You are on page 1of 110

ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ Ι (ΕΠΑ 301)

Διδάσκουσα: Μαρία Μαρκοδημητράκη


Μόνιμη Επίκουρη Καθ/τρια Ψυχ/γίας
Παν/μίου Κρήτης
markodim@edc.uoc.gr
Σκοπός του μαθήματος
• Το μάθημα αποτελεί το βασικό εισαγωγικό μάθημα στις
έννοιες της Αναπτυξιακής Ψυχολογίας. Σκοπός του
μαθήματος είναι η εισαγωγή των φοιτητών στο χώρο της
Ψυχολογίας του αναπτυσσόμενου ανθρώπου (βρέφους,
νηπίου, παιδιού και εφήβου). Ιδιαίτερα το μάθημα έχει ως
στόχους:
• α) Τη μύηση των φοιτητών στον κλάδο της Ψυχολογίας
που μελετά την αναπτυσσόμενη ανθρώπινη συμπεριφορά
και
• β) Την προσφορά επαρκών επιστημονικών γνώσεων,
ώστε οι φοιτητές να γνωρίσουν το παιδί ως ιδιαίτερο
ψυχοσωματικό οργανισμό και ανεξάρτητη
προσωπικότητα.
Περιεχόμενα μαθήματος
• α) Η σύγχρονη Ψυχολογία και η σύγχρονη
Αναπτυξιακή Ψυχολογία,
• β) Η ψυχική ανάπτυξη του παιδιού: έννοια,
γνωρίσματα, στάδια, ηλικίες και παράγοντες,
• γ) Η γνωστική ανάπτυξη του παιδιού: έννοια,
ανάπτυξη αισθήσεων, κινήσεων, αντίληψης
χώρου, χρόνου, μορφών και αριθμού και
• δ) Η συνθετική θεώρηση του ψυχικού βίου του
βρέφους, του νηπίου, του παιδιού και του
εφήβου.
• Διάρκεια: Το μάθημα περιλαμβάνει 13 τρίωρες
διαλέξεις.

• Χρήση Εποπτικών Μέσων: Οι τρίωρες


διαλέξεις θα γίνονται με χρήση Powerpoint.

• Εργασίες: Δεν δίνονται προσθετικές εργασίες.

• Αξιολόγηση: Η αξιολόγηση του μαθήματος


πραγματοποιείται στο τέλος του εξαμήνου με
γραπτή τρίωρη εξέταση.
Προτεινόμενα διανεμηθέντα συγγράμματα

1) Κρασανάκης, Γ. (2003). Ψυχολογία παιδιού και


εφήβου. Ηράκλειο: Αυτοέκδοση.

2) Κουγιουμουτζάκης, Γ. (επ. έκδ.) (1995).


Αναπτυξιακή Ψυχολογία: Παρελθόν, Παρόν και
Μέλλον. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις
Κρήτης.
Ιστορική αναδρομή
• Στην επιστήμη ο όρος «ψυχολογία» απαντά το 16ο
αιώνα (Μελάγχθων, 1560).
• Εισάγεται επισήμως στον επιστημονικό ορίζοντα με
τα έργα του Γερμανού C. Wolff (1679-1754)
«Psychologia empirica» (1732) και «Psychologia
rationalis» (1734).
• Αριστοτέλης - 17ος αιώνας: στασιμότητα ή ακόμα
και οπισθοδρόμηση στην εξέλιξη της ψυχολογίας.
• 17ος αι. και εξής: Πειραματική ψυχολογία
εξελίσσεται σε αυθύπαρκτο πεδίο συστηματικής
γνώσης και αποκτά την «αυτονομία» της ως
επιστημονική ψυχολογία.
ΣΧΟΛΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ
• Για τους πρωτοπόρους της ψυχολογίας Wilhelm
Wundt, William James και Herman Ebbinghaus ο
ορισμός της ψυχολογίας ήταν ξεκάθαρος:
ψυχολογία είναι η μελέτη του τρόπου λειτουργίας
του νου.

• Η κύρια προσέγγισή τους κατά την έρευνα του νου


ήταν η ενδοσκόπηση.
Wilhelm Wundt (1832–1920)
William James (1842–1910)
Herman Ebbinghaus (1850–1909)
Δομιστική Ψυχολογία (Wundt)
• Στοχεύει στην ανακάλυψη της δομής της
συνείδησης (μέσω πειραματικής ενδοσκόπησης),
δηλαδή των νόμων που επιτρέπουν την
εμφάνιση της συνειδητής εμπειρίας πέραν των
νευροφυσιολογικών αλλαγών που συμβαίνουν
στο επίπεδο των νευρώνων.
Λειτουργισμός (Functionalism), (William James)

• Θεωρείται πατέρας της αμερικανικής ψυχολογίας.

• Ήταν από τους πρώτους που υποστήριξε ότι ο


σωστός τρόπος μελέτης των ψυχολογικών
φαινομένων είναι μέσω της εξέτασης της
προσαρμοστικής τους αξίας και της
λειτουργικότητάς τους.
Eνδοσκοπική προσέγγιση
• Ηerman Ebinghaus: εργασίες πάνω στην
ανθρώπινη μνήμη και τη λειτουργία της.
Συμπεριφορισμός (μπιχεβιορισμός), (Ivan
Pavlov)
• Ο ζων οργανισμός μπορεί να αποκτήσει νέες
μορφές συμπεριφοράς μέσω του σχηματισμού
συνεξαρτήσεων μεταξύ ερεθίσματος και
αντίδρασης. Αυτό το είδος συνεξάρτησης είναι
γνωστή ως εξαρτημένη αντανακλαστική
μάθηση.
Συμπεριφορισμός (μπιχεβιορισμός), (John
Watson)
• Η μελέτη του νου είναι αδύνατη, διότι δεν μπορούμε να
παρατηρήσουμε ευθέως τις διεργασίες του. Αντ’ αυτού
μπορούμε άμεσα να παρατηρήσουμε τη συμπεριφορά.

• Ισχυριζόταν ότι τελικά θα μπορέσουμε να εξηγήσουμε


ολόκληρη την ανθρώπινη συμπεριφορά με όρους του τύπου
Ερέθισμα-Αντίδραση και ότι αντικείμενο της ψυχολογίας
πρέπει να είναι η μελέτη του πώς επισυμβαίνει η μάθηση αυτού
του είδους.
Συμπεριφορισμός (Skinner)
• Ο Skinner έδειξε ότι η μάθηση είναι δυνατό να
επισυμβαίνει εξίσου, όταν ο οργανισμός
ανταμείβεται με κάποιο τρόπο για την εκτέλεση
μιας ενέργειας.

• Συντελεστική μάθηση, το κλουβί του Skinner.


Sigmund Freud (1856–1939)
Ψυχανάλυση (Freud)
• Eστιάζει τις έρευνές του στη μελέτη του ασυνειδήτου.

• Κυρίως η θεωρία του ενδιαφέρθηκε για την ερμηνεία των


απωθημένων συναισθηματικών μορφών του ψυχικού βίου,
στις οποίες αποδίδεται μεγάλη βαρύτητα.

• Απέδωσε όλη τη συμπεριφορά του ανθρώπου σε


ασυνείδητες συγκρούσεις, που συμβαίνουν στον ανθρώπινο
νου.

• Διαπίστωσε ότι υπάρχουν και ασυνείδητα κίνητρα


συμπεριφοράς, ότι, δηλαδή, το άτομο δεν έχει επίγνωση
κάθε φορά του γιατί συμπεριφέρεται, όπως συμπεριφέρεται.
Ψυχανάλυση (Freud)

• Η ψυχαναλυτική θεωρία του Freud δίνει έμφαση


στην ικανοποίηση των βιολογικών ενστίκτων. Η
χρόνια αποτυχία ικανοποίησης των εγγενών
βιολογικών ορμών, της Libido, απολήγει σε
μόνιμες αλλοιώσεις της προσωπικότητας.
Jean Piaget (1896-1988)
Jean Piaget (1896-1988)
Γνωστική Ψυχολογία (Piaget)
• H πειραματική διερεύνηση των νοητικών διεργασιών της
αντίληψης, της προσοχής, της μνήμης, της σκέψης, της
γλώσσας και της μάθησης.

• Χρησιμοποίησε μια δική του μέθοδο, την κριτική ή κλινική


μέθοδο. Η μέθοδος αυτή δεν ακολουθεί τη συνήθη πειραματική
διαδικασία με σταθμισμένα τεστ και στατιστική ανάλυση.
Πρόκειται για συνδυασμό άμεσης παρατήρησης και
συνέντευξης.
Εξελικτική Ψυχολογία (Kρασανάκης, 2003)

 Ο επιστημονικός κλάδος που μελετά το είδος και


τη φύση των μεταβολών του ανθρώπινου
ψυχισμού καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του
ανθρώπου, καθώς και τους παράγοντες οι οποίοι
προσδιορίζουν τις μεταβολές αυτές.

 Οι όροι εξέλιξη και ανάπτυξη δεν είναι


ταυτόσημοι, αλλά ο πρώτος εμπεριέχει το
δεύτερο.
Αναπτυξιακή Ψυχολογία (Κουγιουμουτζάκης,
1992)
 Σκοπός της σύγχρονης Αναπτυξιακής Ψυχολογίας είναι
η ανίχνευση, η μελέτη, η περιγραφή και η ερμηνεία των
αλλαγών που συμβαίνουν στον ανθρώπινο νου (mind)
από την περίοδο της εγκυμοσύνης μέχρι τη στιγμή του
θανάτου.

 Ο όρος νους αποδίδει καλύτερα από τον όρο


συμπεριφορά το αντικείμενο μελέτης των σύγχρονων
αναπτυξιακών ψυχολόγων, ενώ διαγράφει μια
διαφορετική θεωρητική, μεθοδολογική και
επιστημολογική παράδοση από αυτή που προσπάθησαν
να επιβάλουν ο Skinner και οι συνεχιστές του.
Φάσεις Εξέλιξης
(Κρασανάκης, 2003)
 1. Ανάπτυξη
(από τη σύλληψη μέχρι το 20ό έτος, φάση κατά την
οποία διαμορφώνονται και ενεργοποιούνται οι
ψυχοσωματικές ιδιότητες του ατόμου)

 2. Ωριμότητα
(από το 21ο έτος μέχρι το 35ο περίπου, φάση κατά την
οποία ο ψυχοσωματικός οργανισμός παρουσιάζει ως
προς τη δομή και τη λειτουργικότητα μια πληρότητα και
τη μέγιστη απόδοση) και

 3. Ενέλιξη (ή φθίση, από το 35ο έτος περίπου μέχρι την


έσχατη γεροντική ηλικία, φάση κατά την οποία οι
ψυχοσωματικές ιδιότητες παρουσιάζουν μια βαθμιαία
κάμψη και ελάττωση).
Επιμέρους κλάδοι της Εξελικτικής
ψυχολογίας

• Αναπτυξιακή Ψυχολογία βρέφους


• Αναπτυξιακή Ψυχολογία νηπίου
• Αναπτυξιακή Ψυχολογία παιδιού
(οι 3 παραπάνω αλλιώς και ως Ψυχολογία του
παιδιού) και
• Αναπτυξιακή Ψυχολογία του εφήβου
Η θέση του παιδιού
 Το 16ο αιώνα: μικρογραφία των μεγάλων

 Το 17ο αιώνα: φύσει κακό ή φύσει καλό ή άγραφο


χαρτί

 Το 19ο αιώνα: θύμα της εκβιομηχάνισης της Ευρώπης


και της Αμερικής

 Στη σύγχρονη ψυχολογία: ένα αναπτυσσόμενο άτομο,


ένα ον sui generis, με ιδιαίτερες αναπτυξιακές
ανάγκες τις οποίες πρέπει να ικανοποιήσουμε
προκειμένου να μη διαταραχτεί η ομαλή του
ανάπτυξη.
Πρώτες προσπάθειες άμεσης παρατήρησης
και εμπειρικής μελέτης του παιδιού
 Παιδικές βιογραφίες (Pestalozzi, Tiedemann,
Preyer, Δαρβίνος)

 Επιστημονικές μελέτες (Stanley Hall, Binet,


Simon, Watson, Skinner, Bandura, Freud, Adler,
Jung, Erikson, Piaget, Bruner)

20ός αιώνας = ο αιώνας του παιδιού


• Φυλογένεση ή φυλογονία:
όρος βιολογικός που σημαίνει τη δημιουργία και
εξέλιξη όλων των ζωντανών οργανισμών από την
εμφάνιση της ζωής πάνω στη Γη μέχρι σήμερα με
μία λογική εξελικτική σειρά.

• Οντογένεση:
ανάπτυξη του ατομικού οργανισμού στη διάρκεια
της ζωής του.
Θεωρίες για την οντογένεση
 Κάποιοι τη θεωρούν ως μια διεργασία συνεχούς,
σταδιακής συσσώρευσης μικρών αλλαγών.
Επομένως, δίνουν έμφαση στην ποσοτική αλλαγή.
π.χ. οι αλλαγές στο ύψος πριν την ενηλικίωση.
 Κάποιοι άλλοι τη θεωρούν ως μια διεργασία
διακοπτόμενη από απότομες, συνεχείς αλλαγές.
Επομένως, δίνουν έμφαση στο γεγονός ότι
εμφανίζονται ποιοτικώς διαφορετικά σχήματα σε
συγκεκριμένα σημεία της ανάπτυξης, τα οποία
σχήματα αποκαλούνται αναπτυξιακά στάδια.
π.χ. ο τρόπος σκέψης μεταβάλλεται θεμελιωδώς με
την ηλικία.

Οι άνθρωποι εμφανίζουν ένα κράμα των δυο τύπων


ανάπτυξης
• Κρίσεις: οι αναπτυξιακές αλλαγές από την
εμβρυϊκή ζωή μέχρι το τέλος της ζωής,
αναγκαίες για τη σωματική και ψυχική
ολοκλήρωση του ανθρώπου.
• Edouard Claparede: όσο προφανές και να μας
φαίνεται ότι υπάρχει η παιδική ηλικία, δε συνιστά
κάτι τέτοιο καμιά λογική αναγκαιότητα
(Κρασανάκης, 2003).

• Piaget: - η ψυχική και η σωματική ανάπτυξη


μοιάζουν.
- η διαρκή εγρήγορση, η οποία χαρακτηρίζει την
πνευματική ικανότητα oνομάζεται «κινητή
ισορροπία».

• Wallon: έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στην ανάπτυξη


του νευρικού συστήματος από την οποία θεώρησε
ότι εξαρτάται η ψυχική ανάπτυξη (ρόλος
εξωτερικών παραγόντων).
Γενικά γνωρίσματα της ψυχικής ανάπτυξης

1. Ο ρυθμός της ανάπτυξης


2. Η ποσοτική ανάπτυξη
3. Η ποιοτική ανάπτυξη
4. Η ανομοιογενής ανάπτυξη
5. Η ατομική και η γενική ανάπτυξη

Ο τελολογικός χαρακτήρας της ανάπτυξης


είναι ίδιος για όλους τους ανθρώπους
Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΩΝ ΣΤΑΔΙΩΝ ΨΥΧΙΚΗΣ
ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

• Θεωρίες ωρίμανσης: κεντρικό χαρακτηριστικό


η έμφαση σε στάδια ωριμότητας.
ARNOLD GESELL
ARNOLD GESELL
ARNOLD GESELL
Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΩΝ ΣΤΑΔΙΩΝ ΨΥΧΙΚΗΣ
ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

• Ψυχοδυναμικές θεωρίες ανάπτυξης: Η


ανάπτυξη του παιδιού συντελείται κατά
στάδια.
SIGMUND FREUD
SIGMUND FREUD
Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΩΝ ΣΤΑΔΙΩΝ ΨΥΧΙΚΗΣ
ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

• Ψυχοκοινωνική θεωρία του Erikson:


χρησιμοποιεί στάδια, τα οποία, όμως, έχουν
βασικές διαφορές από αυτά του Freud.
Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΩΝ ΣΤΑΔΙΩΝ ΨΥΧΙΚΗΣ
ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

 Συμπεριφοριστικές θεωρίες ανάπτυξης:


η εμπειρία και όχι η ηλικία αποτελεί το
σημαντικό παράγοντα στην ανάπτυξη. Δεν
δίνεται καθόλου έμφαση σε στάδια ανάπτυξης.

 Γνωστικές θεωρίες ανάπτυξης:


η γνωστική ανάπτυξη πραγματοποιείται σε
στάδια με σαφώς καθορισμένη αλληλουχία, με
σχετικές διακυμάνσεις ως προς τη χρονική τους
έκταση από άτομο σε άτομο.
JEAN PIAGET
JEAN PIAGET
Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΩΝ ΣΤΑΔΙΩΝ ΨΥΧΙΚΗΣ
ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ
• Γνωστικές θεωρίες ανάπτυξης:

Bruner: Συμφωνεί με τον Piaget στα παραπάνω.


Ωστόσο, δε μιλά για «στάδια», αλλά «τρόπους
αναπαράστασης».
JEROME BRUNER
Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΩΝ ΣΤΑΔΙΩΝ ΨΥΧΙΚΗΣ
ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

• Κοινωνικοπολιτισμικές θεωρίες ανάπτυξης: η


αναπτυξιακή πορεία είναι μια συνεχής
διαδικασία που δεν περνά μέσα από στάδια.
ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΣΤΑΔΙΟΥ
(ισχύουν για όλες τις αναπτυξιακές θεωρίες)

• Η προοδευτική αλλαγή
• Η διαφοροποίηση
• Η συσσώρευση
ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΣΤΑΔΙΟΥ
(Piaget, 1955)
• Ιδιότητα της σταθερής διαδοχής

• Ιδιότητα της ενσωμάτωσης

• Ιδιότητα της δομής του συνόλου

• Προετοιμασία – ολοκλήρωση

• Το γνώρισμα του τελικού σχηματισμού και της


τελικής ισορροπίας
ΕΝΝΟΙΑ ΤΩΝ ΗΛΙΚΙΩΝ ΨΥΧΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

• Piaget: Παρόλο που η ωρίμανση είναι


σημαντική, ο κρίσιμος παράγοντας για τη
μετάβαση από το ένα στάδιο στο άλλο είναι οι
πράξεις του παιδιού στο περιβάλλον
(Πανοπούλου-Μαράτου 1998).
ΣΤΑΔΙΑ ΨΥΧΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ≠ ΗΛΙΚΙΕΣ
ΨΥΧΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

 Τα στάδια εκφράζουν τη δομή του πνεύματος σε


μια δεδομένη φάση της ψυχικής ανάπτυξης.

 Οι ηλικίες είναι τα μεγάλα χρονικά διαστήματα,


μέσα στα οποία αναπτύσσονται τα στάδια.

 Καθοριστικός ο ρόλος των ατομικών και


κοινωνικών διαφορών.
Περίοδοι ανάπτυξης κατά Piaget

1.Η αισθησιοκινητική περίοδος (0-2 έτος)

2.Η περίοδος των συμβολικών ενεργειών (2-7


έτος)

3.Η περίοδος των συγκεκριμένων νοητικών


ενεργειών (7-11/12 έτος)

4.Η περίοδος των θεωρητικών (τυπικών) νοητικών


ενεργειών (11/12-15 έτος).
Περίοδοι ψυχοσυναισθηματικής
ανάπτυξης κατά Freud
1. Η εμβρυϊκή ζωή (σύλληψη – γέννηση)
2. Η γέννηση
3. Η προγεννητική περίοδος με τα εξής επιμέρους
στάδια:
α) Στοματικό στάδιο (0-1 έτος)
β) Πρωκτικό στάδιο (2-3 έτος)
γ) Το ουρηθρικό στάδιο (3-4 έτος)
δ) Το φαλλικό στάδιο (4-6 έτος)

4. Η λανθάνουσα περίοδος (6-12 έτος)


Περίοδοι ψυχοσυναισθηματικής ανάπτυξης
κατά Freud

5. Η γεννητική περίοδος (12-65 έτος) με τις εξής


επιμέρους φάσεις:
α) Φάση της εφηβείας (12-19 έτος)
β) Φάση της ενηλικίωσης (20-65 έτος):
(ρομαντική (20-25 έτος), πατρότητας-
μητρότητας (25-40 έτος), κλιμακτήρια (40-50
έτος) και απόλαυσης των αγαθών της ζωής
(50-65 έτος).
Περίοδοι ψυχοσυναισθηματικής
ανάπτυξης κατά Freud

6. Η μεταγεννητική περίοδος (65 έτος - γήρας).


Περιλαμβάνει δυο επιμέρους φάσεις:
α) της απραγματοσύνης (65-75 έτος) και
β) των γηρατειών (75 έτος – θάνατο).

7. Ο θάνατος
Στάδια ψυχοκοινωνικής ανάπτυξης κατά
Erikson

1. Στάδιο εμπιστοσύνης – δυσπιστίας (0-2 έτος)


2. Στάδιο αυτονομίας - αμφιβολίας (2-3 έτος)
3. Στάδιο πρωτοβουλίας – ενοχής (3-6 έτος)
4. Στάδιο φιλοπονίας - κατωτερότητας (6-11 έτος)
5. Στάδιο ταυτότητας – σύγχυσης ρόλων (12-20 χρονών)
6. Στάδιο οικειότητας – απομόνωσης (νεανική ηλικία)
7. Στάδιο πανανθρώπινου ενδιαφέροντος –
αυτοαπορρόφησης (μέση ηλικία)
8. Στάδιο καταξίωσης – απόγνωσης (ωριμότητα)
Παράγοντες ψυχικής ανάπτυξης

• Εσωτερικοί (κληρονομικότητα)
• Εξωτερικοί (περιβάλλον: κοινό-μη μοινό)

• Γενετιστές της συμπεριφοράς: Οι ερευνητές που


προσπαθούν να κατανοήσουν πώς συνδυάζονται
οι γενετικοί παράγοντες με τους παράγοντες της
συμπεριφοράς, για να δημιουργήσουν ατομικές
διαφορές.
Μελέτες οικογενειών

• Mελέτες που συγκρίνουν μέλη μιας


οικογένειας, για να διαπιστωθεί πόσο μοιάζουν
ως προς ένα ή περισσότερα χαρακτηριστικά.
ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ή ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟΤΗΤΑ:
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΔΙΑΜΑΧΗΣ

• Ευγονική (Galton, 1875, 1884):


- η «Φύση είναι ισχυρότερη από την Ανατροφή»,
- η νοημοσύνη είναι κληρονομική και
- η λύση πρέπει να είναι ευγονική
• Cyril Burt:
- 1944: αναγκαστική χρήση των τεστ νοημοσύνης
στα 11 χρόνια
Κεντρικό ερώτημα της έρευνας των
Ευγονιστών τα τελευταία 130 χρόνια

• Το πρώτο ερώτημα ήταν «ποιος από τους δυο


παράγοντες (κληρονομικότητα ή περιβάλλον)
είναι η βασική πηγή της νοημοσύνης». Η
πολωτική και διχοτομική αυτή ερώτηση οδήγησε
σε ακραίες εμφυτοκρατικές θεωρίες με
επικίνδυνες κοινωνικές συνέπειες, αλλά και σε
ασαφή ή πλαστά αποτελέσματα, γι’ αυτό το
ερώτημα άλλαξε:
• «Σε τί ποσοστό κάθε παράγοντας συνεισφέρει στη
νοημοσύνη;» Πάλι, όμως, τα αποτελέσματα ήταν
είτε ασαφή, είτε δυσερμήνευτα, είτε μη
ικανοποιητικά για τους Ευγονιστές και το ερώτημα
αυτή τη φορά έγινε:

• «Πώς αλληλεπιδρούν οι κληρονομικοί παράγοντες


(γονίδια κτλ.) μεταξύ τους και με τους ειδικούς
περιβαλλοντικούς παράγοντες (προγεννητικοί
παράγοντες, επιπλοκές τοκετού, παιδικές
ασθένειες, υποσιτισμός, μορφωτικό επίπεδο
γονέων, γλωσσικό περιβάλλον, τιμωρητικοί ή όχι
γονείς, αριθμός μελών οικογένειας, σχολική
εκπαίδευση κτλ.) στην περίπτωση της
νοημοσύνης»;
• Στην πιο απλή μορφή κληρονομικής μεταβίβασης
ένα ζεύγος γονιδίων, ένα από κάθε γονιό,
καθορίζει ένα συγκεκριμένο κληρονομούμενο
χαρακτηριστικό.

• Τα γονίδια που ελέγχουν ένα συγκεκριμένο


χαρακτηριστικό (π.χ. αν θα υπάρχει ή όχι λακκάκι
στο πηγούνι), μπορεί να έχουν εναλλακτικές
μορφές που ονομάζονται αλληλόμορφα.
• Όταν τα αντίστοιχα γονίδια που κληρονομήθηκαν
από τους δυο γονείς, έχουν τον ίδιο
αλληλομορφικό τύπο (π.χ. και τα δυο «λακκάκι» ή
και τα δυο «όχι λακκάκι»), το άτομο ονομάζεται
ομόζυγο για το χαρακτηριστικό αυτό.

• Όταν τα αλληλόμορφα είναι διαφορετικά (το ένα


«λακκάκι» και το άλλο «όχι λακκάκι»), τότε το
άτομο είναι ετερόζυγο για το χαρακτηριστικό αυτό.
• Όταν ένα παιδί είναι ομόζυγο για κάποιο
χαρακτηριστικό που ελέγχεται από ένα μόνο
ζεύγος αλληλόμορφων γονιδίων, το παιδί θα
παρουσιάσει το χαρακτηριστικό που ορίζει το
αλληλόμορφο γονίδιο.
Όταν ένα παιδί είναι ετερόζυγο για κάποιο
χαρακτηριστικό, θα υπάρχουν 3 πιθανότητες:
1. Το παιδί να παρουσιάσει το χαρακτηριστικό που ορίζει
ένα μόνο από τα δυο αλληλόμορφα. Αυτό του οποίου τα
χαρακτηριστικά εκφράζονται, είναι το επικρατές, ενώ
εκείνο του οποίου τα χαρακτηριστικά δεν εκφράζονται,
είναι το υπολειπόμενο.

2. Το παιδί να παρουσιάσει τις επιδράσεις και των δυο


αλληλόμορφων και να εμφανίσει ένα χαρακτηριστικό
με μορφή ενδιάμεση.

3. Το παιδί να εμφανίσει το χαρακτηριστικό στο οποίο


συμβάλλουν και τα δυο αλληλόμορφα, αλλά, αντί να
έχει ενδιάμεση μορφή, το χαρακτηριστικό θα είναι
τελείως διαφορετικό από εκείνο που ορίζουν τα δυο
συμβαλλόμενα αλληλόμορφα. Αυτό το αποτέλεσμα
ονομάζεται συνεπικράτηση.
π.χ. Για τον τύπο αίματος υπάρχουν 3
αλληλόμορφα: Α, Β, Ο και 4 ομάδες αίματος: Α, Β,
ΑΒ και Ο.

• Αν το παιδί κληρονομήσει 2 αλληλόμορφα τύπου


Α, είναι ομόζυγο γι’ αυτό το χαρακτηριστικό.

• Αν το παιδί κληρονομήσει 2 αλληλόμορφα τύπου


Β, είναι ομόζυγο γι’ αυτό το χαρακτηριστικό.

• Αν το παιδί κληρονομήσει 2 αλληλόμορφα τύπου


Ο, είναι ομόζυγο γι’ αυτό το χαρακτηριστικό.
• Αν το παιδί κληρονομήσει 1 αλληλόμορφο τύπου Α και ένα
αλληλόμορφο τύπου Ο, ο γενετικός του κώδικάς για την
ομάδα αίματος θα είναι ΑΟ, ωστόσο, θα έχει ομάδα
αίματος Α, γιατί το Ο είναι υπολειπόμενο, άρα δεν
επηρεάζει την εμφανιζόμενη ομάδα αίματος.

• Το ίδιο συμβαίνει και αν το παιδί κληρονομήσει 1


αλληλόμορφο τύπου Β και ένα αλληλόμορφο τύπου Ο. Ο
γενετικός του κώδικάς για την ομάδα αίματος θα είναι ΒΟ,
ωστόσο, θα έχει ομάδα αίματος Β, γιατί το Ο είναι
υπολειπόμενο, άρα δεν επηρεάζει την εμφανιζόμενη ομάδα
αίματος.

• Αν το παιδί κληρονομήσει ένα αλληλόμορφο Α και ένα


αλληλόμορφο Β, θα εμφανίσουν συνεπικρατές αποτέλεσμα,
δηλαδή ομάδα αίματος ΑΒ, που είναι ποιοτικά διαφορετική
τόσο από την ομάδα Α, όσο και από την ομάδα Β.
Οι γενετιστές πρέπει να μελετούν τους οργανισμούς σε δυο
επίπεδα, για να ανακαλύψουν τις επιδράσεις των γονιδίων:

• το γονότυπο, δηλαδή το γενετικό υλικό του ατόμου (τα


συγκεκριμένα αλληλόμορφα που έχει κληρονομήσει το
άτομο) και

• το φαινότυπο, δηλαδή τα παρατηρήσιμα χαρακτηριστικά


του ατόμου: η υγεία του, τα χαρακτηριστικά του σώματος
και της προσωπικότητας και η συμπεριφορά, που
αναπτύσσονται μέσα από τις αλληλεπιδράσεις γονότυπου
και περιβάλλοντος.

• Τα περισσότερα ανθρώπινα χαρακτηριστικά είναι


πολυγονικά, δηλαδή δεν προκαλούνται από ένα και μόνο
γονίδιο, αλλά από την επίδραση πολλών γονιδίων.
ΒΑΣΙΚΟΙ ΝΟΜΟΙ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟΤΗΤΑΣ
ΤΟΥ MENDEL

1. Νόμος της ομοιομορφίας:


Όταν διασταυρώνονται «αμιγή στελέχη» της
πατρικής γενεάς, τα υβρίδια της πρώτης
θυγατρικής γενεάς είναι όλα ομοιόμορφα.
Π.χ. ΚΚ ΛΛ
ΚΛ
ΒΑΣΙΚΟΙ ΝΟΜΟΙ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟΤΗΤΑΣ
ΤΟΥ MENDEL
2.Νόμος του διαχωρισμού (της διασπάσεως):
Όταν διασταυρωθούν τα υβρίδια της πρώτης
θυγατρικής γενεάς, τότε τα χαρακτηριστικά της
πατρικής γενεάς διαχωρίζονται και
επανεμφανίζονται στη δεύτερη θυγατρική γενεά
με ορισμένες αριθμητικές αναλογίες.
Π.χ. ΚΛ ΚΛ
ΚΛ(50%), ΚΚ (25%), ΛΛ (25%)
ΒΑΣΙΚΟΙ ΝΟΜΟΙ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟΤΗΤΑΣ
ΤΟΥ MENDEL
3. Νόμος της ανεξαρτησίας:
Το γονίδιο που ελέγχει ένα χαρακτήρα, δεν
επηρεάζει τη μεταβίβαση του γονιδίου που
ελέγχει έναν άλλο χαρακτήρα. Ο ανεξάρτητος
διαχωρισμός των γονιδίων γίνεται, γιατί τα
χρωμοσώματα κάθε γονέα συνδυάζονται με
τυχαίο τρόπο κατά τη δημιουργία των γαμετών
(τα αναπαραγωγικά ή γεννητικά κύτταρα, δηλ.
το σπερματοζωάριο και το ωάριο).
Περιβάλλον

• «κοινό» (οι άμεσες εμπειρίες των παιδιών μιας


οικογένειας διαφέρουν από εκείνες των παιδιών
μιας άλλης οικογένειας),

• «μη κοινό» (οι ίδιες εμπειρίες, π.χ. θάνατος ενός


γονέα, βιώνονται διαφορετικά από τα παιδιά
λόγω διαφοράς ηλικίας, φύλου, ιδιοσυγκρασίας
κτλ.).
Κρίσιμο Συμπέρασμα

• Δεν κληρονομούμε ιδιότητες ή ψυχικά


γνωρίσματα των προγόνων μας, αλλά
προδιαθέσεις για την ανάπτυξη και διαμόρφωση
ψυχικών γνωρισμάτων
Αισθήματα
• Με κάθε αίσθημα αποκτούμε εμπειρία της
έντασης και της ποιότητας του ερεθίσματος.
• Οι νευρικοί υποδοχείς πρέπει να κωδικοποιούν
ταυτόχρονα την ένταση και την ποιότητα.
• Οι δενδρίτες δέχονται την πληροφορία στον
κάθε νευρώνα και ο νευράξονας μεταφέρει την
πληροφορία προς τους άλλους νευρώνες.
• Η νευρική μεταβίβαση έχει τη μορφή ηλεκτρικής
ώσης.
Αισθήσεις
• Δεν συμμετέχουν όλες οι αισθήσεις το ίδιο στη
διαμόρφωση της ψυχικής ζωής.

• Ανώτερες: Ακοή και Όραση


• Κατώτερες: Αφή, Όσφρηση, Γεύση, Κιναίσθηση
ή Ιδιοδεκτικότητα
KINHΣΕΙΣ

• Όσο απλές και αν φαίνονται, αποτελούν


εκδηλώσεις ποικίλων πολύπλοκων μηχανισμών.
ΔΙΔΥΜΑ ΕΜΒΡΥΑ ΚΑΙ ΒΡΕΦΗ

 Τα Δ έμβρυα στη
μήτρα επικοινωνούν
σωματικά/ απτικά
μεταξύ τους με
παραπάνω από έναν
τρόπους (αποφυγή,
προσέγγιση,
αμοιβαίες «κλωτσιές»,
απουσία αντίδρασης
στην απτική επαφή,
κ.ά).
ΔΙΔΥΜΑ ΕΜΒΡΥΑ ΚΑΙ ΒΡΕΦΗ
Κάποια ενδομήτρια
πρότυπα απτικής
συμπεριφοράς των
Δ συνεχίζουν να
παρατηρούνται
μεταγεννητικά κατά
τη διάρκεια της
βρεφικής και της
νηπιακής ηλικίας,
δηλαδή υπάρχει μια
συνέχεια
ορισμένων
συμπεριφορών και
συνηθειών πριν και
μετά τον τοκετό.
Είδη κινήσεων
• Ακούσιες κινήσεις:
Είναι οι κινήσεις που γίνονται ανεξάρτητα από
τη θέληση του ατόμου.
π.χ. η καρδιακή λειτουργία.

• Εκούσιες κινήσεις:
Είναι οι κινήσεις που το άτομο δίνει εντολή στο
σώμα να εκτελέσει. Πρόκειται, δηλαδή, για
ενσυνείδητες και σκόπιμες κινήσεις.
π.χ. οι κινήσεις των άνω και κάτω άκρων.
Είδη κινήσεων
• Ενστικτώδεις κινήσεις:
Η κίνηση που υποδεικνύει όχι κάποιος εξωτερικός
παράγοντας, αλλά κάποιο ένστικτο,
π.χ. η κίνηση του βρέφους να πιάσει το μαστό και
να αναζητήσει με το στόμα τη θηλή της μητέρας
του (ένστικτο αυτοσυντήρησης).

• Αυτόματες κινήσεις:
Αυτό το είδος των κινήσεων δεν οφείλεται σε
εξωτερικά ή εσωτερικά (ένστικτο) αίτια, αλλά
συμβαίνουν εξαιτίας ερεθισμάτων που πηγάζουν
από το νευρικό μας σύστημα,
π.χ. το βρέφος κουνά τα πόδια και τα χέρια του
αυθόρμητα.
Είδη κινήσεων
• Γενικές κινήσεις:
Το σύνολο των κινήσεων των μελών ή μερών
του σώματος, που συνοδεύουν τον άνθρωπο
από την αρχή της ζωής του.
π.χ. οι κινήσεις των οφθαλμών, των χειλιών,
της γλώσσας, της κεφαλής κ.α.

• Αντανακλαστικές κινήσεις:
Πρόκειται για αυτόματες και μηχανικές
αντιδράσεις του ατόμου σε ερεθίσματα που
δέχεται, χωρίς, όμως, να τα συνειδητοποιεί.
Είδη αντανακλαστικών

• Αντανακλαστικά της επιβίωσης και


• Αρχέγονα αντανακλαστικά
Αντανακλαστικά της επιβίωσης
▫ Αναπνοή (εισπνοή-εκπνοή)

▫ Αντανακλαστικό αναζήτησης

▫ Αντανακλαστικό πιπιλίσματος

▫ Αντανακλαστικό ανοιγοκλεισίματος των ματιών

▫ Αντανακλαστικό της κόρης του ματιού


Αρχέγονα αντανακλαστικά
• Αντανακλαστικό του Μoro

• Αντανακλαστικό του Babinski

• Δαρβίνειο αντανακλαστικό

• Αντανακλαστικό του βαδίσματος

• Κινήσεις κολύμβησης
• Οι εκούσιες ή σκόπιμες κινήσεις του σώματος ή
ορισμένων μερών του ονομάζονται κινητικές
δεξιότητες.

• Ο όρος αδρή κινητικότητα αναφέρεται στις


κινητικές δεξιότητες που περιλαμβάνουν τους
μεγάλους μύες των βραχιόνων, του κορμού και
των ποδιών.

• Ο όρος λεπτή κινητικότητα αναφέρεται στις


κινητικές δεξιότητες που περιλαμβάνουν
μικρότερους μύες, π.χ. των δακτύλων.
• Η ανάπτυξη των κινητικών δεξιοτήτων είναι
αποτέλεσμα της ωρίμανσης ή των εμπειριών
και της μάθησης;
• Gesell
• Αποτελέσματα ερευνών της διαπολιτισμικής
ψυχολογίας σε:
- βρέφη αφρικανικών χωρών-ΗΠΑ-Ευρώπης,
- αγροτικών- αστικών περιοχών,
- βρεφών σε ορφανοτροφεία,
- τυφλών βρεφών και βρεφών σε ορφανοτροφεία.
Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΩΝ ΛΕΠΤΩΝ ΚΙΝΗΣΕΩΝ

• Ακολουθεί την κατεύθυνση «από το κέντρο προς


την περιφέρεια».

ΑΔΡΗ ΚΙΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ
• Η ανάπτυξη της αδρής κινητικότητας προχωρεί
κεφαλουραία – από πάνω προς τα κάτω.
ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΩΝ ΣΦΙΚΤΗΡΩΝ – ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
ΤΟΥΑΛΕΤΑΣ
• Μάλλον οι γονείς είναι αυτοί που
«εκπαιδεύονται», αφού αυτοί είναι που πρέπει
να μάθουν να ερμηνεύουν σε αυτή την φάση τα
«μηνύματα» που στέλνει το παιδί, για να
μπορούν να αντιδρούν ανάλογα την κατάλληλη
στιγμή.
ΠΛΕΥΡΙΩΣΗ
Είδη πλευρίωσης:
• ομοιογενής: το άτομο χρησιμοποιεί
αποκλειστικά τη μια πλευρά του σώματος,
• διασταυρούμενη ή μικτή: το άτομο
εξυπηρετείται και από τις δυο πλευρές του
σώματος. Αλλού τα καταφέρνει καλύτερα με το
αριστερό και αλλού με το δεξί.
• αμφίπλευρη: το άτομο εξυπηρετείται εξίσου και
από τις δυο πλευρές του σώματός του.
ΑΝΤΙΛΗΨΗ

• Η διαδικασία μέσω της οποίας οι πληροφορίες


που έρχονται από το περιβάλλον, ερμηνεύονται,
για να σχηματίσουν αντικείμενα, γεγονότα,
εικόνες, ήχους, προτάσεις κτλ.

• Η αντίληψη είναι μια ερμηνευτική διαδικασία.


Αντιληπτικές Πλάνες
Επηρεάζονται από:
• τις προηγούμενες εμπειρίες μας,
• το πλαίσιο μέσα στο οποίο λαμβάνουν χώρα,
• τη δράση του υποκειμένου, αλλά και
• τις ίδιες τις αισθήσεις
Αντιληπτικό σύστημα
• πρέπει να είναι σε θέση να καθορίσει ποια
αντικείμενα υπάρχουν (μήλα, γάτες, τραπέζια
κτλ) και
• πρέπει, επίσης, να ξέρει που βρίσκονται αυτά
τα αντικείμενα (δεξιά μου, κοντά μου, μακριά
μου κτλ.).
Αναγνώριση αντικειμένου και
χωρικός εντοπισμός
• Η αναγνώριση αναφέρεται στον προσδιορισμό
της σημασίας ενός αντικειμένου.

• Ο χωρικός εντοπισμός αναφέρεται στον


καθορισμό της θέσης των οπτικών αντικειμένων.
Αντιληπτική σταθερότητα
• Είναι η διατήρηση της σταθερής εμφάνισης των
αντικειμένων παρόλο που τα είδωλά τους στον
αμφιβληστροειδή αλλάζουν συνεχώς.

• Αντιληπτική σταθερότητα μεγέθους και


σχήματος.

• Η αντίληψη ενός ατόμου μπορεί να είναι τελείως


διαφορετική από τα ερεθίσματα που δέχεται
από τα αισθητηριακά του συστήματα;
Περίπτωση «μέλους - φαντάσματος»
ΘΕΩΡΙΕΣ ΑΝΤΙΛΗΨΗΣ
• Θεωρία της άμεσης αντίληψης (Gibson):
Η αντίληψη είναι μια ενεργητική και άμεση λειτουργία,
που δε συμβαίνει από μόνη της, αλλά μέσα σε ένα
πλούσιο από ερεθίσματα περιβάλλον και που σκοπό
έχει να βοηθήσει το άτομο να προσαρμοστεί στον
περιβάλλοντα χώρο του.

• Ερμηνευτική διαδικασία:
Οι πληροφορίες που προέρχονται από ένα ερέθισμα, σε
συνδυασμό με τις προηγούμενες γνώσεις και εμπειρίες
δημιουργούν προσδοκίες σχετικά με το τι πρόκειται να
αντιληφθούμε.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΑΝΤΙΛΗΨΗΣ
• Ο Neisser πρότεινε μια σύνθεση των παραπάνω
θεωριών:
Όταν υπάρχουν πλούσια ερεθίσματα, τότε η
αντίληψη είναι άμεση, όπως την περιγράφει ο
Gibson. Όταν, όμως, οι πληροφορίες που διαθέτει το
άτομο είναι περιορισμένες, τότε πρέπει να
διαμορφώσει κανόνες και υποθέσεις, όπως
υποστηρίζουν οι Gregory και Bruner, σε διαφορετικά
επίπεδα (γνωστικό, κοινωνικό, πολιτισμικό, κτλ).

• Υπολογιστικές θεωρίες: Προσπαθούν να δείξουν πώς


πολύπλοκοι υπολογισμοί στο νευρικό σύστημα μπορεί
να μετατρέψουν ακατέργαστα αισθητήρια
ερεθίσματα σε μια αναπαράσταση του εξωτερικού
κόσμου.
Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΛΗΨΗΣ
• Με ποιες αντιληπτικές ικανότητες γεννιούνται
τα βρέφη και πως αναπτύσσονται αυτές οι
ικανότητες;
-Μέθοδος προτιμησιακού κοιτάγματος (Fantz)
-Φαινόμενο της εξοικείωσης

ΟΠΤΙΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ
• Αντίληψη ανθρώπινου προσώπου
• Αντίληψη του βάθους
• Διάκριση μορφής από το πλαίσιο
• Αντίληψη των αντικειμένων μέσα στο χώρο
-μέθοδος Loom-zoom
ΑΚΟΥΣΤΙΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ

Στους 4 μήνες έχουν αίσθηση μιας μουσικής


φράσης. Προτιμούν τα μινουέτα του Mozart με
παύσεις στο τέλος κάθε μουσικής φράσης, παρά
με σταματήματα σε αταίριαστα σημεία
(Krumhansi & Jusczyl, 1990).
Στους 7 μήνες έχουν αίσθηση μιας πρότασης.
Προτιμούν να ακούν τη μητέρα τους να τους λέει
μία ιστορία κάνοντας παύσεις στα σημεία που
ταιριάζει, παρά σε σημεία που διασπούν τη ροή
του λόγου (Hirsh-Pasek, 1987).
ΑΚΟΥΣΤΙΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ

• Σε αντίθεση με το οπτικό σύστημα, το ακουστικό


είναι εντυπωσιακά ώριμο κατά τη γέννηση. Οι
φυσιοκράτες θα έλεγαν ότι αυτό συμβαίνει για
να προετοιμαστεί γλωσσικά το παιδί.
• Τα βρέφη ακούν ήχους και αντιδρούν σε αυτούς
ακόμα και κατά την προγεννητική περίοδο
(μελέτη DeCasper).
• Βρέφη 3 ημερών στρέφουν το κεφάλι και τα
μάτια τους προς την κατεύθυνση του ήχου.
• Στους 4 μήνες προσπαθούν μέσα στο σκοτάδι
να εντοπίσουν ένα αντικείμενο που παράγει ήχο.
ΑΚΟΥΣΤΙΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ
• Στους 6 μήνες μπορούν να διακρίνουν την
απόσταση του ήχου και αν είναι μακρινός δεν
κάνουν προσπάθεια να βρουν το αντικείμενο
που τον παράγει (Clifton et al 1994).

• Κατά τον 8ο μήνα η ικανότητά τους να


ξεχωρίζουν λεπτές ηχητικές διαφορές αρχίζει να
φθίνει, καθώς εκτίθενται σε ένα περιβάλλον με
συγκεκριμένους γλωσσικούς ήχους. Τότε
αρχίζουν να παράγουν ήχους που μοιάζουν με
αυτούς του γλωσσικού τους περιβάλλοντος.
Ακουστικές προτιμήσεις
• σύνθετους ήχους (μια φασαρία από σκέτο τόνο),
• ήχους μέτριας έντασης,
• ήχους που σχετίζονται με την ανθρώπινη φωνή
• Οι ενήλικες μιλούν στα βρέφη με ένα μοναδικό
τρόπο, που είναι γνωστός ως «μητρική ομιλία».
Βρέφη 4 μηνών στρέφουν συχνότερα το κεφάλι
τους προς τη μεριά που παράγει τη «μητρική
ομιλία» παρά μια κανονική ανθρώπινη ομιλία
(Fernald, 1985).
Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΛΗΨΗΣ
ΝΗΠΙΑΚΗ ΗΛΙΚΙΑ
• Οι αντιληπτικές εντυπώσεις είναι γενικές,
αόριστες και πολλές φορές συγκεχυμένες.
• To παιδί της νηπιακής ηλικίας τείνει
περισσότερο στο να αποδέχεται τα αντιληπτικά
δεδομένα χωρίς να προσφεύγει στις
προηγούμενες εμπειρίες. Χαρακτηρίζεται,
δηλαδή, από το λεγόμενο αντιληπτικό ρεαλισμό.
• Τα νήπια δε βλέπουν ακόμα τόσο καλά όσο τα
παιδιά μεγαλύτερης ηλικίας.
• Με την πάροδο της ηλικίας το νήπιο μπορεί να
κάνει οπτικές διακρίσεις.
Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΛΗΨΗΣ
ΝΗΠΙΑΚΗ ΗΛΙΚΙΑ
• Με την πάροδο της ηλικίας το νήπιο μπορεί να
κάνει οπτικές διακρίσεις.

• Το διάστημα 3-6 ετών είναι ιδιαίτερα σημαντικό


για την ανάπτυξη της ικανότητας του παιδιού να
εστιάζει την προσοχή του καθώς και το χρονικό
διάστημα που καταφέρνει να διατηρεί
στραμμένη την προσοχή του σε ένα ερέθισμα ή
μια δραστηριότητα.

You might also like