Professional Documents
Culture Documents
Οι αλβανικοί μεσαιωνικοί
εποικισμοί στον ελλαδικό χώρο
Στη νεοελληνική παιδεία στοχοποιήθηκε ο «ανθέλληνας» Φαλμεράγιερ, παρ΄ όλο, που δεν
είναι ο μόνος· το σύνολο των περιηγητών (αρχαιολατρών, ιστορικών, απεσταλμένων ξένων
κυβερνήσεων κ.λπ.) των μεσαιωνικών χρόνων περιγράφουν την μεγάλη έκταση των
εποικισμών στην περιοχή. Απάντηση σε όλους αυτούς επιχείρησε να δώσει ο ιστορικός τής
Ρωμιοσύνης, Κ. Παπαρρηγόπουλος (βλ. K. Παπαρρηγόπουλος: Ο “εγκέφαλος” τής απάτης
τού “ελληνοχριστιανισμού”, http://www.freeinquiry.gr/pro.php?id=596) γράφοντας περί τής
δήθεν συνέχειας και τής φυλετικής ενότητας των κατοίκων τού ελλαδικού χώρου στη
διαδρομή τής Ιστορίας. Η αμφισβήτηση τού κυρίαρχου αυτού ιστοριογραφικού μοντέλου στην
επιεικέστερη εκδοχή της επιχειρήθηκε να παρουσιασθεί ως προερχόμενη από ήσσονος αξίας
ιστορικούς και στην αυστηρότερη ως εθνική προδοσία.
Καμμία φυλή όμως, ούτε κανένας λαός στις μέρες μας είναι φυλετικά καθαρός. Στον
ελλαδικό χώρο ειδικότερα κι εξ αιτίας των βυζαντινών διωγμών, των επιδημιών, των
ανεπάλληλων κατακτήσεων και τής πειρατείας, ο αριθμός των ελληνόφωνων Ρωμιών
ελαττώθηκε σημαντικά. Έτσι, ο αριθμός των κατοίκων ενισχύθηκε επανειλημμένα στο
πέρασμα τής Ιστορίας από ξένους λαούς, στους οποίους τις περισσότερες φορές δόθηκαν
από τις εκάστοτε αρχές επί πλέον κίνητρα, προκειμένου να εγκατασταθούν στην περιοχή και
να καλύψουν τα πληθυσμιακά κενά.
Θα ξεκινήσουμε στην «Ελεύθερη Έρευνα» την παρουσίαση μιας σειράς μελετών μας
σχετικών με τους εποικισμούς (αλβανικών, σλάβικων, τούρκικων κ.ά) στην περιοχή, που
εκτείνεται το σημερινό ελληνικό κράτος.
Από τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς γίνεται πολύς λόγος για Ιλλυριούς, που
κατοικούσαν από την περιοχή τής Βορείου Ηπείρου μεχρι τη σημερινή Κροατία και Σερβία. Οι
Ιλλυριοί αποτελούνταν από διάφορα φύλα, τους Ταυλάντιους, τους Δερρίποες, τούς
Δαλματούς, τους Αρδιαίους ή Ουαρδαίους κ.ά., καθώς και το πιο νότιο φύλο, τους Αλβανούς.
Από την αρχαιότητα ως τα πρώτα χρόνια τού περασμένου αιώνα oι Αλβανοί ήταν
Στη διαδρομή των αιώνων οι Ιλλυριοί είχαν στενές σχέσεις (επικοινωνίες, επιγαμίες) με
τους Ηπειρώτες καί πολλές φορές ακολούθησαν την ίδια τύχη. Το αρχαίο όνομα των
κατοίκων τής Αλβανίας αν και διατηρήθηκε ως τα βυζαντινά χρόνια, στα νεώτερα ξεχάστηκε.
Από τίς πηγές που έφτασαν ως εμάς ξέρουμε, πως ο Έλληνας γεωγράφος Πτολεμαίος τού
2ου μ.Χ. αιώνα μνημονεύει μια αλβανική φυλή, καθώς και μια αλβανική πόλη, την
Αλβανόπολη (το σημερινό αλβανικό χωριό λίγο έξω από τα Τίρανα, Άρβανα). Με τον ερχομό
των σλαβικών φύλων τον 7ο αιώνα στα Βαλκάνια, πολλά ιλλυρικά φύλα τού βορά
εξαφανίστηκαν, ενώ άλλα καταπιέστηκαν και συγχωνεύτηκαν. Έτσι, σταδιακά, το όνομα
Ιλλυριοί αντικαταστάθηκε με το όνομα Αλβανοί από τα λίγα φύλα, που επιβίωσαν. Οι Έλληνες
τους κατοίκους τής Αλβανίας τους έλεγαν όχι μόνον Αλβανούς, αλλά και Αρβανούς και
Αρβανίτες, οι δυτικοί Arbanenses ή Albanenses, ενώ οι Τούρκοι Αρναούτ. Αργότερα πρόβαλε
ένα άλλο όνομα, το Σκιπετάρ, που ακόμα οι γλωσσολόγοι δεν κατόρθωσαν να συμφωνήσουν
για την ετυμολογία του. Επειδή η Αλβανία κατακτήθηκε από ξένους λαούς, η σημερινή
αλβανική γλώσσα έχει πολλές λέξεις ρωμαϊκές - λατινικές, βενετσάνικες, ελληνικές και
τουρκικές.
Η Αλβανία στη βυζαντινή περίοδο απο τη μια μεριά με το να είναι τόπος βουνήσιος και
άγονος και από την άλλη με το να είναι μακριά από τα τότε εμπορικά κέντρα και
σταυροδρόμια έμεινε καθυστερημένη. Η βυζαντινή κυβέρνηση δεν ενδιαφέρθηκε για την
Αλβανία, όπως γιά άλλες επαρχίες κι έτσι οι Αλβανοί έμειναν πολύ πίσω. Αποτελούσαν
ξεχωριστές κοινωνικές ομάδες, που λέγονταν φάρες. Αρκετοί Αλβανοί πάντως υπηρέτησαν
στο βυζαντινό στρατό και πολλοί ήταν στρατιωτικοί και πολιτικοί αξιωματούχοι. Μάλιστα
μερικοί απ΄ αυτούς πήραν μεγάλα αξιώματα. Βυζαντινολόγοι δέχονται, πως ο αυτοκράτορας
τού Βυζαντίου Αναστάσιος Α΄ ήταν Αλβανός, καθώς και η οικογένεια τού Ιουστινιανού. (Βλ.
Ούτε ένας Έλληνας βυζαντινός αυτοκράτορας! http://freeinquiry.gr/pro.php?id=509)
Όπως και στις άλλες περιοχές τής Βαλκανικής, έτσι και στην Αλβανία σημειώθηκαν
μεγάλες εθνογραφικές μεταβολές από την εισβολή διαφόρων φυλών, όπως κυρίως των
Σλάβων. Ο αρχαίος πληθυσμός της ανακατώθηκε με τους λαούς που εισέβαλαν από τον 4ο
αιώνα κι ύστερα από το βορά στο έδαφός της. Τον 7ο αιώνα εγκαταστάθηκαν στην Αλβανία
Σέρβοι καί Βούλγαροι, που με τις επιγαμίες τους με τους ντόπιους άσκησαν μεγάλη
επίδραση. Από την εποχή αυτή και μετά η πολιτιστική αλληλεπίδραση Αλβανών και Σλάβων
είναι φανερή κι εκδηλώνεται στα διαμορφωθέντα ήθη καί έθιμα. Η Αλβανία για μια ορισμένη
εποχή πέρασε και στην κατοχή των Βουλγάρων, τον 11ο όμως αιώνα, ο αυτοκράτορας
Βασίλειος έδιωξε τους Βούλγαρους από την Αλβανία.
Στα χρόνια τής παρακμής τού Βυζαντίου, η Αλβανία ξέφυγε από τον έλεγχο τής βυζαντινής
κυβέρνησης, οπότε τον 12ο αιώνα σχηματίστηκαν δύο ανεξάρτητα αλβανικά πριγκηπάτα με
επικεφαλής τούς αδελφούς Προγγόνη και Γκίνη, ο οποίος λεγόταν από τους βυζαντινούς
Ιωάννης Μπούας ή Σπάτας. Αργότερα, όταν σχηματίστηκε η λατινική αυτοκρατορία, η
Αλβανία μαζί με την Ήπειρο και τη δυτική κεντρική Ελλάδα ανήκαν στο δεσποτάτο τής
Ηπείρου, ενώ ορισμένες μόνον παράλιες πόλεις της ήταν κτήσεις τής Βενετίας. Στα κατοπινά
χρόνια, όταν η βαλκανική αναστατώθηκε από ξένες επιδρομές και πολέμους, η Αλβανία είδε
να πηγαινοέρχονται στόλοι και στρατοί των εμπολέμων. Ως εκείνη την εποχή δεν είχαν
σημειωθεί ομαδικές μετακινήσεις Αλβανών προς τις νοτιότερες περιοχές. Από τα μέσα όμως
τού 14ου αιώνα πολλοί Αλβανοί μετακινούνται προς τη Θεσσαλία και στο τέλος τού ίδιου
αιώνα και τον 15ο, ακόμα νοτιότερα, στην κεντρική Ελλάδα, Πελοπόννησο, νησιά
Αργοσαρωνικού και Αιγαίου. Ο Σπυρίδων Λάμπρου, σε μιά σχετικά σύντομη μελέτη του,
Οι Αλβανοί συνίστανται από δύο διακεκριμένους κλάδους. Τους Γκέγκηδες και τους
Τόσκηδες. Οι Γκέγκηδες είναι ψηλοί με σκοτεινό χρώμα τριχών, ενώ οι Τόσκηδες είναι
κοντύτεροι, λιγότερο βραχυκέφαλοι και με ανοικτό χρώμα τριχών. Οι αλβανικές αποικίες στην
Ελλάδα συνίστανται αποκλειστικά από Τόσκηδες. Ο κλάδος αυτός διαιρείται σε πολλές
φατρίες: Τους κυρίως Τόσκηδες, τους Τσάμηδες και τους Λιάπηδες.
* * *
Πλήθος Αλβανών κατέκλυσαν και τα Ιόνια. Σύμφωνα με τον Ουίλλιαμ Μίλλερ, έως το 1470,
είχαν έλθει 15.000 στη Λευκάδα από την Ήπειρο και 10.000 στη Ζάκυνθο. («Ιστορία τής
Φραγκοκρατίας εν Ελλάδι», τόμ. III, σελ. 47.) Το 1528 ο Αλβανικός πληθυσμός τής Ζακύνθου
είχε αυξηθεί στα 17.255 άτομα.
Μέχρι σήμερα συναντάμε στα μέρη αυτά Αρβανίτικα ονόματα. Στην Κρήτη: Κούντουρος,
Βρεττός κ.λπ.. Στη Ζάκυνθο: Σιγούρος (Σγούρος ή Σγουρός), Μάτεσης, Δούσμανης,
Μάρμορης, Κόκλας κ.λπ.. Στην Κεφαλλονιά υπάρχουν ολόκληρα Αρβανιτοχώρια:
Κομποθεκράτα (Κομποθέκρα), Μουζακάτα (Μουζάκι), καθώς και ονόματα, όπως Μενάγιας,
Λουκίσιας.
Σ την Αθήνα, οι ανασκαφές τής Αγοράς απέδειξαν, ότι υπήρξαν εκτεταμένες καταστροφές
γύρω στο 580 κι ύστερα μια περίοδος πρόχειρων καταλυμάτων, πού διάρκεσε μέχρι το
δεύτερο μισό τού 7ου αιώνα, Στή συνέχεια η περιοχή τής Αγοράς εγκαταλείφθηκε τελείως και
ο οικισμός περιορίστηκε στην Ακρόπολη και σε ένα μικρό οχυρωμένο περίβολο προς τη
βόρεια πλευρά της.
Στην Κόρινθο, πολλοί από τους κατοίκους της κατέφυγαν στην Αίγινα περί το 580, ενώ η
βυζαντινή παρουσία διατηρήθηκε στο απρόσιτο φρούριο τής Ακροκορίνθου. Στήν υπόλοιπη
Πελοπόννησο όλες οι πόλεις εξαφανίστηκαν. Ο Cyriaco de Pizicolli, γνωστός ως Κυριακός ο
Αγκωνίτης, Καλαβρός αρχαιολάτρης περιηγητής τού ιε΄ αιώνα περιγράφει ως εξής τη Σπάρτη:
«Είδαμε τα ερείπια μεγάλης πολιτείας, περιφανή αγάλματα, μαρμαρένιους κίονες και επιστύλια
σκορπισμένα εδώ κι εκεί στους αγρούς. Από τα μέγιστα κι επιφανέστατα κτίρια απόμειναν το
γυμναστήριο από λείο μάρμαρο και πολλά μαρμάρινα βάθρα αγαλμάτων».
Για την κεντρική Ελλάδα οι μαρτυρίες που έχουμε είναι σποραδικές. Στις Βοιωτικές Θήβες
δεν υπάρχουν ενδείξεις για ύπαρξη αστικής ζωής ανάμεσα στον 6ο και το δεύτερο μισό τού
9ου αιώνα. Οι Φθιώτιδες Θήβες στη θεσσαλική ακτή καταστράφηκαν στο τέλος τού 6ου ή τον
7ο αιώνα. Ούτε μία παλαιοχριστιανική εκκλησία δεν έμεινε όρθια σε όλη την Ελλάδα με
εξαίρεση τη Θεσσαλονίκη και την Πάρο. Δεν υπάρχει κανένα δείγμα οικοδομικής
δραστηριότητας ανάμεσα στο 600 περίπου και στα πρώτα χρόνια τού 9ου αιώνα.
Η Θεσσαλονίκη, έδρα τού έπαρχου τού Ιλλυρικού, παρέμεινε σε βυζαντινά χέρια σε όλη τη
διάρκεια των σκοτεινών αιώνων. Τα τείχη της, πού πιθανόν χτίστηκαν περί το 450,
περιέκλειαν μια σημαντική έκταση: περίπου 1.750 μέτρα από τα ανατολικά προς τα δυτικά και
2.100 μέτρα από βορρά προς νότο. Πέντε φορές πολιορκήθηκε από τους Σλάβους και τους
Αβάρους κι επανειλημμένα προσβλήθηκε από το λοιμό και την πείνα.
Πολλές ιστορικές πηγές αναφέρουν πολλαπλά κρούσματα πανώλης σε πολλά μέρη τού
ελλαδικού χώρου. Ειδικά τo 746 η πανούκλα, που μεταδόθηκε στην Ελλάδα και την Ιταλία
εξολόθρευσε τον ελληνικό πληθυσμό. Ο αυτοκράτορας τού Βυζαντίου, Κωνσταντίνος
Από τον 9ο έως τον 11ο αιώνα υπήρξε θαλασσοκρατία των Αράβων, οπότε η πειρατεία
στις ελληνικές θάλασσες είχε λάβει τρομακτικές διαστάσεις. Η Κρήτη έχει μεταβληθεί από το
823 σε ορμητήριο των Αράβων πειρατών, που ερήμωσαν τα νησιά τού Αιγαίου και τις
ηπειρωτικές ακτές. Πολιορκήθηκε η Πάτρα. Η Νικόπολη δέχθηκε επίθεση. Η Αίγινα
καταστράφηκε. Η Πελοπόννησος λεηλατήθηκε, εξαφανίστηκε η Δημητριάς. Το 904 οι
Σαρακηνοί πειρατές κυρίευσαν τη Θεσσαλονίκη κι αιχμαλώτισαν 22.000 ανθώπους.
Ο Λέων Χοιροσφάκτης, πρεσβευτής τού Βυζαντίου στους Άραβες τής Μάλτας, τής Ταρσού
και τής Βαγδάτης, υπερηφανευόταν, ότι κατόρθωσε να εξαγοράσει (πέτυχε «αλλάγιον»)
εκατόν είκοσι χιλιάδες αιχμαλώτους, που είχαν συλληφθεί κατά τις επιδρομές των πειρατών
στα εδάφη τής αυτοκρατορίας. Τη θαλασσοκρατία των Αράβων ακολούθησαν οι νορμαδικές
επιδρομές και οι σταυροφορίες. Η πειρατική δράση ξανάρχισε ακολουθώντας την πορεία των
δραματικών γεγονότων, που συντάραξαν την ανατολική λεκάνη τής Μεσογείου. Έτσι και κατά
τον 12ο αιώνα ήταν αβέβαιη η έκβαση τού ταξιδιού στο Αιγαίο. Τότε, η Αττική βρισκόταν στο
έλεος των πειρατών, Τούρκων, Λατίνων και Ελλήνων. Οι αυτοκρατορικές φυλακίδες δεν
περιπολούσαν πιά στο Σαρωνικό και τον Ευβοϊκό και οι παράκτιες φρουρές ήταν τόσο αραιές,
που αδυνατούσαν να αντιμετωπίσουν τις επιδρομές.
Ορμητήρια των κουρσάρων ήταν η Αίγινα, η Σαλαμίνα και η Μάκρη (πρόκειται για την
απέναντι τού Λαυρίου, Μακρόνησο, όπου υπήρχε μονή τού Αγίου Γεωργίου). Η Αίγινα είχε
ερημωθεί. Οι περισσότεροι κάτοικοι είχαν εγκαταλείψει το νησί κι όσοι απέμειναν
συνεργάζονταν με τους πειρατές. Ασύδοτοι αποβιβάζονταν στις ακτές τής Αττικής,
απογύμνωναν και αιχμαλώτιζαν τους κατοίκους και ακρωτηρίαζαν ή ρινοκοπούσαν όσους δεν
μπορούσαν να προσφέρουν λύτρα. Κλάδευαν τα χέρια των ανθρώπων «σαν ξερόκλαδα». Και
γέμισε ο τόπος από «χειροτμήτους» και «ρινοτμήτους». Κι είχαν τόσο αποθρασυνθεί, που
εισχωρούσαν και στα μεσόγεια. Οι πειρατικές επιδρομές είχαν ξεκληρίσει τους πληθυσμούς
των νησιών και των παραλιακών περιοχών τής ηπειρωτικής Ελλάδας.
Μεταξύ 1480 και 1546 η πόλη των Αθηνών είχε ξεκληρισθεί από επιδημίες, όπως
προκύπτει από το ανώνυμο χρονικό τής Οξφόρδης (Ectesis chronica and chronicon
Athenarum, London, 1902.) Οι ιστορικοί συμφωνούν: Η Αθήνα είχε απολησμονηθεί εξ αιτίας
τού ιστορικού κενού τόσων αιώνων. Ήταν ένα ασήμαντο κάστρο τής φραγκοκρατίας. Ως το
τελευταίο τέταρτο τού 17ου αιώνα ήταν σχεδόν ανύπαρκτη για τους ξένους. Όλοι πίστευαν,
πως αποτελούσε ένα σωρό ερειπίων, άν δεν είχε ολότελα εξαφανισθεί. Έγραφε το 1675 ο
Guillet: «Είχα διαβάσει κι είχα χίλιες φορές ακούσει, πως η Αθήνα ήταν ένας έρημος τόπος»
(Guillet, σελ. 211). Αλλά και και πριν 500 ακριβώς χρόνια βρισκόταν στην ίδια τραγική
παρακμή. Όταν ο Μιχαήλ Ακομινάτος ανήλθε στο μητροπολιτικό θρόνο των Αθηνών και
μπήκε (το 1175) εν πομπή στην πολιτεία είδε στο «κλεινόν άστυ» χαλάσματα και
καλυβόσπιτα εδώ κι εκεί σε πανάθλια στενορύμια. Η Αθήνα, γράφει, ήταν «σωρός ερειπίων
οικουμένων υπό ανθρώπων πενομένων».
Ο Ολλανδός περιηγητής Favolius περιέγραφε την πόλη των Αθηνών ως «μιά πολίχνη
φτωχών ανθρώπων». (Hodoeporiki byzantini lib. III auctore Hugone Favolio - Lovanii
(Excudebat Servatius Sassenus, 1563).
Ένα τουρκοχώρι είδε στην Αθήνα και ο Γάλλος ταξιδιώτης Julien Bordier: «Απ΄ αυτή την
πανένδοξη πολιτεία δεν έχει απομείνει παρά ένα θλιβερό τουρκοχώρι, που λέγεται Σετίνα και
βρίσκεται στα χέρια ενός αγά». (Η Αθήνα ονομαζόταν Σατίνες ή Σετίνες ή Στίνες. Η Ακρόπολη,
Κάστρο. O Πειραιάς λεγόταν Πόρτο-Δράκο ή Πόρτο-Λεόνε από το μαρμάρινο λεοντάρι, που
άρπαξαν αργότερα οι Βενετοί.)
«Η άλλοτε ένδοξη Αθήνα είναι τόσο ερημωμένη, που φαίνεται απίστευτο, ότι υπήρξε
κάποτε ένδοξη. Εγώ, τουλάχιστον, δεν είδα πουθενά φοβερότερο τόπο. Ερημιά, ξεραΐλα,
αγκαθιές και βάλτοι.» Εντυπώσεις τού Γάλλου πρεσβευτή, D΄ Aramon, όπως τις κατέγραψε ο
γραμματικός του, ο ευγενής Jean Chesneau το 1546. (Jean Chesneau: Le voyage de
monsieur d΄ Aramon ambassadeur pour le Roy en Levant, escript par un noble homme Jean
Chesneau publie et annote par M. Ch. Schefer (Paris, 1887).
Α πό τις πηγές που έχουμε βγαίνει το συμπέρασμα, πως ο αλβανικός εποικισμός έγινε
ειρηνικά. Οι άποικοι Αλβανοί δεν ήρθαν ως κατακτητές, αλλά αναγκάστηκαν να
μεταναστεύσουν άλλοι μεν στην Ήπειρο από το Σέρβο βασιλιά Στέφανο Ντουσάν, που τους
είχε στρατιώτες του και τους έδωσε κτήματα και άλλοι προσκαλέστηκαν από τους δούκες και
κυβερνήτες τής Θεσσαλίας, Στερεάς και Πελοποννήσου, καθώς και από τους Βενετσάνους,
για να καλύψουν τα κενά στις αγροτικές περιοχές.
Αποικίζοντας τη Θεσσαλία [ο όρος Θεσσαλία (=Βλαχιά) την εποχή εκείνη περιλάμβανε όλη
τη Μέση Ελλάδα με την Αιτωλία και την Ακαρνανία], την Αττική, την Πελοπόννησο με μεγάλες
ομάδες (πατριές) Αλβανών, ήθελαν να καλύψουν τις γεωργικές ανάγκες των μερών αυτών,
γιατί δεν υπήρχαν εργατικά χέρια για την καλλιέργεια τής γης.
Εκτός από αυτούς τους λόγους όμως, οι Αλβανοί από τα μέσα τού 14ου αιώνα κι έπειτα
αντίκριζαν μεγάλες βιωτικές δυσχέρειες. Οι στρατοί, που πέρασαν από τον τόπο τους, το
σταμάτημα των ανταλλαγών στη βορειοδυτική Ελλάδα, η εγκατάλειψή τους από τους
κυβερνήτες τού Δεσποτάτου τής Ηπείρου και τού Βυζαντίου, δημιούργησαν σε πολλές
περιοχές τής Αλβανίας αφάνταστες βιωτικές δυσχέρειες. Αναγκάστηκαν λοιπον ν΄ αφήσουν
τα χωριά τους πολλές φάρες και να κατέβουν στη Θεσσαλία και Ήπειρο, για να βρουν τα
μέσα τής συντήρησής τους.
Ο ίδιος πιο κάτω κάνοντας λόγο για τις προσπάθειες τού Ανδρόνικου Γ΄ (1333) να φέρει
την τάξη στην κυρίως Ελλάδα, γράφει: «Διατριβόντα δε εν Θετταλία βασιλέα, οι τα ορεινά τής
Θεσσαλίας νεμόμενοι Αλβανοί αβασίλευτοι Μαλακάσιοι, Μπούιοι και Μεσαρίται από των
φυλάρχων προσαγορευόμενοι, περί δισχιλίους καί μύριους όντες, προσεκύνησαν ελθόντες και
υπέσχοντο δουλεύσειν. Εδεδοίκεσαν γαρ μη, χειμώνας επελθόντος, διαφθαρώσιν υπό των
Ρωμαίων (Βυζαντινών) α τε πόλιν οικούντες ουδεμίαν, αλλά όρεσιν ενδιατρίβοντες και χωρίοις
δυσπροσίτοις, ων αναχωρούντες τού χειμώνας δια το κρύος και την χιόνα, άπιστόν τινα εν
τοις όρεσιν εκείνοις νιφομένην, ευεπιχείρητοι έσεσθαι εδόκουν» (ΙΙ, 474).
Άλλη μαρτυρία για την κάθοδο των Αλβανών στη Θεσσαλία και δυτική Στερεά είναι τού
Χαλκοκονδύλη, πού φαίνεται έχει υπ΄ όψη του παλαιότερες πηγές: «Αλβανοί δε ωρμημένοι
από Επιδάμνου (Δυρραχίου) και το προς εω βαδίζοντες Θετταλίαν τε υπηγάγοντο σφίσι και
τής Μεσογείου Μακεδονίας τα πλέω. Αργυροπολίχνην τε και Καστορίαν. Αφικόμενοι δε επί
Θετταλίαν την τε χώραν σφίσιν υποχείριον ποιησάμενοι, και τας πόλεις επιδιελόμενοι, κατά
σφας ενέμοντο την χωραν, νομάδες τε όντες και ουδαμί έτι βέβαιον σφών αυτών την οίκησιν
ποιούμενοι. Επεί δε και εις Ακαρνανίαν αφικόμενοι γνώμη τού ηγεμόνος Ακαρνανίας
αφιεμένης αυτοίς τής χώρας, ενέμοντό τε τήνδε την χώραν» (Ι, 196).
Όσο για την Αχαΐα, εκεί γράφει, πως κατοικούσαν Αλβανοί, στους οποίους είχε επιτρέψει ο
Από τις παραπάνω πηγές εξάγεται, πως οι πρώτοι Αλβανοί που ήρθαν στη Θεσσαλία
ήταν νομάδες - κτηνοτρόφοι. Στην αρχή εγκαταστάθηκαν στα βουνά και αποτελούσαν
χωριστές κοινότητες (φάρες - πατριές). Με τον καιρό πολλοί απ΄ αυτούς κατέβηκαν στον
κάμπο και έγιναν γεωργοί ή ξενοδούλευαν στα φέουδα των βυζαντινών και άλλων αρχόντων
τής Θεσσαλίας.
Η παλαιότερη μαρτυρία για κάθοδο Αλβανών στη Θεσσαλία είναι μια επιστολή τού
Μαρίνου Σανούδου, που γράφτηκε το 1325 και στην οποία γίνεται λόγος για τους Αλβανούς,
που εκτόπισαν τους Βλάχους από τη Θεσσαλία. Άλλη μαρτυρία είναι έγγραφο τού δυνάστη
τού Φαναρίου (Θεσσαλίας) με χρονολογία 1342. Από τα όσα γράφει ο Κατακουζηνός, βγαίνει,
πως οι πρώτοι Αλβανοί, που εγκαταστάθηκαν στα θεσσαλικά βουνά, ήρθαν γύρω στο 1315.
(Βλ. Ιωάν. Χρ. Πούλου: «Η εποίκησις των Αλβανών εις Κορινθίαν», σελ. 14).
Στη Θεσσαλία, στα χρόνια αυτά οι Βλάχοι αποτελούσαν την πλειοψηφία τού πληθυσμού.
Όμως, όταν οι Αλβανοί πλήθαιναν, άρχισαν να εκτοπίζουν από το θεσσαλικό κάμπο τους
Βλάχους. Ακόμα πρέπει να έχουμε υπ΄ όψη, πως οι Βενετσάνοι, που κατείχαν τότε τον
Πτελεό (Φτελιό) στη νοτιοανατολική μεριά τής Θεσσαλίας, έμειναν ευχαριστημένοι από την
αλβανική μετανάστευση, γιατί οι Άλβανοί χρησίμευαν και σαν φύλακες τής ανατολικής
Θεσσαλίας από τις επιδρομές των Καταλανών, που ήταν εγκατεστημένοι στα Σάλωνα
(Άμφισσα). [«Πλην δε των ποικίλων τούτων μνηστήρων τής κληρονομίας των Αγγέλων (τής
Ηπείρου) εναφανίσθησαν τότε το πρώτον εν τη πεδιαδη τής Θεσσαλίας και μεγάλα πλήθη
Αλβανών μεταναστών, αποτελεσάντων νέον και ακμαίον στοιχείον τού πληθυσμού αυτής. Οι
Αλβανοί εδήουν άπασαν την ύπαιθρον χώραν και επειδή έφερον μεθ΄ εαυτών τας γυναίκας, ο
αριθμός αυτών ηυξήθη ταχέως και ήρχισαν αντικαθιστάνοντες τους Βλάχους, οίτινες μέχρι
εκείνου τού χρόνου απετέλουν το μέγιστον πλήθος των εγκατοίκων τής Θεσσαλίας, ήτις εξ
αυτών είχε ονομασθεί Μεγαλοβλαχία. Οι δε Βενετοί (τού Πτελεού), εφρόνουν, ότι η αλβανική
αύτη μετανάστευσις παρείχε το μέγα κέρδος, ότι δι΄ αυτής απησχολούντο οι Καταλάνιοι ούτως,
ώστε να ηυκαίρουν να επιτίθενται κατά των γειτόνων των.» Μίλλερ - Λάμπρου: «Η
Φραγκοκρατία εν Ελλάδι», τ. Α΄, 354.]
Τόσο από τους Βλάχους, όσο κι από τους Αρβανίτες διακρίνονται οι Καραγκούνηδες τής
Θεσσαλίας, των οποίων η γλώσσα περιέχει Λατινικά, Ρουμάνικα και Αρβανίτικα στοιχεία. Από
παλαιότερα υπήρχε έντονο Αλβανικό στοιχείο στη Δακία (στη σημερινή Ρουμανία περίπου), οι
οποίοι παλινόστησαν κι ύστερα προωθήθηκαν προς τη Θεσσαλία. Αυτή η φυλή, που αποτελεί
επιμιξία Αλβανών και Ρουμάνων, είναι πιθανώς οι Καραγκούνηδες. Οι Αλβανορουμάνοι είναι
επίσης γνωστοί και ως Αρβανιτόβλαχοι.
Οι Βενετοί έφεραν πολλούς Αλβανούς στην Εύβοια, που ορισμένα σημεία της είχαν
ερημώσει από την πανώλη. Παραχώρησαν σ΄ αυτούς χέρσες εκτάσεις να καλλιεργούν με τον
όρο να διατηρούν αλόγα και να κατατάσσονται οι νέοι απ΄ αυτούς στο στρατό και να φυλάνε
την Εύβοια από τους ληστοπειρατές και άλλους εχθρούς. Το 1363 (8 Ιουνίου) η βενετική
Γερουσία διαπιστώνει, ότι «το Νεγρεπόντε (η πόλη) και ολόκληρο το νησί (τής Εύβοιας) έχουν
εποικισθεί και τα εισοδήματα από τους φόρους είναι πολύ αυξημένα»· (βλ. Thiriet, Regestes, I,
σελ. 105, αρ. 408). Από την Εύβοια οι Αλβανοί μετανάστευσαν στην Άνδρο και σ΄ αλλά νησιά.
Σ΄ όλη λοιπόν την Ελλάδα, από στόμα σε στόμα, διαδόθηκε πως οι Αλβανοί, που
φημίζονταν ως καλοί στρατιώτες - πολεμιστές, ήταν καί καλοί καλλιεργητές. Γι΄ αυτό άρχισαν
από παντού οι φεουδάρχες να καλούν Αλβανούς καλλιεργητές στα κτήματά τους.
Το 1397 60.000 Τούρκοι υπό τον Εγιούπ-Πασά, κατά τους σύγχρονους χρονογράφους,
επέδραμαν στην «παλαιάν και ονομαστήν πόλιν τού Άργους πολεμήσαντες έλαβον και υπέρ
τας τριάκοντα χιλιάδας αιχμαλώτους λαβόντες εν τη Ασία αποίκους εποίησαν και τα τείχη
αυτής χαλάσαντες έρημον κατέλιπον.» Μετά την αποχώρηση των Τούρκων εισέρρευσε
πλήθος Αλβανών στον σχεδόν έρημο τόπο, οι οποίοι και την μητρική τους γλώσσα
μετέδωσαν και τις πλείστες θέσεις και χωριά μετονόμασαν με τα επώνυμα των προκριτέρων
Αλβανικών οικογενειών, τα οποία διατηρήθηκαν μέχρι την πρόσφατη αλλαγή των
περισσοτέρων από το σύγχρονο εθνικό ελληνικό κράτος.
Ύστερα από μερικά χρόνια, όταν δεσπότης τού Μυστρά ήταν ο Θεόδωρος Α΄ (ο γιος τού
αυτοκράτορα τού Βυζαντίου Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου), ο Θεόδωρος κάλεσε αλλες 10.000
αλβανικές οικογένειες και τις εγκατέστησε στις διάφορες περιοχές τού Δεσποτάτου. (Βλ. Ε.
Legrand, «Lettres de l΄empereur Manuel Paleologue», Paris, 1893, σελ. 40-41).
Ο αυτοκράτορας Μανουήλ Παλαιολόγος, στον επιτάφιο προς τον αυτάδελφό του Θεόδωρο
Παλαιολόγο, μας δίνει αξιοπρόσεκτες πληροφορίες για την μετοίκηση χιλιάδων Αλβανών στην
Πελοπόννησο: «Αλλά και Ιλλυριοί περί μυριάδα αθρόοι μετοικήσαντες άμα παισί και γυναιξί
και θρέμμασι τον Ισθμόν κατέλαβον αυτού δε πηξάμενοι τας σκηνάς και τας κλισίας εκτείναντες
αυτοί καθ΄ εαυτούς ήσαν άγγελοι. Ούτως εξαίφνης παρεγένοντο· είτα μηδόλως μελλήσαντες
πρεσβείαν πάνυ λαμπράν προς όν αφικνούντο πέμψαντες επυθάνοντο τίποτ΄ αν είη το δοκούν
εκείνω περί αυτού, και εισιέναι και μείναι και άπερ άν όδε γνοίη πράττειν αυτούς. Ο δε δέχεται
τους πρέσβεις ασμένως και καλώς παρ΄ εαυτόν τους εξηγουμένους των άλλων και
φιλοφρονησάμενος αυτούς παραγεγονότας δεξιώς άγαν και τής εμφύτου γεύσας γλυκύτητος
επισπάται τας εαυτών γνώμας· μήτε δ΄ όμηρα λαβών μήτε εγγύας αιτήσας όρκοις ηρκέσθη
τοις παρ΄ αυτών, καίπερ οι πλείους παρήνουν μηδαμώς αυτούς εόξασθαι το τε πλήθος
δεδιότες και το έθεσιν ετέροις εκείνους ζην υποπτεύοντες αίτιον σκανδάλου γενήσεσθαι...
Κτάται τοιγαρούν στρατιάν τοιαύτην ουκ άπειρον μεν τραυμάτων, αγαθήν δε τα πολέμια»
(Λάμπρου: «Παλαιολόγεια και Πελοποννησιακά», τ. Β΄, σ. 41 - 42).
Από τα παραπάνω έχουμε επίσημη ομολογία, πως οι Αλβανοί στα χρόνια αυτά δεν ήρθαν
σαν επιδρομείς, αλλά σαν σύμμαχοι. Προσκλήθηκαν από το δεσπότη τής Πελοποννήσου
Θεόδωρο Παλαιολόγο και εγκαταστάθηκαν στις ρημαγμένες από τους Φράγκους και
Καταλάνους περιοχές. Κι έτσι, εξόν που σαν κτηνοτρόφοι και γεωργοί πρόσφεραν μεγάλες
υπηρεσίες, πολλοί απ΄ αυτούς υπηρέτησαν και ως μισθοφόροι τους Παλαιολόγους.
Αργότερα, οι Αρβανίτες τής Πελοποννήσου αντιτάχτηκαν στις εισβολές και επιδρομές των
Τούρκων και όταν οι Τούρκοι αποφάσισαν να καταλάβουν την Πελοπόννησο, ήταν σχεδόν οι
μόνοι, που αντιστάθηκαν και πολέμησαν.
Όταν διαλύθηκε το Δεσποτάτο τής Ηπείρου, ο Νικηφόρος Δούκας (απόγονος των Αγγέλων
Κομνηνών), προσπάθησε να ξαναϊδρύσει το Δεσποτάτο, αλλά οι Αλβανοί το 1358
επιτέθηκαν, τον νίκησαν και ίδρυσαν δικό τους κράτος. Ηγεμόνας τού κράτους αυτού ήταν ο
Γκίνης ή Ιωάννης Μπούας (Σπάτας), Αυτός κατέλυσε την Άρτα και την περιοχή της, καθώς και
την Αιτωλοακαρνανία και έδιωξε τους Ανδευαγούς από την κεντρική Ελλάδα. Έτσι, ο Αλβανός
πρίγκιπας, κατέχοντας τη Ναύπακτο, κρατούσε το ένα από τα κλειδιά τού Κορινθιακού
κόλπου.
* * *
Ο ι Αλβανοί επήλυδες, που ασκούσαν ποιμενικό βίο, επεκτάθηκαν στις πεδιάδες τής
Ήλιδας, τής Αχαΐας και της Μεσσηνίας, γρήγορα όμως, βρέθηκαν στην ανάγκη να
αναζητήσουν καταφύγιο κατά τις θερινές περιόδους σε δροσερότερα μέρη τής Πελοποννήσου
κι ιδιαίτερα στην ορεινή Αρκαδία. Στα μέσα τού 15ου αιώνα οι Αλβανοί τής Πελοποννήσου
διέθεταν ήδη πάνω από 30.000 άντρες των όπλων.
Ύστερα από διάφορα επεισόδια με τους Τούρκους, ορισμένοι Αλβανοί, φθίνοντος τού
15ου αιώνα, πέρασαν το Αραχναίο (άλλοι πήγαν στη Μάνη) και ξεχύθηκαν στην παραλία τής
Ερμιονίδας και τής Τροιζήνας κι από εκεί πέρασαν στα κοντινά -έρημα λόγω των πειρατικών
επιδρομών- νησιά, Ύδρα, Σπέτσες και Πόρο. Όλες αυτές οι αλβανικές οικογένειες είχαν ως
μητρική γλώσσα την αλβανική, την οποία σχεδόν καθιέρωσαν στα νησιά αυτά, όπως
μαρτυρούν εξ άλλου και τα τοπωνύμια, όπως π.χ. Πόρτο Χέλι (χέλι στα αλβανικά σημαίνει
οβελός, σούβλα), αλλά και τα ανθρωπωνύμια, όπως Μπότασης (από τις αλβανικές λέξεις
bote=άργιλος, χώμα και chi=βροχή).
Σε ένα τουρκικό κατάστιχο περιέχονται ποσοτικά δεδομένα για τον πληθυσμό τής
Πελοποννήσου τον 15ο αιώνα, που μας επιτρέπουν να σχηματίσουμε μιά ιδέα για τους
οικισμούς τής εποχής εκείνης, τουλάχιστον στη βορειοδυτική ζώνη τής Πελοποννήσου.
Πρόκειται για ένα αναλυτικό κατάστιχο τιμαρίων (mufassal defter) τού 1461/1463, το οποίο
αναφέρεται σ΄ ένα τμήμα τής σημερινής Αχαΐας και Ηλείας, μας δίνει δηλαδή μιά εικόνα τής
περιοχής ακριβώς μετά την κατάκτηση τής χώρας από τους Τούρκους το 1460. Το κατάστιχο
αυτό σώζεται στη βιβλιοθήκη «Κύριλλος και Μεθόδιος» τής Σόφιας. (Βλ. P. Assenova - R.
Stojkov, Th. Kacori: «Prenoms, noms de famille et noms de localite dans le Nord-Ouest du
Peloponnese vers la moitie du XVe siecle», Annuaire de l΄Universite de Sofia. Faculte des
Philologies Slaves 68, αρ. 3, 1975, σελ. 213-297. Βλ. επίσης των ιδίων: «Oikonymes et
anthroponymes du Peloponnese vers la moitie du XVe siecle», Actes du XVe Congres
International des Sciences Onomatiques - Sofia, 1972- Ι, Sofia 1974, sel. 69-72).
Σ ύμφωνα με το παραπάνω κατάστιχο, οι Έλληνες τής περιοχής ήταν λιγότεροι από τους
Αλβανούς: καταμετρούνται 1.742 ελληνικές οικογένειες και 1.836 αλβανικές. Περισσότερα
στοιχεία μπορείτε να βρειτε στο βιβλίο τού Βασίλη Παναγιωτόπουλου: «Πληθυσμός και
Αναλυτικά στοιχεία για όλα τα χωριά τής ΒΔ Πελοποννήσου μπορείτε να δείτε στο
Παράρτημα “Α”. Στη στήλη (γ) σημειώνονται με το γράμμα Ε τα ελληνικά και με το γράμμα
Α τα αλβανικά χωριά. (Για την περιοχή τής Αχαΐας για παράδειγμα, το ποσοστό των οικισμών
με αρβανίτικο όνομα είναι 74,5%).
Στο δεύτερο μισό τού 15ου αιώνα αναφέρεται στη Μάνη η παρουσία Αλβανών stradioti, οι
οποίοι σε συνεργασία με τους Μανιάτες πραγματοποιούσαν εξορμήσεις εναντίον των
οθωμανικών δυνάμεων. [Mε την ονομασία stradioti έγιναν γνωστοί στη Δύση οι Αλβανοί και
Έλληνες, που υπηρετούσαν υπό τους Βενετούς στις περιοχές των κτήσεων τής Γαληνοτάτης
Δημοκρατίας τής Βενετίας και στην ιταλική χερσόνησο. (K. Σάθα: «Documents inedits», τόμ.
6, σελ. 214-236, «Έλληνες στρατιώται εν τη δύσει», σελ. 126-128, «Τουρκοκρατούμενη
Ελλάς», σελ. 36-42, Κ. Μπίρη: «Αρβανίτες», σελ. 143-150 κ.ά.).] Ένα μέρος αυτών
εγκαταστάθηκε μόνιμα στη μανιάτικη επικράτεια. Αυτό επιβεβαιώνεται κατά κάποιο τρόπο
από ορισμένα τοπωνυμικά στοιχεία, όπως: τού Πούχαλη, τού Μενάγια, Σκούρκα (περιοχή
Φλομοχωρίου, Κότρωνα και Ταινάρου), Κάλιαζη ή Κάλιαζα (ερημωμένος οικισμός στα
βορειοανατολικά τού Βαχού, από το kallez=στάχυ), αλλά και ανθρωπωνυμικά, όπως: Κούκης
(i kuq=κόκκινος), Μπουζάς (buze=χείλος), Λεκάκος (Λέκας από το Leke=Αλέξανδρος),
Βρεττάκος (Βρεττός), Μέξης, Γκέκας, Αρβανιτάκος κ.λπ..
Το όνομα Μάνη, που μνημονεύεται από τον Κωνσταντίνο Ζ΄ τον Πορφυρογέννητο (10ος
αιώνας) είναι καθαρά αλβανικό και μας υποχρεώνει να μεταφέρουμε την «κάθοδο» των
Αλβανών στην Πελοπόννησο πολύ νωρίτερα· σημαίνει μουριά (mene). Από τα χρόνια τού
Ιουστινιανού στην περιοχή είχε αναπτυχθεί η σηροτροφία (τα φύλλα μουριάς είναι η βασική
τροφή τού μεταξοσκώληκα.) Σύμφωνα με τον Χατζηδάκι, το όνομα Μορέας (Μοριάς) για
ολόκληρη την Πελοπόννησο σημαίνει περιοχή μορεόφυτη, οπότε πιθανότατα το Μοριάς να
είναι μετάφραση στα ελληνικά τού αλβανικού Μάνη. Τοπωνύμια Μάνη υπάρχουν και σε άλλα
μέρη, κυρίως σε δασικές θέσεις τής Ελλάδας.
«Η Πελοπόννησος», γράφει στα τέλη τού 18ου αιώνα ο Γάλλος ακαδημαϊκός, Barbie du
Bocage, «κατοικείται υπό τριών φυλών, των Τούρκων, των Ελλήνων και των Αλβανών». (Note
communiquee par M. Barbie du Bocage, membre de l΄institut de France).
Στη Λάλα, στο οροπέδιο τής Φολόης στην Ηλεία, ζούσαν περισσότεροι από 3.000
Αλβανοί, εκ των οποίων οι 400 ήταν καλά οπλισμένοι. Επί τρείς αιώνες το διαμέρισμα των
Πλείστα Αρβανίτικα τοπωνύμια επιβίωναν έως τις αρχές τού 20ου αιώνα,
όπως φαίνεται από το παραπάνω χάρτη των Σπετσών τού 1901 (αριστερά σε σμίκρυνση ολόκληρος).
Π ολλά χωρία στην Πελοπόννησο ακόμη έως τα χρόνια μας έχουν αρβανίτικα ονόματα,
όπως: Στην Ηλεία: Καγκάδι (=τραγουδιστό), Κακαρούκα (=κακοκυλημένος), Καράτουλα
-όπως και Καράτολα στην Κυνουρία-, Κόκλα, Κουρτέσι, Κριεκούκι (κόκκινο κεφάλι) -όπως και
στην Αιτωλία-, Λικούρεσι (=τομάρι) -όπως και στη Γορτυνία-, Λιόπεσι -όπως και στην
Κορινθία-, Μαζαράκι, Μάζι (maze=είδος τυριού) -όπως και στην Κορινθία-, Μουζάκι -όπως και
στην Αρκαδία-, Μπάστα, Μπεντένι, Μπόρσι, Σκουροχώρι, Σούλι (ψηλό), Σπάτα. Στην επαρχία
Πατρών: Γκέρμπεσι, Καλέντζι (καλέντζης=γανωτζής) -όπως και στην Αιτωλία-, Μαζαράκι,
Μάνεσι (μάνεσης=βραδύς), Μπούκουρα (ωραίο), Μπούμπα, Ρένεσι (ρένεσης=ψεύτης),
Σκούρα, Χαϊκάλι (κάλι=άλογο). Στην Τριφυλία: Κακάβα, Κούτσι (=καζάνι ή σκύλος στη
γλώσσα των παιδιών εξ ου και η φράση κουτς-κουτς για τα σκυλιά) -όπως και στην Κορινθία.
Στα Καλάβρυτα: Γκέρμπεσι, Λιόπεσι, Μάνεσι. Στη Μεσσηνία: Καμπάσι, Λικούρεσι, Μάνεσι,
Μπάστα, Χαϊκάλι.
Το 1485 εκδόθηκε ειδικό διάταγμα, βάσει του οποίου επιτρεπόταν ο εποικισμός τής
Ζακύνθου από Πελοποννήσιους stradioti και παρέχονταν σε αυτούς ειδικές διευκολύνσεις. Άν
και το διάταγμα αφορούσε περιοριστικά στη Ζάκυνθο, οι εποικισμοί επεκτάθηκαν και σε άλλα
νησιά τού Ιονίου, κυρίως στην Κέρκυρα και την Κεφαλλονιά.
Η εθνογραφική σύσταση τού νομού Αργολίδος και Κορινθίας τον 19ο αιώνα. (Αντωνίου Μηλιαράκη:
«Γεωγραφία πολιτική νέα και αρχαία τού νομού Αργολίδος και Κορινθίας», έκδ. Νότη Καραβιά, Αθήνα,
1995 (πρώτη έκδοση: 1886).
- Οι μισοί περίπου κάτοικοι τού νομού Αργολίδας και Κορινθίας είναι Αλβανοί (συνολικός
πληθυσμός: 136.081 κάτοικοι).
- Οι κάτοικοι τού δήμου Αργείων (11.793) είναι Αλβανοί, πλην τής πόλης τού Άργους
(9.861), όπου λίγος πληθυσμός έχει ως οικιακή γλώσσα τήν αλβανική.
- Από τους κατοίκους των χωριών τού δήμου Ναυπλιέων θεωρούνται αλβανικής
καταγωγής οι οικούντες το Κοφίνι (400 κάτοικοι) και Κούτσι (272 κάτοικοι), ομιλείται όμως, η
αλβανική και στα υπόλοιπα χωριά.
- Ο δήμος Κορίνθου (7.585 κάτοικοι) πλήν των χωριών Σουλιναρίου (86 κάτ.), Λιμοχωρίου
(75 κάτ.), Νεράντζας (136 κάτ.) και Νέας Κορίνθου (2.619 κάτ.), κατοικείται από Αλβανούς.
- Όλα τα χωριά τού δήμου Σικυώνος (5.438 κάτ.) κατοικούνται από Αλβανούς, πλην των
Κιάτου, Θολερού, Λαλιώτη, Μελισσίου και Συκιάς.
- Αλβανικά χωριά στο δήμο Στυμφαλίας είναι τα: Ντούσα, Καστανιά (895 κάτ.), Λαύκα (882
κάτ.), Μάτζιζα και Ζαρακάς.
- Από τους κατοίκους τού δήμου Πελλήνης (3.275) πλην των Μαρκασαίων (609 κάτ.), που
μιλούν ελληνικά, οι υπόλοιποι μιλούν αλβανικά.
- Στό δήμο Νεμέας κατοικούνται από Αλβανούς τα χωριά Στημάγκα (275 κάτ.) και Βοτζικά
(167 κάτ.). Στο χωριό Βοϊβοντά μιλιώνται και οι δύο γλώσσες. [Το όνομα Στήμαγκα πιθανώς
είναι σύνθετο από το Στη (στην, εις την) και Μάγκα. Μάγκες λέγονταν τα παλληκάρια των
αρματωλών. Η λέξη είναι αλβανική και σημαίνει αγέλη (Κ. Σάθα: «Μεσαιωνικός βίος τού
ελληνικού έθνους», εν Εστία αρ. 377, σελ. 182, 1883).]
- Το μεγαλύτερο χωριό τού δήμου Κλεωνών, τα Αθήκια (755 κάτ.) κατοικείται εξ ολοκλήρου
από Αλβανούς, όπως και το χωριό Άγιος Ιωάννης (347 κάτ.).
Αλβανοί, όλοι οι κάτοικοι τής Ύδρας. (Αντωνίου Μηλιαράκη: «Γεωγραφία πολιτική νέα και αρχαία τού
νομού Αργολίδος και Κορινθίας», έκδ. Νότη Καραβιά, Αθήνα, 1995 (πρώτη έκδοση: 1886).
Η οικογένεια τού Κουντουριώτη ήταν μία από τις αρχαιότερες στην Ύδρα. Ιδρύθηκε από
Αλβανό χωρικό και μετέπειτα πορθμέα από τα Κούντουρα, ένα από τα Δερβενοχώρια. Ο
Λάζαρος Κουντουριώτης ήταν κορυφαίος τής οικογένειας κατά την επανάσταση τού ΄21.
Ε πειδή και ο πληθυσμός τής Αττικής καί Βοιωτίας είχε κι αυτός αραιωθεί, οι φεουδάρχες
κάλεσαν Αλβανούς, για να καλλιεργούν τα κτήματά τους. Ο βασιλιάς τής Αραγωνίας Πέτρος Γ΄
με επιστολή του στις 31 Δεκεμβριου 1382, επέτρεψε την εγκατάσταση Αλβανών και τους
απάλλαξε από τους φόρους για δύο χρόνια. Είναι πολύ πιθανό να πρόκειται για τακτοποίηση
εκ των υστέρων μιάς κατάστασης, που είχε δημιουργηθεί de facto με την αιφνίδια και χωρίς
άδεια εγκατάσταση αλβανικών φύλων στο καταλανικό δουκάτο τής Αθήνας. (Το καταλανικό
έγγραφο έχει δημοσιευθεί από τον Rubio I Lluch, «Los Navaros en Grecia», σελ. 112. Σχετικά
με την εγκατάσταση των Αλβανών στην Αττική γενικά, το άρθρο τού Σπ. Λάμπρου, «Επετηρίς
Παρνασσού 1», 1896, σελ. 156-192, παραμένει ακόμα χρήσιμο). Ο εποικισμός τής Αττικής
άρχισε το 1382 και στα 1402 πήρε μαζικό χαρακτήρα. Τα πολλά αλβανικά τοπωνύμια τής
Αττικής και οι αλβανόγλωσσοι κάτοικοί της, μαρτυρούν για τον αλβανικό εποικισμό της.
Η εποίκηση των Αρβανιτών στην Αττική υπήρξε αιτία να επέλθει εν μέρει αντικατάσταση
στις προγενέστερες τοπωνυμίες, βυζαντινές και αρχαίες, κατά το πλείστον όμως, σύνθεση
άλλων με αρβανίτικους γλωσσικούς ή γραμματικούς τύπους· στη συνέχεια δε, με το χρόνο, να
δημιουργηθούν νέες «ελληνοαρβανίτικες». Αντικατάσταση υπέστησαν, σχεδόν αποκλειστικά,
τα ονόματα των χωριών, στα οποία εγκαταστάθηκαν Αρβανίτες στρατιώτες, με την
επικράτηση ως τοπωνυμίας τού οικισμού, τού επωνύμου τής φάρας τους, όπως: Σπάτα,
Λιόπεση (από τη φάρα τού επιφανούς Αλβανού στρατιωτικού, Λόπεση -κι όχι από το λιόπε =
αγελάδα- βλ. Κ. Σάθα: «Μνημεία ελληνικής ιστορίας, τόμ. VI σελ. 280, 285, VII σελ. 145, 146,
VIII σελ. 323, 324, 331, 338, 349, IX σελ. 262), Μαρκόπουλου, Μπάλα, καθώς και των
χωριών τής Αττικής και Βοιωτίας, όπως Μπού(γ)α - Μπουγιάτι, Κριεκούκι (κόκκινο κεφάλι),
Κιούρκα, Σχηματάρι (από την ομώνυμη φάρα, Σχηματάρης = φιγουρατζής, αλλά και
βαθμοφόρος αξιωματικός, βλ. Κ. Σάθα: «Μνημεία ελληνικής ιστορίας, τόμ. VII σελ. 104, 117,
127, 129, 139, 144, 145 και τόμ. VIII σελ. 341), κ.ά..
Μερικές ακόμα τοπωνυμίες τής Αττικής, αλβανικές μεν, αλλά μή οικογενειακές: Χαλάνδρι
(Χαλαντέρε = το χωριό δίπλα στο ρέμα), Γκράβα (=γκρεμός), Λούτσα (=λάσπη), Κίτσι κ.λπ.,
Μενίδι, καθώς και τα λήγοντα σε -ζα π.χ. Καλογρέζα (=μοναχή, για μοναστήρι τής Αγίας
Φιλοθέης), Ξυλοκέριζα, Βάρκιζα, Καμάριζα. (Όταν το μόριο -ζα προστίθεται στο τέλος τής
λέξης δίνει την έννοια τού μικρότερου).
Μερικές αλβανικές λέξεις: Βλάμης (=αδελφός, από το αλβανικό βλα), δερβένι (=ορεινό
πέραμα συγκοινωνιακών δρόμων, βλ. Δερβενάκια, Δερβενοχώρια κ.λπ.), μπέσα (=πίστη),
λεμπέσης (αυτός, που άφησε την πίστη του από το λιέ=αφήνω και μπέσα). Στην
Τουρκοκρατία Λεμπέσηδες λέγονταν στρατιωτικά τμήματα Αλβανών, που αναλάμβαναν την
φύλαξη διαφόρων περιοχών, όπως τα περάσματα των Δερβενοχωρίων.
Ο πρόξενος τής Γαλλίας αρχικά και τής Αγγλίας ύστερα στην Αθήνα, Jean Giraud, στην
έκθεση, που έγραψε το 1674 για τον μαρκήσιο De Nouantel, μεταξύ των άλλων έγραφε:
«Όσον αφορά στους Αρβανίτες, είναι λίγοι μέσα στην πόλη (στην Αθήνα), αλλά είναι πάρα
πολλοί στα χωριά. Κατοικούνται όλα από Αρβανίτες, οι οποίοι έχουν έλθει κατά το παρελθόν
από την Αλβανία... Οι κλέφτες τής υπαίθρου, τόσο εδώ όσο και στον Μοριά, είναι όλοι
Αρβανίτες... Λέγεται, ότι, μεταξύ Μωρηά, Αθηνών, Θηβών και Ευρίπου, υπάρχουν
περισσότεροι από 60.000 Αρβανίτες.» (M. Maxime Collignon, Le consul Jean Giraud et sa
relation de l΄Attique au XVIIe siecle. Extrait des Memoires de l΄Academie des inscriptions et
Belles-Lettres, tome XXXIX, Paris, 1913.)
Σύγχρονη με την έκθεση τού Giraud για τους Αρβανίτες των Μεσογείων, μετά τα μέσα τού
17ου αιώνα, είναι το οδοιπορικό τού De la Guilletiere, ο οποίος έγραφε το 1672: «Όλοι οι
κάτοικοι των Μεσογείων λέγονται Αρβανίτες.» (Georges Guillet de la Guilletiere, Athenes
ancienne et nouvelle et l΄etat present de l΄Empire Turc, 1675.)
«Αφήνοντας την Αυλίδα βαδίσαμε τρεις λεύγες και φτάσαμε σ΄ ένα χωριό Αρναούτηδων.
Εδώ τους αποκαλούν κι Αρβανίτες, αλλά δεν ξέρω άν προέρχονται από την Αλβανία. Μιλάνε
τη δική τους γλώσσα, που δεν την καταλαβαίνει κανείς. Η ενδυμασία τους είναι διαφορετική
από την ενδυμασία των Ελλήνων. Μοιάζει περισσότερο με τη φορεσιά των χωρικών τής
«Η Ελευσίνα είναι τώρα ένα φτωχό χωριό με 1.200 κατοίκους, κυρίως Αλβανούς.» (John
Fulleylove - J.A. M΄Clymont: «Εκδρομές στην Αττική» (19ος αιώνας) από το βιβλίο τους:
«Greece, A and C Black», Λονδίνο, 1902).
O περιηγητής Nicholas Biddle συγκρίνοντας τον αριθμό των Αλβανών με των Ελλήνων
εκτιμούσε στα τέλη τού 19ου αιώνα, ότι οι Αλβανοί κάποια ημέρα θα απορροφούσαν τους
Έλληνες: «Οι Αλβανοί είναι πολύ πιθανόν, ότι θα απορροφήσουν τους Έλληνες, οι οποίοι
μειώνονται, παρά αυξάνονται.» («Αθήνα. Το τέλειο πρόσωπο τής ερήμωσης» από το βιβλίο:
«Nicholas Biddle in Greece, The journals and letters of 1806», Πενσυλβάνια, 1991).
Αλβανοί οι Πλακιώτες
Στο κέντρο τής Αθήνας κατοικούσαν Άρβανίτες στη συνοικία Πλάκα (από το
πλάκου=παλαιός), από το θέατρο τού Διονύσου και καθ΄ όλο το προς ανατολικά τμήμα τής
πόλης, από το οποίο πήρε κατόπιν το όνομα η προς τα εκεί ευρισκόμενη πύλη τής πόλης,
«Αρβανίτικη Πόρτα», όταν η Αθήνα περιτειχίστηκε από τον βοεβόδα Χατζή-Αλή, τον
επιλεγόμενο Χασεκή, είχαν δε το προσωνύμιο γκαγκαραίοι. Εκεί τους τοποθετεί ο Giraud το
1674, ενώ λίγα χρόνια αργότερα με τοπογραφική σαφήνεια ο Βερνέντα, μηχανικός τού
Μοροζίνη, αναγράφει στο χάρτη τής Ακρόπολης, που συνέταξε το 1687 και συγκεκριμένα
γύρω από το μνημείο τού Λυσικράτη: «Diverse case d΄ Albanes» (=διάφορα σπίτια
Αλβανών). Ο Παναγής Σκουζές επιβεβαιώνει στα Απομνημονεύματά του: «Προς μεσημβρία
μιά, η Αρβανίτικη λεγόμενη τής Πλάκας, με το να ήτον προς εκείνο το μέρος όλο Αρβανίτες, οι
Πλακιώτες» (έκδ. Γ. Βαλέτα, σελ. 27 και 120.)
Ο Πουκεβίλ υπολογίζει, πως οι Αρβανίτες τής Αθήνας ήταν 4.000, έναντι 3.000 γηγενών
και 3.000 Τούρκων.
Άνδρος:
«Οι κάτοικοι υπολογίζονται σε 6.000. Υπάρχει μιά παραθαλλάσια πόλη και 60 χωριά. Τα
κυριώτερα είναι ο Αμμόλακκος και η Άρνα, που κατοικούνται από Αρναούτηδες, χίλιες
διακόσιες ψυχές». Από το ημερολόγιο τού Γάλλου περιηγητή Τhevenot (1655). Ο αλβανικός
εποικισμός στην Άνδρο έγινε επί φραγκοκρατίας, κατά το πρώτο τέταρτο τού 15ου αιώνα.
Δεύτερος εποικισμός έγινε περί τα τέλη τού 15ου αιώνα. Οι Αλβανοί, που είχαν διαπεραιωθεί
στο νησί από τη γειτονική Κάρυστο, εγκαταστάθηκαν στο αραιοκατοικημένο βόρειο τμήμα τού
νησιού.
Η Γενική Εφημερίς τής Ελλάδος έγραφε το 1828: «850 οικογένειες στο βορειοδυτικό τμήμα
τής Άνδρου με διάλεκτο και έθιμα Αλβανών». (α.φ. 20, 21 Μαρτίου 1828, σελ. 83).
Ίος:
«Σε ολόκληρο το νησί υπάρχει μονάχα μιά πολίχνη στην πλαγιά ενός λόφου. Οι κάτοικοι
είναι αλβανικής καταγωγής και γενναίοι. Αντιμετωπίζουν με τόλμη τους κουρσάρους».
(Francois Richard, 1650).
«Στη Νιό ζουν Αλβανοί, λαός βάρβαρος και πολεμοχαρής». Από το ημερολόγιο τού
Γάλλου περιηγητή Τhevenot (1655)
Η μεσαιωνική εθνολογική σύσταση τής Ίου σύμφωνα με ιστορικές, αλλά και μαρτυρίες διαφόρων
ξένων περιηγητών κ.ά.. Παρατηρείστε, ότι στα μέσα τού 16ου αιώνα το νησί έχει ερημωθεί και κατόπιν
επανοικίστηκε από Αλβανούς. (Από το βιβλίο τού Δ. Δημητρόπουλου: «Μαρτυρίες για τον πληθυσμό των
νησιών τού Αιγαίου, 15ος - αρχές 19ου αιώνα», έκδ. Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Κέντρο Νεοελληνικών
Ερευνών).
Σάμος:
Ανάμεσα στους εποίκους τής Σάμου περιλαμβάνονταν πολλοί Αλβανοί. Στους Αλβανούς
τής Σάμου αναφέρεται μεταξύ άλλων και κάποιος γάλλος μισσιονάριος, ο οποίος σε ανώνυμη
έκθεσή του στις αρχές τού 18ου αιώνα σημειώνει, ότι ζούσαν κυρίως στα ορεινά τού νησιού,
ασχολούμενοι με την κτηνοτροφία. (L.A. Martin: «Lettres edifiantes et curieuses concernan
l΄Asie, l΄Afrique et l΄Amerique avec quelques relations nouvelles des missions et des notes
geographiques et historiques», τόμ. 1, Παρίσι, σελ. 131, Παρίσι, 1838. Ο Guerin, που πέρασε
στα μέσα περίπου τού επόμενου αιώνα από το νησί, σημειώνει, ότι οι κάτοικοι των Αρβανιτών
(Άνω - Κάτω), αν και μιλούσαν καλά τα ελληνικά, διατηρούσαν ωστόσο, κάποιες δικές τους
λέξεις). Ωστόσο μελετώντας τα τοπωνύμια τού νησιού, μπορούμε να υποθέσουμε, ότι οι
Αλβανοί είχαν επεκταθεί και στα παράλιά του.
Στον ίδιο αριθμό είχε καταλήξει κι ο Γερμανός φιλόλογος Johann von Hahn, o οποίος
έζησε στην Ελλάδα, έως το τέλος τού 1843, ως υπάλληλος τής Αντιβασιλείας τού Όθωνα και
κατόπιν στα Γιάννενα, ως γενικός πρόξενος τής Αυστρίας και υπήρξε ο σοβαρότερος
ερευνητής των αλβανικών θεμάτων εκείνης τής εποχής.
Περί το 1888, ο Γερμανός γεωγράφος, Alfred Philippson υπολόγισε τους Αρβανίτες όλης
τής Ελλάδας εκείνης τής εποχής σε 224.000.
Η Ελλάδα τού 19ου αιώνα: Μιά χώρα μερικών εκατοντάδων χιλιάδων κατοίκων διαφόρων
εθνικοτήτων, μεταξύ των οποίων πλείστοι Αλβανοί.
Δηλαδή οι Αλβανοί στις αρχές τού 19ου αιώνα αποτελούσαν περίπου το 1/4 τού
συνολικού πληθυσμού τής Ελλάδας. (Ούτε ο υπόλοιπος πληθυσμός ήταν βέβαια καθαροί
Έλληνες, αλλά πλείστοι Βλάχοι, Σλάβοι, Τούρκοι, Βορειοαφρικανοί κ.λπ., το οποίο θα
παρουσιασθεί προσεχώς στην «Ελεύθερη Έρευνα».)
Οι Αλβανοί επειδή δεν είχαν αλφάβητο, δεν μπορούσαν να διατυπώσουν γραπτά τις
σκέψεις τους. Το πρώτο γραπτό μνημείο τής αλβανικής είναι το «Meshari», που σημαίνει
«Λειτουργικό». Συγγραφέας του ήταν κάποιος Gjon Buzuku και τυπώθηκε με λατινικά στοιχεία
το 1555. Περιέχει περικοπές ευαγγελίων, προφητείες, αποσπάσματα ιερών ακολουθιών
κ.λπ.. Η Ιερά Σύνοδος, προκειμένου να καλύψει τις ανάγκες τού πολυπληθούς αλβανικού
στοιχείου στον ελλαδικό χώρο, μετάφρασε την Καινή Διαθήκη στα αλβανικά και την εξέδωσε
στην Κέρκυρα το 1827. (Επιστασία Γρηγορίου, Αρχιεπισκόπου Ευβοίας και προέδρου τής
Ιεράς Συνόδου.)
Ό ταν οι Τούρκοι εμφανίστηκαν στην Ευρώπη, πριν ακόμα κατακτήσουν την Αλβανία, οι
Αλβανοί τής βόρειας περιοχής πολέμησαν πολλά χρόνια ενάντια στους Τούρκους. Τα
ονόματα δύο Αρβανιτών οπλαρχηγών, Βουτσαράς, που, όπως πιστεύει ο Σάθας, συγγενεύει
με το Βότσαρης - Μπότσαρης και Βρανάς, που σημαίνει στα Αρβανίτικα σκυθρωπός,
σοβαρός, αναφέρονται σε γεγονότα τής Πελοποννήσου πριν τον 13ο αιώνα. Ο Κάρολος
Τόπιας (14ος αιώνας) και ο γιος του Γεώργιος, οργάνωσαν γερή αντίσταση και τους έκαναν
πολλές καταστροφές. Ύστερα από τη μάχη τού Κόσοβου και την ήττα των Σέρβων (1389), οι
Τούρκοι εισέβαλαν στην Αλβανία, αλλά βρήκαν πεισματική αντίσταση. Οι Αλβανοί έμειναν
μόνοι και στο τέλος οι Τούρκοι κατόρθωσαν να καταλάβουν την Αλβανία. Όμως, πολλοί
πήραν τα βουνά καί συνέχισαν την αντίστασή τους.
Στην ιστορική τους πορεία οι δύο λαοί, Έλληνες και Αρβανίτες (χριστιανοί Αλβανοί), σε
παλαιότερες εποχές, πριν την Τουρκοκρατία, ήταν ομόθρησκοι και αυτό είχε μεγάλη σημασία
στην ενσωμάτωση των πολυάριθμων μεταναστών από το βόρειο προς το νότιο χώρο,
δηλαδή από τη σημερινή Αλβανία στη σημερινή Ελλάδα. Η θρησκεία έπαιξε το σημαντικότερο
ρόλο στη διάρκεια των αγώνων κατά τής Τουρκικής κατοχής. Έλληνες και Αρβανίτες, Ρωμιοί
και οι δύο, πολεμούσαν κατά τού κατακτητή αποβλέποντας στην απελευθέρωση των εδαφών
τους και ίσως στην κοινή συμβίωση στους επόμενους χρόνους. Αντίθετα, οι μουσουλμάνοι
Αλβανοί συμμαχούσαν κατά βάση με τους Τούρκους· έμειναν γνωστοί ως Τουρκαλβανοί, οι
οποίοι σε πολλές περιπτώσεις ήταν χειρότεροι από τους Τούρκους στη συμπεριφορά τους
απέναντι στους Ρωμιούς.
Εξισλαμισμένοι Αλβανοί είχαν εγκατασταθεί σε μια φύσει οχυρά περιοχή τού ανατολικού
Ταϋγέτου, την Μπαρδούνια, όπου έκτισαν πολλούς πύργους και είχαν υπό τον έλεγχό τους τα
γύρω χωριά, τα λεγόμενα Μπαρδουνοχώρια. Μετά από ένα μικρό διάστημα βενετοκρατίας
στο Μοριά, επανήλθαν ξανά οι Τούρκοι και για να δημιουργήσουν ισχυρότερα ερείσματα
μετέφεραν σκληροτράχηλους Αλβανούς, που περί το 1718 σχημάτισαν το οχυρό χωριό Λάλα.
Ο ι αρματωλοί δεν ήταν οι μόνοι χριστιανοί στην Οθωμανική αυτοκρατορία, που τους
επιτρεπόταν να οπλοφορούν. Πολλές χριστιανικές αλβανικές κοινότητες στην Ελλάδα
ελάμβαναν επίσης το προνόμιο αυτό από τον σουλτάνο. Οι κάτοικοι τής Μεγαρίδας, που
κατείχαν πέντε μεγάλα χωρία, τα λεγόμενα Δερβενοχώρια, ευνοούνταν από την Πύλη. Τους
είχε ανατεθεί να φρουρούν τα στενά στα όρη τού Κιθαιρώνα και Γερανείων. Ο αριθμός των
ενόπλων ανδρών στα πέντε χωριά ανερχόταν σε 2.000 περίπου.
Oι Αρβανίτες έδωσαν δυνατές μορφές στην Επανάσταση τού ΄21: Τζαβέλλας, Μιαούλης,
Κουντουριώτης, Ζαΐμης, Μάρκος Μπότσαρης, Ανδρούτσος, Μπουμπουλίνα, Κατσώνης και
Κατσαντώνης (από τη ρίζα κατσ-, που σημαίνει τον μικροκαμωμένο) κ.ά.. Ο
Παπαρρηγόπουλος γράφει για τον Κουντουριώτη: «λαλήσας προς τους μεν ναύτας αλβανιστί
προς δε τους πεζούς ελληνιστί». (Οι ναύτες ήταν Υδραίοι - και αναγκάστηκε να τους μιλήσει
αλβανικά για να τον καταλάβουν). Ο δε Μαρκος Μπότσαρης έγραψε «Λεξικό τής Ρομαϊκοίς
και Αρβανητηκοίς Απλής», που εξέδωσε το 1980 η Ακαδημία Αθηνών.
Α ρβανίτικο κεφαλοχώρι ήταν το Σούλι (ψηλό στα αλβανικά) με πληθυσμό περίπου 800
οικογένειες συγκροτημένες γύρω από διάφορες φάρες, όπως των Τζαβελαίων, Μποτσαραίων
κ.ά.. Οι Σουλιώτες, που αποτελούσαν κλάδο των Τσάμηδων, προεξείχαν για τις πολεμικές
τους αρετές. Ήταν χριστιανοί Αλβανοί και μιλούσαν αλβανικά. (Στην Κέρκυρα εξορισμένοι από
τον Αλή Πασά οι Σουλιώτες «τραγουδούσαν Αλβανιστί τούς ηρωισμούς τους». Ο δεσπότης
Ευλόγιος Κουρίλας στο «Κράτος τής Αληθείας» λέει σαν γνήσιος Σουλιώτης, ότι αυτός είναι
σε θέση καλύτερα από τον καθένα να γνωρίζει, πως «Αλβανοί είναι οι Σουλιώτες και Αλβανικά
μιλάνε».) Την τσάμικη καταγωγή των Σουλιωτών διαβεβαιώνουν επίσης ο Πουκεβίλ και ο
Άγγλος συνταγματάρχης, Λήκ. Ο τελευταίος στο έργο του «Researches in Greece», (London,
1814, τόμ. Β΄, σελ. 226-227), σαφώς διαχωρίζει τους Σουλιώτες από τους Έλληνες
γράφοντας, πως «στην ακμή τους οι Σουλιώτες είχαν στην κατοχή τους ολόκληρο τον κάμπο
τού Γλυκύ, με ριζότοπους και αραποσιτοχώραφα. Για την καλλιέργεια των κτημάτων
χρησιμοποιούσαν τους Έλληνες τής περιοχής».
Στη Ρούμελη και στο Μοριά οι κλέφτες είναι στην πλειοψηφία τους Αρβανίτες, αλλά αυτό
αποσιωπάται από τους νεοέλληνες ιστορικούς. Ο πρόξενος τής Γαλλίας στην Αθήνα, Jean
Giraud, στην έκθεση, που έγραψε το 1674 για τον μαρκήσιο Ντε Νουαντέλ, μεταξύ των άλλων
αναφέρει: «Οι κλέφτες τής υπαίθρου, τόσο εδώ, όσο και στο Μοριά, είναι όλοι Αρβανίτες». (M.
Maxime Collignon, Le consul Jean Giraud et sa relation de l΄Attique au XVIIe siecle. Extrait
des Memoires de l΄Academie des inscriptions et Belles-Lettres, tome XXXIX, Paris, 1913).
Στις εικόνες φαίνεται ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης: Αριστερά, σύμφωνα με σχέδιο που δημοσιεύθηκε
το 1827 στο Παρίσι από τον A. Friedel και θεωρείται από τις πιο πιστές απεικονίσεις του και δεξιά σε
σχέδιο από τού φυσικού, τού Γάλλου συνταγματάρχη, Voutier. Δεν απεικονίζεται με τη γνωστή
περικεφαλαία των εικόνων, που έχουν κατακλύσει τα σχολικά μας βιβλία και τους πίνακες των
σχολείων, των στρατώνων και των δημοσίων υπηρεσιών, αλλά με την αρβανίτικη κόμμωση των
ξυρισμένων κροτάφων και τού εμπρός μέρους τού κεφαλιού, με μακρυά μαλλιά πίσω.
Με τη δημιουργία των εθνικών κρατών τον 19ο αιώνα και την τοποθέτηση των κλειστών
συνόρων, οι λαοί χωρίστηκαν, αποκτώντας μια εκ των άνω επιβεβλημένη εθνική συνείδηση.
Τα γλωσσικά ιδιώματα χτυπήθηκαν και η εθνική συμπεριφορά έγινε το πρότυπο.
Η αλβανοφωνία διατηρήθηκε κυρίως γιατί τα κορίτσια δεν πήγαιναν σχολείο, έτσι δεν
μάθαιναν ελληνικά. Αργότερα, ως μητέρες, μοιραία μάθαιναν τα παιδιά τους αρβανίτικα. Αυτό
γινόταν κυρίως στις βουνήσιες και απομονωμένες αγροτικές περιοχές ή σε περιοχές, που δεν
Τα ελληνικά τα μάθαιναν οι άντρες όχι μόνο μέσω τού σχολείου και τής επικοινωνίας, αλλά
και χάρη στη στρατιωτική τους θητεία. Δεν έχει μελετηθεί καθόλου ο ρόλος τού στρατού στην
επιβολή τής ελληνικής. Στις μέρες μας στον ελληνικό στρατό απαγορεύουν π.χ. στους
μουσουλμάνους στρατιώτες να μιλούν μεταξύ τους τη μητρική τους γλώσσα, τους απειλούν με
ποινές και τους υποχρεώνουν να μιλούν ελληνικά. Μέχρι τα μέσα τού 20ού αιώνα
επικρατούσα γλώσσα π.χ. στο Μενίδι ήταν η αλβανική, κυρίως στον αγροτοποιμενικό
πληθυσμό. Ακόμα και σήμερα σε πολλές περιοχές μιλούν ακόμα τα αρβανίτικα.
Όσοι μουσουλμάνοι έμειναν στην Ελλάδα μετά την απελευθέρωση έγιναν χριστιανοί και μάς το
θυμίζουν αυτό τα ονόματα Νικολάου, Αθανασίου, Κωνσταντίνου, Γεωργίου κ.λπ., που σημαίνει, πως οι
βαπτισμένοι πήραν τα χριστιανικά τους ονόματα, Νικόλαος, Αθανάσιος, Κωνσταντίνος, Γεώργιος κ.λπ..
(Γι΄ αυτό ακόμη και σήμερα υπάρχουν πολλοί με ίδιο -χριστιανικό- όνομα κι επίθετο π.χ. Γεώργιος
Γεωργίου κ.λπ.). Πολλοί από αυτούς άλλαξαν τα μικρά τους ονόματα, αλλά διατήρησαν τα αρβανίτικα
επίθετά τους, όπως Κούρτης, Αληζιώτης, Παπούλιας κ.λπ..
Το νεοελληνικό κράτος αποφάσισε να ιδρύσει ένα έθνος «Ελλήνων» από τις διάφορες
εθνότητες, που κατοικούσαν τότε στον ελλαδικό χώρο. Όλοι αυτοί οι πληθυσμοί όφειλαν να
ομογενοποιηθούν βιώνοντας την ελληνική ιστορία και την ορθόδοξη θρησκεία μέσα από τους
εκπαιδευτικούς κι από άλλους εθνοποιητικούς μηχανισμούς (εθνικοθρησκευτικές γιορτές,
παρελάσεις, εθνικό ύμνο, σημαία κ.ά.) υποχρεούμενοι να γίνουν Έλληνες μέσα από την
επιβολή τής ελληνικής γλώσσας.
Κανένας ευρωπαϊκός λαός δεν είναι καθαρόαιμος. Από το Μεσαίωνα και δώθε με τις
μεταναστεύσεις των λαών στην Ευρώπη και στη Μεσόγειο έγιναν πολλές εθνογραφικές
αλλαγές. Όμως, και στα αρχαία χρόνια το ίδιο είχε γίνει. Οι Έλληνες από τα χρόνια τού
Αλεξάνδρου και ύστερα, κατά χιλιάδες μετανάστευσαν στην Ανατολή και ανακατώθηκαν με
τους ντόπιους. Και πριν ακόμα, στα χρόνια τής περσικής αυτοκρατορίας, είχαν γίνει
σημαντικές μετατοπίσεις πληθυσμών στην Ανατολή και ανακάτεμα λαών. Κι ακόμα δεν
πρέπει να ξεχνάμε, ότι στην αρχαία Ελλάδα έγιναν χιλιάδες απελευθερώσεις δούλων, που
προέρχονταν από την Ανατολή και Μεσόγειο, που ήταν «βάρβαροι», καθώς και πολλές
επιγαμίες με ξένους. Συνακόλουθα, ούτε ο πληθυσμός τής αρχαίας Ελλάδας ήταν
καθαρόαιμος. Κατά την ελληνιστική δε και τη ρωμαϊκή εποχές στην Ελλάδα εγκαταστάθηκαν
πολλοί ξένοι (Ρωμαίοι, Ανατολίτες, Εβραίοι κ.λπ.).
Ούτε οι Αλβανοί τής Αλβανίας, που μιλούν Αλβανικά, είναι καθαρόαιμοι· και σε αυτούς
έχουν γίνει πολλές επιμειξίες. Το οξύμωρο δε είναι, ότι οι σημερινοί Αλβανοί -άν και δεν
συμπαθούν ιδιαίτερα τους Αρβανίτες- τους κατατάσσουν στους πιό γνήσιους Αλβανούς
δεδομένου, ότι θεωρούν, πως έχουν υποστεί τις λιγότερες επιμειξίες.
» Τώρα οι Έλληνες έχουν, όπως όλος ο κόσμος, μιά πρωτεύουσα και πρωτεύουσες
νομών, δρόμους και σιδηροδρόμους, λοχίες και στρατηγούς, αστυφύλακες και αστυνομικούς,
λεωφόρους και λεωφορεία. Όμως, δεν έχουν ακόμα ένα σταθερό γλωσσικό ιδίωμα ή μάλλον
είναι πολύ μπερδεμένοι: έχουν πολλές γλώσσες και δεν ξέρουν ποιά να διαλέξουν. Λόγιοι και
σοφοί εργάζονται συνεχώς, για να τού δώσουν δύο πράγματα απαραίτητα σε ένα λαό, που
σέβεται τον εαυτό του: ένα λεξικό και μια γραμματική... Όμως οι Έλληνες εδώ και λίγο καιρό
έχουν Βουλή, υπουργεία, υπουργείο Εξωτερικών. Πώς να εκφραστούν, με το ψέλλισμα των
βοσκών τής Αρκαδίας, όλες αυτές οι πληκτικές εφευρέσεις, που η άγρια όμορφη ζωή
αγνοούσε: ο προϋπολογισμός, η εκλογική πλατφόρμα, η συμφωνία των δυνάμεων και η
ευρωπαΪκή ισορροπία; Σ΄ αυτό οι φανατικοί ελληνίζοντες και οι επαγγελματίες φιλόλογοι
απαντούν, ότι δεν ανησυχούν καθόλου. Αρκεί, λένε, να αναστηθεί απλώς η κλασική γλώσσα.
Και σ΄ αυτό το σημείο διαγράφουν από την ιστορία τους αιώνες, που τους ενοχλούν. Δέχονται,
ότι από τον Περικλή μέχρι τον κ. Κωνσταντόπουλο (σ.σ. τού είχε αναθέσει ο Γεώργιος Α΄ το
σχηματισμό υπηρεσιακής κυβέρνησης), δεν έχει συμβεί τίποτα.»
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα τής πολυγλωσσίας στον ελλαδικό χώρο τον 19ο αιώνα αποτελεί η
λαϊκή κωμωδία τού Δ. Βυζάντιου, «Βαβυλωνία». Σε μία σκηνή της, ένας Αρβανίτης, που δεν
καταλαβαίνει έναν Κρητικό, νομίζοντας πως ο τελευταίος τον έχει προσβάλλει, τον τραυματίζει με μια
πιστολιά. Φτάνει η αστυνομία, γίνονται ανακρίσεις από Επτανήσιο αστυνόμο, ο οποίος παρά την
ανακριτική του πείρα δεν τα καταφέρνει να εξακριβώσει αν ο τραυματισμός τού Κρητικού είναι κάζο
πενσάτο (εκ προμελέτης) ή ατσιντέντε (τυχαίο), επειδή ούτε αυτός καταλαβαίνει τους μάρτυρες, ούτε οι
μάρτυρες αυτόν. (Η φωτογραφία είναι από παράσταση τού έργου από το Κ.Θ.Β.Ε.).
Σ το πλαίσιο αυτό άρχισε μιά τεράστια επιχείρηση κάθαρσης τού χώρου από τα ξένα
τοπωνύμια. Κάθε χωριό, βουνό, ποτάμι κ.τ.λ. έπρεπε να εφοδιαστεί τάχιστα με ένα
πραγματικό ή φανταστικό ελληνοπρεπές ή χριστιανικό όνομα. Σε περίπτωση, που κάτι τέτοιο
ήταν αδύνατο, το «βαρβαρικό» τοπωνύμιο όφειλε να μεταφραστεί στα ελληνικά, είτε
τουλάχιστον να άλλαζε δοκιμάζοντας μιά παρήχησή του, που θα θύμιζε ελληνική λέξη.
Σοβαρότατες κυρώσεις νομοθετήθηκαν για τους παραβάτες.
Ο συνοικισμός Κάτω Λιόσια ή Νέα Λιόσια ονομάστηκε έτσι, αφού κατοικήθηκε από τους
απογόνους τής αρβανίτικης φάρας τού Πέτρου Λιώσα, όπως προαναφέρθηκε, η οποία από
τον 14ο αιώνα είχε αναλάβει τη φρούρηση τού λεκανοπεδίου. Η αρβανίτικη παράδοση
καταργήθηκε το 1994, όταν το υπουργείο Εσωτερικών αποφάσισε να μετονομάσει το Δήμο με
το ελληνοπρεπές «Ίλιον».
Ο σημερινός κάτοικος τού δήμου Κρωπίας βαυκαλίζεται, ότι είναι απόγονος των αρχαίων Ελλήνων
κατοίκων τής αρχαίας Κρωπιάς. Οι κάτοικοι όμως του χώρου είναι επήλυδες, στην πλειοψηφία τους
Αρβανίτες, η δε αρχαία Κρωπιά βρισκόταν κοντά στο Αιγάλεω. Το Κορωπί και ο δήμος Κρωπίας
οφείλουν το όνομά τους στον αλβανό φύλαρχο με το ομόηχο όνομα, Κορωπή και ουδεμία σχέση έχουν
με την αρχαία ελληνική Κρωπιά.
» Περνώντας λίγες μέρες στην Mπαρμπίτσα Λακωνίας (τα δύο χωριά, που παλιά
ονομάζονταν Bερβίτσα μετονομάστηκαν!) ξεφύλλισα το “Λεξικό των οικισμών τής
Πελοποννήσου” τού Γ. A. Πίκουλα. Πρόκειται για μια πολύτιμη μελέτη, που αναφέρει και τις
» Nα δούμε, πώς οι γραφειοκράτες προχωρούσαν (με οδηγίες κυρίως της δεκαετίας τού
΄20): Συνήθως “δημιούργησαν” ονομασίες, που ήταν αποκυήματα τής (περιορισμένης)
φαντασίας τους και δεν υπήρχαν (στην Πελοπόννησο τουλάχιστον): Tο Kέντρον, Tο
Kεντρικόν, Kαλλονή, Kαλοχώριον, Kαλόβρυση, Kεφαλόβρυση, Mέλισσα, Mεταμόρφωση,
Περδικόβρυση, Περδικονέριον, Προσήλιον, Προσήλια, Σιτοχώριον, Xαραυγή (δύο στη
Mεσσηνία!) και Xρυσαυγή.
Ενδεικτικός κατάλογος των μετονομασιών οικισμών τής Αρκαδίας. Το όνομα των οικισμών δίνεται
σύμφωνα με βενετικό έγγραφο απογραφής τού 1.700. Ακολουθεί το τοπωνύμιο στα ελληνικά στην πιό
συνηθισμένη μορφή του και με αστερίσκο η μεταγενέστερη μετονομασία του μετά την ίδρυση τού
ελληνικού κράτους. Παρατηρείστε, ότι από τους 92 οικισμούς έχουν μετονομασθεί οι 38, ποσοστό
41,3%. Κάτι αντίστοιχο παρατηρείται και στις άλλες περιοχές τής Πελοποννήσου. (Β. Παναγιωτόπουλου:
«Πληθυσμός και οικισμοί τής Πελοποννήσου, 13ος-18ος αιώνας», έκδ. Ιστορικό Αρχείο, Εμπορική
Τράπεζα τής Ελλάδος, Αθήνα, 1987).
» Eίναι αξιοπερίεργο (ή και όχι), πώς “γλίτωσαν” μερικά άκρως “ύποπτα” ονόματα:
Aρβανίτης (δύο φορές) -το Aλβάνιτσα όμως αντικαθίσταται- Aράπηδες, Aραπόλακκα,
Aραποχώρι, Σέρβος, Tουρκολέκας. Aλλες ασυνέπειες: το Kαλέντζι (Hλείας) έγινε Kεραμίδιον,
μα τα άλλα δύο χωριά με το όνομα Kαλέντζιον (Aχαΐας, Kορινθίας) έμειναν ως ήταν, Λόπεσι
(Aχαΐας), αντικαταστάθηκε τέσσερις φορές, ενώ από τα δύο χωριά με το όνομα Λιόπεσι έμεινε
μόνο το ένα. Kαταργήσανε το Γκορτσιά (βλ. παραπάνω) και διατηρήσανε το Γκοριτσά. Δεν
κατάφεραν εν τούτοις να εξοντώσουν το Aράχοβα: σε τέσσερις περιπτώσεις το άλλαξαν, σε
δύο όχι».
Τα ίδια ακριβώς έχουν γίνει βέβαια και στα άλλα βαλκανικά κράτη, π.χ. στην Αλβανία με
διάφορα διατάγματα μετονόμαζαν τα τοπωνύμια -Αγ. Σαράντα σε Σαράντι κ.λπ.).
Με γλαφυρό τρόπο ο Τούρκος συγγραφέας, Αζίζ Νεσίν, περιέγραφε την κατάσταση στη
χώρα του: «Δυστυχώς, τις ελληνικές ονομασίες δεν τις αφήσαμε. Πώς ήταν δυνατό να
υπάρχουν στην Τουρκία περιοχές με ελληνικές ονομασίες! Τις ελληνικές ονομασίες των
περιοχών αυτών τις αλλάξαμε, τις κάναμε τουρκικές. Λόγου χάρη την περιοχή “Πόδημα” της
Μαύρης Θάλασσας την αλλάξαμε, την ονομάσαμε “Γιαλίκιοϊ” κι ησυχάσαμε. Μα δεν ξέραμε ότι
η λέξη “Γυαλί” είναι ελληνική κι όχι τουρκική. Τι ιλαροτραγωδία! Είναι βλέπετε αδύνατο ο
Τούρκος να απαλλαγεί απ΄ τον Ελληνα κι ο Ελληνας απ΄ τον Τούρκο. Κι εξάλλου, ποιος ο
λόγος ν' απαλλαγεί ο ένας από τον άλλο;»
Ο Μενούσης, ένα τραγούδι, που το γνωρίζουμε με ελληνικά λόγια, είναι πέρα γιά πέρα
αρβανίτικο· τραγουδιέται στα αρβανίτικα, στα αρβανιτοχώρια τής Ελλάδας από την Ήπειρο
ως τον Μωρηά, αλλά και στην Αλβανία. «Ο Μενούσης, ο Μπιρμπίλης κι ο Μεμέταγας» αρχίζει
το τραγούδι. Ο Μενούσης είναι Αρβανίτικο όνομα. Το ίδιο κι ο Μπιρμπίλης, όνομα σύνθετο
από το Μπιρ=γιός και Μπιλ=κόρη, που προέρχεται από τα μωρουδιακά φορέματα, που
έπλεκε η μάνα πριν γεννηθεί το παιδί της. Επειδή δεν ήξερε εάν θα ήταν αγόρι ή κορίτσι,
έπλεκε και αγορίστικα (μπίρην) και κοριτσίτικα (μπίλλιεν), δηλαδή μπιρμπίλλια,
αγοροκοριτσίστικα.
Αρβανίτικα είναι πολλά θεωρούμενα παραδοσιακά ελληνικά τραγούδια και χοροί, όπως τα
συρτά των νησιών τού Αργοσαρωνικού και τής Νότιας Εύβοιας, αλλά κυρίως τα Τσάμικα, των
οποίων την προέλευση εξ άλλου μαρτυράει το όνομά τους. Το ίδιο κι ο Καλαματιανός, για τον
οποίο δεν είναι σαφές άν η ονομασία προήλθε από την πόλη τής Καλαμάτας, ή από τη λέξη
καλαμάτα, που στα αρβανίτικα σημαίνει το χρωματιστό συνήθως μαντήλι, που ήταν
διακοσμητικό εξάρτημα τής γυναικείας αρβανίτικης φορεσιάς και που το χρησιμοποιούσαν σε
μερικές περιπτώσεις στο χορό.
Επίλογος
Ο ι σημερινοί κάτοικοι τού ελλαδικού χώρου είναι ένα κράμα διαφόρων φυλών, οι οποίες
μόλις μετά τον 19ο αιώνα και μέσω των εθνοποιητικών μηχανισμών τού νέου έθνους -
κράτους, που τότε δημιουργήθηκε, (σχολική παιδεία, υποχρεωτική διδασκαλία κι επιβολή τής
νεοελληνικής γλώσσας κ.λπ.), άρχισαν να αποκτούν εθνική συνείδηση ως χριστιανοί
ορθόδοξοι νεοέλληνες. (Βλ. Ο μύθος τής διατήρησης των “εθνικών” χαρακτηριστικών τού
ελληνικού έθνους http://www.freeinquiry.gr/pro.php?id=1104).
Αφού επεκδύθηκε η Ρωμιοσύνη την αλβανική -και όχι μόνον- καταγωγή πολλών υπηκόων
της, τους επέβαλε την ελληνική γλώσσα κι έριξε στο «πυρ το εξώτερον» ονόματα, τοπωνύμια
και πλήθος μη φυλετικά καθαρών λέξεων. Αυταπατήθηκε έτσι, ότι αποτελεί «έθνος
ανάδελφον» με 3.000 δήθεν χρόνια συνεχούς Ιστορίας, με την άπλετη συνεισφορά βέβαια τής
Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ετσι ενστερνίστηκε διάφορα εθνικά ιδεώδη, τον ελληνοχριστιανισμό,
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
2. Γ. Κορδάτου, «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», έκδ. «20ος αιώνας», Αθήνα, 1959.
8. Απ. Βακαλόπουλου: «Ιστορία τού νέου Ελληνισμού», έκδ. «Αντ. Σταμούλη», Θεσ-
σαλονίκη, 1976.
9. Διεθνές Συμπόσιο: «Οι Αλβανοί στο Μεσαίωνα», Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Ινστιτούτο
Βυζαντινών Ερευνών, Αθήνα, 1998.
10. Κ. Σιμόπουλου: «Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα, 333 μ.Χ.-1.700», έκδ. «Στάχυ».
12. Κ. Μπίρη: «Αι τοπωνυμίαι τής πόλεως και των περιχώρων τής πόλεως των
Αθηνών», έκδ. ΥΠ.ΠΟ, Αθήνα, 2006.
13. Αλ. Γέροντα: «Οι Αρβανίτες τής Αττικής», έκδ. «Δωδώνη», Αθήνα - Γιάννινα, 1984.
17. M. Garden - Ευγ. Μπουρνόβα: «Ο πληθυσμός τής Αθήνας και τής γύρω περιοχής
κατά το 2ο μισό τού 19ου αιώνα», Πρόγραμμα ΕΠΕΑΕΚ ΙΙ στο πλαίσιο τού έργου
«Πυθαγόρας: ενίσχυση ερευνητικών ομάδων στα Πανεπιστήμια», Αθήνα, 2006.
18. Μ. Γ. Λαμπρυνίδου: «Οι Αλβανοί κατά την κυρίως Ελλάδα και την
Πελοπόννησον. Ύδρα - Σπέτσαι», έκδ. «Εστία», Αθήνα, 1907.
19. Κ. Κόμη: «Πληθυσμός και οικισμοί τής Μάνης, 15ος-19ος αιώνας», Έκδ.
Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2005.
21. Θ. Α. Πασχίδου: «Οι Αλβανοί και το μέλλον αυτών εν τω ελληνισμώ», έκδ. Νότη
Καραβιά, Αθήνα, 1994 (πρώτη έκδοση: 1879).
23. Ν. Γ. Νικοκλή: «Περί τής αυτοχθονίας των Αλβανών ήτοι Σκιπιτάρ», έκδ. Νότη
Καραβιά, Αθήνα, 2000 (πρώτη έκδοση: 1855).
24. Αρ. Κόλλια: «Αρβανίτες και η καταγωγή των Ελλήνων», έκδ. Αριστείδη Κόλλια,
Αθήνα, 1985.
26. Αντ. Μηλιαράκη: «Γεωγραφία πολιτική νέα και αρχαία τού νομού Αργολίδος και
Κορινθίας», έκδ. Νότη Καραβιά, Αθήνα, 1995 (πρώτη έκδοση: 1886).
27. Αντ. Μηλιαράκη: «Κυκλαδικά, ήτοι γεωγραφία και ιστορία των Κυκλάδων
νήσων», έκδ. Τύποις Ελληνικής Ανεξαρτησίας, Αθήνα, 1874.
29. Δ. Δημητρόπουλου: «Μαρτυρίες για τον πληθυσμό των νησιών τού Αιγαίου, 15ος -
αρχές 19ου αιώνα», έκδ. Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών, Αθήνα,
2004.
31. Π. Αραβαντινού: «Χρονογραφία τής Ηπείρου», τυπογρ. Σ.Κ. Βλαστού, Αθήνα, 1856.
32. C. Mango: «Bυζάντιο. Η αυτοκρατορία τής Νέας Ρώμης», έκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα
Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα, 2007.
Γιάννης Λάζαρης
ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΕΡΕΥΝΑ www.freeinquiry.gr
Διαδικτυακό Περιοδικό
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ “Α”
ΤΑ ΧΩΡΙΑ
ΤΗΣ ΒΔ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ
ΤΟΝ 15ο ΑΙΩΝΑ
Τα στοιχεία προέρχονται από το βιβλίο τού Βασ. Παναγιωτόπουλου: "Πληθυσμός και
οικισμοί τής Πελοποννήσου, 13ος-18ος αιώνας", έκδ. Ιστορικό Αρχείο, Εμπορική Τράπεζα
Ελλάδος, Αθήνα, 1987.
ΕΠΙΛΟΓΗ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
ΑΛΒΑΝΩΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΩΝ
ΤΩΝ 15ου - 16ου ΑΙΩΝΩΝ
ΑΛΒΑΝΙΚΑ
ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ ΣΑΜΟΥ
(1) Αύξων αριθμός - τοπωνύμια.
(2) Πηγές, όπου αναφέρονται τα τοπωνύμια.
(3) Ερμηνεία - ετυμολογία τοπωνυμίων.
(4) Τεκμήρια, στα οποία βασίζεται η ερμηνεία - ετυμολογία.
Τα στοιχεία προέρχονται από το βιβλίο τού λέκτορα στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας
τού Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Κώστα Κόμη: "Ιστορικοδημογραφικά. Μελέτες ιστορίας και
ιστορικής δημογραφίας τού ελληνικού χώρου", έκδ. "Παπαζήση", Αθήνα, 1999.