You are on page 1of 25

"Για την Καρδιά ενός Κτήνους (1985 - 2000)" - Γιάννης Αγγελάκας

(2001)

Λονδίνο, Άμστερνταμ ή Βερολίνο,

έχεις ξεχάσει που ακριβώς θέλεις να πας.


Όσα κι αν έχω δανεικά πια δε σου δίνω,
να κανείς βόλτες με το ματζικ μπας.

Ταξιδιάρα ψυχή,
κι αν θέλω δίπλα σου είναι δύσκολο να μένω,
Καιρός να δω τη δικιά μου ζωή,
σ' αυτό το ταξίδι δε θα σε περιμένω.

θα ψωνιστώ και κάποιο βράδυ,


ο,τι έχω μέσα μου για σένα θα το σβήσω,
Είναι μονόδρομος ο δρόμος που 'χεις πάρει,
και δε σε βλέπω να γυρίζεις πίσω.

Ταξιδιάρα ψυχή,
κι αν θέλω δίπλα σου είναι δύσκολο να μένω,
Καιρός να δω τη δικιά μου ζωή,
σ' αυτό το ταξίδι δε θα σε περιμένω.

Λονδίνο, Άμστερνταμ και Βερολίνο,


έχεις ξεχάσει που ακριβώς θέλεις να πας.
Όσα κι αν έχω δανεικά πια δε σου δίνω,
να κανείς βόλτες με το ματζικ μπας.

Ταξιδιάρα ψυχή,
κι αν θέλω δίπλα σου είναι δύσκολο να μένω,
Καιρός να δω τη δικιά μου ζωή,
σ' αυτό το ταξίδι δε θα σε περιμένω.

(Ταξιδιάρα Ψυχή, Τρύπες, 1985)

Άχαρη μέρα, στείλε ως εδώ


βρώμικο αέρα, βρώμικο φως
Παίξε για μας, Χάσε για μας
Σβήσε, σβήσε, σβήσε για μας

Κακοντυμένη μέρα
κάνε μας συντροφιά
οδήγησέ μας τώρα
ίσια στο πουθενά

Άχαρη μέρα, μη σταματάς


να μας δαγκώνεις, να μας πονάς

Γέλα για μας, Κλάψε για μας


Σβήσε, σβήσε, σβήσε για μάς

Κακοντυμένη μέρα
κάνε μας συντροφιά
οδήγησέ μας τώρα
ίσια στο πουθενά

(Άχαρη Μέρα, Πάρτι στον 13ο Όροφο, 1987)

Υπάρχει η αγάπη
Υπήρχε από πάντα
Σκάβει από μέσα τον πλανήτη
Σιγά σιγά ρουφάει τα σωθικά του
Κι όλο μας ονειρεύεται
Την ώρα που βουλιάζουμε στο τίποτα
Μια για πάντα
Κι ύστερα η σιωπή
Ως που να ξεπεταχτούν
Καινούργιες ράτσες
Για να μιλούν
Πως κάποια πλάσματα
Προϊστορικά ζήσαν και βασίλεψαν
Στην πλάτη του θάνατου
Γεμάτη σπυριά
Γεμάτη αγάπη
Κι ούτε οι θεοί τους ξέραν
Τι εννοούσαν
Μ' αυτή τη λέξη

(Υπάρχει η Αγάπη, Τρύπες στον Παράδεισο, 1990)

Aν δε χωράς μέσα σε μια άθλια πατρίδα


Aν δε σου φτάνει μια ελπίδα τυφλή
Aν δε χώρας μέσα σε μια ονειροπαγίδα
Aν δε χώρας σε μια αγκαλιά φυλακή

Τότε τι κρίμα, τι κρίμα, τι κρίμα


παντού περισσεύεις και παντού ξεψυχάς
Τότε τι κρίμα, τι κρίμα, τι κρίμα
δεν χώρας πουθενά δεν χώρας πουθενά

Τότε τι κρίμα, τι κρίμα, τι κρίμα


παντού περισσεύεις και παντού ξεψυχάς
Τότε τι κρίμα, τι κρίμα, τι κρίμα
δεν χώρας πουθενά πουθενά πουθενά

Aν δε χώρας μέσα σ' εν' άνοστο αστείο


Aν δε σου φτάνει μια σκληρή προσευχή
Aν δε χώρας μέσα σ' ένα ψυχοπορνείο
Aν δε χώρας σ' ένα σπασμένο κορμί

(Δεν Χωράς Πουθενά, Εννιά Πληρωμένα Τραγούδια, 1993)

Είδα έναν άντρα να πέφτει


Είδα έναν άντρα να πέφτει

Είδα έναν άντρα να πέφτει


Είδα έναν άντρα να πέφτει

Είδα έναν άντρα να πέφτει


όμως δεν πρόλαβα να κάνω ευχή

(Είδα έναν Άντρα να Πέφτει, Υπέροχο Τίποτα(Γ. Αγγελάκας - Γ. Καρράς), 1993)

Τα μεθυσμένα αγγελούδια μου κοίτα


Πως φτερουγίζουν στης γιορτής τον αέρα
Με κάθε μου όνειρο με κάθε μου ελπίδα
Γεμίζουν χρώματα τη μαγική μου σφαίρα

Τ’ αεροπαρμένα αγγελούδια μου κοίτα


Πως ξεμυτάν απ’ τ’ ουρανού τα λημέρια
Γλιστρώντας πάνω σε μια έρημη τσουλήθρα
Ερχονται όλα να με βρουν εδώ πέρα

Κι όλοι το ξέρουν πως :


Απόψε θα ‘χουμε μια όμορφη νύχτα
Κι αύριο θα ‘ναι μια καλύτερη μέρα
Απόψε θα ‘χουμε μια όμορφη νύχτα

Κι αύριο θα ‘ναι μια καλύτερη μέρα


Απόψε θα ‘χουμε μια όμορφη νύχτα
Κι αύριο θα ‘ναι άλλη μια...

(Φινάλε, Κράτα το Σώου Μαϊμού, 1994)

Ακούω τις θάλασσες


και τα ποτάμια σου
Ακούω το γέλιο
Ακούω το κλάμα σου

Τις μελωδίες που γεννιούνται στα σπλάχνα σου


Τις πολιτείες και τους ανθρώπους
που ταξιδεύουν κάτω απ' το δέρμα σου
Ακούω την αλήθεια σου κι' ακούω το ψέμα
Και μια μικρή ζεστή αγωνία μου γλυκαίνει το αίμα

Ακούω την Αγάπη


Ακούω την Αγάπη
Ακούω την Αγάπη
και δεν ακούω τις σκέψεις μου

Ακούω τους ήλιους


και τους πλανήτες σου
Ακούω τις χαρές σου
ακούω τις λύπες σου

Τις αρμονίες που γεμίζουν τις νύχτες σου


Τους εραστές και τους τρελούς
που ξενυχτάν κάτω απ' το δέρμα σου
Ακούω την αλήθεια σου κι' ακούω το ψέμα
Και μια μικρή ζεστή αγωνία μου γλυκαίνει το αίμα

Ακούω την Αγάπη


Ακούω την Αγάπη
Ακούω την Αγάπη
και δεν ακούω τις σκέψεις μου

(Ακούω την Αγάπη, Κεφάλι γεμάτο Χρυσάφι, 1996)

Όσοι γελούν κι όσοι χλευάζουν


Όσοι ασκόπως τριγυρνάνε και ρεμβάζουν
Είναι επικίνδυνοι και με τρομάζουν
Είναι επικίνδυνοι

Όσοι θρηνούν κι όσοι γιορτάζουν


Όσοι τον πόνο ή τη χαρά γυμνοί αγκαλιάζουν
Είναι επικίνδυνοι και με τρομάζουν
Είναι επικίνδυνοι

Όσοι αγρυπνούν και δε δειλιάζουν


Όσοι σωπαίνουν κι όσοι απόκοσμα ουρλιάζουν
Είναι επικίνδυνοι και με τρομάζουν
Είναι επικίνδυνοι

Όσοι γελούν κι όσοι χλευάζουν


Όσοι ασκόπως τριγυρνάνε και ρεμβάζουν
Είναι επικίνδυνοι και με τρομάζουν
Είναι επικίνδυνοι
Όσοι γελούν κι όσοι χλευάζουν
Όσοι ασκόπως τριγυρνάνε και ρεμβάζουν
Είναι επικίνδυνοι και με τρομάζουν
Είναι επικίνδυνοι

Όσοι αγαπούν κι όσοι σπαράζουν


Όσοι ονειρεύονται έναν κόσμο πιο ζεστό
Όσοι Δε σκύβουν ούτε διατάζουν
Όσοι τη βρίσκουν με τραγούδια σαν αυτό

Είναι επικίνδυνοι και με τρομάζουν


Είναι επικίνδυνοι
Είναι επικίνδυνοι όλοι αυτοί
Οι ονειροπόλοι, οι χαμένοι, οι τρελοί
Είναι επικίνδυνοι όλοι αυτοί
Θα έπρεπε κιόλας να ‘χουν ήδη συλληφθεί
Είναι επικίνδυνοι όλοι αυτοί
Οι μεθυσμένοι απ’ το θεό, οι εθισμένοι στη ζωή
Είναι επικίνδυνοι όλοι αυτοί
Θα έπρεπε κιόλας να ‘χουν ήδη συλληφθεί

(Ακίνδυνο Τραγουδάκι, Μέσα στη Νύχτα των Άλλων, 1999)

Χώρες που απλώνεστε γαλήνιες δίχως σύνορα


Διάφανες πόλεις, κρυμμένες μες στο φως
Λικνίζεστε στην άκρη του ορίζοντα
Σαν όνειρο, σαν πόθος κοντινός
Μα εγώ κάτω από τα κύματα σας χάνω
Πως να κινήσω αυτόν τον άγριο καιρό
Βουλιάζω μες στο τίποτα
Κι όλο φοβάμαι
Φοβάμαι πως θ' αργήσω να σας βρω

(Χώμα και Νερό, Χώμα και Νερό(Γ. Αγγελάκας - Α. Ζαμπέτας - Γ. Χριστιανάκης),


2000)

*Αποτίμηση μιας καριέρας, μιας εποχής, μιας ολόκληρης ζωής.. 15 χρόνων ενός
ανθρώπου-ηγέτη του μεγαλύτερου ροκ συγκροτήματος της ελληνικής σκηνής. Οι
"Τρύπες" του Γιάννη Αγγελάκα που γεννήθηκαν στα υπόγεια της Θεσσαλονίκης
στα 1984, προκαλώντας σάλο με την "Ταξιδιάρα Ψυχή" στα 1985 και κάνοντας
σαματά επί δεκαπέντε συναπτά έτη σε όλη την Ελλάδα, τη Κύπρο και την
Ευρώπη, με στίχους, μουσικές αλλά και συναυλίες και εμφανίσεις πανικού του
κοινού. Διαλύθηκαν στις παρυφές του 21ου αιώνα, με τον ροκ σταρ Γιάννη
Αγγελάκα να ακολουθεί -με τους Επισκέπτες του- τη αξιολογότατη σόλο
καριέρα, που όλοι απολαμβάνουμε στους καιρούς μας. Ο πρόλογος του Άκη
Λαδικού, όλοι οι στίχοι του Αγγελάκα για τους 7 δίσκους των Τρυπών, για το
"Υπέροχο Τίποτα" με τον Γ. Καρρά και το σάουντρακ-άλμπουμ της ταινίας του
Π. Καρακανεβάτου "Χώμα και Νερό". Και συνεντεύξεις, πολλές συνεντεύξεις
όλα αυτά τα χρόνια στο "Ήχος και Hi-Fi", "The Thing", "Ποπ+Ροκ", "Το
Βήμα", "Το Έθνος", "Μετρό", "Ελευθεροτυπία", "Metropolis Press",
"Δίφωνο", "Έψιλον" κ.ά, σε ραδιοφωνικές εκπομπές καθώς και οι αδημοσίευτες
συζητήσεις του με τον Χ. Ιωαννίδη. Οι Εκδόσεις Λιβάνη, λοιπόν, μετά την
έκδοση των δυο θαυμάσιων ποιητικών του συλλογών, αναλαμβάνων και αυτό το
requiem άλμπουμάκι αναμνήσεων του Γιάννη Αγγελάκα.

Αγγελάκας, Πώς τολμάς να νοσταλγείς ρε τσόγλανε.

Πριν αρχίσουν όλα

Είχαν κιόλας αρχίσει

Πριν φτάσω ήμουν ήδη εκεί

Τα ίχνη μου και ο δρόμος προϋπήρχαν

Τ' ακολούθησα

Βρήκα ένα σπίτι στις φλόγες

Μπήκα μέσα και του 'βαλα φωτιά.

Ήταν κάποιος που δεν ήξερε καμιά ιστορία


Κι όλο έλεγε
Ξέρω πολλές ιστορίες
Μια απ' αυτές λέει πως
Ήταν κάποιος που δεν ήξερε καμιά ιστορία
Κι όλο έλεγε
Ξέρω πολλές ιστορίες
Μια απ' αυτές λέει πως
Ήταν κάποιος που δεν ήξερε καμιά ιστορία
Κι όλο έλεγε
Ξέρω πολλές ιστορίες
Μια απ' αυτές λέει πως
Ήταν κάποιος

Ω! Δεν αντέχω το καλύτερο


Μα ούτε το χειρότερο μπορώ να υπομένω
Κι ελπίζοντας σε κάτι που δε θα 'ναι πιθανό
Μα ούτε και απίθανο
Κάθομαι εδώ και περιμένω
ΘΑΛΑΜΟΣ Α

Πρώτα πρώτα ήταν εκείνη η ιδέα να πάρω τους δρόμους


αναζητώντας στην τύχη ένα καλοφτιαγμένο κομψό βαλιτσάκι
με βελούδινη επένδυση και επίχρυσο κούμπωμα, να
αδειάσω μέσα του τον απόπατό μου και ύστερα να το φυλάξω
μακριά από ξένα χέρια και βλέμματα, να το κρατήσω
μαζί μου μέχρι να ψοφήσω.
Σύμφωνα λοιπόν με κείνη την πρώτη ιδέα, σε κάποιον απ'
τους εν λόγω περιπάτους μου σκοντάφτω σε κάτι βαρύ,
που δεν είναι άλλο από αυτό το γαμημένο κουτί που αναζητώ.
Πιο όμορφο, πιο επιβλητικό απ' όσο το ονειρευόμουνα,
ξεπερνάει και τις πιο αποπνιχτικές μου φαντασιώσεις. Τ'
ανοίγω και είναι γεμάτο πολύτιμες πέτρες, εκθαμβωτικά
μαργαριτάρια, χρυσά και πλατινένια ζάρια.
Είμαι ευτυχισμένος, ή μάλλον όχι, αυτό δε λέει τίποτα, επιτέλους
υπάρχω κατειλημμένος από τον ίλιγγο και το
φούντωμα πριν την ολοκλήρωση της οριακής μου προσδοκίας.
Αδειάζω με βιασύνη το μυθικό και συνάμα αδιάφορο περιεχόμενο
του στον πρώτο σκουπιδοτενεκέ που συναντώ
και κρατώντας το σφιχτά στην αγκαλιά μου ψάχνω μια ήσυχη
γωνιά να το γεμίσω επιτέλους με τα μοναδικά τυχαία
μου περιττώματα.
Μ' όλα αυτά προσπαθώ κι εγώ σαν καθωσπρέπει κυνικός
να κρατήσω την απαιτούμενη απόσταση από τον εαυτό
μου, εμποδίζοντας τον έτσι να μπει στο πετσί οποιουδήποτε
ρόλου, ακόμα και αυτού για τον οποίο μπορεί να
γεννήθηκε.

15

Μια τέτοια νύχτα με τέτοιες σκέψεις ο ύπνος θα 'ρθει σαν


ζαχαρωμένο φαρμάκι.
Αυτός ο εύκολος ύπνος που τιμάει μεμιάς ελαφριά και αιθέρια
πνεύματα σαν και του λόγου μου. Έρχεται πάντα λίγο
πριν τον καλέσω. Μ' αγαπά και με ξέρει καλά. Κι εγώ
του παραδίνομαι αμέσως κάτω από τα περιφρονητικά

βλέμματα παλιών αγαπημένων φαντασμάτων που ενοικούν


μόνιμα πλέον στις σκοτεινές γωνιές της κάμαρας μου.
Σταματάω τώρα και χαζεύω όλες αυτές τις λέξεις που άπλωσα
πάνω στο ανυπεράσπιστο κωλόχαρτο. Τις σιχαίνομαι.
Τις βλέπω αραδιασμένες τη μία δίπλα στην άλλη
και νιώθω ανίκανος να συλλάβω το φανερό τους προσωπείο,
την καλυμμένη τους προστυχιά, τη ματαιότητα τους.
Τις μισώ τόσο που καταλαμβάνομαι από τη μανία να γεννήσω
κι άλλες, κι άλλες, στριμώχνοντας όσο πιο πολλές
μπορώ, έτσι που στο τέλος να τις δω να ασφυκτιούν, να
σαλεύουν απελπισμένες η μια πάνω στην άλλη, να κουλουριάζονται
από δύσπνοια, να κλαψουρίζουν παγιδευ

μένες, να ξεψυχούν.

Ως εδώ. Καταλαβαίνω πού το πάω και δεν πρόκειται να


με εμποδίσω.
Μ' αυτό το κατάφωρο μίσος μου για οποιαδήποτε Τέχνη
δεν μπορεί παρά να οδηγηθώ από την πίσω της πόρτα
στα κρυφά της σφαγεία, εκεί που ακόμη η αγάπη ελπίζει
και ο έρωτας παίρνει μπρος σαν μοτόρι μηχανής του κιμά
που περιμένει να περάσω στο χωνευτήρι του την καρδιά
μου, πρησμένη από ψόφια λαγνεία, για να μου την ξαναπροσφέρει
στις ματωμένες μου χούφτες. Μια λαμπερή
τούφα από τα ξανθά μαλλιά της Μ.

16

Πριν συλλάβω οτιδήποτε, σκέφτομαι αμέσως την καταστροφή


του. Για την ακρίβεια, η ανάγκη να καταστρέψω
κάτι συγκεκριμένο μου δημιουργεί την επιθυμία να το γεννήσω.
Εκτροφείο ανάγωγων σκιών. Το θυμάμαι ακόμα. Εκεί
μέσα ένιωσα πρώτη φορά τον εαυτό μου.

ΘΑΛΑΜΟΣ Β

Ο βρομερός μου κόσμος αλώθηκε από ενισχυμένα ένζυμα


απορρυπαντικών.
Δε βγήκα από μια καθωσπρέπει ματωμένη μήτρα.
Ξεβράστηκα ζαλισμένος μέσα από το φινιστρίνι ενός
πλυντηρίου.
Μα υπάρχουν λεκέδες που δεν το βάζουν κάτω, λεκέδες
πείσμονες, ηρωικοί λεκέδες.
Με μια τέτοια περιουσία κάτω απ' το δέρμα μου συνέχισα
γεμάτος απόφαση.
Μόνο που έπρεπε πού και πού να κλείνω τα αφτιά μου
στο τραγούδι της μοίρας.
Γιατί αυτή η καριόλα, σαν μυριστεί αγοράκια με πρώιμη
σηψαιμία, χαλάει τον κόσμο με τα φάλτσα της.
Ο παράδεισος μου 'πεφτε πάντα λιγάκι στενός.
Θέλω μια κόλαση στα μέτρα μου.
Κίβδηλοι φίλοι χλιμιντρίζουν με χαμόγελα ξυράφια, κάτω
από φως που ατονεί κιτρινιάρικο, μισοπεθαίνει ζουλιγμένο,
ανακατεμένο με σάλια πηχτά στο στόμα κάποιου
ξενύχτη και άπραγου νεκροθάφτη.
Κι όλα αυτά κάτω απ' το ροχαλητό που αιώνια συντροφεύει
το κουφάρι της σκυλόμορφης θεότητας, εκείνης
που, αφού χόρτασε να αλυχτάει και να χαχανίζει, παράτησε
τα σύνεργα της (μαστίγια, τρομπέτες, κουρδιστούς
δαίμονες) και το 'ριξε στον ύπνο. Λαγοκοιμάται. Το ένα
της μάτι μισάνοιχτο, θολός καθρέφτης απογοήτευσης, σιχαμάρας,
καταφρόνιας. Το άλλο κλειστό, σκληρό, αδιάφορο,
σκονισμένο. Σκαρφίζεται να βάλει μπρος καινούριες
εντολές, οι παλιές σκούριασαν, ξεθώριασαν. Να μι

σείτε, να κλέβετε, να σκοτώνετε, να μοιχεύετε, να τελειώνετε


επιτέλους. Τούτη τη φορά θα σας καταφέρω. Ω! Δεν
μπορεί να το ρίξετε στην αγάπη μόνο και μόνο για να με
ξεκάνετε και πάλι.
Δεν μπορείς να με δεις, σκύλα! Δεν κατάφερες ποτέ να μ'
αγαπήσεις, θλιβερό πανανθρώπινο χούφταλο! Μόνο να
νοικιάσεις την ψυχή μου μπορείς κι αυτό όσο κρατάει ένα
χορταστικό γεύμα σε κάποιο περιποιημένο εστιατόριο κι
ύστερα, μόλις αρχίσω να ρεύομαι, σε ξεχνώ και πάλι.
Ξημερώνει. Μισοκατανοημένο πρώτο φως. Λαμπερός
δαμαστής αγριεμένων και χαμένων ψυχών.
Μετανιώνω για όσα έως τώρα ισχυρίστηκα, για ό,τι ως
τώρα υπήρξα.
Μετανιώνω γι' αυτή μου ακόμα τη μετάνοια.

ΘΑΛΑΜΟΣ Γ

Ήρθε ένα απόγευμα ντυμένη ισχνά, στολισμένη με τα

στίγματα μιας σαρκοφάγας νοσταλγίας.

«Μ' ομορφαίνει ο πόνος;» με ρώτησε ή εγώ της απάντη

σα «Σ' ομορφαίνει ο πόνος» χωρίς να θυμάμαι αν με είχε

ρωτήσει κάτι τέτοιο.


Ευέξαπτα γουρουνίσια πνεύματα στράγγιζαν ανάμεσα
μας μια απόσταση αποθαρρυντική, ένα τόσο δα χάος που
ήταν αδύνατο να καλυφθεί με μια πολύπλοκη χειρονομία,
ένα υπεράνθρωπο salto mortale' έφτανε μόνο ένα φιλί να
ξορκιστεί μια τέτοια στοιχειωμένη αμηχανία. Δεν της το

'δωσα κι αυτή το δέχτηκε.

Γέμισε ο χώρος σιχαμερούς πλασιέδες τραγουδιών. Με

φρεσκοτσαλακωμένα κοστούμια και χαμόγελα προσποι

ητής λαγνείας μού πρότειναν τις φτηνές άπληστες μελω

δίες τους' απλώνοντας μπροστά μου τη βδελυρή πραμά

τεια τους, σιγοσφύριζαν σαν εκπαιδευτές σκουληκιών:

«Αυτό είναι ό,τι πρέπει για τον πόνο και αυτό για τη χαρά'

αυτό, κοιτάξτε αυτό και φανταστείτε να το ακούτε στο

κρεβάτι, χμμ... Καταλαβαίνετε τι εννοούμε βέβαια».

Προσευχήθηκα στον Κάιν και στον Μάνσον. Προσευχή

θηκα στον Τζακ και στον Δράκο του Σέιχ Σου. Τα δόντια

μου γένηκαν κοφτερά στιλέτα και από τα νύχια μου ξε

φύτρωσαν βελόνες πυρωμένες. Χύμηξα αλέθοντας ό,τι

ζωντανό κινιόταν γύρω μου κι ύστερα γαληνεμένος ξά

πλωσα στο κέντρο του αναπάντεχου μικρού μου καθαρτή

ριου παραμερίζοντας σάρκες ζεστές, σπλάχνα και ξινι

σμένες μελωδίες, μουρμουρίζοντας μέσα σε χαύνωση λυ

τρωτική: «Τι γλέντι! Τι σφαγή!»


ΘΑΛΑΜΟΣ Δ

Με κατατρώγει αυτό το ανώδυνο ξεπέρασμα των αρχικών


μου πόθων.
Ω! Η πρώτη ιδέα έχει κιόλας αντικατασταθεί με μια άλλη
πιότερο ευπρόβλεπτη, ευέλικτη, πρακτική. Ή μάλλον όχι.
Εδώ έχουμε να κάνουμε με υποκατάσταση. Παλεύω με το
υποκατάστατο της μέρας και όχι με την ίδια τη μέρα.
Ερωτοτροπώ με το υποκατάστατο της νύχτας και όχι με
την ίδια τη νύχτα. Ούτε καν αυτό τον ίδιο το θάνατο δεν
ανέχομαι, πρέπει να βρεθεί κάτι άλλο.
Αρχίζω και νιώθω περισσότερο άνθρωπος μέσα σ' αυτή
τη φτηνή και απόκοσμη φαντασμαγορία της ματαιότητας,
θέλω να παρουσιάσω το δικό μου νούμερο.
Στριμώχνομαι στη σειρά με υπερτροφικές μπαλαρίνες,
σταφιδιασμένες πριμαντόνες, καυλωμένους στρατοκράτες,
βιαστές λαχανικών, ορχήστρες δολοφόνων, φυματικούς
μεσσίες, πυρηνικούς επιβήτορες. Έρχεται η σειρά
μου, έρχεται η σειρά μου και δεν έχω τίποτα αξιόλογο να
επιδείξω, κάποιο τρικ να γοητεύσω έστω μερικούς. Τρέμω.
Τα έχω χαμένα. Αυτό θα κάνω. Θα ουρλιάξω πως

είμαι πάμφτωχος κι αδέξιος κι ανίκανος και κενός και ί

σως γι' αυτό ν' αξίζω μια στιγμή την προσοχή σας. Θα
τρομάξουν. Δεν μπορεί, θα με χειροκροτήσουν.

Α! Ξημερώνει για τα καλά, πρέπει να βρω κάποιον να του


πω μια καλημέρα. Αρκεί βέβαια αυτός ο κάποιος να μην
οπλοφορεί.

ΕΞΟΔΟΣ (Είμαι ελαφρύς)

Είμαι ελαφρύς. Πιο ελαφρύς κι από πούπουλο κοκαλιάρη


γλάρου. Ελαφρύς σαν το πνεύμα της σαπουνόφουσκας
και σαν το χάδι της ευθυμίας. Είμαι ελαφρύς. Ελαφρύτερος
κι από το νυφικό της αράχνης. Ελαφρύς σαν
φεγγαρόσκονη και σαν παιδικό χάχανο. Τα ακροδάχτυλα
των ποδιών μου εγκαταλείπουν το έδαφος. Φτερωτά
φτερά και τουρμπίνες ζαχαρωτά δουλεύουν φουριόζικα
μες στην καρδιά μου. Ανηφορίζω ανέμελος και μακάριος
την πιο ανηφορική, την πιο θεσπέσια, την πιο εύκολη ανηφόρα.
Καταπίνω τα σύννεφα και χουφτώνω τους αστερισμούς.
Χορεύω βαλς με τη Μεγάλη Αρκούδα, παίζω
κρυφτό με τη Μικρή, σβήνω το Άλφα του Κενταύρου.
Κι ύστερα, σαν παραχορτασμένος σκύλος, νωχελικά απλώνομαι
πάνω στην πλάτη του χάους, ενός καλοσυνάτου
βροντόσαυρου που δε σταματά στιγμή να ταξιδεύει, και εκεί
κοιμάμαι ανυποψίαστος για το πού θα με βρει η αυγή.
Έρχονται στιγμές που βρίσκεις στη ζωή όσα μόνο από το
θάνατο μπορούσες να ελπίζεις.

ΟΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΙ ΤΗΣ ΡΑΤΣΑΣ ΜΑΣ

Οι καλύτεροι της ράτσας μας γίνονται φονιάδες

Ακολουθούν σε απόσταση ασφαλείας

οι ποιητές

οι παραμυθάδες

οι τερατολόγοι γενικώς

Μερικές χιλιάδες έτη φωτός πιο πέρα


Πλατσουρίζουν αγέλαστοι κι ανόρεχτοι
Στα στάσιμα νερά της μετριότητας
Οι όμηροι του φόβου

ΜΠΑΛΩΜΈΝΕΣ ΑΠΟΧΈΣ

Θα 'ρθουν καιροί
Που ακόμη και τα βαλσαμωμένα πουλιά
Θα ανοίξουν
Τις φτερούγες τους
Και θα αποχωρήσουν περήφανα
από τις βιτρίνες μας.

Και εμείς
Οι δήθεν ζωντανοί και παντοδύναμοι
Πιο ηττημένοι από ποτέ
Θα τα κυνηγάμε ασθμαίνοντας
Και θα ανεμίζουν στον αέρα
Ανήμπορες
Οι μπαλωμένες μας απόχες
ΒΆΛΤΟΣ

Αυτός ο βάλτος στέκει


Πάνω απ' τους χρυσούς κίονες των ναών μας
Είμαστε οι ηττημένοι υπεράνθρωποι
Μας κατατρόπωσε

ένα ξεδοντιάρικο κουνούπι

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑ

Πανωλεθρία
Η αυτογνωσία του σακάτη
Η εκδίκηση της ζάχαρης
Τα σαρκοφάγα τριαντάφυλλα
Η αγκαλιά του φακίρη
Η πρωινή σαστιμάρα του βρικόλακα
Ξενοδοχείο η Επανάληψη
Πανωλεθρία

ΓΙΑ ΤΗ ΣΧΙΖΟΦΡΕΝΕΙΑ

Η σχιζοφρένεια είναι μια υγιής αντίδραση της ψυχής


και του πνεύματος ενάντια στη σταθερή και ανελέητη
εξουσία του χρόνου.

Η ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΣΚΙΩΝ

Είμαστε εδώ

Χωρίς να είμαστε

Αναπνέουμε
Περπατάμε
Μισούμε

Αγαπάμε

Αγοράζουμε
Πουλάμε
Μόνο και μόνο
Για να δικαιολογούμε

Την απουσία μας


Πώς μπορεί να ονομάζεται

Ένας κόσμος
Φτιαγμένος από σκιές

Ανύπαρκτων σωμάτων
Οι καθρέφτες αποτυπώνουν
Εντυπώσεις δυνατών ψευδαισθήσεων πόνου
Είμαστε όλοι

Ασθενικά αιμορραγούντα φαντάσματα


Μάταια προσπαθούμε ν' αφήσουμε τα χνάρια μας
Για την εποχή των πραγμάτων
Που θα ακολουθήσει
Τη δικιά μας εποχή των σκιών

ΓΙΑ ΤΟ ΦΟΒΟ

Κι ο πιο μεγάλος φόβος μου φοβάται


μην και δεν τον φοβηθώ

ΓΙΑ ΤΟΥΤΟ ΤΟ ΚΑΚΟΜΟΙΡΟ ΚΟΡΜΙ

Θυμήσου

Κι αν ακόμη υπάρχει αθανασία

Στο πνεύμα σου θα προσφερθεί

Τούτο το κακόμοιρο κορμί

Να στηριχτεί

Ούτε μια τόση δα ψευδαίσθηση δεν έχει

Μόνο κρεβάτια καταβόθρες


Βάναυσα αγκαλιάσματα
Πρόσκαιρα τιποτένια μελανώματα

Δαγκωματιές ρηχές

Λιποταξίες
Να προσδοκάς τη σκόνη

Αυτό δεν είναι άλλοθι

ΠΟΛΕΜΟΣ

Στα χαρακώματα του εγκεφάλου οι στρατιώτες της μνήμης


οπλισμένοι με δάκρυα υδρογονοβόμβες αμύνονται. Η
περισσυλογή ακατόρθωτη. Οι νύχτες εχθρεύονται τις νύχτες
και οι μέρες εχθρεύονται τις μέρες. Καμία συνοχή,
καμία αντιπαράθεση. Ένας κόσμος που χωρίστηκε στα
δύο και εκσφενδονίστηκε σε διαφορετικές κατευθύνσεις.
Πόλεμος η λέξη που γεμίζει χαρά τις παρέες των μικρών
αγοριών στις θορυβώδικες αλάνες. Πόλεμος το τελειωτικό
παιχνίδι που δημιουργεί και καταστρέφει αυτοστιγμεί
την κόλαση του ανδρισμού, που μεσουρανεί πάνω στο
καύκαλο των ερωτικών τραγουδιών.

Η ΣΚΕΨΗ ΛΕΝ ΠΩΣ ΤΡΕΧΕΙ

Η σκέψη λεν πως τρέχει

πιο γρήγορα απ' το φως


Μα αν είναι να βρεις την αγάπη σου
Όσο κι αν βιάζεσαι
Καλύτερα ξεκινά με τα πόδια

ΛΑΘΟΣ ΚΙΝΗΣΗ

Καθισμένος ένα ολόκληρο απόγευμα


Στην παλιά μπαλωμένη μου πολυθρόνα
Μην περιμένοντας κανέναν να μου χτυπήσει την πόρτα

και κανέναν να με χαϊδέψει


και κανέναν να με μαστιγώσει
και κανέναν να με δεχτεί
και κανέναν να με απορρίψει

Ένιωσα να με πλησιάζει κάτι

που θα μπορούσε να 'ταν η ευτυχία


Τότε σηκώθηκα να σημειώσω αυτές τις λέξεις
Και όλα πήγανε στράφι
ΕΙΔΑ ΕΝΑΝ ΑΝΤΡΑ ΝΑ ΠΕΦΤΕΙ

Είδα έναν άντρα να πέφτει


όμως δεν πρόλαβα να κάνω ευχή

ΣΟΥΠΕΡΜΑΝ

Ο Σούπερμαν, σε μια μικρή ξαφνική διάλειψη ανασφάλειας


που τον επισκέφτηκε σε ώρα πτήσης, γκρεμοτσακίστηκε
πάνω στην ταράτσα του Ινστιτούτου Υπαρξιστικών
Ερευνών.

ΠΑΡΟΙΜΙΑ

Μπάτε, φίλοι σκύλοι μου, αλέστε


Κι αν πάλι δε χορτάσετε
μη με καταριέστε

ΜΙΑ ΕΥΧΗ

- Κάνε μια ευχή με μια λέξη


— Όχι πόνος
- Μα αυτές είναι δύο
- Στ' αρχίδια μου

ΗΑΡΡΥΕΝD Ι

-
Έι, μάνατζερ, έχω κάτι δάκρυα για πούλημα
-
Επιτέλους, πάνω που σε νόμιζα ξοφλημένο!
-
Πιο πολύ γι' αυτό έκλαψα
-
Έλα στην αγκαλιά μου, μεγάλε μου αρτίστα,
Πληγωμένο μου σκυλί,
Σ' αγαπώ σαν φουσκωμένο πορτοφόλι!

ΗΑΡΡΥΕΝD II

—Έι, μάνατζερ, έχω κάτι φόβους για πούλημα


-
Αληθινούς;
-
Αληθινούς
-
Ανελέητους;
-
Ανελέητους
-
Πρωτότυπους;
-
Ξέρω γω;
-
Δώσ' μου κάτι να καταλάβω!
-
Να, καμιά φορά φοβάμαι πως ο κόσμος αναπνέει
μες στην κωλοτρυπίδα σου
-
Σ' αγαπώ, λατρεμένε μου μπάσταρδε,
σ' αγαπώ σαν τα ρουθούνια μου

Ο ΕΚΛΕΚΤΟΙ ΦΟΥΚΑΡΑΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Είμαι ο εκλεκτός φουκαράς της ζωής


Οπλισμένος με πληγές - χάπια - τσιγάρα

διαβατήριο - συνάλλαγμα
Περνάω ελεύθερα από τη μια διάσταση στην άλλη
Και επιστρέφω γκρινιάζοντας
Σε δυσδιάστατες άγραφες σελίδες

ΜΗΤΕΡΑ ΘΛΙΨΗ

Φανερώσου
Με τα σκοτάδια σου να χαμογελούν
Την πέτρινη αγκαλιά σου να ορέγεται ακόμη
Στρατιές μοναχικών δημίων
Τους πειρατές των εφτά σκουπιδότοπων
Με τις λιγδιάρικες στολές τους
Να λαμπυρίζουν
Στη διάταξη των μικρών και των μεγάλων φαλλών
Αναλογίσου όλους εμάς
Που καρτερούμε τυλιγμένοι σε μολυσμένες ρόμπες
Με παντόφλες και κέρατα
Ρίχνοντας χαμόγελα νάρκες στους καχύποπτους γείτονες
Όλους εμάς
Που φτυαρίζουμε αποκαμωμένοι το σκοτάδι
Με υπεριώδη βλέμματα
Και στρώνουμε δείπνα συντροφικά
Και μοιραζόμαστε ψίχουλα μπαγιάτικιας δόξας
Και μουχλιασμένους μύθους
Αναλογίσου μας και φανερώσου
Με το επίσημο σου ένδυμα
Με τα δόντια σου τα κοφτερά τα δίκαια
Ροκάνισε το θάνατο
Που καρφιτσώθηκε στα κόκαλα μας
Και ξαναβάφτισέ μας γιους σου
Φανερώσου
Μητέρα θλίψη
Δεν την αντέχουμε πια
Τόση ορφάνια

ΑΓΝΩΣΤΗ Χ

Με σκαλίζεις σαν ξερό χωράφι


Κι ό,τι σάπιο κι άχρηστο βρίσκεις το αγαπάς
Το χρυσάφι μου το πετάς στα σκουπίδια
Αναλογίζομαι την ώρα που θα φεύγεις
Νομίζοντας πως πήρες ό,τι ήθελες να πάρεις
Δίχως ποτέ να σου περάσει απ' το μυαλό
Πως πήρες ό,τι σου άξιζε να πάρεις

ΔΕΛΤΑ

Δεν ξέρω πώς συμβαίνει


Μια σταγονίτσα της να με ξεπλένει
Να παρασέρνει μακριά

τόση βρομιά
Δεν ξέρω πώς συμβαίνει
Ν' ακούω τόσα πολλά όταν σωπαίνει
Να νιώθω τόση απλοχωριά

σε μια αγκαλιά
Δεν ξέρω πώς συμβαίνει
Μια σπίθα τόση δα να με ζεσταίνει
Να ζω μια ολόκληρη ζωή

κάθε στιγμή

ΠΑΡΑΞΕΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ
Παράξενος διεστραμμένος άνθρωπος που ήταν
Τόση ομορφιά τριγύρω του
Κι αυτός χαιρόταν

ΧΩΜΑ ΚΑΙ ΝΕΡΟ

Χώρες που απλώνεστε γαλήνιες δίχως σύνορα


Διάφανες πόλεις κρυμμένες μες στο φως
Λικνίζεστε στην άκρη του ορίζοντα
Σαν όνειρο, σαν πόθος κοντινός
Μα εγώ κάτω απ' τα κύματα σας χάνω
Πώς να νικήσω αυτό τον άγριο καιρό
Βουλιάζω μες στο τίποτα κι όλο φοβάμαι
Φοβάμαι πως θ' αργήσω να σας βρω

ΚΥΡΙΑ ΤΩΝ ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΑΝΕΜΩΝ

Κυρία των μέσα μου ανέμων,

Δε θέλω να αρνηθώ ό,τι ακριβώς σε οδήγησε

Να σπείρεις μέσα μου την ευλογία της κίνησης

Της πράξης

Να ρίξεις το σκοινί
Στο σκοτεινό κι αλλόκοτο πηγάδι
Που χρόνια λαθροζούσα
Για να βρεθώ ξανά στο λαμπερό σου κόσμο
Το θαυμαστό
Τον πληγωμένο
Σου υπόσχομαι να ξεκοιλιάζω κάθε βράδυ
Τους θλιβερούς ορίζοντες της λογικής μου
Ν' απογειώνομαι από τις φλούδες του γραπτού μου λόγου
Στους πλησιέστερους φιλάσθενους πλανήτες
Κάθε φορά και μ' ένα αλλιώτικο τραγούδι
Να ξεμουδιάζω γλείφοντας τον κοφτερό σου σκελετό
Κι ούτε ένα Μάιο δε θ' ανεχτώ
Να σκύψει πάνω μου
Με λόγια σκωπτικά
Και σύριγγες
Και φαγωμένα χείλη
Να ειρωνευτεί την αδειανή και χυλωμένη μου πατρίδα
Πιο ριψοκίνδυνος κι από τον Ναζωραίο
Θα περπατήσω πάνω απ' την κινούμενη
Τη σαρκοφάγο άμμο

Που διατηρεί απρόσιτες τις χώρες των ιερών παλιάτσων


Και των σεληνιασμένων γελωτοποιών
Τραυλίζοντας λόγια ισχνά
Μα και σπουδαία
Θ' αποσυρθώ στις προθανάτιες κοιλάδες των λοιμών
Και της αγάπης
Όπου απ' το μαύρο χώμα τους διάσπαρτα ξεφυτρώνουν
Κορμιά ανθρώπινα διαμελισμένα
Πλάι στις φεγγαρολουσμένες παπαρούνες
Ίσως κι εγώ εκεί να λησμονήσω τον τραυματία ουρανό
Και ν' αρχινήσω ένα τραγούδι που θα λέει μόνο
Σ' αγαπώ - σ' αγαπώ
Και σαν τελειώνει θα σταματάνε τα ποτάμια
Κι οι οδοντοστοιχίες θα εκρήγνυνται
Και θα γεμίζει ο αέρας πέταλα καρατομημένων ανθών
Καρπούς γυναικείων χεριών
Και λιωμένα κοσμήματα
Κυρία των μέσα μου ανέμων,
Τιμώρησε με αν θες
Γύμνασε με στο γέλιο και στον πόνο
Είμαι ο οριστικός εραστής σου
Ο αόριστος
Ο τωρινός και ο παντοτινός
Ο πιο ανώριμος
Ο πιο σοφός
Τώρα πια γνωρίζω τι μ' οδηγεί να υποτάσσομαι
Στην ετοιμόρροπη και ασθενική σου θέληση

ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΣΚΥΛΙΑ

Η πίκρα στο στόμα το πρωί


Δεν έχει να κάνει με τσιγάρα
Και χθεσινοβραδινά μεθύσια
Χρόνος προδομένος είναι
Που αργά και σταθερά
Μου σφίγγει το λαρύγγι

Τ' αδέσποτα σκυλιά κείτονται ψόφια


Πάνω στο λεπτό παγωμένο δέρμα της λίμνης
Ονειρεύονται τη θάλασσα
Κι ευτυχώς ευτυχώς ευτυχώς
Κανείς πια δεν μπορεί
Να τα ξυπνήσει
ΘΑ ΞΑΝΑΡΘΟΥΜΕ

Προτείναμε τα μελανιασμένα στήθη μας

Στα ξωτικά των λεωφόρων

Ουρλιάζαμε από κατάνυξη

Δαιμονισμένοι

Στις τακτικές ολονύχτιες λατρείες μας


Εγώ κι οι φίλοι μου

Είχαμε τους θεούς με το μέρος μας

Τίποτα δε φαινόταν πως μπορούσε

Να σκορπίσει τα σκονισμένα μας στέμματα


Εγώ κι οι φίλοι μου

Ατρόμητοι βασιλιάδες των σκοταδιών


Μονάχα ο χρόνος απεδείχθη
Σταθερός και ανελέητος εχθρός
Μας κατατρόπωσε

Τώρα μπορείτε ανέμελοι να ψιθυρίζετε


Τις νυσταγμένες μελωδίες σας
Στα σοκάκια που κληρονομήσατε
Μα θα ξανάρθουμε
Κι αλίμονο σας
Θα ξανάρθουμε

ΑΠΟΗΧΟΙ

Καθισμένος στο κέντρο της μικρής μου αυλής


Νηφάλιος παρατηρώ
Την αγωνιώδη τρεχάλα της σκιάς μου
Γύρω γύρω στον ορίζοντα
Πού και πού φτάνουν στ' αφτιά μου
Οι απόηχοι από τις απόκοσμες στριγκλιές της

«Είμαστε περικυκλωμένοι απ' το Θεό


Είμαστε περικυκλωμένοι απ' το Θεό
Χωρίς ελπίδα
Ανέτοιμοι»
ΑΙΘΕΡΙΑ ΛΑΣΠΗ

Τώρα ταξιδεύεις χωρίς φόβο


Δικαιωμένη ως τις άκρες των νυχιών σου
Περιφέροντας την αιθέρια λάσπη σου
Το άρωμα των ζαχαρωμένων σπονδύλων σου
Και τη φωταγωγία της γλώσσας σου
Στο χωρίς τέλος ξεκίνημα
Όλων των πιθανοτήτων
Σε ζηλεύω
Σε λυπάμαι
Σε αγνοώ
Σκύβεις πάνω από το λεκέ της ανυπαρξίας σου
Θρηνώντας που δεν είσαι περισσότερο νεκρή

ΘΕΛΩ ΝΑ ΓΝΩΡΙΣΩ
ΟΛΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΣΚΥΒΟΥΝ

Θέλω να γνωρίσω όλους αυτούς που σκύβουν


Πάνω από ένα καθαρό κομμάτι χαρτί
Μέσα σε βρόμικες διαλυμένες κάμαρες
Γεμάτοι οργή κι απόγνωση
Αποφασισμένοι ωστόσο
Να το λεκιάσουν με λέξεις

βρόμικες λέξεις
άγιες λέξεις
λέξεις κλειδιά
ιδέες φαντάσματα
λυτρωτικές φράσεις

Θέλω να γνωρίσω όλους αυτούς τους μανιακούς του λόγου

Να γλείψω το μελάνι από τα δάχτυλα τους


Να φιλήσω τα παραμορφωμένα τους μέτωπα
Να συμμαζέψω τις τσαλακωμένες τους ονειρώξεις
Να διορθώσω τα ορθογραφικά λάθη του έρωτα τους
Να τους καθησυχάσω
Να τους πείσω πως δε χρειαζόμαστε άλλο αίμα γι' απόψε
Πως χορτάσαμε
Κι ύστερα να τους βάλω στο κρεβάτι
Και να τους νανουρίσω

ΛΕΞΕΙΣ
Λέξεις λέξεις λέξεις

Νύχτωσε πάλι
Η μέρα που ήταν να 'ρθει σήμερα τι απέγινε;
Τραγούδησε ο ουρανός το τρυφερό τραγούδι του;
Για ποιον;
Που ήμουν εγώ;

Λέξεις λέξεις λέξεις

Ικέτευες και εκλιπαρούσες για ένα βηματάκι


Την ώρα που χιλιόμετρα μπορούσες να διανύσεις
Γύρω σου οι πάγοι λιώνανε

ποτάμια ορμητικά γεννιόνταν


Και συ σαν βράχος έστεκες κι αφουγκραζόσουν
Λέξεις

Νύχτωσε πάλι
Η μέρα που ήταν να 'ρθει σήμερα τι απέγινε;

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΩΝ ΑΝΕΜΩΝ

Μας ξύπνησαν οι πόθοι κάποιου εξόριστου παράφρονα

θεού
Ερχόμαστε ουρλιάζοντας
Κι αλίμονο
Σ' όποιον νομίζει πως μπορεί στο διάβα μας ν' αντέξει
Οι ψευδαισθήσεις θα καούν
Θα φύγουν απ' τη μέση
Οι λέξεις θα ηττηθούν
Η κατανόηση θα θριαμβεύσει

"Σάλια, Μισόλογα και Τρύπιοι Στίχοι" - Γιάννης Αγγελάκας (1988)


Θεέ του μισού και της χαμένης επιστροφής
Μπορώ να δανειστώ τα δυο σου ξυλοπόδαρα;
Αν το κεφάλι σου είναι ένας ευφλεκτος πλανήτης
Μπορώ να σ' αγαπήσω για λίγο;
*
Αληθινό είναι ό,τι σπαταλιέται
δίχως εμφανείς λόγους
Ό,τι εκσφενδονίζεται στο μηδέν
δίχως ουρές και ίχνη
Ό,τι υπάρχει από σύμπτωση
δίχως να καυχιέται γι' αυτό
ίχως να νοιάζεται αν θα μπορεί
για πάντα να μη καυχιέται γι' αυτό.

Ζωγραφίζοντας το σκοτάδι
Πλημμυρίζουν τα σκέλια μου λέξεις κλειδιά
Είναι η εύκολη γέννα μιας κατεστραμμένης μελωδίας
Ο καινούργιος μου έρωτας

*
Στην Αθηνά
Τρέμουν τα πόδια μου το σώμα μου δειλιάζει
Κάθε φορά που πλησιάζεις προς τα δω
Με ξεσηκώνεις με χαλάς και μ' αναγκάζεις
Να μπω γυμνός στο ηλεκτρικό σου μακελειό

Μυρίζεις θάνατο μα εγώ σε γυροφέρνω


Δεν έχω δύναμη μακριά να κρατηθώ
Βάζω στην άκρη το μυαλό μου νικημένο
Μέσα στις στάχτες σου διψάω α βρεθώ

Σαν τότε που μας τρόμαζε το ήσυχο φεγγάρι


Σαν τότε που ματώναμε μαζί
Μόνοι σ' ένα άγνωστο νεκρό πλανήτη
Ερωτευμένοι σχιζοφρενείς

Τρέχω συνέχεια να κρυφτώ μακριά από σένα


Κι ενώ νομίζω πως μπορώ να γιατρευτώ
Πάνω σου πέφτω ξαφνικά κι απεγνωσμένα
Στα ηλεκτροσόκ σου προσπαθώ ν' αντισταθώ

(Αφιερωμένο κι από μένα στη "δική μου" Αθηνά)

*Η πρώτη ποιητική συλλογή του απόλυτου σύγχρονου ροκ σταρ, του Γιάννη
Αγγελάκα, άξιου συνεχιστή της ροκ παράδοσης του Παύλου Σιδηρόπουλου. Ο
Γιάννης Αγγελάκας, ο οποίος από τις αρχές του 2000 συνεχίζει solo καριέρα με
την παρέα του Νίκο Βελιώτη και του group των Επισκεπτών, εμφανίστηκε στα
μέσα της δεκαετίας του '80 στην ελληνική ροκ σκηνή με το πιο εκρηκτικό
συγκρότημα της χώρας, τις "Τρύπες". Η ψυχή, ο στιχουργός και ερμηνευτής ο
ίδιος, έγινε είδωλο για νέους και μεγάλους για πάνω από 15 χρόνια. Και
συνεχίζει..
Στα 1988 εκδίδει τη πρώτη του ποιητική συλλογή, η οποία επανεκδόθηκε στα
1995 από τις Εκδόσεις "Νέα Σύνορα - Λιβάνη". 54 σελίδες ποιητικών σκέψεων,
ροκ στίχων που μελοποιήθηκαν και προσωπικών του σκίτσων.

You might also like