Professional Documents
Culture Documents
Η νζα εκνικοφροςφνθ δεν κραδαίνει πια τα λάβαρα του ζκνουσ, τθσ φυλισ και του
προαιϊνιου προοριςμοφ. Ευζλικτθ και εφπλαςτθ, παρουςιάηεται με τθ ςθμαία τθσ
«κοινισ λογικισ», του «νοικοκυρζματοσ», του «αυτονόθτου», του «πζρα και πάνω
από πολιτικι και κόμματα». Η ςχζςθ τθσ με τθν ιςτορία είναι αμφίςθμθ. Από τθ μια,
αυτοπροβάλλεται ωσ ο κατεξοχιν εχκρόσ των κατεςτθμζνων νοοτροπιϊν, των
πρακτικϊν του παρελκόντοσ που «είδαμε ποφ οδιγθςαν» και μασ καλεί «να
μθδενίςουμε το κοντζρ». Από τθν άλλθ, (θγεμονία, γαρ) είναι υποχρεωμζνθ να
αποηθτά ιςτορικι νομιμοποίθςθ- κι αφοφ δεν τθ βρίςκει τθν καταςκευάηει. Δεν
αυτοβιογραφείται, όμωσ. Η ςυμφωνία με τον παλαιότερο (αλλά ακόμα εν ηωι)
αντικομουνιςμό, όποτε αυτι φανερϊνεται τθ κεωρεί ςυμπτωματικι, κι αμζςωσ τθν
αρνείται δθμοςίωσ. Αντ’ αυτοφ, προτιμά να βιογραφιςει τθν αρνθτικότθτα των
αντιπάλων τθσ. Ακόμα κι αν δεν υπιρχαν κα ζπρεπε να τουσ εφεφρει. Όςο κι αν
είχε κθρφξει τον κάνατό τουσ- όροσ απαραίτθτοσ για να φανεί νικθτισ- τϊρα
ξαναδίνει πνοι ςτα φαντάςματα και τα ενδφει με τρόπο ϊςτε να μοιάηουν με τουσ
ςθμερινοφσ τθσ πολεμίουσ. Γνωρίηοντασ ότι θ λογικι μπορεί, υπό κατάλλθλεσ
ςυνκικεσ, να αποκαλφψει τθν αποδεκτι εξάρτθςθ, φροντίηει να διαςπείρει ςτθν
αφιγθςι τθσ ςκοτεινά παραςκινια, αόρατεσ ςυνωμοςίεσ, υπεράνκρωπουσ εχκροφσ
που τθν καταδιϊκουν και δεν τθν αφινουν να αποκαλφψει φοβερά μυςτικά και
ταμποφ. Παρότι πρόςκαιροσ νικθτισ ξζρει καλά πωσ δε κα επικρατιςει μελλοντικά
παρά μόνον αν κατακτιςει τθν αιωνιότθτα που τθσ προςδίδει μια ιςτορία κατ’
ομοίωςιν τθσ, ζνα παρελκόν ςτο οποίο ζχει ιδθ νικιςει, αναδρομικά, τουσ
ςθμερινοφσ δυνάμει αντιπάλουσ τθσ.
Ζνασ από τουσ «κανόνεσ» τθσ ρθτορικισ τζχνθσ θχεί περίπου ωσ εξισ: αν κζλεισ να
πείςεισ ζνα ακροατιριο για κάτι αντίκετο τθσ κοινισ παραδοχισ, τότε δυο δρόμοι
υπάρχουν. Ή να κωρακιςτείσ με ιςχυρά επιχειριματα ι να το παρουςιάςεισ
(«λάκρα», αν γίνεται) ωσ αυτονόθτο. Στθν πρϊτθ περίπτωςθ κα κουραςτείσ και
κάποια ςτιγμι κα χάςεισ: όλα τα επιχειριματα είναι μαχθτά και κάποια ςτιγμι
καταπίπτουν. Στθ δεφτερθ περίπτωςθ το ρίςκο είναι πολφ μεγαλφτερο αλλά, ςτθν
περίπτωςθ που τα καταφζρεισ, κα ζχεισ κερδίςει για πολφ καιρό: το «αυτονόθτο»
ζχει τθν ικανότθτα να παραμζνει αόρατο και να αναςτζλλει τθν κριτικι ςκζψθ.
Η επίκλθςθ του «αυτονόθτου» δεν είναι αποκλειςτικότθτα τθσ πολιτικισ ρθτορικισ-
αυτισ που ςυνθκίηουμε να ονομάηουμε χλευαςτικά «ρθτορεία», αν βζβαια τφχει
και κατανοιςουμε τον μθχανιςμό τθσ. Στθν περίπτωςθ τθσ ιςτορίασ, για
παράδειγμα, αυτονόθτο είναι κάτι για το οποίο δε χρειάηεται να
επιχειρθματολογιςει κανείσ, οφτε να αναηθτιςει και να παρουςιάςει νζα τεκμιρια:
θ Ιταλία κιρυξε τον πόλεμο ςτθν Ελλάδα ςτισ 28 Οκτωβρίου 1940. Αντίκετα, αν
κάποιοσ ιςτορικόσ ικελε να μασ πείςει ότι αυτό ουδζποτε ςυνζβθ ι ότι ςυνζβθ μια
άλλθ μζρα τότε κα όφειλε να προςκομίςει αποδείξεισ- και μάλιςτα πριν του
ηθτθκοφν, αφοφ ςτθν επιςτθμονικι ςυηιτθςθ ιςχφει το αντίκετο τθσ αρχισ του
κράτουσ δικαίου: κάκε νζα υπόκεςθ εργαςίασ είναι «ζνοχθ» μζχρι αποδείξεϊσ τθσ.
Στισ διάφορεσ μορφζσ εκλαϊκευτικισ ιςτορίασ ςτα κακ’ θμάσ (και ςε αυτζσ
τοποκετϊ και αφιερϊματα εφθμερίδων ι τθλεοπτικζσ εκπομπζσ), αυτό ςυνικωσ δε
ςυμβαίνει: ελάχιςτοι ιςτορικοί «λερϊνουν τα χζρια τουσ» να γράψουν κάτι το
οποίο, άλλωςτε, δε διακζτει τθν ίδια βαρφτθτα με μια μονογραφία για τθν εξζλιξι
τουσ, κι ακόμα λιγότεροι αςχολοφνται με τον κριτικό ζλεγχο τζτοιων δθμοςιεφςεων.
Σχετικά με τα κεματικά και χρονικά όρια που κζτει ο ςυγγραφζασ ςτθν παρουςίαςθ
του υλικοφ του κα δϊςω δφο παραδείγματα, κεωρϊντασ τα χαρακτθριςτικά. Στο
πρϊτο κεφάλαιο του βιβλίου, παρά τον τίτλο που του δίνει, δεν αςχολείται με τον
«ΔΣΕ ςτθ δθμόςια ιςτορία και τθν ιςτορικι ζρευνα». Θεωρεί ότι «θ δθμόςια
μνιμθ… ακολουκεί τισ εςωτερικζσ εξελίξεισ ςτο ΚΚΕ και ςτο διεκνζσ κομουνιςτικό
ςφςτθμα μζχρι τισ μζρεσ μασ» (ς.15). Γράφει ωσ εάν ςτθν Ελλάδα να μθν είχε
ειπωκεί ι γραφτεί ςχεδόν τίποτα για τον εμφφλιο από τθ δεκαετία του 1950 ωσ
τθν εμφάνιςθ του «Δικτφου για τθ Μελζτθ των Εμφυλίων Πολζμων» (2000) που να
μθν ςχετίηεται με τθν ΕΔΑ, το ΚΚΕ και τισ διαςπάςεισ του. Το ςφνολο του επίςθμου
και θμιεπίςθμου λόγου περί του
«εαμοβουλγαροκομμουνιςτολθςτοςυμμοριτιςμοφ» παρουςιάηεται ςε μια φράςθ
και μια υποςθμείωςθ (ς. 22). Ήδθ από τθν πρϊτθ φράςθ του βιβλίου ο
ςυγγραφζασ κεωρεί αυτονόθτθ τθν ζναρξθ του εμφυλίου το 1943, δίχωσ να μπει
ςτον κόπο να τεκμθριϊςει τον ιςχυριςμό του, ζςτω και με μια παραπομπι (ς. 9).
Διά τθσ αφαίρεςθσ τθσ ιςτορικισ ςυγκυρίασ, των γερμανϊν και των ςυνεργατϊν
τουσ και παρουςιάηοντασ το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ ωσ «κομμουνιςτικό ςτρατόπεδο»
(ς. 10) «πετυχαίνει» να κεμελιϊςει τον ιςχυριςμό του περί αιωνίου δίψασ του ΚΚΕ
για εξουςία εκτόσ των χρονικϊν ορίων τθσ μελζτθσ του- αποςείοντασ ζτςι
«ζντεχνα» τθν ανάγκθ τεκμθρίωςθσ του «δεδομζνου» του ςτο παρόν βιβλίο.
Αποτζλεςμα όλων αυτϊν των αφαιρζςεων είναι μια μελζτθ που κινείται ςτα
όρια μεταξφ μιασ ειςαγωγισ και μιασ μονογραφίασ, κάτι το οποίο ζχει πολφ
ςυγκεκριμζνεσ επιπτϊςεισ ςτο πεδίο τθσ παρουςίαςθσ του υλικοφ: δε χρειάηεται να
εμβακφνει (είναι ειςαγωγικό) αλλά, ταυτόχρονα, δε μπορεί παρά να εμβακφνει
(είναι μονογραφία). Ζτςι, αν παρατθριςει κάποιοσ τισ παραπομπζσ κα διαπιςτϊςει
ότι ο ςυγγραφζασ ςε κάποια ςθμεία παραπζμπει ςυςτθματικά ςε αρχειακζσ
μαρτυρίεσ (κυρίωσ ςτο κεφάλαιο ςχετικά με τθ βοικεια των Λαϊκϊν Δθμοκρατιϊν
ςτον ΔΣΕ), ενϊ ςε κάποια άλλα δεν παραπζμπει κακόλου, προβάλλοντασ τουσ
ιςχυριςμοφσ του ωσ αυτονόθτα και δεδομζνα πορίςματα που δίνουν τθν εντφπωςθ
ςτον μθ ειδικό και νεαρό αναγνϊςτθ ότι (μάλλον κα) βρίςκουν ςφμφωνθ τθν
ακαδθμαϊκι κοινότθτα (τουλάχιςτον τα μζλθ τθσ που «ςτοχάηονται ελεφκερα») .
Η δυναμικι του εξθγθτικοφ ςχιματοσ βρίςκεται ςτθ μορφι του, διότι μζςω αυτισ
ζχει προνοιςει για τθν αποδοχι του από τον «κάκε ενδιαφερόμενο αναγνϊςτθ».
Αυτόσ είναι άλλωςτε και ο κφριοσ ςτόχοσ του: «ςτινοντασ» μια ελεγχόμενθ
προςομοίωςθ ενόσ οιωνεί διαλόγου με το ςιμερα ζχει ήδη απαντήςει πειςτικά
ςτισ παρορμιςεισ και τισ προκαταλιψεισ του αναγνϊςτθ. Σφμμαχοσ του ςχιματοσ
δεν είναι θ αποδοχι του από τθν ακαδθμαϊκι κοινότθτα (παρά μόνο
δευτερευόντωσ και αργότερα) αλλά θ ιςχφουςα εικόνα τθσ ςθμερινισ
πραγματικότθτασ: ςε μια κοινωνία που θ «πολιτικι» κεωρείται ςυνϊνυμο τθσ
κλοπισ, όπου ο «απλόσ λαόσ» αποτελεί αντικείμενο εξαπάτθςθσ, φαίνεται
πράγματι αυτονόθτο ότι μια κομματικι θγεςία «τυφλωμζνθ από το όραμά τθσ για
τθν κατάλθψθ τθσ εξουςίασ» μπορεί να εξαναγκάςει διά τθσ βίασ εκατό χιλιάδεσ
ανκρϊπουσ να πολεμιςουν επί τρία ςυναπτά ζτθ «ζναν πόλεμο που δεν πίςτευαν
και δε μποροφςαν να κερδίςουν» (ς. 185). Και για να υπενκυμίςω τον «ψυχοπακι»
Χίτλερ που είναι τόςο πολφ τθσ μόδασ ςτισ μζρεσ μασ, εφόςον «θ οικονομία είναι
κζμα ψυχολογίασ», όπωσ κακθμερινά ακοφμε από ζγκριτουσ ςχολιαςτζσ, το ίδιο
δεν ιςχφει και για τθν Ιςτορία; Όπωσ λοιπόν ο ναηιςμόσ ανάγεται ςτθν φερόμενθ
ψυχαςκζνεια του θγζτθ, ζτςι και «θ εικόνα του ελλθνικοφ κομουνιςμοφ των ετϊν
1946-1949 δεν είναι παρά αυτι μιασ ουτοπίασ που ζχαςε τα λογικά τθσ» (ς. 185).
Με μια καυμαςτι αντιςτροφι τθσ πραγματικότθτασ ο παράλογοσ κόςμοσ μασ
φαντάηει αιωνίωσ απαράλλαχτοσ και απολφτωσ λογικόσ.