματική σχέση, αλλά μία σχέση

19
υποταγής και καταπίεσης. Γιατί λοιπόν τα άτομα που δεν κατέχουν μέσα παραγωγής
εισέρχονται σε ένα καθεστώς υποταγής και καταπίεσης; Σύμφωνα με τον Μάρξ, τα άτομα αυτά
εισέρχονται στο καθεστώς της μισθωτής εργασίας για να μπορέσουν να επιβιώσουν. Οι
Benetti και Cartelier (1980) υποστηρίζουν ότι το καθεστώς μισθωτης εργασίας αποτελεί μία
νομισματική εξάρτηση (dependence monetaire) και ότι το χρήμα αποτελεί μία μορφή
κοινωνικοποίησης των ατόμων. Κατά συνέπεια τα άτομα εισέρχονται στο καθεστώς μισθωτής
εργασίας για να αποκτήσουν πρόσβαση στο χρήμα 8 . Τόσο η αντίληψη του Μάρξ όσο και
αυτή των Benetti και Cartelier (1980) σχετικά με τον λόγο για τον οποίο τα άτομα εισέρχονται
στο καθεστώς της μισθωτής εργασίας δεν εξασφαλίζουν την αυτόματη είσοδο των ατόμων σε
αυτό το καθεστώς υποταγής και καταπίεσης. Για να κατανοήσουμε τον λόγο για τον οποίο τα
άτομα εισέρχονται στο καθεστώς μισθωτής εργασίας θα πρέπει να αναλύσουμε τον ρόλο του
κράτους στην καπιταλιστική κοινωνία.

3.6. Κράτος και καπιταλιστική κοινωνία.


Οπως ήδη έχει αναφερθεί στο προηγούμενο κεφάλαιο, το κράτος δεν είναι εξωτερικό
ως προς την οικονομία υποκείμενο, αλλά ούτε και εξαρτάται από το κεφάλαιο όπως ορισμένοι
μαρξιστές οικονομολόγοι έχουν διατυπώσει. Οι Lautier και Tortajada (1976) δικαιολογούν την
επέμβαση του κράτους επειδή η αναπαραγωγική διαδικασία πραγματοποιείται έξω από τον
οικονομικό χώρο και ως εκ τούτου είναι απαραίτητο να υποστηρίζεται από ένα υποκείμενο το
οποίο να μην ταυτίζεται ούτε με το κεφάλαιο αλλά ούτε και με την εργασία. Ομως δεν θα
πρέπει να ερμηνεύουμε και να αιτιολογούμε την επέμβαση του κράτους μόνο από την ανάγκη
της ολοκλήρωσης της αναπαραγωγικής διαδικασίας γιατί κινδυνεύουμε να υϊοθετήσουμε μία
λειτουργιστική αντίληψη περί κράτους.
Το κράτος, εκτός από το ότι εγγυάται και εξασφαλίζει την αναπαραγωγική διαδικασία
τόσο του ατόμου όσο και της εργατικής του δύναμης, εξαναγκάζει το άτομο να εισέλθει στο
καθεστώς της μισθωτής σχέσης. Οπως ήδη έχουμε αναφέρει, η ένταξη του ατόμου στο
καθεστώς της μισθωτής σχέσης δεν είναι αυτόματη και ως εκ τούτου χρειάζεται κάποιος
εξωτερικός καταναγκασμός. Ο οικονομικός καταναγκασμός από μόνος του (που ο Μάρξ είχε

7
Σε όλες τις εμπορευματικές σχέσεις η πληρωμή της υπηρεσίας ή του αγαθού γίνεται πριν από την
χρησιμοποίησή του. Αντιθέτως στην μισθωτή σχέση η πληρωμή γίνεται αφού αποπερατωθεί η εργασία.
8
Για μία κριτική θεώρηση της νομισματικής προσέγγισης του καθεστώτος μισθωτής εργασίας, δές
Lautier 91982) και Palloix (1981).

20
επισημάνει) δεν επαρκεί για να εξηγήσει την διαδικασία της μισθωτοποίησης. Εξίσου ή ίσως
και περισσότερο σημαντικός είναι ο πολιτικός καταναγκασμός. Το κράτος “κατευθύνει” τα
άτομα από τον χώρο των “μη εμπορευματικών” σχέσεων στον χώρο των “εμπορευματικών
σχέσεων”. Κατά συνέπεια το κράτος είναι ο φορέας κοινωνικοποίησης των ατόμων που δεν
κατέχουν μέσα παραγωγής. Δηλαδή τα άτομα αυτά εντάσσονται μέσα από το κράτος στον
οικονομικό χώρο. Αντιθέτως τα άτομα τα οποία κατέχουν τα μέσα παραγωγής
κοινωνικοποιούνται μέσα από την αγορά.
Επιπλέον θα πρέπει να επισημανθεί ότι η κοινωνία, όπως έχει καταδειχθεί από την
προηγηθείσα ανάλυση, δεν είναι ομοιογενής αλλά έιναι ετερογενής. Ως εκ τούτου το κράτος
δεν αναπαράγει μόνο τη μισθωτή σχέση αλλά πρωτίστως την συγκροτεί (Cartelier, 1982;
Drugman, 1979; Lautier, 1984b). Εκτός όμως από την διαμόρφωση της μισθωτής σχέσης το
κράτος συγκροτεί και δημιουργεί τις συνθήκες για την αναπαραγωγή της καπιταλιστικής τάξης.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν ορισμένες χώρες του Τρίτου Κόσμου, όπου δεν υπήρχε
ισχυρή καπιταλιστική τάξη και οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής δεν ήταν κυρίαρχες, το
κράτος δημιούργησε τις προϋποθέσεις για τη συγκρότηση της καπιταλιστικής τάξης και της
επέκτασης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής (Salama & Mathias, 1983).

4. Ανάλυση της έννοιας κράτος-πρόνοιας


4.1. Εννοιολογικός προσδιορισμός του κράτους-πρόνοιας.
Το κράτος-πρόνοιας αποτελεί μία εξειδίκευση της έννοιας κράτος σε μία συγκεκριμένη
χρονική περίοδο. Αποτελεί, όπως έχει ήδη αναφερθεί, μία συγκεκριμένη κοινωνικοπολιτική
αλλά και οικονομική διαδικασία, όπου σήμερα η συσσώρευση του κεφαλαίου, ο ρόλος της
μισθωτής εργασίας και η θέση του ατόμου μέσα στην κοινωνία αποκτούν μία διαφορετική
βαρύτητα σε σχέση με προηγούμενες περιόδους. Το κράτος-πρόνοιας μορφοποιείται
ουσιαστικά την περίοδο της εδραίωσης του καπιταλιστικού συστήματος και κυρίως του
βιομηχανικού καπιταλισμού. Ομως η μορφοποίηση του κράτους-πρόνοιας είναι μία διαδικασία
η οποία κρατάει δεκαετίες και μπορούμε ίσως να ισχυριστούμε ότι “ολοκληρωμένο” κράτος-
πρόνοιας στις Βόρειες χώρες της Ευρώπης υπάρχει μόνο μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.
Το κράτος-πρόνοιας δομήθηκε στη σχέση ορισμένων συστατικών στοιχείων τα οποία
συγκροτούν το “κοινωνικό”. Ειδικότερα, το πρώτο συστατικό στοιχείο του “κοινωνικού” που

21
διαφοροποιείται στην περίοδο γέννησης και ανάπτυξης του κράτους-πρόνοιας, είναι η σχέση
ανάμεσα στο κράτος και την μισθωτή εργασία. Εφόσον η μισθωτή εργασία αποτελεί το
κυρίαρχο γνώρισμα που διαφοροποιεί τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής από τους
προηγούμενους τρόπους, αλλάζει και η σχέση του κράτους απέναντί της. Η πολτική του
κράτους έχει ως στόχο την εξάπλωση του θεσμού της μισθωτής εργασίας. Η ανάπτυξη του
κράτους-πρόνοιας στηρίζεται στην επέκταση του καθεστώτος της μισθωτής εργασίας αλλά και
αυτή η αύξηση του αριθμού των μισθωτών προϋποθέτει την ύπαρξή του. Το κράτος-πρόνοιας
για να αναπτυχθεί προϋποθέτει να βασιστεί σε μία ενιαία και ομοιογενή κοινωνική κατηγορία.
Αυτή δεν είναι άλλη από την κατηγορία των μισθωτών. Ομως και οι μισθωτοί χρειάζονται
κάποια κοινωνική και οικονομική εξασφάλιση την οποία τους την προσφέρει μόνο μία
συνιστώσα έξω από αυτούς. Αυτή είναι το κράτος. Απαιτείται όμως να υπάρξει αλλαγή, τόσο
σε νομικό όσο και σε ιδεολογικό επίπεδο, με απώτερο στόχο τη στήριξη και εξάπλωση της
παραπάνω σχέσης. Για να δεχτεί όμως ο αγρότης ή ο τεχνίτης να εισαχθεί σ’αυτή τη σχέση,
θα πρέπει το κράτος να του προσφέρει μία σειρά υπηεσιών. Ετσι, τίθενται οι βάσεις για την
κοινωνική ασφάλιση, για την σταθεροποίηση των μισθών, για μια σειρά άλλων οικονομικών
βοηθημάτων καθώς και για την επέκταση της κατανάλωσης σε όλο τον πληθυσμό. Με τον όρο
επέκταση της κατανάλωσης, εννοούμε μία σειρά οικονομικών μέτρων (δάνεια, θεσμός δόσεων
κλπ) που έχουν ως σκοπό να βοηθήσουν τις ασθενέστερες οικονομικά κοινωνικές ομάδες,
δηλαδη τους χαμηλόμισθους, να αποκτήσουν πρόσβαση στα λεγόμενα διαρκή καταναλωτικά
αγαθά.
Οι πολιτικές αυτές σημαίνουν ταυτόγχρονα και μία παρέμβαση του κράτους στη
διαδικασία συσσώρευσης του κεφαλαίου, με αποκλειστικό σκοπό την αποφυγή οικονομικών
κρίσεων, την δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και γενικότερα την ομαλή αναπαραγωγή του
καπιταλιστικού σχηματισμού.
Η επέμβαση του κράτους την περίοδο εκείνη είναι ιδιαίτερα έντονη τόσο στους χώρους
εργασίας σε ότι αφορά τις συνθήκες εργασίας όσο και στον τομέα της αναπαραγωγής των
ατόμων και της εργατικής τους δύναμης. Το κράτος την περίοδο εκείνη αφενός μεν προσπαθεί
με κάθε τρόπο να προστατέψει και να εξασφαλίσει την αναπαραγωγή των ατόμων και της
εργατικής τους δύναμης εξαιτίας των ιδιαιτέρως κακών συνθηκών που επικρατούσαν, αφετέρου
προσπαθεί να περιορίσει τον πατερναλιστικό ρόλο των επιχειρήσεων σε ότι αφορά τη
διαχείριση της εργατικής δύναμης (Chletsos, 1989). Ο περιορισμός του ρόλου των

22
επιχειρήσεων στην διαδικασία αναπαραγωγής των ατόμων είναι ιδιαίτερα σημαντικός
καθόσον προϋπόθεση για την εδραίωση και ανάπτυξη του καπιταλιστικού σχηματιμσού είναι η
αυξημένη κινητικότητα των ατόμων - εργαζομένων η οποία μειώνεται από πατερναλιστικές
πρακτικές διαχείρισηνς της αναπαραγωγής των ατόμων.
Ενώ λοιπόν το κράτος-πρόνοιας περιορίζει σημαντικά την πατερναλιστική διαχείριση
της εργατικής δύναμης των εργαζομένων από τις επιχειρήσεις, ταυτόγχρονα αλλάζει και η
σχέση που αναπτύσσει ο πολίτης με την κοινωνία. Η επέμβαση του κράτους στην
αναπαραγωγική διαδικασία εκφράζει επίσης αυτή την νέα αντίληψη για τη σχέση πολίτη -
κοινωνίας. Καταρχήν το κράτος απευθύνεται απευθείας στην κοινωνία, θεωρώντας την
αναπαραγωγή της ως αποκλειστικό του καθήκον. Η θέση των ατόμων ως προς την κοινωνία
έχει αλλάξει. Τα άτομα έρχονται σ’ επαφή μεταξύ τους, διαμέσου της κοινωνίας, δηλαδή ως
άτομα της ίδιας της κοινωνίας. Το κοινωνικό συμβόλαιο αντιμετωπίζεται ως συμπύκνωση των
συμβολαίων μεταξύ των ατόμων και της κοινωνίας, η οποία παρουσιάζεται ως πρωταρχική και
όχι ως προϊόν δυναμικής συνύπαρξης ατόμων (Lautier, 1987). Τέλος, αλλάζει και η ευθύνη που
έχει η κοινωνία απέναντι στα άτομα (Ewald, 1986). Ετσι, αναπτύσσεται ένα σύστημα
ασφαλίσεων και κοινωνικής περίθαλψης που έχει τη βάση του ακριβώς στην αντίληψη που έχει
αναπτύξει η κοινωνία για την ευθύνη που έχει απέναντι στα άτομα-πολίτες της. Βέβαια, οι
εξελίξεις αυτές προϋποθέτουν την ομοιογένεια της κοινωνίας, η οποία αποτελεί σημαντικό
γνώρισμα της εποχής που αναπτύσσεται το κράτος-πρόνοιας. Σήμερα, όπως θα
διαπιστώσουμε, αυτό το γνώρισμα δεν αποτελεί χαρακτηριστικό της εποχής μας. Ολοένα και
περισσότερα άτομα ζούν έξω από την κοινωνία. Μετανάστες, νέοι, κοινωνικές και άλλες
μειονότητες κινούνται και ζούν στο περιθώριο. Αυτό σημαίνει ότι ζούν κάτω από συνθήκες
διαβίωσης διαφορετικές απ’ ότι ζούν οι άλλες κοινωνικές κατηγορίες. Δεν έχουν στέγη και
σταθερή απασχόληση και γενικότερα η φυσική τους αναπαραγωγή δεν στηρίζεται στο
καθεστώς της μισθωτής εργασίας και στα αποδεκτά από την κοινωνία μέσα και επίπεδα.
Η αντίληψη αυτή, για τη σχέση ανάμεσα στην κοινωνία και στους πολίτες,
μεταφράζεται και με τη διαδικασία της αυξανόμενης κρατικοποίησης της αναπαραγωγής της
εργατικής δύναμης. Αυτό επίσης, αποτελούσε ένα εξίσου σημαντικό χαρακτηριστικό της
εποχής ανάπτυξης του κράτους-πρόνοιας.
Η γέννηση της κοινωνικής ασφάλισης τοποθετείται στις αρχές του 20ου αιώνα.
Συμπίπτει με την εκδήλωση της βιομηχανικής επανάστασης. Στην Αγγλία ο Beveridge,

23
ανώτατος άγγλος λειτουργός, επηρεασμένος από την κρίση του 1929 και από τη θεωρία του
Keynes, προχωρεί στην υϊοθέτηση και στην στήριξη μιας σειράς προτάσεων που αφορούν την
ασφαλιστική κάλυψη όλου του πληθυσμού και τους τρόπους οργάνωση του συστήματος
κοινωνικής ασφάλισης (Lamiot & Lancry 1989).
Η βιομηχανική επανάσταση ανέτρεψε όλες τις συνθήκες παραγωγής και
αναπαραγωγής που επικρατούν την περίοδο εκείνη (Murard, 1989). Το ζήτημα της κυριαρχίας
των καπιταλιστικών σχέσεων τίθεται έντονα. Η πραγματοποίηση της βιομηχανικής
επανάστασης δεν έγινε μέσα σε ευνοϊκές συνθήκες και η επικράτησή της εξαρτιόταν από
πολλούς παράγοντες. Η ίδια όμως η επικράτηση της βιομηχανικής επανάστασης
δημιουργούσε μία σειρά σοβαρών προβλημάτων. Η ανάγκη εξεύρεσης εργατικών χεριών,
αλλά και η αντίσταση των αγροτών να προλεταριοποιηθούν, αποτελούσαν ορισμένα από τα
σοαβρότερα εμπόδια στην εκβιομηχάνιση των συγκεκριμένων χωρών. Οι συνθήκες υγεινής και
διαβίωσης των ατόμων ήταν άθλιες. Το πρόβλημα της αναπαραγωγής και σταθεροποίησης
του εργατικού δυναμικού εξέθετε σε κίνδυνο τα θεμέλια της νέας κοινωνίας. Οι εργοδότες
αποφάσισαν να λύσουν από μόνοι τους το πρόβλημα. Η απάντησή τους ήταν η διαχείριση της
εργατικής δύναμης από τις επιχειρήσεις. Οι δύο κύριες μορφές οργάνωσης της παραγωγής,
ενσωματώνοντας σε αυτή και το θέμα της αναπαραγωγής των εργαζομένων, από τους
εργοδότες ήταν το “οικοτροφείο” (internat) και η πόλη-εργοστάσιο (ville-usine) (Germe, 1978).
Η διαχείριση της εργατικής δύναμης από την πελυρά των επιχειρήσεων ήταν σύμφωνη
με τις απαιτήσεις των κοινωνικών συνθηκών της εποχής εκείνης, μέσα στην οποία
δημιουργείται ο μισθωτός-προλετάριος. Αποτελούσε ένα σύνολο ενεργειών, που
αποσκοπούσε να ικανοποιήσει τόσο τις ανάγκες της καπιταλιστικής παραγωγής όσο και τα
χαρακτηριστικά του εργατικού δυναμικού. Βέβαια, το εργατικό δυναμικό το οποίο
προσφερόταν από την ύπαιθρο, προσπαθούσε να αντισταθεί όσο μπορούσε στην αυξανόμενη
προλεταριοποίησή του. Η ύπαρξη βέβαια των “οικοτροφείων” και των “πόλεων-εργοστασίων”
παρόο που προσπαθούσε να ανταπεξέλθει στις αυξανόμενες ανάγκες της καπιταλιστικής
παραγωγής δημιουργούσε προβλήματα. Εμπόδιζε την κινητικότητα και την μετανάστευση του
εργαζόμενου, η οποία αποτελεί ένα από τα συστατικά στοιχεία ανάπτυξης του
καπιταλιστατικού συστήματος. Εμπόδιζε την κινητικότητα και την μετανάστευση του
εργαζόμενου, η οποία αποτελεί ένα από τα συστατικά στοιχεία ανάπτυξης του καπιταλιστικού

24
συστήματος. Κατά συνέπεια, η ανάπτυξη του καπιταλιστικού συστήματος εμποδίζεται από την
ύπαρξη των προαναφερόμενων τρόπων διαχείρισης του εργατικού δυναμικού.
Σήμερα, παρατηρείται αύξηση της ιδιωτικοποίησης της αναπαραγωγής της εργατικής
δύναμης. Η αναπαραγωγή του ατόμου, ως βιολογική ύπαρξη, συντελείται κατά ένα μέρος από
την αγορά και κατά ένα μέρος από το κράτος. Βέβαια η αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης,
η οποία προϋποθέτει την αναπαραγωγή του ατόμου, συντελείται κυρίως στα πλαίσια της
οικογένειας. Στις μέρες μας παρατηρείται η συνύπαρξη του “ιδιωτικού” με το “κρατικό” και το
“κοινωνικό”, παρά η πλήρης επικράτηση της ιδιωτικής κερδοσκοπικής σφαίρας.
Τέλος, αλλάζει και η σχέση ανάμεσα στο πολιτικό καθεστώς και τα άτομα. Η ανάπτυξη
των κοινωνικών θεσμών δεν θα μπορούσε να συντελεστεί εάν δεν συνοδευόνταν από μία
παράλληλη ανάπτυξη των δημοκρατικών διαδικασιών. Η ιδέα της ομοιογενούς κοινωνίας είναι
άτοπη, αν το μεγαλύτερο μέρος ή έστω και ένα μικρό της, βρίσκεται έξω από την κοινωνία. Το
καινούργιο καταναλωτικό πρότυπο που προωθείται, είναι δυνατό να επιτευχθεί μόνο εάν
υπάρξει η κοινωνική αποδοχή από την πλευρά των ατόμων. Βέβαια, δεν υποστηρίζουμε ότι τα
άτομα είναι παθητικοί δέκτες του οικονομικού και κοινωνικού γίγνεσθαι. Αντιθέτως, θεωρούμε
ότι η κοινωνική πάλη και δυναμική προκάλεσε σ’ ένα πολύ μεγάλο βαθμό τις συντελούμενες
οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις. Εξάλλου, η ανάπτυξη είναι μία διαδικασία που εξαρτάται,
σε μεγάλο βαθμό, από τη συσσώρευση του κεφαλαίου και την κοινωνική δυναμική.
Η κατανόηση της έννοιας κράτος-πρόνοιας μπορεί να γίνει μόνο μέσα από την
ανάλυση της σχέσης του κράτους με τα προαναφερόμενα συστατικά στοιχεία του “κοινωνικού”.
Ως εκ τούτου το κράτος-πρόνοιας δεν είναι απλά ένα “ποσοτικά” περισσότερο κράτος, όπως η
νεοκλασσική θεωρία υποστηρίζει, ούτε ταυτίζεται με έν αυψηλό ποσοστό δημοσίων δαπανών.
Είναι δυνατόν να παρατηρείται σε μία χώρα υψηλό ποσοστό δημοσίων δαπανών, χωρίς όμως
να υπάρχει ολοκληρωμένο κράτος-πρόνοιας. Η αναζήτηση της ύπαρξης κράτους-πρόνοιας ή
όχι πρέπει να γίνει στη βάση του τρόπου οργάνωσης του “κοινωνικού”. Εάν αυτός ο τρόπος
οργάνωσης του “κοινωνικού” στηρίζεται στα προαναφερόμενα στοιχεία, τότε υπάρχει κράτος-
πρόνοιας. Η διαφορετική μορφή που το κράτος-πρόνοιας πήρε στις διάφορες χώρες της
Ευρωπαϊκής Ενωσης και στις Ην.Πολιτείες οφείλεται κατά κύριο λόγο στον διαφορετικό τρόπο
σύνθεσης των συστατικών του στοιχείων ως αποτέλεσμα των ιδιαίτερων οικονομικών,
ιστορικών, πολιτικών, κοινωνικών και πολιτισμικών συνθηκών της κάθε χώρας.

25
Αναλύοντας την έννοια της μισθωτής εργασίας στις χώρες της Ε.Ε παρατηρούμε ότι η
μισθωτή σχέση δεν έλαβε ακριβώς την ίδια μορφή. Τα συστατικά στοιχεία αυτής της σχέσης 9
(η οργάνωση της εργασίας, η ιεράρχηση των προσόντων, η κινητικότητα των εργαζομένων, ο
τρόπος σχηματισμού του μισθού και ο τρόπος χρήσης του εισοδήματος). Εκτός ομως από τη
διαφορετικότητα της μισθωτής σχέσης και ο ίδιος ο τρόπος συνάρθρωσης του οικονομικού, με
το μη οικονομικό και το πολιτικό διαφοροποιούνταν από χώρα σε χώρα. Συγκεκριμένα

4.2. Συγκρότηση του κράτους-πρόνοιας στην Ελλάδα.


Υποστηρίζεται από πολλά άτομα ότι στην Ελλάδα το κράτος-πρόνοιας δεν
αναπτύχθηκε πολύ κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Ιδιαίτερα όμως δόθηκε έμφαση στην
επέκταση της συλλογικής κατανάλωσης και στην ανάπτυξή του κατά τη μετά το 1974 περίοδο.
Δηλαδή το κράτος-πρόνοιας αναπτύσσεται στην Ελλάδα σε μία περίοδο όπου διεθνώς
εισέρχεται σε κρίση. Μία σειρά δεδομένων όπως χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης της παραγωγικής
διαδικασίας, περιορισμένη του κεφαλαίου, χαμηλό ποσοστό μισθωτής εργασίας, διευρυμένη
οικογένεια εμπόδισαν την ανάπτυξή του (Μαλούτας και Οικονόμου 1988). Ολοι αυτοί οι
παράγοντες όχι μόνο καθυστέρησαν την εμφάνισή του στην Ελλάδα, αλλά και σε συνδιασμό με
τη διεθνή κατάσταση εμπόδισαν την πλήρη ανάπτυξή του. Ετσι το κράτος-πρόνοιας στην
Ελλάδα πέρασε από την υπανάπτυξη στην κρίση. Αποδεικτικά στοιχεία της παραπάνω
άποψης είναι η κακή και μη ολοκληρωμένη λειτουργία ορισμένων υπηρεσιών που το
χαρακτηρίζουν.
Απόψή μου είναι ότι πράγματι το κράτος-πρόνοιας στην Ελλάδα αναπτύχθηκε κυρίως
μετά το 1974. Θα διαφωνήσω όμως ως προς τους λόγους της καθυστέρησης της εμφάνισής
του και ως προς τον χαρακτήρα της υπανάπτυξής του. Προτού δείξω γιατί το κράτος-πρόνοιας
στην Ελλάδα αναπτύσσεται κυρίως μετά το 1974, θα ήθελα να επισημάνω ότι παρόλο που το
ελληνικό κράτος, πριν από το 1974, παρουσιάζει υψηλό ποσοστό δημοσίων δαπανών δεν
μπορεί να ταυτιστεί με το κράτος-πρόνοιας. Η ύπαρξή του δικαιολογεί αυξημένες δημόσιες
δαπάνες, αλλά δεν συμβαίνει κατ’ανάγκη το αντίθετο. Οσον αφορά την περίπτωση της
Ελλάδας που παρουσιάζει αρκετά υψηλό ποσοστό δημοσίων υπαλλήλων και δημοσίων
δαπανών από την περίοδο γέννησης του ελληνικού κράτους, θα πρέπει να αναζητήσουμε την
αιτία στον τρόπο ανάπτυξής της (Χλέτσος 1994α). Το ελληνικό έθνος αναπτύχθηκε

9
Σχετικά με τα συστατικά στοιχεία της μισθωτής σχέσης δές Boyer (1978, 1980, 1981, 1984, 1986).

26
στηριζόμενο ταυτόγχρονα σε δύο αστικές τάξεις. Την εξωτερική, που ήταν οιΦαναριώτες και
την εσωτερική αστική τάξη. Η εξωτερική αστική τάξη ήταν αυτή που διευκόλυνε την υπέρμετρη
ανάπτυξη του δημόσιου τομέα για καθαρά δικούς της σκοπούς. Ποτέ όμως δεν θα μπορούσαμε
να υποστηρίξουμε ότι το ελληνικό κράτος εκείνης της περιόδου ήταν κράτος-πρόνοιας γιατί τότε
θα καταλήγαμε στη λαθεμένη άποψη τη ςταύτισης του μεγέθους των δημοσίων δαπανών με το
κράτος-πρόνοιας.
Ολοι αυτοί οι λόγοι που αναφέραμε προηγουμένως , πράγματι υπήρξαν. Το πρόβλημα
όμως είναι αφενός μεν γιατί δημιουργήθηκε η παραπάνω κατάσταση (δηλαδή χαμηλό επίπεδο
ανάπτυξης, περιορισμένη συγκέντρωση κλπ) και αφετέρου γιατί δεν σχηματίστηκε η αντίληψη
που οδήγησε στη δημιουργία του κράτους-πρόνοιας στη Δ.Ευρώπη. Η για να γίνω
σαφέστερος, το κράτος-πρόνοιας εμφανίστηκε αργά στην Ελλάδα γιατί άργησαν να
ολοκληρωθούν τα στοιχεία εκείνα που το συγκροτούν. Οι υποθέσεις περί ομοιογένειας της
κοινωνίας και περί διαφορετικής σχέσης ανάμεσα στο άτομο και την κοινωνία δεν υπήρχαν ή
υπήρχαν με διαφορετική μορφή λόγω των ιδιομορφιών σχηματισμού τους. Αμέσως μετά τη
λήξη του εμφυλίου πολέμου η αντίληψη περί ομοιογενούς κοινωνίας μάλλον ήταν άτοπη.
Ταυτόγχρονα το πολιτικό καθεστώς αναζητώντας τη νομιμοποίησή του μέσα από τις
μικροαστικές κοινωνικές ομάδες αναγκάστηκε να πάρει μια σειρά μέτρων (Χλέτσος 1989α)
όπου στήριζαν για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα αυτές τις μάζες οι οποίες αποτελούν
ανασταλτικό παράγοντα εμφάνισής του. Οι μισθωτοί μη έχοντας άλλο τρόπο
κοινωνικοποίησής τους, κοινωνικοποιούνται μέσα από το κράτος και κυρίως μέσα από το
κράτος-πρόνοιας. Αντίθετα οι μικροαστικές μάζες κοινωνικοποιούνται μέσα από την αγορά
κυρίως ως κάτοχοι κεφαλαίου. Εχοντας δύο κύριους τρόπους κοινωνικοποίησης, τον
οικονομικό και τον πολιτικό, το κράτος-πρόνοιας αποτελεί τον πολιτικό τρόπο
κοινωνικοποίησης μιας μερίδας του πληθυσμού που δεν είναι κάτοχοι κεφαλαίου. Οταν λέμε
κοινωνικοποίηση εννοούμε την ένταξη του ατόμου μέσα σ’ένα σύνολο που διέπεται από
κάποιους κανόνες-νόρμες.

27
5. Οικονομική Θεωρία και Κρίση του κράτους-
πρόνοιας.
Η οικονομική κρίση της δεκαετίας του ’70 δυναμιτίζει τα θεμέλια του κράτους-πρόνοιας
προκαλώντας τη δημοσιονομική του κρίση. Η αύξηση της ανεργίας από τη μία πλευρά σε
συνδιασμό με τη αύξηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων θέτουν σε αμφισβήτηση τη
δυνατότητα του κράτους-πρόνοιας να χρηματοδοτεί τις υψηλές του δημοσιονομικές δαπάνες.
Κατά συνέπεια το δημοσιονομικό πρόβλημα και γενικότερα η χρηματοδότηση του κράτους-
πρόνοιας αναγορεύεται ως το κυρίαρχο πρόβλημα.
Το ερώτημα όμως που τίθεται είναι εάν και κατά πόσο η αμφισβήτηση του κράτους-
πρόνοιας οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στη δημοσιονομική του κρίση. Η κριτική η οποία
ασκείται στο κράτος-πρόνοιας δεν είναι ομοιογενής.

5.1. Η κρίση του κράτους-πρόνοιας σύμφωνα με τη


νεοκλασσική αντίληψη
Η αιτία αμφισβήτησης του κράτους-πρόνοιας σύμφωνα με τη νεοκλασσική θεωρία
είναι ότι, μ’αφορμή τα δημοσιονομικά προβλήματα, το συγκεκριμένο μοντέλο οργάνωσης του
κοινωνικού, όπως αυτό εκφράζεται από το κράτος-πρόνοιας, έφτασε στα όριά του.
Η νεοφιλελεύθερη αντίληψη επανέρχεται στη φιλοσοφική της θέση περί μείωσης του
ρόλου του κράτους στην οικονομία. Θεωρεί ότι το κράτος-πρόνοιας, μπορεί ίσως να
διαδραμάτισε κάποτε ένα σημαντικό ρόλο, αλλά τώρα όμως δημιουργεί σοβαρά προβλήματα.
Η υπέρμετρη παρουσία του στην οικονομία, εμποδίζει την οικονομική ανάπτυξη, δεδομένου ότι,
διακρίνεται από υπέρμετρη αναδιανεμητική ικανότητα (Beneton 1983). Αυτό σημαίνει ότι στον
τομέα της οικονομίας μειώνεται η οριακή ροπή για εργασία και αυξάνεται το οριακό όφελος για
ανάπαυση. Η υψηλή φορολογία που επιβάλλει το κράτος-πρόνοιας, για να μπορεί να
χρηματοδοτεί τις δραστηριότητές του, αποθαρρύνει τις επενδύσεις και την τάση για εργασία
(Offe 1974).
Σύμφωνα με τον Lepage (1980) το κράτος-πρόνοιας χαρακτηρίζεται από
αναποτελεσματικότητα λόγω της γραφειοκρατικής του δομής. Οι πολύ υψηλοί φόροι και ο
τρόπος χρησιμοποίησής τους, προκαλούν έκρηξη του πληθωρισμού, υψηλά επιτόκια
αποταμίευσης και επένδυσης, χαμηλή παραγωγικότητα εργασίας, στασιμότητα στις εξαγωγές
και χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης (Brian Abel-Smith 1985).

28
5.2. Η κρίση του κράτους-πρόνοιας σύμφωνα με την κεϋνσιανή
και μαρξιστική αντίληψη.
Η κριτική που ασκείται στο κράτος-πρόνοιας από τις μη νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις
μπορεί να διακριθεί στη μαρξιστική και μη μαρξιστική. Η μη μαρξιστική (αριστερή κεϋνσιανή)
θεωρεί ότι το κράτος-πρόνοιας απέτυχε να εκπληρώσει τους κύριους σκοπούς του που ήταν η
καταπολέμηση της φτώχειας και η εγκαθίδρυση μιας πιο δίκαιης κοινωνίας (Rosanvallon 1981).
Η μαρξιστική κριτική στο κράτος-πρόνοιας υποστηρίζει ότι, στόχος του κράτους-
πρόνοιας είναι η διατήρηση και η αναπαραγωγή του καπιταλιστικού συστήματος. Αυτό
επιτυγχάνεται με την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης και με την ιδεολογική της
ενσωμάτωσης στο καθεστώς της μισθωτής εργασίας. Το κράτος-πρόνοιας θεσπίζοντας μέτρα
υπέρ των εργαζομένων, των ατόμων και των ομάδων που βρίσκονται σε μη προνομιακή θέση,
αποτελεί την πιο έκδηλη έκφραση του ρόλου ως ουδέτερου διατητή, αλλά και έντονων
αντιφάσεων (Στασινοπούλου 1990). Η κρατική αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης αποτελεί
στην ουσία κέρδος και όχι ζημιά για το σύστημα (Gough 1982). Το κράτος-πρόνοιας
παρεμβαίνει στην ταξική πάλη αμβλύνοντας τις αντιθέσεις. Δεν οδηγεί στο ξεπέρασμά τους
(Offe 1975).
Σύμφωνα με την ανάλυση της σχολής της “Ρύθμισης” για το κράτος-πρόνοιας 10 , το
κράτος-πρόνοιας αποτέλεσε βασικό συστατικό στοιχείο του τρόπου ρύθμισης. Η κρίση του
κράτους-πρόνοιας θα πρέπει, σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, να ειδωθεί ως κρίση του τρόπου
ρύθμισης του μεταπολεμικού καθεστώτος συσσώρευσης, γνωστού ως φορντισμός.

10
Σύμφωνα με τη σχολή της “Ρύθμισης” η ανάπτυξη του κράτους-πρόνοιας είναι οργανικά
συνδεδεμένη με τη συσσώρευση του κεφαλαίου. Το κράτος-πρόνοιας είναι ένα μέσο ρύθμισης του
καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού (Aglietta 1976, Boyer et Mistral 1978, και Dockes et Rosier,
1978)

29
6. Από το κράτος-πρόνοιας στο “μεταφορντικό”
κράτος ;
6.1. Ανάλυση του όρου “κρίση του κράτους-πρόνοιας”
Η οικονομική θεωρία προσπαθώντας να εξηγήσει την κρίση του κράτους-πρόνοιας
χρησιμοποιεί τα μεθοδολογικά της εργαλεία για τα αίτια της ύπαρξης και επέμβασης, στην
οικονομία, του κράτους. Ως εκ τούτου η νεοκλασσική θεωρία αμφισβητεί το κράτος-πρόνοιας
ως ένα εκτεταμένο κράτος. Η κριτική της νεοκλασσικής θεωρίας επικεντρώνεται κυρίως στην
έννοια της αποτελεσματικότητας σε σχέση με το χαμηλό κόστος και στο δημόσιο χαρακτήρα
των παρεχόμενων υπηρεσιών. Προβάλλοντας η νεοκλασσική θεωρία ως κύριο αίτιο της κρίσης
του κράτους-πρόνοιας την αδυναμία της οικονομίας να το χρηματοδοτήσει καθώς και τις
αρνητικές επιπτώσεις που επιφέρουν τα δημοσιονομικά ελλείμματα και το δημόσιο χρέος στην
οικονομική ανάπτυξη, δημιουργείται η εντύπωση ότι το κύριο αίτιο της οικονομικής κρίσης είναι
η υπέρμετρη αύξηση του μεγέθους του κράτους. Κατά συνέπεια το κράτος-πρόνοιας, σύμφωνα
με τη νεοκλασσική θεωρία, ταυτίζεται με το ύψος των δημοσίων δαπανών και η κρίση του
ερμηνεύεται εντελώς μηχανιστικά από τη σχέση ανάμεσα στις δημόσιες δαπάνες και την
οικονομία 11 .
Η κεϋνσιανή κριτική στο κράτος-πρόνοιας επικεντρώνεται κυρίως στο κατά πόσο το
κράτος-πρόνοιας κατόρθωσε να εκπληρώσει τους στόχους του, δηλαδή την ελαχιστοποίηση
των κοινωνικών ανισοτήτων και την έλευση μίας περισσότερο δίκαιης κοινωνίας. Αυτή όμως η
θεώρηση του κράτους-πρόνοιας είναι περιοριστική και δεν μας επιτρέπει να κατανοήσουμε
γιατί το κράτος-πρόνοιας αναπτύχθηκε και γιατί μετά από την πάροδο κάποιων δεκαετιών
αμφισβητήθηκε.
Ενα κοινό σημείο της νεοκλασσικής και κεϋνσιανής προσέγγισης είναι η θέση περί
δημοσιονομικής κρίσης του κράτους-πρόνοιας. Τόσο οι νεοκλασσικοί αλλά και ως ένα βαθμό
και οι μετακεϋνσιανοί θεωρούν ότι το κυριότερο αίτιο της κρίσης του κράτους σήμερα, δηλαδή
του κράτους-πρόνοιας, είναι η αδυναμία της οικονομίας να το χρηματοδοτήσει. Κατά συνέπεια
η δημοσιονομική κρίση όχι μόνο του κράτους-πρόνοιας αλλά και των υποσυστημάτων τα οποία
εκφράζουν το κράτος-πρόνοιας, π.χ. σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, είναι η βασική αιτία
κρίσης αυτού του συστήματος.

30
Χωρίς να αμφισβητείται η σπουδαιότητα της δημοσιονομικής κρίσης του κράτους-
πρόνοιας, εντούτοις δεν είναι ούτε η μόνη αιτία αλλά ούτε και η βασικότερη. Η αναζήτηση της
κυρίαρχης αιτίας της κρίσης του κράτους-πρόνοιας θα πρέπει να αναζητηθεί στο τι το κράτος-
πρόνοιας έκφραζε και γιατί σήμερα δεν το εκφράζει

6.2. Η κρίση του κράτους-πρόνοιας ως κρίση του τρόπου


οργάνωσης του “κοινωνικού”.
Θεωρώντας το κράτος-πρόνοιας ως ένα συγκεκιρμένο τρόπο οργάνωσης του
κοινωνικού μία συγκεκριμένη χρονική περίοδο θα πρέπει σήμερα να επαναπροσδιορίσουμε το
νέο κράτος στη βάση των νέων συστατικών του τρόπου οργάνωσης του κοινωνικού.
Το πρώτο συστατικό στοιχείο του νέου τρόπου οργάνωσης του κοινωνικού αφορά την
σχέση του κράτους με την μισθωτή σχέση. Οπως ήδη έχει αναφερθεί η μισθωτή σχέση είναι
μία μη εμπορευματική σχέση στην οποία ο εργαζόμενος εισέρχεται εξαναγκαζόμενος από το
κράτος στα πλαίσια της κρατικής κοινωνικοποίησής του (socialisation etatique). Το καθεστώς
αυτό της μισθωτής σχέσης είναι καθεστώς υποταγής και καταπίεσης αυτών που δεν έχουν
πρόσβαση στο κεφάλαιο και σε αυτούς που έχουν το κεφάλαιο. Θέλοντας να
συγκεκριμενοποιήσουμε ακόμη περισσότερο την έννοια μισθωτή σχέση, παρατηρούμε ότι σε
συγκεκριμένες χρονικές περιόδους η μισθωτή σχέση παρουσιάζει συγκεκριμένα
χαρακτηριστικά. Σύμφωνα με τον Boyer (1981) η μισθωτή σχέση ορίζεται ως το σύνολο των
συνθηκών που διαπερνούν τη χρήση και την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης : οργάνωση
του προτσές της εργασίας, κινητικότητα της εργατικής δύναμης, σχηματισμός και
χρησιμοποίηση του εισοδήματος των μισθωτών. Σε κάθε καθεστώς συσσώρευσης 12
αντιστοιχεί και ένας συγκεκριμένος τύπος μισθωτής σχέσης. Στο καθεστώς του φορντιστικού
τύπου συσσώρευσης αντιστοιχεί ο φορντικός τύπος μισθωτής σχέσης. Στο καθεστώς του

11
Η νεοκλασσική ανάλυση των επιδράσεων των δημοσίων δαπανών στην οικονομική ανάπτυξη είναι
στατική και εμπλεγμένη στο μεθοδολογικό πλαίσιο ύπαρξης ενός ελάχιστου κράτους αγνοώντας τις
συγκεκριμένες οικονομικές, κοινωνικές και τεχνολογικές συνθήκες της κάθε εποχής.
12
Ενα καθεστώς συσσώρευσης καταγράφει το σχήμα της κατανομής του πλεονάσματος ανάμεσα στους
παραγωγικούς τομείς ανάμεσα σε νεκρή και ζωντανή εργασία, ούτως ώστε να συγχρονίζεται η
δυναμική του παραγωγικού συστήματος και η εξέλιξη της κοινωνικής ζήτησης, οι αρνητικοί και θετικοί
καθορισμοί της “σύνθεσης του κεφαλαίου”. Στο καθεστώς συσσώρευσης συμπαρίσταται ένας τρόπος
ρύθμισης, στον οποίο κωδικοποιύνται σε διαδικασίες και θεσμικές μορφέςσυμβιβασμοί και
διαμεσολαβήσεις, απαραίτητοι στην αναπαραγωγή κοινωνικών σχέσεων που η ενότητά τους είναι
προϊόν σύγκρουσης (Δουκάκης Ντ-Λ 1988, σ.28-29).

31
μεταφορντισμού αντιστοιχεί και ένας νέος τύπος μισθωτής σχέσης : η ευέλικτη μισθωτή σχέση
(Boyer, 1985, 1989, 1990 ; Leborne and Lipietz 1987, 1989, 1990 και Coriat, 1990).
Ειδικότερα, ο τύπος μισθωτής σχέσης που διαμορφώνεται κατά την φορντική περίοδο
είχε τα ακόλουθα χαρακτηριστικά. Η διάρκεια της εργάσιμης ημέρας ήταν οκτώ ώρες και το
ποσοστό ανεργίας ήταν ιδιαίτερα χαμηλό εξαιτίας της καλής οικονομικής κατάστασης της
περιόδου αυτής. Η μισθωτή σχέση διαμορφώθηκε σε μεγάλο βαθμό στη βάση της
συγκέντρωσης της παραγωγής στον ίδιο χώρο, στη χρήση της αλυσίδας παραγωγής και
γενικότερα στην παραγωγή τυποποιημένων προϊόντων. Στα πλαίσια αυτής της διαδικασίας, ο
εργαζόμενος ήταν αποκομμένος από την γνώση παραγωγής του προίόντος, καθότι η δική του
συμβολή ήταν απολύτως εξειδικευμένη, όπου η πλήρης εξειδίκευση οδηγούσε σε αποειδίκευση.
Η ιεραρχία ήταν κάθετη και ο εργαζόμενος ήταν υποχρεωμένος να είναι υποταγμένος στα
πλαίσια αυτής της ιεραρχίας. Η σχέση του με την μηχανή ήταν σχέση υποδούλωσης και
εξάρτησης καθόσον ο εργαζόμενος γνωρίζει να την χειρίζεται αλλά όχι και να την εξουσιάζει.
Σε ότι αφορά την κινητικότητα της εργατικής δύναμης την φορντική περίοδο ήταν περιορισμένη
κυρίως σε ότι αφορούσε την ενδοεπιχειρισιακή κινητικότητα. Σε ότι δε αφορά τον καθορισμό
του μισθού, αυτός καθοριζόταν μέσα από συλλογικές διαπραγματεύσεις και την ενεργό
συμμετοχή του κράτους το οποίο καθόριζε ένα ελάχιστο επίπεδο μισθού για την εξασφάλιση
των μισθωτών - εργαζομένων. Ειδικότερα, ο φορντικός τρόπος καθορισμού των μισθών
χαρακτηρίζεται από τρείς βασικούς κανόνες : α. ο καθοριμσός των επιπέδων μισθών και η
ιεράρχησή τους γίνεται αναφορικά με τη συγκεκριμένη θέση εργασίας σε επίπεδο κλάδου, β. ο
μισθός συνδέεται με τον δείκτη τιμών καταναλωτή επιτρέποντας την διατήρηση της εργατικής
του δύναμης και γ. ο μισθός συνδέεται και με την προβλεπόμενη αύξησης της
παραγωγικότητας (Join-Lambert et al 1984). Τέλος, το κεφάλαιο έβλεπε τον μισθό όχι μόνο ως
κόστος παραγωγής αλλά κυρίως ως στοιχείο της ενεργούς ζήτησης. Ως εκ τούτου, η
εισοδηματική ενίσχυση των μισθωτών επέφερε ενίσχυση της συνολικούς ζήτησης η οποία
μπορούσε να απορροφά το παραγόμενο προϊόν. Θα πρέπει βέβαια να επισημανθεί ότι οι
μισθολογικές αυξήσεις υποστηριζόντουσαν από τις μεγέλες αυξήσεις της παραγωγικότητας της
εργασίας και κυρίως του κεφαλαίου που οδηγούσαν στη μεγάλη αύξηση του συνολικού
προϊόντος. Οι μεγάλες δε αυξήσεις του ΑΕΠ διοχετεύθηκαν κατά ένα μεγάλο ποσοστό στην
αύξηση των δημοσίων και δή των κοινωνικών δαπανών. Η ανάπτυξη του κράτους-πρόνοιας
δομήθηκε στη βάση της συγκεκριμένη μισθωτής σχέσης. Σήμερα όμως τα χαρακτηριστικά της

32
μισθωτής σχέσης έχουν διαφοροποιηθεί σε σχέση με αυτή της φορντικής περιόδου.
Ειδικότερα, ο θεσμός της πλήρους απασχόλησης έχει αισθητά αλλάξει. Ο όρος ευελιξία ή
ευκαμψία δεν αναφέρεται μόνο στον τρόπο καθορισμού των μισθών αλλά και σε ότι αφορά την
διάρκεια της εργάσιμης ημέρας. Η έννοια της ευκαμψίας στην αγορά εργασίας χρησιμοποιείται
και από τους θεωρητικούς της σχολής της “ευέλικτης εξειδίεκυσης” (Piore & Sabel, 1983, 1984 ;
Sabel & Zeitlin, 1985). Η χρήση της έννοιας της ευκαμψίας από τους θεωρητικού της ανωτέρω
σχολής διαφοροποιείται από αυτή της σχολής της “Ρύθμισης”σε δύο κύρια σημεία : α) δεν
ασχολείται με την έννοια μισθωτή σχέση όπως ασχολείται η σχολή της “Ρύθμισης” και β)
υποβαθμίζει την σπουδαιότητα της ευελιξίας στην αγορά εργασίαςπρος όφελος της ευελιξίας
στα συστήματα παραγωγής.
Η νεοκλασσική θεωρία αναλύει την ευκαμψία στην αγορά εργασίας στηριζόμενη στην
εξίσωση της ζήτησης εργασίας με την προσφορά εργασίας. Το θεμελιώδες ζήτημα για την
νεοκλασσική θεωρία δεν είναι να αναλύσει ούτε την έννοια της μισθωτής εργασίας, ούτε την
σχέση που ενυπάρχει ανάμεσα στην μισθωτή εργασία και στο καθεστώς συσσώρευσης ή στο
μοντέλο ανάπτυξης, αλλά να δημιουργήσει μία αγορά σύμφωνα με την οποία η
μακροοικονομική ισορροπία να επιτυγχάνεται μέσα από την ζήτηση και την προσφορά χάρη
στην ευκαμψία των μισθών και την τέλεια κινητικότητα του παραγωγικού συντελεστή εργασία.
Η ευκαμψία στην αγορά εργασίας συνδέεται άμεσα και καθοριστικά με το πρόβλημα της
ανεργίας. Βασική τους υπόθεση είναι ότι η ανεργία είναι εθελοντική και οφείλεται σε ατέλειες
στην αγορά εργασίας (Guerrien, 1989 ; Marchel and Taieb, 1991). Ακόμη και οι σύγχρονες
απόψεις της νεοκλασσικής θεωρίας γύρω από την ακαμψία των χρηματικών μισθών, στην
ύπαρξη του θεσμού της πλήρους απασχόλησης και στην έλλειψη κινητικότητας των
εργαζομένων ως αίτια της ανεργίας (Perrot, 1992).
Την περίοδο αυτή, η οργάνωση της εργασίας τροποποιείται σημαντικά εξαιτίας των
αδιεξόδων που παρατηρήθηκαν την δεκαετία του ‘70 σε ότι αφορούσε την αύξηση της
παραγωγικότητας της εργασίας και του κεφαλαίου. Στη θέση της φορντικής επιχείρησης
αρχίζει να εγκαθίσταται η ευέλικτη επιχείρηση. Ο ανερχόμενος αυτός τύπος επιχείρησης δεν
στηρίζεται πλέον τόσο σε οριζόντια όσο και σε κάθετη κατεύθυνση (προμηθειών, συντονισμού,
διάθεσης, χρηματικών ροών) που τις δίνουν τον χαρακτήρα “δικτυωμένης” ή “δικτυωτής”
επιχείρησης (Λυμπεράκη, 1992). Το υπόδειγμα της ευέλικτης επιχείρησης στηρίζεται στο
δυναμικό ευελιξίας των νέων τεχνολογιών και στην χρήση εξειδικευμένης εργασίας. Κύρια

33
χαρακτηριστικά της ευέλικτης βιομηχανικής παραγωγής είναι η μικρής κλίμακας οαραγωγή, η
διαφοροποίηση των προϊόντων, η εφαρμογή πολλαπλών χρήσεων κ.α. Φιλοδοξεί σύμφωνα με
ορισμένους ερευνητές να αποτελέσει την απάντηση στην εξάντληση των ορίων αύξησης της
παραγωγικότητας του προτύπου αυτοματοποίησης (Lyberaki, 1988α, 1988β ; Πελαγίδης,
1990/91 ; Παπαδημητρίου 1991). Ο ρόλος της τεχνολογίας στην παραγωγική διαδικασία και η
σχέση του μισθωτού-εργαζόμενου με την τεχνολογία είναι διαφορετικές απ΄ότι την φορντική
περίοδο. Ειδικότερα, η νέα τεχνολογία έχει την ιδιότητα να είναι ευέλικτη δηλαδή να μπορεί το
ίδιο μηχάνημα να χρησιμοποιηθεί σε περισσότερες από μία χρήσεις. Ως εκ τούτου και ο
εργαζόμενος θα πρέπει να είναι ικανός να χειρίζεται αλλά και να γνωρίζει την λειτουργία του
μηχανήματος. Η ενδοεπιχειρησιακή κινητικότητα αυξάνει για να μπορεί ο εργαζόμενος να
ανταποκρίνεται στις νέες ανάγκες της επιχείρησης. Η μερική ανάπτυξη του μοντέλου της
ευέλικτης εξειδείκευσης δημιουργεί ρήξεις στον θεσμό της μισθωτής εργασίας και της πλήρους
απασχόλησης εισάγοντας είτε την μισθωτή εργασία δύο ταχυτήτων (στο κεντρικό τμήμα της
επιχείρησης απασχολούνται λίγα άτομα με σταθερούς και σχετικά υψηλούς μισθούς σε
οκτάωρη βάση και απολαμβάνοντας τα προνόμια της κοινωνικής ασφάλισης, επιδομάτων κ.α
και στα περιφερειακά τμήματα απασχολούνται άτομα σε μερική απασχόληση με χαμηλούς
μισθούς και με μειωμένα οφέλη από την κοινωνική ασφάλιση και τα επιδόματα εάν βέβαια είναι
ασφαλισμένοι (είτε εισάγει τον θεσμό της υπεργολαβίας όπου αναπτύσσεται η μη μισθωτή
εργασία αλλά και η απασχόληση με το κομμάτι. Παράλληλα με την ανάπτυξη αυτών των νέων
εργασιακών σχέσεων λόγω της μερικής εφαρμογής του μοντέλου της ευέλικτης εξειδίκευσης
παρατηρείται η ίδια τάση ανάπτυξης αυτών των εργασιακών σχέσεων λόγω του μοντέλου
ευελικτοποίησης της αγοράς εργασίας που προωθείται από την πλευρά των νεοφιλελεύθερων
οικονομολόγων. Η ευλαμψία στην αγορά εργασίας (η οποία είναι κυρίως ποσοτική και όχι
ποιοτική) σημαίνει την χρήση προσωρινής εργασίας (travail temporaire), την ακύρωση του
νόμου περι απαγόρευσης απολύσεων και την χρήση εργολαβικής εργασίας (sous traitance). Η
εσωτερική ευκαμψία είτε στην δυνατότητα να τροποποιηθεί η οργάνωση της εργασίας και η
μισθωτή σχέση (ποιοτική ευκαμψία) (Brunhes, 1989).
Σε ότι αφορά τον καθορισμό του μισθού την μεταφορντική περίοδο, παρατηρούνται
σημαντικές αλλαγές καθόσον τα χαρακτηριστικά της μισθωτής σχέσης έχουν αλλάξει. Η
επίτευξη ολοένα και μεγαλύτερης ευελιξίας, όπως αυτή ορίζεται κυρίως από την νεοκλασσική
θεωρία, συνεπάγεται τον δραστικό περιορισμό του κράτους και την ανάπτυξη ελεύθερων

34
διαπραγματεύσεων μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών. Εδώ όμως παρατηρείται και μία
αντίφαση. Σε ορισμένες περιπτώσεις η “ανάγκη” ύπαρξης σταθεροποιητικής πολιτικής από
την πλευρά του κράτους επιφέρει την άμεση παρέμβασή του στον τομέα καθορισμού των
μισθών ενώ ταυτόγχρονα προωθεί την πολιτική της ευελιξίας στην αγορά εργασίας. Ο μισθός
θεωρείται κυρίως ως κόστος εργασίας και όχι ως στοιχείο της ζήτησης.
Εκτός από την αλλαγή της σχέσης ανάμεσα στο κράτος και τη μισθωτή σχέση,
παρατηρείται και αλλαγή ανάμεσα στον τρόπο με τον οποίο έρχεται σε επαφή η κοινωνία με το
άτομο - πολίτη της. Ενώ την περίοδο ανάπτυξης του κράτους-πρόνοιας η κοινωνία αισθανόταν
υπέυθυνη απέναντι στο άτομο-πολίτη της θεωρώντας την αναπαραγωγή του και την
αναπαραγωγή της εργατικής του δύναμης ως αποκλειστικό της καθήκον, την περίοδο του
μεταφορντισμού η σχέση αυτή ανάμεσα στην κοινωνία και τα άτομα πολίτες της αλλάζει.
Ειδικότερα, προωθείται η ιδιωτικοποίηση της αντίληψης της αναπαραγωγής των ατόμων και
της εργατικής τους δύναμης. Ως εκ τούτου μία σειρά υπηρεσιών οι οποίες προσφέρονταν μέχρι
πρότεινος από το κράτος, προτείνονται να προσφέρονται από τον ιδιώτη. Η οικονομική κρίση
και τα υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα επιτάχυναν την έλευση της κρίσης του συστήματος
κοινωνικής ασφάλισης και κοιννωικής πρόνοιας. Θα πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι ο
τομέας αυτός προσφέρει ακόμη υψηλά ποσοστά κέρδους σε όσους επενδύσουν σε αυτόν. Το
ζήτημα το οποίο τίθεται είναι το πώς θα περάσουμε από την κρατική ή και την κοινωνική
αναπαραγωγή στην ιδιωτική αναπαραγωγή των ατόμων και της εργατικής τους δύναμης. Εδώ
τίθεται το ζήτημα της κρατικής παρέμβασης η οποία εξαναγκάζει με διάφορους τρόπους τα
άτομα να υπαχθούν και να αποδεχθούν την ιδιωτική αναπαραγωγή τους. Ταυτόγχρονα,
επανασυγκροτείται και ο θεσμός της οικογένειας η οποία καλείται να λειτουργήσει
συμπληρωματικά με την ιδιωτική κερδοσκοπική αναπαραγωγή έχοντας υπόψη ότι τα άτομα τα
οποία μπορούν να επωφεληθούν από αυτή είναι μόνο όσα έχουν πρόσβαση στην αγορά και
στον κόσμο των εμπορευμάτων.
Τέλος, η σχετική ομοιογένεια της κοινωνίας της περιόδου του φορντικού μοντέλου δεν
υφίσταται πλέον. Η διάσπασή της οφείλεται όχι μόνο στην διάσπαση της ίδιας της έννοιας
μισθωτή εργασία αλλά και ως προς μία σειρά χαρακτηριστικών τα οποία εντάσσουν τα άτομα
στον οικονομικό ή όχι χώρο. Παραδείγματος χάρη, η εξέλιξη των νέων τεχνολογιών δημιουργεί
δύο ομάδες ατόμων : τους γνωρίζοντες τη χρήση της νέας τεχνολογίας και τους “νέους
αγράμματους” οι οποίοι και αποκλείονται από την αγορά εργασίας, τα άτομα που εργάζονται

35
στην κανονική οικονομία και σε αυτούς που εργάζονται στην παραοικονομία, σε αυτούς που
είναι μέσα στην κοινωνία και σε αυτούς που είναι κοινωνικά αποκλεισμένοι (άστεγοι, φτωχοί
κλπ).
Κατά συνέπεια, το νέο κράτος αποτελεί τον τρόπο κοινωνικοποίησης τόσων των
ατόμων που δεν έχουν πρόσβαση στο κεφάλαιο αλλά είναι ενταγμένοι μέσα στην κοινωνία,
όσο και εκείνων οι οποίοι εκτός του ότι δεν διαθέτουν κεφάλαιο είναι και κοινωνικά
αποκλεισμένοι.

6.3. Μετά το κράτος-πρόνοιας τί ;


Είναι δεδομένο ότι το κράτος-πρόνοιας, όπως αυτό έγινε γνωστό μετά το δεύτερο
παγκόσμιο πόλεμο, είναι σε κρίση. Παράλληλα με την κρίση του κράτους-πρόνοιας οι
οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες διογκώνονται, η ανεργία μακράς διάρκειας παραμένει
αμείωτη ενώ ο αριθμός των φτωχών και των κοινωνικά αποκλεισμένων αυξάνει. Η σημερινή
οικονομική και κοινωνική κατάσταση των ανεπτυγμένων χωρών της Δύσης, αλλά και στις Ην.
Πολιτείες, θέτει το πρόβλημα του επαναπροσδιορισμού του ρόλου του κράτους στις νέες
συνθήκες.

7. ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ
Έχοντας ολοκληρώσει τη μελέτη αυτού του κεφαλαίου πρέπει να είστε σε θέση να
γνωρίζετε :
¾ τι είναι το κράτος – πρόνοιας
¾ σε τι διαφέρει από τις μορφές κρατών σε προηγούμενες περιόδους
¾ ποια είναι η δομή του κράτους – πρόνοιας στις χώρες της Ε.Ε
¾ πως αναλύει η οικονομική θεωρία το κράτος – πρόνοιας
¾ γιατί το κράτος – πρόνοιας αμφισβητήθηκε
¾ ποια είναι τα αίτια και η φύση της κρίσης του κράτους - πρόνοιας

8. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
α) Ελληνική
Καράγιωργας, Δ (1979) Δημόσια Οικονομική Ι : Οι οικονομικές λειτουργίες του κράτους, εκδ. Παπαζήση
Μαλούτας, Θ και Δ. Οικονόμου (1988) Προβλήματα ανάπτυξης του κράτους-πρόνοιας στην Ελλάδα,

36
εκδ. Εξάντας, Αθήνα.
Ματθαίου, Α (1996) Αλληλοεπίδραση κανόνων δικαίου κοινωνικής ασφάλισης και πρόνοιας στους
κλάδους αναπηρίας, γήρατος και οικογενειακών βαρών, εκδ. Σάκκουλας, Κομοτηνή.
Ρομπόλης, Σ και Χλέτσος, Μ (1995) Η κοινωνική πολιτική μετά την κρίση του κράτους-πρόνοιας,
εκδ. Παρατηρητής, Θεσ/κη.
Στασινοπούλου, Ο (1990) Κράτος-πρόνοιας : ιστορική εξέλιξη - σύγχρονες θεωρητικές προσεγγίσεις,
εκδ. Gutemberg, Αθήνα.
Στασινοπούλου, Ο (1996) Ζητήματα σύγχρονης κοινωνικής πολιτικής, εκδ. Gutemberg,Αθήνα.
Χλέτσος, Μ (1989) “Μισθωτή Εργασία και ανάπτυξη”, Περιοδικό Ο ΠΟΛΙΤΗΣ, τεύχος 97.
Χλέτσος, Μ (1991) “Σκέψεις για την ύπαρξη του κράτους-πρόνοιας”, Λεβιάθαν, Νο 10.
Χλέτσος, Μ (1994) “Το κράτος ως συστατικό στοιχείο της περιοδολόγησης του ελληνικού
καπιταλισμού”, Το Βήμα των Κοινωνικών Επιστημών, Νο 14.
Χλέτσος, Μ (1998) Κοινωνική ασφάλιση και απασχόληση : παρελθόν, παρόν, μέλλον, εκδ. Στάχυ,
Αθήνα (υπό έκδοση).

β) Ξενόγλωσση
Beneton, P (1983) Le fleau du bien. Essai sur les politiques sociales occidentales, R. Laffont, Paris.
Boccara, P (1973) Etudes sur le capitalisme monopoliste d’Etat, sa crise et son issue, ed. Sociales,
Paris.
Boyer, R (1986a) La flexibilite du travail en Europe, ed. La Decouverte, Paris
Boyer, R (1986b) Capitalismes fin de siecle, PUF, Paris.
Brian, A-S (1985) “The major problems of the welfare state : defining the isuues”, in Eisenstadt and
Ahimeir”, The Welfare state and its aftermath”, London and Sydney, Croom Helm.
Castles, F (1994) “On religion and Public Policy”, European Journal of Political Research, 25(1)
Castles, F (1995) Social security in Southern Europe, in West European Politics, No 1.
Delorme, R and Andre C (1983) L’etat et l’economie, ed. Seuil, Paris.
Esping-Andersen (1990) The three worlds of welfare capitalism, Princeton University Press.
Eward, F (1986) L’Etat-Providence, ed. Grasset, Paris.
Ferrera, M (1996a) The southern model of welfare in Social Europe”, Journal of European Social Policy,
vol. 6, No 1,
Ferrera, M (1996b) “Welfare Reform in Southern Europe. Institutional constraints and oppotunities”
paper presented at CROP conference on Poverty and Social exclusion in Mediterranean Area,
University of Crete.
Gough, I (1979) The political economy of the welfare state, Macmillan, London.

37
Gough, I (1982) The political economy of the welfare state, Macmillan, London.
Gough, I (1996) “Social assistance in Southern Europe”, paper presented at CROP conference on
Poverty and Social Exclusion in Mediterranean Area, University of Crete.
Habermas, J (1978) Raison et legitimite : Problemes dans le capitalisme avance, Payot, Paris.
Jessop, B (1994) “The transition to post-fordism and the Schumpeterian workfare state”, in Burrows and
Loader “Towards a post-fordist state ?” Routledge, London and New York
Lautier, B (1987) “Salarisation restreint et fixation dans le salariat, secteur informel et politique d’emploi
en Amerique Latine”, Revue Tiers Monde, vol. XXVIII, No 110.
Murard, N (1989) La protection sociale, ed. La Decouverte, Paris.
O’Connor, J (1973) The fiscal crisis of the state, New York, St. Martin’s
Offe, C (1975) “The theory of the capitalist state and the problem of policy formation”, in Lindberg et al
(ed) Stress and contradiction in Modern Capitalism, Lexington.
Offe, C (1984) Contradictions of the welfare state, Hutchinson Publishers, London
Rosanvallon, P (1979) Le capitalisme utopique. Critique de l’ideologie economique, Seuil, Paris.
Rosanvallon, P (1981) La crise de l’Etat Providence, ed. Seuil, Paris.
Titmuss, R (1974) Social Policy, Allen and Unwin, London

38

You might also like