You are on page 1of 16

Ο ΔΕΚΑΤΟΣ ΟΓΔΟΟΣ ΑΙΩΝΑΣ:

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ
Η κατάκτηση της Κρήτης από τους Τούρκους το 1669 (ύστερα από είκοσι δύο χρόνια
που κράτησε η πολιορκία του Μεγάλου Κάστρου) σημειώνει και το τέλος της κρητικής
λογοτεχνίας και την αρχή μιας περιόδου σιωπής.. Αποτελεί συνάμα και μιαν από τις
πιο καίριες, μια όργανική τομή στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Ύστερ από
τη λαμπρή άνθηση στην Κρήτη βρισκόμαστε μετά το 1669 σε μια κατάσταση ερημίας.
Αλλά και από γενικότερη άποψη το 1669 είναι μια σημαντική ιστορική στιγμή. Πολλές
ανακατατάξεις έχουν επέλθει μέσα στον ελληνικό χώρο στους δύο αιώνες που
ακολούθησαν την άλωση της Πόλης. Ουσιαστικά βέβαια ο ελληνισμός μένει ακόμα
εθνικά ασυγκρότητος και μοιρασμένος στις τρείς διακεκριμένες ενότητες
(τουρκοκρατούμενη, φραγκοκρατούμενη διασπορά), αλλά τα φραγκοκρατούμενα
(βενετοκρατούμενα τώρα) μέρη έχουν περιοριστεί, ιδίως μετά την απώλεια της Κύπρου
και της Κρήτης, μόνο στα Eφτάνησα (θα υπάρξει μια σύντομη παρένθεση, μιας δεύτερης
Βενετοκρατίας στην Πελοπόννησο από το 1684 ώς το 1714), και η τουρκική κατάκτηση
έχει απλωθεί σχεδόν σε όλο τον ελληνικό χώρο. Ύστερα, οι ενότητες αυτές δεν έχουν
πια την αυτοτέλεια που είχαν στους πρώτους αιώνες και έχουν μεταβάλει χαρακτήρα.
Ανάμεσα στα Εφτάνησα και τη Βενετία (το σημαντικότερο κέντρο του ελληνισμού της
διασποράς) υπάρχει τώρα πολύ περισσότερη επαφή από πρίν, τόσο που ν' αποτελούν
μια ξεχωριστή ενότητα. Αλλά και ο τύπος του Έλληνα της διασποράς είναι τώρα
διαφορετικός στον 15ο αιώνα οι Έλληνες πήγαιναν στη Δύση για να διδάξουν, τώρα
πηγαίνουν για να διδαχτούν. Τα πανεπιστήμια της Ιταλίας (της Πάντοβας κυρίως)
εκπαιδεύουν ένα πλήθος νέων, όχι πια μόνο από τα βενετοκρατούμενα μέρη, αλλά και
από την υπόλοιπη Ελλάδα, οι οποίοι επιστρέφοντας στην πατρίδα μεταδίδουν τα όσα
έμαθαν.
83

Σχολεία είδαμε πώς είχαν αρχίσει να ιδρύονται και πριν από το 1669 σε διάφορες πόλεις
της Ελλάδας, τώρα ή παιδεία παίρνει πολύ μεγαλύτερο άπλωμα, ή πνευματική ζωή
ουσιαστικότερη υπόσταση. Η ζωηρή αυτή κίνηση μέσα στον ελληνικό χώρο έχει το
επίκεντρο στην Κωνσταντινούπολη, στον κύκλο του Πατριαρχείου και των
«Φαναριωτών» αργότερα θα μεταφερθεί στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, στις αυλές των
Ελλήνων ηγεμόνων. Είναι χρόνια κρίσιμα και αποφασιστικά για τον ελληνισμό, ο οποίος
βαθμιαία στην αρχή, με σταθερότερο βήμα υστερότερα, διαγράφει την πορεία του προς
τη σύνθεση των διασκορπισμένων μελών και την αποκατάσταση -αυτήν που θα
συντελεστεί τελικά με την εξόρμηση του 1821.
Με γνώμονα τα στοιχεία αυτά μπορούμε να διαιρέσουμε τα 150 χρόνια που χωρίζουν
το 1669 από το 1821 σε δύο κυρίως χρονικές περιόδους: η πρώτη από 1669 έως 1770-
1780 και η δεύτερη από τη δεκαετία αυτή ως το 1821. Γύρω στα 1770-80 η κατάσταση
έχει μεταβληθεί ριζικά, η ρωσοτουρκική συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζι το 1774
έδωσε ιδιαίτερα προνόμια στους Έλληνες μέσα στην τουρκική επικράτεια και
εξασφάλισε έτσι μια υλική ακμή και την άνοδο μιάς νέας αστικής τάξης. Στην επόμενη
πεντηκονταετία σε όλους τους τομείς, και φυσικά και στον πνευματικό, παρουσιάζεται
ένας έντονότερος παλμός, που οδηγεί με γοργότερο ρυθμό προς το τέρμα.
1
Πρώτη Περίοδος (1669-1770/1780)
Με την πτώση της Κρήτης σβήνει, είδαμε, απότομα η έξοχη άνθηση της κρητικής
λογοτεχνίας. Ωστόσο το ιστορικό γεγονός ίσως να μη στάθηκε η μοναδική αφορμή γι'
αυτό. Η κρητική λογοτεχνία είχε διαγράψει την τροχιά της, ο Ερωτόκριτος, σημείο
κορύφωσης, αποτελούσε συνάμα και μια κατάληξη . Το ίδιο άλλωστε συμβαίνει και στις
άλλες ευρωπαϊκές λογοτεχνίες, με τις οποίες η νεοελληνική βάδισε σχεδόν παράλληλα.
Και εκεί έχουμε στην ποίηση μια πρώτη φάση, που αρχίζει με έναν επικό κύκλο και
καταλήγει σε κορυφαίες δημιουργίες στο τέλος του 16ου ή στον 17ο αιώνα: ας
θυμηθούμε τα ονόματα του Torquato Tasso, του Ρακίνα και του Μολιέρου, των
Ελισαβετιανών και του Milton. Ό,τι ακολουθεί στην ποίηση είναι πτώση. Ο 18ος αιώνας
είναι σε όλη την Ευρώπη αιώνας αντιποιητικός. Και μόνο προς το τέλος του και
στις αρχές του 19ου θ' αναβιώσει ο λυρισμός, ένας λυρισμός όμως ολότελα
διαφορετικός από το λυρισμό της πρώτης ποιητικής φάσης, περισσότερο
υποκειμενικός, απομονωμένος στην ατομική ευαισθησία, οικειότερος,
εσωτερικότερος(Keats, Shelley).Δεν ήταν διαφορετική και η εξέλιξη στην Ελλάδα.
Ο Σολωμός θα είναι ο πρώτος γνήσιος εκπρόσωπος του καινούριου αυτού
λυρισμού. ο Βιτσέντζος Κορνάρος ήταν ο τελευταίος της πρώτης ποιητικής
φάσης.
Ένα ρεύμα προσφυγιάς ακολουθεί το 1669, όπως ακολούθησε και το 1453.
Αδιάφορο αν και οι Βενετοί ήταν ξένοι, οι Κρητικοί ένιωσαν την τουρκική
κατάκτηση σαν πραγματική σκλαβιά, πολέμησαν γενναία πλάι στους Βενετούς
και πολλοί έφυγαν μαζί τους ύστερ από την καταστροφή προς τα Ιόνια νησιά και
τη Βενετία. Έφερναν μαζί τους την παράδοση της λογοτεχνίας τους και -κάτι πιο
χειροπιαστό- τα χειρόγραφα των ποιητικών έργων. Το 1713 θα τυπωθεί για
πρώτη φορά στη Βενετία ο Ερωτόκριτος, «ποίημα παλαιόν, όπου τόσον
επαινείται και τιμάται εις τας νήσους του Αδριακού», καθώς θα γράψει ο εκδότης.
Στα 1725 ο λόρδος Edward Harley αγοράζει στην Κέρκυρα το μοναδικό γνωστό
χειρόγραφο του Ερωτόκριτου, γραμμένο 15 χρόνια πιο πριν σε κάποιο από τα
Εφτάνησα.
Η παράδοση λοιπόν της κρητικής λογοτεχνίας μεταφυτεύεται μετά το 1669 στα
Εφτάνησα. Διατηρείται εκεί, αλλά δε συνεχίζεται. Την κρατούν τα πρώτα χρόνια
οι Κρητικοί πρόσφυγες αργότερα περνά στα χέρια των Εφτανησιωτών.
Το 1646 ο Ζακυθινός Θεόδωρος Μοντσελέζε εξέδωσε ένα περίεργο, και ασήμαντο,
θεατρικό έργο, την Ευγένα, φανερά επηρεασμένο από τα κρητικά δράματα και, το 1658 ο
Ζακυθινός επίσης Μιχαήλ Σουμμάκης μετέφρασε τον Πιστό βοσκό (Ραstor Fιdο), το
φημισμένο ποιμενικό δράμα του G. B. Guarini, σε δεκαπεντασύλλαβους στίχους που
κρατούν πολύ από την ποιότητα τών κρητικών. Το ίδιο έργο το είχε μεταφράσει στις
αρχές του αιώνα ένας ανώνυμος Κρητικός, που ζούσε, φαίνεται, στη Βενετία,
αποξενωμένος από τη λογοτεχνική πράξη του νησιού του. Η μετάφρασή του έμεινε
ανέκδοτη έως πρόσφατα. Με πολύ μεγάλη πιθανότητα επίσης υποθέσαμε πώς ο
ποιητής του Ζήνωνα, που παίχτηκε στη Ζάκυνθο το 1682-83 , ήταν κι αυτός Ζακυθινός.
Από τα υπολείμματα του τραπεζιού της κρητικής ακμής θρέφεται και ο Κεφαλλονίτης
Πέτρος Κατσαϊτης ( Ένας καθυστερημένος επίγονος με πολύ αμφίβολη αξία).
Γεννήθηκε περίπου στα μέσα του 17ου αιώνα μεταξύ του 1660 και 1665, μάλλον
στο Ληξούρι Κεφαλληνίας και πέθανε μετά από περιπετειώδη βίο στον ίδιο τόπο
μεταξύ του 1737 και 1742. Φέρεται να συμμετείχε στον ενετοτουρκικό πόλεμο, η
λήξη του οποίου βρήκε τους Ενετούς κύριους της Πελοποννήσου. Τα έργα του μάς
εσώθηκαν σ’ ένα μοναδικό χειρόγραφο είναι ένα έμμετρο χρονικό, σε όμοιοκατάληκτους
εντεκασύλλαβους, για την άλωση της Πελοποννήσου από τους Τούρκους το 1715, μετά
τη δεύτερη Βενετοκρατία (Κλαθμός Πελοποννήσου προς Ελλάδα 1716, ιστορικό
ποίημα),) και δύο τραγωδίες: Ιφιγένεια (1720, ιδιότυπη τραγωδία)και Θυέστης,
κακέκτυπα της Ερωφίλης. Ο νεώτερος εκδότης κ. Ε. Κριαράς εξακρίβωσε πώς
προέρχονται από άμεση μίμηση των ομώνυμων τραγωδιών του Lodovico Dolce.
Περίεργο είναι ότι στην Ιφιγένεια -κάτι που δε συμβαίνει στο πρότυπο- εισάγονται
ξαφνικά στην τελευταία πράξη πρόσωπα και καταστάσεις κωμικές και το έργο
μεταβάλλεται απότομα σε ιλαροτραγωδία.

Μεμονωμένη εμφάνιση, χωρίς συνοχή και χωρίς συνέχεια, είναι ποιητική συλλογή τα
Ανθη Ευλαβείας («εκχυθέντα εις την πανένδοξον μετάστασιν της θεομήτορος Μαρίας»),
ένα μικρό φυλλάδιο που εξέδωσαν το 1708 οι «τρόφιμοι και σπουδαίοι» (δηλ. οι
σπουδαστές) του Φλαγγινιανού Ελληνομουσείου της Βενετίας.
Περιλαμβάνει ποιήματα
των μαθητών της Σχολής που συντέθηκαν προς τιμήν της Θεοτόκου με αφορμή την
σχολική γιορτή εκείνης της χρονιάς για τον Δεκαπενταύγουστο και είναι
αφιερωμένη στον Μητροπολίτη Φιλαδελφείας Μελέτιο Τυπάλδο. Η συλλογή
τυπώθηκε το 1708 από τον εκδοτικό οίκο των Βόρτολι της Βενετίας. . Ένα λεύκωμα
σχολικό, με επιγράμματα , σαπφικές ώδες και ιταλικά σονέτα -αλλά και ποιήματα και
πεζα νεοελληνικά.

Η συλλογή περιλαμβάνει 19 ποιήματα, από τα οποία τα 9 είναι ανώνυμα. Τα


ποιήματα της συλλογής είναι στην αρχαία Ελληνική και την Λατινική γλώσσα και
άλλα ποιήματα στην Ιταλική και την νέα Ελληνική γλώσσα. Ανάμεσα στα
νεοελληνικά ποιήματα βρίσκονται και 4 σονέτα. Η θεματολογία των ποιημάτων
είναι κυρίως θρησκευτική, αφού αφορμή της σύνθεσής τους ήταν ο εορτασμός του
Δεκαπενταύγουστου. Υπάρχουν όμως και ποιήματα εθνικού περιεχομένου, με
αναφορές στην κατάσταση της Ελλάδας. Διακρίνονται για την πολύ καλή τεχνική
επεξεργασία του στίχου και της γλώσσας, κάτι που εξηγείται εύκολα από την
παιδεία των δημιουργών τους, που βρίσκονται μακριά από τη λόγια παράδοση των
Φαναριωτών της πόλης. Στα ποιήματα εντοπίζονται επιδράσεις από την μελέτη της
αρχαίας ελληνικής και λατινικής γραμματείας, κυρίως από την Παλατινή
Ανθολογία και τον ανακρεοντισμό, από την ιταλική λογοτεχνία.
Η συλλογή αυτή έχει ιστορική αξία στην ισοτρία της νεοελληνικής λογοτεχνίας,
επειδή σε αυτήν βρίσκουμε τα πρώτα αξιόλογα ποιητικά δείγματα μετά το 1669.
Αλλά στα Επτάνησα και στον χώρο της διασποράς, παρά τη φτωχή ποιητική
παραγωγή, αναπτύσσεται ακριβώς μετά το 1669, ένα άλλο είδος του λόγου, η έντεχνη
πεζογραφία στη λαϊκή γλώσσα. Τα πρώτα πεζά έργα στη δημοτική τα συναντήσαμε και
πριν από το 1669 δεν ήταν όμως αυτά πεζογραφία έντεχνη. Ηταν έργα προορισμένα για
το λαό (ό Χρονογράφος, η Αμαρτωλών σωτηρία), και γι' αυτό γραμμένα σε γλώσσα
απλούστερη και πιο κατανοητή. Τώρα όμως η γλώσσα θα χρησιμοποιηθεί ώς όργανο
εκφραστικό και λογοτεχνικό, και όχι στη λαϊκή χρονογραφία ή στη θεολογική
έποικοδομητική συγγραφή, αλλά σ’ ένα είδος ανώτερο, την εκκλησιαστική ρητορική.
Το ξεκίνημα το είδαμε κιόλας νωρίτερα, στη Βενετία και στην Κρήτη, με τους λόγους
του Μαργουνίου και του Πηγά. Κρητικοί επίσης, λίγο μεταγενέστεροι, είναι και ο
Γεράσιμος Βλάχος, που γίνεται το 1679 στη Βενετία «μητροπολίτης Φιλαδελφείας», και ο
Αθανάσιος Βαρούχας (1708), που μετά την πτώση της Κρήτης κατέφυγε στα Εφτάνησα
και οι δύο, δίπλα στ’ άλλα τους θεολογικά και αρχαιόγλωσσα έργα, γράφουν και
«Διδαχές» σε φροντισμένη γλώσσα λαϊκή. Το ίδιο και ο Κρητικός επίσης Γεράσιμος
Παλλαδάς, που είναι στα χρόνια 1677-1699 Πατριάρχης Αλεξανδρείας.
Αλλά εκείνος που κατ' εξοχήν ανέπτυξε την εκκλησιαστική ρητορική, και που στα χέρια του η
γλώσσα μπόρεσε ν' ανταποκριθεί στις υψηλές απαιτήσεις του έντεχνου ρητορικού λόγου, είναι ο
Φραγκίσκος Σκούφος (1644-1697).
΄Ηταν Έλληνας λόγιος από την Κρήτη, γεννήθηκε
στην Κυδωνία της Κρήτης αλλά μετά την κατάκτηση του νησιού από του
Οθωμανούς κατέφυγε με την οικογένεια του στη Ζάκυνθο. Σε ηλικία 13 ετών, πήγε
στη Ρώμη όπου σπούδασε στο Κολλέγιο της πόλης, θεολογία και φιλοσοφία και αφού
αποφοίτησε προσελήφθη δάσκαλος στη Φλαγγίνειο Σχολή της Βενετίας (1669).
Ήρθε όμως σε αντιπαράθεση με τον μητροπολίτη Φιλαδελφείας Μελέτιο Χορτάκη
και αναγκάστηκε να επιστρέψει στη Ρώμη. Το 1675 ασπάστηκε το
Ρωμαιοκαθολικισμό και τρία χρόνια αργότερα διορίστηκε γενικός τοποτηρητής του
ρωμαιοκαθολικού επισκόπου στην Κέρκυρα. Έδρασε στην Ιταλία και στα Εφτάνησα,
αφοσιωμένος στην καθολική εκκλησία.
Το 1670 εξέδωσε στη Βενετία ένα «Λόγο πανηγυρικό» στο γενέθλιο του Προδρόμου. Το
κυριότερο έργο του είναι η Τέχνη ρητορικής (1681), ένα εγχειρίδιο δηλ. όπου
αναφέρονται ένα ένα όλα τα ρητορικά σχήματα και παραθέτονται για το καθένα
παραδείγματα (παρμένα από λόγους δικούς του). Ο Σκούφος είναι τεχνίτης και έχει
απόλυτη συνείδηση της τέχνης του. Την τέχνη αυτή την έμαθε στην Ιταλία (τα πρώτα
μαθήματα σίγουρα στο Κολλέγιο της Ρώμης), όπου ιδιαίτερα καλλιεργούσαν, και μάλιστα
στους κύκλους της καθολικής εκκλησίας, την εκκλησιαστική ρητορική. (Ο
σημαντικότερος εκπρόσωπος του είδους στον 17ο αιώνα, ο Ιησουίτης Paolo Segneri
είναι σχεδόν σύγχρονος με τον Σκούφο). Το ύφος του Σκούφου είναι περίτεχνο και
διανθισμένο όπως τών ιταλών δασκάλων στην περίπτωσή του μπορούμε να μιλούμε για
νεοελληνικό «μπαρόκ». Αλλά το ύφος αυτό, εφαρμοσμένο σε μια γλώσσα που
χρησιμοποιόταν για πρώτη φορά στον έντεχνο πεζό λόγο, δεν έχει τη ρουτίνα και την
υπερβολή του ιταλικου 17ου αιώνα. Διατηρεί πολλή δροσιά και φρεσκάδα, όπως
παρατηρήσαμε και στην ποιμενική ποίηση της Κρήτης. Είναι η δροσιά της απλής
γλώσσας που δεν καταστρέφεται από το περίτεχνο ύφος. Εγραψε ακομι το
Επιστολάριο, και αρκετά επιγράμματα.
Τα έργα αυτά, τα οποία είναι γραμμένα απλά προκειμένου να γίνονται κατανοητά
και από ανθρώπους που δε διέθεταν ιδιαίτερη μόρφωση, μαρτυρούν την
αρχαιομάθεια του Σκούφου.
Ηλίας Μηνιάτης
Τη γραμμή που χάραξε ο Σκούφος ακολουθεί ο Εφτανησιώτης Ηλίας Μηνιάτης.
Ο Ηλίας Μηνιάτης (Ληξούρι 1669- Πάτρα 1714) ήταν ο σημαντικότερος
εκκλησιαστικός ρήτορας της Τουρκοκρατίας. Γεννήθηκε στην Κεφαλλονιά το
1669. Πατέρας του του ήταν ο ιερέας Φραγκίσκος Μηνιάτης. Από το 1681 έως το
1689 φοίτησε στο Φλαγγινιανό Φροντιστήριο της Βενετίας, κάτω από την
καθοδήγηση του Μελέτιου Τυπάλδου, ιεροκήρυκα και δασκάλου της Ελληνικής
κοινότητας της Βενετίας. Στο διάστημα 1691-1698 έζησε και δίδαξε στην
Κεφαλλονιά, την Ζάκυνθο και την Κέρκυρα και μετά την σύντομη παραμονή του
στην Βενετία έμεινε για επτά χρόνια στην Κωνσταντινούπολη. Πέθανε στις 1
Αυγούστου 1714 στην Πάτρα.
Αποτελεί το ορθόδοξο αντίρροπο του λατινόφρονα Σκούφου. Πρός το τέλος
της ζωής του τον βρίσκουμε στη βενετοκρατούμενη Πελοπόννησο, όπου το 1711
γίνεται επίσκοπος Κερνίκης και Καλαβρύτων πέθανε το 1714 σχετικά νέος στην
Πάτρα.
Ο Μηνιάτης απόχτησε όσο ζούσε μεγάλη φήμη.Στο Ναύπλιο έτρεχαν να τον ακούσουν
και οι Βενετσιάνοι στην ιδιαίτερη πατρίδα του, καθώς μαρτυρεί ένας μεταγενέστερος,
«πολλοί τών ιδιωτών απαγγέλλουσιν εκ στήθους πολλά τεμάχια» από τους λόγους του. *
Αν και δεν είχε ποτέ άμεσο δάσκαλο το Σκούφο, μπορεί όμως ασφαλώς να
χαρακτηριστεί μαθητής του σ' έναν νεανικό του λόγο το 1688, τρόφιμος ακόμη του
Φλαγγινιανού, κάνει στο τέλος μια συγκινητική αποστροφή στη Θεοτόκο για την
απελευθέρωση του ελληνικού έθνους, αποστροφή που την ξαναβρίσκουμε αυτούσια
σχεδόν στην (τυπωμένη κιόλας τότε) Ρητορική του Σκούφου. Λογοκλοπή? Η ίσως ρητή
δήλωση εξάρτησης, ακόμα και τιμής. Δεν το ξέρουμε. Από την άλλη μεριά, το ύφος του
Μηνιάτη είναι το ίδιο με του Σκούφου, κάπως μάλιστα ακόμα πιο προχωρημένο στο
πνεύμα του «μπαρόκ», πιο περίτεχνο και πιο σοφά υπολογισμένο. Η γλώσσα του μένει
ώστόσο πάντοτε δημοτική, εντονότερη αλλά και θερμότερη από του Σκούφου. Η
θερμότητα του λόγου του γενικά είναι ίσως το κυριότερο χαρακτηριστικό των διδαχών
του, το μυστικό της γοητείας του. Κάτω από το περίτεχνο οικοδόμημα, το σοφά
διαρθρωμένο και στερεωμένο, σώζεται μια θερμότητα λεκτική που αντανακλά και μια
Οι σωζόμενες διδαχές του
θερμότητα της πίστης, πίστης θρησκευτικής μαζί και ηθικής.
εκδόθηκαν για πρώτη φορά το 1716 στην Βενετία και ακολούθησαν 23 εκδόσεις
τους μέχρι το 1900.Το κατεξοχήν έργο του Μηνιάτη ήταν το κήρυγμα, και μάλιστα
σε απλή γλώσσα, όπως είχε καθιερωθεί κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας,
έτσι ώστε η διδασκαλία να είναι κατανοητή στον λαό. Ο Μηνιάτης επηρεάστηκε
από την μαθητεία του στην Ιταλία και ακολούθησε στο έργο του την παράδοση
της περίτεχνης ρητορικής επεξεργασίας του λόγου.
Φαναριώτες
Η καλλιέργεια αυτή της δημοτικής στην έντεχνη πεζογραφία δεν είχε την
ανάλογη συνέχεια. Στον τουρκοκρατούμενο ελληνισμό το κλίμα θα ευνοήσει
περισσότερο τη λογιότερη γλώσσα. Στα Εφτάνησα όμως η παράδοση του
Σκούφου και του Μηνιάτη δε θα σβήσει ολότελα. Ο Κερκυραίος Πέτρος Κασιμάτης
εκδίδει το 1718 Στόχασες ώφελιμότατες διά την απόκτησιν του φόβου του Θεού
διαμοιρασμένες εις κάθε ημέραν της εβδομάδος. ..., ενώ οι λόγοι που εκφωνεί
στα 1745-55, στην Κέρκυρα και στη Βενετία, ο Κερκυραίος επίσης αρχιμανδρίτης
Σπυρίδων Μήλιας, ακολουθούν τ' αχνάρια του Μηνιάτη. Ένας ζωγράφος, ο
Παναγιώτης Δοξαράς, από την Πελοπόννησο, που έζησε όμως και έδρασε στη
Ζάκυνθο (1700-1752) και ζωγράφιζε με την καινούρια, εντελώς ιταλιανίζουσα
τεχνοτροπία, μετέφρασε την Τέχνη ζωγραφίας του Leonardo da Vincι και έγραψε
ένα πρωτότυπο έργο Περί ζωγραφίας σε μια απλή και ρέουσα δημοτική. Και ο
Κεφαλλονίτης Βικέντιος Δαμοδός (1700-1752), σπουδασμένος στο Φλαγγινιανό
και στην Πάντοβα, προσπάθησε να σπάσει την επιρροή του «κορυδαλισμού» (αν
και υπομνηματίζει κι αυτός Αριστοτέλη) και έγραψε τα φιλοσοφικά του εγχειρίδια
σε απέριττη δημοτική γλώσσα.
Από τα τέλη κιόλας του 16ου αιώνα είχε αρχίσει να δημιουργείται στην Πόλη,
γύρω από το Πατριαρχείο, μία κίνηση πνευματική, που έφτασε σε ιδιαίτερη ακμή με τον
Κύριλλο Λούκαρη. Τότε περίπου (το 1603) και το Πατριαρχείο εγκαταστάθηκε στο μυχό
του Κεράτιου κόλπου, στη συνοικία του Φαναριού, όπου βρίσκεται ακόμα και σήμερα.
Εκεί συγκεντρώθηκαν οι κληρικοί που υπηρετούσαν στο Πατριαρχείο και οι κοσμικοί,
στους οποίους αυτό απένεμε τίτλους και αξιώματα. Οι «Φαναριώτες» αυτοί θα παίξουν
τώρα σημαντικότατο ρόλο στην πολιτική αλλά και στην πνευματική ζωή. Θα αρχίσουν
ακόμη ν' αναδεικνύονται και να παίρνουν σημαντικές θέσεις και τίτλους κοντά στην
Υψηλή Πύλη, κυρίως τη θέση του μεγάλου διερμηνέα, που σχεδόν κρατούσε στα χέρια
του την εξωτερική πολιτική. Πολλά ειπώθηκαν και υπέρ και εναντίον της τάξης αυτής,
που μέσα στους κόλπους της συναντούμε δίπλα δίπλα δείγματα υψηλοφροσύνης και
ποταπότητας, γενναίες πράξεις και ταπεινές δολοπλοκίες. Είναι δύσκολο για μάς
σήμερα να μπουμε στην ιδιαίτερη ψυχολογία, αλλά και στην παράδοξη θέση των
ανθρώπων αυτών, που ήταν υπόδουλοι και όμως είχαν τόσο ισχύουσες θέσεις κοντά
στον κατακτητή -και που κινδύνευαν να χάσουν το κεφάλι τους στο πρώτο νεύμα
εκείνου. Είναι ένας ιδιαίτερος κόσμος, που δίνει τη σφραγίδα του σε όλο τον 18ο αιώνα
τον «αιώνα των Φαναριωτών» όπως εύστοχα τον όνόμασαν.
Πρώτος Έλληνας που πήρε το αξίωμα του μεγάλου διερμηνέα ήταν ο Παναγιώτης
Νικούσιος (ήταν δίπλα στον Καπουδαν-πασά όταν οι Βενετοί του παρέδωσαν την Κρήτη
) . Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, από τη Χίο (1644-1709), γενάρχης της μεγαλύτερης
φαναριώτικης οικογένειας, που είχε διδάξει στην Πατριαρχική Ακαδημία, όπου είχε
διαδεχτεί τον Κορυδαλέα ,διάδοχοςτου Νικούσιου, διαδραμάτισε ηγετικό ρόλο
στην Οθωμανική διπλωματία κατά τα τέλη του 17ου αιώνα και αργότερα κατέλαβε
τα αξιώματα του πρίγκηπα της Βλαχίας και της Μολδαβίας. Η σταδιοδρομία του
υπήρξε πρότυπο για την τάξη των Φαναριωτών που, κατά την επόμενη
εκατονταετηρίδα, μονοπώλησαν τα αξιώματα του Δραγουμάνου της Υψηλής
Πύλης (αντίστοιχο του σημερινού υφυπουργού εξωτερικών) και του Δραγουμάνου
του Στόλου (υφυπουργός ναυτικών), πρίγκηπα των Παραδουνάβιων ηγεμονιών.
Παράλληλα κατάφεραν να κυριαρχήσουν στη ζωή του Πατριαρχείου, ελέγχοντας
τις εκλογές των Πατριαρχών, των μητροπολιτών και τη διαχείριση των
οικονομικών του. Ο γιος του Αλέξανδρου, ο Νικόλαος (1670-1730) είναι ο πρώτος
Έλληνας ηγεμόνας στις παραδουνάβιες ηγεμονίες της Μολδαβίας και της Βλαχίας,
όπου μετατοπίζεται τώρα η δράση των Φαναριωτών και όπου για εκατό χρόνια (ώς το
1821) οι αυλές των Ελλήνων ηγεμόνων θ' αποβούν κέντρα ελληνικής παιδείας και
πνευματικής ακτινοβολίας
Μόλις, ωστόσο, ξέσπασε η Ελληνική επανάσταση στις Ηγεμονίες και την
Πελοπόννησο, υπό την ηγεσία εκπροσώπων των σημαντικοτέρων φαναριωτικών
οικογενειών, άρχισε η καταστροφή αυτής της τάξης. Οι περιουσίες τους
δημεύτηκαν από τους Οθωμανούς και πολλοί από αυτούς που έμειναν στην
Κωνσταντινούπολη εκτελέστηκαν ή δολοφονήθηκαν στα αντίποινα που
εξαπέλυσαν οι Οθωμανοί την περίοδο εκείνη.. Κανένας από τους Φαναριώτες δεν
κατέλαβε ξανά κάποιο σημαντικό αξίωμα στην Υψηλή Πύλη. Με τη λήξη του
πολέμου της ελληνικής ανεξαρτησίας οι εναπομείναντες γόνοι των παλιών
οικογενειών καθώς και μέλη της ανερχόμενης αστικής- εμπορικής τάξης θα
ανασυστήσουν της τάξη των Φαναριωτών, οι οποίοι θα αποκληθούν
«Νεοφαναριώτες». Όμως με την εφαρμογή, από τα μέσα του 19ου αιώνα, των
Γενικών Κανονισμών από το Πατριαρχείο και η μεταρρύθμιση στους κόλπους του
Οθωμανικού κράτους θα τους στερήσει οριστικά τα τελευταία ερείσματα
εξουσίας, δηλαδή τη διαχείριση της εκκλησιαστικής περιουσίας και το ρόλο του
προνομιακού συνομιλητή μεταξύ της Οθωμανικής κυβέρνησης και των
Χριστιανών υπηκόων της.
Το φαναριωτικό κλίμα είναι λόγιο και αρχαιόγλωσσο, άσχετο με το κλίμα της Βενετίας
και των Ιονίων νήσων. Οι Μαυροκορδάτοι γράφουν τα έργα τους στην επίσημη γλώσσα
και τα ενδιαφέροντά τους στρέφονται γύρω από τη νέα πολιτική τους εμπειρία:
Φροντίσματα πολιτικά, Θέατρον πολιτικόν. Οι μελετητες της εποχής αυτής ξεχωρίζουν
τα Φιλοθέου πάρεργα(γράφονται το 1718, αλλά τυπώνονται το 1800) του Νικολάου
Μαυροκορδάτου ένα είδος μυθιστορήματος όπου αντικατοπτρίζεται πιστά το
προοδευτικό ευρωπαϊκό πνεύμα της εποχής, όπως διοχετεύτηκε στους φωτισμένους
αυτούς ηγεμόνες μέσω της γαλλικής γλώσσας, η οποία ιδιαίτερα τώρα διαδίδεται και
επηρεάζει την παιδεία. Η αρχή του νεοελληνικού διαφωτισμού.

Ευγένιος Βούλγαρης ή Βούλγαρις


Ο Ευγένιος Βούλγαρης ή Βούλγαρις (1716-1806) ήταν Έλληνας κληρικός,
παιδαγωγός, μεταφραστής του Βολταίρου και διαπρεπής στοχαστής του
Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Με τη διδασκαλία του και τα συγγράμματά του
εγκαινίασε μια νέα εποχή στην ιστορία της ελληνικής παιδείας. Οι φιλελεύθερες
ιδέες του προετοίμασαν το έδαφος για τον ελληνικό διαφωτισμό. Έγραψε
πραγματείες επί παντός επιστητού: νομικές, ιστορικές, θεολογικές, γραμματικές,
γλωσσικές, αστρονομικές, πολιτικές, μαθηματικές, αρχαιολογικές, περί μουσικής,
περί ανεξιθρησκίας, περί ευθανασίας, περί παλιρροιών. Έγραψε, επίσης, οιήματα,
λόγους, εκκλήσεις προς την Αικατερίνη Β ́ για την απελευθέρωση της Ελλάδος και
εκατοντάδες επιστολές. Επιμελήθηκε πολύτιμες εκδόσεις βυζαντινών συγγραφέων
και κλασικών συγγραμμάτων και μετέφρασε πλήθος κειμένων από τα λατινικά στα
γαλλικά.
Ο πιο έγκυρος μελετητής του νεοελληνικού διαφωτισμού, ο κ. Κ. Θ. Δημαράς,
διακρίνει τρεις χρονικές περιόδους του κινήματος, αντίστοιχες προς τις
περιόδους του γαλλικού διαφωτισμού. Η πρώτη, προδρομική, εντάσσεται στη
χρονική περίοδο που εξετάζουμε (ώς το 1774) και κυβερνάται από την κυριαρχική
επίδραση του στοχασμού του Βολταίρου. Κύριος φορέας του πνεύματος αυτού
είναι ο Ευγένιος Βούλγαρης, από την Κέρκυρα, που πέρασε όμως τη μακριά και
ανήσυχη ζωή του (17161806) στο χώρο του υπόδουλου ελληνισμού, και από το
1770 στην αυλή της Αικατερίνης Β' της Ρωσίας. Προοδευτικός και θαυμαστής του
Βολταίρου στα νεανικά του χρόνια, διαγράφει την καμπή από την πρόοδο προς
τη συντήρηση που χαρακτηρίζει την πνευματική εξέλιξη τών χρόνων αυτών,
ιδίως στα χρόνια μετά τη Γαλλική Επανάσταση. Η μορφή του κυριαρχεί μέσα σε
όλο τον 18ο αιώνα και η δράση του και η διδασκαλία του έχει προεκτάσεις προς
όλες τις μεριές. Η νεοελληνική παιδεία επιτελεί με τον Βούλγαρη ένα
αποφασιστικό βήμα. Τα πολυπληθή έργα του είναι φυσικά όλα αρχαιόγλωσσα
είχε μάλιστα ρητά καταδικάσει την προσπάθεια του Δαμοδου να γραφτουν
εγχειρίδια φιλοσοφικά στη λαϊκή γλώσσα. Δίπλα στη φωτισμένη προσέγγιση
προς το προοδευτικό πνεύμα της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας, ένας άτεγκτος
γλωσσικός αρχαϊσμός, το ιδανικό της επανόδου στην αρχαία.
Ο 18ος αιώνας είναι ο αιώνας του στοχασμού, των πνευματικών ανακατατάξεων,
αλλά το μερίδιο της λογοτεχνίας είναι ελάχιστο. Στον φαναριωτικό χώρο η
ποιητική ερημία είναι ακόμα πιο αποκαρδιωτική από ό,τι στα Επτάνησα. Εδώ λείπει
και η ανάμνηση έστω της κρητικής παράδοσης, που έδινε εκεί με την καλλιεργημένη
γλώσσα της κάποια δροσιά στις ποιητικές δοκιμές. Εδώ η γλώσσα δεν έχει περάσει από
αυτή την καλλιέργεια είναι είτε λογιότερη και ψυχρότερη, είτε πλαδαρή και ακαλλιέργητη,
στο επίπεδο της καθημερινής όμιλίας, πολλές φορές και με ανάμειξη πολλών τουρκικών
λέξεων, που είχαν μπεί στην κοινή συνήθεια.
Καισάριος Δαπόντες
Και το περιεχόμενο φυσικά δεν είναι διαφορετικό. Πιο ενδιαφέρων είναι ο
Κωνσταντίνος, και ώς μοναχός Καισάριος Δαπόντες από τη Σκόπελο, που εμόνασε από
το 1757 στη μονή Ξηροποτάμου του Αγίου Ορους και εκεί πέθανε το 1784. Πολυγράφος
από τους λίγους. Το
1731 ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη όπου έμεινε για λίγους
μήνες κι αργότερα ταξίδεψε στο Βουκουρέστι, όπου σπούδασε, και αργότερα στο
Ιάσιο, όπου και εγκαταστάθηκε για τα επόμενα 4 χρόνια, εργαζόμενος ως
γραμματέας του ηγεμόνα Κωνσταντίνου Μαυροκορδάτου. Ο Δαπόντες ήταν
πολυγραφότατος. Τα έργα του έχουν περιεχόμενο θρησκευτικό, χρονογραφικό, ή
αυτοβιογραφικό και γενικά με ηθικοδιδακτικές προθέσεις. Το τι γράφει είναι
αφάνταστο ό,τι είδε, ό,τι άκουσε, ό,τι διάβασε το μετατρέπει σε στίχους, χιλιάδες στίχους
αφάνταστα πρόχειρους, πλαδαρούς, πλατειάζοντες.

Τύπωσε ο ίδιος αρκετά βιβλία του αλλά άλλα έμειναν ανέκδοτα σε


χειρόγραφα. Πολλά από τα έργα του τυπώθηκαν όσο ζούσε και θαυμάστηκαν και
αγαπήθηκαν από τους συγχρόνους του (Καθρέπτης γυναικών 1766, Xρηστοήθεια 1770,
Τράπεζα πνευματική 1770), άλλα εκδόθηκαν μετά το θάνατό του (Κήπος Χαρίτων 1881),
μένουν κι άλλα που είναι ανέκδοτα ακόμη.Είναιενδιαφέρον το γεγονός ότι στα
εκδεδομένα κείμενα και στα χειρόγραφά του ο Δαπόντες προσέθετε στο τέλος μία
προειδοποίηση («επιτίμιον») με προειδοποίηση προς τους μελλοντικούς εκδότες
να μεριμνούν για την επιμελή εκτύπωση του έργου, να μην παραλείπουν στίχους,
να μην κάνουν λάθη και να μην σφετερίζονται ή αλλοιώνουν τα κείμενά του. Το
έργο του αποτελεί πολύτιμη πηγή του βαλκανικού χώρου της εποχής του. Κάποια
από τα σημαντικότερα έργα του είναι: Ο Διγενής Ακρίτης, Ο Φυσιολόγος, Ο
Στεφανίτης, Ιστορία Πτωχολέοντος, Καθρέπτης γυναικών, Η χαλιμά,
Χρηστοήθεια, Τράπεζα πνευματική, Λόγοι πανηγυρικοί, Κήπος Χαρίτων,
Χρονογράφος
Δεν πρόκειται βέβαια για ποίηση, αλλά ούτε καν για στοιχειώδη λογοτεχνική
καλλιέργεια. Ωστόσο στην ατέλειωτη αυτή ροή των στίχων μας σταματά πότε πότε μια
οξυδερκής παρατήρηση, μια ακριβολόγος περιγραφή και τις περισσότερες φορές μια
πηγαία διάθεση χιούμορ και μια θυμοσοφία που βρίσκεται συχνά σε πολύ καλή στιγμή,
όπως π.χ. στις παρωδίες του από τα εκκλησιαστικά τροπάρια.
Και η πεζογραφία, με την έννοια της λογοτεχνικά καλλιεργημένης γλώσσας, που
γνωρίσαμε στα Εφτάνησα και στο χώρο της διασποράς, είναι σχεδόν ανύπαρκτη στον
ελλαδικό χώρο. Οι λόγιοι γράφουν στην αρχαία το είδαμε στους Μαυροκορδάτους.
Ασφαλώς από τον άμβωνα οι ιεροκήρυκες θα χρησιμοποιούσαν απλούστερη γλώσσα
για να γίνονται κατανοητοί στις βιβλιοθήκες βρίσκουμε πολλά χειρόγραφα τέτοιων
λόγων, ανώνυμων το πιό πολύ. Δεν έχουν καμιά σχέση με την παράδοση του Σκούφου
και του Μηνιάτη, αν υπάρχει κάτι με το οποίο μπορούν να συσχετιστούν, αυτό είναι
μάλλον το ακαλλιέργητο και λαϊκότερο ύφος του Δαπόντε.

Αυτό το ακαλλιέργητο λαϊκό ύφος, όταν είναι γνήσιο και ανόθευτο, μπορεί να έχει κάποτε
Το Χρονικό
ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Τέτοια ή περίπτωση του Χρονικού του Γαλαξιδίου.
του Γαλαξιδίου είναι μια σύντομη χειρόγραφη περίληψη της ιστορίας του
Γαλαξειδιού απο τον 10ο εως τον 17ο αιώνα. Βρέθηκε το 1864 απο τον
Κωνσταντίνο Σάθα σε μια κρύπτη στα ερείπια της Βασιλικής Μονής του Σωτήρος
Η μικρή κωμόπολη της Ρούμελης, στον Κορινθιακό κόλπο, γνώρισε άλλοτε κάποια ακμή
με το ναυτικό της .Το 1703 ένας Ευθύμιος ιερομόναχος έγραψε στην απλή, λαϊκή γλώσσα
του το χρονικό της πατρίδας του.

Είναι γραμμένο σε ένα τεύχος 20 φύλλων. Το χρονικό, σύμφωνα με τον


συγγραφέα του, βασίζεται σε επίσημα έγγραφα καθώς και σε ιστορικά κείμενα τα
οποία δυστυχώς δεν διασώθηκαν. Μέχρι και σήμερα θεωρείται ως μια σπουδαία
ιστορική πηγή ενώ είναι και ενδιαφέρον δείγμα καλλιέργειας της ομιλουμένης
γλώσσας με λογοτεχνική αξία που πηγάζει από το λιτό και επιγραμματικό του
ύφος. Η μόρφωσή του δεν είναι μεγάλη, ο λόγος του ανόθευτα λαϊκός-δημοτικός. Η
πρόθεση του Ευθυμίου είναι καθαρά ιστορική μελέτησε, όπως λέει, «παλαιά χειρόγραφα
μεβράινα, σιτζίλια και χρυσόβουλα αυθεντικά», που βρήκε στο μοναστήρι του, και δεν
έχουμε λόγο να μην τον πιστέψουμε. Αλλά στη λαϊκή του φαντασία τα ιστορικά
περιστατικά ανακατεύονται με θρύλους, θαύματα και φανταστικές διηγήσεις, που τα
διηγείται όλα με την ίδια ακρίβεια και την πίστη στην πραγματικότητα.Βρισκόμαστε στο
κλίμα της λαϊκής μυθολογίας.
Στο ίδιο κλίμα μάς οδηγεί, προς το τέλος της περιόδου, ένας άλλος άνθρωπος. Δεν είναι
απαίδευτος σαν τον Ευθύμιο ιερομόναχο, ούτε έχει την ίδια ευπιστία μ' εκείνον έχει όμως και την
(1714 - 1779), γνωστός και ως Πατροκοσμάς,
ίδια πίστη. Είναι ο Κοσμάς ο Αιτωλός.
ήταν Έλληνας μοναχός της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Γεννήθηκε στο χωριό Μέγα
Δένδρο Απόκουρου κοντά στο Θέρμο της Αιτωλίας κατά την περίοδο της
Τουρκοκρατίας. Πιστεύεται από χριστιανούς ότι διέθετε προφητικές και
θαυματουργικές ικανότητες. Μαθήτευσε στα διδασκαλεία της Παρνασσίδας και
της Ναυπακτίας πλάι σε ονομαστούς ιεροδιδασκάλους φαίνεται, κοντά στον Βούλγαρη,
. Το 1749 πήγε στην Αθωνιάδα Σχολή του Αγίου Όρους (χερσόνησος του Άθω),
όπου έκανε σπουδές ανωτέρου επιπέδου στη θεολογία και τη φιλοσοφία. Εκεί
υπήρξε μοναχός για δύο περίπου χρόνια στη μονή Φιλοθέου του Αγίου Όρους. Στα
1759 εγκατέλειψε το μοναστήρι και ξεκίνησε τις περιοδείες του στη Δυτική και
Βόρεια Ελλάδα Τον βρίσκουμε κυρίως στη Ρούμελη και στη Μακεδονία, αλλά και στην
Ήπειρο και στα Εφτάνησα και στη Θράκη παρακινώντας με θέρμη τους Ορθοδόξους
Χριστιανούς να ιδρύσουν σχολεία που θα διδάσκουν την ορθοδοξία. Ενθυμήσεις» σε
παλαιά βιβλία και χειρόγραφα μαρτυρούν για την καταπληκτική εντύπωση που άφηνε το
πέρασμά του στους απλους ανθρώπους στους όποίους απευθυνόταν. Το σχολείο
αντιμετωπίζεται από τον Κοσμά σαν απαραίτητη προϋπόθεση για την προώθηση
της ορθοδοξίας και όχι του έθνους, όρος ο οποίος απουσιάζει από τις διδαχές του
και αντί γι' αυτόν εμφανίζεται η έννοια του «γένους». Για τον Κοσμά η
εκπαίδευση είναι ένα εργαλείο κατήχησης στην ορθοδοξία. Εκτός από τη σημασία
της ελληνικής γλώσσας αναφέρεται συχνά και στο "ποθούμενο" που ήταν η
απελευθέρωση του γένους. Τα χρόνια ήταν τότε ιδιαίτερα δύσκολα για τον ελληνισμό στον
πληθυσμό της υπαίθρου στις απομακρυσμένες και τις ορεινές περιοχές συχνά
παρουσιαζόταν το φαινόμενο του εξισλαμισμού. Ο Κοσμάς ο Αιτωλός τονώνει τους
πληθυσμούς αυτούς στη χριστιανική τους πίστη και τους προτρέπει στην ίδρυση
σχολείων. Μέσα σε 16 χρόνια ίδρυσε πάνω από 100 σχολεία. Στις Διδαχές του
απέτρεπε τη χρήση της Αρωμανικής και Αλβανικής γλώσσας και παρότρυνε τους
γονείς να μάθουν στα παιδιά τους ελληνικά, τα οποία είναι η «γλώσσα της
Εκκλησίας». Τις διδαχές του δεν τις έγραφε, φαίνεται, τις αυτοσχεδίαζε και τις
κατέγραφαν ύστερα από μνήμης αφοσιωμένοι ακόλουθοί του γι' αυτό έχουν και το
αυθόρμητο και το ανεπιτήδευτο του προφορικού λόγου, χωρίς κοσμήματα λογοτεχνικά ή
ρητορικά μια τραχύτητα και μια ευθύτητα δωρική, ρουμελιώτικη, που κλείνει μέσα της
αφάνταστη δύναμη. Ο Κοσμάς συνδυάζει σε μια υψηλή σύνθεση το πνεύμα του
Μετά
διαφωτισμού και της παιδείας με τη θρησκευτική πίστη και την εθνική συνείδηση.
την Ελληνική επανάσταση του 1770 στην Πελοπόννησο, κατά την περίοδο των
Ορλωφικών, οι Τούρκοι τον υποπτεύονταν ως πράκτορα των Ρώσων. Με την
κατηγορία αυτή συνελήφθη και εκτελέστηκε στις 24 Αυγούστου του 1779 στο
χωριό Κολικόντασι κοντά στην πόλη του Βερατίου στην Αλβανία. Ανακηρύχθηκε
επίσημα άγιος από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως στις 20 Απριλίου 1961
και η μνήμη του τιμάται στις 24 Αυγούστου.Στο δρόμο για την αφύπνιση του γένους
μπορεί να θεωρηθεί πρόδρομος, όπως και ο Ρήγας.
Ο Κοσμάς ο Αιτωλός και το Χρονικό του Γαλαξιδίου μάς οδήγησαν σ' έναν άλλο χώρο,
έξω και από τον λόγιο των Φαναριωτών και της λογοτεχνικής καλλιέργειας των
Εφτανήσων είναι ο χώρος της υπαίθρου, ο κορμός, μπορούμε να πούμε, του
ελληνισμού. Στερημένος από παιδεία ή άλλη καλλιέργεια, έχει διαμορφώσει το δικό του
κόσμο, και στον κόσμο αυτόν έδωσε έκφραση με ένα δημιούργημα εξαιρετικό, το
δημοτικό τραγούδι. Το δημοτικό τραγούδι παίρνει τώρα, την εποχή ακριβώς αυτή και
ιδίως στο χώρο αυτόν της Στερεάς, μια ιδιαίτερη έξαρση με το «κλέφτικο» τραγούδι. Θα
μιλήσουμε γι' αυτό και για το δημοτικό τραγούδι γενικότερα στο αμέσως επόμενο
κεφάλαιο. Προηγουμένως είναι ανάγκη να παρακολουθήσουμε την παραπέρα εξέλιξη
του νεοελληνικού διαφωτισμού.

Δεύτερη περίοδος: 1770-1820


Ακμή του διαφωτισμού. Το γλωσσικό ζήτημα

Ο ελληνικός διαφωτισμός, σύμφωνα με τη διαίρεση που είδαμε παραπάνω, ύστερ από


την πρώτη του, «προδρομική» φάση, περνά στις τελευταίες δεκαετίες του αιώνα στην
περίοδο της ακμής. Η γαλλική παιδεία, και ιδιαίτερα ο κύκλος των Εγκυκλοπαιδιστών,
τον επηρεάζει αποφασιστικά. Χαρακτηριστική είναι τώρα μια μεγαλύτερη πνευματική
ώρίμανση, η οποία οδηγεί ολοένα και σταθερότερα προς την ενότητα και την
αποκατάσταση.

Ιώσηπος Μοισιόδαξ
Ο Ιώσηπος Μοισιόδακας (ή Μοισιόδαξ, 1730-1800) ήταν Έλληνας δάσκαλος του
γένους και συγγραφέας. Ήταν πιστός υποστηρικτής του νεοελληνικού
Διαφωτισμού· δημιούργησε σχολεία και ενίσχυσε το κίνημα και οικονομικά. Ο
ίδιος αναφέρεται στον Νεοελληνικό Διαφωτισμό, υποστηρίζοντας ότι η φυσική θα
καταπολεμήσει την απάτη και ο (δια)φωτισμός θα διαλύσει την αμάθεια». Το 1761
μεταφράζοντας το έργο ενός ιταλού φιλοσόφου αντιμετώπισε το γλωσσικό ζήτημα και
μίλησε για το «κοινον ύφος», που το θεωρούσε, κατάλληλα καλλιεργημένο, αρμόδιο για
κάθε ύλη. Ενδιαφέρθηκε για τα μαθηματικά και τις φυσικές επιστήμες, αλλά και για τα
αρχαία γράμματα ιδιαίτερη όμως μνεία αξίζει το ενδιαφέρον του για τα προβλήματα τα
παιδαγωγικά. Είχε επηρεαστεί από τις φιλοσοφικές ιδέες του Τζων Λοκ και ήταν
θερμός υποστηρικτής του Βολταίρου και πολέμιος του σχολαστικισμού, όπως και
των παλαιών παιδαγωγικών ιδεών. Το 1765 διορίστηκε διευθυντής της σχολής του
Ιασίου, όπου θέλησε να εφαρμόσει τους πρωτοποριακούς του τρόπους
διδασκαλίας. Οι πρωτοποριακές μέθοδοί του τον έφεραν σε σύγκρουση με τους
συντηρητικούς και τον ανάγκασαν, το 1777, να παραιτηθεί από την θέση του.
Πήγε στο Βουκουρέστι, στη Βενετία, στην Τεργέστη και στην Βιέννη. Το 1778
σταμάτησε να διδάσκει και άρχισε να συγγράφει.
Το συγγραφικό έργο του περιλαμβάνει: Περί παίδων αγωγή (Βιέννη 1779) ,
Απολογία (Βιέννη 1780), Θεωρία της γεωγραφίας (1781). Ασχολήθηκε και με την
μετάφραση κειμένων διάσημων συγγραφέων, όπως του Λοκ και του Μουρατόρι.
Η αύξηση των πνευματικών ενδιαφερόντων, η ζωηρή κίνηση των ιδεών και η
ολοένα πιο πυκνή κυκλοφορία τών βιβλίων που παρατηρείται την περίοδο αυτή, έθετε
αναγκαστικά και πάλι και έκανε επίκαιρο το γλωσσικό ζήτημα. Με ποιό όργανο
γλωσσικό θα γίνει ο «φωτισμός του γένους», Η καθιερωμένη αντίληψη (του Βούλγαρη
και των οπαδών του) ήταν πώς το αρμόδιο όργανο ήταν η αρχαία ο Μοισιόδαξ πρόβαλε
«το κοινόν ύφος». Στα 1789 δυο λόγιοι, στο Βουκουρέστι και οι δυό, ο ένας σχολάρχης
στην Ακαδημία, ο άλλος ανώτερος δικαστικός, διατυπώνουν σε μια άλληλογραφία
μεταξύ τους τις δύο διαμετρικά αντίθετες απόψεις. Ο αρχαϊστής είναι ο σχολάρχης, ο
Λάμπρος Φωτιάδης, και ο «δημοτικιστής» ο Δημήτριος Καταρτζής. Για τρείς δεκαετίες,
ώς το 1821, ο αγώνας για τη γλώσσα θα διατηρηθεί σε όλη την ένταση.
Δ. Καταρτζής
Ο Δ. Καταρτζής (περ. 1725-1800)προσπάθησε να δει συγχρονικά τη γλώσσα και να
την απαλλάξει από το βάρος της ιστορίας της· στο πλαίσιο αυτό έγραψε μία από
τις πρώτες γραμματικές της σύγχρονης Ελληνικής, έτσι όπως μιλιόταν στην
Κωνσταντινούπολη προς το τέλος του 18ου αιώνα. Θεωρώντας πως δεν είναι
δυνατόν να υπάρχει φραγμός στην επιστημονική γνώση, θέλησε έτσι να τραβήξει
μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην αρχαία γλώσσα και τη σύγχρονη απόγονό
της, αλλά η πρότασή του πέρασε απαρατήρητη εν τέλει εγκαταλείφθηκε. Οι
απόψεις του Καταρτζή για το γλωσσικό ζήτημα αποτελούσαν το πιο ριζοσπαστικό
τμήμα της διαφωτιστικής του θεωρίας, καθώς τόνιζε τις αρετές και τις δυνατότητες
του νεότερου ελληνικού ιδιώματος και θεωρούσε πως η ομιλούμενη Νεοελληνική
«διαθέτει μελωδία, ρυθμό και την πειθώ στα ρητορικά της» και μπορεί συνεπώς να
χρησιμοποιηθεί για την γενική αγωγή του έθνους.
Κατέχει κεντρική θέση στον αγώνα, και γενικά σε όλη την περίοδο αυτή του
διαφωτισμού, όπου ακολουθεί την προοδευτική γραμμή του Μοισιόδακα. Οι
μεταγενέστεροι ξέχασαν τη διδασκαλία του, ή την άφησαν να ξεχαστεί. Τα περισσότερα
έργα του έμειναν ατύπωτα, ένα άλλο δημοσιεύτηκε «μεταφρασμένο» σε λόγια γλώσσα.
Οι νεώτερες έρευνες (του Κ. Θ. Δημαρά κυρίως) μάς τον αποκαλύπτουν ώς μια
προσωπικότητα εξαιρετική, από τις πιο σημαντικές της προεπαναστατικής εποχής. Στο
γλωσσικό ζήτημα οι αντιλήψεις του είναι ριζικές και σαφείς, στον μακροσκελέστατο τίτλο
του έργου του Σχέδιο ότι κτλ. το λέει ρητά πώς η «ρωμαίικια γλώσσα. ... είναι κατά πάντα
καλύτερ απ' όλες τις γλώσσες και ότι η καλλιέργειά της και η συγγραφή βιβλίων σ’
αυτήνα είναι γενική και ολική αγωγή του έθνους». Έγραψε ακόμα και Γραμματική της
αρχαίας (στα νεοελληνικά), Γραμματική της νεοελληνικής και Νεοελληνική στιχουργική.
Αλλά πέρα από τον γλωσσικό μεταρρυθμιστή, ο Καταρτζής είναι ο άνθρωπος με τον πυκνό
στοχασμό και το προοδευτικό βλέμμα, εκπρόσωπος της ευεργετικής επίδρασης του
διαφωτισμού στην παιδεία και στην αφύπνιση του λαού. Χαρακτηριστικός είναι ο τίτλος ενός
δοκιμίου του. Εγκώμιο του φιλόσοφου, μακαρισμός του ορθοδόξου, ψόγος του άθεου,
ταλάνισμα του δεισιδαίμων. Συστηματικότερα εξέθεσε το φιλοσοφικό του σύστημα στο δοκίμιό
του Γνώθι σαυτόν. Ο Καταρτζής έγραψε τη λαϊκή γλώσσα (όπως τη μιλούσαν οι κύκλοι της
Πόλης) χωρίς κανένα συμβιβασμό προς τη λόγια παράδοση, και μ' έναν τρόπο πολύ ιδιότυπο
και προσωπικό, και την έγραψε με σύστημα και με επιμονή. Ίσως να είχε προτρέξει από την
εποχή του ύστερ από οχτώ χρόνια αναγκάστηκε να παραδεχτεί μια γλώσσα ανάμεικτη,
«αιρετή», αντί για τη «φυσική» που έγραφε ώς τότε. Μια υποχώρηση τακτική, όπως
χαρακτηρίστηκε, όχι ήττα. Αλλωστε ο κύριος σκοπός του ήταν πιο υψηλός: «να ώφελήσει το
γένος».
Ο Καταρτζής, αν ξεχάστηκε από τους μεταγενέστερους, άσκησε σημαντική επίδραση στους
συγχρόνους του. Από το άμεσο περιβάλλον του Καταρτζή και επηρεασμένοι από τις ιδέες του
βγήκαν προσωπικότητες αξιόλογες στον ένα ή στον άλλο τομέα. Ο εξοχότερος είναι
αναμφισβήτητα ο Ρήγας. Οι μαρτυρίες που έχουμε είναι ρητές, πώς ο Καταρτζής, γοητευμένος
από τα προτερήματα του νεαρού Ρήγα, τον αγάπησε πατρικά και τον συνέδραμε με τη σοφία
του και τις πολιτικές του γνώσεις.
Το 1791 δύο λόγιοι από τη Θεσσαλία, ο Γρηγόριος Κωνσταντάς και ο Δανιήλ Φιλιππίδης,
εξέδωσαν μια Γεωγραφία νεωτερική, όπου έκδηλη είναι η επίδραση του Καταρτζή, όχι
μόνο στη γλώσσα αλλά και στο πνεύμα γενικά, στην ορθολογιστική και ρεαλιστική
αντιμετώπιση των προβλημάτων, στη γνωριμια που επιζητείται με το άμεσο
περιβάλλον. Από τον κύκλο του Καταρτζή είναι βγαλμένος και ο Αθανάσιος
Χριστόπουλος.

Αθανάσιος Χριστόπουλος
Το 1805 (έξι χρόνια πριν από τα Λυρικά) ο Χριστόπουλος συντάσσεται με τους
οπαδούς της δημοτικής με τη Γραμματική της αιολοδωρικής (ή «όμιλουμένης τωρινής
των Ελλήνων γλώσσας»), όπου διατυπώνει τη θεωρία πως η σημερινή, νεοελληνική
γλώσσα, είναι μια από τις διαλέκτους της αρχαίας, αιολική και δωρική μαζί, έχει
επομένως την ίδια ευγένεια με την αττική, στην οποία θέλουν να γράψουν οι αρχαϊστές.
Η θεωρία είναι φυσικά ολότελα σφαλερή και αντιεπιστημονική, αλλά τόνωσε τις τάξεις
των δημοτικιστών και για πολύ καιρό τα «αιολοδωρικά» χρησιμοποιούνταν ώς
συνώνυμα με τα «νεοελληνικά» (ή «ρωμαίικα» όπως τα έλεγαν παλαιότερα). Αργότερα,
μαζί με τα Λυρικά του, τυπώθηκε και ένα πεζό, το «Ονειρο», ένα είδος διαλόγου ανάμεσα
στο συγγραφέα και δυο γυναίκες άσχημες και φτιασιδωμένες, που είναι η «μιξοβάρβαρη
γλώσσα » και η ορθογραφία.

Άλλα κέιμενα με θέμα τις γλωσσικές διαμάχες ο Λογιότατος ταξιδιώτης του Βηλαρά"
και η κωμωδία. Τα Κορακιστικά του Ιάκωβου Ρίζουν Νερουλού

You might also like