Professional Documents
Culture Documents
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ
Η κατάκτηση της Κρήτης από τους Τούρκους το 1669 (ύστερα από είκοσι δύο χρόνια
που κράτησε η πολιορκία του Μεγάλου Κάστρου) σημειώνει και το τέλος της κρητικής
λογοτεχνίας και την αρχή μιας περιόδου σιωπής.. Αποτελεί συνάμα και μιαν από τις
πιο καίριες, μια όργανική τομή στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Ύστερ από
τη λαμπρή άνθηση στην Κρήτη βρισκόμαστε μετά το 1669 σε μια κατάσταση ερημίας.
Αλλά και από γενικότερη άποψη το 1669 είναι μια σημαντική ιστορική στιγμή. Πολλές
ανακατατάξεις έχουν επέλθει μέσα στον ελληνικό χώρο στους δύο αιώνες που
ακολούθησαν την άλωση της Πόλης. Ουσιαστικά βέβαια ο ελληνισμός μένει ακόμα
εθνικά ασυγκρότητος και μοιρασμένος στις τρείς διακεκριμένες ενότητες
(τουρκοκρατούμενη, φραγκοκρατούμενη διασπορά), αλλά τα φραγκοκρατούμενα
(βενετοκρατούμενα τώρα) μέρη έχουν περιοριστεί, ιδίως μετά την απώλεια της Κύπρου
και της Κρήτης, μόνο στα Eφτάνησα (θα υπάρξει μια σύντομη παρένθεση, μιας δεύτερης
Βενετοκρατίας στην Πελοπόννησο από το 1684 ώς το 1714), και η τουρκική κατάκτηση
έχει απλωθεί σχεδόν σε όλο τον ελληνικό χώρο. Ύστερα, οι ενότητες αυτές δεν έχουν
πια την αυτοτέλεια που είχαν στους πρώτους αιώνες και έχουν μεταβάλει χαρακτήρα.
Ανάμεσα στα Εφτάνησα και τη Βενετία (το σημαντικότερο κέντρο του ελληνισμού της
διασποράς) υπάρχει τώρα πολύ περισσότερη επαφή από πρίν, τόσο που ν' αποτελούν
μια ξεχωριστή ενότητα. Αλλά και ο τύπος του Έλληνα της διασποράς είναι τώρα
διαφορετικός στον 15ο αιώνα οι Έλληνες πήγαιναν στη Δύση για να διδάξουν, τώρα
πηγαίνουν για να διδαχτούν. Τα πανεπιστήμια της Ιταλίας (της Πάντοβας κυρίως)
εκπαιδεύουν ένα πλήθος νέων, όχι πια μόνο από τα βενετοκρατούμενα μέρη, αλλά και
από την υπόλοιπη Ελλάδα, οι οποίοι επιστρέφοντας στην πατρίδα μεταδίδουν τα όσα
έμαθαν.
83
Σχολεία είδαμε πώς είχαν αρχίσει να ιδρύονται και πριν από το 1669 σε διάφορες πόλεις
της Ελλάδας, τώρα ή παιδεία παίρνει πολύ μεγαλύτερο άπλωμα, ή πνευματική ζωή
ουσιαστικότερη υπόσταση. Η ζωηρή αυτή κίνηση μέσα στον ελληνικό χώρο έχει το
επίκεντρο στην Κωνσταντινούπολη, στον κύκλο του Πατριαρχείου και των
«Φαναριωτών» αργότερα θα μεταφερθεί στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, στις αυλές των
Ελλήνων ηγεμόνων. Είναι χρόνια κρίσιμα και αποφασιστικά για τον ελληνισμό, ο οποίος
βαθμιαία στην αρχή, με σταθερότερο βήμα υστερότερα, διαγράφει την πορεία του προς
τη σύνθεση των διασκορπισμένων μελών και την αποκατάσταση -αυτήν που θα
συντελεστεί τελικά με την εξόρμηση του 1821.
Με γνώμονα τα στοιχεία αυτά μπορούμε να διαιρέσουμε τα 150 χρόνια που χωρίζουν
το 1669 από το 1821 σε δύο κυρίως χρονικές περιόδους: η πρώτη από 1669 έως 1770-
1780 και η δεύτερη από τη δεκαετία αυτή ως το 1821. Γύρω στα 1770-80 η κατάσταση
έχει μεταβληθεί ριζικά, η ρωσοτουρκική συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζι το 1774
έδωσε ιδιαίτερα προνόμια στους Έλληνες μέσα στην τουρκική επικράτεια και
εξασφάλισε έτσι μια υλική ακμή και την άνοδο μιάς νέας αστικής τάξης. Στην επόμενη
πεντηκονταετία σε όλους τους τομείς, και φυσικά και στον πνευματικό, παρουσιάζεται
ένας έντονότερος παλμός, που οδηγεί με γοργότερο ρυθμό προς το τέρμα.
1
Πρώτη Περίοδος (1669-1770/1780)
Με την πτώση της Κρήτης σβήνει, είδαμε, απότομα η έξοχη άνθηση της κρητικής
λογοτεχνίας. Ωστόσο το ιστορικό γεγονός ίσως να μη στάθηκε η μοναδική αφορμή γι'
αυτό. Η κρητική λογοτεχνία είχε διαγράψει την τροχιά της, ο Ερωτόκριτος, σημείο
κορύφωσης, αποτελούσε συνάμα και μια κατάληξη . Το ίδιο άλλωστε συμβαίνει και στις
άλλες ευρωπαϊκές λογοτεχνίες, με τις οποίες η νεοελληνική βάδισε σχεδόν παράλληλα.
Και εκεί έχουμε στην ποίηση μια πρώτη φάση, που αρχίζει με έναν επικό κύκλο και
καταλήγει σε κορυφαίες δημιουργίες στο τέλος του 16ου ή στον 17ο αιώνα: ας
θυμηθούμε τα ονόματα του Torquato Tasso, του Ρακίνα και του Μολιέρου, των
Ελισαβετιανών και του Milton. Ό,τι ακολουθεί στην ποίηση είναι πτώση. Ο 18ος αιώνας
είναι σε όλη την Ευρώπη αιώνας αντιποιητικός. Και μόνο προς το τέλος του και
στις αρχές του 19ου θ' αναβιώσει ο λυρισμός, ένας λυρισμός όμως ολότελα
διαφορετικός από το λυρισμό της πρώτης ποιητικής φάσης, περισσότερο
υποκειμενικός, απομονωμένος στην ατομική ευαισθησία, οικειότερος,
εσωτερικότερος(Keats, Shelley).Δεν ήταν διαφορετική και η εξέλιξη στην Ελλάδα.
Ο Σολωμός θα είναι ο πρώτος γνήσιος εκπρόσωπος του καινούριου αυτού
λυρισμού. ο Βιτσέντζος Κορνάρος ήταν ο τελευταίος της πρώτης ποιητικής
φάσης.
Ένα ρεύμα προσφυγιάς ακολουθεί το 1669, όπως ακολούθησε και το 1453.
Αδιάφορο αν και οι Βενετοί ήταν ξένοι, οι Κρητικοί ένιωσαν την τουρκική
κατάκτηση σαν πραγματική σκλαβιά, πολέμησαν γενναία πλάι στους Βενετούς
και πολλοί έφυγαν μαζί τους ύστερ από την καταστροφή προς τα Ιόνια νησιά και
τη Βενετία. Έφερναν μαζί τους την παράδοση της λογοτεχνίας τους και -κάτι πιο
χειροπιαστό- τα χειρόγραφα των ποιητικών έργων. Το 1713 θα τυπωθεί για
πρώτη φορά στη Βενετία ο Ερωτόκριτος, «ποίημα παλαιόν, όπου τόσον
επαινείται και τιμάται εις τας νήσους του Αδριακού», καθώς θα γράψει ο εκδότης.
Στα 1725 ο λόρδος Edward Harley αγοράζει στην Κέρκυρα το μοναδικό γνωστό
χειρόγραφο του Ερωτόκριτου, γραμμένο 15 χρόνια πιο πριν σε κάποιο από τα
Εφτάνησα.
Η παράδοση λοιπόν της κρητικής λογοτεχνίας μεταφυτεύεται μετά το 1669 στα
Εφτάνησα. Διατηρείται εκεί, αλλά δε συνεχίζεται. Την κρατούν τα πρώτα χρόνια
οι Κρητικοί πρόσφυγες αργότερα περνά στα χέρια των Εφτανησιωτών.
Το 1646 ο Ζακυθινός Θεόδωρος Μοντσελέζε εξέδωσε ένα περίεργο, και ασήμαντο,
θεατρικό έργο, την Ευγένα, φανερά επηρεασμένο από τα κρητικά δράματα και, το 1658 ο
Ζακυθινός επίσης Μιχαήλ Σουμμάκης μετέφρασε τον Πιστό βοσκό (Ραstor Fιdο), το
φημισμένο ποιμενικό δράμα του G. B. Guarini, σε δεκαπεντασύλλαβους στίχους που
κρατούν πολύ από την ποιότητα τών κρητικών. Το ίδιο έργο το είχε μεταφράσει στις
αρχές του αιώνα ένας ανώνυμος Κρητικός, που ζούσε, φαίνεται, στη Βενετία,
αποξενωμένος από τη λογοτεχνική πράξη του νησιού του. Η μετάφρασή του έμεινε
ανέκδοτη έως πρόσφατα. Με πολύ μεγάλη πιθανότητα επίσης υποθέσαμε πώς ο
ποιητής του Ζήνωνα, που παίχτηκε στη Ζάκυνθο το 1682-83 , ήταν κι αυτός Ζακυθινός.
Από τα υπολείμματα του τραπεζιού της κρητικής ακμής θρέφεται και ο Κεφαλλονίτης
Πέτρος Κατσαϊτης ( Ένας καθυστερημένος επίγονος με πολύ αμφίβολη αξία).
Γεννήθηκε περίπου στα μέσα του 17ου αιώνα μεταξύ του 1660 και 1665, μάλλον
στο Ληξούρι Κεφαλληνίας και πέθανε μετά από περιπετειώδη βίο στον ίδιο τόπο
μεταξύ του 1737 και 1742. Φέρεται να συμμετείχε στον ενετοτουρκικό πόλεμο, η
λήξη του οποίου βρήκε τους Ενετούς κύριους της Πελοποννήσου. Τα έργα του μάς
εσώθηκαν σ’ ένα μοναδικό χειρόγραφο είναι ένα έμμετρο χρονικό, σε όμοιοκατάληκτους
εντεκασύλλαβους, για την άλωση της Πελοποννήσου από τους Τούρκους το 1715, μετά
τη δεύτερη Βενετοκρατία (Κλαθμός Πελοποννήσου προς Ελλάδα 1716, ιστορικό
ποίημα),) και δύο τραγωδίες: Ιφιγένεια (1720, ιδιότυπη τραγωδία)και Θυέστης,
κακέκτυπα της Ερωφίλης. Ο νεώτερος εκδότης κ. Ε. Κριαράς εξακρίβωσε πώς
προέρχονται από άμεση μίμηση των ομώνυμων τραγωδιών του Lodovico Dolce.
Περίεργο είναι ότι στην Ιφιγένεια -κάτι που δε συμβαίνει στο πρότυπο- εισάγονται
ξαφνικά στην τελευταία πράξη πρόσωπα και καταστάσεις κωμικές και το έργο
μεταβάλλεται απότομα σε ιλαροτραγωδία.
Μεμονωμένη εμφάνιση, χωρίς συνοχή και χωρίς συνέχεια, είναι ποιητική συλλογή τα
Ανθη Ευλαβείας («εκχυθέντα εις την πανένδοξον μετάστασιν της θεομήτορος Μαρίας»),
ένα μικρό φυλλάδιο που εξέδωσαν το 1708 οι «τρόφιμοι και σπουδαίοι» (δηλ. οι
σπουδαστές) του Φλαγγινιανού Ελληνομουσείου της Βενετίας.
Περιλαμβάνει ποιήματα
των μαθητών της Σχολής που συντέθηκαν προς τιμήν της Θεοτόκου με αφορμή την
σχολική γιορτή εκείνης της χρονιάς για τον Δεκαπενταύγουστο και είναι
αφιερωμένη στον Μητροπολίτη Φιλαδελφείας Μελέτιο Τυπάλδο. Η συλλογή
τυπώθηκε το 1708 από τον εκδοτικό οίκο των Βόρτολι της Βενετίας. . Ένα λεύκωμα
σχολικό, με επιγράμματα , σαπφικές ώδες και ιταλικά σονέτα -αλλά και ποιήματα και
πεζα νεοελληνικά.
Αυτό το ακαλλιέργητο λαϊκό ύφος, όταν είναι γνήσιο και ανόθευτο, μπορεί να έχει κάποτε
Το Χρονικό
ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Τέτοια ή περίπτωση του Χρονικού του Γαλαξιδίου.
του Γαλαξιδίου είναι μια σύντομη χειρόγραφη περίληψη της ιστορίας του
Γαλαξειδιού απο τον 10ο εως τον 17ο αιώνα. Βρέθηκε το 1864 απο τον
Κωνσταντίνο Σάθα σε μια κρύπτη στα ερείπια της Βασιλικής Μονής του Σωτήρος
Η μικρή κωμόπολη της Ρούμελης, στον Κορινθιακό κόλπο, γνώρισε άλλοτε κάποια ακμή
με το ναυτικό της .Το 1703 ένας Ευθύμιος ιερομόναχος έγραψε στην απλή, λαϊκή γλώσσα
του το χρονικό της πατρίδας του.
Ιώσηπος Μοισιόδαξ
Ο Ιώσηπος Μοισιόδακας (ή Μοισιόδαξ, 1730-1800) ήταν Έλληνας δάσκαλος του
γένους και συγγραφέας. Ήταν πιστός υποστηρικτής του νεοελληνικού
Διαφωτισμού· δημιούργησε σχολεία και ενίσχυσε το κίνημα και οικονομικά. Ο
ίδιος αναφέρεται στον Νεοελληνικό Διαφωτισμό, υποστηρίζοντας ότι η φυσική θα
καταπολεμήσει την απάτη και ο (δια)φωτισμός θα διαλύσει την αμάθεια». Το 1761
μεταφράζοντας το έργο ενός ιταλού φιλοσόφου αντιμετώπισε το γλωσσικό ζήτημα και
μίλησε για το «κοινον ύφος», που το θεωρούσε, κατάλληλα καλλιεργημένο, αρμόδιο για
κάθε ύλη. Ενδιαφέρθηκε για τα μαθηματικά και τις φυσικές επιστήμες, αλλά και για τα
αρχαία γράμματα ιδιαίτερη όμως μνεία αξίζει το ενδιαφέρον του για τα προβλήματα τα
παιδαγωγικά. Είχε επηρεαστεί από τις φιλοσοφικές ιδέες του Τζων Λοκ και ήταν
θερμός υποστηρικτής του Βολταίρου και πολέμιος του σχολαστικισμού, όπως και
των παλαιών παιδαγωγικών ιδεών. Το 1765 διορίστηκε διευθυντής της σχολής του
Ιασίου, όπου θέλησε να εφαρμόσει τους πρωτοποριακούς του τρόπους
διδασκαλίας. Οι πρωτοποριακές μέθοδοί του τον έφεραν σε σύγκρουση με τους
συντηρητικούς και τον ανάγκασαν, το 1777, να παραιτηθεί από την θέση του.
Πήγε στο Βουκουρέστι, στη Βενετία, στην Τεργέστη και στην Βιέννη. Το 1778
σταμάτησε να διδάσκει και άρχισε να συγγράφει.
Το συγγραφικό έργο του περιλαμβάνει: Περί παίδων αγωγή (Βιέννη 1779) ,
Απολογία (Βιέννη 1780), Θεωρία της γεωγραφίας (1781). Ασχολήθηκε και με την
μετάφραση κειμένων διάσημων συγγραφέων, όπως του Λοκ και του Μουρατόρι.
Η αύξηση των πνευματικών ενδιαφερόντων, η ζωηρή κίνηση των ιδεών και η
ολοένα πιο πυκνή κυκλοφορία τών βιβλίων που παρατηρείται την περίοδο αυτή, έθετε
αναγκαστικά και πάλι και έκανε επίκαιρο το γλωσσικό ζήτημα. Με ποιό όργανο
γλωσσικό θα γίνει ο «φωτισμός του γένους», Η καθιερωμένη αντίληψη (του Βούλγαρη
και των οπαδών του) ήταν πώς το αρμόδιο όργανο ήταν η αρχαία ο Μοισιόδαξ πρόβαλε
«το κοινόν ύφος». Στα 1789 δυο λόγιοι, στο Βουκουρέστι και οι δυό, ο ένας σχολάρχης
στην Ακαδημία, ο άλλος ανώτερος δικαστικός, διατυπώνουν σε μια άλληλογραφία
μεταξύ τους τις δύο διαμετρικά αντίθετες απόψεις. Ο αρχαϊστής είναι ο σχολάρχης, ο
Λάμπρος Φωτιάδης, και ο «δημοτικιστής» ο Δημήτριος Καταρτζής. Για τρείς δεκαετίες,
ώς το 1821, ο αγώνας για τη γλώσσα θα διατηρηθεί σε όλη την ένταση.
Δ. Καταρτζής
Ο Δ. Καταρτζής (περ. 1725-1800)προσπάθησε να δει συγχρονικά τη γλώσσα και να
την απαλλάξει από το βάρος της ιστορίας της· στο πλαίσιο αυτό έγραψε μία από
τις πρώτες γραμματικές της σύγχρονης Ελληνικής, έτσι όπως μιλιόταν στην
Κωνσταντινούπολη προς το τέλος του 18ου αιώνα. Θεωρώντας πως δεν είναι
δυνατόν να υπάρχει φραγμός στην επιστημονική γνώση, θέλησε έτσι να τραβήξει
μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην αρχαία γλώσσα και τη σύγχρονη απόγονό
της, αλλά η πρότασή του πέρασε απαρατήρητη εν τέλει εγκαταλείφθηκε. Οι
απόψεις του Καταρτζή για το γλωσσικό ζήτημα αποτελούσαν το πιο ριζοσπαστικό
τμήμα της διαφωτιστικής του θεωρίας, καθώς τόνιζε τις αρετές και τις δυνατότητες
του νεότερου ελληνικού ιδιώματος και θεωρούσε πως η ομιλούμενη Νεοελληνική
«διαθέτει μελωδία, ρυθμό και την πειθώ στα ρητορικά της» και μπορεί συνεπώς να
χρησιμοποιηθεί για την γενική αγωγή του έθνους.
Κατέχει κεντρική θέση στον αγώνα, και γενικά σε όλη την περίοδο αυτή του
διαφωτισμού, όπου ακολουθεί την προοδευτική γραμμή του Μοισιόδακα. Οι
μεταγενέστεροι ξέχασαν τη διδασκαλία του, ή την άφησαν να ξεχαστεί. Τα περισσότερα
έργα του έμειναν ατύπωτα, ένα άλλο δημοσιεύτηκε «μεταφρασμένο» σε λόγια γλώσσα.
Οι νεώτερες έρευνες (του Κ. Θ. Δημαρά κυρίως) μάς τον αποκαλύπτουν ώς μια
προσωπικότητα εξαιρετική, από τις πιο σημαντικές της προεπαναστατικής εποχής. Στο
γλωσσικό ζήτημα οι αντιλήψεις του είναι ριζικές και σαφείς, στον μακροσκελέστατο τίτλο
του έργου του Σχέδιο ότι κτλ. το λέει ρητά πώς η «ρωμαίικια γλώσσα. ... είναι κατά πάντα
καλύτερ απ' όλες τις γλώσσες και ότι η καλλιέργειά της και η συγγραφή βιβλίων σ’
αυτήνα είναι γενική και ολική αγωγή του έθνους». Έγραψε ακόμα και Γραμματική της
αρχαίας (στα νεοελληνικά), Γραμματική της νεοελληνικής και Νεοελληνική στιχουργική.
Αλλά πέρα από τον γλωσσικό μεταρρυθμιστή, ο Καταρτζής είναι ο άνθρωπος με τον πυκνό
στοχασμό και το προοδευτικό βλέμμα, εκπρόσωπος της ευεργετικής επίδρασης του
διαφωτισμού στην παιδεία και στην αφύπνιση του λαού. Χαρακτηριστικός είναι ο τίτλος ενός
δοκιμίου του. Εγκώμιο του φιλόσοφου, μακαρισμός του ορθοδόξου, ψόγος του άθεου,
ταλάνισμα του δεισιδαίμων. Συστηματικότερα εξέθεσε το φιλοσοφικό του σύστημα στο δοκίμιό
του Γνώθι σαυτόν. Ο Καταρτζής έγραψε τη λαϊκή γλώσσα (όπως τη μιλούσαν οι κύκλοι της
Πόλης) χωρίς κανένα συμβιβασμό προς τη λόγια παράδοση, και μ' έναν τρόπο πολύ ιδιότυπο
και προσωπικό, και την έγραψε με σύστημα και με επιμονή. Ίσως να είχε προτρέξει από την
εποχή του ύστερ από οχτώ χρόνια αναγκάστηκε να παραδεχτεί μια γλώσσα ανάμεικτη,
«αιρετή», αντί για τη «φυσική» που έγραφε ώς τότε. Μια υποχώρηση τακτική, όπως
χαρακτηρίστηκε, όχι ήττα. Αλλωστε ο κύριος σκοπός του ήταν πιο υψηλός: «να ώφελήσει το
γένος».
Ο Καταρτζής, αν ξεχάστηκε από τους μεταγενέστερους, άσκησε σημαντική επίδραση στους
συγχρόνους του. Από το άμεσο περιβάλλον του Καταρτζή και επηρεασμένοι από τις ιδέες του
βγήκαν προσωπικότητες αξιόλογες στον ένα ή στον άλλο τομέα. Ο εξοχότερος είναι
αναμφισβήτητα ο Ρήγας. Οι μαρτυρίες που έχουμε είναι ρητές, πώς ο Καταρτζής, γοητευμένος
από τα προτερήματα του νεαρού Ρήγα, τον αγάπησε πατρικά και τον συνέδραμε με τη σοφία
του και τις πολιτικές του γνώσεις.
Το 1791 δύο λόγιοι από τη Θεσσαλία, ο Γρηγόριος Κωνσταντάς και ο Δανιήλ Φιλιππίδης,
εξέδωσαν μια Γεωγραφία νεωτερική, όπου έκδηλη είναι η επίδραση του Καταρτζή, όχι
μόνο στη γλώσσα αλλά και στο πνεύμα γενικά, στην ορθολογιστική και ρεαλιστική
αντιμετώπιση των προβλημάτων, στη γνωριμια που επιζητείται με το άμεσο
περιβάλλον. Από τον κύκλο του Καταρτζή είναι βγαλμένος και ο Αθανάσιος
Χριστόπουλος.
Αθανάσιος Χριστόπουλος
Το 1805 (έξι χρόνια πριν από τα Λυρικά) ο Χριστόπουλος συντάσσεται με τους
οπαδούς της δημοτικής με τη Γραμματική της αιολοδωρικής (ή «όμιλουμένης τωρινής
των Ελλήνων γλώσσας»), όπου διατυπώνει τη θεωρία πως η σημερινή, νεοελληνική
γλώσσα, είναι μια από τις διαλέκτους της αρχαίας, αιολική και δωρική μαζί, έχει
επομένως την ίδια ευγένεια με την αττική, στην οποία θέλουν να γράψουν οι αρχαϊστές.
Η θεωρία είναι φυσικά ολότελα σφαλερή και αντιεπιστημονική, αλλά τόνωσε τις τάξεις
των δημοτικιστών και για πολύ καιρό τα «αιολοδωρικά» χρησιμοποιούνταν ώς
συνώνυμα με τα «νεοελληνικά» (ή «ρωμαίικα» όπως τα έλεγαν παλαιότερα). Αργότερα,
μαζί με τα Λυρικά του, τυπώθηκε και ένα πεζό, το «Ονειρο», ένα είδος διαλόγου ανάμεσα
στο συγγραφέα και δυο γυναίκες άσχημες και φτιασιδωμένες, που είναι η «μιξοβάρβαρη
γλώσσα » και η ορθογραφία.
Άλλα κέιμενα με θέμα τις γλωσσικές διαμάχες ο Λογιότατος ταξιδιώτης του Βηλαρά"
και η κωμωδία. Τα Κορακιστικά του Ιάκωβου Ρίζουν Νερουλού